Η Ταυτότητα της Εκκλησίας Γράφει ο Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιεροθεου

Ο λόγος για τα Δελτία Ταυτοτήτων οδηγεί στην αντιμετώπιση του θέματος ποιά είναι η ταυτότητα των Χριστιανών. Πράγματι πολλές φορές διδάσκουμε ότι δεν αρκεί να είμαστε Χριστιανοί της (αστυνομικής) ταυτότητος, αλλά πρέπει να γίνουμε Χριστιανοί στην αλήθεια και την ζωή.

Α’

Η λέξη ταυτότητα δηλώνει την ομοιότητα και την ταύτιση του σημαινομένου με το σημαίνον, “τό είναί τι ταυτόν το ίδιον”, κατά τον Αριστοτέλη. Δηλαδή, ο Χριστιανός που είναι βαπτισμένος στο Όνομα του Τριαδικού Θεού πρέπει να είναι πραγματικό μέλος της Εκκλησίας και να ανταποκρίνεται στον σκοπό της εκκλησιαστικής ζωής. Ταυτότητα σημαίνει ακόμη και το ιδιαίτερο σε σχέση με κάποιον άλλο, φανερώνει, δηλαδή, την ετερότητα του κάθε προσώπου.
Ο Σεβ. Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης μιλώντας για την σημασία της ταυτότητος γράφει χαρακτηριστικά:

“Όταν λέμε ότι ταυτίζουμε κάποιο όν εννοούμε ότι επισημαίνουμε την ιδιαιτερότητά του, ότι δηλ. καθορίζουμε τα στοιχεία εκείνα τα οποία δεν μας επιτρέπουν να κάνουμε σύγχυση μεταξύ αυτού του όντος και κάποιου άλλου. Όταν λέμε π.χ. ότι έχουμε την αστυνομική μας ταυτότητα ο καθένας, αυτό σημαίνει ότι η Πολιτεία κάνει μια προσπάθεια να επισημάνει την ιδιαιτερότητα του καθενός μας. Με σκοπό να μη γίνει σύγχυση μεταξύ των πολιτών, σημειώνει το όνομα, το επώνυμο κλπ., και ακόμη βάζει τα δακτυλικά αποτυπώματα. Όλα αυτά αποβλέπουν στο να αποφευχθεί η σύγχυση ενός προσώπου με κάποιο άλλο. Η ταυτότητα λοιπόν αποβλέπει στην ιδιαιτερότητα, αλλά η ταύτιση αυτή, αυτή η ιδιαιτερότητα δεν μπορεί να είναι ποτέ απόλυτη, και αυτό δημιουργεί δυσκολία στο να κάνουμε λόγο για ταυτότητα. Όλα τα ονόματα ή και οι ιδιότητες που έχουμε στις ταυτότητές μας (τό επάγγελμα, το ύψος κλπ.) μπορούν να εφαρμοστούν σε περισσότερα από ένα όντα, σήμερα μάλιστα με την γενετική μηχανική –ακούμε πολύ τον τελευταίο καιρό αυτή την περίφημη κλωνοποίηση– αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό. Ακόμη και τα δακτυλικά αποτυπώματα δεν θα εξασφαλίζουν πλέον την ιδιαιτερότητα ενός όντος. Σε απόλυτο βαθμό είναι πάρα πολύ δύσκολο να επισημάνει κανείς την ιδιαιτερότητα και την ταυτότητα ενός όντος. Αυτό που αναζητούμε όταν ταυτίζουμε κάτι, είναι αυτό που λέμε “η ειδοποιός διαφορά”, είναι κάποιο στοιχείο που να αφορά μόνο σε ένα συγκεκριμένο όν και όχι σε άλλα”.

Για την ταυτότητα της Εκκλησίας ο Σεβασμιώτατος παρατηρεί:

“Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι και ζεί μέσα στην ιστορία, πορεύεται μέσα στην ιστορία χωρίς να χάνει την ταυτότητά της. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό αλλά δεν είναι εξασφαλισμένο εκ των προτέρων. Χρειάζεται πολύ μεγάλη προσοχή, διότι είδαμε ότι χριστιανικές εκκλησίες στην ιστορία που ξεκίνησαν με την σωστή ταυτότητα κατέληξαν να αλλοιώσουν την ταυτότητά τους και να διερωτάται κανείς σήμερα εάν είναι εκκλησίες ή όχι.

Αυτό είναι ένα μήνυμα το οποίο πρέπει να το πάρουμε στα σοβαρά εμείς οι ορθόδοξοι, διότι είναι πράγματι και για μας ο κίνδυνος μεγάλος μέσα σε όλη την δραστηριότητα μας, η οποία καμιά φορά μας κάνει να αισθανόμαστε αυτοϊκανοποίηση, να εκτραπούμε από την ταυτότητα της εκκλησίας και να μην είμαστε στην ουσία εκκλησία, αλλά κάτι άλλο, ένας άλλος οργανισμός”.

Υπάρχει μεγάλο πρόβλημα όταν η Εκκλησία ταυτίζεται με την ιστορία, τον χρόνο και την κοινωνία, όταν χάνη την εσχατολογική της διάσταση, όταν συγχέεται η εκκλησιολογία με την κοινωνιολογία. Γράφει και πάλι ο Σεβασμιώτατος:

“Με αυτή την μικρή εισαγωγή θέλω να δείξω πόσο δύσκολο είναι να ταυτίσουμε την εκκλησία μέσα στην ιστορία και μέσα στην κοινωνία. Το πρόβλημα στην εκκλησιολογία έγκειται στο ότι η εκκλησία αποτελεί και αυτή μια κοινότητα μεταξύ πολλών μέσα στην ιστορία. Για τον θεατή, ας πούμε, τον μη πιστό, είναι και αυτή μια κοινότητα μεταξύ πολλών άλλων μέσα στην κοινωνία. Έτσι υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να γίνει σύγχυση μεταξύ εκκλησιολογίας και κοινωνιολογίας. Ο κίνδυνος αυτός παρουσιάστηκε, και είναι ιδιαιτέρως εμφανής, στο Δυτικό Χριστιανικό κόσμο, τόσο στον Ρωμαιοκαθολικό όσο και στον Προτεσταντικό” (“Διάβαση”, τεύχος 7, Μάϊος – Ιούνιος 1997, σελ. 6).

Τελευταία λέγεται ότι η Εκκλησία πρέπει να βρη την ταυτότητά της. Όμως πιστεύω ότι κατά τους λόγους του Αποστόλου Παύλου η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού και κατά την διδασκαλία των αγίων Πατέρων είναι “κοινωνία θεώσεως”. Το Θεανθρώπινο Σώμα του Χριστού παραμένει στους αιώνες ενωμένο με την κεφαλή, αφού στο πρόσωπο του Χριστού είναι ενωμένες οι δύο φύσεις “ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως”. Η αλήθεια είναι ότι όχι η Εκκλησία, αλλά πολλές φορές οι Χριστιανοί, τα βαπτισμένα μέλη της Εκκλησίας χάνουν την ταυτότητά τους, τον προσανατολισμό τους. Ακόμη δε και η Εκκλησία ως διοικητικός οργανισμός μπορεί για ένα χρονικό διάστημα να μη συντονίζεται στον σκοπό και το νόημα της αληθινής Εκκλησίας. Αυτό θέλει μια μικρή ανάλυση για να διασαφηνισθή ακόμη περισσότερο.

Β’

Στην όλη εκκλησιαστική παράδοση υπάρχει στενή σχέση μεταξύ Ορθοδοξίας, Εκκλησίας και θείας Ευχαριστίας. Όταν ένα από αυτά τα πνευματικά μεγέθη αποδεσμεύεται από τα άλλα δύο, τότε αλλοιώνεται η ταυτότητά του.
Η Ορθοδοξία είναι η αληθινή πίστη, που συνδέεται με την αποκαλυπτική αλήθεια. Ο Θεός απεκάλυψε τον εαυτό Του στους αγίους και εκείνοι αλλοιώθηκαν από την αποκαλυπτική αυτή αλήθεια. Η πίστη δεν είναι μια θεωρητική διδασκαλία, αλλά εμπειρική ζωή και μεταμορφωτική δύναμη.

Η Εκκλησία είναι η κοινωνία των αγίων. Δηλαδή, τα μέλη της Εκκλησίας με το βάπτισμα και την εν γένει εκκλησιαστική ζωή, με την πράξη και την θεωρία, ενώθηκαν με τον Χριστό, που είναι η Κεφαλή του Σώματος της Εκκλησίας και αποτελούν τα ένδοξα μέλη Του. Έτσι κάνουμε λόγο για την Εκκλησία των Προφητών, των Αποστόλων, των Μαρτύρων και Ομολογητών, των Οσίων και Ασκητών, των Αγίων, που ζουν και τρέφονται οργανικά από το Θεανθρώπινο Σώμα του Χριστού. Όλη η εκκλησιαστική ζωή, ακόμη και η διοίκηση πρέπει να εμπνέεται και να εμποτίζεται από την διδασκαλία και την παράδοση των Προφητών, Αποστόλων, Μαρτύρων και Αγίων. Με αυτήν την προοπτική λέμε ότι μπορεί να είναι άλλο η διδάσκουσα Εκκλησία που είναι οι άγιοι, οι οποίοι είναι φορείς της θείας αποκαλύψεως, και άλλο η διοικούσα και ποιμαίνουσα Εκκλησία. Όταν η διοικούσα και ποιμαίνουσα Εκκλησία εκφράζει την διδάσκουσα Εκκλησία, τότε βρίσκεται μέσα στον προορισμό της, διαφορετικά βρίσκεται εκτός του προορισμού και του σκοπού της.

Η θεία Ευχαριστία είναι το Δείπνο της αγάπης, ο “μυστικός δείπνος”, είναι το μυστήριο στο οποίο τα μέλη της Εκκλησίας συνέρχονται για να κοινωνήσουν του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, και να ζήσουν την κοινωνία και ενότητα με τον Χριστό. Η θεία Ευχαριστία είναι το κέντρο της εκκλησιαστικής ζωής, το μυστήριο των μυστηρίων, ο σκοπός όλης της πνευματικής ζωής. Και φυσικά η μέθεξη και κοινωνία του Σώματος και του Αίματος του Χριστού δεν γίνεται απροϋπόθετα, αφού συνδέεται με την όλη προετοιμασία του Χριστιανού, ώστε η θεία Κοινωνία να ενεργήση καθαρτικά, φωτιστικά και θεωτικά, και όχι κολαστικά.

Η συνύπαρξη και ο συντονισμός των τριών αυτών παραγόντων, ήτοι της Ορθοδοξίας, της Εκκλησίας και της θείας Ευχαριστίας, στην αληθινή τους έκφραση, συνιστά το ορθόδοξο εκκλησιαστικό φρόνημα, διαφορετικά γίνεται λόγος για απώλεια της ταυτότητος. Ο Χριστιανός γίνεται μέλος της Εκκλησίας με το άγιο Βάπτισμα, που λέγεται εισαγωγικό μυστήριο, ώστε να φθάση στην θέωση η οποία είναι ο βαθύτερος σκοπός της υπάρξεως του ανθρώπου, αφού κάθε άνθρωπος δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση Θεού. Πρόκειται για μια διαρκή πορεία έως ότου φθάση ο άνθρωπος στην δική του Μεταμόρφωση και την δική του Πεντηκοστή. Χριστιανική ταυτότητα έχει εκείνος που ζη στην Εκκλησία, η οποία είναι το Σώμα του Χριστού, αλλοιώνεται από την Ορθόδοξη Θεολογία που είναι η πίστη της Εκκλησίας και συμμετέχει με τις Ορθόδοξες προϋποθέσεις στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, που είναι η αληθινή πράξη της Εκκλησίας.

Γ’

Βέβαια, κάνοντας λόγο για πορεία προς την θέωση εννοούμε ότι ο άνθρωπος μετά την απώλεια της θεοκοινωνίας που συνέβη στον Αδάμ και την Εύα, ζη μια τραγική κατάσταση, αφού σκοτίσθηκε ο νούς του και αυτό έχει φοβερές και συνταρακτικές συνέπειες για την ζωή του. Μετά την πτώση εισήλθε μέσα στην ύπαρξη του ανθρώπου ο θάνατος και ο νόμος της φθοράς. Οι δερμάτινοι χιτώνες που είναι η φθορά και η θνητότητα, κατέλαβαν όλη την σωματική ύπαρξη του ανθρώπου και είχαν συνέπειες στον ψυχικό κόσμο, με την έξαψη των παθών. Οπότε ο άνθρωπος πρέπει να αντιληφθή την ασθένειά του και να προχωρήση στην θεραπεία που είναι ο φωτισμός του νού και η θέωση, ο αρχικός σκοπός της δημιουργίας του.
Με αυτήν την έννοια ισχυριζόμαστε ότι η Εκκλησία είναι πνευματικό Θεραπευτήριο – Νοσοκομείο, που θεραπεύει την νοσούσα προσωπικότητα του ανθρώπου. Μέσα στην Εκκλησία με την πλούσια Χάρη του Θεού και την ελεύθερη συγκατάθεση του ανθρώπου, συντελείται η θεραπεία της προσωπικότητος του ανθρώπου και τότε ο άνθρωπος ψυχοσωματικά υπερβαίνει τον θάνατο, θεραπεύει την πεπτωκυία κατάστασή του και μπορεί να φθάση μέχρι την θέωση. Και η θέωση δεν είναι πολυτέλεια, αλλά ο αρχικός σκοπός της υπάρξεως του ανθρώπου. Με την όλη παιδεία του Θεού, η οποία στους Πατέρες άλλοτε λέγεται πράξη και θεωρία, άλλοτε κάθαρση, φωτισμός, θέωση, και άλλοτε έλευση Χάριτος, άρση της Χάριτος και εκ νέου έλευσή της, ο άνθρωπος θεραπεύεται και γίνεται πραγματικό μέλος της Εκκλησίας. Από δυνάμει μέλος γίνεται ενεργεία μέλος.

Στα συγράμματα του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, όπως επιβεβαιώνεται και σε όλη την διαχρονική παράδοση της Εκκλησίας, ήτοι στις γραφές των Αποστόλων και των Πατέρων και τα συναξάρια των αγίων, ο λαός του Θεού είναι “η θεωρητική τάξη” μέσα στην Εκκλησία, δηλαδή κατά διαφόρους βαθμούς μετέχει της φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού. Και οι Κληρικοί (Διάκονοι, Πρεσβύτεροι, Επίσκοποι) που ανήκουν στην κατηγορία των καθαιρομένων, φωτιζομένων και θεουμένων, βοηθούν τους Χριστιανούς να καθαρθούν, φωτισθούν και θεωθούν, ώστε να γίνουν πραγματικά μέλη της Εκκλησίας.

Αυτή είναι η αγιασμένη ζωή της Εκκλησίας, όπως την συναντούμε στους πρώτους αποστολικούς χρόνους, την ζωή των μαρτύρων και των ασκητών, στην διδασκαλία και την ζωή των Πατέρων, στην ζωή των ανθρώπων που ζουν ανάμεσά μας. Αυτή η αγιασμένη ζωή περνά και στην ιστορία και σε όλες τις δραστηριότητες και ενέργειες της εκκλησιαστικής ζωής. Επομένως και οι εκκλησιαστικές τέχνες αγιάζονται μέσα από την αγιασμένη ζωή των μελών της Εκκλησίας.

Όλα αυτά σημαίνουν ότι, όταν τα βαπτισμένα μέλη της Εκκλησίας χάνουν τον προσανατολισμό τους προς την θέωση, όταν οι Κληρικοί δεν βρίσκονται στην προοπτική της θεώσεως και δεν βοηθούν τους Χριστιανούς να θεραπευθούν, όταν οι Χριστιανοί εγκλωβίζονται στον χρόνο και χάνουν την εσχατολογική διάσταση, όταν οι εκκλησιαστικές τέχνες δεν συντονίζονται στον σκοπό αυτό, όταν ο πολιτισμός δεν εμπνέεται από την ένθεη ζωή, τότε κυριαρχεί η εκκοσμίκευση. Δηλαδή, η Εκκλησία που δεν ζη μέσα στην αληθινή προοπτική της, αλλά μετατρέπεται σε μια απλή νομική προσωπικότητα· οι Κληρικοί που χάνουν τον θεολογικό και ασκητικό λόγο· οι λαϊκοί που στέκονται στην εξωτερική ηθική ζωή και αντικατέστησαν την εκκλησιολογία με την κοινωνιολογία. Οι εκκλησιαστικές τέχνες που έπεσαν στον πειρασμό να εκλαμβάνωνται ως κουλτούρα· όλα αυτά συνιστούν απώλεια της πραγματικής ταυτότητος.

Επομένως, η Εκκλησία ως Σώμα Χριστού δεν χάνει ποτέ την ταυτότητά της, αφού μπορεί να εκφρασθή και από ολίγους αγίους της κάθε εποχής, αλλά οι Χριστιανοί και οι Κληρικοί χάνουν την δική τους ταυτότητα, όταν δεν εμπνέονται από την αναγεννητική δύναμη της Εκκλησίας.

Δ’

Ο αγώνας που κάνει τον τελευταίο καιρό η Εκκλησία για την αναγραφή του θρησκεύματος στα Δελτία Ταυτοτήτων έχει σημασία, όταν αυτό συντονίζεται στην προσπάθεια να διατηρηθή ένας χώρος μέσα στον οποίον ο άνθρωπος ελεύθερα θα μπορή να αγιάζεται και να μεταμορφώνεται. Αν όμως στεκόμαστε απλώς σε ένα εξωτερικό γεγονός, χωρίς να αποβλέπουμε στην εσωτερική ζωή της Εκκλησίας, τότε χάνουμε την χριστιανική μας ταυτότητα, έστω κι αν την γράφουμε στα Δελτία Ταυτοτήτων.
Οι Εβραίοι της εποχής του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου θεωρούσαν τους εαυτούς τους τέκνα του Αβραάμ, αν και δεν ανταποκρίνονταν στην ζωή του Αβραάμ. Γι’ αυτό ο άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής τους έλεγε: “ποιήσατε ουν καρπούς αξίους της μετανοίας, και μη δόξητε λέγειν εν εαυτοίς, πατέρα έχομεν τον Αβραάμ· λέγω γαρ υμίν ότι δύναται ο Θεός εκ των λίθων τούτων εγείραι τέκνα τω Αβραάμ” (Ματθ. γ’, 8-9). Εκείνο που μας καθιστά πραγματικούς Χριστιανούς δεν είναι ό,τι εμείς δηλώνουμε, αλλά ό,τι φανερώνουν τα έργα της μετανοίας.

Ο Απόστολος Παύλος έγραφε προς τους Χριστιανούς της εποχής του: “η επιστολή ημών υμείς εστε, εγγεγραμμένη εν ταις καρδίαις ημών, γινωσκωμένη και αναγινωσκωμένη υπό πάντων ανθρώπων, φανερούμενοι ότι εστε επιστολή Χριστού διακονηθείσα υφ’ υμών, εγγεγραμμένη ου μελάνι αλλά Πνεύματι Θεού ζώντος, ουκ εν πλαξί λιθίναις, αλλ’ εν πλαξί καρδίαις σαρκίναις” (Β’ Κορ. γ’, 2-3). Εκείνο που έχει σημασία δεν είναι το αν αναγράφεται κάτι ή όχι με μελάνι, αλλά το να είμαστε επιστολή Χριστού που θα τυπώνεται με πνεύμα Θεού ζώντος, καθώς θα γράφεται στην καρδιά και όχι σε λίθινες πλάκες.

Μαζί με την προσπάθεια που καταβάλλουμε αυτόν τον καιρό για την διατήρηση της ιδιαιτερότητος της ορθοδόξου παραδόσεως, και την αποφυγή του εκκλησιαστικού αποχρωματισμού της κοινωνίας μας πρέπει να καταβάλλουμε μεγαλύτερη προσπάθεια για την διαφύλαξη ή επανεύρεση της εκκλησιαστικής μας ταυτότητος. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να καταλάβουμε, Κληρικοί και λαϊκοί, ποιός είναι ο προορισμός μας ως Χριστιανών, ποιά είναι η αποστολή μας, σε ποιά πνευματική κατάσταση βρισκόμαστε και τί πρέπει να κάνουμε για να επιτύχουμε την αγιότητα, και να μεθέξουμε της θεοποιού ενεργείας του Θεού. Πρό παντός χρειάζεται αγώνας για να μη αποδεσμευθούμε από την Ορθόδοξη αποκαλυπτική θεολογία και την ησυχαστική – νηπτική παράδοση που συνιστούν την πραγματική εκκλησιολογία.

Με αυτήν την προοπτική πρέπει να αγωνιζόμαστε για να βρούμε την χαμένη μας ταυτότητα και να εγγράψουμε την ορθόδοξη ιδιότητά μας μέσα στην καρδιά εν Πνεύματι Αγίω, πράγμα το οποίο θα αλλοιώση όλη την ύπαρξή μας.

Από το έντυπο της Ιεράς Μητροπόλεως Ναυπάκτου «Εκκλησιαστική Παρέμβαση»,

τεύχος 57, Οκτώβριος 2000

Share Button