«Ἐμπειρικὴ Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὶς προφορικὲς παραδόσεις τοῦ π. Ἰ. Ρωμανίδη» Τόμος Β΄. Τοῦ Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου καὶ Ἁγ. Βλασίου Ἰεροθέου.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας στὰ συγγράμματά τους ἀποκάλεσαν τὴν λογικὴ ἐνέργεια «λόγο» καὶ τὴν νοερὰ ἐνέργεια «νοῦ». Ἔτσι, σὲ πολλὰ πατερικὰ ἔργα συναντοῦμε τοὺς ὅρους «λόγο» καὶ «νοῦ». «Ὅταν διαβάσει κανεὶς τοὺς Πατέρες, κυρίως τοὺς Ἀλεξανδρινούς, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Μακαρίου Αἰγυπτίου, ὅπως καὶ τὸν Διονύσιο τὸν Ἀρεοπαγίτη, γίνεται συνέχεια λόγος περὶ λόγου καὶ νοῦ». Βέβαια, ἡ λέξη «νοῦς» συγγενεύει ἐτυμολογικὰ μὲ τὴν λέξη «διάνοια» καὶ ἐνῶ οἱ δύο αὐτὲς λέξεις ταυτίζονται σχεδὸν σημασιολογικά, ἐν τούτοις οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἔκαναν τὴν διάκριση μεταξὺ νοῦ καὶ διάνοιας-λόγου, γιὰ νὰ ἐκφράσουν τὴν ἐμπειρία ποὺ εἶχαν ἀποκτήσει μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ.
«Στὴν νεοελληνικὴ φιλοσοφία λόγος καὶ νοῦς εἶναι τὸ ἴδιο πράγμα. Ὁπότε, ἅμα λέμε…
λογικὴ ἐνέργεια ἢ νοερὰ ἐνέργεια, οἱ περισσότεροι ποὺ διαβάζουν τοὺς Πατέρες λένε τὸ ἴδιο πράγμα εἶναι».
Σύγχυση δημιουργεῖται καὶ μὲ τὴν μετάφραση τῶν νηπτικῶν κειμένων σὲ ἄλλες γλῶσσες, ποὺ ταυτίζουν τὸν νοῦ μὲ τὴν διάνοια. «Σήμερα μοῦ ἔφερε κάποιος μία μετάφραση τῆς Φιλοκαλίας στὰ ἀγγλικά, καὶ ἔχει στὸ πίσω μέρος ἕνα εὑρετήριο ὀνομάτων μὲ ὁρισμούς, τί σημαίνουν οἱ ὁρολογίες. Καὶ ἔχουν ἐκεῖ νοῦ καὶ τὸ ταυτίζουν μὲ τὴν διάνοια. Ἐνῶ στοὺς Πατέρες νοῦς καὶ διάνοια δὲν εἶναι τὸ ἴδιο πράγμα». Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὅταν λένε οἱ Πατέρες ὅτι ὁ νοῦς κατεβαίνει στὴν καρδιά, δὲν ἐννοοῦν ὅτι κατεβαίνει ἡ λογικὴ – ὁ ἐγκέφαλος, πράγμα ἀδύνατον, ἀλλὰ ἡ νοερὰ ἐνέργεια, ποὺ διαφέρει ἀπὸ τὴν λογικὴ ἐνέργεια.
«Δὲν ξέρω πῶς ἄλλαξε ἡ ὁρολογία τοῦ νοῦ. Ἀλλὰ φαίνεται ὅτι οἱ Πατέρες, γιὰ νὰ καταλάβει ὁ Ἑλληνιστικὸς κόσμος ὅτι αὐτὴ ἡ νοερὰ προσευχή, ἡ καρδιακὴ προσευχή, δὲν εἶναι κάτι τὸ συναισθηματικό, πῆραν τὶς συνώνυμες λέξεις, ὅπως εἶναι ὁ λόγος καὶ ὁ νοῦς καὶ τὶς τεμαχίσανε καὶ εἶπαν ὁ λόγος θὰ εἶναι τὸ μυαλὸ καὶ ὁ νοῦς θὰ εἶναι ἡ νοερὰ ἐνέργεια».
Ὁ νοῦς χρησιμοποιεῖται καὶ γιὰ τοὺς ἀγγέλους, οἱ ὁποῖοι λέγονται «νόες», ὅπως εἴδαμε πιὸ πάνω. Στὴν χρήση τῆς λέξεως νοῦς ὁδηγήθηκαν οἱ Πατέρες καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι ὁ Ἀπολλινάριος εἶχε χρησιμοποιήσει αὐτὸν τὸν ὄρο. «Ὁ Ἀπολλινάριος εἶναι γνωστὸν πὼς ἠρνεῖτο στὸν Χριστό, ὄχι τὴν ἀνθρώπινη λογική, ἀλλὰ τὸν ἀνθρώπινο νοῦ. Ἔλεγε ὅτι ὁ Χριστὸς πῆρε ψυχὴ λογική, ἀλλὰ τὴν θέση τοῦ νοῦ πῆρε ὁ Λόγος, ποὺ εἶναι διδασκαλία τοῦ Ἀρείου. Ὁπότε, φαίνεται καὶ ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς ἡ ἀνθρωπολογία αὐτή».
Συγχρόνως, οἱ Πατέρες, πέραν τοῦ ὅτι μιλοῦσαν γιὰ νοῦ καὶ λόγο, ἔκαναν καὶ τὴν διάκριση μεταξύ τοῦ νοῦ καὶ τῆς λογικῆς. Ἄλλο εἶναι τὸ ἔργο τοῦ νοῦ καὶ ἄλλο εἶναι τὸ ἔργο τῆς λογικῆς.
Ἐπίσης στὴν Παλαιὸ Διαθήκη γίνεται λόγος γιὰ καρδιά, πράγμα τὸ ὁποῖο χρησιμοποιεῖ καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καὶ οἱ πρῶτοι Πατέρες. «Στοὺς Ἑβραίους εἶναι ἡ καρδιά. Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη εἶναι ἡ καρδιά. Ἔχουν μία πιὸ βιολογικὴ ἀντίληψη. Στοὺς Πατέρες, ὅμως, εἶναι ἡ καρδιά, εἶναι τὰ νοερὰ ὄμματα τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ἡ διάνοια καὶ ὁ νοῦς, ὅπως λέει ὁ Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος. Ἡ διάνοια εἶναι ἡ λογικὴ καὶ ὁ νοῦς εἶναι αὐτὸ ποὺ προσεύχεται. Ἀλλά, καὶ τὰ δύο μαζὶ λέγονται νοερὰ ὄμματα ἢ νοερὲς ἐνέργειες τῆς ψυχῆς».
«Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀκολουθεῖ τὴν παλαιότερη ὁρολογία, ποὺ δὲν γίνεται διάκριση μεταξὺ λόγου καὶ νοῦ, ὅπως γίνεται στὸν Ἅγιο Διονύσιο τὸν Ἀρεοπαγίτη καὶ στοὺς νεώτερους Πατέρες. Στοὺς Καππαδόκες, μᾶλλον, δὲν γίνεται ἡ διάκριση μεταξύ τοῦ λόγου καὶ τοῦ νοῦ. Οἱ Καππαδόκες πάντοτε ἀναφέρονται στὸ νοῦ».
«Στὴν πατερικὴ παράδοση φαίνεται, ἴσως γιὰ πρώτη φορά, στὸν Μακάριο Αἰγύπτιο, ὅπου γίνεται μία διαφοροποίηση μεταξὺ λόγου καὶ νοῦ καὶ ταυτίζεται ὁ νοῦς μὲ τὴν λειτουργία μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὁ λόγος πλέον, μαζὶ μὲ τὴν λέξη διάνοια, ταυτίζονται μὲ τὴν λογική τοῦ ἀνθρώπου».
Οἱ Πατέρες στὴν ἀρχὴ «κληρονόμησαν μία παράδοση μὲ τὸν ὄρο καρδία». Αὐτὴ ἦταν ἡ παράδοση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. «Ἔλεγαν καρδία πρῶτα καὶ τίποτα ἄλλο ἢ ἔλεγαν τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου καὶ τίποτε ἄλλο, ἢ ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου. Μετά, σὲ ὁρισμένο χρόνο, ἄρχισαν οἱ Πατέρες νὰ χρησιμοποιοῦν τὴν διάκριση νοὸς καὶ λόγου, γιὰ νὰ διαφοροποιήσουν τὰ δύο, ὥστε ἡ νοερὰ ἐνέργεια νὰ μὴ ταυτίζεται μὲ τὴν λογική.
Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο πῆραν ταυτόσημες λέξεις, διότι στὰ Ἑλληνικὰ νοῦς καὶ λόγος εἶναι τὸ ἴδιο πράγμα. Ὅπως ἔκαναν τὴν διάκριση μεταξὺ ὑποστάσεως καὶ οὐσίας, τὸ ἴδιο ἔκαναν καὶ ἐδῶ. Εἶπαν: ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς λέμε λόγο αὐτὸ ποὺ εἶναι μέσα στὸ κεφάλι τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ εἶναι ἡ λογική τοῦ ἀνθρώπου, καὶ αὐτὸ ποὺ προσεύχεται μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου θὰ τὸ ὀνομάσουμε νοῦ καὶ τελείωσε τὸ θέμα. Αὐτὸ ἔκαναν.
Ὁπότε, δὲν ταυτίζεται ὁ νοῦς αὐτὸς μὲ τὴν λογικὴ οὔτε μὲ τὴν καρδιά, ἀλλὰ ὅταν προσεύχεται ὁ νοῦς, ὅμως, πάντοτε προσεύχεται στὴν καρδιά. Αὐτὸ εἶναι τὸ παράξενο. Διότι αὐτὸ τὸ ξέρει ἀπὸ παρατήρηση, τὸ ἀκούει. Ἀκούει βέβαια».
Πρέπει νὰ ὑπογραμμισθεῖ ὅτι σὲ παλαιοὺς Πατέρες, πολλὲς φορές, μὲ τὸν ὄρο «νοῦς» χαρακτηρίζεται ἡ ψυχή, ἡ ὁποία ἔχει διάφορες ἐνέργειες. «Λέμε νοῦς καὶ γιὰ τὴν διάνοια. Ὁπότε, ἀπὸ μία ἄποψη, ἡ ψυχὴ ἔχει διάφορες ἐνέργειες: ἔχει λόγο, ἔχει αἴσθηση, λόγο καὶ νοῦ, ἡ ψυχὴ ἔχει αὐτὲς τὶς ἐνέργειες.
Σὲ ἄλλους Πατέρες εἶναι ὁ νοῦς ποὺ ἔχει διάφορες ἐνέργειες, ὅποτε ὁ νοῦς εἶναι ἡ ψυχή, μὲ ἄλλα λόγια, ποὺ ἔχει διάφορες ἐνέργειες, ἔχει τὸν λόγο, ἔχει τὴν δύναμη νὰ μπορεῖ νὰ προσεύχεται στὴν καρδιὰ κ.ο.κ. Ἀλλὰ εἶναι θέμα ὁρολογίας αὐτά».
Τελικά, «οἱ Πατέρες λένε ὅτι ἡ νοητικὴ κατάσταση δὲν εἶναι λογική. Ἄλλο εἶναι ὁ νοῦς, ἄλλο εἶναι ὁ λόγος, γι’ αὐτὸ ἔχουν χωρίσει τὰ δύο αὐτά». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι δίνουμε σημασία στὸ τί περιγράφουν καὶ τί ἀποδίδουν οἱ λέξεις. Ἡ ἐμπειρία, γιὰ νὰ ἐκφρασθεῖ, ἀπαιτεῖται καλύτερη καὶ ἀρτιότερη ὁρολογία. «Ἐκεῖνο ποὺ ἔχει σημασία, δὲν εἶναι ἀκριβῶς μὲ ποιὲς λέξεις γίνεται ἡ προσευχὴ αὐτή, ἀλλὰ ὅτι ὁ νοῦς δὲν συγχέεται μὲ τὴν λογική. Αὐτὸ ἔχει σημασία. Δηλαδή, ἡ ἐνέργεια τοῦ νοῦ δὲν συγχέεται μὲ τὴν ἐνέργεια τῆς λογικῆς, τελείως ἀνεξάρτητος εἶναι».
Κατὰ τὴν φυσικὴ λειτουργία τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, οἱ λογισμοὶ βρίσκονται στὴν λογική. «Ὑπάρχει ἡ φαιὰ οὐσία, ποὺ λέγεται μυαλό, ὅπου ὑπάρχουν οἱ λογισμοί. Αὐτοὶ οἱ λογισμοὶ εἶναι ἔργο τῆς λογικῆς. Οἱ λογισμοὶ δὲν ἔχουν τὴν ἔννοια ποὺ ἔχουν σήμερα οἱ ἀνήθικες σκέψεις. Αὐτοὶ εἶναι τῶν νεωτέρων, δηλαδή, πουριτανῶν τῆς Ἑλλάδος.
Στοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας λογισμὸς σημαίνει ἁπλῶς λογικὴ σκέψη, τίποτα ἄλλο δὲν σημαίνει. Εἶναι ὁ λόγος, οἱ λογισμοί, εἶναι οἱ διανοήσεις τῆς λογικῆς». «Στὸν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου πρέπει νὰ κυριαρχεῖ ἕνας λόγος, ἡ ἀδιάλειπτη μνήμη τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν μονολόγιστη προσευχή. Μονολόγιστος εὐχὴ σημαίνει ὁ ἕνας λογισμός, ἡ μνήμη Θεοῦ καὶ τίποτα ἄλλο, τὸ Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλὸν κλπ. Ἕνας λογισμὸς ποὺ θὰ εἶναι μόνον ὁ Κύριος τῆς δόξης, δηλαδή, μέσα στὸν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, γι’ αὐτὸ καὶ λέγεται μονολόγιστος εὐχή».
Εἶναι βασικὴ διδασκαλία τῶν θεουμένων ποὺ ἔχουν πείρα, ὅτι ἡ νοερὰ ἐνέργεια – ὁ νοῦς ἐνεργεῖ στὴν καρδιά. «Ὅταν ὁ νοῦς λειτουργεῖ φυσιολογικά, τότε εἶναι στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου καὶ προσεύχεται. Ὁπότε ὁ ἄνθρωπος προσεύχεται μὲ τὴν λογική του, αὐτὴ εἶναι ἡ ἀνθρώπινη προσευχή, τότε ὁ ἄνθρωπος προσεύχεται. Ὅταν ὅμως προσεύχεται ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου μέσα στὴν καρδιά, τότε τὸ Πνεῦμα προσεύχεται. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς λέει ὅτι προσεύξομαι τῷ νοΐ, προσεύξομαι τῷ πνεύματι.
Ὁπότε, ἐδῶ ὑπάρχουν δύο προσευχές. Στὸν Ἀπόστολο Παῦλο, ὅμως -φαίνεται σαφῶς- ὁ νοῦς ἐκεῖ εἶναι ἡ λογική. Καὶ ὅταν λέει προσεύξομαι τῷ Πνεύματι, αὐτὴ ἡ προσευχὴ εἶναι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ πολλὲς φορὲς ἀναφέρεται ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν προσευχὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου». «Ἦταν συνείδηση τῶν ἀρχαίων Χριστιανῶν ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει μία ἐνέργεια, ἡ ὁποία πρέπει νὰ εἶναι στὴν καρδιὰ καὶ αὐτὸ πρέπει νὰ γίνει ὄργανο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅταν προσεύχεται μέσα στὴν καρδιὰ ἀδιαλείπτως, ὅλο τὸ εἰκοσιτετράωρο».
«Μόνον ὅταν λειτουργεῖ αὐτὴ ἡ ἐνέργεια, ὁ νοῦς εἶναι στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν δὲν λειτουργεῖ σωστά, τότε πλανᾶται ἐδῶ καὶ ἐκεῖ καὶ ἔχει συγχωνευθεῖ μὲ τὴν λογική του ἀνθρώπου». «Οἱ ἀσκητές, ὅταν ἀσκητεύουν, φθάνουν στὸ σημεῖο ποὺ βλέπουν τὸν νοῦν. Τὸν βλέπουν κιόλας. Βλέπουν ὅταν εἶναι ἐκτός τοῦ σώματος ἢ μέσα στὴν καρδιά. Εἶναι ὅπως εἶναι ἕνα πὶνγκ-πὸνγκ μπάλα (pingpong ball) δηλαδή, μία σφαίρα, εἶναι φωτεινὸ καὶ τὸ βλέπουν. Ὅποτε, ὅταν φεύγει ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ πρέπει νὰ εἶναι, τὸ βλέπουν ποὺ φεύγει καί, ὅταν ἐπιστρέφει, τὸ βλέπουν ποὺ ἐπιστρέφει».
«Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ὅλη ἀσκητική τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας βασίζεται στὸ νὰ χωρισθεῖ ὁ νοῦς ἀπὸ τὴν λογικὴ καὶ νὰ περιορισθεῖ ὁ νοῦς μέσα στὸ σῶμα, κυρίως στὸν χῶρο τῆς καρδιᾶς. Καὶ τὸ παράξενο εἶναι, αὐτοὶ ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ αὐτὴν τὴν ἀσκητικὴ πράξη ξέρουν καὶ ἐντοπίζουν τὸν νοῦ, ποῦ βρίσκεται, δηλαδή, ἢ ἐδῶ ἢ κάπου ἀλλοῦ, καὶ ποῦ περιτριγυρίζει ἡ ἐνέργεια αὐτή, δηλαδή, καὶ πρέπει νὰ τὴν περιορίσουν, ὥστε νὰ εἶναι δυνατὸν νάρθει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον νὰ κατοικήσει ἐκεῖ καὶ νὰ προσεύχεται».
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἐμπειρία Θεοῦ, δὲν χάνει τὴν λογική του καὶ τὶς αἰσθήσεις του. «Καὶ αὐτὴ ἡ γνώση ποὺ ἔχουν οἱ Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος συμπεριλαμβάνει τὴν λογική τοῦ ἀνθρώπου, διότι ἡ λογικὴ καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου μένουν παρατηρητὲς στὴν ἐμπειρία αὐτή. Δὲν χάνονται οἱ αἰσθήσεις κλπ, μετέχουν στὴν ἐμπειρία τῆς θεοπτίας, ἀλλὰ ἡ ἴδια ἡ ἐμπειρία τῆς θεοπτίας ὑπερβαίνει τὶς αἰσθήσεις καὶ τὴν δύναμη τῆς λογικῆς, γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι ὑπερλόγος γνώση τοῦ Θεοῦ.
Καὶ οἱ Πατέρες τὴν περιγράφουν ὡς ἀγνωσία, ὄχι διότι στερεῖται γνώσεως, ἀλλὰ διότι ὑπερβαίνει τὴν γνώση. Δὲν εἶναι ἕνα εἶδος γνώσεως. Ἐν συγκρίσει μὲ τὶς γνώσεις τὶς φυσικές τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἔχει διὰ τῆς λογικῆς, εἶναι ἀγνωσία, ἀλλὰ δὲν εἶναι ὅμως ἄγνοια, διότι εἶναι θεοπτία. Διότι ὁ ἄνθρωπος πραγματικὰ μετέχει στὸ ἄκτιστο ποὺ δὲν ἔχει καμιὰ ὁμοιότητα μὲ τὰ κτίσματα. Αὐτὴ ἡ ἐμπειρία ποὺ ἔχουν οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τὸ θεμέλιο τῆς θεολογίας καὶ εἶναι ἡ μόνη ἀσφαλὴς καὶ πραγματικὴ γέφυρα μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου».
Γίνεται σαφέστατο ὅτι ἄλλος εἶναι ὁ ρόλος τῆς λογικῆς καὶ ἄλλος ὁ ρόλος τοῦ νοῦ. Μὲ τὴν λογικὴ γνωρίζουμε τὰ κτιστὰ πράγματα τοῦ περιβάλλοντος καὶ μὲ τὸν νοῦ γνωρίζουμε τὸν Θεό.
«Ἡ λογικὴ ἔχει τὴν θέση της μέσα στὴν θεολογία. Στὸ στάδιο τῆς καθάρσεως καὶ τοῦ φωτισμοῦ μετέχει βέβαια ἡ λογική, καταλαβαίνει τί μποροῦμε νὰ γνωρίσουμε περὶ Θεοῦ καὶ τί δὲν μποροῦμε νὰ γνωρίσουμε περὶ Θεοῦ. Ἐπίσης, ἡ λογικὴ καταλαβαίνει ὅτι ὁ σκοπὸς αὐτῶν τῶν ρημάτων εἶναι νὰ μᾶς ἐμπνέουν νοήματα, τὰ ὁποῖα ὅμως νοήματα εἶναι ὁδηγοὶ στὴν θέωση καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ταυτισθοῦν μὲ τὴν θέωση.
Ἡ προσπάθεια τῶν αἱρετικῶν εἶναι νὰ ἀφανίσουν τὴν διάκριση μεταξὺ Θεώσεως καὶ φωτισμοῦ, καὶ ἔτσι χρησιμοποιοῦν τὰ νοήματα ὥστε νὰ ταυτίσουν τὴν νόηση μὲ τὴν θέωση, ὥστε νὰ νομίζουν ὅτι οἱ ἴδιοι, μὲ τὴν διανόηση, ἔχουν φθάσει στὴν ἀκμὴ τῶν γνώσεων περὶ Θεοῦ, ὥστε νὰ γνωρίζουν αὐτοὶ καλύτερα ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν φθάσει στὴν θέωση».
Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν λογική του ταξινομεῖ τὶς ἐμπειρίες του καὶ κάνει περιγραφή. Γιὰ παράδειγμα, ἕνας κόβεται καὶ πονάει. Αὐτὸ εἶναι μία ἐμπειρία. Μετὰ ἡ λογικὴ κάνει ἀνάλυση. «Ἔχω μία τραυματικὴ ἐμπειρία. Κόπηκα, πονάω. Μετὰ ἡ λογικὴ ἔρχεται καὶ βάσει τῆς ἐμπειρίας ποὺ ἔχω, κάνει ἀνάλυση, κάνει συσχέτιση σύνθεση, καὶ πάει νὰ βρεῖ μία λύση. Τί θὰ κάνω τώρα, θὰ φωνάξω τὸν γιατρό, θὰ κάνω μόνος μου τὴν θεραπεία, θὰ βάλω ἰώδιο ἐπάνω. Κάνει παρατήρηση, μετέχει σὲ μία παρατήρηση, ἡ ὁποία εἶναι μία συγκέντρωση ἀπὸ ὅλο τὸ νευρολογικὸ σύστημα. Γίνεται συγκέντρωση καὶ μετὰ γίνεται ἀνάλυση καὶ μετὰ ἀπόφαση τί θὰ γίνει».
Ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, διὰ τοῦ νοῦ, ἐμπνέεται καὶ ἡ λογική, «ποὺ μεταφράζει τὴν ἐμπειρία στὴν γλώσσα τοῦ ἀνθρώπου». Ἂν κανεὶς προσπαθήσει νὰ φθάσει στὴν γνώση τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν λογική, τότε πλανᾶται, ἀφοῦ «ἡ λογικὴ εἶναι ἕνα ἀδέσποτο πράγμα, ὁ καθένας φαντάζεται ὅ,τι θέλει».
Ἡ προσπάθεια νὰ ἀποκτήσει κανεὶς τὴν γνώση τοῦ Θεοῦ διὰ τῆς λογικῆς, ὁδηγεῖ στὴν αἵρεση. «Ἡ πεποίθησις τοῦ Αὐγουστίνου ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ μὲ τὴν λογική του νὰ συλλάβει τὸν Θεό, εἶναι ἡ βάση ὅλων τῶν διαφορῶν μεταξὺ Ὀρθοδοξίας καὶ Φράγκων».
Ἑπομένως, οἱ Ἅγιοι Πατέρες κάνουν τὴν διάκριση μεταξὺ νοῦ καὶ λογικῆς. Τὴν διάκριση αὐτὴ τὴν γνωρίζουν καὶ οἱ Ἰνδουϊστές, ποὺ ἀσκοῦνται στὸν ὑπερβατικὸ διαλογισμό. Ὅμως, σὲ αὐτοὺς ἐνῶ ὁ νοῦς ἀδειάζει ἀπὸ λογισμούς, ἐν τούτοις ἐκτρέπεται σὲ ἄλλη κατεύθυνση, ἀφοῦ δὲν πληροῦται ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα.
«Οἱ Ἰνδουϊστὲς γνωρίζουν γιὰ τὴν νοερὰ ἐνέργεια, αὐτοὶ ξέρουν αὐτὴν τὴν διάκριση μεταξὺ λόγου καὶ νοός. Καὶ ἔχουν μία ἀσκητικὴ γύρω ἀπὸ αὐτὰ τὰ θέματα». «Οἱ Ἰνδουϊστὲς ξέρουν ὅτι, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν λογική, ὑπάρχει ὁ νοῦς. Τὸ ξεύρουν αὐτὸ τὸ πράγμα καὶ κάνουν γυμναστικὴ πνευματικὴ καὶ φθάνουν μέχρι τὸ νὰ διώξουν ἀπὸ τὸν νοῦ ὅλους τούς λογισμοὺς καὶ χωρὶς νὰ ἔχουν τὴν μονολόγιστη εὐχή.
Οἱ δικοί μας διώχνουν ἀπὸ τὸν νοῦ ὅλους τούς λογισμοὺς καὶ μετὰ παραμένει ἡ μονολόγιστη εὐχή, ποὺ κατεβαίνει ἀπὸ τὴν λογικὴ καὶ μεταφέρεται στὴν καρδιά. Δηλαδή, ὅπως δίνει κανεὶς τὴν μπάλα σὲ ἕναν ἄλλο, ἡ λογικὴ ἀφοῦ ἔχει καθαρισθεῖ ὁ νοῦς, περνάει τὴν εὐχὴ στὴν καρδιά. Ὁπότε, ἡ καρδιὰ προσεύχεται νοερῶς καὶ ἡ λογικὴ κάνει ἑσπερινό. Ὁπότε, μπορεῖ καὶ διπλὰ νὰ προσεύχεται ὁ ἄνθρωπος καὶ ἑσπερινὸ νὰ κάνει καὶ νὰ κάνει νοερὰ προσευχὴ ἢ νὰ γράφει καὶ νὰ μαγειρεύει». Ἐνῶ οἱ Ἰνδουϊστὲς γνωρίζουν τὴν ὕπαρξη τῆς νοερᾶς ἐνέργειας καὶ τὴν διάκριση μεταξὺ νοῦ καὶ λογικῆς, τὴν ἀγνοοῦν οἱ ψυχίατροι.
«Μόνον ποὺ οἱ σημερινοὶ ψυχολόγοι καὶ ψυχίατροι δὲν γνωρίζουν περὶ τῆς ὑπάρξεως τῆς νοερᾶς ἐνέργειας τοῦ ἀνθρώπου». «Ὁ ψυχίατρος, ἂν γνώριζε τὴν ὕπαρξη τοῦ νοῦ, θὰ ἦταν ὑποχρεωμένος ἢ ὄχι νὰ βρεῖ τρόπο νὰ θέσει σὲ λειτουργία αὐτὸν τὸν νοῦ, ὥστε ἡ ἀνθρώπινη προσωπικότητα νὰ λειτουργεῖ σωστά; Αὐτό, νομίζω, ὅτι εἶναι τὸ σημεῖο ἐπαφῆς τῆς σημερινῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας μὲ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο».
http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/2016/01/blog-post_14.html