Ὁ ἅγιος Ἰωάννης, ὁ Πρόδρομος καὶ Βαπτιστὴς τοῦ Κυρίου, ἐτελείωσε μαρτυρικὰ τὴ ζωή του μὲ ἀποκεφαλισμό.
Ὁ θάνατός του ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς ἐμμονῆς τοῦ Ἡρώδη στὴν τήρηση ἑνὸς ὅρκου, μὲ τὸν ὁποῖο δεσμεύτηκε ἀπέναντι στὴ Σαλώμη, κόρη τῆς Ἡρωδιάδας. Θεώρησε ἀπόλυτη τὴ δέσμευσή του αὐτὴ καὶ δὲν θέλησε νὰ ἐκτεθεῖ στὰ μάτια τῶν προσκεκλημένων του ἀθετώντας την, ἔστω κι ἂν λυπήθηκε ποὺ ἦταν ὑποχρεωμένος νὰ τὴν τηρήσει (Μάρκ. 6, 17-29).
Τὸ ἐρώτημα εἶναι: Ἔπρεπε ὁ Ἡρώδης νὰ τηρήσει τὸν ὅρκο του ἢ ὄχι; Πόσο δεσμευτικὸς εἶναι ἕνας ὅρκος ποὺ ἔρχεται εὐθέως σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ;
Ἐδῶ μπαίνει τὸ θέμα τῆς σωστῆς τήρησης τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ. Γιὰ νὰ μᾶς βοηθήσει σ’ αὐτὸ ἡ Ἁγία Γραφή, ἐφιστᾶ τὴν προσοχή μας στὸ νὰ ἀναζητοῦμε τὸ πνεῦμα τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὸ νὰ τηροῦμε. Νὰ μὴ μένουμε προσκολλημένοι στὸ γράμμα. Ἔτσι ὁ ἀπόστολος Παῦλος μιλάει γιὰ μιὰ σαρκικὴ περιτομή, ποὺ γίνεται κατὰ τὸ γράμμα τοῦ νόμου, ἀλλὰ ἀπὸ μόνη της εἶναι οὐσιαστικὰ ἀνώφελη, δὲν ἀρκεῖ νὰ ἀναγεννήσει πραγματικὰ τὸν ἄνθρωπο. Γι’ αὐτὸ παράλληλα μιλάει καὶ γιὰ μιὰ πνευματικὴ περιτομὴ τῆς καρδιᾶς, ἀχειροποίητη (ἀφαίρεση-κάθαρση τῶν παθῶν, τῆς ἁμαρτίας), ποὺ ἀναδεικνύει τὸν ἄνθρωπο ἀληθινὸ τηρητὴ τοῦ θείου νόμου (Ρωμ. 2, 25-29· Κολ. 2, 11-13) καὶ ὄχι «ἀπερίτμητον τῇ καρδίᾳ» (Ἱεζ. 44, 7).
Ὁ Θεὸς ἔκανε μαζί μας μιὰ νέα διαθήκη, γιὰ νὰ ἐμφυσήσει μέσα μας ἕνα διαφορετικὸ πνεῦμα. Μᾶς καλεῖ νὰ γνωρίσουμε ποιὸ εἶναι τὸ δικό του πνεῦμα, αὐτὸ ποὺ τὸν ἐκφράζει πραγματικὰ (Λουκ. 9, 55). Τηρώντας μὲ ἀκρίβεια, κατὰ γράμμα, τὸν νόμο, μπορεῖ νὰ διαπράξουμε τὶς μεγαλύτερες ἀδικίες. Γι’ αὐτὸ ἡ νέα διαθήκη τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι διαθήκη «γράμματος, ἀλλὰ πνεύματος· τὸ γὰρ γράμμα ἀποκτέννει, τὸ δὲ πνεῦμα ζωοποιεῖ» (Β΄ Κορ. 3, 17). Ὅταν γνωρίσουμε τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, μπαίνουμε σ’ ἕνα χῶρο ἐλευθερίας, ὅπου δὲν ἔχει θέση καμμιὰ δουλικὴ ὑποταγὴ στὸ νεκρὸ γράμμα νομικῶν σχημάτων (Β΄ Κορ. 3, 17). Ὁ νόμος δὲν ἔχει δοθεῖ οὔτε εἶναι ἀναγκαῖος ἄλλωστε γιὰ τὸν δίκαιο ἄνθρωπο (Α΄ Τιμ. 1, 9).
Ἔτσι λοιπὸν δὲν μπορεῖ κανένας νὰ ὀχυρώνεται πίσω ἀπὸ τὸ γράμμα τοῦ θείου νόμου, ὅταν καταστρατηγεῖ τὸ πνεῦμα καὶ τὸ ἀληθινὸ περιεχόμενο τοῦ νόμου αὐτοῦ.
Ἕνας ἄνθρωπος ζήτησε ἀπὸ κάποιον γέροντα νὰ μεσολαβήσει ἀνάμεσα σ’ αὐτὸν καὶ τὸν ἀδελφό του, γιατὶ εἶχαν μαλώσει. Ὁ γέροντας κάλεσε τὸν ἄλλον ἀδελφὸ καὶ προσπάθησε νὰ τὸν πείσει νὰ εἰρηνεύσει μὲ τὸν ἀδελφό του. Ἐκεῖνος ὅμως ἀντέδρασε λέγοντας:
– Δὲν μπορῶ νὰ συμφιλιωθῶ μαζί του, γιατὶ ὁρκίστηκα στὸ σταυρὸ νὰ μὴν τὸ κάμω».
Χαμογέλασε ὁ γέροντας καὶ τοῦ λέει:
– Δηλαδὴ εἶπες: Μὰ τὸν τίμιο σταυρό, Χριστέ, δὲν θὰ φυλάξω τὶς ἐντολές σου, ἀλλὰ θὰ κάμω τὸ θέλημα τοῦ ἐχθροῦ σου τοῦ διαβόλου».
Καὶ τοῦ δίδαξε πόσο σημαντικὴ εἶναι ἡ μετάνοια καὶ ὄχι ἡ τήρηση ἑνὸς ἄνομου ὅρκου (Ἰω. Μόσχου, Λειμών, 216).
Τέτοιοι ὅρκοι πρέπει νὰ σπᾶνε ἀμέσως καὶ νὰ συμμορφώνεται ὁ ἄνθρωπος ὁλόψυχα μὲ τὸ ἀληθινὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὁ Ἡρώδης, ἂν εἶχε τὸ ἴδιο πνεῦμα, δὲν θὰ ἔμενε προσκολλημένος στὸ γράμμα τοῦ νόμου. Δὲν θὰ φοβόταν νὰ ἀθετήσει τὸν ἄνομο ὅρκο του.
Ὄχι λοιπὸν προσχήματα εὐλαβείας, ἀλλὰ ἀληθινὴ μετάνοια καὶ γνήσια ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
π. Δημητρίου Μπόκου
(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 373, Αὔγ. 2014)