ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΝ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ (ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΑΘΑΝ. ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΥ) ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΝ


Ομιλία 3η
(Αποκ. 1, 1-4β)
(Ο μακαρισμός των αναγνωστών, ακροατών και τηρητών του θείου λόγου. – Χαιρετισμός προς τις επτά Εκκλησίες.)
«Αποκάλυψις Ιησού Χριστού, ην έδωκεν αυτώ ο Θεός, δείξαι τοις δούλοις αυτού α δει γενέ­σθαι εν τάχει, και εσήμανεν αποστείλας δια του αγγέλου αυτού τω δούλω αυτού Ιωάννη,
»ος εμαρτύρησε τον λόγον του Θεού και την μαρτυρίαν Ιησού Χριστού, όσα είδε.
»Μακάριος ο αναγινώσκων και οι ακούοντες τους λόγους της προφητείας και τηρούντες τα εν αυτή γεγραμμένα· ο γαρ καιρός εγγύς»
«Και εσήμανεν αποστείλας δια του αγγέλου αυτού τω δούλω αυτού Ιωάννη, ος εμαρτύρησε τον λόγον του Θεού και την μαρτυρίαν Ιησού Χρι­στού, όσα είδε.»2.
Δηλαδή: Και ηρμήνευσεν ο Χρι­στός, αφού έστειλε δια του Αγγέλου Του προς τον δούλον Του Ιωάννην, ο οποίος εμαρτύρησε τον λόγον του Θεού και την μαρτυρίαν του Ιησού Χρι­στού και όσα αποκαλυπτόμενα είδε.
«Τω δούλω αυτoύ Ιωάννη.» Πρόκειται δια τον ευαγγελιστήν Ιωάννην, ο οποίος δια το εξαιρετικόν των αποκαλύψεων καταγράφει το όνομά του -πράγμα το οποίον δεν κά­μνει εις το ευαγγέλιόν του-, διότι εγνώριζε ότι μετά από αυτόν θα ετίθετο θέμα, όπως και ετέθη: ποιος ο συγγραφεύς του βιβλίου της Αποκαλύψεως; Έτσι καταγράφεται το όνομα του Αποστόλου και ιερού Ευαγγελιστού, δια να καταδεικνύεται ότι το βιβλίον αυτό δεν είναι ψευδεπίγραφον, δεν είναι νόθον, αλλά είναι γνήσιον, είναι έργον του ευαγγελιστού Ιω­άννου. Δεν είναι μικρής σημασίας αυτό, αγαπητοί μου· είναι μεγίστης σημασίας· διότι, αν είναι του Ιωάννου, τότε πόσον πρέπει να το προσέξωμε το βιβλίον αυτό!… Και πραγματικά η Εκκλησία έκρινε ότι το βιβλίον της Αποκαλύψεως είναι του Ιωάν­νου, του Ευαγγελιστού και Μαθητού του Χριστού. Συνεπώς δικαίως και επαξίως κατέλαβε την θέσι εις τον Κανόνα των βιβλίων της Καινής Διαθήκης· δηλαδή είναι βιβλίον που είναι πια Αγία Γραφή.

 

Είναι αλήθεια ότι στο σημείον αυτό η Εκκλη­σία εστάθη φειδωλοτάτη. Έργα αποστολικών Πα­τέρων, δηλαδή διαδόχων των Αποστόλων, όπως του Βαρνάβα επί παραδείγματι μία φερομένη επι­στολή, ή ει τινός ετέρου, δεν κατεχωρήθησαν εις την Καινή Διαθήκη, δεν αποτελούν Καινή Διαθήκη. Η Εκκλησία μετά πολλής προσοχής και σε συνέ­χεια ετών καθόρισε ποια βιβλία είναι της πρώτης σειράς, δηλαδή εκείνα τα οποία είναι γραμμένα από το χέρι αυτόπτων μαρτύρων του Λόγου, όπως λέγει ο Ωριγένης, οι οποίοι είδαν, άκουσαν, εψηλάφησαν τον Θεόν Λόγον που ενηνθρώπησε.
Συνεπώς ο συγγραφεύς του βιβλίου της Απο­καλύψεως είναι ο Ιωάννης.
Ο χαρακτηρισμός «δούλος» είναι ο συνήθης των Αποστόλων, όταν γράφουν μίαν επιστολήν των. Αλλά η απλή καταγραφή του ονόματος, «Ιω­άννης», χωρίς τίτλους, χωρίς να βάλη «ο Μαθητής του Ιησού», χωρίς να βάλη «ο Απόστολος», χωρίς να προσθέση κάποιο χαρακτηριστικό επί πλέον του ονόματός του, δείχνει ότι οι παραλήπται και αναγνώσται του βιβλίου του ήσαν πολύ γνωστοί εις τον Ιωάννην.
Ακόμη παρατηρείται ότι το βιβλίον της Απο­καλύψεως παραδίδεται εις την Εκκλησίαν από τον Θεόν Πατέρα, δια του Ιησού Χριστού, δια του Αγ­γέλου, δια του Ιωάννου. Έχομε εδώ δηλαδή μία ζωντανή αλυσίδα παραδόσεως: ο Θεός Πατήρ παραδίδει εις τον Υιόν τον ενανθρωπήσαντα -όχι τον μη ενανθρωπήσαντα, αλλά εις τον Ιησούν Χριστόν τον ενανθρωπήσαντα!-, Εκείνος εις τον Άγγελο, ο Άγγελος εις τον Ιωάννη, και ο Ιωάννης εις την Εκκλησίαν. Βλέπομε λοιπόν εδώ αυτήν πραγματι­κά την θαυμαστή ζωντανή Παράδοσι. Γι’ αυτό, αγαπητοί μου, η Παράδοσις, μαζί με την Αγίαν Γραφήν, αποτελεί την βάσιν της Εκκλη­σίας. Εξ άλλου η Παράδοσις διασώζει τον γνώμο­να εγκυρότητος και της Αγίας Γραφής. Αυτή μας είπε ποιο βιβλίον είναι γνήσιον και ποιο δεν είναι γνήσιον.
Το λέγω αυτό για ‘κείνους που απορρίπτουν την Παράδοσιν της Εκκλησίας, είτε Προτεστάνται λέγονται αυτοί είτε Ορθόδοξοι οι οποίοι έχουν επηρεασθή από τους Προτεστάντας. Το κλειδί -σας το έχω πη πολλάκις, και πάντα θα το λέγω- το κλειδί της ερμηνείας της Αγίας Γραφής είναι κατα­τεθειμένο εις το ντουλάπι της Παραδόσεως. Εάν δεν κρατάς αυτό το κλειδί που σου δίδει η Παράδοσις, δεν θα μπόρεσης ποτέ να ερμηνεύσης την Α­γία Γραφή ορθά. Γι’ αυτό και οι Προτεστάνται αλλοπροσάλλως ερμηνεύουν την Γραφήν, με αποτέ­λεσμα να έχουν κατακερματισθή από πλευράς πί­στεως. Δεν ξέρουν και αυτοί τι πιστεύουν σήμερα, τι πίστευαν χθες και τι θα πιστεύουν αύριο!
«Και εσήμανεν αποστείλας δια του αγγέλου αυτού τω δούλω αυτού Ιωάννη, ος εμαρτύρησε τον λόγον του Θεού και την μαρτυρίαν Ιησού Χριστού, όσα είδε.» «Όσα είδε.» Συνεπώς ο Ιωάννης είδε οράματα, είδε εικόνες και σύμβολα. Αυτά συνεπώς τα είδε. Άρα όλα αυτά δεν είναι ούτε αποκυήματα της φαντασί­ας του ούτε ακόμη προϊόντα ενός ενδιαθέτου λό­γου· είναι πραγματικά εκείνα που είδε.
Θα του πή ο Χριστός: «Γράψε αυτά που βλέ­πεις. Γράψε αυτά που ακούς.». «Μη γράψης αυτά που ακούς» του λέγει σε μια συγκεκριμένη περίπτωσι, «αυτά είναι για σένα, σφράγισέ τα δεν θα τα γράψης. Αυτά, τα άλλα, γράψε τα.».
Έτσι βλέπει κανείς καθαρά ότι ο Απόστολος με πάσαν απλότητα θα μας δώση, θα μας καταγράψη, εκείνα που άκουσε κι εκείνα που είδε· ούτε θα προσθέση, ούτε θα αφαιρέση.
Μάλιστα κύριο χαρακτηριστικό ενός γνησίου έργου είναι το ότι δεν είναι ρετουσαρισμένο, όπως είναι συνήθως τα νόθα έργα γιατί σκοπός των νό­θων έργων είναι να δημιουργήσουν μιαν εντύπωσι στον αναγνώστην, και για τούτο, επειδή είναι νό­θα, θέλουν να προσελκύσουν την προσοχή του ε­νώ το αληθινό βιβλίο, το οποίο καταγράφει σωστά πράγματα, εκείνα τα οποία είναι πραγματικά από τον Θεό, τέτοια ανάγκη δεν έχει. Ο ιερός συγγραφεύς γράφει αυτά που βλέπει, αυτά που ακούει τίποτα παραπάνω, τίποτα παρα­κάτω. Αν γράψη παρακάτω, δηλαδή δεν γράψη με­ρικά πράγματα, καθίσταται ένοχος απέναντι στον Θεό εάν γράψη παραπάνω, πάλι ένοχος απέναντι στον Θεό· ούτε παραπάνω λοιπόν ούτε παρακά­τω. Μάλιστα το βιβλίον της Αποκαλύψεως τελει­ώνει ως εξής: «Και εκείνος που κάτι θα αφαιρέση ή θα προσθέση», δηλαδή θα αλλοιώση το ιερόν κείμενον, «να του αφαιρεθή η μερίδα του από το δένδρον της ζωής.»· δηλαδή να μη μπη στη Βασιλεία του Θεού. Εάν ο ίδιος ο Ευαγγελιστής γράφη αυτά για όποιον θα επιχειρούσε ποτέ με βέβηλο χέρι να δημιουργήση αλλοίωσιν, πόσο περισσότερο για τον εαυτόν του! Συνεπώς πράγματι είναι καταγεγραμ­μένα «όσα είδε».
«Μακάριος ο αναγινώσκων και οι ακούοντες τους λόγους της προφητείας και τηρούντες τα εν αυτή γεγραμμένα· ο γαρ καιρός εγγύς.». Δηλαδή: Μακάριος, ευτυχισμένος είναι αυτός που αναγινώσκει και αυτοί που ακούουν τους λόγους του προ­φητικού αυτού βιβλίου και εφαρμόζουν όσα είναι γραμμένα εις αυτό, διότι ο καιρός είναι πλησίον, εί­ναι κοντά. Αυτή η εισαγωγική επιγραφή του βιβλίου, για την οποία μιλήσαμε στο προηγούμενο θέμα μας, α­γαπητοί, κλείει με τον μακαρισμόν των αναγνω­στών και των ακροατών, ειδικά μεν του βιβλίου της Αποκαλύψεως, γενικά δε του λόγου του Θεού. Αυτός ο μακαρισμός είναι ο πρώτος από τους επτά καταχωρημένους μακαρισμούς του βιβλίου της Α­ποκαλύψεως.
Θα ενθυμείσθε ότι κάποια παλιότερη εποχή, είναι κοντά δεκαπέντε χρόνια ίσως και λιγώτερο, είχαμε κάνει μίαν ανάλυσιν μόνον αυτών των επτά μακαρισμών της Αποκαλύψεως. Είναι η τρίτη φο­ρά που προσεγγίζουμε το βιβλίον της Αποκαλύψεως. Την πρώτη φορά είχαμε μιλήσει μόνο δια τους επτά εγκατεσπαρμένους μέσα στο βιβλίον αυτό μακαρισμούς προ δεκαετίας μιλήσαμε αναλύοντες μόνο τα τρία πρώτα κεφάλαια της Αποκαλύψεως· και τώρα, αν θέλη ο Θεός, προχωρούμε σιγά-σιγά, όσο ο Θεός δώσει και επιτρέψει, να δούμε από πιο κοντά το βιβλίο αυτό.
Αλλά ας μείνωμε, αγαπητοί μου, εδώ, σ’ αυτόν τον μακαρισμόν: «Μακάριος», ευτυχής, «ο αναγινώσκων και οι ακούοντες.».
«Ο αναγινώσκων»· ενικός αριθμός. «Οι ακού­οντες»· πληθυντικός αριθμός.
Αυτό τι δείχνει; Δείχνει ότι ένας διαβάζει και πολλοί ακούνε. Πού μπορεί να συμβαίνη αυτό, ένας να διαβάζη και πολλοί να ακούουν; Πού αλλού, αγαπητοί μου, παρά εις την δημοσίαν λατρείαν, όπου το βιβλίον αυτό -προσέξα­τε!- ήτο εν χρήσει, όπως εχρησιμοποιείτο το εύαγγέλιον και οι επιστολές των Αποστόλων, έτσι εχρη­σιμοποιείτο και το βιβλίον της Αποκαλύψεως· γι’ αυτό λέγει «ο αναγινώσκων και οι ακούοντες». Σκοπός της αναγνώσεως του βιβλίου εις την δημοσίαν λατρεία ήτο αφ’ ενός η παραμυθία, δηλαδή η παρηγοριά και ενίσχυσις των πιστών, αφ’ ετέρου δε η συμμόρφωσις αυτών ως προς το περιεχόμενον του βιβλίου της Αποκαλύψεως.
Μια πολύ ωραία και πανάρχαια εικόνα ανα­γνώσεως των βιβλίων των Αποστόλων, είτε ευαγγελίων είτε επιστολών, μας διασώζει ο άγιος Ιουστίνος -που είναι κάπου στα μέσα, λίγο πριν από τα μέσα του 2ου αιώνος- και αναφέρεται εις τους «ακούοντας» και τον «αναγινώσκοντα» σε δημοσία λατρεία -είναι στην πρώτη του Απολογία. Γράφει: «Και τη του ήλιου λεγομένη ημέρα», κατά την ημέραν την λεγομένην του ηλίου, δηλαδή την Κυ­ριακή,… Ελέγετο ημέρα του ηλίου- έτσι την ονόμα­ζαν οι ειδωλολάτραι. Γι’ αυτό και διετηρήθη αυτή η ονομασία από τους Λατίνους κυρίως στις γλώσσες τις ευρωπαϊκές. Λέμε Sunday είναι η ημέρα του ηλίου. Βλέπετε;… «και πάντων κατά πόλεις ή α­γρούς μενόντων, επί το αυτό συνέλευσις γίνεται», όλοι αυτοί που μένουν είτε εις τας πόλεις είτε εις την επαρχία γύρω, εμαζεύοντο εις μίαν κοινήν σύναξιν, «και τα απομνημονεύματα των αποστόλων -«απομνημονεύματα» είναι τα ευαγγέλια- ή τα συγγράμματα των προφητών αναγινώσκεται μέ­χρις εκχωρεί. Είτα», έπειτα, «παυσαμένου του αναγινώσκοντος», αφού θα σταματήση εκείνος που διαβάζει,… Υπήρχε λοιπόν ο «αναγινώσκων» και οι «ακούοντες». Βλέπει κανείς πώς απηχείται θαυμάσια η πράξι της Εκκλησίας με την παραγγελία αυ­τή που δίδει ο ιερός Ευαγγελιστής, στο βιβλίον της Αποκαλύψεως. «Ο προεστώς», ο προϊστάμενος, ο επίσκοπος, «δια λόγου την νουθεσίαν και πρόκλησιν της των καλών τούτων μιμήσεως ποιείται», δηλαδή έβγαζε λόγο ο επίσκοπος, κάνοντας ανάλυσιν εκείνων τα οποία διαβάστηκαν.
Γι’ αυτό, βλέπετε, κάνω και εγώ την ανάγνωσι εδώ. Κάνω μικτή εργασία πρέπει να αναγνωσθή το κείμενο, να ακουσθή, να μεταφρασθή και μετά να αναλυθή. Έτσι πρέπει. Να έχωμε επαφή με το ιερόν κείμενον, ώστε σιγά-σιγά το αυτί μας να το συνηθίζη, να είναι οικείον να μην είναι ξένο. Αλλά χρειάζεται και να δημιουργηθούν λόγοι νουθετικοί, που να προτρέπουν εις την μίμησιν καλών έργων.
Αλλά η Εκκλησία μας, ένεκα των πολλών πα­ρερμηνειών που οι αιρετικοί είχαν δημιουργήσει εις το βιβλίον της Αποκαλύψεως, απέφυγε να ορίση αποστολικόν ανάγνωσμα από το βιβλίον αυτό. Παράδειγμα μιας τέτοιας παρερμηνείας είναι το περί της χιλιετούς Βασιλείας του Χριστού. Ξέρε­τε τι σάλο δημιούργησε;… Ξέρετε ότι ζώντος του ιερού συγγραφέως, του αποστόλου και ευαγγελι­στού Ιωάννου -ζώντος!-, είχε ήδη παρερμηνευθή το βιβλίον του;… Και μάλιστα ο πρώτος που το παρερμήνευσε ήταν ο Κήρινθος· ο Γνωστικός Κήρινθος. Αυτός δεν ήταν Χριστιανός· ήταν Γνωστικός, που είχε ανακατέψει φιλοσοφίες, ξένες θρη­σκείες,… και Χριστιανισμό. Ο Κήρινθος λοιπόν είχε πάρει αυτό το χωρίο της Αποκαλύψεως και άρχι­σε να ομιλή περί χιλιετούς Βασιλείας· και είχε θορυβηθή ο απόστολος και ευαγγελιστής Ιωάννης. Κά­ποτε είχε μάθει ότι σ’ ένα δημόσιο λουτρό στην Έφεσο, που είχε πάει, υπήρχε και ο Κήρινθος· και εί­πε ο άγιος Ευαγγελιστής: «Πάμε να φύγωμε από ‘δω, μήπως πέση η σκεπή του λουτρού και μας σκοτώση!», εξ αιτίας εννοείται του αιρετικού. Γι αυτό οι Απόστολοι, όσα από ‘κείνα τα στοιχεία της χριστιανικής διδασκαλίας μπορούσαν να παρεξηγηθούν, τα επεσήμαιναν. Όπως, επί πα­ραδείγματι, λέγει ο απόστολος Παύλος: «Ξέρω ότι μετά την αναχώρησί μου θα αναφανούν πολλοί που θα παρανοήσουν τα πράγματα και αυτοί θα είναι έτσι κι έτσι κι έτσι κι έτσι.». Επίσης ο απόστολος Πέτρος λέγει για τον απόστολο Παύλο: «Υ­πάρχουν αστήρικτοι άνθρωποι, οι οποίοι ερμηνεύ­ουν τον απόστολον Παύλον διεστραμμένα.». Μή­πως δεν είχαν διαστρέψει ο Υμένεος και ο Φιλητός το κήρυγμα του αποστόλου Παύλου γύρω από το θέμα της αναστάσεως των νεκρών, και έλεγαν ότι είχε γίνει η ανάστασις; Αλλά, αγαπητοί, μη μου πήτε ότι τούτο οφείλεται εις τους συγγραφείς των ιερών κειμένων· όχι, στον εγωισμό των ανθρώπων οφείλεται. Γιατί; Διό­τι, απλούστατα: Κύριε, θέλεις να ερμηνεύσης; Έχεις το κλειδί; Ποιο είναι; Σας το είπα: είναι η Παράδοσις της Εκκλησίας. Πώς ερμηνεύει η Εκκλησί­α; η Εκκλησία ερμηνεύει έτσι. Αν εσύ θέλης, από υπερηφάνεια εωσφορικήν, να ερμηνεύσης όπως ε­σύ θέλεις, ε, τότε να το ξέρης: θα ξεπέσης, θα γίνης αιρετικός. Αίρεσις δεν είναι τίποτε άλλο παρά η λο­γική ερμηνεία του δόγματος. Όταν προσπαθώ με λογικούς τρόπους, με λογικά σχήματα, να ερμηνεύσω εκείνο το οποίον δεν ερμηνεύεται, εκείνο το ο­ποίον μένει μυστήριο. Όταν λοιπόν προσπαθώ με λογικόν τρόπον, με λογικά σχήματα να ερμηνεύσω την διδασκαλία της Εκκλησίας, αυτομάτως βρί­σκομαι εις τον χώρον της αιρέσεως. Δεν φταίνε λοιπόν οι ιεροί συγγραφείς· φταίει ο εγωισμός και η υπερηφάνεια των πιστών μέσα στην Εκκλησία.
Πάντως η Εκκλησία μας, για να αποφύγη όλες αυτές τις καταστάσεις, αγαπητοί, αναγκάστη­κε -κάτι που δεν συνέβη εις την «Εκκλησίαν» της Δύσεως και δεν συνέβη, διότι εκεί δεν εσημειώθησαν τέτοιες αιρέσεις- αναγκάστηκε η Εκκλησία της Ανατολής να βγάλη από την λατρεία το βιβλίον της Αποκαλύψεως. Το ότι είναι γνήσιον, απόδειξις ότι το διατηρεί στον Κανόνα της Καινής Διαθήκης. Ας ευχηθούμε όμως, σε μια αληθινά ορθόδοξη Σύ­νοδο, η Εκκλησία κάποτε να ξαναβάλη στη λα­τρεία το βιβλίον της Αποκαλύψεως, και να ακούγε­ται από τον άμβωνα, όπως ακριβώς ακούγονται και οι επιστολές του αποστόλου Παύλου και των λοιπών Αποστόλων. Είθε! Το εύχομαι! Αυτό φυσι­κά δεν εμποδίζει από το να κάνη κανείς ερμηνεία και κήρυγμα από το βιβλίον της Αποκαλύψεως, ή ακόμη να επιστρατεύη χωρία από το βιβλίον αυτό, προκειμένου να κατοχυρώση κάτι το οποίον διδάσκει ο ομιλητής εις τον λαό του Θεού.
«Αναγινώσκων», «ακούοντες» και «τηρούντες».
Αυτά τα τρία, που εδώ σημειώνει ο ευαγγελι­στής Ιωάννης, θυμίζουν τους λόγους του Κυρίου: «Μακάριοι οι ακούοντες τον λόγον του Θεού και φυλάσσοντες αυτόν.». Ο Κύριος είπε τον λόγον αυτόν, όταν κάποια γυναίκα από το πλήθος φώναξε και Του είπε: «Μακάρια η κοιλία η βαστάσα­σά σε και μαστοί ους εθήλασας.». Κι Εκείνος ανταπήντησε: Ευτυχισμένοι είναι αυτοί που ακούνε τον λόγο του Θεού και τον τηρούν, τον εφαρμό­ζουν.». Αυτές οι τρεις ενεστωτικές μετοχές, «αναγινώσκων», «ακούοντες», «τηρούντες», εκφράζουν το αδιάλειπτον της αναγνώσεως, της ακροάσεως και της τηρήσεως του λόγου του Θεού. Πάντα πρέπει να διαβάζω, πάντα πρέπει να ακούω τον λόγον του Θεού και πάντα πρέπει να τον τηρώ. Δεν λέγει οι ακούσαντες, αλλά «οι ακούοντες». Μην πης: «Ά­κουσα κηρύγματα, χόρτασα, έφτασα- τι να πάω να ξανακούσω πια;»! «Οι ακούοντες»! όχι οι ακού­σαντες. «Οι αναγινώσκοντες»! όχι οι αναγνώσαντες. «Οι τηρούντες»! όχι οι τηρήσαντες. Αυτό δεί­χνει ακριβώς ότι πρέπει να υπάρχη αδιάλειπτο αυτό το τρίπτυχον.
Αλλά ας πούμε λίγες σκέψεις πάνω σ’ αυτά τα τρία: ανάγνωσις, ακρόασις, τήρησις του λόγου του Θεού.
1. Και ως προς την ανάγνωσιν, θα είχα να σας πω τα εξής.
Πρώτον: Προκειμένου να εννοήσουμε τον λό­γον του Θεού, πρέπει να είμεθα εν Θεώ, δηλαδή να είμεθα μέσα εις τον Θεόν αλλιώτικα δεν είναι δυ­νατόν ποτέ να κατανοήσωμε τον λόγον του Θεού. Τι σημαίνει αυτό; Λέγει ο άγιος Διάδοχος Φωτικής: «Ουδέν γαρ πτωχότερον διανοίας εκτός Θεού φιλοσοφούσης τα του Θεού.». Δεν υπάρχει πιο μεγάλη φτώχεια από το να μιλάς για τον Θεό, και να είσαι έξω από τον Θεό. Αυτό, αγαπητοί μου, το βλέπει κανείς πάρα πολύ καθαρά στους ανθρώπους οι οποίοι δεν ζουν πνευματική ζωή, και μιλούν για πνευματικά θέματα! Προδίδονται. Γι’ αυτό ακριβώς βλέπετε να κά­νουν λάθη, να είναι εκτός πραγματικότητος, να προσπαθούν να συμπληρώσουν με το μυαλό τους μερικά πράγματα. Δεν είναι μέσα στον Θεόν, δεν ζουν πνευματική ζωή. Ο άνθρωπος που δεν ζη πνευματική ζωή δεν μπορεί να ομιλή για τον Θεό· δεν είναι δυνατόν. Και δεν μπορεί ποτέ να καταλάβη αυτό που γράφει ο λόγος του Θεού, επειδή η κατανόησις του λόγου του Θεού δεν είναι γραμμα­τική ούτε συντακτική, μ’ άλλα λόγια δεν είναι φιλο­λογική· η κατανόησις του λόγου του Θεού έχει μιαν άλλη διάστασι.
Δεν θέλω να πω ότι η φιλολογική γνώσις είναι απορριπτέα. Όχι. Βλέπετε εδώ πόσες φορές την χρησιμοποιούμε; Να, προηγουμένως τι σας είπα; Σας είπα ενεστωτικές μετοχές. Άμα κανείς δεν ξέρη και λίγο ας πούμε Φιλολογία, ε, πώς θα το καταλάβη αυτό; Στοιχειώδη πράγματα· όχι πολλά. Δεν θέ­λω να πω ότι είναι απορριπτέο αυτό το στοιχείο, όχι. Αλλά δεν είναι αρκετό. Δεν μπορείς να πης: «Εγώ έχω φιλολογικές γνώσεις, και θα καταλάβω.». Δεν θα καταλάβης τίποτε! Το πνεύμα πάντα θα σου διαφεύγη, θα σου μένη μόνο το γράμμα.
Δεύτερον: Πρέπει να υπάρχη πάντοτε ένα λει­τουργικό κλίμα, μια λειτουργική ατμόσφαιρα, προ­κειμένου να μελετήσωμε και να καταλάβωμε τον λόγο του Θεού. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι η με­λέτη ή η ακρόασις του λόγου του Θεού δεν μπορεί να είναι μία υπόθεσις των σαλονιών ή υπόθεσις ακαδημαϊκή. Να σας το αναλύσω περισσότερο. Υπάρχει μια τάσις στους ανθρώπους -υπήρ­χε πάντοτε· και στην εποχή μας υπάρχει- να κου­βεντιάζουν υψηλά θεολογικά θέματα, Αλλά …στο σαλόνι, με όλα τα γνωστά συμπαραμαρτούντα του σαλονιού, όπου μπορούν να πουν και τ’ αστεία τους, και δεν ξέρω τι άλλο… όμως η συζήτησις να είναι καθαρώς ακαδημαϊκή. Μπορεί να είναι υψη­λή, θεολογική- αλλά όμως, αγαπητοί, δεν εγγίζη τον Λόγον -με λάμδα κεφαλαίο-, τον Λόγον του Θεού- μένει εις τα σπάργανα, εκείνα που φόρεσε ο Θεός Λόγος όταν γεννήθηκε, και Του τα φόρεσε η Θεοτόκος. Τα ρουχαλάκια! Αυτά εγγίζουν οι άν­θρωποι αυτοί- όχι το βάθος· τον Θεόν Λόγον ποτέ. Δεν είναι λοιπόν ο λόγος του Θεού μια υπόθεσις που μπορώ να κουβεντιάζω έξω από τον χώρο τον λειτουργικό. Γι’ αυτόν τον λόγο ο λόγος του Θεού πρέπει πάντα να συνδέεται με τον λειτουργι­κόν χώρον. Βλέπετε; το κήρυγμα γίνεται μέσα στον ναό. Όχι ότι απαγορεύεται να ακουσθή κάπου αλλού, ούτε απαγορεύεται να ειπωθή στον δρόμο ή στο βουνό· όχι. Αλλά πρέπει να συνδέεται με τον λειτουργικόν χώρον. Είδατε ότι έγινε ένας Εσπερι­νός· άλλοτε γίνεται θεία Λειτουργία. Είναι σπου­δαίο αυτό. Πάντα όταν ο λόγος του Θεού συνδέε­ται λειτουργικά, επιδρά διαφορετικά εις τις καρδιές των ανθρώπων.
Τρίτον: Προκειμένου να καταλάβη κανείς τον λόγον του Θεού, χρειάζεται να υπάρχη μια ησυχία εξωτερική και εσωτερική. Λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ότι το θείον σιγή βιούται. Για να βιώσης τον Θεόν, να Τον καταλάβης μέσα σου, να νοιώσης αυτό που διαβά­ζεις και να σκιρτήση η καρδιά σου, χρειάζεσαι μια σιγή. Αυτή η σιγή είναι και εξωτερική και, προπαν­τός, εσωτερική. Για να έχης σιγή εξωτερική, πρέπει να διαλέ­ξης μιαν ώρα που να υπάρχη ησυχία- προπαντός όμως πρέπει να έχης ειρήνη μέσα στην καρδιά σου. Δεν θέλω να πω ότι δεν πρέπει να διαβάζουμε τον λόγο του Θεού όταν έχωμε ταραχή· οφείλομε, για να γαληνεύωμε· άλλ’ όμως, για να μπούμε, για να καταδυθούμε στα βαθέα νοήματα του λόγου του Θεού, θα πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχη μέσα μας ειρήνη και σιγή, ησυχία, να έχουν σιγήσει όλες οι άλλες υποθέσεις μας.
Τέταρτον: όταν μελετουμε τον λόγο του Θεού, πρέπει να αισθανώμεθα ότι είναι για μας- όχι για τους άλλους. Ποσάκις έχει ειπωθή αυτό… Λέγει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος: «Ο ταπεινόφρων και έργον έχων πνευματικόν, αναγινώσκων τας Θείας Γραφάς, πάντα εις εαυτόν νοήσει και ουκ εις έτερον.». Ο ταπεινός άνθρωπος, όταν μελε­τά τη Γραφή, ότι βγάζει από μέσα και ότι καταλα­βαίνει, ποτέ δεν λέγει «Αυτά είναι για τους άλλους.» · όχι! αλλά τι; «Αυτά είναι για μένα! Αυτά τα λέγει ο λόγος του Θεού για μένα!». Γι’ αυτό ακόμη, αν θέλετε, αγαπητοί μου, κι ε­δώ που ακούγεται ο λόγος του Θεού, πολλές φο­ρές οι άνθρωποι λένε: «Μήπως ξέρει ο ομιλητής τί­ποτε από τη ζωή μου, και αναφέρθηκε σ’ αυτό που απασχολεί εμένα;».
Δεν ξέρει τίποτα ο ομιλητής από τη ζωή σου· τον λόγον του Θεού τον κατευθύνει ο Θεός. Βέβαια έχω προετοιμάσει το τι θα σας πω· αλλά εκείνο όμως που έχει προετοιμασθή και που ήδη εκφέρεται ως λόγος του Θεού, αυτό, στο βάθος, ο ίδιος ο Θε­ός το κατευθύνει, ώστε ο λόγος Του να προσεγγίζη διαφοροτρόπως τις πολυποίκιλες καρδιές. Βλέπετε ο λόγος είναι ένας· κι όμως για τον καθένα είναι διαφορετικός.
Λέγει ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων: «Το νε­ρό, που ποτίζει τα λουλούδια, είναι το ίδιο για όλα τα λουλούδια. Για τούτο το λουλούδι το νερό γίνε­ται κόκκινο χρώμα- για εκείνο γίνεται άσπρο χρώ­μα, για το άλλο γίνεται κίτρινο χρώμα. Και όμως το νερό είναι το ίδιο!». Έτσι ο ομιλητής δεν λέγει κάτι που απασχολεί κάποιον· απλώς ο λόγος του Θεού βρίσκει απήχησι μέσα στην καρδιά του κάθε ακροατού, του σωστού ακροατού. Υπογραμμίζω: του σωστού ακρο­ατού! Οπότε ο ακροατής που θα ακούση, και είναι ταπεινός άνθρωπος, θα πη: «Όλα αυτά είναι για μένα! Δεν είναι για τον πλαϊνό μου, που κάθεται στην καρέκλα, και που μπορεί ενδεχομένως να ξέ­ρω τη ζωή του.». Να μην πη: «Χμ!… ο ομιλητής κα­λά τα λέει· ο δίπλα ας τ’ ακούη τώρα!». Να μην το πη αυτό· αυτό είναι υπερηφάνεια, και μάλιστα λαμπικαρισμένη, γνησία υπερηφάνεια! Αλλά να πη: «Αυτά είναι για μένα: μόνο για μένα! Και δεν έχω παρά να διορθωθώ.».
Και τέλος, πέμπτον: Να προσεγγίζωμε την ανάγνωσι με προσευχή.
Λέγει πολύ ωραία πάλι ο άγιος Ισαάκ ο Σύ­ρος: «Τοις λόγοις των μυστηρίων, των εν τη θεία Γραφή, μη προσεγγίσης χωρίς ευχής», μην ανοίξης την Αγία σου Γραφή, μη διαβάσης λόγον Θεού, εάν προηγουμένως δεν έκανες ευχή, δεν έκανες προ­σευχή, «και αιτήσεως της παρά του Θεού βοηθεί­ας», να ζητάς από τον Θεόν την βοήθειά Του, «αλλ’ ευχόμενος, λέγε», και, όταν θα προσεύχεσαι, να λες: «Κύριε, δος μοι λαβείν αίσθησιν της δυνάμεως της εν αυταίς.», δος μου, Κύριε, την αίσθησι να κα­ταλάβω τη δύναμι που βρίσκεται μέσα στα λόγια Σου. «Την γαρ ευχήν λογίζου είναι κλείδα των νο­ημάτων των αληθινών των εν ταις θείαις ησφαλισμένων Γραφαίς.». Να θεωρής ότι η προσευχή εί­ναι το κλειδί για να καταλάβης το βαθύτερο νόημα της Γραφής.
2. Αλλά και δια την ακρόασιν, αγαπητοί μου, ας πούμε δυο λόγια- μόνο δυο λόγια.
Πολλοί δεν γνωρίζουν γράμματα. Μάλιστα σε παλαιότερες εποχές οι μη γνωρίζοντες γράμματα ήταν η πλειονότης. Ελάχιστοι εγνώριζαν γράμματα σε πολύ παλιές εποχές. Σήμερα ελάχιστοι δεν γνω­ρίζουν, οι πιο πολλοί ξέρουν τουλάχιστον να δια­βάζουν και να γράφουν. Οπότε η ακρόασις ήτο βασική πηγή γνώσεως αληθειών του Θεού. Διότι, αφού δεν ήξεραν να διαβάσουν, πώς θα μπορού­σαν να μάθουν; Θα μάθαιναν μόνον εάν ήκουαν. Αλλ’ όμως η ακρόασις, αγαπητοί μου, είναι βασική για όλους τους ανθρώπους. Ο λόγος προ­σφέρεται δια ζώσης γλώσσης, όπως και ο Λόγος -με λάμδα κεφαλαίο- είναι ζωντανός- και συνεπώς, όταν ακούεται ο λόγος του Θεού δια ζώσης γλώσσης, αυτό έχει μίαν ιδιαίτερη χάρι.
Ακόμη συνοδεύεται ο λόγος του Θεού με προσωπικά βιώματα του ομιλητού, και συνεπώς, με τον τρόπο αυτόν, δίδεται μια ενθάρρυνσις εις τους ακροατάς δια την εφαρμογήν του λόγου του Θεού. Δεν είναι το ίδιο το να ακούσης τον λόγο του Θεού από το ραδιόφωνο ή να τον διαβάσης σ’ ένα βιβλίο, με το να τον ακούσης ζωντανά είναι κάτι πολύ διαφορετικό. Γι’ αυτόν τον λόγο πάμε να ακούσωμε λόγον Θεού- όχι μόνο να διαβάσουμε. Δηλαδή ούτε η ανάγνωσις αντικαθιστά την ακρόασιν, ούτε η ακρόασις αντικαθιστά την ανάγνωσιν είναι δυο πράγματα παράλληλα, εξίσου σπουδαία. Αλλά πρέπει να σας πω ότι η ακρόασις προϋ­ποθέτει και την παρουσία των άλλων. Βλέπετε πόσοι άνθρωποι είμεθα εδώ; Τί σημαίνει αυτό; ότι ο λόγος του Θεού δένεται με την θεωρία των προσώ­πων, δηλαδή με την όρασι των προσώπων -αυτό θα πη “θεωρία” το να βλέπω- δηλαδή δένεται με την Εκκλησία. Κι αυτό, το να ακούεται ο λόγος του Θεού μέσα στην Εκκλησία, είναι πάρα πολύ σπου­δαίο- είναι πάρα πολύ σημαντικό, μεγίστης αξίας! Αλλιώτικα θα μπορούσα να κάθωμαι στο σπίτι μου, να ακούω από μια κασέτα, που λέγεται κονσέρβα -όπως την ωνόμασε ο άγιος Φλωρίνης- κονσέρβα του λόγου του Θεού! Αλλά η κονσέρβα δεν έχει την δροσερότητα του φρέσκου φαγητού. Χρήσιμη είναι, αλλά… αλλά κονσέρβα! Όμως προσέξατε: θα ακούσω και την κασέτα, θα διαβάσω και το βι­βλίο, αλλά θα πρέπει να πάω να ακούσω εκεί που είναι και οι άλλοι πιστοί, για να αποτελέσω και να αναδείξω την Εκκλησία, όχι μόνο στον λειτουργικό της χώρο, αλλά και στην ακρόασι του λόγου του Θεού.
3. Και τέλος ας πούμε κάτι ως προς την εφαρ­μογήν του λόγου του Θεού.
Αυτό το οποίο διατυπώνει ο ιερός Ευαγγελι­στής, «και τηρούντες τα εν αυτή γεγραμμένα» όπως λέγει, εκφράζει ότι ο λόγος του Θεού πρέπει να βιούται, να τον ζούμε, αλλά και να βιούται ολόκλη­ρος. Προσέξτε: ολόκληρος! Μην πούμε: «Αυτό ναι, κι εκείνο όχι.».
«Ο γαρ καιρός εγγύς.»· γιατί ο καιρός είναι κοντά. Πω πω!… Όταν ακούτε αυτό το «ο γαρ και­ρός εγγύς», αισθάνεσθε τίποτε μέσα σας; Να σας πω κάτι που το είχα ζήσει κάποτε εντελώς βιωμα­τικά. Ήταν Κατοχή, και γράφαμε εξετάσεις καθι­σμένοι στα θρανία τρείς-τρείς, χωρίς να αφήνωμε κενά -ένα κενό θρανίο, ένα γεμάτο, ένα κενό… και τα λοιπά. Σε όλα τα θρανία καθισμένοι μαθηταί, και στο κάθε θρανίο τρείς-τρείς -χαράς ευαγγέλια για τους μαθητάς! Λοιπόν. Οι συμμαθηταί μου δεν είχαν διαβάσει. Δίναμε δε εξετάσεις μόνον Αρχαία, Νέα και Μαθηματικά τίποτε άλλο. Αυτοί είπαν με­ταξύ τους: «Παιδιά, Αρχαία δεν θα διαβάσουμε.»· εγώ διάβασα. Κάθισα στο προτελευταίο θρανίο και βοηθούσα τους τρεις από πίσω μου, τους τρεις μπροστά και τους δύο εκατέρωθεν. Αλλά, με το να βοηθώ αυτούς και να λέγω «Εσύ, τι έγραψες;» και «Εσύ, τι έγραψες;» -επιτήρησις δεν υπήρχε εις την τάξιν-, εγώ δεν έγραφα- κοιτούσα οι άλλοι να γρά­ψουν. Για μια στιγμή μπαίνει ο οικείος καθηγητής και λέγει: «Παιδιά, σε πέντε λεπτά μαζεύω τις κόλ­λες.»! Όσοι ζήσατε στα μαθητικά σας χρόνια τέ­τοιες καταστάσεις μπορείτε να με καταλάβετε. Έ­παθα… Δεν μπορώ να σας περιγράψω τι έπαθα. Ί­δρωσα, κοκκίνισα, παρέλυσα! και αυθορμήτως έ­βγαλα μια φωνή: «Όχι ακόμα, κύριε καθηγητά!…», γιατί δεν είχα γράψει τίποτα. Οι άλλοι εσηκώνοντο να παραδώσουν τις κόλλες τους, κι εγώ που είχα διαβάσει δεν είχα γράψει! Και πήγαινα μετά σαν σκυλάκι στο γραφείο να παρακαλώ τον καθηγητή να με περάση… Αυτό το αίσθημα αισθάνεται ο άνθρωπος, ό­ταν αντιληφθή ότι η ώρα έφθασε. Είναι φοβερόν αίσθημα.
Λέγει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος ότι εάν δεν έχης ζήσει σωστά στη ζωή σου, όταν ιδής να έρχεται η ώρα του θανάτου, θα θορυβηθής. Αλλά και όταν κανείς μέσα του αληθινά έχη βάλει την αίσθησι ότι ο καιρός είναι κοντά, όταν διαβάζη αυτήν την φράσι, «ο γαρ καιρός εγγύς», αισθάνεται αυτό το αίσθημα που προηγουμένως σας περιέγραψα ότι έ­ζησα στα μαθητικά μου χρόνια. Αλλά ο λόγος αυτός, «ο γαρ καιρός εγγύς», εί­ναι της αυτής εννοίας με εκείνον που προαναφέρα­με την περασμένη φορά και τον είχαμε αναλύσει -είναι λίγο πιο πάνω-, εκείνο το «α δει γενέσθαι εν τάχει», εκείνα τα οποία πρέπει να γίνουν γρήγορα.
Χαρακτηριστικόν είναι ότι για μια ακόμη φο­ρά αναφέρεται αυτό το γρήγορο, το «εν τάχει», το «εγγύς», εκ προοιμίων εις το βιβλίον της Αποκαλύψεως, και τονίζεται το καλπάζον «τέλος», το «τέ­λος» δηλαδή που έρχεται με καλπασμό.
Αλλά σε τι ο καιρός είναι «εγγύς»; Σε τι ο και­ρός είναι πλησίον;
Ο καιρός είναι «εγγύς» εις την πλήρωσιν των λόγων της προφητείας· και συνεπώς ευτυχισμένος είναι αυτός που τηρεί αυτούς, γιατί ο καιρός δεν θα βραδύνη.
Από την εκκλησιαστική μας πράξι, μου έχει κάνει εμένα προσωπικά εντύπωσι το έξης -εάν εί­ναι σωστό δεν ξέρω- εγώ θα σας το καταθέσω: Μέχρι τον 15ον αιώνα εκείνοι οι πιστοί που έ­δωσαν το αίμα τους και ετελείωσαν μαρτυρικά α­ποκαλούνται απλώς Μάρτυρες ή ακόμη, αν ετε­λείωσαν οσίως την ζωήν των, αποκαλούνται απλώς Άγιοι. Αυτό μέχρι τον 15ον αιώνα. Μετά τον 15ον αιώνα οι Μάρτυρες αποκαλούνται Νέοι, και έχουμε τους Νεομάρτυρας. Μάλιστα, αν θέλετε, από ιστορικής πλευράς, που συνήθως χωρίζουμε την Ιστορία σε μεγάλες περιόδους, έχομε αυτόν τον χαρακτηρισμόν μετά το 1453, την πτώσι της Κωνσταντινουπόλεως. Όσοι δηλαδή Μάρτυρες εί­ναι μετά την πτώσι της Κωνσταντινουπόλεως ονο­μάζονται Νεομάρτυρες -βάζουμε μπροστά αυτό το Νέο-· και εκείνοι που ειρηνικώς και οσίως ετελείωσαν τη ζωή τους καλούνται και αυτοί Νέοι. Φερ’ ει­πείν: ο Όσιος πατήρ ημών… τάδε, ο Νέος· ή: ο και­νοφανής Άγιος. Καινοφανής θα πη αυτός που εμ­φανίσθηκε τώρα, καινούργια. Λέμε: ο άγιος Νεκτάριος, ο καινοφανής Άγιος. Λοιπόν αυτός ο χα­ρακτηρισμός, Νέος, Καινοφανής και λοιπά, που εί­ναι κοινός και δια τους Μάρτυρες και δια τους Ο­σίους, είναι ενας χαρακτηρισμός ο οποίος σαν να βάζη ένα όριο. Όμως, αν θα έρθη μια άλλη εποχή, ύστερα πάλι από πεντακόσια χρόνια, που οι ιστορικοί θα πρέπει να κατανείμουν την Ιστορία, πώς θα πρέπει η Εκκλησία να ονομάζη τους τότε Μάρτυρας και Αγίους; Εάν χρησιμοποιή τώρα τον χαρακτηρι­σμόν Νέος, τότε πώς; Νεώτατος;…
Αλλά όταν ομιλή περί Νέου, ξέρετε τι σημαίνει αυτό, αγαπητοί μου; Σημαίνει ότι είχαμε τους πα­λαιούς Αγίους και τους Νέους μετά τους Νέους δεν υπάρχουν άλλοι, Νεώτεροι· Νέοι απλώς. Δηλα­δή ξέρετε τι συμβαίνει εδώ; Νομίζω ότι εις την καθολικήν συνείδησιν της Εκκλησίας υποβόσκει το αίσθημα ότι το τέλος είναι «εγγύς»· γι’ αυτό η Εκ­κλησία τώρα ονομάζει τους Αγίους της με τον χαρακτηρισμόν Νέος. Δεν έχομε τίποτα άλλο να προ­σθέσουμε παρακάτω. Πρώτα απλώς: Άγιος, ή: Μάρτυς. Γιατί; Διότι το τέλος ήταν μακρυά, παρ’ ότι πάντα προ οφθαλμών της Εκκλησίας υπήρχε το τέλος.
* * *
Μετά απ’ αυτήν την εισαγωγικήν επιγραφήν, η οποία κλείει εδώ με αυτόν τον μακαρισμόν που αναφέραμε, αγαπητοί μου, ακολουθεί το προοίμιον του όλου βιβλίου, που επεκτείνεται μεταξύ των στί­χων 4 έως 8. Να σας το διαβάσω:
«Ιωάννης ταις επτά εκκλησίαις ταις εν τη Α­σία· χάρις υμίν και ειρήνη από Θεού, ο ων και ο ην και ο ερχόμενος, και από των επτά πνευμάτων, α ενώπιον του θρόνου αυτού,
»και από Ιησού Χριστού, ο μάρτυς ο πιστός, ο πρωτότοκος των νεκρών και ο άρχων των βασι­λέων της γης. τω αγαπώντι ημάς και λούσαντι η­μάς από των αμαρτιών ημών εν τω αίματι αυτού,
»και εποίησεν ημάς βασιλείαν, ιερείς τω Θεώ και πατρί αυτού, αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων· αμήν.
»Ιδού έρχεται μετά των νεφελών, και όψεται αυτόν πας οφθαλμός και οίτινες αυτόν εξεκέντησαν, και κόψονται επ’ αυτόν πάσαι αι φυλαί της γης. ναι, αμήν.
»Εγώ ειμί το Α και το Ω, λέγει Κύριος ο Θεός, ο ων και ο ην και ο ερχόμενος, ο παντοκράτωρ.»
Αυτοί, αγαπητοί μου, οι τέσσερις στίχοι -οι πέντε γιατί συμπεριλαμβάνεται και ο τέταρτος- εί­ναι το προοίμιον του βιβλίου της Αποκαλύψεως. Έως εδώ, είδατε, είχαμε την εισαγωγικήν επιγραφήν. Εις αυτό το προοίμιον, που είναι πάρα πολύ σπουδαίο και θεολογικώτατον, βλέπομε να φαίνεται ο επιστολικός χαρακτήρ του βιβλίου, ότι το βι­βλίο της Αποκαλύψεως αποτελεί επιστολήν, είναι μία επιστολή. Αν το θέλετε, και το Κατά Λουκάν ευαγγέλιον είναι μία επιστολή. Θυμάσθε που γρά­φει εκεί ο Λουκάς προς τον «κράτιστον Θεόφιλον» «Σου στέλνω… -δεν αναφέρει βέβαια την ονομασία επιστολή- σου στέλνω τούτο το κείμενο, τρόπον τι­νά, για να μάθης την ακρίβεια της Πίστεως σου.»; Συνεπώς αναφέρεται και αυτό κατά τρόπον επιστολικόν. Έτσι και η Αποκάλυψις- έχει διαστάσεις επιστολής- όχι μόνο διότι περιέχει τις επτά επιστο­λές που στέλνει ο Χριστός στις επτά Εκκλησίες της Μικράς Ασίας, αλλά και διότι το όλο βιβλίον είναι επιστολιμαίας μορφής και διατηρεί όλα εκείνα τα στοιχεία μιας επιστολής αρχαίου επιστολικού τύ­που.
Δηλαδή: δηλούται ο συγγραφεύς -ο Ιωάν­νης-, οι παραλήπται -οι επτά Εκκλησίες της Μικράς Ασίας-, ο χαιρετισμός -«χάρις υμίν και ειρή­νη από Θεού…» και τα λοιπά- και η δοξολογία ως συνήθως -«αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αι­ώνας των αιώνων αμήν.». Ώστε λοιπόν η Αποκά­λυψις, αγαπητοί μου, είναι μία επιστολή. Και, όπως σας είπα, είθε ο Θεός να δώση κάποτε να ακούεται και ως επιστολικόν ανάγνωσμα εις την Εκκλησίαν.
«Ιωάννης ταις επτά εκκλησίαις ταις εν τη Α­σία.». Ο Ιωάννης, ο στέλλων την επιστολήν, ο συντάκτης της επιστολής, προς τις επτά Εκκλησίες που είναι στην Ασία, που θα είναι οι αποδέκται της επιστολής. Ο αποστέλλων και οι αποδέκται.
Πάλι βλέπομε εδώ για δεύτερη φορά -θα σημειωθή και για τρίτη φορά λίγο παρακάτω- ότι προτάσσεται το όνομα του συγγραφέως, «Ιωάν­νης», χωρίς επίθετον ή προσδιορισμόν, ως πασίγνωστον, όπως σας είπα προηγουμένως, εις τους αναγνώστας. Ποιες είναι αυτές οι επτά Εκκλησίες της Μικράς Ασίας, προς τις οποίες αποτείνεται το βιβλίον της Αποκαλύψεως, και μάλιστα με μίαν ιδιαιτέραν επιστολήν για την κάθε μια απ’ αυτές; Είναι: η Εκκλησία της Εφέσου, της Σμύρνης, της Περγάμου,… Ιστορικές Εκκλησίες είναι, προ­σέξτε! Δεν είναι νοερά πράγματα, δεν είναι συμβο­λικά· ιστορικές Εκκλησίες είναι! Επαναλαμβάνω: της Εφέσου, της Σμύρνης, της Περγάμου, των Θυατείρων, των Σάρδεων, της Φιλαδελφείας και της Λαοδικείας· που είναι και πόλεις της Μικράς Ασί­ας· παλιές, αρχαίες πόλεις! Εκεί όπου ήκμασε ο υλι­σμός, έγιναν επισκοπές, δηλαδή ιδρύθηκαν Εκκλη­σίες. Προς αυτές τώρα τις επτά Εκκλησίες αποτεί­νεται το βιβλίον της Αποκαλύψεως, με ξεχωριστή ε­πί μέρους επιστολή για την κάθε μια απ’ αυτές Εκκλησία.
Αλλά θα ‘λεγε κανείς: Γιατί μόνο προς αυτές τις επτά Εκκλησίες αποτείνονται οι επί μέρους επιστολές; Θα πη ο Χριστός στον Ιωάννη: «Γράψε στην Εκκλησία, στον άγγελον -στον επίσκοπο δη­λαδή- στον άγγελο της Εκκλησίας των Εφεσίων: …», ή «…της Εκκλησίας της Σμύρνης: …». Γιατί; Μήπως οι λοιπές Εκκλησίες, όπως των Ιεροσολύ­μων, της Αντιοχείας, της Κορίνθου ή της Ρώμης, δεν ήσαν Εκκλησίες πολύ μεγάλες, πολύ σπουδαί­ες;… Αν θέλετε, μόνον η της Εφέσου θα μπορούσε να παραβληθή με τις αναφερθείσες Εκκλησίες. Της Ρώμης;… Της Κορίνθου;… Της Αντιοχείας, της με­γάλης Αντιοχείας;… Μόνον η της Εφέσου. Όλες οι άλλες Εκκλησίες της Μικράς Ασίας ήταν μικρές. Γιατί λοιπόν αναφέρονται οι επιστολές σ’ αυτές τις επτά, και όχι και στις άλλες, που ήσαν εύσημες και μεγάλες;
Διότι ο αριθμός επτά είναι σχηματικός και εκ­φράζει την ποικιλίαν, ταυτοχρόνως και την πλη­ρότητα. Δηλαδή πρόκειται για ολόκληρο το πλήρωμα της Εκκλησίας, το τότε και το μέχρι της συν­τέλειας των αιώνων -συνεπώς και το σήμερα-, που εκφράζεται με αυτούς τους επτά αντιπροσω­πευτικούς τύπους των εν λόγω Εκκλησιών. Με άλ­λα λόγια, οι επτά αυτές Εκκλησίες είναι επτά πτυ­χές, με επτά πραγματικότητες, της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας.
Έχομε λοιπόν εδώ δυο διαστάσεις συμπεπλεγμένες. Η μία είναι ότι η κάθε μια επιστολή α­ποτείνεται προς συγκεκριμένη, ιστορικήν -υπο­γραμμίζω το ιστορικήν- συγκεκριμένη, ιστορικήν Εκκλησίαν, και αναφέρεται σε συγκεκριμένες περι­πτώσεις της κάθε Εκκλησίας. Όταν, επί παραδείγ­ματι, λέγη «Δεν είσαι ούτε κρύος ούτε ζεστός· είσαι χλιαρός.» ή «Άφησες την πρώτη σου αγάπη… Δες από πού ξέπεσες.», αυτά είναι συγκεκριμένα κου­σούρια, ελαττώματα, της άλφα ή βήτα Εκκλησίας.
Επομένως οι επιστολές αυτές, στο πρώτο πλάνο, βλέπουμε ότι έχουν ιστορικόν χαρακτήρα είναι πραγματικά αυτό που είναι. Στο δεύτερο όμως πλάνο βλέπουμε ότι τα στοιχεία αυτών των ε­πιστολών αποτείνονται εις την όλην Εκκλησίαν. Συνεπώς έχουμε συμπεπλεγμένες δύο διαστάσεις: την ιστορικήν, που είναι τοπικά και χρονικά συγκε­κριμένη, και την άλλη διάστασι, που είναι απλωμέ­νη σ’ ολόκληρη την ιστορία της Εκκλησίας, και δεν περιορίζεται σ’ ένα συγκεκριμένο τόπο- αναφέρεται δηλαδή σε ολόκληρη την Εκκλησία. Έτσι, άμα δια­βάσουμε τι γράφει ο Χριστός δια την Εκκλησία των Εφεσίων ή δια την Εκκλησία των Σμυρναίων, βλέ­πουμε ότι όλα αυτά τα στοιχεία υπάρχουν μέσα στην Εκκλησία του Χριστού.
Θα ξαναπώ για άλλη μια φορά, γιατί είμεθα Έλληνες, και οι Εκκλησίες αυτές ήσαν σε ελληνικές πόλεις, και η Μικρά Ασία ήταν ελληνική: ταυτοχρόνως είναι και ιστορικές Εκκλησίες και ιστορι­κές επιστολές, με ιστορικό υπόβαθρο.
Το «γιατί;» όταν θα ‘ρθη η ώρα, θα σας το πω ξανά- αλλά θα σας το πω και τώρα. Θα πη ο Χριστός σε κάποιον επίσκοπο: «Θα σου κινήσω την λυχνία.»- κάθε Εκκλησία συμβολίζεται με μίαν «λυχνίαν», μ’ ένα κηροπήγιο, μ’ ένα κερί, με μία λαμπάδα. «Θα σου κινήσω την λυχνία.»! Ξέρετε τι θα πη; «Θα σε μεταθέσω.»! Και τις πήρε και τις επτά και τις μετέθεσε!… Ποια ιστορική Εκκλησία σήμερα υπάρχει στη Μικρά Ασία; Ούτε μία! Ούτε της Εφέσου -της με­γάλης Εφέσου!- ούτε της Σμύρνης ούτε της Λαοδικείας ούτε της Φιλαδελφείας… Καμμία Εκκλησία απ’ αυτές δεν υπάρχει- οι «λυχνίες» κινήθηκαν ορι­στικώς το 1922. Οριστικώς! Αλλά ας είναι. Γι’ αυτό σας ετόνισα το ιστορικόν στοιχείον είναι πάρα πο­λύ σπουδαίο. Θα επανέλθω όμως τότε που θα μι­λήσουμε για κάθε μια από τις επιμέρους επιστολές.
Ώστε λοιπόν εδώ βλέπομε ότι έχομε την ποικι­λία και ταυτοχρόνως την πληρότητα- δηλαδή έχο­με πολλές πτυχές αλλά και ταυτοχρόνως όλες τις περιπτώσεις που υπάρχουν μέσα εις την Εκκλησία. Λέγει ο άγιος Ανδρέας Καισαρείας: «Δια του εβδοματικού αριθμού, το μυστικόν των απαντα­χού εκκλησιών σημαίνει» -«των απανταχού Εκκλησιών»! Με τις επτά Εκκλησίες, εννοεί όλες τις Εκκλησίες, «και το τω παρόντι βίω σύστοιχον, εν ω και η εβδοματική περίοδος γίνεται.». Όπως ακριβώς θεωρείται η εβδομάς ως ένα σύμβολον της δημιουργίας του κόσμου ή της ζωής μας, κατά παρόμοιον τρόπον και ως εβδομάς εδώ συμβολίζεται, με τον αριθμό επτά, η πληρότητα της Εκκλησίας. Γι’ αυτό, θα παρακαλέσω, ό,τι θα αναλύσωμε στις επτά αυτές επιστολές -που είναι πολύ σπου­δαίες- σπουδαιότατες!- μη νομίσετε ότι αναφέρον­ται μόνο στις τότε ιστορικές Εκκλησίες- αναφέρον­ται και εις την πάντοτε υπάρχουσαν έως της συν­τέλειας των αιώνων Εκκλησίαν.
«Χάρις υμίν και ειρήνη.». Χάρις σε σας και ειρήνη. Είναι ένας χριστιανικός χαιρετισμός εντόνου λειτουργικού χαρακτήρος. «Χάρις σε σας και ειρή­νη.»!
Αυτός ο χαιρετισμός του Ιωάννου του Ευαγγελιστού, εις την Αποκάλυψι, είναι συντόμευσις του χαιρετισμού του αποστόλου Παύλου, στη Β’ Προς Κορινθίους επιστολήν του, 13, 13, που λέγει: «Η χάρις του Κυρίου Ιησού Χριστού και η αγάπη του Θεού και η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος-βλέ­πετε λοιπόν; τριαδικός ο Θεός!- μετά πάντων υ­μών· αμήν.», να είναι μαζί με όλους εσάς. Αυτόν τον τύπον του χαιρετισμού δεν τον παίρνει ο Ιωάννης από τον Παύλο, ούτε ο Παύλος από τον Ιωάννη· φαίνεται πως υπήρχε εις την Εκκλησίαν και είχε λειτουργικόν χαρακτήρα- και έτσι από την Εκκλησία παίρνει και ο Ιωάννης και ο Παύλος και ο απόστολος Πέτρος και ο απόστολος Ιούδας. Αυτός δε ο τύπος υπάρχει μέχρι σήμερα· αναφέρεται εις το προοίμιον της ευχής της αγίας Αναφοράς, όταν βγαίνη ο ιερεύς να ευλόγηση τον λαόν. Αυτός ο ίδιος τύπος υπάρχει. Συνεπώς, αγα­πητοί μου, είναι ένας χαιρετισμός με έντονον λει­τουργικόν χαρακτήρα. Επειδή δε η «χάρις», ως ευμένεια του Θεού, που πηγάζει από τον ιλαστήριον Θάνατον του Χρι­στού, αλλά και η «ειρήνη» προέρχονται από τον Θεόν Πατέρα -όπως λέγει λίγο πιο κάτω, «από ο ων και ο ην και ο ερχόμενος»-, από το Πνεύμα το Άγιον -«από των επτά πνευμάτων», που θα πη πιο κάτω- και από τον Υιόν -«και από Ιησού Χρι­στού», επίσης πιο κάτω-, ο χαιρετισμός αυτός με­τατρέπεται εις λειτουργικήν ομολογίαν Πίστεως· ταυτοχρόνως είναι ένα σύμβολον Πίστεως. Είναι αυτό που ο Φίλιππος ο Διάκονος είπε εις τον Αιθίοπα τον ευνούχον: Εάν ομολογής ότι ο Ι­ησούς είναι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού, τίποτα δεν σε εμποδίζει να βαπτισθής.» · κι εκείνος απεκρίθη: «Πιστεύω ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού.». Είδατε;… Ομολογία Πίστεως.
Αργότερα, όταν θα εμφανισθούν πολλές αιρέ­σεις, το σύμβολον της Πίστεως θα γίνη πιο λεπτο­μερές. Είναι το γνωστό σύμβολον της Πίστεως που έχομε, της Νικαίας: «Πιστεύω εις ένα Θεόν, Πατέ­ρα, Παντοκράτορα…» και τα λοιπά.
Ώστε βλέπουμε λοιπόν εδώ ότι έχομε ένα πα­νάρχαιο στοιχείο λειτουργικής ομολογίας Πίστεως-δηλαδή ομολογώ την Πίστι μου μέσα εις τον λειτουργικόν χώρον. Είδατε;… το «Πιστεύω» πού το λέμε; Το λέμε μέσα εις τον λειτουργικόν χώρον. Προκειμένου να τελέσωμε τη θεία Λειτουργία, προ­κειμένου να κοινωνήσουμε, πρέπει να ομολογή­σουμε τη σωστή μας Πίστι. Συνεπώς, αγαπητοί μου, αυτός ο χαιρετισμός του αγίου Ιωάννου του Ευαγγελιστού είναι ένας χαιρετισμός, όπως σας εί­πα, με έντονον λειτουργικόν χαρακτήρα.
Αλλά η ώρα παρήλθε. Πρώτα ο Θεός, θα συνεχίσωμε την ερχομένη Κυριακή.

Share Button