ΩΣ «ΚΑΤΕΓΝΩΣΜΕΝΟΝ» ΚΑΤΑ ΤΟ ΓΑΛ. 2, 11;
Ἑρμηνευτικὲς παρεκκλίσεις στὶς νεοελληνικὲς μεταφράσεις
«Ὅτε δὲ ἦλθε Πέτρος εἰς Ἀντιόχειαν, κατὰ πρόσωπον αὐτῷ ἀντέστην, ὅτι κατεγνωσμένος ἦν» (Γαλ. 2, 11)
Εἰσαγωγικά
Ἐπειδὴ κατὰ τὸ ἀρξάμενο ἐκκλησιαστικὸ ἔτος (2015-2016) ἑρμηνεύουμε καὶ σχο-λιάζουμε στὰ κυριακάτικα κηρύγματα τὶς ἀποστολικὲς περικοπές, μερικὲς δὲ ἀπὸ αὐ-τὲς προέρχονται ἀπὸ τὴν Πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὅπως ἡ περικοπὴ Γαλ. 2, 16-20, μελετώντας τὴν συνάφειά της καὶ τὰ σχετικὰ ἑρμηνευτικὰ ὑπομνήματα, ὅπως καὶ τὶς σύγχρονες μεταφράσεις στὴν νεοελληνική, βρεθήκαμε μπροστὰ στὸν θεωρούμενο ἔλεγχο ἢ τὴν ἐπίπληξη τοῦ Ἀποστόλου Παύλου πρὸς τὸν Ἀπόστολο Πέτρο γιὰ τὸ γνωστὸ θέμα τῆς τηρήσεως τοῦ Ἰουδαϊκοῦ νόμου, ἰδιαίτερα τῆς περιτομῆς, ἀπὸ τοὺς ἐξ ἐθνῶν Χριστιανούς, ὅπως ἤθελαν οἱ ἐξ Ἰουδαίων Χριστιανοί, οἱ Ἰουδαΐζοντες.
Αὐτοὶ ἀσκοῦσαν πίεση πρὸς τοὺς Ἀποστόλους, οἱ ὁποῖοι, ἰδιαίτερα στὰ Ἱεροσόλυ-μα, γιὰ λόγους οἰκονομίας καὶ ἀποφυγῆς ἐρίδων καὶ σκανδάλων ὑποχώρησαν κατ᾽ ἀρχὴν στὶς ἀπαιτήσεις τους, μέχρις ὅτου ἡ Ἀποστολικὴ Σύνοδος τῶν Ἱεροσολύμων (49 μ.Χ.) δεχθεῖσα τὶς θέσεις τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἀπήλλαξε τοὺς ἐξ ἐθνῶν Χριστιανοὺς ἀπὸ τὴν ὑποχρέωση νὰ περιτέμνωνται καὶ νὰ τηροῦν ὅλες τὶς διατάξεις τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου, ὅπως ἀργία Σαββάτου, ἰουδαϊκὲς νηστεῖες καὶ ἑορτές, ἁγνισμοὺς καὶ καθαρισμούς, θυσίες ζώων κ.ἄ. Ἐξηκολούθησαν βέβαια ἠπιότερες καὶ μετὰ τὴν Σύνοδο οἱ ἀντιδράσεις. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος κηρύσσων τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ πρὸς τοὺς ἐξ ἐθνῶν Χριστιανούς, καὶ μάλιστα σὲ περιβάλλοντα καθαρῶς εἰδωλολατρικά, δὲν εἶχε ἀνάγκη νὰ κάνει αὐτὴν τὴν συγκατάβαση καὶ οἰκονομία ποὺ ἔκαναν στὰ Ἱεροσόλυμα οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι· ἐκήρυττε τὴν ἐλευθερία τῶν Χριστιανῶν ἀπὸ τὸν Μωσαϊκὸ Νόμο, μὲ συνέπεια νὰ εἰσπράξει τὴν ὀργὴ τῶν Ἰουδαϊζόντων, οἱ ὁποῖοι γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἀμφισβητοῦσαν καὶ τὸ ἀποστολικό του ἀξίωμα.
Πληροφορηθέντες λοιπὸν οἱ Ἰουδαΐζοντες τῶν Ἱεροσολύμων ὅτι στὴν Γαλατία ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐκήρυξε καὶ ἐφήρμοσε τὴν ἐλευθερία ἀπὸ τὸν Μωσαϊκὸ Νόμο ἦλθαν στὴν Γαλατία καὶ ἐδίδασκαν ὅτι πρέπει νὰ περιτέμνωνται καὶ νὰ τηροῦν τὰ Σάββατα καὶ τὶς νουμηνίες καὶ νὰ μὴν ἀνέχονται τὸν Παῦλο ποὺ τὰ ἀναιρεῖ, διότι ὅσοι ἀκολουθοῦν τὸν Πέτρο, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη δὲν τὰ ἐμποδίζουν. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος παρατηρεῖ ὅτι ὄντως δὲν τὰ ἀπηγόρευαν στὰ Ἱεροσόλυμα οἱ Ἀπόστολοι, ὄχι ὅμως καθιστώντας αὐτὴν τὴν ρύθμιση ὑποχρεωτικὸ δόγμα ἀλλὰ συγκαταβαίνοντας στὴν ἀσθένεια τῶν ἐξ Ἰουδαίων Χριστιανῶν, ἐνῶ ὁ Παῦλος ποὺ ἐκήρυττε στὰ ἔθνη, στοὺς εἰδωλολάτρες δὲν εἶχε ἀνάγκη αὐτὴν τὴν συγκατάβαση. Ὅταν βρέθηκε στὴν Ἰουδαία πάντως χρησιμοποίησε καὶ αὐτὸς αὐτὴν τὴν συγκατάβαση[1].
Προφανῶς ἐννοεῖ ἐδῶ ὁ Ἅγιος Χρυσόστομος τὴν φοβερὴ ἀντίδραση τῶν ἐξ Ἰουδαίων Χριστιανῶν ἐναντίον τοῦ Παύλου, ὅταν βρέθηκε γιὰ τελευταία φορὰ στὰ Ἱεροσόλυμα, καὶ οἱ ἐκεῖ πρεσβύτεροι τὸν ἐνημέρωσαν ὅτι ὑπάρχει μεγάλη ὀργὴ ἐναντίον του μεταξὺ τῶν ζηλωτῶν τοῦ Νόμου ποὺ τὸν κατηγοροῦσαν ὅτι «ἀποστασίαν διδάσκεις ἀπὸ Μωσέως τοὺς κατὰ τὰ ἔθνη πάντας Ἰουδαίους, λέγων μὴ περιτέμνειν αὐτοὺς τὰ τέκνα μηδὲ τοῖς ἔθεσι περιπατεῖν». Γιὰ νὰ ἀποφευχθοῦν λοιπὸν ἀντιδράσεις ἐναντίον του, τοῦ συνέστησαν νὰ ἁγνισθεῖ καὶ αὐτὸς καὶ νὰ τηρήσει καὶ κάποιες ἄλλες διατάξεις τοῦ Νόμου, ὥστε νὰ διασκεδασθοῦν οἱ ἐναντίον του φῆμες καὶ νὰ φανεῖ ὅτι τηρεῖ καὶ φυλάττει τὸν Νόμο, πρᾶγμα ποὺ ἔπραξε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος[2]. Τὴν οἰκονομία καὶ συγκατάβαση ἐφήρμοσε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καὶ στὴν περίπτωση τοῦ μαθητοῦ του Ἀποστόλου Τιμοθέου, ὁ ὁποῖος, μολονότι εἶχε εἰδωλολατρικὴ καταγωγή, ἐν τούτοις περιετμήθη, γιὰ νὰ ἀποφευχθοῦν ἀντιδράσεις στὴν ἀρχὴ τοῦ ἀποστολικοῦ του ἔργου· «τοῦτον ἠθέλησεν ὁ Παῦλος σὺν αὐτῷ ἐξελθεῖν, καὶ λαβὼν περιέτεμεν αὐτὸν διὰ τοὺς Ἰουδαίους, τοὺς ὄντας ἐν τοῖς τόποις ἐκείνοις· ἤδεισαν γὰρ ἅπαντες τὸν πατέρα αὐτοῦ ὅτι Ἕλλην ὑπῆρχε»[3]. Ὅταν ἐπρόκειτο πάντως ἐπισήμως νὰ παρουσιάσει τὸ εὐαγγέλιό του, τὴν διδασκαλία του, στοὺς ᾽Αποστόλους στὰ Ἱεροσόλυμα, τὸ ὁποῖο περιελάμβανε κατάργηση τῆς περιτομῆς καὶ ἄλλων διατάξεων, δὲν δέχθηκε νὰ περιτμηθεῖ ὁ Ἀπόστολος Τίτος, ποὺ ἦταν καὶ αὐτὸς εἰδωλολάτρης, γιὰ νὰ διασωθεῖ ἡ ἀκριβὴς διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου· «Ἀλλ᾽ οὐδὲ Τίτος ὁ σὺν ἐμοὶ Ἕλλην ὤν, ἠναγκάσθη περιτμηθῆναι, διὰ τοὺς παρεισάκτους ψευδαδέλφους, οἵτινες παρεισῆλθον κατασκοπῆσαι τὴν ἐλευθερίαν ἡμῶν ἣν ἔχομεν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ἵνα ἡμᾶς καταδουλώσωνται· οἷς οὐδὲ πρὸς ὥραν εἴξαμεν τῇ ὑποταγῇ, ἵνα ἡ ἀλήθεια τοῦ εὐαγγελίου διαμείνῃ πρὸς ἡμᾶς»[4].
Ὁ Μ. Φώτιος ἐξηγώντας τὴν διαφορετικὴ στάση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἀπέναντι τοῦ Τιμοθέου καὶ τοῦ Τίτου, ἐκ τῶν ὁποίων τὸν μὲν ἕνα περιέτεμε, τὸν ἄλλον ὅμως ὄχι, γράφει ὅτι πρέπει νὰ οἰκονομοῦμε, νὰ χρησιμοποιοῦμε οἰκονομία, γιὰ ὅσους καλοπροαίρετα, ἀπὸ ἀσθένεια λογισμῶν, σκανδαλίζονται, σὲ ὅσους ὅμως κακοπροαίρετα, ἀπὸ κακὴ γνώμη, δημιουργοῦν προβλήματα, δὲν πρέπει οὔτε χιλιοστὸ νὰ ὑποχωροῦμε: «Διατὶ τὸν Τιμόθεον περιέτεμεν;… ἵνα κερδίσῃ τοὺς δι᾽ ἀσθένειαν λογισμῶν σκανδαλιζομένους. Τοῖς μὲν γάρ, ἀσθενοῦσι δεῖ συγκαταβαίνειν ἐπὶ θεραπείᾳ πραείᾳ τοῦ ἀρρωστήματος, τοῖς δ᾽… ἐκ πονηρᾶς γνώμης ὁρμωμένοις, οὐδὲ τὸ ἐλάχιστον ὑπείκειν»[5].
Ἀφοῦ λοιπὸν αὐτὴ εἶναι ἡ ἀληθινὴ εἰκόνα τοῦ πράγματος, ἐπικυρωμένη συνοδικά, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ὁμόφωνη γνώμη καὶ στάση τῶν Ἀποστόλων, ἰδιαιτέρως μάλιστα τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, ὁ ὁποῖος, συνέβαλε κατὰ πολὺ πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτή, πῶς δικαιολογοῦνται ὅσα λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν Πρὸς Γαλάτας γιὰ ἀλλαγὴ συμπεριφορᾶς τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου στὴν Ἀντιόχεια, ὅπου πρὶν νὰ ἔλθουν ἐκεῖ ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα οἱ Ἰουδαΐζοντες συνέτρωγε μὲ τοὺς ἐξ ἐθνῶν Χριστιανούς, ἐνῶ ὅταν ἦλθαν, τοὺς ἀπέφευγε καὶ ξεχώριζε τὸν ἑαυτό του φοβούμενος τοὺς ἐκ περιτομῆς; Τὸν ἀκολούθησαν μάλιστα σ᾽ αὐτὴν τὴν ὑποκριτικὴ στάση καὶ ἄλλοι ἐξ Ἰουδαίων Χριστιανοί, ἀκόμη καὶ ὁ Βαρνάβας ὁπότε ἀναγκάσθηκε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος νὰ ἀντιδράσει φανερά κατὰ πρόσωπον, σ᾽ αὐτὴν τὴν συμπεριφορὰ καὶ νὰ ἐπιτιμήσει τὸν Ἀπόστολο Πέτρο. Τὸ κείμενο ἐπὶ λέξει ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ὅτε δὲ ἦλθε Πέτρος εἰς Ἀντιόχειαν κατὰ πρόσωπον αὐτῷ ἀντέστην, ὅτι κατεγνωσμένος ἦν. Πρὸ τοῦ γὰρ ἐλθεῖν τινας ἀπὸ Ἰακώβου μετὰ τῶν ἐθνῶν συνήσθιεν· ὅτε δὲ ἦλθον ὑπέστελλε καὶ ἀφώριζεν ἑαυτὸν φοβούμενος τοὺς ἐκ περιτομῆς. Καὶ συνυπεκρίθησαν αὐτῷ καὶ οἱ λοιποὶ Ἰουδαῖοι, ὥστε καὶ Βαρνάβας συναπήχθη αὐτῶν τῇ ὑποκρίσει»[6]. Παραθέτει στὴ συνέχεια ὅσα, ἐλέγχοντας τὸν Πέτρο, εἶπε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «ἔμπροσθεν πάντων».
Ἡ ἐπικρατοῦσα ἑρμηνεία ὅλου αὐτοῦ τοῦ γεγονότος εἶναι ὅτι ὄντως ὁ Ἀπόστολος Πέτρος δὲν ἔδειξε στὴν Ἀντιόχεια τὴν ἀπαιτούμενη τόλμη ἀπέναντι τῶν Ἰουδαϊζόντων, τώρα μάλιστα ποὺ δὲν βρισκόταν στὸ ἰουδαϊκὸ περιβάλλον τῶν Ἱεροσολύμων, ἀλλὰ ἐδειλίασε καὶ ἀπέκρυψε ὅτι εἶχε καλὲς σχέσεις πρὸς τοὺς ἐξ ἐθνῶν Χριστιανοὺς καὶ συνέτρωγε μαζί τους. Ἐμφανιζόταν ἔτσι διπρόσωπος καὶ ὑποκριτὴς καὶ γι᾽ αὐτὸ ἦταν «κατεγνωσμένος», δηλαδή «ἀξιόμεμπτος», «ἀξιοκατάκριτος», ὅπως τὸ ἀποδίδουν ὅλες οἱ μεταφράσεις στὰ νεοελληνικά.
Ὁ ἔλεγχος αὐτὸς καὶ ἡ ἐπίπληξη τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, ὁ ὁποῖος μάλιστα σιωπᾶ ἀποδεχόμενος τὸν ἔλεγχο, ἔχουν καὶ ἐκκλησιολογικὲς διαστάσεις, διότι, ἀντίθετα πρὸς τὶς περὶ πρωτείου τοῦ Πέτρου διακηρύξεις τοῦ Παπισμοῦ, δείχνουν τὴν ἰσοτιμία τῶν Ἀποστόλων, ἐδῶ μάλιστα τὴν ὑπεροχικὴ θέση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὁ ὁποῖος τίθεται ὑπὲρ τὸν Πέτρο, τὸν ὁποῖο ἐλέγχει καὶ ἐπιπλήττει ὡς ὑφιστάμενό του. Ἀξιοσημείωτο μάλιστα εἶναι ὅτι δὲν ὑπάρχει ἀντίστοιχη στάση ἐλέγχου τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου πρὸς τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, οὔτε στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων οὔτε στὶς ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου. ᾽Αντίθετα στὴν Β´ Πέτρου ὑπάρχει ἀγαπητικὴ καὶ ἐπαινετικὴ ἀναφορὰ στὸν Παῦλο καὶ στὶς ἐπιστολές του, μέσα στὶς ὁποῖες ὑπάρχουν, ὅπως λέγει, κάποια σημεῖα δυσνόητα, τὰ ὁποῖα οἱ ἀμαθεῖς διαστρεβλώνουν: «Καθὼς καὶ ὁ ἀγαπητὸς ἡμῶν ἀδελφὸς Παῦλος κατὰ τὴν δοθεῖσαν σοφίαν ἔγραψεν ὑμῖν, ὡς καὶ ἐν πάσαις ταῖς ἐπιστολαῖς λαλῶν ἐν αὐταῖς περὶ τούτων, ἐν αἷς ἐστι δυσνόητά τινα, ἃ οἱ ἀμαθεῖς καὶ ἀστήρικτοι στρεβλοῦσιν ὡς καὶ τὰς λοιπὰς γραφὰς πρὸς τὴν ἰδίαν αὐτῶν ἀπώλειαν»[7].
Ἀπὸ τὸ χωρίο αὐτὸ προκύπτει, ὅτι ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ἐγνώριζε τὶς ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καὶ μάλιστα ὄχι μία ἢ δύο, ἀλλὰ ὅλες, ἑπομένως καὶ τὴν Πρὸς Γαλάτας καὶ τὴν δυσμενῆ εἰς αὐτὸν καὶ ὑποτιμητικὴ ἀναφορά, καὶ ὅμως ὄχι μόνον δὲν τὴν ἀναιρεῖ, ἀλλὰ καὶ ἐπαινεῖ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο[8]. Δὲν ἀποκλείεται στὰ κάποια «δυσνόητα» τῶν ἐπιστολῶν νὰ περιλαμβάνει καὶ τὸν ἔλεγχο τοῦ Παύλου στὴν Ἀντιόχεια, τὸν ὁποῖο οἱ περισσότεροι δὲν καταλαβαίνουν καὶ τοῦ δίνουν ἄλλη σημασία, ἐνῶ ὑποκρύπτεται ἄλλη διάσταση.
Αὐτὴν τὴν ἄλλη διάσταση δίδει στὸ γεγονὸς ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος, ὁ καλύτερος καὶ πιὸ ἐπιτυχημένος ἑρμηνευτὴς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὁ ὁποῖος κατὰ τὴν Ἐκκλησιαστικὴ Παράδοση ἐμφανιζόταν καὶ ὑπαγόρευε στὸ αὐτὶ τοῦ Χρυσοστόμου τὴν ἑρμηνεία τῶν ἐπιστολῶν του[9]. Μὲ βάση τὴν χρυσοστόμεια ἐξήγηση πρέπει νὰ ἀλλάξει καὶ ἡ μετάφραση τοῦ «κατεγνωσμένος» ὡς «ἀξιόμεμπτος» ἤ «ἀξιοκατάκρι-τος», ποὺ ἔχουν υἱοθετήσει ὅλες οἱ νεοελληνικὲς μεταφράσεις ἀπὸ ἄκριτη ἀλληλοεπίδραση.
Συναφῶς μάλιστα πρέπει νὰ παρατηρηθεῖ ὅτι σὲ καθαρά, ἐρευνητικὸ ἐπίπεδο πρέπει νὰ ἐντοπισθοῦν καὶ νὰ παρουσιασθοῦν οἱ διαφέρουσες ἑρμηνευτικὲς θέσεις τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου ἀπὸ αὐτὲς ποὺ ἐπεκράτησαν κατὰ τὴν νεώτερη ἐποχή, ὄχι μόνο λόγῳ τῆς ἀνάγκης νὰ γνωρίζουμε τὴν ποικιλία καὶ πολλότητα τῶν ἑρμηνευτικῶν προτάσεων, ἀλλὰ καὶ διότι, ὅπως ἐνδεικτικὰ διαπιστώσαμε, οἱ ἑρμηνεῖες τοῦ Ἁγίου Χρυσοστόμου εἶναι σχεδὸν πάντοτε καλύτερες καὶ πιὸ ταιριαστὲς στὸ νόημα τοῦ κειμένου. Ἰδιαίτερα εἶναι ἐντυπωσιακὴ ἡ συνάφεια ποὺ βρίσκει πάντοτε ὁ μεγάλος ἑρμηνευτὴς τῶν προηγουμένων πρὸς τὰ ἑπόμενα, τὴν ὁποία ἀδυνατοῦντες νὰ εὕρουν καὶ νὰ κατανοήσουν οἱ νεώτεροι ὁμιλοῦν γιὰ κενὰ καὶ γιὰ χάσματα, μὲ συνέπεια οὔτε στὶς μεταφράσεις νὰ μποροῦν νὰ δώσουν ἑνότητα καὶ συνέχεια τῶν νοημάτων.
1. Ἡ ἑρμηνεία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου
Ὁ Χρυσόστομος σχολιάζοντας τὸ γεγονὸς τῆς Ἀντιοχείας μεταξὺ Πέτρου καὶ Παύλου, ὅπως ἐπὶ λέξει τὸ παραθέσαμε προηγουμένως, λέγει ὅτι, ἂν διαβάσει κανεὶς τὸ χωρίο ἐπιφανειακά, ἁπλοϊκά, χωρὶς νὰ ἐμβαθύνει, τότε θὰ καταλήξει στὸ συμπέρασμα ὅτι ὁ Παῦλος κατηγορεῖ τὸν Πέτρο ὡς ὑποκριτή. Ἀπορρίπτει κατηγορηματικὰ αὐτὴν τὴν ἐκδοχή, καὶ αὐτὴ ἡ κατηγορηματικὴ ἀπόρριψη ἔκανε καὶ ἐμᾶς, λόγῳ τῆς ἀγάπης καὶ ἐμπιστοσύνης ποὺ ἔχουμε πρὸς τὸν Ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο, νὰ προσέξουμε τὰ ὅσα σημαντικὰ λέγει. Ἀντίθετα βρίσκει σ᾽ αὐτὸ τὸ γεγονὸς νὰ κρύβεται ἡ μεγάλη σύνεση καὶ τῶν δύο ἀνδρῶν, ποὺ ὠφελεῖ τοὺς ἀκροατάς: «Πολλοὶ τῶν ἁπλῶς ἀναγινωσκόντων τουτὶ τὸ ρητὸν τῆς Ἐπιστολῆς, νομίζουσι τοῦ Πέτρου τὸν Παῦλον κατηγορεῖν ὑπόκρισιν· ἀλλ᾽ οὐκ ἔστι ταῦτα, οὐκ ἔστιν ἄπαγε· πολλὴν γὰρ εὑρήσομεν καὶ τοῦ Πέτρου καὶ τοῦ Παύλου τὴν σύνεσιν ἐγκεκρυμμένην ἐνταῦθα πρὸς τὴν τῶν ἀκουόντων ᾠφέλειαν»[10].
Ἀποδεικνύει ἐν πρώτοις ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἄλλαξε πραγματικὰ στάση ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ἀπὸ φόβο πρὸς τοὺς ἐκ περιτομῆς. Παραθέτει πολλὰ περιστατικὰ ποὺ δείχνουν τὴν παρρησία καὶ τὴν ἀφοβία τοῦ Πέτρου καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση ἀλλὰ ἰδιαίτερα μετὰ ἀπὸ αὐτήν. Μπροστὰ σὲ φανατισμένους Ἰουδαίους μὲ φονικὲς διαστάσεις καὶ μαινομένους ποὺ ζητοῦσαν νὰ τοὺς κατασπαράξουν τόλμησε πρῶτος νὰ ὑψώσει φωνὴ καὶ νὰ πεῖ ὅτι ὁ σταυρωθεὶς ἀνελήφθη καὶ βρίσκεται τώρα στοὺς οὐρανούς. Καὶ δὲν εἶναι τὸ ἴδιο νὰ ἀνοίξει κανεὶς μιὰ κλεισμένη πόρτα καὶ νὰ βάλει ἀρχὴ σὲ ἕνα πρᾶγμα, μὲ τὸ νὰ δείχνει κατόπιν θάρρος, ἀφοῦ ἔγινε ἡ ἀρχή. Αὐτὸς λοιπὸν ποὺ ἔθετε σὲ κίνδυνο τὴν ζωή του μπροστὰ σὲ τέτοιο μανιασμένο ὄχλο, πῶς μποροῦσε κάποια στιγμὴ νὰ ὑποκριθεῖ; Αὐτὸς ποὺ μαστιγώθηκε καὶ δέθηκε καὶ δὲν δέχθηκε νὰ μειώσει οὔτε κατ᾽ ἐλάχιστον τὴν παρρησία του, καὶ αὐτὸ στὴν ἀρχὴ τοῦ κηρύγματος, στὸ κέντρο τῶν Ἱεροσολύμων, ὅπου ὑπῆρχε τόσο μεγάλος κίνδυνος, πῶς θὰ ἦταν δυνατὸν μετὰ ἀπὸ τόσα ἔτη στὴν Ἀντιόχεια, ὅπου δὲν ὑπῆρχε κίνδυνος καὶ ὁ ἴδιος ἦταν πλέον πασίγνωστος καὶ δοξασμένος, νὰ φοβηθεῖ τοὺς ἐξ Ἰουδαίων Χριστιανούς; Αὐτὸς ποὺ δὲν φοβήθηκε τοὺς ἴδιους τοὺς Ἰουδαίους στὴν ἀρχὴ καὶ μέσα στὴν πρωτεύουσά τους, πῶς θὰ φοβόταν μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια καὶ μάλιστα σὲ ξένο τόπο αὐτοὺς ποὺ ἄφησαν τοὺς Ἰουδαίους καὶ ἔγιναν Χριστιανοί; Μετὰ ἀπὸ τὸ ἰσχυρὸ πράγματι αὐτὸ ἐπιχείρημα συμπεραίνει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος πώς, ὅσα λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, γιὰ αὐτὰ ποὺ συνέβησαν στὴν Ἀντιόχεια δὲν στρέφονται ἐναντίον τοῦ Πέτρου, ἀλλὰ ἐξυπηρετοῦν ἄλλο σκοπό· δὲν τὸν ἐνδιέφεραν τὰ πρόσωπα, ὅποια καὶ ἂν ἦταν, ἤθελε νὰ διασώσει τὴν ἀκρίβεια τοῦ Εὐαγγελίου. Εἶναι κατηγορηματικὸς καὶ ἀποφθεγματικὸς ὁ Χρυσόστομος ἐπ᾽ αὐτοῦ· δὲν στρέφεται ὁ Παῦλος ἐναντίον τοῦ Πέτρου, δὲν κατηγορεῖ τὸν Πέτρο· ἔτσι φαίνεται, ἀλλὰ δὲν εἶναι ἔτσι: «Οὐ τοίνυν κατὰ Πέτρου ταῦτά φησιν ὁ Παῦλος»[11].
Καὶ γιὰ νὰ μὴν ὑπάρχουν στὴν συνέχεια ἐρωτήματα καὶ ἀπορίες ἀναλαμβάνει ὁ ἱερὸς πατὴρ νὰ ἐξηγήσει τὰ λεγόμενα: «Ἀλλ᾽ ἵνα μὴ ἐπὶ πλέον διαπορῶμεν ὑπὲρ τούτων, ἀναγκαῖον τῶν λεγομένων ἀναπτύξαι τὴν αἰτίαν». Ἐξηγεῖ, λοιπόν, ἐπαναλαμβάνοντας κάποιες θέσεις του ὅτι οἱ Ἀπόστολοι στὰ Ἱεροσόλυμα ἐπέτρεπαν τὴν περιτομή, «συνεχώρουν περιτέμνεσθαι», γιατὶ δὲν ἦταν εὔκολο συνολικά, «ἀθρόον», νὰ ἀποσπάσουν τοὺς ἐξ Ἰουδαίων ἀπὸ τὴν τήρηση τοῦ Νόμου. Ὅταν ὅμως ἦλθαν στὴν Ἀντιόχεια, δὲν ἔθιξαν τὸ ζήτημα, ἀλλὰ ζοῦσαν χωρὶς διακρίσεις μὲ τοὺς ἐξ ἐθνῶν Χριστιανούς, τὸ ὁποῖο ἔπραττε τότε καὶ ὁ Πέτρος. Ὅταν ἦλθαν ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα κάποιοι ἐξ Ἰουδαίων Χριστιανοὶ καὶ τὸν εἶδαν νὰ συμπεριφέρεται διαφορετικά, δὲν συνέχισε αὐτὴν τὴν στάση, φοβούμενος μήπως τοὺς πληγώσει, ἀλλὰ ἄλλαξε, οἰκονομώντας μὲ αὐτὸ δύο πράγματα· ἀφ᾽ ἑνὸς νὰ μὴ σκανδαλίσει τοὺς ἐξ Ἰουδαίων Χριστιανοὺς καὶ ἀφ᾽ ἑτέρου νὰ δώσει στὸν Παῦλο εὔλογη πρόφαση γιὰ ἐπίπληξη. Γιατί, ἂν αὐτὸς ποὺ κήρυττε στὰ Ἱεροσόλυμα δεχόμενος τὴν περιτομή, ἄλλαξε στὴν Ἀντιόχεια, θὰ φαινόταν στοὺς ἐξ Ἰουδαίων ὅτι τὸ πράττει γιατὶ φοβᾶται τὸν Παῦλο καὶ θὰ τὸν κατηγοροῦσαν ὅτι δὲν εἶναι σταθερὸς ἀλλὰ πολὺ εὔκολα ἀλλάζει, πρᾶγμα ποὺ θὰ προκαλοῦσε ὄχι μικρὸ σκάνδαλο. Στὸν Παῦλο ὅμως, ποὺ γνώριζε μὲ σαφήνεια αὐτὴν τὴν ἀλλαγὴ καὶ τὴν αἰτία της, δὲν θὰ προκαλοῦσε καμμία ὑπόνοια· γιατὶ ἐγνώριζε μὲ ποιά πρόθεση, μὲ ποιά γνώμη ἐγίνοντο ὅλα αὐτά· «καὶ γὰρ ἤδει τὴν γνώμην μεθ᾽ ἧς ἐγίνετο ταῦτα». Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ Παῦλος ἐπιπλήττει, καὶ ὁ Πέτρος τὸ ἀνέχεται, ὥστε βλέποντας οἱ ἐξ Ἱεροσολύμων μαθηταὶ ὅτι ὁ διδάσκαλός τους, κατηγορεῖται καὶ σιωπᾶ, δὲν ἀντιδρᾶ, νὰ ἀλλάξουν καὶ αὐτοὶ εὐκολώτερα. Γιατί, ἂν χωρὶς νὰ γίνει αὐτό, τοὺς προέτρεπε ὁ Παῦλος νὰ ἀλλάξουν, δὲν θὰ κατάφερνε πολλὰ πράγματα· τώρα ὅμως ποὺ πῆρε ἀφορμὴ γιὰ αὐστηρότερη ἐπιτίμηση, προξένησε μεγαλύτερο φόβο στοὺς μαθητάς τοῦ Πέτρου, ὁ ὁποῖος μάλιστα δὲν ἀντιδρᾶ, δὲν ἀντιλέγει. Ἂν ἀντέλεγε, θὰ εἶχε δίκαιο νὰ κατηγορήσει κανεὶς τὸν Παῦλο ὅτι ἀνατρέπει τὸ θεϊκὸ σχέδιο· ἐνῶ τώρα βλέποντας ὅτι ὁ Παῦλος ἐπιτιμᾶ καὶ ὁ Πέτρος σιωπᾶ, ἐφοβοῦντο πολὺ οἱ ἐξ Ἰουδαίων Χριστιανοί· γι᾽ αὐτὸ καὶ μὲ αὐστηρότητα μεταχειρίζεται τὸν Πέτρο[12].
Συνεχίζει τὴν ἀνάλυσή του ὁ Χρυσόστομος λέγοντας ὅτι οἱ συνετοὶ μποροῦν νὰ καταλάβουν ὅτι δὲν ἐπρόκειτο περὶ διαμάχης τῶν δύο Ἀποστόλων, ἀλλὰ περὶ οἰκονομίας· «διδοὺς τοῖς συνετοῖς ἰδεῖν ὅτι οὐ μάχης ἦν τὰ ρήματα, ἀλλ᾽ οἰκονομίας». Εἰδικῶς δὲ γιὰ τὴ φράση «κατὰ πρόσωπον αὐτῷ ἀντέστην, ὅτι κατεγνωσμένος ἦν», ἐκτιμᾶ ὅτι τὸ «κατεγνωσμένος» δὲν ἐκφράζει τὴν γνώμη τοῦ Παύλου· ἦταν κατεγνωσμένος δηλαδὴ κατηγορημένος, ἀποδοκιμασμένος, ὄχι ἀπὸ τὸν Παῦλο, ἀλλὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Ὁ Παῦλος, ὅπως εἴπαμε ἐγνώριζε τὴν πρόθεση τοῦ Πέτρου, ὅτι δηλαδὴ ὑποχώρησε μπροστὰ στοὺς Ἰουδαΐζοντες ὄχι ἀπὸ φόβο, ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ τοὺς σκανδαλίσει καὶ γιὰ νὰ δώσει ἀφορμὴ στὸν Παῦλο νὰ τὸν ἐλέγξει. Λέγει λοιπὸν ὁ Χρυσόστομος ὅτι γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ὁ Πέτρος δὲν ἦταν «κατεγνωσμένος» ἀπὸ τὸν Παῦλο· γιατὶ ἂν ἦταν, δὲν θὰ δίσταζε νὰ τὰ πεῖ: «Οὐκ εἶπεν ὑπ᾽ ἐμοῦ, ἀλλ᾽ ὑπὸ τῶν ἄλλων. Εἰ δὲ αὐτὸς κατεγίνωσκεν οὐκ ἂν παρητήσατο καὶ τοῦτο εἰπεῖν». Ὑποστηρίζει μάλιστα ὅτι καὶ τό «κατὰ πρόσωπον ἀντέστην», δηλαδὴ ἡ φανερὴ ἐνώπιον ὅλων ἐπίπληξη τοῦ Πέτρου ἦταν σκηνοθετημένη, σχεδιασμένη, «σχῆμα ἦν». Διότι ἂν ἦταν ἀληθινὴ διαμάχη καὶ ἔρις, δὲν θὰ τὴν ἐφανέρωναν μπροστὰ στοὺς μαθητάς τους, γιατὶ θὰ τοὺς ἐσκανδάλιζαν. Ἐπειδὴ ὅμως ἔκριναν ὅτι θὰ ἦταν ὠφέλιμη μία φανερὴ διαμάχη τους, γιὰ τὸ θέμα αὐτό, τὴν ἐσχεδίασαν καὶ τὴν πραγματοποίησαν. Καὶ ὅπως ὁ Παῦλος ὑποχώρησε στὰ Ἱεροσόλυμα, ἔτσι καὶ αὐτοὶ ὑποχωροῦν στὴν Ἀντιόχεια. Δὲν πρέπει δὲ νὰ μᾶς ξενίζει ὅτι χαρακτηρίζει τὴν στάση τοῦ Παύλου ὡς ὑποκρισία, ὡς «ὑπόκρισιν», γιατὶ πρέπει νὰ φαίνεται ἀληθινὸς ὁ ἔλεγχος· δὲν ἤθελε νὰ φανερώσει νὰ ἀποκαλύψει ὅτι ὅλο αὐτὸ ἦταν σχεδιασμένο, γιὰ νὰ διορθωθοῦν οἱ Ἰουδαΐζοντες. Ἐφαρμόζοντας τὸ σχέδιο ὁ Πέτρος «συνυποκρίνεται» ὡς ἁμαρτάνων, γιὰ νὰ διορθωθοῦν οἱ Ἰουδαΐζοντες βλέποντας τὸν διδάσκαλο νὰ σιωπᾶ· κτυπᾶ τὸν Πέτρο, γιὰ νὰ διορθωθοῦν οἱ Ἰουδαΐζοντες. Ἄν, λέγει ὁ μεγάλος ἑρμηνευτής, ἐπέπληττε ὁ Παῦλος εὐθέως τοὺς Ἰουδαΐζοντες, θὰ ἀγανακτοῦσαν καὶ θὰ τὸν περιφρονοῦσαν, γιατὶ δὲν εἶχαν καλὴ γνώμη γι᾽ αὐτόν· ὅταν ὅμως βλέπουν τὸν διδάσκαλο νὰ ἐπιτιμᾶται καὶ νὰ σιωπᾶ, οὔτε νὰ παραβλέψουν τὰ λεγόμενα μποροῦσαν, οὔτε νὰ διατυπώσουν ἀντίλογο. Στὸ τέλος αὐτῆς τῆς ἀναλύσεως ποὺ περιλαμβάνει καὶ τὴν συνέχεια τῶν ὅσων εἶπε ὁ Παῦλος συμπεραίνει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος ὅτι οὐσιαστικῶς ἦταν μία παραίνεση ὅλα, ἀλλὰ παρουσιάσθηκαν ὡς ἐπίπληξη, γιὰ νὰ ὠφεληθοῦν οἱ Ἰουδαΐζοντες: «Καὶ τὰ μὲν λεγόμενα παραίνεσις ἦν, σχῆμα δὲ ἐπιπλήξεως αὐτῇ περίκειται διὰ τοὺς ἐξ Ἰουδαίων»[13]. Ἐπανερχόμενος δὲ παρακάτω στὸ θέμα ἐπαναλαμβάνει ὅτι δὲν τὰ εἶπε αὐτὰ ὁ Παῦλος γιὰ νὰ διορθώσει τὸν Πέτρο, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐλέγξει τοὺς Ἰουδαΐζοντες: «Οὐ τοίνυν Πέτρον διορθούμενος ταῦτα λέγει· ἀλλ᾽ ἔδει μὲν πρὸς ἐκεῖνον ὁ λόγος ἀποτείνεσθαι, τοὺς δὲ μαθητὰς ἤλεγχεν»[14].
2. Τὸν Χρυσόστομο ἀκολουθοῦν οἱ μεταγενέστεροι ἑρμηνευτὲς
Ἡ μεταγενέστερη ἑρμηνευτικὴ παράδοση, ἀκολουθεῖ κατὰ πόδας τὸν Ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο, γι᾽ αὐτὸ καὶ εἶναι ἀπορίας ἄξιον πῶς οἱ νεώτεροι ἑρμηνευτὲς στὰ ὑπομνήματα καὶ στὶς νεοελληνικὲς μεταφράσεις δίδουν ἄλλη εἰκόνα γιὰ τὰ συμβάντα στὴν Ἀντιόχεια, δηλαδὴ εἰκόνα ἀληθινῆς συγκρούσεως καὶ διαμάχης μεταξὺ τῶν δύο πρωτοκορυφαίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου. Αὐτὴν τὴν εἰκόνα δὲν τὴν βρήκαμε πουθενὰ στὴν παλαιὰ ἑρμηνευτικὴ παράδοση τῶν Πατέρων καὶ λοιπῶν ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων. Εἶναι τόσο ἀδιανόητη μία τέτοια σφοδρὴ διαμάχη, ὥστε ὁ γνωστὸς ἐκκλησιαστικὸς ἱστορικὸς Εὐσέβιος Καισαρείας ἔχει τὴν γνώμη ὅτι ὁ Κηφᾶς μὲ τὸν ὁποῖο συγκρούεται ὁ Παῦλος στὴν Ἀντιόχεια, δὲν εἶναι ὁ κορυφαῖος τῶν Ἀποστόλων, ἀλλὰ ἄλλος Κηφᾶς ἐκ τῶν ἑβδομήκοντα Ἀποστόλων. Ὅπως δὲ ἐξηγεῖ ὁ Οἰκουμένιος αὐτὴ ἡ γνώμη τοῦ Εὐσεβίου στηρίζεται στὸ ὅτι δὲν ἦταν δυνατὸν ὁ Πέτρος ὁ ὁποῖος ἀπολογήθηκε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ τοὺς ἔπεισε ὅλους ὅτι καλῶς ἔκανε καὶ συνέφαγε μὲ τὸν ἐθνικὸ Κορνήλιο καὶ τοὺς ἐβάπτισε ὅλους χωρὶς περιτομὴ μετὰ μάλιστα τὸ σχετικὸ ὅραμα ποὺ εἶδε, νὰ ὑποχωρεῖ τώρα πάλι μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια καὶ τόση πεῖρα καὶ ἐκτίμηση ποὺ ἀπέκτησε[15].
Δὲν πρόκειται βέβαια, ἐδῶ στὰ πλαίσια ἑνὸς ἄρθρου νὰ προβοῦμε σὲ ἐκτενῆ καὶ ἀναλυτικὴ παρουσίαση ὅλων τῶν πηγῶν καὶ ὅλης τῆς σχετικῆς νεώτερης βιβλιογραφίας. Ἐνδεικτικῶς θὰ παρουσιάσουμε τὸ θέμα, καὶ ἂς παρακινηθοῦν νεώτεροι ἡμῶν καινοδιαθηκολόγοι καὶ πατρολόγοι νὰ τὸ ἐρευνήσουν ἐκτενέστερα καὶ ἀναλυτικώτερα.
Ἀρχίζουμε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη Δαμασκηνὸ ὁ ὁποῖος ἑρμηνεύοντας τό «Ὅτε δὲ ἦλθε Κηφᾶς εἰς Ἀντιόχειαν, κατὰ πρόσωπον αὐτῶ ἀντέστην» γράφει: Ὅταν βρισκόταν ὁ Πέτρος στὰ Ἱεροσόλυμα ἔκανε συγκατάβαση στοὺς Ἰουδαίους, μὴ ἐμποδίζοντας τὴν περιτομὴ οὔτε τὴν τήρηση τῶν Σαββάτων. Ὅταν ὅμως κατέβηκε στὴν Ἀντιόχεια, ἀδιακρίτως συνέτρωγε μὲ ὅσους ἐκ τῶν ἐθνικῶν ἐπίστευσαν στὸν Κύριο. Κατόπιν, ὅταν ἦλθαν κάποιοι ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα φοβήθηκε μήπως τοὺς σκανδαλίσει καὶ διεχώρισε τὸν ἑαυτό του ἀπὸ ἐκείνους μὲ τοὺς ὁποίους συνέτρωγε προηγουμένως. Ἀλλὰ ὁ Παῦλος ἔκανε κάποια οἰκονομία μαζί του· τὸν ἐπετίμησε μπροστὰ σὲ ὅλους, ἐπειδὴ ἀνάγκαζε τοὺς ἐθνικοὺς νὰ ἰουδαΐζουν, ὥστε βλέποντας τὸν διδάσκαλο νὰ τὰ ἀκούει καὶ νὰ σιωπᾶ νὰ μάθουν οἱ Ἰουδαΐζοντες μέσω τῆς ἐπιτιμήσεως τοῦ διδασκά-λου ὅτι δὲν πρέπει νὰ φυλάττουν τὰ Ἰουδαϊκὰ ἔθη. Ὅλο τὸ πρᾶγμα ἦταν οἰκονομία τῆς συνέσεως καὶ τῶν δύο γιὰ τὴν ὠφέλεια τῶν μαθητῶν, ὥστε ἀκόμη καὶ ἂν λέγει ὅτι «ὑποκρίνεται» ὁ Πέτρος καὶ δὲν «ὀρθοποδεῖ» ὡς πρὸς τὴν ἀλήθεια, νὰ ἐκλάβουμε τὶς ἐκφράσεις ὅτι λέγονται γιὰ τὴν ἀνάγκη τῆς οἰκονομίας· κατασκευάζει τὶς λέξεις, γιατὶ ὅλο τὸ πρᾶγμα ἦταν οἰκονομία, καὶ ἡ ἐπίπληξη τοῦ Παύλου καὶ ἡ σιωπὴ καὶ ἡ συγκατάθεση τοῦ Πέτρου. Γιατὶ ἕνα πρᾶγμα ζητοῦσαν καὶ οἱ δύο, νὰ παύσουν οἱ πι-στοὶ νὰ τηροῦν τὸν Νόμο: «Ὡς δὲ εἴπομεν ἤδη, τῇ χρείᾳ τῆς οἰκονομίας πλάττει τὰς φωνάς· οἰκονομία γὰρ ὅλον τὸ γινόμενον ἦν, καὶ ἡ ἐπίπληξις τοῦ Παύλου, καὶ ἡ σιωπὴ καὶ συγκατάθεσις τοῦ Πέτρου. Ἓν γὰρ ἐζήτουν ἀμφότεροι, τὸ παῦσαι τοὺς πιστεύοντας εἰς Χριστὸν τοῦ τὸν νόμον ἐπιτηρεῖν». Ὡς πρὸς τὸ «κατεγνωσμένος ἦν» ὁ Δαμασκηνὸς θεωρεῖ αὐτονόητο ὅτι ἦταν «κατεγνωσμένος» ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἦλθαν ἀπὸ τὰ Ἱερο-σόλυμα καὶ ὄχι ἀπὸ τὸν Παῦλο: «ὑπὸ τῶν κατελθόντων δηλονότι ἀπὸ Ἱεροσολύμων»[16].
Τὰ ἴδια ἀκριβῶς λέγει καὶ ὁ Οἰκουμένιος ὅτι ὅσα συνέβησαν στὴν Ἀντιόχεια μεταξὺ Πέτρου καὶ Παύλου δὲν ἦταν διαμάχη καὶ σύγκρουση, ἀλλὰ οἰκονομία: «Οὐ μάχης οὐδὲ καταγνώσεως ἦν, τὸ τὸν Παῦλον ἀντιστῆναι τῷ Πέτρῳ, ἀλλ᾽ οἰκονομίας». Τὸ δικαιολογεῖ αὐτὸ λέγοντας ὅσα καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνὸς καὶ πρῶτος ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος. Προσθέτει καὶ τὴν γνώμη τοῦ Εὐσεβίου Καισαρείας, ὁ ὁποῖος ἰσχυρίζεται ὅτι δὲν συγκρούσθηκε ὁ Παῦλος μὲ τὸν Ἀπόστολο Πέτρο ἀλλὰ μὲ ἄλλον Κηφᾶ ἐκ τῶν ἑβδομήκοντα: «Εὐσέβιος ὁ Παμφίλου ἐν τῇ Ἐκκλησιαστικῇ Ἱστορίᾳ ἀποδείκνυσι μὴ εἶναι τὸν Κηφᾶν τοῦτον, τὸν Πέτρον, ἀλλ᾽ ὁμώνυμον αὐτῷ, ἕνα τῶν ἑβδομήκοντα». Ἐκτιμᾶ ὅτι τὸ «κατεγνωσμένος ἦν», μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸ κατανοήσει καὶ ὡς ἑξῆς· τὸν ἤλεγξα λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γιὰ κανένα ἄλλο λόγο, παρὰ γιὰ τὸ ὅτι ἦταν ἤδη «προκατεγνωσμένος» ἀπὸ τοὺς Ἰουδαΐζοντες, ὅταν συνέφαγε μὲ τὸν Κορνήλιο. Καὶ ἐξ αἰτίας ἐκείνης τῆς πρώτης καταγνώσεως ποὺ τοὺς σκανδάλισε ἄλλαξε ἐδῶ στάση, διαφορετικά, ἂν δὲν εἶχε αὐτὸ τὸ προηγούμενο, δὲν θὰ ἄλλαζε συμπεριφορά. Καὶ ἐφ᾽ ὅσον δὲν ἄλλαζε συμπεριφορά, δὲν θὰ ὑπῆρχε οὔτε ὁ ἔλεγχος, οὔτε ἡ κατὰ πρόσωπον ἀντιπαράθεση. Ἐπανερχόμενος ὅμως ὁ Οἰκουμένιος στὸ «ὅτι κατεγνωσμένος ἦν ὁ Πέτρος» δέχεται ὅτι δὲν ἦταν στ᾽ ἀλήθεια κατεγνωσμένος ὁ Πέτρος ἀπὸ τὸν Παῦλο ποὺ ἐγνώριζε τὴν οἰκονομία τοῦ πράγματος, ἀλλὰ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἀγνοοῦσαν τὰ οἰκονομούμενα καὶ νόμιζαν ὅτι πράγματι ἦταν ὑποκριτής, γιατί, ὅταν ἀπουσίαζαν οἱ ἐξ Ἰουδαίων πιστοί, συνέτρωγε μὲ τοὺς ἐξ ἐθνῶν, ὅταν ὅμως ἦσαν παρόντες ὄχι: «Κατεγνωσμένος ἦν ὁ Πέτρος οὐ τῇ ἀληθεία οὔτε παρὰ Παύλου τοῦ τὴν οἰκονομίαν εἰδότος, ἄπαγε! ἀλλὰ παρὰ τῶν ἀγνοούντων τὸ οἰκονομούμενον καὶ οἰομένων ὑποκρίνεσθαι διὰ τὸ πρᾶγμα, ὅτι ἀπόντων μὲν τῶν ἐξ Ἰουδαίων πιστῶν συνήσθιε τοῖς ἔθνεσιν, παρόντων δὲ οὐκέτι». Γιὰ τὸ «φοβούμενος τοὺς ἐκ περιτομῆς» ἑρμηνεύει ὅτι δὲν φοβόταν μὴν πάθει κάτι κακὸ ἀπὸ αὐτούς, ἀλλὰ μήπως σκανδαλισθοῦν καὶ ἀποσκιρτήσουν ἀπὸ τὴν πίστη. Ἐπίσης γιὰ τά «συνυπεκρίθη», «συνυπεκρίθησαν», καὶ «οὐκ ὀρθοποδοῦσι» θεωρεῖ ὅτι δὲν ἀνταποκρίνονται στὴν πραγματικότητα, ἀλλὰ τὰ λέγει γιὰ νὰ μὴ ἀποκαλύψει τὸ σχέδιο: «Οὐ γὰρ βούλεται τὴν οἰκονομίαν ἀνακαλῦψαι». Ἑρμηνεύοντας ἐπίσης τό «Εἰπὼν τῷ Πέτρῳ ἔμπροσθεν πάντων» ἐπαναλαμβάνει ὅτι τὸ ἔκανε ὄχι γιὰ νὰ κατηγορήσει τὸν Πέτρο, ἀλλὰ γιὰ νὰ ὠφελήσει τοὺς ἐκ περιτομῆς: «Ὁρᾶς ὅτι διὰ τοῦτο ἔμπροσθεν πάντων ἐμέμψατο τῷ Πέτρῳ, οὐχ ἵνα Πέτρου καταγνῷ, ἀλλ᾽ ἵνα τοὺς ἐκ περιτομῆς, καθὼς προείρηται, ὠφελήσῃ»[17].
Στὴν ἴδια γραμμὴ κινεῖται καὶ ὁ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας. Γράφει ὅτι πολλοὶ νομίζουν ὅτι ὁ Παῦλος κατηγορεῖ τὸν Πέτρο ὡς ὑποκριτή· ὅμως δὲν εἶναι ἔτσι. Διότι ὅσα φαίνεται ὅτι λέγει κατὰ τοῦ Πέτρου, ἐλέχθησαν καὶ ἐπράχθησαν κατ᾽ οἰκονομίαν: «Πολλοὶ νομίζουσιν ἐνταῦθα τὸν Παῦλον τοῦ Πέτρου κατηγορεῖν ὑπόκρισιν· ἀλλ᾽ οὐκ ἔστιν. Ὅσα γὰρ δοκεῖ λέγειν κατὰ τοῦ Πέτρου, οἰκονομικῶς ἐπράχθησαν καὶ ἐλέχθησαν». Δικαιολογεῖ κατὰ τὸν ἴδιο μὲ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο τρόπο ὅτι καὶ οἱ δύο ἦσαν συνεννοημένοι γιὰ τὸ ἐπεισόδιο καὶ ὅτι ἡ κατὰ πρόσωπον ἐπίπληξις «σχῆμα ἦν», ἦταν σκηνοθετημένη. Τό «κατεγνωσμένος ἦν» τὸ ἑρμηνεύει ὅτι δὲν σημαίνει κατεγνωσμένος ἀπὸ τὸν Παῦλο, ἀλλὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους ποὺ ἀγνοοῦσαν τὰ οἰκονομούμενα ἢ ὅπως καὶ ὁ Οἰκουμένιος, ὅτι ἦταν «προκατεγνωσμένος», γιατὶ συνέφαγε μὲ τὸν Κορνήλιο. Τὸ ἴδιο καὶ γιὰ τὸ «φοβούμενος τοὺς ἐκ περιτομῆς» τὸ ἑρμηνεύει ὅτι ἐφοβεῖτο «οὐχ ἵνα μὴ αὐτὸς κινδυνεύσῃ, ἀλλ᾽ ἵνα μὴ αὐτοὶ σκανδαλισθέντες ἀποσκιρτήσωσι τῆς πίστεως». Ἀναφέρεται ὁ Θεοφύλακτος καὶ στὴν γνώμη τοῦ Εὐσεβίου Καισαρείας, ὁ ὁποῖος λέγει ὅτι δὲν ἐπιτιμήθηκε ὁ μέγας Πέτρος ἀπὸ τὸν Παῦλο, ἀλλὰ κάποιος ἄλλος Κηφᾶς ἀπὸ τοὺς ἑβδομήκοντα· διότι λέγει δὲν εἶναι εὔλογο, φυσικό, αὐτὸς ποὺ ἀπολογήθηκε στὴν ἀρχὴ τοῦ κηρύγματος, ὅταν σκανδάλισε κάποιους, ἐπειδὴ συνέφαγε μὲ τὸν Κορνήλιο, νὰ ἔχει πάλι ἀνάγκη ἀπὸ τέτοια ἐπιτίμηση. Εἶναι ἐνδιαφέρουσα ἡ ἀπάντηση τοῦ Θεοφυλάκτου πρὸς τὸν Εὐσέβιο, ἡ ὁποία μὲ βάση τὴν σταθερὴ ἑρμηνευτικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας λύνει τὸ πρόβλημα τοῦ συμβάντος στὴν Ἀντιόχεια, ὄχι ψάχνοντας νὰ βρεῖ ἄλλον Πέτρο, ἀλλὰ δεχόμενη ὅτι ὁ Πέτρος ἐν γνώσει του, σὲ συνεννόηση μὲ τὸν Παῦλο, δέχθηκε νὰ ὑποστεῖ τὴν ἐπίπληξη, γιὰ νὰ διορθωθοῦν οἱ Ἰουδαΐζοντες: «Ἀλλ᾽ ὦ σοφώτατε, οὐδ᾽ ἡμεῖς λέγομεν τὸν Πέτρον, ὡς ἀγνοοῦντα τὸ δέον ἐπιτιμηθῆναι παρὰ Παύλου, ἀλλ᾽ ἑκόντα ὑποστῆναι τὴν ἐπιτίμησιν, ἵν᾽ ἕτεροι διορθωθῶσιν»[18].
Ἀπαράλλακτα καὶ ὁ Ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης μὲ τὴν ἴδια ἀκριβῶς ἐπιχειρημα-τολογία ἑρμηνεύει τὴν θεωρούμενη σύγκρουση καὶ διαμάχη Πέτρου καὶ Παύλου στὴν Ἀντιόχεια ἤ, καλύτερα τὴ θεωρούμενη ἐπίπληξη καὶ ἐπιτίμηση τοῦ Παύλου πρὸς τὸν Πέτρο, ὁ ὁποῖος ἐσιώπησε καὶ δὲν ἀντέδρασε· ἑπομένως δὲν ἐπρόκειτο περὶ διμεροῦς ἐπεισοδίου, ἀλλὰ περὶ μονομεροῦς ἐνεργείας τοῦ Παύλου. Δὲν παρουσιάζουμε ἐδῶ, ἔστω καὶ περιληπτικῶς τὰ τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου, διότι εἶναι ἀκριβῶς τὰ ἴδια μὲ τὰ τῶν προηγουμένων, ἰδιαίτερα τοῦ Θεοφυλάκτου. Ἐνδιαφέρουσα μόνον εἶναι μία γνώμη τοῦ Ἁγίου Φωτίου γιὰ τὸ θέμα ποὺ τὴν παραθέτει σὲ ὑποσημείωση. Γράφει: «Διατὶ δὲ ὁ Παῦλος ἐσιώπησε καὶ δὲν εἶπε πὼς κάμνει οἰκονομίαν ὁ Πέτρος καὶ συγχωρεῖ τὴν περιτομήν; Καὶ πῶς οἰκονομικῶς δὲν συναναστρέφεται μὲ τοὺς ἐθνικοὺς καὶ ἀπεριτμήτους; Ἀποκρίνεται ὁ σοφὸς Φώτιος καὶ λέγει· Ὅτι ἂν ὁ Παῦλος ἤθελεν εἰπῆ πῶς κατ᾽ οἰκονομίαν ὁ Πέτρος συγχωρεῖ τὴν περιτομήν, ἔμελλε νὰ συνιστᾶ ἐκεῖνο, ὁποῦ ἐπολέμει νὰ ἀναιρέσει, τὸ νὰ δέχεται δηλαδὴ τὴν περιτομήν. Διότι ἤθελαν εἰποῦν οἱ ἀκούσαντες ὅτι ἂν ὁ Πέτρος κάμνῃ καλὰ καὶ συγχωρῇ οἰκονομικῶς τὴν περιτομήν, διατὶ καὶ ἐσύ, ὦ Παῦλε, δὲν τὴν συγχωρεῖς; Τὸ δὲ καὶ κατηγορεῖς αὐτὴν τὴν ὁποίαν ὀνομάζεις οἰκονομίαν; Συγχώρησον νὰ γίνεται καὶ μὴ τὴν ἐπιτιμᾶς καὶ ὅπως θέλῃς ὀνόμαζε αὐτὴν εἴτε οἰκονομίαν εἴτε δόγμα καὶ ἀκρίβειαν. Ἐπειδὴ ὅταν μία ψυχὴ ἀγαπᾶ ἕνα πρᾶγμα, εὐθὺς ὁποῦ λάβῃ ὀλίγην ἀφορμήν, περισσότερον οἰκειοῦται καὶ περιπλέκεται εἰς ἐκεῖνο. Ὅθεν διὰ νὰ μὴ συλλογίζονται καὶ νὰ λέγουν ταῦτα οἱ εἰς τὸν νόμον προσέχοντες, διὰ τοῦτο ὁ Παῦλος σαφῶς ἐσιώπησε μὲν τὴν οἰκονομίαν τοῦ Πέτρου, δριμέως δὲ κατηγορεῖ τὴν πρᾶξιν αὐτὴν τῆς περιτομῆς καὶ ἐλέγχει ὡς παρανόμους τοὺς ταύτην συγχωροῦν-τας, ἵνα μὲ τὴν σφοδρὰν ἐπίπληξιν, τοὺς ἀληθῶς παρανομοῦντας καὶ περιτεμνομένους φοβίσῃ καὶ διορθώσῃ. Διὰ τοῦτο καὶ δοκοῦντας καὶ κατεγνωσμένους καὶ ὑποκρινομένους καὶ μὴ ὀρθοποδοῦντας δὲν παραιτεῖται νὰ ὀνομάζῃ αὐτούς»[19].
3. Οἱ νεώτεροι ἑρμηνευτὲς δὲν ἀκολουθοῦν τὴν Ἑρμηνευτικὴ Παράδοση τῶν Ἁγίων Πατέρων.
Μετὰ ἀπὸ τὴν παρατεθεῖσα ἀνάλυση τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου καὶ τῶν μετὰ ταῦτα ἑρμηνευτῶν σχηματίζει κανεὶς σταθερὴ καὶ ἀναμφίβολη γνώμη, ὅτι ἡ ἐπίπληξη τοῦ Παύλου πρὸς τὸν Πέτρο στὴν Ἀντιόχεια δὲν ἦταν ἀληθινὴ ἐπίπληξη καὶ κατηγορία γιὰ κάποια παράβαση, γιὰ κάποιο σφάλμα, γιὰ κακὴ συμπεριφορὰ τοῦ Πέτρου, ἀλλὰ προσχεδιασμένο ἀπὸ τοὺς δύο συμβάν, ὥστε ἐπιτιμωμένου τοῦ Πέτρου, νὰ διορθωθοῦν, ὄχι ὁ Πέτρος, ποὺ δὲν ἦταν «ἀξιόμεμπτος» ἢ «ἀξιοκατάκριτος», ἀλλὰ οἱ ἐλθόντες ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα Ἰουδαΐζοντες. Ἰδιαίτερα μάλιστα γιὰ τὴν φράση «ὅτι κατεγνωσμένος ἦν» οἱ παλαιοὶ ἑρμηνευτὲς δέχονται ὅτι ἦταν κατεγνωσμένος ὁ Πέτρος ὄχι ἀπὸ τὸν Παῦλο, ἀλλὰ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαΐζοντες τῶν Ἱεροσολύμων.
Δυστυχῶς τὰ νεώτερα ἑρμηνευτικὰ ὑπομνήματα καὶ οἱ νεοελληνικὲς μεταφράσεις παρουσιάζουν τὴν ἐπίπληξη τοῦ Πέτρου ὡς ἀληθινὴ καὶ τόν «κατεγνωσμένο» Πέτρο ὡς «ἀξιόμεπτο» καί «ἀξιοκατάκριτο» ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Παῦλο. Ὁ καθηγητὴς Π. Τρεμπέλας γνωρίζει τὴν προηγούμενη ἑρμηνευτικὴ παράδοση καὶ τὴν γνώμη μεγάλων Ἁγίων Πατέρων, ἑρμηνευτῶν καὶ διδασκάλων, ὅπως τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ κ.ἄ., ἀλλὰ τὶς ἀπορρίπτει ἐλαφρᾶ τῇ καρδίᾳ. Γράφει: «Τοῦτο οἱ περὶ τὸν Χ. (Χρυσόστομον) ἐξέλαβον ὡς κατ᾽ ἐπίφασιν γενόμενον. “Σχῆμα ἦν. Εἰ γὰρ ὄντως ἐμάχοντο οὐκ ἂν ἐπὶ τῶν μαθητῶν ἀλλήλοις ἐπετίμησαν· σφόδρα γὰρ ἂν αὐτοὺς ἐσκανδάλισαν”». Παραθέτει καὶ τὴν σαφέστατη ἐκτίμηση τοῦ Ζιγαβηνοῦ, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία «Παρασκεύασεν οὖν ὁ Πέτρος τὸν Παῦλον ἐπιτιμῆσαι αὐτῷ σφοδρῶς ἔμπροσθεν πάντων, ἵνα ὁ ἐπίπλαστος οὗτος ἔλεγχος δικαίαν αὐτῷ παράσχῃ πρόφασιν κατὰ τῶν ἐκ περιτομῆς μαθητῶν». Παρὰ ταῦτα καὶ ἐναντίον ὅλης τῆς προηγουμένης Ἑρμηνευτικῆς Παραδόσεως κρίνει ὁ Τρεμπέλας ὅτι «ἡ ἔκθεσις τοῦ γεγονότος συνηγορεῖ, ὅτι ὁ ἔλεγχος ἦτο πραγματικὸς καὶ οὐχὶ σχῆμα. Καὶ οἱ μεγαλύτεροι ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ἄνδρες ὑπάρχουν περιστάσεις, κατὰ τὰς ὁποίας παρουσιάζονται ὑποκείμενα εἰς τὴν ἀνθρωπίνην ἀσθένειαν»[20].
Καὶ ἐπειδὴ ὁ ἔλεγχος κατὰ τὸν σεβαστὸ κατὰ τὰ ἄλλα καὶ πολυτάλαντο πανεπι-στημιακὸ δάσκαλο ἦταν πραγματικὸς καὶ ὄχι ἐπίπλαστος ἑρμηνεύει στὴν παρά-φραση-μετάφραση τό «κατεγνωσμένος ἦν» ὡς ἀξιοκατάκριτος. Ἦταν λοιπὸν ἄξιος κατακρίσεως ὁ Πέτρος κατὰ τὸν Παῦλο, γι᾽ αὐτὸ καὶ τὸν ἐπέπληξε. Ἔτσι μεταφράζει τὸν στίχο 11!
Κείμενο:
«Ὅτε δὲ ἦλθε Πέτρος εἰς Ἀντιόχειαν κατὰ πρόσωπον αὐτῷ ἀντέστην, ὅτι κατεγνωσμένος ἦν»
Μετάφραση Π. Τρεμπέλα
«Ὅταν δὲ ἦλθεν ὁ Πέτρος εἰς τὴν Ἀντιόχειαν, ἐπὶ παρουσίᾳ του ἀντέστην καὶ διεφώνησα πρὸς αὐτόν, διότι ἦτο ἀξιοκατάκριτος»
Μὲ τὴ μετάφραση βέβαια τοῦ «κατεγνωσμένος» ὡς «ἀξιοκατάκριτος» ὑπάρχει καὶ μεταφραστικό, φιλολογικὸ σφάλμα, διότι εἶναι σαφὲς καὶ εὐνόητο, ὅτι σ᾽ ὅλες τὶς ἐποχὲς οἱ «κατεγνωσμένοι», δηλαδὴ οἱ κατηγορημένοι, οἱ καταδικασμένοι, δὲν κατηγοροῦνται οὔτε καταδικάζονται πάντοτε δίκαια «ἀξίως». Τὸ καταγιγνώσκω σημαίνει ἁπλῶς κατηγορῶ, καταδικάζω καὶ ὄχι κατηγορῶ καὶ καταδικάζω ἀξίως. Ποῦ βρέθηκε καὶ πῶς δικαιολογεῖται τό «ἀξιοκατάκριτος»; Ἡ σωστὴ καὶ οὐδέτερη μετάφραση τοῦ «ὅτι κατεγνωσμένος ἦν» εἶναι: «διότι ἦταν κατηγορημένος» καὶ ὄχι «διότι ἦτο ἀξιοκατάκριτος».
Δὲν εἶναι βέβαια μόνον ὁ καθηγητὴς Τρεμπέλας ποὺ δὲν ἀκολουθεῖ τὴν παλαιὰ ἑρμηνευτικὴ παράδοση τῶν Ἁγίων Πατέρων -καὶ αὐτὸ τὸ κάνει καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα χωρία, ὅπου ἐμφανῶς ἔπρεπε νὰ ἐπιλεγεῖ ἡ πατερικὴ ἑρμηνεία- ἀλλὰ καὶ πολλοὶ ἄλλοι, πρὶν ἀπὸ αὐτὸν καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτόν, ἀβασανίστως ἀλληλοεπηρεαζόμενοι. Παρουσιάζουμε μερικὲς ἑρμηνεῖες νεοελληνικῶν μεταφράσεων τοῦ στίχου 11 μόνον:
Νεόφυτος Βάμβας
«Ὅτε δὲ ἦλθεν ὁ Πέτρος εἰς τὴν Ἀντιόχειαν, ἠναντιώθην εἰς αὐτὸν κατὰ πρόσωπον, διότι ἦτο ἀξιόμεμπτος»
Τῶν Παλαιῶν Τεσσάρων Καθηγητῶν
(Β. Βέλλα, Εὐ. Ἀντωνιάδου, Ἀμ. Ἀλιβιζάτου, Γερ. Κονιδάρη)
«Ὅταν ὅμως ἦλθε ὁ Πέτρος εἰς τὴν Ἀντιόχειαν, τότε κατὰ πρόσωπον ἐναντιώθηκα εἰς αὐτόν, ἐπειδὴ ἦτο ἄξιος κατακρίσεως»
Τῶν τεσσάρων Νέων Καθηγητῶν
(Γ. Γαλίτη, Ἰω. Καραβιδόπουλου, Ἰω. Γαλάνη, Π. Βασιλειάδη)
«Ὅταν ἦρθε ὁ Πέτρος στὴν Ἀντιόχεια, τοῦ ἀντιμίλησα κατὰ πρόσωπο, γιατὶ ἦταν ἀξιοκατάκριτος»
Ἰωάννης Κολιτσάρας
«Ὅταν δὲ ἦλθεν ὁ Πέτρος εἰς τὴν Ἀντιόχειαν, φανερὰ καὶ κατὰ πρόσωπον τοῦ ἀντιστάθηκα καὶ διεφώνησα μαζί του, διότι ἦτο ἀξιόμεμπτος καὶ ἀξιοκατάκριτος»
Νικόλαος Σωτηρόπουλος
«Ὅταν δὲ ὁ Πέτρος ἦλθε στὴν Ἀντιόχεια, τοῦ ἐναντιώθηκα κατὰ πρόσωπο, διότι ἦταν ἀξιοκατάκριτος»
Ἡ Ἐνδεδειγμένη Ἑρμηνεία
«Ὅταν δὲ ἦλθε ὁ Πέτρος στὴν Ἀντιόχεια τοῦ ἐναντιώθηκα κατὰ πρόσωπο (μετὰ ἀπὸ συνεννόηση), διότι ἦταν κατηγορημένος (ἀπὸ τοὺς Ἰουδαΐζοντες)»
Ὡς πρὸς τὶς ἐντὸς παρενθέσεως ἐπεξηγήσεις, ἡ μὲν πρώτη (μετὰ ἀπὸ συνεννόηση) δείχνει ὅτι ἡ ἐπίπληξη ἦταν σχεδιασμένη, πλασματική· ἡ δεύτερη (ἀπὸ τοὺς Ἰουδαΐζοντες)· δείχνει ὅτι ὁ Πέτρος ἦταν κατεγνωσμένος=κατηγορημένος ὄχι ἀπὸ τὸν Παῦλο, ἀλλὰ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαΐζοντες καὶ ἐν πάσῃ περιπτώσει τὸ ἀξιοκατάκριτος καὶ ἀξιόμεμπτος οὔτε φιλολογικὰ δικαιολογεῖται. Καὶ εἰς μὲν τὰ Ὑπομνήματα, ὅπως τοῦ Τρεμπέλα, εἶναι δυνατὸν στὶς ὑποσημειώσεις νὰ ἑρμηνευθοῦν τὰ πράγματα μὲ κάποια σχόλια, ὅπως συνήθως γίνεται, στὶς δὲ νεοελληνικὲς μεταφράσεις, ὅπου δὲν ὑπάρχουν ὑποσημειώσεις, μπορεῖ μὲ ἀστερίσκους στὰ δύσκολα σημεῖα νὰ δίνονται ἐξηγήσεις στὸ τέλος τοῦ βιβλίου, ὅπως ἐπίσης γίνεται.
Ἐπίλογος
Εἶναι ἀπολύτως πειστικὴ θὰ λέγαμε καὶ θεοφώτιστη ἡ ἐπιχειρηματολογία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου γιὰ τὸ ἐπεισόδιο τῆς Ἀντιοχείας. Γιὰ πολλοὺς λόγους, φιλολογικοὺς καὶ πνευματικούς, ὁ ἀναμφισβήτητα καλύτερος ἑρμηνευτὴς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου βρισκόταν πιὸ κοντὰ στὸ πνεῦμα τῶν ὅσων ἔγραφε ὁ Παῦλος ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς ἀπρόσεκτους ἑρμηνευτάς. Δὲν ὑπῆρχε λόγος νὰ ἐπιπλήξει καὶ μάλιστα μὲ τόση σφοδρότητα τὸν Ἀπόστολο Πέτρο, ὁ ὁποῖος μὲ παραδειγματικὴ παρρησία καὶ τόλμη μετὰ τὴν Ἀνάσταση ἀντιμετώπισε τοὺς ἴδιους τοὺς Ἰουδαίους στὰ Ἱεροσόλυμα, ἀλλὰ πρωτοστάτησε ἐκεῖ καὶ στὴν ἐπίλυση τοῦ θέματος τῆς τηρήσεως τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου ἀπὸ τοὺς ἐξ ἐθνῶν Χριστιανοὺς ἔναντι τῶν ἐξ Ἰουδαίων Χριστιανῶν. Θὰ φοβόταν τώρα μακριὰ ἀπὸ τὸ κέντρο τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ στὴν Ἀντιόχεια; Ἄλλωστε καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἶχε ὑποχωρήσει στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ οἰκονόμησε καὶ αὐτὸς τὰ πράγματα ἐκεῖ μὲ τὸ νὰ δεχθεῖ νὰ ὑποβληθεῖ σὲ περιτομὴ ὁ Τιμόθεος, καὶ ὁ ἴδιος σὲ καθαρμοὺς καὶ ἁγνισμούς. Ἦταν λοιπὸν καὶ αὐτός «κατεγνωσμένος»; Συνεννοήθηκαν λοιπὸν οἱ δύο κορυφαῖοι τῶν Ἀποστόλων νὰ γίνει αὐτὸς ὁ ἔλεγχος καὶ ἡ ἐπίπληξη, ὄχι γιατὶ πράγματι ὁ Πέτρος στὴν ἐκτίμηση τοῦ Παύλου ἦταν «κατεγνωσμένος», ἀλλὰ γιὰ νὰ ὠφεληθοῦν οἱ Ἰουδαΐζοντες. Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος, ἡ ὁλοφάνερη δηλαδὴ συνεργασία καὶ συμφωνία τῶν δύο Ἀποστόλων, γιὰ τὸν ὁποῖο σύνολη ἡ ἑρμηνευτικὴ Παράδοση τῶν Ἁγίων Πατέρων ἀκολουθεῖ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο, ὅπως θὰ ἔπρεπε νὰ πράττει καὶ ἡ νεώτερη Ὀρθόδοξη Ἑρμηνευτική, ἡ ὁποία ἐνίοτε προτεσταντίζει καὶ παπίζει. Ὑπάρχουν πολλὰ ἄλλα παραδείγματα, ἐμφανέστερα καὶ χειρότερα, ἑρμηνευτικῶν παρεκκλίσεων.
Ἀπὸ τὴν ἀνάλυση ποὺ κάναμε προκύπτει καὶ ἕνα ἄλλο συμπέρασμα γιὰ τὸ εὐρέως συζητούμενο θέμα τῆς ἀνάγκης νὰ μεταφρασθοῦν τὰ ἁγιογραφικὰ καὶ τὰ ἄλλα κείμενα τῆς λατρείας, μὲ τὸ ἐπιχείρημα ὅτι μὲ τὴ μετάφραση θὰ κατανοοῦν οἱ πιστοὶ τὰ λεγόμενα. Ἡ ἁπλῆ μετάφραση, χωρὶς ἑρμηνεία καὶ ἀνάλυση, βοηθάει ἐλάχιστα στὴν κατανόηση. Ἑπομένως τὰ ἑρμηνευτικὰ κηρύγματα καὶ μαθήματα ἀποτελοῦν τὴ λύση στὸ πρόβλημα τῆς κατανοήσεως καὶ ὄχι οἱ μεταφράσεις, ὅπως ἐν ἐκτάσει ἀναλύσαμε τὸ θέμα τῶν μεταφράσεων στὶς ποικίλες διαστάσεις του σὲ κυκλοφορηθὲν πρὸ ἐτῶν βιβλίο μας[21].
[1]. Ὑπόμνημα εἰς τὴν Πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολήν, κεφ. Α´, PG 61, 613: «Οἱ γὰρ περὶ Πέτρον καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην ταῦτα, φησίν, οὐ κωλύουσιν, οἱ πρῶτοι τῶν Ἀποστόλων, οἱ μετὰ Χριστοῦ γενόμενοι. Καὶ ἀληθῶς οὐκ ἐκώλυον, ἀλλ᾽ οὐ δογματίζοντες τοῦτο ἐποίουν, ἀλλὰ τῇ ἀσθενείᾳ συγκαταβαίνοντες τῶν ἐξ Ἰουδαίων πιστευόντων. Ὁ δὲ Παῦλος εἰς τὰ ἔθνη κηρύττων, οὐ χρείαν εἶχε τῆς συγκαταβάσεως ταύτης. Ὅτε οὖν ἐν Ἰουδαίᾳ γέγονε, καὶ αὐτὸς τῇ συγκαταβάσει ἐχρήσατο ταύτῃ».
[2]. Πράξ. 21, 15-26.
[3]. Πράξ. 16, 3.
[4]. Γαλ. 2, 3-5.
[5]. Παρὰ Π. Τρεμπελα, Ὑπόμνημα εἰς τὰς Ἐπιστολὰς τῆς Κ. Διαθήκης, Ἀθῆναι 2003, τομ. Β´, σελ. 23.
[6]. Γαλ. 2, 11-13.
[7]. Β´ Πέτρου 3, 15-16.
[8]. Δὲν ἀγνοοῦμε τὴν ἀπόρριψη τῆς γνησιότητος τῆς Ἐπιστολῆς ἐκ μέρους Προτεσταντῶν κυρίως ἐρευνητῶν καὶ κάποιων Παπικῶν. Ἁπλῶς δὲν τὴν λαμβάνουμε ὑπ᾽ ὄψιν.
[9]. Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδωρου Ζηση, Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Πατερικὴ Θεώρηση, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 9 ἑἑ.
[10]. Ὑπόμνημα εἰς τὴν Πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολήν, κεφ. Β´, 4, PG 61, 640.
[11]. Αὐτόθι.
[12]. Αὐτόθι 641.
[13]. Αὐτόθι 5, PG 61, 641-642.
[14]. Αὐτόθι 6, PG 61, 643.
[15]. Ὑπόμνημα εἰς τὴν Πρὸς Γαλάτας PG 118, 1112.
[16]. Εἰς Ἐπιστολὴν Πρὸς Γαλάτας Ἑρμηνεία, κεφ. Β´ PG 95, 785-788.
[17]. Ὑπόμνημα εἰς τὴν Πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολήν, κεφ. Γ´, PG 118, 1109-1113.
[18]. Ἐξήγησις τῆς τοῦ Ἁγίου Παύλου Πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολῆς, κεφ. Β´, PG 124, 976-977.
[19]. Ὁσίου Νικοδημου Αγιορειτου, Ἑρμηνεία εἰς τὰς ιδ´ ἐπιστολὰς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, Ἐκδόσεις «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1990, τόμ. Β´, σελ. 268-278, ἡ ὑποσημ. γιὰ τὸν Μ. Φώτιο σελ. 269.
[20]. Π. Τρεμπελα, ἔνθ᾽ ἀνωτ., σελ. 27.
[21]. Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδωρου Ζηση, Πρέπει νὰ μεταφρασθοῦν τὰ λειτουργικὰ κείμενα; Νεοβαρλααμισμὸς ἡ «Λειτουργικὴ Ἀναγέννηση», Θεσσαλονίκη 2003.