ΓΕΡΩΝ ΓΑΒΡΙΗΛ Ο ΠΑΡΙΑΝΟΣ ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΛΟΓΓΟΒΑΡΔΑΣ.
Για τον γέροντα Γαβριήλ, παριανό αγωνιστή της Λογγοβάρδας
Άρθρο της Μπέτης Μπιζά από την εφημερίδα Τα Νέα Πάρου – Αντιπάρου της 12|01|13
Πρόσφατα, έφυγε από κοντά µας ένας µεγάλος παριανός αγωνιστής, ο π. Γαβριήλ της Ι. Μ. Λογγοβάρδας. Ας µην πάει ο νους των αναγνωστών σε ό, τι συνηθίζουµε να εννοούµε µε τη λέξη «αγωνιστής». Ο π. Γαβριήλ, όπως όλοι οι Μοναχοί, ήταν αγωνιστής κατά του … εαυτού του. Ο ισόβιος αγώνας του ήταν εναντίον των παθών, που δυναστεύουν την ανθρώπινη ύπαρξη, την αιχµαλωτίζουν, και την υποδουλώνουν. Ο αγωνιστής π. Γαβριήλ γλύτωσε από την αιχµαλωσία των παθών και τη σκλαβιά των κοσµικών «ανέσεων», ζώντας ελεύθερος µέσα στο στενό κελί του, έχοντας µόνη περιουσία του το τριµµένο του ράσο και το κοµποσχοίνι του.
Γεννήθηκε στις Καµάρες, το 1909. Οι γονείς του…
…ήταν φτωχοί και πολύτεκνοι µε 12 παιδιά. Σχολείο δεν πήγε, αν και ήταν πνευµατικά προικισµένος, γιατί, όπως και άλλα παιδιά της ηλικίας του, έπρεπε να δουλέψει για να βοηθήσει στην επιβίωση της οικογένειας. Παιδί φιλότιµο, σβέλτο και ικανό, µε αγάπη για τη δουλειά, ο µικρός Ιωάννης Μπαρµπαρήγος βοηθούσε τον πατέρα του στις αγροτικές εργασίες αλλά και έβοσκε τα λιγοστά τους πρόβατα. Τη Λογγοβάρδα την είχε καθηµερινή θέα, στην απέναντι πλαγιά. Όταν µεγάλωσε, µετά την εκπλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων, του δόθηκε η ευκαιρία να «µεταναστεύσει» στην Αθήνα, σε µια καλή δουλειά, µε ευοίωνο µέλλον για τον προκοµµένο και ευφυή νέο, αλλά εκείνος αρνήθηκε, έχοντας βάλει στον νου του να κάνει πιο δύσκολα πράγµατα: να φοιτήσει στο Πανεπιστήµιο της Λογγοβάρδας και να αφιερώσει εκεί όλη του την εργατικότητα, µε εργοδότη τον Θεό.
Εκεί, «φοιτητής» και εργάτης ακούραστος, έδωσε µε αυταπάρνηση τον πιο ωραίο και δύσκολο αγώνα και νίκησε τους πιο δύσκολους εχθρούς του ανθρώπου: τη φιληδονία, τη φιλαργυρία, τη φιλοδοξία, την πλεονεξία, την κενοδοξία, τη φιλαυτία, την υποκρισία, µε µια λέξη τον εγωισµό µε τα χίλια του πρόσωπα. Πεδίο όπου µαίνεται αδιάκοπα ο πόλεµος αυτός είναι η καρδιά του ανθρώπου. Η άσκηση, η προσευχή, η αγάπη, και πάνω από όλα η υπακοή σε πνευµατικό οδηγό, είναι τα όπλα αυτού του αγώνα, τα οποία διά βίου χρησιµοποίησε ο ολιγογράµµατος αλλά σοφός π. Γαβριήλ και βγήκε νικητής.
Έζησε την πολύχρονη ζωή του ασκούµενος στο Ιερό Κοινόβιο της Λογγοβάρδας, έχοντας καθηµερινή του ενασχόληση την περιποίηση των ζώων της Μονής, τα οποία φρόντιζε ηθεληµένα σε όλη του τη ζωή. Παράλληλα, ασχολούνταν και µε αγροτικές εργασίες, έχοντας και γνώσεις και ζήλο. Κύρια ασχολία του όµως ήταν τα ζώα και το «τυροκοµειό». Ήταν ο «οικονόµος» των ζώων της Παναγίας, ένα διακόνηµα απαραίτητο σε κάθε Μονή, διότι της εξασφαλίζει αναγκαία είδη διατροφής.
Το διακόνηµα αυτό, προσφέρει µεν χαρά, γιατί τα ζώα είναι αθώα και χαριτωµένα, αλλά, όπως γνωρίζουν όσοι ασχολούνται µε κτηνοτροφικές εργασίες, είναι ταυτόχρονα δύσκολο και απαιτητικό, καθώς δεν γνωρίζει «καθηµερινές και σχόλες». Είναι καθήκον καθηµερινό – και ανθυγιεινό, γιατί τα ζώα έχουν ανάγκη από συνεχή καθαριότητα: καθαρισµό σταύλων, µάζεµα της κοπριάς κ.α.
Μια ζωή λοιπόν ήταν µέσα στις κοπριές και τους σταύλους, ο αγωνιστής π. Γαβριήλ.
Και για να κάνει πιο αποτελεσµατικά το διακόνηµά του, δεν έµενε µέσα στο Μοναστήρι αλλά λίγο πιο κάτω, στην «κατοικιά» της Μονής, όπου βρίσκονται τα ζώα: κατσίκες, πρόβατα, αγελάδες, κότες κ.α. Εκεί, είχαν τη δυνατότητα να τον επισκέπτονται και κάποιες -ελάχιστες – παριανές γυναίκες που τον γνώριζαν και τον ευλαβούνταν. Η υπογράφουσα είχε τη χαρά και την ευλογία να επισκέπτεται τον γέροντα Γαβριήλ τα τελευταία δύο χρόνια, που το γήρας τον είχε καθηλώσει στο κελί του. Το σώµα του ήταν πλέον ανήµπορο, αλλά το πνεύµα του πάντα καθαρό και οξυδερκές. Η µνήµη του, θαυµαστή, ανεπηρέαστη από τα χρόνια, ανακαλούσε µε λεπτοµέρειες γεγονότα της ζωής του. Αφηγούνταν παραστατικά το έπος του 1940, στο οποίο είχε πάρει µέρος και ο ίδιος. Θυµόταν ονόµατα συστρατιωτών του, τοπωνύµια, ηµεροµηνίες, και έκανε τοπογραφικές περιγραφές! (Όλα αυτά, βέβαια, όταν τον ρωτούσε κάποιος … φιλίστωρ επισκέπτης του.).
Ήταν πράος, ευγενής, διακριτικός – απέφευγε πάντα να κάνει ερωτήσεις – υποµονετικός, ειρηνικός, ολιγόλογος, ταπεινός. Ποτέ δεν έκανε «κηρύγµατα». Ούτε χρειαζόταν άλλωστε. Εκείνος σιωπούσε, αλλά «µιλούσαν» όλα: οι απλοί του τρόποι, το πρόσωπό του το ήρεµο και στοχαστικό, που φανέρωνε νου υγιή και λογική απαραβίαστη, τα χέρια του, που µαρτυρούσαν τη σκληρή εργασία µιας ζωής, η πάντοτε αξιοπρεπής συµπεριφορά του, η λεπτότητά του, η προσοχή του να µην κουράσει, να µην επιβαρύνει κανέναν. Το κοµποσχοίνι στο χέρι του… Τι άλλο «κήρυγµα» ήθελε κανείς; Ακόµα κι όταν κάποιος του ζητούσε συµβουλές, εκείνος σιωπούσε ή έλεγε «Δεν είµαι άξιος να συµβουλέψω τον … εαυτό µου, θα συµβουλέψω άλλους;». Και όµως, δίδασκε σιωπών το πιο σπουδαίο µάθηµα: την ταπεινοφροσύνη!
Το κελί του ήταν περίπου 4 τ.µ. Το µοναδικό του παράθυρο έβλεπε στην αυλή ενός σταύλου, και όταν άνοιγε έµπαιναν µέσα οι οσµές του… Κι όµως εκείνος ήταν ευχαριστηµένος και δεν ήθελε µε κανένα τρόπο να το εγκαταλείψει! Η συχνή προτροπή των συµµοναστών του να µείνει σε έναν καλύτερο, πιο υγιεινό χώρο, έπεφτε στο κενό. Είχε καταφέρει να νικήσει κάθε επιθυµία για ανέσεις και καθαριότητες. Του αρκούσε να κρατάει καθαρή την καρδιά του. Εφόσον µπορούσε να προσεύχεται απερίσπαστος µέσα στο κελάκι αυτό, δεν ήθελε τίποτε άλλο. Οι «µυρωδιές» του σταύλου δεν τον πείραζαν. Τις υπέµενε. Ήξερε ότι θα «περάσουν», όπως θα περάσει και η ζωή του… (Και όµως, στο κελάκι αυτό, αισθανόταν ο επισκέπτης σαν σε «γωνιά» του Παραδείσου!)
Θυµάµαι κάποιες φορές τις αγελάδες να χτυπούν µε τη µουσούδα τους το παράθυρο.
Τον αγαπούσαν και τον … χαιρετούσαν. Ακόµα και τα ποντίκια είχε φίλους του, ο άνθρωπος του Θεού. Μια φορά πετάχτηκαν δύο από το προσκεφάλι του. «Γέροντα, δύο ποντίκια!» είπαµε µε έκπληξη δύο επισκέπτριες. Εκείνος, ατάραχος. Το ήξερε ότι µοιραζόταν το κελάκι του µαζί τους, αλλά δεν τον ένοιαζε, αφού δεν τον έβλαπταν και δεν τον εµπόδιζαν από την προσευχή. Εµείς όµως -οι δύο κοπέλες- είδαµε µια µικρή τρύπα όπου κρυφτήκανε στον τοίχο, και την κλείσαµε µε ασβέστη που βρήκαµε εκεί.
Ήσυχες ότι γλυτώσαµε τον γέροντα από τα ποντίκια, φύγαµε. Σε λίγες µέρες που ξαναπήγαµε, τον ρωτήσαµε: «Γέροντα, τα ποντίκια ξαναεµφανίστηκαν;» Κούνησε το κεφάλι του καταφατικά, µειδιώντας, χωρίς άλλο σχόλιο. Αδιαφορούσε τελείως! Σκεπτόµουν ότι ήταν θαύµα που δεν είχε αρρωστήσει από διάφορα µικρόβια και είχε ξεπεράσει εκατό χρόνια …υγείας! Ναι, ήταν θαύµα ασφαλώς.
Οι συµµοναστές του ενδιαφέρονταν πάντα για τις ανάγκες του – που ήταν ελάχιστες – και όταν κατέπεσε, σε ηλικία 102 ετών, του παρείχαν κάθε δυνατή ιατροφαρµακευτική περίθαλψη, µε αγάπη συγκινητική.
Αλλά και µερικοί από τον «έξω κόσµο» το θεωρούσαν ευλογία να του πάνε λίγο φαγητό, στο κρεβάτι της ασθενείας του. Και διαπίστωναν µε έκπληξη ότι παρά την αδυναµία και το γήρας, νήστευε κανονικά! Καµία συµβουλή ότι «είναι ασθενής και πρέπει να πιει γάλα» ή «να φάει λάδι» δεν τον έκανε να «χαλάσει» τη νηστεία. Κρέας είχε να φάει 80 χρόνια, πιστός στο τυπικό της Λογγοβάρδας – και των περισσότερων ορθόδοξων µοναστηριών – όπου τηρείται αποχή από το κρέας.
Ο π. Γαβριήλ, την ηµέρα της µοναχικής του κουράς οµολόγησε, όπως όλοι οι µοναχοί, ότι «προσήλθε στη Μονή οικειοθελώς, µη εκ λύπης ή εξ ανάγκης, ποθών τον βίον της ασκήσεως». Τη µοναχική του υπόσχεση για ασκητικό βίο τήρησε σε όλη τη µακρά ζωή του, χωρίς να µετανοιώσει για τον δύσκολο δρόµο που διάλεξε, χωρίς να «λιποτακτήσει». Η «ανάπαυση» που αισθανόταν όποιος βρισκόταν κοντά του, µαρτυρούσε την καθαρότητα της ψυχής του, την ειρήνη και την αγάπη του – θεία δώρα των ασκητικών του αγώνων.
Η καρτερικότητά του στις ακούσιες δοκιµασίες ήταν άλλη µια αρετή του που φάνηκε στο τέλος… Καθόλου δεν δυσανασχέτησε που καθηλώθηκε στο κρεβάτι – αυτός ο αεικίνητος – ούτε για το αναπνευστικό πρόβληµα που του παρουσιάστηκε ώστε να λαµβάνει συνεχώς οξυγόνο µε σωληνάκια, που του πλήγωναν τη µύτη. Τα υπέµενε όλα µε ευχαριστία και δοξολογία στον Θεό. Ούτε συζητούσε γι’ αυτά, γιατί δεν επιζητούσε ανθρώπινη παρηγοριά. Τον παρηγορούσε ο Θεός, στον οποίο είχε αφιερώσει τη ζωή του. Τον θάνατο τον περίµενε κάθε µέρα, χωρίς φόβο. «Θα φύγω» έλεγε απλώς. Ήξερε ότι το τέλος, είναι η αρχή… Ότι θα µεταβεί «εκ του θανάτου εις την ζωήν».
Ευχόµαστε να χαίρει κοντά στον Θεό, ως φίλος Του γνήσιος, και να ευφραίνεται µε τις ευωδίες του Παραδείσου, αυτός που στερήθηκε εκουσίως κάθε ευωδία στην επίγεια ζωή του. Ας έχουµε την ευχή του.
ΜΠΕΤΗ ΜΠΙΖΑ
Αναρτήθηκε από Areti Ma