Ο πατήρ Ιωάννης Αθανασιάδης, ο τρίτος κατά σειρά εφημέριος της Παναγίτσας, υπήρξε μια αγιασμένη μορφή και ένα πνευματικό φαινόμενο που με την αδιάλειπτη προσευχή και την αγιότητα του βίου έγινε ο πνευματικός πατέρας και ο ακούραστος ποιμένας που μετέδιδε τη πίστη και την αγάπη. Ο άνθρωπος αυτός του Θεού ήταν ένας πύρινος λειτουργός και ένας διαπρύσιος κήρυκας της αλήθειας που αναλώθηκε στην άσκηση, στη φιλανθρωπία και τη διακονία του Λόγου του Θεού.
Ο πατήρ Γεώργιος Ζουμής, αρχιερατικός επίτροπος της Ιεράς Μητροπόλεως Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας, ανταποκρίθηκε αμέσως στο αίτημα να μας παραθέσει μερικά βιογραφικά στοιχεία, βιώματα και εμπειρίες από την οσιακή πολιτεία του π. Ιωάννου. Έτσι, στο κείμενο που ακολουθεί, ο π. Γεώργιος περιγράφει τη ζωή και τη δράση αυτού του σεβάσμιου Ιερέως ως ένδειξη ευγνωμοσύνης και ευχαριστίας:
Ιερεύς Ιωάννης Αθανασιάδης. (Ό Γέροντας μου). 1898-1978.
Εις το όνομα τού Πατρός και του Υιού και τού Αγίου Πνεύματος. Αμήν.
Με πλήρη συναίσθηση της αδυναμίας μου επιχειρώ να κάνω κάτι πολύ τολμηρό. Αποπειρώμαι να γράψω (με συντομία) τον βίο και την πολιτεία ενός μεγάλου ανδρός, ενός αγαθού Λευίτη, ενός αγίου Ιερέως, πού άφησε εποχή από όπου και αν πέρασε. Συχνά τον παράβαλλαν με τον Άγιο Νικόλαο τον Πλανά και αυτό πράγματι δεν είναι υπερβολή.
Πρόκειται για τον μακαριστό π. Ιωάννη Αθανασιάδη, εφημέριο Παναγίτσας Εδέσσης. Είχα την μεγάλη ευλογία (ευχαριστώ και ευγνωμονώ τον Θεό από βάθους καρδίας), γιατί με αξίωσε, μου έκανε την μεγάλη τιμή να τον έχω Πνευματικό από τα μαθητικά μου χρόνια μέχρι την χειροτονία μου σε διάκονο. Δικαιούμαι, πιστεύω, αλλά είναι και χρέος μου και καθήκον μου, (ανάγκη γάρ μοι επίκειται, θα έλεγε ό Απόστολος Παύλος), να περισώσου στο χαρτί κάποια από εκείνα πού γνωρίζω γι αυτόν και έζησα κοντά του. Ήταν, αλήθεια, πολύ ωραία εκείνα τα χρόνια κοντά του. Είναι από τα καλύτερα στον κόσμο να έχεις πνευματικό έναν άγιο.
Ένα μόνο φοβούμαι, μήπως τον μειώσω με όσα θα πω και όπως τα παράθεσαν. Σκέφτομαι μήπως δεν καταφέρω να γράψω; όπως και όσο τού αξίζει. Γι’ αυτό επικαλούμαι τον φωτισμό και την δύναμη του Αγίου Τριαδικού Θεού. Όλα για την δική Του δόξα τα επιχειρώ. Ό Θεός γνωρίζει να δοξάζει τούς δικούς Του ανθρώπους. Ο Θεός δόξασε και χαρίτωσε τον ταπεινό Ιερέα του. Έτσι, όταν επαινούμε τον Γέροντα, τον Θεό δοξάζουμε.
Ο μακαριστός πατήρ Ιωάννης Αθανασιάδης γεννήθηκε στον μαρτυρικό, πολύκλαυστο μα και αλησμόνητο Πόντο στα 1898. Ιδιαίτερη πατρίδα του υπήρξε το χωριό Μοναστήρι της ονομαστής Αργυρούπολης (Μητρόπολις Χαλδίας). Δεν ήταν μακριά από το χωριό της μητέρας μου. Ήταν το έκτο παιδί των γονέων του.
Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε στο χωριό του και κατόπιν συνέχισε στη γειτονική Ατρα. Τελείωσε εκεί το Δημοτικό Σχολείο, άλλ ήταν και από τη φύση του πολύ έξυπνος.
Έτσι όποιος τον γνώριζε και συνομιλούσε μαζί του καταλάβαινε, ότι έχει να κάνει με έναν μορφωμένο άνθρωπο. Τα σχολεία τού Πόντου, ακόμη και τα κατώτερα παρείχαν πολλές γνώσεις, σπουδαία μόρφωση, κάτι πού δεν το συναντούμε ίσως πουθενά άλλου.
Το έτος 1923, κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών, μαζί με άλλες δέκα οικογένειες μετακόμισαν στο χωριό Νέα Ζωή.
Ήρθε σε γάμου κοινωνία στον Πόντο με την συγχωριανή του Ευμορφία Ξενίδου, με την οποία απέκτησε εκεί δύο παιδιά, πού πέθαναν όμως πριν έρθουν στην Ελλάδα. Μετά τον ερχομό τους στην μητέρα πατρίδα απέκτησαν άλλα τρία παιδιά: 1. Την Αντιγόνη, πού έμεινε άγαμη και αφιερώθηκε στη χριστιανική Αδελφότητα «Σωτήρ»
και προσέφερε πάρα πολλά μαζί με τον πρώτο εξάδελφο της, τον Αρχιμανδρίτη π. Γαβριήλ Αθανασιάδη. 2. Τον Λάζαρο, πού ζούσε με την οικογένεια του στη Θεσσαλονίκη, και 3. Την Μάρθα, καθηγήτρια Θεολόγο, πού ζει με την οικογένεια της στο Κλησοχώρι έξω από την Έδεσσα. Είχα μάλιστα την τιμή να είμαι μαθητής της στο Γυμνάσιο Αριδαίας. Ή αγάπη μου και ή τιμή προς το πρόσωπο και την οικογένεια της είναι μεγάλη, εφόσον είναι κόρη τού Γέροντα μου.
Ή σύζυγος τού π. Ιωάννη σύντομα έφυγε από τον μάταιο αυτό κόσμο, το 1942, σε ηλικία μόλις 42 ετών, αφού έκανε επτά χρόνια στο κρεβάτι τού πόνου κατάκοιτη από εγκεφαλικό. Ό πιστός σύζυγος της την υπηρέτησε και την περιποιήθηκε με τον καλύτερο τρόπο. Ό ίδιος μόνος πλέον μεγάλωνε τα τρία του παιδιά. Ήταν και μάνα και πατέρας μαζί και λίγο αργότερα, το 1944 τα πήρε και εγκαταστάθηκαν στην Έδεσσα.
Τότε Μητροπολίτης ήταν ό μακαριστός Παντελεήμων Παπαγεωργίου, στον όποιο χρεωστάει πολλά ή πόλη της Έδεσσας. Πήγε τον βρήκε και παρακάλεσε να κάνει κάτι και γι’ αυτόν, να τον βοηθήσει, κάπου να τον τακτοποιήσει. Ο Μητροπολίτης τον συμπάθησε πολύ, γιατί είδε την κατάσταση του μα και την βαθιά του πίστη. Τον έστειλε στην Ιερά Μονή Υψώσεως τού Τιμίου Σταυρού Μεσημεριού, όπου βρισκόταν τότε ό αόμματος μοναχός Μελέτιος Αϊβαζίδης. Εκεί έμεινε για δύο χρόνια και το έτος 1946 ό ίδιος Μητροπολίτης τον διόρισε νεωκόρο τού παλαιού Μητροπολιτικού Ναού Εδέσσης, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Στο διάστημα αυτό τον γνώρισε ακόμη καλύτερα και τον αγάπησε περισσότερο. Εκτίμησε τα προσόντα του, παρατήρησε την εργατικότητα του, τον ένθερμο και ένθεο ζήλο για τα καθήκοντα του, την μόρφωση πού διέθετε, τον ασκητικό – χριστιανικό τρόπο ζωής του. Ήταν όντως ξεχωριστός άνθρωπος, πολύ σπάνιος. Δύσκολα συναντούσες τέτοιον. Σήμερα βέβαια δεν υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι.
Κάποια μέρα τού είπε ό Δεσπότης: Μπάρμπα-Γιάννη, θα σε κάνω Παπά-Γιάννη. Πράγματι το καλοκαίρι τού 1949 τον χειροτόνησε Διάκονο και κατόπιν Ιερέα. Την εποχή εκείνη στον Μητροπολιτικό Ναό εφημέρευαν οι Ιερείς Αναστάσιος Μακρίδης και Νικόλαος Παραστατίδης.
Οι κάτοικοι της Παναγίτσας, σαν το έμαθαν, ζήτησαν από τον Μητροπολίτη Παντελεήμονα τον π. Ιωάννη για Εφημέριο στο χωριό τους, όπως και έγινε. Έτσι πλέον ό αγαθός Λευίτης ξαναβρίσκεται και πάλι στο πρώτο χωριό του. Υπηρέτησε εκεί επί μία εικοσαετία και κατά το έτος 1969 συνταξιοδοτήθηκε, επί μακαριστού Μητροπολίτου Καλλινίκου, ό όποιος τον σεβόταν και τον εκτιμούσε βαθύτατα. Έπ’ αυτού όμως θα επανέλθουμε και παρακάτω.
Μετά την συνταξιοδότηση του εγκαταστάθηκε στο Κλησοχώρι, όπου ήταν ή κόρη του Μάρθα και απ εκεί μετέβαινε στην γυναικεία Ιερά Μονή Αγίας Τριάδος, έξω από την Έδεσσα, και εξυπηρετούσε τις λατρευτικές ανάγκες της Μονής.
Πόθος του όμως διακαής ήταν να πάει να μονάσει και να αναπαυθεί σε ανδρικό Μοναστήρι. Ό Θεός εκπλήρωσε και αυτή του την επιθυμία. Στην αρχή σκέφθηκε να πάει στην Ιερά Μονή Πεντέλης. Την γνώριζε από παλιά, όταν πήγε εκεί να παρακολουθήσει κάποιο σεμινάριο Πνευματικών. Αν καθόταν εκεί θα έμπαινε στη σειρά, του είπαν, για να κάνει τον εφημέριο και να λειτουργεί αραιά και που, κάτι πού δεν του άρεσε καθόλου. Τί θα έκαμνε άπραγος τον άλλο καιρό; Ή θεία Λειτουργία ήταν ή ζωή του και ή χαρά του, ή παρηγοριά και ή ανακούφιση του. Γι’ αυτό αναγκάσθηκε να πάει στην Ιερά Μονή Αγίας Τριάδος, έξω από τα Μέγαρα, ένα Μοναστήρι με πέντε Μοναχούς τότε και άρρωστο τον Ηγούμενο π. Κύριλλο. Οι Πατέρες τον δέχθηκαν με μεγάλη χαρά και τον συμπάθησαν αμέσως και μάλιστα υπερβολικά. Ακόμη και σήμερα ομιλούν για τον π. Ιωάννη με πολύ σεβασμό και θαυμασμό.
Μετά ένα χρόνο όλοι οι Πατέρες με τον Ηγούμενο τους μαζί και τον π. Ιωάννη πήγαν στην περίφημη Ιερά Μονή Παρακλήτου, στον Ωροπό, όπου ήταν Ηγούμενος ό ονομαστός π. Χερουβείμ. Εκεί ό Γέροντας έγινε μεγαλόσχημος μοναχός. Μάς έλεγαν μοναχοί της εκεί Μονής: Τρίβαμε τα μάτια μας. Δεν μπορούσαμε να φαντασθούμε, ότι ένας γέροντας στην ηλικία, προερχόμενος από έγγαμους θα μάς κολλούσε στον τοίχο με τη ζωή και τις αρετές του, με την αγιότητα του. Ή παρουσία του ήταν ένας έλεγχος για μάς. Δεν μπορούσαμε να τον φθάσουμε στον πνευματικό αγώνα.
Αυτό δεν ήταν κάτι παράξενο και πρωτόγνωρο για τον ίδιο. Ήταν ή φυσική συνέχεια της προηγούμενης ζωής του, αφού ό μακαριστός από τον κόσμο ακόμη ζούσε ζωή αγία και ξεχωριστή. Όλοι έχουν να διηγηθούν πολλά για την όσιακή του μορφή και την ασκητική του ζωή. Ό ίδιος ό π. Χερουβείμ έλεγε πολλές φορές, αχ, αργά τον γνωρίσαμε.
Αλλά ουδείς ζήσετε επί της γης και ουκ όψεται θάνατον. Έτσι ήρθε και το τέλος τού μακαριστού π. Ιωάννη. Ήταν 4 Ιουλίου τού έτους 1978. Οι Πατέρες τελούσαν την αγρυπνία τού Οσίου Αθανασίου τού Αθωνίτου στο ομώνυμο Παρεκκλήσιο της Μονής. Την ούρα πού έψαλλαν τα Ανοιξαντάρια, κατάκοιτος ό ίδιος με χαρούμενο και ιλαρό βλέμμα, έριξε μια ματιά τριγύρω του και ανάλαφρα, σαν πουλάκι παρέδωσε το πνεύμα του στον Αρχηγό και χορηγό της ζωής. Ήταν τότε 80 ετών.