Πρωτοπρ. Γεωργίου Μεταλληνού
Διότι οι συχνοί πειραματισμοί στο χώρο της ιστοριογραφίας, διοχετεύονται στην εκπαίδευση με όλες τις αυτονόητες συνέπειες.
Πρέπει να λεχθεί προοιμιακά ότι η ιστοριογραφία είναι αυτόνομο πεδίο της γνώσης, που αποσκοπεί βασικά στην ερμηνεία της πραγματικότητας και την κατανόησή της μέσα από την έρευνα των πηγών.
Επιτυγχάνεται, έτσι, ένας απολογισμός της εξελικτικής πορείας της ανθρώπινης κοινωνίας, που συμβάλλει στην κατανόηση του πως προέκυψε το σήμερα.
Κύριο, συνεπώς, στοιχείο της ιστοριογραφίας δεν είναι η δικανική κρίση του παρελθόντος και ο επιμερισμός των ευθυνών, ώστε η ιστοριογραφία να μεταβάλλεται σε δικαστήριο, αλλά η ερμηνεία συμβάντων και γεγονότων, θεωρουμένων μέσα από τις γενετικές τους σχέσεις.
Ήδη στην Καινή Διαθήκη έχουν καταγραφεί, σ αυτή την κατεύθυνση, δύο καθαρά επιστημονικές ερμηνευτικές αρχές: Λουκ. 10,26: «Εν τω νόμω ΤΙ γέγραπται, ΠΩΣ αναγινώσκεις;» (ερώτηση του Χριστού προς έναν νομικό).
Η αυθεντική επιστήμη συνεχίζει τον ατέρμονα αυτόν αγώνα της ερμηνείας και σε κάποιες περιπτώσεις και επανερμηνείας με βάση τον εμπλουτισμό των πηγών με νέες ανακαλύψεις η την εκ νέου αναψηλάφηση των γνωστών με βάση την αυξημένη γνώση.
Σ αυτό το πλαίσιο όμως εντοπίζονται συμπτώματα παθολογικά, όπως τα ακόλουθα:
1. Ο ανεξέλεγκτος υποκειμενισμός:
Ο ως ένα δε σημείο αναπόφευκτος υποκειμενισμός του ιστορικού ερευνητή παίρνει διαστάσεις, όταν συνδέεται, όπως θα δούμε, με εξωτερικές δεσμεύσεις.
2. Εκσυγχρονιστικός αναχρονισμός.
Διαπράττεται δηλαδή η ερμηνεία του παρελθόντος με κριτήρια του παρόντος και εισαγωγή αρχών και κριτηρίων αγνώστων στον επιστημονικά ερευνώμενο, υποτίθεται, χώρο η στο προσεγγιζόμενο πνευματικό φαινόμενο.
Στις περιπτώσεις αυτές λειτουργεί η ιδέα της αέναης επανάληψης και ανακύκλησης, που αντιτίθεται στην έννοια της εξέλιξης (ιστορία!)
Λ.χ. από μοντερνίζοντες και ιδεολογικά εξαρτώμενους ιστορικούς περιθωριοποιείται το Βυζάντιο, λόγω της σχέσης του με την Ορθοδοξία, η ο εκκλησιαστικός χώρος διαχρονικά, στον οποίο όμως μέχρι τον 19° αιώνα γράφεται η ιστορία μας.
Τρομερές συνέπειες έχει το πράγμα στους βυζαντινολόγους, που βλέπουν το Βυζάντιο και την συνέχειά του με αθεϊστικές προϋποθέσεις και αποσιωπούν η παραμορφώνουν ερμηνευτικά τα πατερικά κείμενα, στερούμενοι των προϋποθέσεων κατανόησής τους λόγω της a priori απορρίψεως του χώρου.
Χάνεται όμως έτσι η δυνατότητα καθολικής–σφαιρικής θεώρησης των πραγμάτων. Έτσι προκύπτουν οι μονομερείς ερμηνείες και στην ουσία παρερμηνείες.
Χαρακτηριστική εξαίρεση, και επιβεβαίωση του προβλήματος, ο αληθινά βυζαντινολόγος Στήβεν Ράνσιμαν, που μπόρεσε να καταλάβει σε μεγαλύτερο βαθμό το Βυζάντιο, λόγω επαρκούς γνώσης και της πατερικής παραδόσεως και της θεολογίας του.
4. Με τον εκλεκτισμό συνδέεται η σκόπιμη αναπαραγωγή θέσεων παγιωμένων, χωρίς την διάθεση κριτικού ελέγχου τους, για την κατίσχυση της παράταξης, στην οποία και ο ιστορικός ανήκει.
Συναφής είναι η αδιαφορία για έρευνα και μάλιστα Αρχείων για τους τελευταίους κυρίως αιώνες.
Από τον δάσκαλό μου, αείμνηστο Νικόλαο Τωμαδάκη, έμαθα ότι για τους τελευταίους αιώνες ιστορία χωρίς γνώση των Αρχείων δεν μπορεί να γραφεί. Η εύκολη λύση είναι η καταφυγή στον ανέρειστο στοχασμό και την επένδυση με ψήγματα ιστορίας της υποστηριζόμενης ιδεολογίας.
Ιστορικοί αυτής της ομάδας δεν παραλείπουν να επικρίνουν ευσυνείδητους ερευνητές, όπως ο αείμνηστος Πατριάρχης του χώρου μας, Καθηγητής Απόστολος Βακαλόπουλος, που αναγκάστηκε να απαντήσει στις αιτιάσεις κάποιων κατηγόρων του: «Τότε ακόμη θ’ αποφύγουμε τις πολύ συνηθισμένες στον τόπο μας πρόχειρες ερμηνείες, τις στηριγμένες σε φτωχά και ελλιπή στοιχεία, η τις αόριστες γενικότητες, που συχνά προβάλλονται με την πεποίθηση ότι εκφράζουν την φιλοσοφική θεώρηση των γεγονότων και ότι μας φέρνουν δήθεν κοντά στο είναι, στην ουσία του νέου Ελληνισμού, ενώ στην πραγματικότητα μας ξεμακραίνουν πολύ απ’ αυτήν.
Γιατί στʼ αλήθεια πως είναι δυνατόν οι φιλόσοφοι, οι κοινωνιολόγοι η οι κοινωνιολογούντες, οι οικονομολόγοι κ.λπ. να μελετήσουν, νʼ ανατάμουν την σύγχρονη ελληνική κοινωνία και οικονομία, χωρίς να έχουν γνωρίσει τις βάσεις της;
Η πορεία που οφείλουμε ν ακολουθήσουμε διαγράφεται καθαρά: μόνον όταν αποκτήσουμε επακριβωμένες θετικές γνώσεις, τότε η ενατένιση των γεγονότων θα βασίζεται στο στερεό βάθρο και θα κινήται μέσα σ ένα γενικό πλαίσιο με ρευστά βέβαια όρια, αλλά δεν θα κινδυνεύει να εκτραπεί σε προχειρολογία με κυρίαρχο στοιχείο την φαντασία…
Είναι θλιβερό νʼ αναλογίζεται κανείς πόσο μας στοίχισε κατά την ροή των αιώνων η ένδεια των ιστορικών γνώσεων». (Αποστόλου Ε. Βακαλοπούλου, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Β´, Θεσσαλονίκη 1976, σ. 7).
5. Καθαρή όμως αναίρεση της ιστορίας είναι η ιδεολογική χρήση της συναρτώμενη με την Ιδεολογική ερμηνεία των ιστορικών δεδομένων. Τότε όμως κάνουμε πολιτική, όχι ιστορία.
Σ αυτές τις περιπτώσεις δεινοπαθεί συνήθως η Εκκλησία και η σχέση της με το Έθνος και την ελευθερία του και υποστυλώνεται η προπαγάνδα.
Δεινοπαθεί όμως και η ίδια η ιστορία με τις νέες περί έθνους ιδέες, που προωθούνται από ξένους οικονομικούς παράγοντες ανήκοντες στους κύκλους της Νέας Εποχής και της παγκοσμιοποίησης, ως κίνησης προς την πλανητική κοινωνία.
6. Αυτή την τάση εξυπηρετεί η κίνηση των τελευταίων δεκαετιών να ξαναγραφεί η Ιστορία.
Βεβαίως κάθε γενεά είναι υποχρεωμένη να ξαναγράψει την Ιστορία του Έθνους της, για την επανεκτίμησή της με βάση τα νεώτερα πορίσματα της έρευνας και την ανανέωση των συμπερασμάτων.
Το πρόβλημα βιώθηκε από τον φοιτητικό κόσμο πριν από μερικές δεκαετίες στο πλαίσιο της προϊούσας επίθεσης κατά του μαθήματος των Θρησκευτικών.Το 1962 ξέσπασε ο μεγάλος πράγματι αγώνας των φοιτητών της Θεολογίας Αθηνών–Θεσσαλονίκης, που εκράτησε επί ένα επτάμηνο (27.2 – 27.9) κλειστές τις δύο Θεολογικές Σχολές, όταν διαπιστώθηκε η προσπάθεια συρρικνώσεως και μειώσεως του μαθήματος των Θρησκευτικών με τον –κατ αρχάς επιλεκτικό περιορισμό των ωρών διδασκαλίας από δίωρο σε μονόωρο σε κάποιους τύπους σχολείων με πρόσχημα την ένταξή μας στην Ευρώπη (ΕΟΚ, τότε).Σημαντικό όμως είναι ότι η φοιτητική ηγεσία αυτού του αγώνα διαπιστώσαμε ότι δεν ήταν μόνο το μάθημα των Θρησκευτικών, που έπρεπε να πέσει θύμα της μανίας του εξευρωπαϊσμού και της παγκοσμιοποίησης, αλλά γρήγορα θα επεκτεινόταν η πολεμική αυτή και στο μάθημα της Ιστορίας και της Γλώσσας μας.
Διότι τα τρία αυτά μαθήματα, το καθένα με τον τρόπο του, συνιστούν τα ερμηνευτικά κλειδιά κατανοήσεως και ερμηνείας του πολιτισμού μας, συμβάλλοντας συνάμα στην διατήρηση της ιστορικής μας συνέχειας και κοινωνικής συνοχής.
Αλλ’ αυτά τα δύο μεγέθη είναι σήμερα το «κόκκινο πανί» για τους «εκσυγχρονιστές» όλων των παρατάξεων, που προσπαθούν με την παρουσία τους στον χώρο της εκπαίδευσης να τα διαστρέψουν μέχρι να τα καταστρέψουν.
Την σκοπιμότητα των νεοεποχιτών συγγραφέων Ιστορίας υποστυλώνει ένας «παγκόσμιος ειρηνισμός», που υποστασιώνει την άποψη, ότι αρκεί η απάλειψη των διαιρούντων και ο τονισμός των ενούντων, για να αρθεί το «μεσότειχον» (Εφ. 2,14) μεταξύ εθνών και ανθρώπων, υπό την «προστασίαν» και τον «έλεγχο» του Πλανητάρχη της Νέας Εποχής, η εκείνων που κυβερνούν τον κόσμο πίσω από αυτόν.
Η μέθοδος αυτή της προβολής των ενούντων και όχι των διαιρούντων, εφαρμόζεται και στην άλλη όψη του Οικουμενισμού», στον θρησκευτικό–θεολογικό, τον διαχριστιανικό διάλογο.
Σ’ αυτό το κλίμα «συνωστίζονται» τα σχολικά μαθήματα, που σχετίζονται άμεσα με την ταυτότητά μας. Το περιεχόμενο, άλλωστε, αυτών των μαθημάτων είναι το κύριο διαφοροποιητικό στοιχείο του πολιτισμού μας από τον πολιτισμό της Φραγκοτευτονικής Δύσης.
Δεν θέλουν κάποιοι ιστορικοί μας —και ίσως και δεν μπορούν— να κατανοήσουν, ότι για τις διχο- στασίες και διαιρέσεις δεν πταίουν τα Θρησκευτικά και η Ιστορία (το παρελθόν δηλαδή), άλλα η πολιτική, οι προκλήσεις και τα ανοσιουργήματα της Υπερδύναμης και των συνεργών της.
Οι αλώσεις του 1204 και του 1453, οι εθνικοί διχασμοί μας ως τον 20ό αιώνα, το δράμα της Κύπρου και το Σκοπιανό, δεν λύνονται με το ξαναγράψιμο της ιστορίας, αλλά με την ορθή κατανόηση των μηνυμάτων της.
Η επιστήμη τότε δίνει τη θέση της στην πολιτική. Το προϊόν αυτής της κίνησης είναι μία πραγματικά «ιστορία του σωλήνα» ως «Κοινή ιστορία των Βαλκανίων».
Τελικά, πιστεύω ότι με οδηγό τον μεγάλο μας ιστορικό Θουκυδίδη, που έχει, ως προς την κατανόηση της ιστορίας, διαχρονική σημασία, οφείλει η ιστοριογραφία του παρόντος να πορεύεται, εμπλουτίζοντας το μέσα της και ανανεώνοντας τους στόχους της, χωρίς να αντιπαρέρχεται την αιώνια αρχή, ότι διαιώνια, η φύση των ανθρώπων μένει πάντα η αυτή!
*Ανακοίνωση σε Ημερίδα (20.1. 2011) με θέμα: «Είναι αναγκαίο το ξαναγράψιμο της ιστορίας σήμερα;».