Οἱ μακαριστοί Γέροντες Ἡσαΐας καί Φιλάρετος οἱ Καυσοκαλυβίτες*
Ἀπό τά πολλά ἀξιόλογα πού θά μποροῦσε νά θυμηθεῖ καί νά ἀναφέρει κανείς ἀπό τήν σκητιωτική ζωή τῶν δύο αὐτῶν Γερόντων, σταχυολογοῦμε ταπεινῶς καί υἱϊκῶς λίγα ἀμάραντα ἄνθη, σάν προσφορά εὐώδους θυμιάματος ἤ ἄναμμα κεριοῦ στά μνήματά τους πού εἶναι δίπλα δίπλα, ὅπως δίπλα δίπλα μέ τούς ἄλλους συνασκητές τους ἀντιμετώπισαν ὅλες τίς δυσκολίες τῆς μοναχικῆς ζωῆς καί ὕφαναν τό περιούσιο ἐργόχειρο τῆς ψυχῆς τους στόν πλέον ἀπομακρυσμένο μοναστικό οἰκισμό τοῦ Ἁγιωνύμου Ὄρους, τήν ἁγιοτόκο Σκήτη Ἁγ. Τριάδος Καυσοκαλυβίων.
Ὁ Γέρων Ἡσαΐας (1917-2002) καταγόταν ἀπό τή Λήμνο καί ἀπό τότε πού γεννήθηκε (τέλη τοῦ 1917) ἀντίκρυζε ἀπό τό νησί του τήν ἀπέναντι κορυφή τοῦ Ἄθω – τόπο γιά τόν ὁποῖο τόσα ἄκουγε ἀπό τούς συμπατριώτες του πού ἔχοντας ἐμπορικούς λόγους τόν ἐπισκέπτονταν συχνά. Ἦλθε στά Καυσοκαλύβια τό 1945 γιά νά γίνει μοναχός. Τό εἶχε ὑποσχεθεῖ ἄλλωστε στήν Κυρία Θεοτόκο, τέσσερα χρόνια πρίν, κατά τρόπο θαυμαστό. Βρισκόταν στίς γνωστές μάχες τοῦ Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου πού ἔγιναν στά φημισμένα ὀχυρά τῆς γραμμῆς Μεταξᾶ, στό Ρούπελ. Ἡ μάχη ἦταν κρίσιμη καί κινδύνευε ἡ ζωή ὅλων τῶν μαχητῶν. Καί ἦταν τότε πού ὁ Βασίλειος ὑποσχέθηκε στήν Παναγία ὅτι θά γίνει μοναχός στό Περιβόλι της ἄν τόν γλύτωνε ἀπό τόν αἰφνίδιο θάνατο τοῦ πολέμου.
Στά 1947 κείρεται μοναχός στήν Καλύβη τοῦ Ἁγ. Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου ἀπό τόν γέροντά του Συμεών μοναχό. Καί ἦταν εὐλογία Θεοῦ πού ἀνέθεσε τήν ὑπόθεση τῆς σωτηρίας του στή χαρισματική αὐτή μορφή. Πραγματικός ἀσκητής ὁ γερο Συμεών εἶχε πολλές ἀπό τίς ἀρετές τῶν παλαιῶν Πατέρων · τήν ἀκτημοσύνη, τήν προσευχή, τά δάκρυα, τήν ἀλουσία, τή νηστεία. Στό τέλος, ὁ Θεός τόν ἀξίωσε νά προγνωρίσει τό θάνατό του, ἕνα χρόνο πρίν τήν ἡμέρα τῆς τελευτῆς του, κατά τήν ἑορτή τοῦ Ἁγ. Συμεών, τό 1987. Καί πράγματι, τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς του καί Πανηγύρεως τῆς Καλύβης, στίς 12 Μαρτίου τοῦ 1988, ἄφησε τήν τελευταία του ἀσκητική πνοή. Καί ἦταν φυσικό, ὁ γερο Ἡσαΐας, σάν καλός ὑποτακτικός, νά ἀφομοιώσει στή βιοτή του πολλά ἀπό τά χαρίσματα τοῦ γέροντά του. Ποτέ, ὅπως κι ἐκεῖνος, στά 57 χρόνια πού ἄναβε τά κανδήλια στό ταπεινό καί ἀπέριττο ἐκκλησάκι τῆς Καλύβης, δέν βγῆκε ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, ὑπομένωντας καρτερικά ἀσθένειες καί ἄλλα δεινά. Πάντα εἶχε ἕνα καλό λόγο νά πεῖ γιά τόν καθένα · λόγο πού στήριζε, πού παρηγοροῦσε καί παραμυθοῦσε, προσέχοντας συνάμα πολύ τήν κατάκριση.
Τήν προπαραμονή τῆς Πεντηκοστῆς πού πανηγυρίζει ἡ Σκήτη μας, τό ἔτος 2002, ὅταν σήμανε πένθιμα ἡ μεγάλη καμπάνα τοῦ Κυριακοῦ γιά τόν τελευταῖο ἀσπασμό μέ τόν γερο Ἡσαΐα, ἤμασταν ὅλοι ἐκεῖ.
Μέ πόνους καί μέ βάσανα ξεκίνησε ἡ ζωή τοῦ Γέροντος Φιλαρέτου (1920-2003), στίς Κυδωνίες (Ἀϊβαλί) τῆς ἁγιοτόκου Μικρᾶς Ἀσίας, καθώς ἦταν δύο ἐτῶν ὅταν ξεριζώθηκε ἡ οἰκογένειά του, τό 1922, μέ τίς γνωστές συνθῆκες πού ἐπικράτησαν κατά τή Μικρασιατική καταστροφή πού ἦταν ἡ μεγαλύτερη συμφορά τοῦ Ἑλληνισμοῦ μετά τήν Ἄλωση τῆς Κωνσταντινούπολης. Κάποτε στήν Ἀθήνα πού φιλοξένησε τήν προσφυγική του οἰκογένεια, δύο φορές πού ἀρρώστησε βαρειά καί πῆγε στό νοσοκομεῖο, μιά μαυροφορεμένη καί ἄγνωστη σ’ αὐτόν γυναίκα τόν ἐπισκέφθηκε- ἡ ἴδια καί τίς δύο φορές – καί τοῦ εἶπε νά φύγει ἀπ’ ἐκεῖ καί νά πάει στό Σιμωνοπετρίτικο μετόχι τῆς Ἀναλήψεως στό Βύρωνα. Ἐκεῖ ὅταν τελικά πῆγε, ἔμαθε καί ἀρκετά ψαλτικά. Μά κι ἐκεῖ, πάλι κάποιος ἄγνωστός του τόν προέτρεψε νά γίνει μοναχός.
Στό μετόχι γνωρίστηκε μέ τόν μετέπειτα γέροντά του, τό μοναχό Ἀθανάσιο Καυσοκαλυβίτη πού διακονοῦσε ἐκεῖ ὡς ἐπίτροπος ἀπό τό 1937 ἕως τό 1940, ὁπότε ἐπέστρεψε στή μετάνοιά του. Ἀργότερα, στά 1947 ἔφθασε καί ὁ γερο Φιλάρετος στά Καυσοκαλύβια, στή Καλύβη τοῦ Ἁγ. Παχωμίου τοῦ Μεγάλου. Ὁ γέροντάς του προερχόταν ἀπό τή ὀνομαστή καυσοκαλυβίτικη συνοδία τῶν Ἰωασαφαίων, πού ἦσαν κι αὐτοί Μικρασιάτες. Ἐκεῖ ἔμαθε τήν ἁγιογραφία πού τήν δίδαξε μέ τή σειρά του στόν ὑποτακτικό του Φιλάρετο μοναχό.
” Ἦταν πολύ σκληρός καί αὐστηρός ὁ Γέροντας ! ” μᾶς ἔλεγε συχνά ὁ γερο Φιλάρετος. Μεγάλη ἡ αὐστηρότητα τοῦ γέροντα Ἀθανασίου, μεγάλη ὅμως καί ἡ ὑπομονή τοῦ μακαρίτη στά 15 χρόνια πού ἔζησε μαζί μέ τόν γέροντά του. “Ζωντανός” ἄνθρωπος ὁ γερο Φιλάρετος, πάντα χαμογελαστός, αὐθόρμητα αἰσιόδοξος, ἕτοιμος κάθε στιγμή γιά τίς χαριτωμένες αὐτοσχέδιες στιχομυθίες, πού εἶχε τή μοναδική ἱκανότητα νά συνθέτει πρός τέρψιν τῶν ἀκροατῶν του. Ἐκοιμήθη σέ νοσοκομεῖο ὅπου νοσηλευόταν ἐπί ἕνα μήνα, ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς του, τοῦ Ἁγ. Φιλαρέτου ( μέ τό ἐκτός Ἁγ. Ὄρους ἡμερολόγιο, μιά πού βρισκόταν ἐκτός Ἁγ. Ὄρους), τό Νοέμβριο τοῦ 2003.
Καί οἱ δύο μακαριστοί γεροντάδες ἦρθαν ἴδια ἐποχή στή Σκήτη, ἔζησαν τά ἴδια χρόνια, στίς ἴδιες δύσκολες βιοποριστικές συνθῆκες. Ἀντίκρυζαν τήν ἴδια φουρτουνιασμένη θάλασσα πού ἀπομόνωνε τόν ἀγαπημένο τόπο τοῦ Φώτη Κόντογλου γιά πολλές μέρες ἀπό τό ὑπόλοιπο Ὄρος · κάτι πού συμβαίνει καί σήμερα. Ἀνέβαζαν στήν πλάτη, μέ τούς ἴδιους κόπους τά ἀναγκαῖα ἀπό τόν ἀρσανά, μιά πού παλαιότερα στή Σκήτη δέν εἶχαν ὑποζύγια. Ὁ γερο Φιλάρετος μᾶς διηγόταν πόσες φορές ἐπέστρεψαν μαζί μέ ἄλλους Πατέρες ἀπό τή Δάφνη, ὅπου εἶχαν πάει νά διακινήσουν τά ἐργόχειρά τους μετά ἀπό ἑπτά ὧρες κοπιαστικῆς πορείας. Μαζί συμψάλλανε στίς κατανυκτικές ἀγρυπνίες ἐξήντα χρόνων, στό σεπτό Κυριακό ναό τῆς Ἁγ. Τριάδος. Μαζί στίς παγγενιές τῆς Σκήτης, πού τότε ἦταν ἕνα ἀπό τά χαρακτηριστικά τῆς σκητιωτικῆς ζωῆς. Μαζί – εὐχόμαστε ὁλόψυχα – καί στόν Παράδεισο !
Τῶν μακαριστῶν Γερόντων Ἡσαῒου καί Φιλαρέτου τῶν μοναχῶν, αἰωνία ἡ μνήμη !
* Τό κείμενο δημοσιεύθηκε στό περιοδ. Πρωτᾶτον 97 (2005), σ. 384-387.
Αναρτήθηκε από Theo στις Τετάρτη, Οκτωβρίου 05, 2011