1. Οι παραβολές του πλουσίου και του Λαζάρου και του άφρονος πλουσίου
Η διάλυση της συμφυΐας ψυχής και σώματος διά του θανάτου, η συμφέρουσα οικονομία του θανάτου, λόγω της διακοπής της αμαρτίας και της καταστολής του εγωισμού που επιτυγχάνει, το γνωστό στον Θεό του τρόπου και χρόνου του θανάτου μας, ο καθορισμός των ορίων της ζωής μας από τον Θεό, ο θάνατος νηπίων και νέων ανθρώπων, η μνήμη θανάτου, είναι από τις πλέον δύσκολες και σημαντικές πτυχές του αγωνιώδους αυτού προβλήματος του θανάτου. Καιρός λοιπόν να έρθει ο λόγος και στα μετά θάνατον, ώστε να ολοκληρωθεί η παρουσίαση της διδασκαλίας της Εκκλησίας μας επ’ αυτών των θεμάτων.
Στην καρδιά του υπό εξέτασιν θέματος βρίσκεται η παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου, γι’ αυτό είναι απαραίτητο να επισημανθούν από αυτήν τα στοιχεία εκείνα που συνθέτουν μία εικόνα της μεταθανατίου ζωής, ζωγραφισμένη μάλιστα από τον ίδιο τον Χριστό. Αρχίζει λοιπόν η παραβολή ως εξής: «Ἄνθρωπος δέ τις ἦν πλούσιος, καί ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καί βύσσον εὐφραινόμενος καθ’ ἡμέραν λαμπρῶς. Πτωχός δέ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος, ὅς ἐβέβλητο πρός τόν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος»1. Αυτό που τονίζουν εδώ οι Άγιοι Πατέρες είναι η μνημόνευση του ονόματος του Λαζάρου και η μη μνεία του ονόματος του πλουσίου. Ο Θεός δεν θυμάται, το λέει και η Αγία Γραφή στην Παλαιά Διαθήκη, «οὐ μή μνησθῶ τῶν πονηρευομένων»2, ο Θεός δεν γνωρίζει τα ονόματα των κακών και πονηρών ανθρώπων, αλλά μόνο τα ονόματα των αγαθών. Ο Θεός γνωρίζει τους καλούς ανθρώπους κατ’ όνομα, «κατ’ ὄνομα καλεῖ τά ἴδια πρόβατα»3, ενώ τους κακούς τους αγνοεί και δεν τους μνημονεύει. Γι’ αυτό εδώ σχετικά με τον πλούσιο λέγει, «ἄνθρωπος δέ τις ἦν», ενώ όταν αναφέρεται στον φτωχό τον δίκαιο λέγει, «πτωχός δέ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος»· μας αναφέρει το όνομα του δικαίου, του πτωχού, του πάσχοντος, ενώ το όνομα του πλουσίου, ο οποίος στον κόσμο ήταν λαμπρός και γνωστός σε όλους, δεν το μνημονεύει ο Θεός, είναι ξεχασμένοι οι κακοί για τον Θεό. «Καί ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπό τῶν ψιχίων τῶν πιπτώντων ἀπό τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου»4. Και εδώ οι Άγιοι Πατέρες κάνουν πολύ ωραίες σκέψεις που έχουν σχέση και με την σημερινή κοινωνική πραγματικότητα. Ο πτωχός, ο οποίος υποφέρει, δεν διεκδικεί το τραπέζι του πλουσίου, όπως συνέβαινε στις γνωστές κοινωνικές αντιπαρατάξεις, όπου επικρατούσε ο μαρξισμός, η πάλη των τάξεων, που οι φτωχοί θέλουν να στραφούν εναντίον των πλουσίων και όπως λέγει ο Μπερδιάγεφ, ουσιαστικώς γίνονται εκείνοι πλούσιοι και τους πλουσίους τους κάνουν φτωχούς5. Δεν διεκδικεί το τραπέζι του πλουσίου ο Λάζαρος, αλλά τι θέλει; Τα ψίχουλα. Δεν λέει, δώστε μου και εμένα από τα φαγητά τα λαμπρά και από τα φορέματα τα ωραία που έχετε εσείς. Είναι τόσο ολιγαρκής ο Λάζαρος που, όπως λέγει η παραβολή: «καί ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπό τῶν ψιχίων τῶν πιπτώντων ἀπό τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου». Και εδώ φαίνεται η καρτερικότητα και η μη διεκδίκηση, κάτι που δεν υπάρχει στην σημερινή εποχή, όπου όλοι έχουν γίνει διεκδικητικοί. «Ἀλλά καί οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλυχον τά ἔλκη αὐτοῦ»6. Σχετικά με την εικόνα αυτή των σκύλων που έγλειφαν τις πληγές του πτωχού Λαζάρου, δίνονται από τους ερμηνευτές οι εξής εκδοχές. Κατά μία άποψη θέλει να δείξει ότι το ανθρώπινο περιβάλλον του πλουσίου ήταν πολύ σκληρότερο ακόμη κι από τα ζώα. Ότι τα ζώα από συμπάθεια προς τον Λάζαρο πήγαιναν για να θεραπευθούν οι πληγές του, γιατί είναι γνωστό ότι ο σίελος επιτιθέμενος επάνω στις πληγές ασκεί θεραπευτική ιδιότητα. Μία λοιπόν ερμηνεία είναι ότι από συμπάθεια τα σκυλιά πήγαιναν και έγλειφαν τις πληγές του αρρώστου, και αυτό δείχνει την απανθρωπία του περιβάλλοντος του ανθρωπίνου, ότι και τα ζώα ήταν συμπαθέστερα ακόμη προς τον φτωχό τον Λάζαρο απ’ ό,τι ήταν ο πλούσιος και οι άλλοι άνθρωποι, που τον άφηναν εκεί στον πυλώνα. Η άλλη βέβαια ερμηνεία είναι πολύ πιο φρικτή και πολύ πιο σκληρή για τα σκυλιά, διότι δέχεται ότι και τα σκυλιά πήγαιναν εκεί για να τον ταλαιπωρούν περισσότερο και να αυξήσουν έτσι το μαρτύριό του.
Το σημαντικό όμως στην συνέχεια της περικοπής είναι ο θάνατος. «Ἐγένετο δέ ἀποθανεῖν τόν πτωχόν καί ἀπενεχθῆναι αὐτόν ὑπό τῶν ἀγγέλων εἰς τόν κόλπον Ἀβραάμ»7. Ο στίχος αυτός είναι πολύ σημαντικός, γιατί καταρρίπτει τον ισχυρισμό κάποιων, ακόμη και θεολόγων, ότι η μεταφορά των ψυχών από τους αγγέλους είναι μεταγενέστερη διδασκαλία και δεν έχει έρεισμα στην διδασκαλία του Χριστού και των Αποστόλων. Μέσα στο Ευαγγέλιο, όμως, το αψευδές στόμα του Κυρίου λέει: «ἐγένετο δέ ἀποθανεῖν τόν πτωχόν καί ἀπενεχθῆναι αὐτόν ὑπό τῶν ἀγγέλων εἰς τόν κόλπον Ἀβραάμ». Και μάλιστα, επισημαίνουν οι ερμηνευτές, όχι υπό του φύλακος μόνον αγγέλου, γιατί ο καθένας από μας έχει φύλακα άγγελο, αλλά δημιουργείται τιμητική φρουρά αγγέλων που συνοδεύει την ψυχή. Στέλνει ο Θεός τιμητικά ολόκληρο σώμα αγγέλων, για να συνοδεύουν τις ψυχές των αγίων και των δικαίων. Υπάρχουν δε οράματα ασκητών και αγίων στις διηγήσεις των Γεροντικών, όπου εκεί πραγματικά είδαν πολλοί σε έκσταση να φεύγουν ψυχές δικαίων ανθρώπων συνοδευόμενες από πολλούς αγγέλους. Από το αλάθητο λοιπόν στόμα του ίδιου του Χριστού λέγεται, «ἐγένετο δέ ἀποθανεῖν τόν πτωχόν καί ἀπενεχθῆναι αὐτόν ὑπό τῶν ἀγγέλων εἰς τόν κόλπον Ἀβραάμ». Τι σημαίνει όμως ο κόλπος του Αβραάμ; Ο Αβραάμ ήταν επί γης πλούσιος. Επί γης οι πλούσιοι περιφρονούσαν τον φτωχό Λάζαρο. Στον ουρανό ένας πλούσιος άγιος έρχεται πλέον και όχι μόνο δεν περιφρονεί τον φτωχό Λάζαρο, όπως τον περιφρονούσαν στον κόσμο, αλλά τον παίρνει και στο πιο στενό του περιβάλλον, εις τον κόλπο του, στην αγκαλιά του. Γι’ αυτό και στις αγιογραφικές παραστάσεις ο πτωχός Λάζαρος παριστάνεται καθισμένος στην αγκαλιά του Αβραάμ. Αυτή η εικόνα λοιπόν κατά μία άποψη θέλει να δείξει ότι ένας άγιος πλούσιος δεν περιφρονεί πλέον τον πτωχό, αλλά στην άλλη ζωή τον αποδέχεται και τον τοποθετεί στο εγγύτερό του περιβάλλον. Κατά άλλη άποψη, που είναι πολύ σωστή, ο κόλπος του Αβραάμ ουσιαστικώς είναι μία έκφραση του παραδείσου. Τον πήραν οι άγγελοι και τον πήγαν στον παράδεισο, όπου είναι ο Αβραάμ και οι δίκαιοι. «Ἀπέθανε δέ καί ὁ πλούσιος καί ἐτάφη»8. Εδώ μνημονεύεται η ταφή του πλουσίου, γιατί θα έγινε ασφαλώς μία μεγαλοπρεπής κηδεία, ενώ του φτωχού Λαζάρου θα ήταν μία άσημη ταφή, και κανένας δεν θυμόταν την ταφή του Λαζάρου. Υπάρχει επίσης και μια άλλη ερμηνευτική δυνατότητα εδώ, ότι ουσιαστικώς είναι ολοκληρωτικός ο πνευματικός θάνατος για τον πλούσιο, ενώ ο δίκαιος ο Λάζαρος ζει στους κόλπους του Αβραάμ.
Η συνέχεια είναι πολύ σπουδαία για το θέμα μας. «Καί ἐν τῷ ᾅδῃ ἐπάρας τούς ὀφθαλμούς αὐτοῦ»9. Ο πλούσιος μετά τον θάνατο βρίσκεται στον Άδη, όπου κατατάχθηκε ασφαλώς για τις πολλές αμαρτίες του, αλλά και εξ αιτίας της ασυμπαθείας και της ελλείψεως αγάπης που έδειξε προς τον Λάζαρο. Ένας άνθρωπος ο οποίος έπασχε, πληγωμένος, ασθενής, στην πόρτα του σπιτιού του, δεν έτυχε καθόλου της συμπαθείας του. Και χωρίς να μας εξηγεί ο Χριστός, εννοούνται ευκόλως οι λόγοι που τον οδήγησαν στον Άδη. Στον Άδη λοιπόν, στην κόλαση, πηγαίνουν όλοι οι ασυμπαθείς, όλοι αυτοί οι οποίοι δεν έχουν αγάπη προς τον συνάνθρωπό τους. «Καί ἐν τῷ ᾅδῃ ἐπάρας τούς ὀφθαλμούς αὐτοῦ». Τι σημαίνει αυτός; Όλους μας απασχολεί το θέμα. Σημαίνει πως η ζωή μετά από τον θάνατο δεν είναι μια ζωή υπνώσεως και ελλείψεως συνειδήσεως. Είναι μια ζωή συνειδήσεως. Βλέπει κανένας και αισθάνεται. Και βεβαίως δεν εννοούνται εδώ οι σωματικοί οφθαλμοί, γιατί το σώμα βρίσκεται ήδη στον τάφο. Εννοείται η συνείδηση. Η ψυχή έχει εγρήγορση. «Καί ἐν τῷ ᾅδῃ ἐπάρας τούς ὀφθαλμούς αὐτοῦ, ὑπάρχων ἐν βασάνοις». Ο ασυμπαθής λοιπόν προς τον πάσχοντα Λάζαρο πλούσιος βρίσκεται στον Άδη και βασανίζεται. «Ὁρᾷ τόν Ἀβραάμ ἀπό μακρόθεν καί Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ». Το «ἀπό μακρόθεν» δείχνει ότι οι δίκαιοι και οι άδικοι είναι σε πολύ μεγάλη απόσταση μεταξύ τους. Παρακάτω θα πει «χάσμα μέγα ἐστήρικται». Ενώ λοιπόν ο ίδιος βρισκόταν στον Άδη και βασανιζόταν, βλέπει τον Λάζαρο, τον περιφρονημένο, μέσα στην αγκαλιά του Αβραάμ, στη δόξα του παραδείσου. Αυτό αποδεικνύει ότι υπάρχει συνείδηση στον άλλο κόσμο. Συνείδηση η οποία μάλιστα επιτείνει την κόλαση και το μαρτύριο με το να συνειδητοποιείς ότι πρόσωπα στα οποία δεν έδινες σημασία σ’ αυτή τη ζωή και τα θεωρούσες τελείως περιφρονημένα τώρα βρίσκονται σε καλύτερη κατάσταση από σένα. Και ας ξαναθυμίσω αυτή την ωραία διήγηση, ότι υπήρχε κάποια πλούσια κυρία, η οποία θέλησε να μάθει πού θα βρεθεί στην άλλη ζωή. Και ο Θεός επέτρεψε να βρεθεί σε έκσταση και να πάει στην άλλη ζωή. Και άρχισε να βλέπει εκεί πανέμορφες επαύλεις και να θαυμάζει. Τελικώς έφθασε σε ένα ωραιότατο σπίτι και αναρωτήθηκε σε ποιον ανήκει. Όταν έμαθε ότι ανήκει στον κηπουρό της απόρησε. Ο κηπουρός, άλλος Λάζαρος, τον οποίον ασφαλώς περιφρονούσε η πλούσια κυρία του, ο κηπουρός στην άλλη ζωή είχε καλύτερη θέση απ’ ότι είχαν οι κύριοι και οι δεσπότες. Όταν στη συνέχεια, μαθαίνοντας πως γι’ αυτήν επιφυλάσσεται μια άθλια παράγκα στην άλλη ζωή, διαμαρτυρήθηκε, ο άγγελος που την συνόδευε της απάντησε ότι το σπίτι που θα έχει κανείς στην άλλη ζωή κτίζεται με τα υλικά που στέλνει. Αν στείλει αγάπη, καλωσύνη, αγαθοεργίες, ελεημοσύνες, με αυτά τα υλικά κτίζεται μία έπαυλη γι’ αυτόν. Αν στείλει κακίες και αμαρτίες, με αυτά τα άθλια υλικά κτίζεται γι’ αυτόν ένα άθλιο σπίτι. Έχουν συνείδηση λοιπόν οι ψυχές στην άλλη ζωή. «Καί αὐτός φωνήσας εἶπε· πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησόν με καί πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ τό ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καί καταψύξῃ τήν γλῶσσάν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογί ταύτῃ»10. Φώναξε επειδή ήταν μακρυά, όπως είπαμε προηγουμένως. Και αυτός ο στίχος είναι επίσης πολύ σημαντικός, γιατί μας δίνει μία εικόνα της κόλασης. Λέγει λοιπόν ο πλούσιος, «πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησόν με». Ένας ερμηνευτής λέγει τα εξής για το «ἐλέησόν με». Ο πλούσιος, όταν ζούσε, σκέφτηκε ποτέ να ζητήσει το έλεος του Θεού; Είπε ποτέ «Κύριε ελέησον»; Στην ζωή του δεν σκέφθηκε να ζητήσει το έλεος του Θεού, τώρα που βρίσκεται «ἐν βασάνοις» θυμήθηκε να ζητήσει έλεος. «Καί πέμψον Λάζαρον». Δείτε τώρα ταπείνωση ο πλούσιος! Τον Λάζαρο τον περιφρονημένο, που ούτε το όνομά του έλεγε, τώρα ζητά να του τον στείλει ο Αβραάμ. Να κάνει τι; Όχι να τον απαλλάξει από τα βασανιστήρια. Έχουν συνείδηση της καταστάσεώς των οι καταδικασμένοι στον Άδη. Και είναι απαραίτητη αυτή η διευκρίνιση, γιατί υπάρχουν ορθολογιστές θεολόγοι, που φτάνουν στον σημείο να ζητούν αποκατάσταση των αμαρτωλών. Εδώ ο πλούσιος έχει συνείδηση της καταστάσεώς του, δεν ζητά να απαλλαγεί από την κόλαση και να μεταφερθεί στον παράδεισο. Γνωρίζει πως στην κόλαση είναι η θέση του. Αλλά ζητά εκεί που βρίσκεται μια μικρή άνεση. Να βάψει ο Λάζαρος το άκρον του δακτύλου του μέσα στο νερό και να πάει να του καταψύξει την γλώσσα, για να νιώσει μία μικρή ανακούφιση μέσα σ’ εκείνη τη φλόγα. Και λένε εδώ οι Πατέρες, συνδυάζοντας αυτό με την κατάσταση του Λαζάρου στην επίγεια ζωή: Ο Λάζαρος εδώ τι έπαιρνε; Ψιχία. Και τώρα στην άλλη ζωή ένα ψιχίο, μια στάλα νερό ζητά και ο πλούσιος, για να τον αναπαύσει, έστω προς καιρόν, απ’ αυτήν την οδύνη. «Εἶπε δέ Ἀβραάμ· τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σύ τά ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καί Λάζαρος ὁμοίως τά κακά· νῦν δέ ᾧδε παρακαλεῖται, σύ δέ ὀδυνᾶσαι»11. Και σχολιάζουν επίσης εδώ οι ερμηνευτές ότι ο Αβραάμ δεν αποπαίρνει τον πλούσιο, αλλά του συμπεριφέρεται με αγάπη. «Τέκνον», τον αποκαλεί. Τέκνον, θυμήσου -και έχει σημασία η ανάμνηση εδώ, υπάρχει μνήμη στην άλλη ζωή, δεν ξεχνούμε-, όταν ήσουν στη ζωή εσύ απολάμβανες «πορφύραν καί βύσσον καθ’ ἡμέραν λαμπρῶς», και ο Λάζαρος βασανιζόταν από την ασιτία και τα έλκη. Τώρα ανατρέπεται η κατάσταση. Τώρα εδώ ο Λάζαρος βρίσκεται σε ανάπαυση, ενώ εσύ βρίσκεσαι σε οδύνη. «Καί ἐπί πᾶσι τούτοις μεταξύ ἡμῶν καί ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρός ὑμᾶς μή δύνωνται, μηδέ οἱ ἐκεῖθεν πρός ἡμᾶς διαπερῶσιν»12. Είναι αιωνία η κόλαση και αιωνία η ευφροσύνη. Και όλα τα άλλα φληναφήματα που λένε μερικοί θεολόγοι για αποκατάσταση των πάντων, επαναλαμβάνοντας την αιρετική διδασκαλία του Ωριγένη, καταρρίπτονται με αυτόν τον στίχο. «Χάσμα μέγα ἐστήρικται», ώστε αν θέλουν κάποιοι να έρθουν από δω προς εσάς δεν μπορούν, ούτε αυτοί που είναι τιμωρημένοι να έρθουν προς εμάς, προς την πλευρά του παραδείσου. Και όντως ο πλούσιος αντιλαμβάνεται την κατάστασή του και τα αποδέχεται όλα αυτά αδιαμαρτύρητα. «Εἶπε δέ· ἐρωτῶ οὖν σε, πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτόν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου· ἔχω γάρ πέντε ἀδελφούς· ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς, ἵνα μή καί αὐτοί ἔλθωσιν εἰς τόν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου»13. Και εδώ αυτό που πρέπει να σχολιαστεί είναι ότι ο πλούσιος έχει συνείδηση ότι και τα αδέλφια του που βρίσκονται στη γη τραβούν τον δικό του δρόμο και ότι χάνονται και εκείνα. Είναι φοβερό να συνειδητοποιήσει κανείς ότι οι συγγενείς μας που βρίσκονται στον ουρανό μας παρακολουθούν, γνωρίζουν σε ποιον δρόμο βρισκόμαστε και αγωνιούν για μας, και ενώ θέλουν να μας βοηθήσουν, δεν μπορούν. Σκέφτεται λοιπόν ο πλούσιος τα αδέλφια του και παρακαλεί τον Αβραάμ να στείλει τον Λάζαρο να δώσει μαρτυρία, ώστε να μη καταδικαστούν και αυτοί στον τόπο εκείνο της βασάνου. Αυτό λοιπόν δείχνει την μέριμνα και την σκέψη που έχουν όλοι όσοι βρίσκονται στην άλλη ζωή για τους συγγενείς τους εδώ. «Λέγει αὐτῷ Ἀβραάμ· ἔχουσι Μωϋσέα καί τούς προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν»14. Δεν χρειάζεται να στείλω τον Λάζαρο, υπάρχει ο Μωυσής και οι προφήτες, ας τους ακούσουν. Η απάντηση του Αβραάμ έχει σημασία για όλες τις εποχές, διότι, όπως λέγει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος και επαναλαμβάνει και ο Θεοφύλακτος, υπάρχουν πάντοτε αυτοί που λέγουν· ποιος πήγε στον Άδη και γύρισε για να μας διηγηθεί τι είδε και να πιστέψουμε; «Τοιοῦτοι καί νῦν εἰσιν οἵ λέγουσι· τίς εἶδε τά ἐν ᾅδου; Τίς ἐλθών ἐκεῖθεν ἀπήγγειλεν ἡμῖν;»15. Ποιος είδε τι συμβαίνει στον Άδη και ποιος ήλθε από κει για να μας τα πει; Ένα πρόβλημα που από τότε απασχολούσε όλους τους ανθρώπους. Πρέπει λοιπόν εδώ στη συνάφεια αυτή να πούμε ότι πράγματι έχουν δίκιο αυτοί που υποστηρίζουν ότι δεν πρόκειται, ακόμη και αν γίνει κάποια ανάσταση νεκρού, να πεισθούμε. Διότι έχουν γίνει αναστάσεις νεκρών και πολλοί δεν πίστεψαν. Και εν πάση περιπτώσει το κύρος και η αξιοπιστία αυτού του νεκρού, ο οποίος θα αναστηθεί, δεν μπορεί να συγκριθεί με το κύρος και την αξιοπιστία του Χριστού, ο οποίος ήλθε από κει. Τι περισσότερο θα πει ένας αναστημένος νεκρός από τον Χριστό, ο οποίος είναι από την θεότητα, εκ των πατρικών κόλπων κατέβη και ήλθε εδώ στη γη και μας μίλησε για όλα αυτά; Γιατί λοιπόν δεν πιστεύουμε στον Χριστό και στους Αποστόλους και στους Προφήτες και περιμένουμε κάποιος να αναστηθεί για να μας πείσει; Και όπως ελέχθη, πολλοί θα αμφισβητήσουν ακόμη και την ανάσταση. Γι’ αυτό λέγει ο πατριάρχης Αβραάμ στον πλούσιο, δεν χρειάζεται να στείλω τον Λάζαρο, «ἔχουσι Μωϋσέα καί τούς προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν». Και επιμένει ο πλούσιος «οὐχί, πάτερ Ἀβραάμ, ἀλλ’ ἐάν τις ἀπό νεκρῶν πορευθῇ πρός αὐτούς, μετανοήσουσιν»16. Αν πάει κάποιος αναστημένος θα πεισθούν. Είναι αυτή η επιμονή η οποία σύμφωνα με τους αγίους ελέγχει τον Θεό ότι δεν ξέρει να κάνει το έργο του. Ότι ο Θεός, αν ανιστούσε μερικούς νεκρούς και μας έλεγαν πώς είναι στην άλλη ζωή, θα πιστεύαμε. Ενώ τώρα με το να στείλει τους Προφήτες και τον Χριστό δεν πειθόμαστε. Είναι και μία κρίση εναντίον του Θεού η επιχειρηματολογία αυτή. «Εἶπε δέ αὐτῷ· εἰ Μωϋσέως καί τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδέ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται»17. Και όντως έτσι είναι. Όταν ο Κύριος έκανε θαύματα, και τότε οι Ιουδαίοι δεν πίστευαν. Θεωρούσαν μάλιστα ότι ενεργούσε με την βοήθεια του σατανά. Και στην σημερινή όμως εποχή, που υπάρχει το πρόσχημα, ποιος ήρθε από τον άλλο κόσμο για να μας πει πώς είναι εκεί, γίνονται νεκραναστάσεις. Και πάλι όμως δεν πιστεύουν οι άφρονες. Γι’ αυτό θα βρεθούν αναπολόγητοι στην άλλη ζωή.
Είδαμε λοιπόν ότι η ψυχή του πτωχού Λαζάρου παραλαμβάνεται από αγγέλους και μεταφέρεται στους κόλπους του Αβραάμ. Και αυτό, κατά την διδασκαλία της Εκκλησίας μας, συμβαίνει σε όλους τους δικαίους. Με τις ψυχές των αδίκων τι γίνεται; Αυτά που λένε περί τελωνίων και περί δαιμόνων έχουν κάποια γραφική βάση ή τα εφεύραν οι θεολόγοι; Υπάρχει και εδώ μία παρόμοια διήγηση, η παραβολή του άφρονος πλουσίου. « Ἀνθρώπου τινός πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα· καί διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων· τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τούς καρπούς μου; καὶ εἶπε· τοῦτο ποιήσω· καθελῶ μου τάς ἀποθήκας καί μείζονας οἰκοδομήσω, καί συνάξω ἐκεῖ πάντα τά γενήματά μου καί τά ἀγαθά μου,καί ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου· ψυχή, ἔχεις πολλά ἀγαθά κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου. εἶπε δέ αὐτῷ ὁ Θεός· ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτί τήν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπό σοῦ· ἅ δέ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;»18. Και σχολιάζουν εν προκειμένω οι Πατέρες ότι στον πτωχό Λάζαρο δεν του ζήτησε κανένας την ψυχή του, πήγαν οι άγγελοι και την πήραν ειρηνικά· στους άφρονες και στους αδίκους όμως την ζητούν την ψυχή, «ταύτῃ τῇ νυκτί τήν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπό σοῦ». Ο Θεοφύλακτος επισημαίνει: «Πῶς γάρ οὐκ ἄφρων, ὁ μή γνούς ὅτι μέτρα παρά μόνῳ τῷ Θεῷ, καί οὐκ αὐτός τις ἕκαστος ἑαυτῷ ὁριστής τῆς ζωῆς. Ὅρα δέ καί τήν λέξιν αὐτοῦ, Ἀπαιτοῦσιν. Ὥσπερ γάρ τινες ἀπηνεῖς φορολόγοι, φοβεροί ἄγγελοι τήν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἄκοντος, οἷα διά φιλοζωΐαν ἀντιποιουμένου τῶν ἐνταῦθα· ὁ μέν γάρ δίκαιος οὐκ ἀπαιτεῖται τήν ψυχήν, ἀλλά παρατίθεται ταύτην τῷ Θεῷ καί Πατρί τῶν πνευμάτων, χαίρων καί ἀγαλλόμενος, καί οὐδέ δυσφορεῖ περί τήν ἀπόθεσιν· ἐλαφρόν γάρ φορτίον τό σῶμα περίκειται»19. Εδώ επαναλαμβάνεται η ιδέα ότι ο Θεός είναι οριστής της ζωής των ανθρώπων και όχι οι ίδιοι οι άνθρωποι. Είναι άφρων αυτός που νομίζει ότι ορίζει τη ζωή του. Στον θάνατο, ενώ οι δίκαιοι μόνοι τους παραδίδουν την ψυχή τους και μάλιστα ανυπομονούν γι’ αυτό το γεγονός, οι φιλόζωοι και φιλοσώματοι δεν παραδίδουν την ψυχήν τους, γιατί προσκολλώνται στα γήινα. Γι’ αυτό τους την ζητούν την ψυχή. «Ὁ δέ γε ἁμαρτωλός κατασαρκώσας τήν ψυχήν, καί προσσωματοποιώσας αὐτήν, καί γῆν ποιήσας, δυσαποσπάσεως αὐτήν ἔχειν παρεσκεύασε, διό καί ἀπαιτεῖσθαι ταύτην λέγεται, ὥσπερ τις χρεώστης ἀπειθής πράκτορσιν ἀπηνέσι παραδιδόμενος. Ὅρα δέ πῶς οὐκ εἶπεν· Ἀπαιτῶ τήν ψυχήν σου, ἀλλ’ Ἀπαιτοῦσι· τῶν δικαίων γάρ αἱ ψυχαί ἐν χειρί Θεοῦ»20. Αυτός που έκανε την ψυχή του να είναι κολλημένη στα γήινα, δεν αποσπάται εύκολα η ψυχή του, «δυσαποσπάστως ἔχει», γι’ αὐτό τήν παίρνουν βιαίως οἱ ἄγγελοι.
Ποιοι όμως είναι αυτοί οι οποίοι απαιτούν την ψυχή των αδίκων; «Ταύτῃ τῇ νυκτί τήν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπό σοῦ». Κι εδώ υπάρχουν δύο ερμηνείες. Υπάρχουν πολλοί Πατέρες, ανάμεσα στους οποίους και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, που λένε ότι άγγελοι αλλά με φοβερή και αγριεμένη όψη έρχονται και παίρνουν τις ψυχές των αδίκων και τις παραδίδουν στα τελώνια. Αλλά υπάρχουν και άλλοι που υποστηρίζουν ότι τα τελώνια είναι αυτά που ζητούν την ψυχή των αδίκων και των αμαρτωλών, και αυτό προκύπτει και από την υμνογραφία, ιδιαίτερα από την ακολουθία εις ψυχορραγούντα. Μάλλον όμως πρόκειται περί αγγέλων τους οποίους στέλνει ο Θεός με φοβερή όψη και οι οποίοι απαιτούν και αποσπούν βιαίως την ψυχή των αμαρτωλών που είναι προσκολλημένοι στα γήινα.
Η παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου καθώς και αυτή του άφρονος πλουσίου είναι από τα κείμενα εκεί να απ’ όπου εξάγεται ακραιφνώς και αλαθήτως η διδασκαλίας της Εκκλησίας μας για την μετά θάνατον τύχη των ανθρώπων. Τι μας συμβαίνει μετά τον θάνατο; Αν μεν είμαστε δίκαιοι, έστω και αν βρισκόμαστε σε πόνο και σε θλίψη, χωρίς όμως να γογγύζουμε εναντίον του Θεού, τότε άγγελοι παραλαμβάνουν τις ψυχές μας, όπως την ψυχή του Λαζάρου, και τις πηγαίνουν στους κόλπους του Αβραάμ. Αν όμως είμαστε όπως ο πλούσιος, ασυμπαθείς και σκληροί και νομίζουμε πως η πορφύρα, ο βύσσος, τα πλούτη, τα συμπόσια είναι το παν, τότε απολαμβάνουμε τα αγαθά μας εδώ και δεν έχουμε να απολαύσουμε τίποτε στην άλλη ζωή, αλλά θα βρεθούμε στη θέση που βρέθηκε ο πλούσιος της παραβολής. Τότε θα εκπλαγούμε, γιατί, ενώ θεωρούσαμε πως η επίγεια ζωή είναι το παν, ξαφνικά θα βρεθούμε αβοήθητοι και ανυπεράσπιστοι στην οριστική και αμετάκλητη πραγματικότητα της κολάσεως.
Αξίζει τέλος να επισημανθούν κάποια στοιχεία σχετικά με την συνείδηση της ψυχής μετά από τον θάνατο. Στην Παλαιά Διαθήκη υπάρχουν χωρία που παρουσιάζουν την μετά θάνατον ζωή ως ζωή συνειδητή. Ωστόσο υπάρχουν και μερικά χωρία, όπου η ζωή στον Άδη παρουσιάζεται σαν μια ζωή λήθης και απαθείας. Αυτά όμως λέχθηκαν έτσι την εποχή εκείνη, γιατί μόνο αυτά μπορούσαν να δεχθούν οι άνθρωποι, δεν μπορούσαν να δεχθούν υψηλότερα. Δηλαδή σύμφωνα με την διδασκαλία της Εκκλησίας ο Θεός με τους Προφήτες στην Παλαιά Διαθήκη έδωσε τέτοιες διδασκαλίες, προσαρμοσμένες στην πνευματική νηπιότητα των ανθρώπων της εποχής εκείνης. Τότε λοιπόν αυτά έπρεπε να πει ο Θεός, γιατί δεν μπορούσε να πει υψηλότερα. Έρχεται όμως τώρα ο Χριστός στην Καινή Διαθήκη και συμπληρώνει τα ασαφή της Παλαιάς. Αλλά ακόμη και στην αρχαία Ελλάδα πίστευαν ότι οι νεκροί είναι ξεχασμένοι και βρίσκονται σε λήθαργο. Και υπάρχουν και άλλες διδασκαλίες φρικτές, σύμφωνα με τις οποίες για να ζωντανέψουν οι ψυχές έπρεπε να γίνουν ανθρωποθυσίες. Και αυτές λοιπόν τις ατελείς διδασκαλίες και της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και της Παλαιάς Διαθήκης έρχεται ο Χριστός και τις συμπληρώνει. Λέγει λοιπόν για το θέμα αυτό ότι μετά θάνατον υπάρχει πλήρης συνείδηση των ψυχών. Οι δίκαιοι έχουν πλήρη συνείδηση της ευδαιμονίας και της μακαριότητος κοντά στον Θεό, και οι άδικοι συνείδηση της θλίψεως και της κολάσεως και της μακρύνσεως από τον Θεό. Ο πλούσιος μάλιστα της παραβολής όχι μόνο έχει συνείδηση της προσωπικής του οδύνης, «ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογί ταύτῃ», αλλά καταλαβαίνει ότι την ίδια κατάληξη θα έχουν και οι αδελφοί του που ακολουθούν τον δικό του τρόπο ζωής. Επομένως η μετά θάνατον συνείδηση είναι συνείδηση από τη μία πλευρά της μακαριότητας και ευδαιμονίας κοντά στον Θεό και από την άλλη της θλίψεως των βασάνων και της οδύνης μακρυά από τον Θεό, σε πνευματικό επίπεδο νοούμενα. Τις καταστάσεις αυτές βέβαια τις ζει μετά θάνατον μόνον η ψυχή. Το σώμα θα μετάσχει όλων αυτών, κατά την διδασκαλία της Εκκλησίας μας, μετά την ανάσταση και την τελική κρίση. Τότε θα αναστηθούν τα σώματά μας, θα ενωθούν με τις ψυχές μας, και ολοκληρωμένοι άνθρωποι με ψυχή και σώμα, αλλαγμένο όμως σώμα, θα ζήσουμε πλέον στην αιωνιότητα είτε στην ουράνια μακαριότητα είτε στον τόπο της βασάνου.
________________________
Υποσημειώσεις
1. Λουκ. 16, 19-20
2. Ψαλμ. 15, 4
3. Ιω. 10, 3
4. Λουκ. 16, 21
5. Ν. ΜΠΕΡΔΙΑΓΙΕΦ, Περί του προορισμού του ανθρώπου, Μετάφρ. μητροπολίτου Σάμου Ειρηναίου, Αθήναι 1950, σελ. 318: «Στις κυριαρχούσες του μορφές, ο σοσιαλισμός τείνει στην απόκτηση αφθονίας αγαθών, θεμελιώνεται στο φθόνο και στη ζηλοτυπία των αποκλήρων προς τους πλουσίους. Και όταν νικήση, οι πάλαι φτωχοί γίνονται νέοι πλούσιοι και δοκιμάζουν μία κακεντρεχή ευχαρίστηση να κάνουν φτωχούς τους παλαιούς πλουσίους».
6. Λουκ. 16, 21
7. Λουκ. 16, 22
8. Λουκ. 16, 22
9. Λουκ. 16, 23
10. Λουκ. 16, 24
11. Λουκ. 16, 25
12. Λουκ. 16, 26
13. Λουκ. 16, 27-28
14. Λουκ. 16, 29
15. ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΥ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ, Ερμηνεία εις το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον, Κεφ. 16, PG 123, 980Α. Βλ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εις τον πτωχόν Λάζαρον, Λόγος Δ’, 2, Ε.Π.Ε., Ιωάννου Χρυσοστόμου Έργα, τ. 25, σ. 526. PG 48, 1009
16. Λουκ. 16, 30
17. Λουκ. 16, 31
18. Λουκ. 12, 16-20
19. ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΥ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ, Ερμηνεία εις το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον, Κεφ. 12, PG 123, 888BC.
20. Αυτόθι, 888C