Του π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, Ομοτ. Καθηγητού Παν. Αθηνών
Οι Βαυαροί ανέλαβαν στην Ελλάδα συγκεκριμένη αποστολή, χωρίς να πρέπει να ζητούμε σ αὐτήν πάντοτε κακόβουλες η συνωμοτικές διαθέσεις. Επιδιώκοντας να δημιουργήσουν στην ελεύθερη Ελλάδα ένα σύγχρονο Κράτος, θέλησαν να κατασκευάσουν τα κατάλληλα νομικά, κοινωνικά, πνευματικά και πολιτικά πλαίσια, ώστε το νέο Κράτος να γίνει ευρωπαϊκό[2]. Και όχι μόνο αυτό, αλλά παράλληλα το Κράτος αυτό να μπορέσει να παίξει το ρόλο του πολιτιστικού καταλύτη σ’ όλη την Εγγύς Ανατολή. Σ’ αυτό το πλαίσιο εντάχθηκε και η αποστολή του αθηναϊκού Πανεπιστημίου[3]. Ήδη ο Maurer στα 1835 είχε υποστηρίξει «την υψηλή σκοπιμότητα μιας ανώτατης Σχολής επιστημών στον ελλαδικό χώρο, η οποία θα μεταβιβάσει στην Ανατολή τα φώτα, όσα θα παίρνει από τη Δύση»[4]. Βέβαια, στη συνείδηση των Βαυαρών ως Δύση «κατ ἐξοχήν» δεν μπορούσε να νοείται κάτι άλλο από τη Γερμανία. Έτσι, το όλο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα αποτέλεσε πιστοτάτη μίμηση γερμανικών και γερμανογενών προτύπων[5].
Συνεργοί των Βαυαρών σ’ αυτήν την προσπάθεια βρέθηκαν οι οπαδοί της ευρωπαϊκής ιδέας, σπουδασμένοι στη Δύση και δυτικίζοντες, μία μειοψηφία φυσικά μέσα στο πληθυσμικό σύνολο –ο Λαός στην πλατειά διαστρωμάτωσή του έβλεπε πάντα με δυσπιστία τη «Φραγκιά»-, αλλά που είχαν την πολιτική δύναμη να επιβάλουν τη βούλησή τους.
Αυτός ο στόχος συνδέθηκε άμεσα στην πράξη με την κατάρτιση των καθηγητών του Ιδρύματος. Ο Maurer ομολογεί απροκάλυπτα, ότι μέσα στο πρόγραμμα των Κυβερνώντων ήταν εξ αρχής και η αποστολή νέων, κατά προτίμηση τέκνων Αγωνιστών, για να σπουδάσουν στο Μόναχο, ώστε ν’ αναλάβουν την πνευματική ηγεσία της Χώρας [6].
Η Αντιβασιλεία, πάντως, εδραίωσε τον συγκεντρωτικό κρατικό έλεγχο στα εκπαιδευτικά πράγματα. Η παιδεία (και η θρησκευτική) εντάχθηκε στα πλαίσια της κρατικής σκοποθεσίας και μεταβλήθηκε σε υπηρετική των επιδιώξεων της κρατικής ιδεολογίας[7], αφού πρώτα αποεκκλησιοποιήθηκε, για να καταστεί έτσι δυνατή η κρατικοποίηση και εκκοσμίκευσή της. Και αυτοί οι Κληρικοί, που θα χρησιμοποιηθούν στην εκπαίδευση, θα είναι απλοί κρατικοί υπάλληλοι, που θα καλούνται να διακονούν όχι την Εκκλησία, ως λαό του Θεού, αλλά το Κράτος και την ιδεολογία του[8].
Οι προϋποθέσεις αυτές ίσχυσαν και στη δόμηση του πρώτου Ελληνικού Πανεπιστημίου και, φυσικά, και στη συγκρότηση της Θεολογικής Σχολής, που από την αρχή συμπεριλήφθηκε ανάμεσα στις Σχολές του, ως πρώτη μάλιστα στην απαρίθμησή τους[9]. Η Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών οργανώθηκε σύμφωνα με τα πρότυπα των Γερμανικών Πανεπιστημίων, εφαρμόζοντας πιστά τα γερμανικά προγράμματα[10]. Οι θεολογικές σπουδές διαιρέθηκαν στους τέσσερις γνωστούς στη Γερμανία τομείς: ερμηνευτικό, ιστορικό, συστηματικό και πρακτικό με όλη την σχολαστική διάρθρωσή τους. Βέβαια δεν υπάρχουν από την αρχή έδρες (οι καθηγηταί είναι αόριστα «της Θεολογίας»)[11], αλλά είναι ευδιάκριτη η αντιστοιχία.
Η επιλογή των πρώτων καθηγητών έγινε και αυτή με πολιτειακά κριτήρια. Αναζητήθηκαν σε δύο κατευθύνσεις. Πρώτα στους ευρωπαΐζοντες, γιατί ανάμεσά τους υπήρχαν και κληρικοί – θεολόγοι, πρόθυμοι να συμπράξουν στον εξευρωπαϊσμό του νέου Κράτους. Συγκλονιστική επιβεβαίωση της διακριβώσεως αυτής είναι ο πεισματικός αποκλεισμός από το Πανεπιστήμιο του Κων. Οικονόμου. Δεύτερο στους γερμανοσπουδασμένους. Η μεγάλη ανάπτυξη μάλιστα των θεολογικών σπουδών στη Γερμανία και η πρωτοπορία των γερμανικών Πανεπιστημίων σ αὐτό το χώρο θα επιβάλουν τη νοοτροπία, ότι δεν μπορεί να γίνει κανείς καθηγητής της Θεολογικής Σχολής, αν δεν έχει κάμει σπουδές και στη Γερμανία. Επιβεβαίωση αυτού του ισχυρισμού για τον 19ο αιώνα είναι περιπτώσεις Καθηγητών, που είχαν σπουδάσει σε κάποιο άλλο «εξωτερικό» (λ.χ. Ρωσία), αλλά θεωρήθηκε απαραίτητο να περάσουν και από τη Γερμανία[12].
Οι πρώτοι θεολόγοι καθηγητές ήταν τρεις, δύο τακτικοί και ένας έκτακτος. Οι τακτικοί ήσαν: 1) Ο Αρχιμ. Μισαήλ Αποστολίδης (1789 – 1862)[13], συνδεόμενος στενά με τον Βασιλέα ως διδάσκαλός του στα Ελληνικά. Ιερατεύοντας πολλά χρόνια στην Ευρώπη (Τεργέστη), έκαμε συστηματικές σπουδές στο Μόναχο, « ίνα εγκύψη βαθύτερον εις συστηματικήν σπουδήν των θεολογικών επιστημών» [14]. Έμεινε πάντα πιστός στον Όθωνα και την πολιτειοκρατία και είναι γνωστή η ανάμειξή του στη «λύση» του ελλαδικού εκκλησιαστικού προβλήματος στα 1850, ως και οι εναντίον του επιθέσεις[15]. 2) Ο Αρχιμ. Θεόκλητος Φαρμακίδης (1784–1860)[16], συναρχιτέκτονας με τον Maurer της πραξικοπηματικής ελλαδικής αυτοκεφαλίας και όλων των κατοπινών εξελίξεων, σπούδασε ως υπότροφος του Λόρδου Γκίλφορδ ήδη από το 1819 στο Göttingen[17]. Παρόλο που μία χρόνια φαρυγγίτιδα δεν του έδινε τη δυνατότητα να διδάξει, εκλέχθηκε καθηγητής παραμένοντας και Α Γραμματέας της Συνόδου. Δίδαξε μεν ελάχιστα[18], αλλά με το κύρος και του πανεπιστημιακού Καθηγητή υπήρξε ο επισημότερος φορέας προτεσταντικών ιδεών, τις οποίες υποστήριζε με συνέπεια στα συγγράμματά του και στην όλη δράση του στα εκκλησιαστικά πράγματα. 3) Ο Κων. Κοντογόνης (1812–1878)[19], προστατευόμενος του Μ. Αποστολίδη, σπούδασε από το 1830 στο Μόναχο και τη Λειψία, προτεσταντική θεολογία. Όταν διορίσθηκε, ήταν έκτακτος καθηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή και εντεταλμένος με παραδόσεις στη Θεολογική.
Είναι γεγονός, ότι πολύ ελλιπέστερα από τις άλλες Σχολές λειτούργησε στις πρώτες δεκαετίες η Θεολογική Σχολή. Μέχρι το 1864 δίδασκαν σ αὐτήν ένας η δύο καθηγητές. Από το 1852 μέχρι το 1864 υπήρχε ένας μόνο καθηγητής, ο Κ. Κοντογόνης, που δίδασκε σχεδόν όλα τα θεολογικά μαθήματα. Η επιρροή των θεολόγων καθηγητών, μικρότερη μέσα στο Πανεπιστήμιο και μεγαλύτερη στην εξωπανεπιστημιακή τους δράση (ομιλίες, περιοδικά κλπ.)[20], θα αυξηθεί, όταν η Σχολή θα οργανωθεί καλύτερα στη δεκαετία του 1870. Στο μεταξύ δίδαξαν σ αὐτήν μερικά ακόμη πρόσωπα επιλεγμένα με ανάλογα κριτήρια: 4) Ο Δαμιανός Λιβιερόπουλος, σπουδασμένος στη Γερμανία, δίδαξε ως έκτακτος (1852-56)[21]· 5) Ο Διονύσιος Κλεόπας[22] με σπουδές στο Βερολίνο και τη Λειψία, δίδαξε ως τακτικός μόνο ένα έτος (1856/57)· 6) Ο Παναγ. Ρομπότης[23], με σπουδές πρώτα στην Πετρούπολη και έπειτα στη Γερμανία, έμεινε έκτακτος για μια δεκαετία (1858-1868) και μετά δίδαξε ως τακτικός (1868-1875)· 7) Ο Αλέξ. Λυκούργος[24], με σπουδές στη Λειψία, τη Χάλλη και το Βερολίνο, δίδαξε μόνο στα έτη 1864—1866, γιατί μετά εκλέχθηκε μητροπολίτης. Με τους διορισμούς του Θεοκλήτου Βίμπου (τακτ. 1867)[25], του Νικ. Δαμαλά (εκτ. 1868, τακτ. 1872)[26] και του Αναστ. Διομήδους Κυριακού (τακτ. 1872)[27] πέρασε η Θεολογική Σχολή σε μια περισσότερο οργανωμένη φάση της. Αυτή όμως η πορεία εξηγεί το περίεργο γεγονός, ότι το πρώτο πτυχίο της δόθηκε το 1857, ακριβώς δηλαδή 20 χρόνια μετά την ίδρυσή της (πρώτος πτυχιούχος ο «εκ Κιεβίας ορμώμενος Πέτρος Νιντσίσκη)[28]. Οργάνωση γερμανική και καθηγητές με σπουδές στη Γερμανία είναι το χαρακτηριστικό της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου των Αθηνών, στην αρχική φάση της λειτουργίας της.
Οι γερμανικές όμως και γενικότερα ευρωπαϊκές επιδράσεις στο χώρο της Θεολογίας δεν περιορίσθηκαν στα οργανωτικά. Αυτό που περισσότερο ενδιαφέρει, είναι οι ιδεολογικές επιρροές, η εξάρτηση της ελλαδικής θεολογίας από τη γερμανική. Και το πρόβλημα αυτό έχει προκαλέσει μέχρι σήμερα πολλές συζητήσεις. Πρέπει δε να λεχθεί εδώ, ότι ο χώρος της θεολογίας στην «καθ ἡμᾶς Ανατολήν» είναι εκείνος, στον οποίο η διαφοροποίηση της ελληνορθοδόξου παραδόσεως από τη δυτική φαίνεται πολύ εντονότερα από κάθε άλλη επιστήμη[29]. Η γερμανική θεολογία του 19ου αιώνα, αποτέλεσμα μιας μακράς διαδικασίας, που πέρασε από τον σχολαστικισμό και τη «φιλελεύθερη» ορθολογιστική θεολογία του Διαφωτισμού στην κριτική θεολογία του Schleiermacher (+1834), του καντιανού ηθικισμού και ευσεβισμού, ως αυτόνομη διανοητική λειτουργία, διαφοροποιείται ριζικά από τη θεολογική παράδοση της ελληνορθόδοξης Ανατολής, η οποία ακολουθώντας μιαν εντελώς διαφορετική ιστορική πορεία, δεν θεώρησε ποτέ τη Θεολογία ως απλή σχολική-επιστημονική υπόθεση, αλλά αδιάσπαστα συνδεδεμένη με την άσκηση και τη νήψη (κάθαρση) της καρδίας και μέθοδο σωτηρίας, δηλαδή θεώσεως της ανθρωπίνης υπάρξεως και δοξασμού της[30].
Ενώ, λοιπόν, στους άλλους χώρους της επιστήμης η γερμανική επίδραση μπορούσε να αποβεί όχι μόνο θετική, αλλά αυτόχρημα ευεργετική, στην περιοχή της Θεολογίας και η ελάχιστη επίδραση ήταν δυνατόν να οδηγήσει σε αλλοίωση της ορθοδοξοπατερικής παραδόσεως. Και είναι, βέβαια, γεγονός, ότι στο μέρος εκείνο, που η Θεολογία μπορεί να θεωρηθεί – και ορθόδοξα – ως επιστημονική έρευνα των μαρτυριών (ιχνών) της πορείας και παρουσίας της Εκκλησίας μέσα στην ιστορία , η γερμανική επίδραση ήταν – και είναι – θετική και πολύτιμη. Το γερμανικό κριτικό πνευμα, με την εφαρμογή της ιστορικοκριτικής και γενετικής μεθόδου, όπως φαίνεται ιδιαίτερα στο χώρο της Εκκλησιαστικής Ιστορίας[31], προσέφερε σημαντική βοήθεια στην πρόοδο των ελληνικών θεολογικών σπουδών. Και το ίδιο μπορεί να λεχθεί και για τους άλλους χώρους της θεολογικής επιστήμης.
Αυτό όμως, που τον 19ο αιώνα εθεωρείτο αυτονόητο στην γερμανική πραγματικότητα, ο χωρισμός δηλαδή της θεολογίας από τη ζωή του εκκλησιαστικού σώματος και η θεώρησή της ως αυτοτελούς «επιστήμης», παράλληλα με τις υπόλοιπες «πνευματικές» επιστήμες, για την ελληνορθόδοξη παράδοση ήταν – και είναι – κάτι αδιανόητο. Πρόκειται για το πολυσυζητημένο φαινόμενο του «θεολογικού ακαδημαϊσμού» η «επιστημονισμού», που αποτέλεσε μόνιμο πρόβλημα της ελλαδικής θεολογικής επιστημονικής οικογένειας για δεκαετίες[32].
Το αποτέλεσμα ήταν – μιλούμε πάντα για τον 19ο αιώνα – η ανάπτυξη μιας «επιστημονικής» ακαδημαϊκής Θεολογίας, όπως φαίνεται πιο ευδιάκριτα στο χώρο της Δογματικής και της Πατρολογίας, όπου συχνά διαπιστωνόταν ουσιαστική διαφοροποίηση από την θεολογία της εκκλησιαστικής παραδόσεως, όπως προσφέρεται ως καθημερινό «άκουσμα και λάλημα» του εκκλησιαστικού πληρώματος, με τα πατερικά κείμενα, στην ορθόδοξη λατρεία.
Βέβαια, δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει την πραγματικότητα, ότι οι ξένες επιδράσεις υπήρξαν μόνιμο πρόβλημα της ορθοδόξου θεολογικής παραδόσεως επί πολλούς αιώνες. Η μεταφορά αυτούσιου του δυτικού θεολογικού προβληματισμού από τους σπουδάζοντες κατά καιρούς στη Δύση και η δι αὐτοῦ του τρόπου «νόθευση της ορθοδόξου παραδόσεως» υπήρξε συνεχής πράξη[33]. Ενώ όμως παλαιότερα η διαδικασία αυτή περιοριζόταν σε μεμονωμένα πρόσωπα και στο χώρο της στενά νοουμένης διανοήσεως, τώρα αποκτά καθολικότερο και μονιμότερο χαρακτήρα. Καταξιώνεται επίσημα και επιβάλλεται άνωθεν, με την ανάδειξη επιστημόνων Θεολόγων και Κληρικών, που θα αναπτύξουν δραστηριότητα στο εκκλησιαστικό σώμα, με ουσιαστικότερο εφόδιο, πολιτειακά αναγνωρισμένο, όχι τη σχέση τους με την εκκλησιαστική παράδοση της πατερικής θεολογήσεως, που σώζεται στις παραμόνιμες Θεολογικές Σχολές της Ορθοδοξίας, τα μοναστήρια, αλλά τα τεκμήρια των πανεπιστημιακών θεολογικών σπουδών τους[34]. Η διάλυση μάλιστα των περισσοτέρων μοναστηριών και η αρνητική στάση απέναντί τους, ως και η στρατευμένη δυσφήμιση του μοναχικού βίου από τους ευρωπαϊστές[35], δεν ήταν δυνατόν παρά να συμβάλει στην ανάπτυξη αποστροφής προς τη φιλοσοφία της «μοναστικής πολιτείας» και τα μοναστήρια, κυρίως στα αστικά στρώματα, βοηθώντας στην εξάπλωση του ευσεβιστικού πνεύματος και τον εκδυτικισμό της ελλαδικής πραγματικότητας[36]. Κρατική Θεολογική Σχολή, γερμανικά προσανατολισμένη, και Κρατική Εκκλησία στα δεσμά της βαυαρικής πολιτειοκρατίας, αποτελούσαν ισχυρές προκλήσεις για την ελληνική συνείδηση, όταν μάλιστα ήταν γνωστό, ότι η Θεολογική Σχολή και ολόκληρο το Οθώνειο Πανεπιστήμιο στήριζαν οικονομικά τη λειτουργία τους στη δημευθείσα περιουσία των διαλυμένων Μοναστηρίων[37].
Έτσι κατανοείται η αντίδραση, που αντιμετώπισε η Θεολογική Σχολή από το μέρος της ελληνικής κοινωνίας, που αντιστρατευόταν σύνολη τη δράση της Βαυαροκρατίας. Όπως η Θεολογική Σχολή της Ιονίου Ακαδημίας θεωρήθηκε όργανο της Βρεττανικής Προστασίας και των Προτεσταντών[38], έτσι και η Θεολογική Σχολή των Αθηνών αντιμετωπίσθηκε από την αρχή με αρκετή δόση υποψίας και δυσπιστίας. Κυρίως λόγω της αναμείξεως των πρώτων Καθηγητών της στα τεκταινόμενα εις βάρος της παραδόσεως και της Εκκλησίας. Ο Λαός, στο ευρύτερο φάσμα του, έδειξε έμπρακτη αποστροφή στην ίδρυση της Θεολογικής Σχολής και την παρουσία της στη ζωή του.
Δεν είναι, έτσι περίεργο, ότι από τους 52 πρώτους φοιτητές του Πανεπιστημίου μόνο 8 γράφτηκαν στη Θεολογία. Εκπληκτικό είναι, ότι 7 έμειναν οι φοιτητές και στα 1852, ενώ το 1838/9 ήσαν 2, το 1839/40 ένας και το 1844/5 κανένας[39]. Ιδιαίτερα οι Κληρικοί έδειχναν για τη Σχολή τελεία αδιαφορία[40]. Αναζητήθηκαν βέβαια, οι λόγοι της αδιαφορίας (αποστροφής, καλύτερα), αλλά – πιστεύουμε – με αρκετή μονομέρεια και όχι πάντα στη σωστή κατεύθυνση[41].
Ο γερμανικός χαρακτήρας της Σχολής και οι προτεσταντίζουσες τάσεις των πρώτων καθηγητών της δημιουργούσαν κατά κανόνα την επιφυλακτικότητα[42]. Αυτό επιβεβαιώνεται από τις παρατηρούμενες τότε αντιδράσεις. Άλλωστε, και μόνη η συσχέτιση με τη Σχολή του Θεοκλήτου Φαρμακίδη ήταν αρκετή, για να αντιμετωπίζεται με καχυποψία τόσο η Σχολή, όσο και το έργο της.
Οι ξένες εξαρτήσεις, έπειτα, δεν είναι απλή υποψία. Τις φανερώνουν τα συγγράμματα των πρώτων καθηγητών, τα οποία δέχονταν γι αὐτό πολλές επικρίσεις[43]. Και είναι, βέβαια, γεγονός, ότι η προσκόλληση σε δυτικά πρότυπα κυρίως γερμανικά, έφθανε συχνά στην αυτούσια παράθεση θέσεων, αλλά και την αποδοχή ολόκληρων έργων με τη μετάφρασή τους.
Και δεν πρέπει, βέβαια να αποδώσει κανείς αυτή την προσκόλληση σε έλλειψη ικανοτήτων, αλλά κυρίως – κατά την προσωπική μας εκτίμηση – σε ένα πνεύμα επαρχιωτισμού, που οδηγούσε στη δουλική στάση απέναντι στη γερμανική επιστήμη και στην πεποίθηση, ότι μόνο έτσι ένα ελληνικό επιστημονικό σύγγραμμα θα μπορούσε να αποτιμηθεί θετικά από τους «προηγμένους» ξένους. Είναι μόνιμο δράμα του Νεώτερου Ελληνισμού, άλλωστε η αναζήτηση δυτικής καταξιώσεως. Η κριτική όμως για τα έργα των πρώτων καθηγητών, που άσκησαν ο Κ. Οικονόμος και ο κύκλος του, δημιούργησε «προηγούμενο». Γι’ αυτό συνεχίσθηκε για τη συγγραφική παραγωγή και των μεταγενεστέρων Καθηγητών από τον Απ. Μακράκη[44], τον π. Γ. Φλωρόφσκυ[45], μέχρι τον π. Κάλλιστο Ware[46], τον Χρ. Γιανναρά[47], τον Μ. Φαράντο[48], κ.α. Λόγω μάλιστα της ηγεμονίας των γερμανών θεολόγων στο χώρο της θεολογικής επιστήμης, ο λόγος για δυτική επίδραση σημαίνει σχεδόν πάντα «γερμανική».
Έμπρακτη αντίδραση στο δυτικό χαρακτήρα της Θεολογικής Σχολής υπήρξε η λειτουργία στην αθηναϊκή κοινωνία ενός είδους αντι-Σχολής (η αντι-Πανεπιστημίου) στο σπίτι του Κ. Οικονόμου[49]. Ο Αλ. Λυκούργος, κατοπινός καθηγητής, αλλά για λίγο χρόνο, ήταν ένας από τους «συνόντες» στο οικονόμειο αυτό περιβάλλον. Παράλληλα αναπτυσσόταν η προσπάθεια του Κ. Οικονόμου για ίδρυση Θεολογικής Ακαδημίας, ενώ λειτουργούσε ήδη η Κρατική Θεολογική Σχολή. Βέβαια, ο λόγος για Εκκλησιαστική Ακαδημία ήταν παλαιότερος, ένα τέτοιο δε στόχο είχαν και τα σχέδια του Ι. Καποδίστρια. Το 1827/8 ο Οικονόμος είχε συντάξει σχέδιο οργανισμού της Ακαδημίας χάριν του Καποδίστρια. Και μόνο η μελέτη του σχεδίου αυτού τεκμηριώνει εκκλησιαστικά την αντίδραση κατά της Κρατικής Θεολογικής Σχολής[50].
Σημαντικό είναι, ότι στις 11.6.1838[51] σε γράμμα του στον Οικουμενικό Πατριάρχη Γρηγόριο ΣΤ ἐπανέρχεται ο Κ. Οικονόμος στο αίτημα ιδρύσεως Θεολογικής Σχολής της Εκκλησίας και μάλιστα στο Άγιον Όρος. «Πολλά δε κατά τον Άθω τα συνεργούντα προς την εκπαίδευσιν, ου μόνον η ησυχία και η περί τον βίον εγκράτεια και ευταξία και η περί την υποταγήν άσκησις…αλλά και ο θησαυρός των Βιβλιοθηκών και προ πάντων η ενδελέχεια των προσευχών, προσοικειούσα Θεώ…». Πέρα από οποιαδήποτε ευνόητη αντίδραση του Οικονόμου για τη μη καθηγητοποίησή του[52], ούτε καν στη Φιλοσοφική Σχολή, όπως υποδείκνυε και αυτή η αντίπαλός του «Αθηνά»[53], είναι εμφανής στα λόγια αυτά η παραδοσιακότητα και πατερικότητα του σχεδίου του, που πιστοποιεί συνάμα και τη συνείδηση για την ανάγκη εκκλησιαστικότητας της θεολογίας ακόμη και ως σχολικής λειτουργίας, δηλ. συναρτήσεώς της με την Εκκλησία και τη ζωή της, κάτι που θα συνειδητοποιηθεί στα νεώτερα χρόνια.
Το πρακτικά αδύνατο για ίδρυση μιας Θεολογικής Σχολής στο άγιον Όρος αυτή την εποχή θα οδηγήσει τον Οικονόμο σε νέα σκέψη για εγκατάστασή της στο Μ. Σπήλαιο, συνδεόμενο πνευματικά με το Άγιον Όρος. Αυτό δείχνουν γράμματά του στα 1842 και 1843[54]. Ομολογούσε εντούτοις ότι αυτή η λύση ήταν «ασύμφορος προς γε το παρόν». Το κλίμα δεν ήταν ακόμη κατάλληλο (βρισκόμαστε ακόμη στη Βαυαροκρατία) και η έλλειψη «αξίων διδασκάλων» ήταν «πολλή και μεγάλη[55]». Ίσως γι’ αυτό βρήκε διέξοδο στην δημιουργία του θεολογικού κύκλου στο σπίτι του. Κατά τη γνώμη μας και αυτή η ίδρυση της Ριζαρείου Σχολής (1844) δεν ήταν παρά αναγκαία λύση του αιτήματος για Εκκλησιαστική Ακαδημία, όπως άλλωστε ήταν και η αρχική βούληση των Ριζαρών ιδρυτών της κατά την υπόδειξη του Οικονόμου[56]. Η Ριζάρειος, Σχολή καθαρά της Εκκλησίας, παρόλες τις ατέλειες και ελλείψεις, ήταν το αντίβαρο της Θεολογικής Σχολής, με πολύ μεγαλύτερη από αυτήν ακτινοβολία.
Αυτό το μειονέκτημα της Θεολογικής Σχολής, στην αρχή της πορείας της, την αδυναμία της να πείσει γενικότερα για την «ελληνικότητα», δηλαδή την παραδοσιακότητά της, εκφράζει ένα γράμμα του καθηγητή στο Μεσολόγγι Δημητρ. Παλαμά, θείου του Ποιητή, από 15 Αυγούστου 1862. Απευθύνεται στο νέο Μητροπολίτη Αθηνών Θεόφιλο (1862-1873), διάδοχο του αποθανόντος Μισαήλ (Αποστολίδη), του πρώτου καθηγητή της Θεολογικής Σχολής: «Ο Θεός ημών ο μέγας και ποιών θαυμάσια μόνος, αφήρπασε βιαίως- σημειώνει ο Δ. Παλαμάς- κατά τας ημέρας ταύτας τους οίακας της εαυτού Εκκλησίας από τας χείρας γερμανοπαιδευθέντων, ξενοφρονούντων, νεωτεριζόντων και σεμνυνομένων επί τη υπ αὐτῶν καλουμένη συστηματική παιδεία…[57]». Στο πρόσωπο του Μισαήλ Αποστολίδη η Θεολογική Σχολή Αθηνών, 25 χρόνια μετά την ίδρυσή της, κρίνεται από μη θεολόγο, αλλά ευπαίδευτο Ρωμηό, ως καταγώγιο επιρροών αντιπαραδοσιακών και αντιεθνικών. Είναι μια επιβεβαίωση του γεγονότος, ότι η συνείδηση για το γερμανικό πνεύμα της Σχολής δεν περιοριζόταν σε πλαίσια ακαδημαϊκά, αλλά τροφοδοτούσε μιαν ευρύτερη νοοτροπία. Θα περάσουν πολλά ακόμη χρόνια, για να αποκτήσει η Σχολή, και μαζί της η ακαδημαϊκή μας Θεολογία, το κύρος της στην Ελληνική κοινωνία.
Σημειώσεις: