Το 1963 ό Ευγένιος ανέλαβε να γράψει ένα δοκίμιο για το έργο του Ντοστογιέφσκι «Μέγας Ιεροεξεταστής» και για το «νέο χριστιανισμό» της Ρώμης. Άντλησε το υλικό του απ’ όσα είχε ήδη γράψει για το κεφάλαιο του βιβλίου του, πού ήταν ομότιτλο «Νέος Χριστιανισμός», Τελειώνοντας, σχεδίαζε να στείλει το δοκίμιο στον πατέρα Κωνσταντίνο με την ελπίδα ότι θα εκδοθεί. Μερικές εκατοντάδες σελίδες γράφτηκαν και ξαναγράφτηκαν έτσι ούτε αυτό το δοκίμιο ολοκληρώθηκε ποτέ, εξαιτίας των αλλαγών στη ζωή του.
Στον εισαγωγικό μέρος του δοκιμίου, ό Ευγένιος σκιαγράφησε τις αρχές της βασιλείας του αντίχριστου, όπως περιγράφονται στα κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας και στα έργα των Ορθοδόξων συγγραφέων Σολόβιεφ και Ντοστογιέφσκι.
Ή θρησκεία του «Μεγάλου Ιεροεξεταστή» του Ντοστογιέφσκι – έγραψε – «είναι ή θρησκεία του επίγειου άρτου, των υλικών αγαθών. Έχει ένα κεντρικό δόγμα: ή ευημερία του άνθρωπου ο’ αυτόν τον κόσμο είναι το μόνο κοινό και αναγκαίο θρησκευτικό μέλημα όλων των ανθρώπων.
Για όποιον έχει την ικανότητα να διακρίνει την διαφορά, ένας τέτοιος ανθρωπισμός μοιάζει πράγματι με ευτελές υποκατάστατο του Χριστιανισμού- όμως δεν είναι κατά κανένα τρόπο επιφανειακός. Απηχεί ορισμένα απ’ τα υψηλότερα ανθρώπινα αισθήματα και ή λογική του – από την στιγμή πού κάποιος δεχτεί την πρωταρχική βάση του συλλογισμού – είναι ακαταμάχητη. Στην πραγματικότητα, αποτελεί το ευφυέστερο και πιο περίτεχνο υποκατάστατο για το Χριστιανισμό πού επινοήθηκε ποτέ».
Ή θρησκεία του «Μεγάλου Ιεροεξεταστή», όπως ισχυρίστηκε ό Ευγένιος, δανείζεται θεμελιώδεις χριστιανικές άξιες – την ειρήνη, την αδελφοσύνη, την ενότητα, την αγάπη – και τις διαστρεβλώνει για να εξυπηρετήσουν την προώθηση αμιγώς επίγειων στόχων. Δεν καταργεί ανοικτά το Χριστιανισμό, απλώς τον επανερμηνεύει και μάλιστα τόσο διεξοδικά, ώστε ειλικρινείς Χριστιανοί οδηγούνται να εργαστούν για τούς ίδιους στόχους, όπως εκκοσμικευμένοι ιδεαλιστές οι όποιοι επιζητούν να οικοδομήσουν το δικό τους ουράνιο βασίλειο, εδώ στη γη.
Ό Ευγένιος ταύτισε τον εγκόσμιο ιδεαλισμό της σύγχρονης εποχής – απ’ όπου κι ανέλαβε προέρχεται: από «χριστιανούς», αποκρυφιστές, κομμουνιστές, ή Δυτικούς με κοσμικό φρόνημα – με μια μορφή της αρχαίας αίρεσης ή οποία ονομάζεται χιλιασμός.
Ό χιλιασμός, εκτός από το θεολογικό ορισμό του ως συγκεκριμένη χριστιανική αίρεση, (οι χιλιαστές πιστεύουν ότι ό Χριστός θα έρθει σύντομα στη γη και θα βασιλέψει εδώ μαζί με τούς άγιους Του για χίλια χρόνια, πριν από το τέλος του κόσμου) , αναφέρεται γενικότερα σε οποιαδήποτε έκκοσμικευμένη πίστη προς κάποια μελλοντική εποχή τέλειας ειρήνης και ουράνιας ευλογίας στη γη.
Ό χιλιασμός – μαζί με το μηδενισμό, του οποίου την «πιο φωτεινή πλευρά» εκφράζει – είναι το κλειδί για την κατανόηση του πνεύματος τής εποχής, διότι είναι το κομβικό σημείο γύρω απ’ το όποιο πολλά ανόμοια στοιχεία θα ενωθούν.
Στις διακηρύξεις τής σύγχρονης ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, ό Ευγένιος είδε τις πιο προφανείς ενδείξεις ενός «αναπροσανατολισμού» των χριστιανικών άξιών προς την κατεύθυνση του έκκοσμικευμένου χιλιασμού.
Ανέφερε χαρακτηριστικά την έκκληση του πάπα Ιωάννη του XXIII προς τους Ορθοδόξους Χριστιανούς να υπακούσουν στον «πνεύμα των καιρών» και την αξιοσημείωτη δήλωσή του ότι: «ή φωνή των καιρών είναι ή φωνή του Θεού». Επεσήμανε τα χλευαστικά σχόλια του πάπα απέναντι στην ιδέα ότι το τέλος του κόσμου μπορεί να πλησιάζει και την διεξοδική, απεναντίας, προσπάθειά του να αναπτύξει το δόγμα για μία επικείμενη «νέα τάξη στις ανθρώπινες σχέσεις».
Αντιπαραθέτοντας την βιβλική εντολή «μη αγαπάτε τον κόσμον μηδέ τα εν τω κόσμω» (Α’ Ιωάννου, 2:15), ό Ευγένιος παρέπεμψε στα λόγια του πάπα Παύλου του VI: «Θα αγαπάμε την εποχή μας, τον πολιτισμό μας, την τεχνική επιστήμη μας, την τέχνη μας, τον αθλητισμό μας, τον κόσμο μας». Όπως ακριβώς αυτό το εγκόσμιο αίσθημα οικουμενικής αισιοδοξίας είναι μια νοθευμένη μορφή αγάπης, αλλοιωμένη σε σχέση με την αληθινή Χριστιανική αγάπη, έτσι και ή αντίληψη του λεγόμενου «νέου χριστιανισμού» περί ενότητας, είναι μια εξωτερική απλώς απομίμηση της πνευματικής και εσωτερικής ενότητας των πιστών, για την οποία μίλησε ό Κύριος.
Ό πάπας Ιωάννης ό XXIII θριαμβολογούσε, μιλώντας για την «ενότητα στην εκτίμηση και το σεβασμό απέναντι στην Καθολική Εκκλησία, πού ζωογονεί όσους ακολουθούν μη-Χριστιανικές θρησκείες».
Υπό το φώς αυτής της δήλωσης, ό Ευγένιος συμπέρανε: «Αν ή ανθρωπότητα καταφέρει πραγματικά, όπως ισχυρίζεται ή Ρώμη, να φτάσει σε μια ορατή θρησκευτική αρμονία επί της γης, αναμφίβολα αυτό δε θα έχει να κάνει με μια κοινή Χριστιανική Πίστη, αλλά με κάποια συμφωνία τέτοιας μορφής βασισμένη στην ανοχή και το σεβασμό».
«Ό ανθρωπιστικός ιδεαλισμός» – εξήγησε ό Ευγένιος – «είναι ότι απομένει από το χριστιανισμό, όταν συγκεκριμένα ή Χριστιανική Αλήθεια έχει εκλείψει από αυτόν. Είναι το κοινό έδαφος στον όποιο Χριστιανοί και μη-χριστιανοί μπορούν να συνυπάρξουν σε ενότητα διότι ακριβώς επειδή πήγασε από το Χριστιανισμό και άντλησε από το Χριστιανικό δόγμα τις ειδικές αρχές του, έχει ακόμα απήχηση σε οποιονδήποτε πιστεύει πρώτα στον άνθρωπο και στην επίγεια ευτυχία. Καθένας ό όποιος αποδέχεται αυτό το δόγμα, μπορεί να του δώσει οποίο νόημα θέλει. Οι Χριστιανοί μπορεί να βρουν σ’ αυτό την επίγεια όψη ενός δόγματος το όποιο, στην πληρότητά του, μιλά επίσης και για τον Παράδεισο- οι μη-χριστιανοί μπορούν να εντοπίσουν εκεί, ένα δόγμα για τον άνθρωπο και για μια «ανώτερη πραγματικότητα» πού δεν παραβιάζει τις δικές τους συγκεκριμένες ιδέες για το τί υπάρχει πάνω απ’ τον άνθρωπο και πέρα απ’ αυτόν τον κόσμο και οι αντιχριστιανικοί μπορούν να βρουν σ’ αυτό, μια έκφραση παγκόσμιας σοφίας ή οποία εξαντλεί από μόνη της τις θρησκευτικές ανάγκες του ανθρώπου.
Έτσι, με αυτόν τον τρόπο, ή Ρώμη μπορεί να γίνει ό δάσκαλος της ανθρωπότητας και ή πηγή του οίκουμενιστικού ανθρωπισμού τον όποιον «κάθε καλοπροαίρετος άνθρωπος «μπορεί ν’ αποδεχτεί, χωρίς να αποδέχεται και τη συγκεκριμένη Χριστιανική Πίστη από την οποία προήλθε».
Δύο χρόνια αφότου ό Ευγένιος έγραψε τα παραπάνω, στις 4 Οκτωβρίου 1965, ό πάπας Παύλος VI έκανε μία πρωτοφανή για τα ιστορικά δεδομένα προσφώνηση ενώπιον των Ηνωμένων Εθνών. Το γεγονός επαλήθευε τα όσα είχε πει ό Ευγένιος στον Γκλέμπ για τα Ηνωμένα Έθνη το 1961, την ημέρα πού συναντήθηκαν για πρώτη φορά.
«Αν εξετάσουμε την προσφώνηση του πάπα στα Ηνωμένα Έθνη»- έγραψε ό Ευγένιος – «αποκαλύπτεται ένα πολύ σπάνιο γεγονός: δεν αναφέρεται καθόλου κατά την διάρκειά της ό σκοπός της Εκκλησίας του Χριστού, ενώ το όνομα του Χριστού ακούγεται μόνο μια φορά κι αυτό, σε μια αμφιλεγόμενη πρόταση στον τέλος. Ίσως να θεωρείται δεδομένο ότι το κοινό γνωρίζει τί εκπροσωπεί ό πάπας- πράγματι είπε: “Γνωρίζετε την αποστολή μας”. Παρακάτω όμως, διευκρινίζοντας την “φιλοδοξία” της εκκλησίας της Ρώμης, ό πάπας περιορίστηκε να πει ότι (ή Εκκλησία) εύχεται να είναι “μοναδική και παγκόσμια” – “στην πνευματική σφαίρα!”
»Μόνο για ένα λεπτό στην προσφώνησή του, έμοιαζε σαν να ετοιμαζόταν να πει ένα λόγο γνήσιου Χριστιανισμού. Αναφερόμενος στην εντολή του Κυρίου προς τούς αποστόλους Του να «πάνε και να μεταδώσουν το χαρμόσυνο μήνυμα σε όλους τούς λαούς», ό πάπας ανακοίνωσε ότι πραγματικά είχε ένα «χαρμόσυνο μήνυμα» για «όλους τούς λαούς» οι όποιοι εκπροσωπούνται στα Ηνωμένα Έθνη. Για τούς Χριστιανούς, αυτό μπορεί να σημαίνει μόνον ένα πράγμα: το χαρμόσυνο άγγελμα της σωτηρίας, της αιώνιας ενότητα Θεώ ζωής. Ό πάπας ωστόσο είχε ένα διαφορετικό μήνυμα, πού εξέπληξε: “θα μπορούσαμε να πούμε ότι το μήνυμά μας είναι… μια μεγαλειώδης ηθική επικύρωση του υψηλού αυτού θεσμού» αυτό προσφέρει η Ρώμη σήμερα στη θέση του Χριστιανικού Ευαγγελίου!…
»Τα ιδανικά του πάπα δεν προέρχονται από τον Κύριό μας, ούτε από τους Αποστόλους και τους Πατέρες της Εκκλησίας του Χριστού, αλλά από τούς φαντασιόπληκτους ορθολογιστές της μοντέρνας εποχής οι όποιοι έχουν αναβιώσει την αρχαίας αίρεση του χιλιασμού – το όνειρο μιας επίγειας χιλιετίας (millenium). Αυτή ή αίρεση φάνηκε σαφώς, στην έκκληση του πάπα για μια «νέα εποχή» («new age») της ανθρωπότητας και για μια «νέα ιστορία – ειρηνική, αληθινά ανθρώπινη ιστορία, όπως την υποσχέθηκε ό Θεός στους καλοπροαίρετους ανθρώπους». Ή Εκκλησία του Χριστού ποτέ δεν δίδαξε αυτό το περίεργο δόγμα είναι ωστόσο ένα από τα θεμελιώδη δόγματα του ελευθεροτεκτονισμού, του αποκρυφισμού και πολυάριθμων άλλων σεκτών, ακόμη και (χωρίς αναφορά στον Θεό) του μαρξισμού. Ό πάπας χαιρετίστηκε από τον Τύπο ως «προφήτης», επειδή υιοθέτησε αυτή την σεκταριστική φαντασίωση στον κύριο σώμα του λατινικού δόγματος.
ΒΙΒΛ. Π. ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΡΟΟΥΖ Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΤΟΜΟΣ Α