Ο πάπα-Καλλίστρατος καταγόταν από το χωριό Τράχωνας της επαρχίας Λευκωσίας. Από μικρό παιδί είχε κλίση προς την θρησκεία και αγαπούσε πολύ την Εκκλησία του Χριστού. Και διά την αγνότητα του ό Θεός τον αξίωσε να γίνει λειτουργός του, δηλαδή ιερέας. Λέγεται ότι έγινε και μεγαλόσχημος μοναχός, δηλαδή ιερομόναχος στην Μονή Σταυροβουνίου.
Από την νεότητα του ήταν στολισμένος με πολλές και διάφορες αρετές και κυρίως κατείχε την ευλογημένη ελεημοσύνη. Κατά διήγηση του συγχωριανού του Λαμπριανίδη όταν ήταν πια Ιερέας γυρνούσε σε διάφορα σπίτια της ενορίας του σε φτωχές γυναίκες και κυρίως ανύπαντρες και τούς έδιδεν ελεημοσύνη. Πολλές φορές έκανε κρυφά την ελεημοσύνη του. Πήγαινε λόγου χάριν σ’ ένα σπίτι μιας φτωχής νέας και της έλεγε: «Κάμε μου ένα καφέ ρά». Μέχρι να κάμη τον καφέ ή κοπέλα, ό παπα-Καλλίστρατος πήγαινε και έβαζε χρήματα κάτω από το μαξιλάρι του κρεβατιού της κοπέλας. Όταν έπινε τον καφέ και μετά, χαιρετούσε και αναχωρούσε από το σπίτι χωρίς να κάμει φανερή την ελεημοσύνη του. Από συγχωριανούς του λέγεται και το εξής: ότι πήγαινε τις νύχτες σε σπίτια φτωχών ανθρώπων και αφού έριχνε από το παράθυρο ή την πόρτα δεμένα σε μαντήλι χρήματα, έφευγε κρυπτόμενος χωρίς να τον παίρνουν είδηση, όπως έκανε και ό Άγιος Νικόλαος Επίσκοπος Μύρων της Λυκίας.
Ό μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Λέοντος είπε όταν ζούσε ότι όταν ήταν μαθητής τού Παγκυπρίου Γυμνασίου Λευκωσίας, πήγε και εξομολογήθηκε στον παπά-Καλλίστρατον και τού είπε ό αοίδιμος ότι θα γίνει αρχιεπίσκοπος Κύπρου, όπως και έγινε.
Κατά τον Λαμπριανίδη, ό παπά-Καλλίστρατος στο σπίτι του στον Τράχωνα δεν κοιμόταν σε κρεβάτι αλλά σε φέρετρο. Σ’ αυτό το φέρετρο άνακλινόμενος, σκεπτόταν νύχτα-μέρα τον θάνατον και φιλοσοφούσε την ματαιότητα τού κόσμου. Και έτσι νικούσε και εξαφάνιζε τις σαρκικές ορέξεις, τον θυμό, την γαστριμαργία, την φιλαργυρία, την κενοδοξία και όλα τα πάθη.
Κατά τον ίδιο τον Λαμπριανίδη, ό παπά-Καλλίστρατος κάθε Πάσχα πριν αρχίσει ή Ανάσταση γυρνούσε σ’ όλο το χωριό και αφού κτυπούσε σ’ όλα τα σπίτια τις πόρτες, ακολούθως πήγαινε στην εκκλησία και κτυπούσε ό Ίδιος την καμπάνα και περίμενε μέχρις ότου έρθουν όλοι και μετά ν’ αρχίσει την Άκολουθία.
Σύμφωνα με διήγησιν τού μακαριστού Γέροντος Νικάνδρου Σταυροβουνιώτου Μοναχού πού έκοιμήθη το έτος 1978, όταν πήγαινε κάποτε στο Μετόχι της Αγίας Βαρβάρας Σταυροβουνίου και έμενεν λίγες μέρες, τις νύκτες ξάπλωνε σε κρεβάτι με σανίδια και μια – δύο κανναβίτσες (τσουβάλια), χωρίς στρώμα και κουβέρτες. Και έτσι ταλαιπωρούσε το κορμί του και σκληραγωγούσε την σάρκα του για την ωφέλεια της ψυχής του. Κατά τον ίδιο, ό παπά-Καλλίστρατος φορούσε τα όμματογιάλια του στην μύτη για να μην τον έχουν σε υπόληψη οι κοσμικοί άνθρωποι, θεωρώντας τον σαλόν (τρελλόν). Έτσι αγωνιζόμενος και σκληραγωγούμενος ήρθε ή ώρα για το μεγάλο ταξίδι. Όταν έκοιμήθη, το σεπτό σκήνωμα του τάφηκε στον περίβολο της εκκλησίας της Παναγίας τού Τράχωνα με μεγάλες τιμές από τούς πιστούς της ενορίας του.
Όταν έγινε ή εκταφή των λειψάνων του υπό τού Αρχιεπισκόπου Λεοντίου, εύωδίαζαν τα λείψανα του, σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες. Το 1974 με την προσφυγιά τα λείψανα του έμειναν κάτω από την Άγία Τράπεζα της εκκλησίας.
Διά των ευχών του, είθε ό Θεός ελευθερώσει τον κατεχόμενον Τράχωνα πού βρίσκονται τα λείψανα του, ως και όλα τα κατεχόμενα ελληνοχριστιανικά εδάφη της άγιονήσου Κύπρου. Αμήν.