ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΗΛΙΑΣ ΚΑΡΥΩΤΗΣ

 

 

Είχε έλθει με τον πατέρα του από τη Β. Ήπειρο, που ήταν ξυλάς κι έμενε στο έργατόσπιτο του Κελιού μας. Πεθαίνοντας ό πατέρας τον άφησε στους Γέροντες. Ήταν ένδεκα χρονών. Είχε γεννηθεί στην Κορυτσά το 1907. Ή κουρά του έγινε το 1992. Έμενα ή κουρά μου έγινε το 1955. Ήταν απλός, καλός, Η φιλότιμος, φίλεργος και φιλάδελφος. Σε όλα πρώτος. Στην εκκλησία, στο διακόνημα, στους κήπους, στη μαγειρική. Δεν βγήκε στο κόσμο ποτέ παρά μόνο μία φορά στη Θεσσαλονίκη για θέματα υγείας.

Τον συνόδευσα εγώ στο νοσοκομείο. Είχε μία βαρειά πνευμονία. Είχε ημέρες υψηλό πυρετό. Μία ημέρα επιδεινώθηκε. Μου είπαν οι ιατροί πώς δεν έχει άλλο ζωή. Εκείνος το άκουσε. Όταν έφυγαν οι ιατροί με ρώτησε, τί είπαν οι ιατροί. Του είπα θα γίνει καλά. Εκείνος μου είπε. «Δεν θα πεθάνω εδώ. Θα γυρίσω στο Περιβόλι της Παναγίας». Ή κατάσταση του ήταν αρκετά σοβαρή. Δεν είπα τίποτε. Ναι, ναι είπα. Την άλλη ημέρα έπεσε τελείως ό πυρετός. Οι ιατροί θαύμασαν, απόρησαν, είπαν ό Γέροντας είναι άγιος. Σε δύο-τρεις ημέρες επιστρέψαμε στο Κελί μας. Μου είπε: «Δεν κανονίζουν οι επιστήμονες πότε θα φύγουμε από τη ζωή, αλλά μόνο ό Θεός». Έζησε άλλα δυο χρόνια.

Ήταν άκακος, ήσυχος, οι Γέροντες τον έμαθαν λίγα γράμματα και με αυτά πορευόταν. Αφανής άνθρωπος, καλογερικός, φτωχός, φιλόξενος και αγαπητός. Προγνώρισε την ήμερα του θανάτου του. Τον περίμενε τον θάνατο, δεν τον φοβόταν. Μία ήμερα μου είπε• θα πεθάνω. Προσπάθησα να τον παρηγορήσω, παρότι τον έβλεπα ότι είχε καταπέσει. Φώναξα τον ιατρό. Ήλθε ό ιατρός, τον εξέτασε και είπε ότι πρέπει να πάει έξω στο νοσοκομείο, γιατί θα επιδηνωθεί ή ασθένεια του και θα πονάει πολύ. Θα χρειαστεί να κάνει ενέσεις δυνατές. Όταν έφυγε ό Ιατρός του τα είπα. Μου είπε: «Μία φορά πήγα έξω. Άλλη δεν πηγαίνω. Θα πεθάνω σύντομα εδώ. Ούτε ενέσεις, ούτε φάρμακα καθόλου χρειάζονται. Δεν θα πονέσω. Αν πονέσω, Γέροντα Δαμιανέ, τότε κάνε ενέσεις. Σε μία εβδομάδα φεύγω από τη ζωή». Του είπα, θα ζήσει, Ήθελα να τον παρηγορήσω. Δεν είχε ανάγκη. Τον ρώτησα, γιατί με είπε Γέροντα; Μου απάντησε: «Εγώ φεύγω εσύ από τώρα θα είσαι Γέροντας». Μου έδωσε την ευχή. Μου φίλησε και το χέρι, Του φίλησα κι εγώ. Μέναμε στο ίδιο κελί.

 

Με πλήρεις αισθήσεις ύψωσε ψηλά τα χέρια του. Του τα κρατούσαμε μ’ ένα γείτονα. Μας έδωσε την ευχή του μέσα από την καρδιά του. Επικαλέσθηκε την Παναγία. Αγαπούσε ιδιαίτερα την Παναγία. Έζησε στο Κουτλουμουσιακό Κελί των Είσοδίων της Θεοτόκου άνω των Καρυών επί 76 χρόνια. Την τελευταία του ήμερα ζήτησε τα ρούχα της ταφής του και το μοναχικό του σχήμα. Ζήτησε να τα δει, Με ρώτησε αν έχω κεριά. Του είπα πως έχω. Του πήγα ένα πάκο των πενήντα κεριών. Μου είπε να φέρω κι άλλο κι άλλο. Απόρησα. Περίμενα περίπου σαράντα ανθρώπους της γειτονιάς. Τα κεριά αυτά ήταν εκατόν πενήντα.

Ύψωσε τα χέρια του. Με το ένα χέρι του έδειχνε ψηλά, έβλεπε προς τα εκεί και είπε: «Ή Παναγία… ή Παναγία…» Και σε λίγο έγειρε το κεφάλι του λέγοντας: «Ω Θεέ μου». Έτσι ήσυχα και ειρηνικά αναχώρησε ή ψυχή του από το σώμα του. Ήταν Σάββατο του Ακάθιστου, 3.4.1994.
Την άλλη μέρα διαβάσθηκε ή εξόδιος ακολουθία του. Ήταν είκοσι παπάδες, πολλοί μοναχοί και λαϊκοί. Ακριβώς εκατόν πενήντα άνθρωποι. Όσοι είχε πει. Πρόκειται για όσιακό τέλος. Το προείδε, το περίμενε και το προείπε. Ό Θεός να τον αναπαύσει. Αιωνία του ή μνήμη. Την ευχή του να έχουμε. Είχαμε εκλεκτούς πατέρες στη γειτονιά μας. Τον Γέροντα Κωνστάντιο στους Αρχαγγέλους, τον παπά Παντελεήμονα στην Υπαπαντή, τον παπά Κύριλλο τον εκλεκτό πνευματικό στην Αγία Τριάδα. Οι ευχές τους ας μας συνοδεύουν.

μοναχός Δαμιανός Καρυώτης

Share Button