ΜΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΙΣ ΜΕ ΤΟΝ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟ ΓΕΡΟΝΤΑ ΕΦΡΑΙΜ ΤΗΣ I. Μ. ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ ( † 21-11-1984)[1]

 

O γέροντας κάθεται σ’ ένα γώνιασμα που κάνουν οι πάγκοι στο αρχονταρίκι. Έχει ένα γαλήνιο και σχε­δόν διάφανο πρόσωπο. Κάτι μάτια πεντακάθαρα και φωτεινά που δεσπόζουν κάτω από το απλό καλογερικό σκουφάκι. Μέσα σ’ εκείνη την ατμόσφαιρα που μυρίζει ποτισμένη λιβάνι είναι σαν να νιώθει κα­νείς να ξεχύνεται απλότητα και ειρήνη, ευ­λογία και παρηγοριά από ολόκληρη την πα­ρουσία του γέροντα. «Ως μύρον επί κεφα­λής το καταβαίνον επί τον πώγωνα, τον πώγωνα του Ααρών, το καταβαίνον επί την ώαν του ενδύματος αυτού- ως δρόσος Αερμών η καταβαίνονσα επί τα όρη Σιών ότι εκεί ενετείλατο Κύριος την ευλογίαν, ζωήν έως του αιώνος». Μιλά απλά και ήσυχα. Έχει σταυρωμένα τα χέρια και γέρνει λίγο το κεφάλι, λες και θέλει να έρθει πιο κοντά, να μιλήσει πιο μέσα, ανεξίτηλα.
Κάποιος ρωτά για τον μοναχισμό, τι προϋποθέτει.
– Ο μοναχισμός προϋποθέτει ιδιαίτερη κλίση που φυτεύει ο ίδιος ο Θεός, καθώς ε­πίσης και το κάλεσμα. Αυτό το κάλεσμα (κλήσις) έχει γίνει από τον Κύριο για όλους, αλλά ο ίδιος μας λέγει ότι «ου πάντες χωρούσι τον λόγον τούτον». Έτσι το κάλεσμα απευθύνεται σε όλους, αλλά απαντά «ο δυνάμενος». Αυτός και γίνεται μοναχός… Βέβαια αυτό που μετρά τόσο στη ζωή του μοναχού όσο και στη ζωή του εν κόσμω χριστιανού είναι η συνέπεια σ’ ένα πνευματικό πρόγραμμα. Η συνέπεια στο πρόγραμμα αυτό συνιστά έναν αγώνα κατά του κόσμου, του διαβόλου και της σαρκός. Οι εχθροί αυτοί καταφέρνουν να μας υπο­σκελίζουν, γιατί (και όταν) μας βρίσκουν απροετοίμαστους. Μας βρίσκουν δηλαδή σε ακηδία και έτσι έχουμε ένα σωρό πτώσεις. Οι πτώσεις δεν αντιμετωπίζονται και δεν αποφεύγονται παρά με την εγρήγορση και την προσήλωση σε ένα πρόγραμμα πνευ­ματικής ζωής. Η πνευματική ζωή είναι μία μάχη και στην μάχη δεν μπορείς να παρα­τάς το όπλο χωρίς κίνδυνο θανάτου. Χρειά­ζεται το όπλο ανά χείρας πάντοτε για την αντιμετώπιση των έχθρων. Αυτό γίνεται στην ζωή των μοναχών: Έχουν συνέχεια το όπλο ανά χείρας, ποτέ επ’ ώμου. Μεγάλο ρόλο παίζει σ’ αυτό το πράγμα η προσευχή…
– Ναι, γέροντα, αλλά σε μας η προσευχή γίνεται εντελώς τυπική τις περισσότερες φο­ρές.
– Από την τυπική, όπως λέτε, προσευχή δεν ξέρετε πόσα αγαθά μπορούν να προκύ­ψουν. Γιατί η προσευχή η τυπική, σε τακτές ώρες, μοιάζει με την γεννήτρια που δίνει φως. Μπορεί να δώσει το φως της πάντα ή μόνον τότε που χρειάζεται. Απαραίτητη όμως προϋπόθεση, για να δώσει φως, είναι να φορτίζεται ή να τροφοδοτείται με καύσιμη ύλη. Αυτό τον ρόλο παίζει η τυπική προσευ­χή στην όλη πνευματική ζωή. Φορτίζει την γεννήτρια και της δίνει την δύναμη, για να μας παρέχει φως, όταν πάει να σκοτεινιάσει.

Μπορείτε να καταλάβετε τώρα την ση­μασία που έχει το «πνευματικό πρόγραμ­μα». Οι φιλίες και οι κοινωνικές υποχρεώ­σεις είναι τις περισσότερες φορές συνδεδε­μένες με αλλοίωση μικρή ή μεγάλη, του πνευματικού προγράμματος και είναι φα­νερό πόση βλάβη μπορεί να προξενηθεί από την αλλοίωση ή και την εγκατάλειψή του. Πόσο μεγάλο είναι αντίθετα το όφελός του, γιατί μας κρατά συνέχεια σε εγρήγορση· αυ­τό που λέγεται στην ασκητική ζωή «νήψις».
Είναι αλήθεια ότι η νήψις και η προ­σευχή μαζί μας δίνουν την δύναμη του Χρι­στού και μας οδηγούν στην σωτηρία. Με τα δύο αυτά μπορεί κανείς να προσέχει πάντα τον εαυτό του και να καταλαβαίνει τις αδυ­ναμίες του. Συγχρόνως ολόκληρος ο χρόνος είναι γεμάτος και δεν χρειάζεται να καταφεύγει σε κάθε είδους ενασχόληση, για να τον γεμίσει, ούτε στην εξωστρέφεια και στην λήθη του εαυτού του. Με τον τρόπο αυτό μπορεί να αποφύγει τις μεγάλες πτώσεις και να καταφέρει ώστε οι μικρές να μη γί­νουν θανάσιμα αμαρτήματα.
Γιατί θα πρέπει να γνωρίζετε ότι τα α­μαρτήματα τα διακρίνουμε σε δύο βασικές κατηγορίες. Τα θανάσιμα και τα συγγνω­στά. Τα θανάσιμα αμαρτήματα είναι τα χωρίς εξομολόγηση αμαρτήματα. Αυτά εί­ναι τα κολάσιμα. Τα συγγνωστά αμαρτήμα­τα είναι αυτά στα οποία πέφτει κανείς από άγνοια, αθέλητη ροπή ή ακόμα κι από την κατάσταση της αμαρτίας που βρισκόμαστε μετά την πτώση. Θα πρέπει να τονισθεί εδώ ότι τα συγγνωστά αμαρτήματα γίνονται αυ­τόματα θανάσιμα όταν δεν εξομολογούν­ται…
– Θα θέλαμε να μας ξεκαθαρίσετε με­ρικά σημεία: Πότε χαρακτηρίζουμε κάτι σαν συγγνωστό αμάρτημα και θέλει τότε εξομολόγηση;
– Για να πάρετε μία απάντηση θα πρέπει να αναφερθούμε στην κλίμακα που ακολου­θεί η αμαρτία για να γίνει πράξις, αυτό που λέγεται αλλιώς εξέλιξις του λογισμού. Σε αδρές γραμμές, στην πρώτη φάση προ­βάλλεται η αμαρτία σαν λογισμός. Αυτό είναι η «προσβολή». Είναι η προβολή (και προσβολή συγχρόνως) ενός προσώπου, μιας εμπαθούς μορφής ή καταστάσεως στην οθό­νη του νου. Αυτό το πράγμα στην πρώτη του εμφάνιση είναι αναμάρτητο, αλλά θα πρέπει να καταλάβουμε καλά ότι κάθε πονηρός λο­γισμός προέρχεται και κατευθύνεται από τον διάβολο, και να προσέξουμε πολύ, για να μη μας ξεγελάσει.
Το δεύτερο στάδιο που ακολουθεί είναι ο «συνδυασμός». Στον συνδυασμό έχουμε ανάμιξη του λογισμού με την θέλησή μας. Η ανάμιξις αυτή δίνει το έδαφος, για να αναπτυχθεί ο λογισμός και συγχρόνως δημιουρ­γεί ένα «σκαμπανέβασμα» στην θέληση και μία ακαταστασία, για να εμποδισθεί η εξέτασις και η απόρριψις του λογισμού.
Μετά είναι η «πάλη». Εδώ έχουμε την πάλη του νου και της θελήσεως, για να δεχθεί ή να μη δεχθεί τον λογισμό. Αν τον δεχθεί, έχουμε το τέταρτο στάδιο που είναι η «συγκατάθεσις». Ο άνθρωπος κατακυ­ριεύεται από το περιεχόμενο του λογισμού. Το κοιτάζει ενηδόνως, επιθυμεί και προσ­παθεί με κάθε τρόπο να πραγματοποιήσει την αμαρτία. Στην κατάσταση αυτή η αμαρ­τία θεωρείται συντελεσθείσα, άσχετα αν δεν ακολούθησε η τελευταία φάσις της αναπτύ­ξεως του λογισμού που είναι η πράξις. Σ’ αυτήν πραγματοποιείται με πλήρη επίγνωση η αμαρτία. Είναι μία αυτοκτονία με ολό­κληρη τη σημασία και το βάρος της λέξεως.
Από τον συνδυασμό και κάτω έχουμε κατάσταση εφάμαρτη. Έχει ενδώσει και έχει αιχμαλωτισθεί κανείς. Γι’ αυτό τον λόγο από τη φάση αυτή και μετά έχουμε αμάρτημα συγγνωστό, που χρειάζεται εξομολόγηση.
Τώρα μπορείτε να καταλάβετε τι μεγάλο ρόλο παίζει η νήψις. Κρατώντας τον νου σε εγρήγορση και ησυχία, αποδιώχνει τον λογι­σμό στην προσβολή. Στην φάση αυτή υπάρχει ευχέρεια και ευκολία αποκρούσεως του πει­ρασμού. Είναι όμως μεγάλος ο κόπος, όταν έχει μπει μέσα, για να τον βγάλουμε. Όλη αυτή η κατάστασις μοιάζει με την προσβολή ενός σπιτιού από έναν κλέφτη. Ο κλέφτης (λογισμός) χτυπάει την πόρτα, για να μπει μέσα (προσβολή). Αν δεν του ανοίξει κα­νείς (απόκρουση λογισμού), τότε μένει έξω και δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Όταν ό­μως του ανοίξει (συνδυασμός), τότε μπαίνει μέσα. Στην περίπτωση αυτή είναι φανερό πόσο πιο δύσκολα μπορεί να τον διώξει από πρώτα που ήταν έξω. Συγχρόνως από τη στιγμή που μπαίνει μέσα τα κάνει όλα άνω κάτω. Για τον λόγο αυτό άλλωστε και συν­ιστά εφάμαρτη πράξη ο συνδυασμός και τα επόμενα.
Δεν θα πρέπει εδώ να ξεχνούμε και την ακόλουθη αλήθεια: Κάθε γονάτισμα αδυνα­τίζει την θέληση και μας καθιστά πιο ευ­άλωτους. Και αντίθετα κάθε επιτυχημένη αντίστασις την χαλυβδώνει και την στηρίζει στην αντιμετώπιση των πειρασμών. Πολύ μεγάλη προσοχή χρειάζεται και για κάθε πάθος που αποκοιμήθηκε. Ξέρετε με τι είναι όμοιο; Με μία αρκούδα. Τέτοια δύναμη έχει. Μπορούμε όμως να το κρατούμε και να το κατευθύνουμε πολύ εύκολα, όπως ακριβώς η αρκούδα κατευθύνεται και τραβιέται από ένα κρικελάκι μονάχα. Αλλοίμονο όμως, αν πιάσει τον αρκουδιάρη ο ύπνος! Θα τον κατασπαράξει η αρκούδα, που την έσερνε. Έτσι ακριβώς και αν εμείς κοιμηθούμε (α­φήσουμε τη νήψη). Τα αποκοιμισμένα πάθη θα ξυπνήσουν και θα μας κατασπαράξουν.
Έκτος από τον τρόπο που αναφέραμε για την αντιμετώπιση του λογισμού, δηλαδή την άμεση και ταχεία απόκρουσή του, υπάρ­χει και ένας άλλος. Αυτόν τον χρησιμο­ποιούσαν παλιά έμπειροι και δοκιμασμένοι μοναχοί. Είναι ο διάλογος με την αμαρτία, η λεγομένη «αντίρρησις» ή «αντιρρητικός πόλεμος», που συνίστατο στο να επιτρέπουν στον λογισμό να προχωρήσει πέρα από την προσβολή στον συνδυασμό, για να μελετή­σουν την εξέλιξη κι όλες τις ενέργειές του και να τον πολεμήσουν μέσα στην καρδιά τους. Δεν είναι εύκολο και κατορθωτό ούτε ακίνδυνο το πράγμα, γι’ αυτό και τότε ακό­μη την μέθοδο αυτή δεν την συνιστούσαν σε όλους, όπως φανερώνει το σχετικό περιστα­τικό με τον Αββά Ποιμένα από το Γερον­τικό. Αυτά για τους μεγάλους Αββάδες. Γιατί με κανέναν τρόπο δεν θα πρέπει να παραβλέπουμε την πονηριά και την εμπειρία του διαβόλου, την πανουργία του. (Πολεμάει τον άνθρωπο από καταβολής). Κι ο κάθε λογισμός έχει μέσα του πολύ, που ανταποκρίνεται στην φθαρμένη φύση μας και που δεν αντιμετωπίζεται εύκολα. Είναι ένας χείμαρρος που κατακλύζει, παρασέρνει και καταποντίζει τα πάντα αν δεν τον σταματήσουμε εγκαίρως, και σταμάτημα γίνεται με την εγρήγορση την χάρη της προσευχής. Η εγρήγορση και η προσευχή είναι τα δύο χέρια που παλεύουμε με τον λογισμό.
Εδώ είναι σκόπιμο να τονίσουμε ότι η προσευχή είναι το κύριο και το πιο αποτελεσματικό μέσο για την αντιμετώπιση του λογισμού. Γιατί μία τέτοια στάσις είναι έμπρακτη ταπείνωσις˙ ομολογία ότι η δύναμή μου είναι λειψή και ανίκανη και διά τούτο προσφεύγω σ’ Αυτόν που είναι και οχύρωμα, όπλο και νίκη. Η στάση αυτή τής συντριβής και της προσφυγής στην προσευχή είναι φυσικό κατόπιν να προσελκύσει το έλεος του Θεού πλούσιο, να στηρίξει εμένα και να απομακρύνει τον λογισμό ανίκανο να με βλάψει.
Ανάμεσα στις προσευχές η νοερά προσευχή είναι το δυνατότερο και το πιο χρηστό όπλο. Είναι εύκολα καταληπτή, γίνεται πιο γρήγορα από οποιαδήποτε άλλη. Μπορεί κανείς να την κάνει τις περισσότερες φορές στις κρίσιμες και επικίνδυνες στιγμές. Ακόμη είναι προσευχή με συγκεντρωμένο και συγκεκριμένο περιεχόμενο, γι’ αυτό έχει την δύναμη να συγκεντρώνει το νου στο περιεχόμενό της και να τον απομακρύνει από τον προβαλλόμενο (ή εν εξελίξει) λογισμό. Και πέρα από όλα αυτά, περιέχει το άγιο όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού είναι μία προσευχή με ιδιαίτερη χάρη και αυτενέργεια.
Έτσι με την προσευχή και την προσοχή (νήψι) μπορούμε να αντιμετωπίζουμε το λογισμό και την αμαρτία που τον ακολουθεί. Η μία βοηθάει την άλλη σ’ αυτή την αντιμετώπιση. Και οι δύο μαζί βοηθούν στη δημιουργία συνειδήσεως αποδόσεως λόγου. Καταλαβαίνουμε δηλαδή τότε και συνειδητοποιούμε ότι όλες οι σκέψεις και πράξεις, και οι πιο μύχιες, είναι φανερές στο Θεό. Και όχι μόνον φανερές, αλλά και υπόλογες ενώπιον του κριτηρίου του. Ο μεγάλος καρπός αυτής της καταστάσεως είναι ο φόβος του Θεού, που γεννιέται μέσα μας. Με τον φόβο αυτό τώρα προσέχει κανείς τον εαυτό του διπλά και αποφεύγει μεγάλο πλήθος παραπτωμάτων.
Σ’ αυτό αποσκοπεί και ο έλεγχος της πορείας μας της πνευματικής καθώς και της συνειδήσεως. Χρειάζεται για τον έλεγχο αυτό μία αυτοκριτική κάθε βράδυ, αλλά και περισσότερες φορές την ημέρα. Υπάρχει ένας σοβαρός κίνδυνος εδώ: η «πλάνη» (παραπλάνησις) της συνειδήσεως, που εί­ναι δυνατόν να συμβεί πολύ εύκολα. Και παίζει μεγάλο ρόλο η συμπαράστασις του πνευματικού, που είναι ειδικά απαραίτητη σε περιπτώσεις αμφιβολίας. Σε κάθε αμφι­βολία και ταλάντευση η άμεση λύση οδηγεί στον πνευματικό…
Αυτός ο φόβος και η μνήμη του Θεού είναι πολύ σπουδαίο πνευματικό κεφάλαιο. Φέρνει μαζί του τη μνήμη του θανάτου. Κά­τι που το αποφεύγουν πολλοί και προσπα­θούν να το ξεχνούν, όμως φέρνει τον άν­θρωπο μπροστά στην πραγματικότητα και συγχρόνως ωριμάζει τον πνευματικό αγω­νιστή. Τον σοβαρεύει και τον κάνει πιο συ­νετό στις ενέργειές του, γιατί τώρα κοιτάζει με προοπτική πέρα από τον τάφο και φωτί­ζεται από την κρίση του Θεού.
Δεν μπορούν να λείψουν τώρα άλλες δύο μνήμες συνακόλουθες: η μνήμη των αμαρτιών και των πτώσεων, και η μνήμη των ευεργεσιών του Θεού. Η σημασία τους για τον πνευματικό αγώνα μπορεί να γίνει κατανοητή με το παράδειγμα από την ζωή κάποιου μοναχού. Αυτός είχε γραμμένες σε δύο τοίχους στο κελλί του, στον ένα τις αποτυχίες, πτώσεις και αμαρτίες του και στον άλλο τις επιτυχίες που είχε σημειώσει κατά τον μοναχικό του αγώνα. Όταν λοιπόν αισθανόταν την Χάρη του Θεού και κάποια επιτυχία να σημειώνεται, για να αποφύγει την υπερηφάνεια που αναδευόταν μέσα του, έστρεφε προς τον τοίχο που είχε γράψει τις αμαρτίες του: «Κοίταξε τι έχεις κάνει μέχρι τώρα· πόσο είσαι ανάξιος γι’ αυτή τη χαρά και που μπορεί να ξεπέσεις, αν αφεθείς». Από την άλλη μεριά, όταν ένιωθε τον πει­ρασμό έντονο, την όχληση του διαβόλου ή την απελπισία να τον κυριεύει μετά από κά­ποια πτώση, έστρεφε το πρόσωπο του στον απέναντι τοίχο με τις αρετές: «Δες με τι σε αξίωσε ο Θεός και πού σε βοήθησε να φτάσεις. Πώς θα τα εγκαταλείψεις τώρα όλα αυτά που σου χάρισε, ενώ μπορείς να τα ξαναφτάσεις και να προχωρήσεις ακόμα πιο πέρα;»
Έτσι η μνήμη των αμαρτιών μας μάς κρατάει σε ταπείνωση και εγρήγορση εμποδί­ζοντας τις περαιτέρω πτώσεις. Και μαζί μ’ αυτήν η μνήμη των ευεργεσιών του Θεού (γιατί τέτοιες είναι οι αρετές) μας γεμίζει ελπίδα και ευγνωμοσύνη προς Αυτόν που μας συγχωρεί πάντα, μας στηρίζει και μας προστατεύει. Τα δύο στηρίζουν την καρδιά, τροφοδοτούν την μετάνοια και κάνουν πιο βατό τον δρόμο της χριστιανικής ζωής…
– Πάτερ, ξαναγυρίζω στην προσευχή, και είναι η δυσκολία που συναντούμε στη σχέση της με την μελέτη…
– Πρώτα-πρώτα θα πρέπει να πούμε ότι η καθαυτό πνευματική μελέτη δεν ξεχωρίζει από την προσευχή. Μπορεί να θεωρηθεί κι αυτή σαν ένας δρόμος προσευχής. Το πρό­βλημα τής μελέτης των σπουδών σας είναι στενά συνδεδεμένο με το γενικότερο πρό­βλημα τής αξιοποιήσεως του χρόνου και του πνευματικού προγράμματος, που λέγαμε στην αρχή. Διαβάζει κανείς, για να πάρει το πτυχίο του, για να μπορεί να ζήσει. Αυτό δεν είναι έξω από την ζωή του ούτε άσχετο με την πνευματική του πορεία. Γιατί τώρα μ’ αύτη την μελέτη ετοιμάζει το υπόβαθρο μιας εργασίας για την συντήρησή του αργότερα. Έτσι δεν είναι ξένο από την όλη ζωή του. Και για να μη γίνεται ξένο και μας απορ­ροφά από την πνευματικότητα, χρειάζεται να διανθίζεται από κάθε πνευματική δυνα­τότητα. Αυτό είναι κάτι που ισχύει σε πλα­τύτερο πλαίσιο: Όλος ο χρόνος να διανθί­ζεται από κάθε δυνατό πνευματικό έργο. Στην περίπτωση αυτού του κοινού «δια­βάσματος», θα μπορούσε να γίνει κάτι σαν μία «Ιεροτελεστία», όσο παράξενα κι αν χτυπάει αυτό στ’ αυτιά μας. Να αρχίζει με μία προσευχή, με την οποία αποθέτουμε την μελέτη μας μπροστά Του και ζητάμε να μας φωτίσει και να μας βοηθήσει. Όταν σταμα­τά το διάβασμα για διάλειμμα, είναι εύκο­λο να διαβάσουμε δυο-τρεις προτάσεις από ένα βιβλίο πνευματικό και να ξεκουρασθούμε από το άλλο εμβαθύνοντας σ’ αυτές. Ή ακόμα να προσευχηθούμε με την «ευχή». Είπαμε για το πλεονέκτημα που έχει αυτή η προσευχή να είναι μικρή και σύντομη. Μπορεί να γίνεται ακόμα και στον δρόμο. Κι έχει μία αυτενέργεια πνευματική, ακόμα κι όταν γίνεται μηχανικά. Το πεδίο του πνευματικού αγώνος είναι ανοιχτό πάντοτε και παντού. Είναι μεγάλο πράγμα να εί­ναι ο νους συγκεντρωμένος στις σελίδες που διαβάζω. Στο ενδιάμεσο όμως, όταν χαλαρώνει η προσοχή και η συγκέντρωση, βρίσκει την ευκαιρία ο διάβολος να επιτεθεί και να πολεμήσει. Και αυτό είναι που θα δει ο Θεός: πώς σταθήκαμε μπροστά σ’ αυ­τήν την επίθεση. Γι’ αυτό χρειάζεται να εί­μαστε συνέχεια στην πνευματική σκοπιά και να εντοπίζουμε τις επιθέσεις. Και τα άλλα μετά είναι υπόθεση πνευματικού αγώνος.
– Καλά, γέροντα, αλλά όταν διαβάζου­με εμείς και θέλουμε να κάνουμε ένα διά­λειμμα, είναι για να σταματήσουμε την ένταση στην οποία βρισκόμαστε. Να ξελασκάρουμε τον νου και να ξεκουρασθούμε. Το να διαβάσουμε κάτι άλλο ή να προσευχηθούμε απαιτεί προσπάθεια και προσοχή που ζητούμε να αποφύγουμε. Ή, ας πούμε, είναι μερικές φορές που δεν θέλεις απλώς να σταματήσεις να διαβάζεις, αλλά να βγεις έξω από το δωμάτιο, να κάνεις μία βόλτα, να ξανασάνεις… Καταλαβαίνετε βέβαια πόσα προβλήματα δημιουργούνται μ’ αυτή την έξοδο…
– Δεν είναι υπερβολή να λέει κανείς πως ξεκουραζόμαστε από το διάβασμα με την προσευχή, που θέλει προσοχή, όπως λέ­τε. Είναι αλήθεια βέβαια ότι στην αρχή η εφαρμογή ενός τέτοιου τρόπου στην μελέτη ίσως κουράζει. Είναι όμως πιο μεγάλη α­λήθεια ότι η πραγματική προσευχή ξεκουρά­ζει. Ο αρχικός κόπος γίνεται μετά γλυκύς καρπός. Η προσευχή είναι καρπός γαλήνης και ειρήνης. Καρποφορεί την παρηγοριά και την ησυχία, το ξαλάφρωμα από τον φόρτο. Μετά, αν είναι δύσκολο να προσευχηθεί κανείς έτσι, σήμερα έχουν πάρει τέτοια διάδοση που είναι εύκολο να έχει ένα κασετόφωνο, ώστε την ώρα που θέλει να ησυχάσει να ακούσει λίγη βυζαντινή μουσική. Ας μη κάνει τίποτα· ας ακούσει μονάχα την μουσι­κή της Εκκλησίας μας.
Είναι και οι φορές που, όπως λέτε, επι­ζητά κανείς να βγει στον δρόμο να περπατήσει, να αλλάξει περιβάλλον και να ξανασάνει. Ας μη ξεχνούμε ότι ο δρόμος ή ό,τι άλ­λο, έχει να παρουσιάσει πολλές αφορμές για αμαρτία. Ας θυμούμαστε ότι στον δρόμο μας αρκετά συχνά συναντούμε εκκλησίες. Και ο Θεός έσπειρε τις εκκλησίες μέσα στους δρόμους σαν τις οάσεις μέσα στην έρημο. Είναι εύκολο να καταφύγει κανείς σ’ αυτές. Να αλλάξει περιβάλλον, να ανασάνει πραγματικά χωρίς να δηλητηριασθεί. Μέσα στον οίκο του Θεού ξεκουράζεται, προσεύ­χεται, αλλάζει, αναπαύεται. Μετά επιστρέ­φει στο σπίτι του. Έχει περπατήσει, έχει ξελασκάρει και έχει συγχρόνως ανανεωθεί. Είναι έτοιμος να συνεχίσει την μελέτη του, αλλά έχει περιφρουρήσει και τον εαυτό του από τις προσβολές του πονηρού. Αυτός εί­ναι ένας μονάχα τρόπος να τακτοποιήσουμε το πρόγραμμα ενός διαλείμματος, χωρίς να χαθούμε. Γιατί μπορούν να βρεθούν κι άλ­λοι. Ο αγωνιζόμενος άνθρωπος μηχανεύε­ται τα πάντα, για να προοδεύσει και να προφυλαχθεί· να κρατηθεί μέσα στην αίσθηση της παρουσίας του Θεού. Θυμηθείτε τον Ιωσήφ τον πάγκαλο! Δεν τον σταμάτησε τί­ποτε στην προσπάθειά του να μη χάσει τον Θεό: Παράτησε το ένδυμά του στην γυναίκα του Πετεφρή. Δεν ντράπηκε να φύγει γυμνός στους δρόμους, γιατί τον σκέπαζε ο Θεός γιατί γι’ Αυτόν ακριβώς (για να μην Τον χάσει) τα παράτησε όλα.
Είναι μερικοί που περιμένουν θαύματα, όταν αρχίζουν να εφαρμόζουν ένα πνευμα­τικό πρόγραμμα. Και επειδή δεν τα βλέπουν, απογοητεύονται και τα παρατούν ή δυσανασχετούν. Οι καρποί δεν φαίνονται αμέσως με την έναρξη αυτής της μάχης. Χρειάζεται πολύς κόπος. Οι καρποί έρχονται σίγουρα μετά από σκληρόν αγώνα. Πολλές φορές σιγά-σιγά, χωρίς να το κα­ταλαβαίνουμε. Χρειάζεται λοιπόν υπομονή και συνεχής επαγρύπνησις, για να γνωρί­σουμε σιγά-σιγά τον Θεό. Η προσευχή μας δείχνει ποιος είναι πραγματικά ο Θεός. Και δεν πρέπει να παραξενευθείτε, αν σας πω ότι σ’ αυτό βοηθάει κι ο διάβολος ακό­μα: στο να μας δείχνει τον Θεό! Είναι, όπ­ως έλεγε ένας αββάς, ότι ο διάβολος του έμαθε να προσεύχεται. Τον ρώτησαν τότε πώς είναι δυνατόν. Και τους φανέρωσε ότι αυτό γίνεται με την αντιμετώπιση των λογι­σμών. Καθώς προχωρούσε στην πνευματική του πορεία αυξανόταν οι επιθέσεις του δια­βόλου, γινόταν πυκνότερες και ισχυρότερες. Για να τις αντιμετωπίζει, κατέφευγε στον Θεό. Κι έτσι δεν ήταν στιγμή της ημέρας ή της νύχτας που να μην κραυγάζει ζητώντας το έλεος του Θεού. Έτσι έμαθε να προσεύ­χεται αδιάλειπτα, και μετά από δεκατέσσερα χρόνια του εμφανίστηκε ο Κύριος. Κατέπαυσε η ταραχή και όλα γέμισαν ησυχία, ειρήνη και γαλήνη. Τότε καρποφό­ρησαν οι κραυγές του ελέους, τότε που είχε επικρατήσει ο Κύριος. Κατάλαβε συγχρό­νως τότε πως, αν δεν έλθει ο ίδιος ο Κύριος, είναι απελπιστικά αβοήθητος. Μόνο στο θείο έλεος υπήρχε η ειρήνη της καρδίας και του νου, η γαλήνη του σώματος και η ακε­ραιότητα της θελήσεως.
Καμιά από τις πράξεις μας δεν θα πρέπει να μας τράβα μακρυά από τον Θεό. Και καμία προσπάθεια πνευματική δεν είναι και δεν καρποφορεί μακρυά Του. Η Χάρις βρίσκεται κοντά στον Θεό. Και ο Θεός είναι βασιλεύς επί πάντων και επί των παθών. Έτσι και τον άνθρωπο που ζη­τά την Χάρη Του τον στέφει βασιλέα επί των παθών, θα πρέπει να καταλάβουμε ότι δεν κάνουμε έναν οποιονδήποτε αγώνα. Έχου­με έναν αγώνα με αιώνιο αντίκρυσμα. Για τον λόγο αυτό παρουσιάζει δυσκολίες που δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν παρά με την βοήθεια που παρέχεται από την Χάρη του Θεού.
– Σας κουράσαμε, αλλά θα σας κάνουμε και μία ερώτηση ακόμα. Γιατί ο Θεός παρα­χωρεί και προχωράει τόσο πολύ ο διάβολος; Μήπως για να δειχθεί το αυτεξούσιο του αν­θρώπου και η ελεύθερη προτίμησή του για τον Θεό;
– Ο Θεός εδημιούργησε και συντηρεί τα πάντα από αγάπη. Έτσι από αγάπη έπλασε και τον άνθρωπο, και τον έπλασε με το αυ­τεξούσιο. Κι όταν επιτρέπει να δοκιμάζεται, από αγάπη το κάνει και από αγάπη δεν επιτρέπει στον διάβολο να προχωρήσει τόσο, ώστε να φθείρει και να καταστρέψει την ψυ­χή του – έκτος αν ο ίδιος θεληματικά του την παραδώσει. Η παραχώρηση και η πα­ραγγελία του Θεού προς τον διάβολο, όταν αυτός ζητά την άδεια να βλάψει τον Ιώβ εί­ναι σαφής: «Ιδού παραδίδωμί σοι αυτόν, μόνον την ψυχήν αυτού διαφύλαξον».
Κατά παραχώρησιν λοιπόν του Θεού ο διάβολος μας βάζει σε δοκιμασίες και προ­χωράει όσο προχωράει. Και βέβαια με τον τρόπο αυτό ο άνθρωπος κάνοντας χρήση του αυτεξουσίου παραδίδει τον εαυτό του στον Θεό ή στην απώλεια. Αλλά πέρα από του να φανερώνει την ελευθερία του ανθρώπου και την χρήση της, ο πόλεμος του διαβόλου προχωρεί, για να είναι η αρετή σφραγισμέ­νη με την νόμιμη πάλη. Κάθε αρετή είναι μία θεία δωρεά. Η πάλη που κάνει ο πνευ­ματικά αγωνιζόμενος είναι η σφραγίδα αυ­τής της δωρεάς. Σαν το δοχείο που, αν δεν σφραγισθεί, στο παραμικρό κούνημα διατρέ­χει τον κίνδυνο να αδειάσει, έτσι και ο άν­θρωπος. Οι μάχες που δίνει με τον πονηρό σφραγίζουν το δοχείο (τον ίδιο δηλαδή), ώστε το έλεος της Χάριτος να είναι φυλαγ­μένο και σφραγισμένο νόμιμα.

[1]Ψαλμ. ρλγ’ 2-3
“ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ”
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ
ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ
1989

Share Button