Επί τη ιερά μνήμη της κοιμήσεως αυτού ( 21η Απριλίου 1848).
«Αυτός ό άνθρωπος με τις προσευχές του μοιάζει σαν μια λαμπάδα αναμμένη μπροστά στον θρόνο του Θεού».
(Όσιος Σεραφείμ του Σάρωφ)
ΠΟΛΛΑ χρόνια πριν, σε ένα χωριό ονομαζόμενο Μπορτσουρμάνι στην περιοχή του Κουρμύς, στην επαρχία του Σιμπίρσκ, νυν του Νίζγκοροντ, ζούσε ένας ενάρετος Στάρετς Ιερέας, ό Αλέξιος. Άπ’ όλες τις γωνιές έτρεχαν σ’ αυτόν πολλοί άνθρωποι και ή φήμη του ενάρετου βίου του και της χάρης του στον Θεό ξαπλώθηκε παντού. Τον επισκέπτονταν άνθρωποι όχι μόνο από την ενορία του και την περιφέρεια του, άλλα και από τις γύρω περιοχές και επαρχίες και ακόμα από την Μόσχα. Κα! αυτός υποδεχόταν με χαρά οποιονδήποτε που τον επισκεπτόταν.
Οι πόρτες του σπιτιού του ήσαν πάντοτε ανοιχτές και για τους πλούσιους και για τους φτωχούς. Έρχονταν σ’ αυτόν ασθενείς και πάσχοντες και όσοι βαραίνοντας από λύπη, δυστυχία και ανάγκη και κανείς από αυτούς δεν έφευγε χωρίς βοήθεια και παρηγοριά.
Όλη του ή ζωή ήταν αφιερωμένη στον Θεό και τον πλησίον του. Ζούσε μια ζωή γεμάτη μόχθο και αγιότητα. Δαπανούσε τον χρόνο του σε ακατάπαυστη προσευχή και αγαθοεργίες, προσευχόμενος ακούραστα νύχτα και μέρα μέχρι τα πρόθυρα τού θανάτου του. Πρόσφερε την ζωή του στους αδερφούς του Χριστιανούς, προσευχόμενος γι` αυτούς και διδάσκοντας τους με τα λόγια του, άλλα προπαντός με το παράδειγμα της άγιας αυστηρής ζωής του.
Για την ενάρετη ζωή του έλαβε μεγάλα χαρίσματα από τον Θεό. Έλαβε το προορατικό χάρισμα και την χάρη της θεραπείας. Τον τιμούσαν όλοι οι άνθρωποι όχι μόνο οι απλοϊκοί, άλλα ακόμη και αυτός ό Άγιος Σεραφείμ, ό θαυματουργός τού Σάρωφ, μίλησε για την δύναμη της προσευχής τού π. Αλεξίου και τον θεωρούσε έναν μεγάλο Ασκητή και αγαπημένο τού Θεού.
Ό “Άγιος Σεραφείμ δεν συνάντησε ποτέ τον π. Αλέξιο, αλλά τον γνώριζε καλά με το προορατικό του χάρισμα και είπε τα έξης γι` αυτόν:
«Αυτός ό άνθρωπος με τις προσευχές του μοιάζει σαν μια λαμπάδα αναμμένη μπροστά στον θρόνο του Θεού. Κοιτάξτε έναν πού, χωρίς να έχει δώσει μοναχικούς όρκους, στέκεται ψηλότερα από πολλούς ασκητές- που χύνει το φως του σαν ένα αστέρι στον ορίζοντα της χριστιανοσύνης».
Αν κάποιος από την περιοχή τού π. Αλεξίου ερχόταν στον Άγιο Σεραφείμ, αυτός τον έστελνε πίσω στον τόπο του, λέγοντας του ότι έχουν εκεί τον άνθρωπο της θερμής προσευχής.
Ό π. Αλέξιος δεν επηρεάστηκε καθόλου από τις τιμές πού τού πρόσφεραν, αλλά παράμεινε πολύ ταπεινός. Θεωρούσε τον εαυτό του τον πρώτο και μεγαλύτερο αμαρτωλό. Όπως όλοι οι Άγιοι τού Θεού, έτσι και αυτός θεωρούσε τον εαυτό του πολύ ανάξιο ενώπιον τού Θεού και λυπόταν διαρκώς για τα αμαρτήματα του.
ΟΛΟΙ οι άνθρωποι έκλαψαν πικρά και πένθησαν για τον θάνατο του. Προτού όμως να κοιμηθεί τους παρηγόρησε, λέγοντας τους να μη λυπούνται γι` αυτόν, γιατί τούς υποσχέθηκε ότι δεν θα τους εγκαταλείψει. «Αυτόν πού θα με μνημονεύσει», είπε, «δεν θα τον ξεχάσω». Οι άνθρωποι όμως δεν κατάλαβαν αυτά τα λόγια και κανείς δεν ήταν σε θέση να τα ερμηνεύσει. Αλλά πολύ σύντομα μετά τον θάνατο του έγιναν καταληπτά.
Δύο γυναίκες ήρθαν στο Μπορτσουρμάνι. Ή σύζυγος ενός μεγαλέμπορα και ή κόρη της. Ή κόρη είπε, ότι είχε φέρει την άρρωστη μητέρα της στον π. Αλέξιο να προσευχηθεί για την θεραπεία της. Ή μητέρα της ήταν σχιζοφρενής. Οι γυναίκες αυτές έμεναν μακριά από το Μπορτσουρμάνι, αλλά και στο μέρος τους έφτασε ή φήμη, ότι πολλοί άρρωστοι και βασανισμένοι έρχονταν από παντού στον π. Αλέξιο και με τις προσευχές του γίνονταν καλά.
Έτσι και ή κόρη τού μεγαλέμπορα πήρε την άρρωστη μητέρα της και ξεκίνησαν για τον π. Αλέξιο. Φτάνοντας όμως στο Μπορτσουρμάνι, έμαθε ή κόρη ότι ό π. Αλέξιος πέθανε πριν από λίγες μέρες.
Τότε έκλαψε και θρήνησε για την δυστυχία της, λέγοντας ότι δεν υπήρχε πια τίποτε να βοηθήσει την μητέρα της και θα έμενε πια τρελή για πάντα. Έκλαιε συνέχεια ή κόρη χύνοντας πικρά δάκρυα, ενώ ή μητέρα της μαινόταν, ούρλιαζε, ξεφώνιζε αισχρολογίες και έβριζε τον π. Αλέξιο. Ή κόρη στην απελπισία της, παρακάλεσε μερικούς καλούς ανθρώπους να προσέξουν την μητέρα της μην πάθει κανένα κακό και ή ίδια πήγε μόνη της στον τάφο τού πατρός Αλεξίου, να ξαλαφρώσει κάπως την ψυχή της χύνοντας τα δάκρυα της πάνω στον τάφο του Αγίου Ιερέα. Εκεί αύτη προσευχήθηκε θερμά και έπειτα επέστρεψε στην μητέρα της. Όταν την αντίκρισε, την είδε να κάθεται ειρηνικά σε έναν πάγκο, συζητώντας πολύ λογικά με τούς άλλους ανθρώπους, φαινόταν σαν να μην είχε αρρωστήσει ποτέ. Ή κόρη πέταξε από χαρά για το μεγάλο θαύμα πού έγινε. Αφού πέρασαν την νύχτα στο χωριό, ή κόρη οδήγησε την μητέρα της στο σπίτι τους εντελώς θεραπευμένη.
Μόνο τότε οι άνθρωποι κατάλαβαν τί σήμαιναν τα λόγια πού είπε ό π. Αλέξιος πριν από τον θάνατο του: «Αυτόν πού θα με μνημονεύσει δεν θα τον ξεχάσω». Άρχισαν έπειτα να πηγαίνουν όλοι στον τάφο τού π. Αλεξίου, όπως πήγαιναν σ’ αυτόν και κατά την διάρκεια της ζωής του. Και συνέβαιναν πολλά θαύματα σ’ αυτούς πού προσκυνούσαν και προσεύχονταν στον τάφο του.
Βιβλ. ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ ΟΡΛΩΦΣΥ. ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΕΣ ΚΑΙ ΑΣΚΗΤΕΣ ΤΗΣ ΡΩΣΙΚΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ. ΤΟΥ Κ ΑΙΩΝΟΣ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΠΟΥΛΑΤ. ΤΒΕΡ 1992. ΚΑΙ ΑΛΛΟΥ.