Eισαγωγικά
Στους θεολόγους της δεκαετίας του ’60 πολλοί συγκαταλέγουν και τον Πρωτοπρεσβύτερο π. Ιωάννη Ρωμανίδη, ο οποίος πράγματι δημιούργησε μεγάλη έκπληξη την εποχή εκείνη και συντέλεσε στην επαναφορά της θεολογίας στην Ελλάδα προς την πατερική παράδοση.
Ο π. Ιωάννης εμφανίσθηκε στα θεολογικά γράμματα και την επιστήμη της θεολογίας τη δεκαετία του ’50, πρώτα με μελέτες και ύστερα με την διατριβή του, με τίτλο: «Το Προπατορικό αμάρτημα», που απετέλεσε πράγματι σταθμό στη Θεολογική Σχολή Αθηνών, όπου δημιούργησε μεγάλη συζήτηση, αλλά και γενικότερα στο θεολογικό κόσμο στην Ελλάδα.
Ο π. Ιωάννης δεν επηρεάσθηκε από τους Ρώσους θεολόγους της Διασποράς, ούτε από την διαλεκτική προτεσταντική θεολογία, αλλά από την προσωπική έρευνα, που έκανε στους Αποστολικούς Πατέρες της Εκκλησίας. Μεγαλωμένος στο προτεσταντικό περιβάλλον της Αμερικής σπούδασε και σε Παπικό Ινστιτούτο, όπου διδάχθηκε και μελέτησε τη θεολογία του Θωμά του Ακινάτη, και σε προτεσταντικές Θεολογικές Σχολές, όπως του Γιέϊλ και του Χάρβαρντ και γνώρισε πολύ καλά τη νοοτροπία τους. Κυρίως, επειδή οι Προτεστάντες δίδασκαν, ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας αλλοίωσαν την αποστολική παράδοση, γι’ αυτό μελέτησε διεξοδικά τους Αποστολικούς Πατέρες (Ειρηναίο, Ιγνάτιο, Μεθόδιο, Ιουστίνο, Πολύκαρπο κ.λπ.), οι οποίοι είναι ο κρίκος εκείνος, που συνέδεσε τους Αποστόλους και τους μετέπειτα Πατέρες. Καρπός αυτής της μελέτης ήταν η διατριβή του, για το προπατορικό αμάρτημα, όπου, μεταξύ άλλων, διαπιστώνει τη διαφορά μεταξύ σχολαστικής και ορθοδόξου θεολογίας. Είναι χαρακτηριστικός ο υπότιτλος της μελέτης του, για το προπατορικό αμάρτημα, που προσδιορίζει το περιεχόμενο του βιβλίου: «Συμβολαί εις την έρευναν των προϋποθέσεων της διδασκαλίας του Προπατορικού Αμαρτήματος εν τη μέχρι του Αγ. Ειρηναίου Αρχαία Εκκλησία, εν αντιβολή προς την καθόλου κατεύθυνσιν της Ορθοδόξου και της Δυτικής μέχρι Θωμά του Ακινάτου Θεολογίας».
Όταν ήλθε στην Ελλάδα τη δεκαετία του ’50 αισθάνθηκε μεγάλη έκπληξη από το κλίμα το οποίο συνάντησε. Μετά την εκπόνηση της διατριβής του, μελέτησε ακόμη βαθύτερα το θέμα και έφθασε σε άλλα συμπεράσματα, όπως στη θεολογία του ησυχασμού και τη ζωή της Ρωμηοσύνης, την οποίαν όμως Ρωμηοσύνη την έβλεπε περισσότερο μέσα από τη νηπτική και ησυχαστική παράδοση της Εκκλησίας. Σημειώνεται δε, ότι όποιος ερμηνεύει τη θεωρία του π. Ιωάννη Ρωμανίδη, περί Ρωμηοσύνης, μέσα από εθνικισμούς και όχι μέσα από τη νηπτική παράδοση της Εκκλησίας, η οποία είναι υπέρβαση κάθε εθνικισμού, αυτός παρερμηνεύει τις απόψεις του
—————————————————————————————————————
ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ
π. ΙΩΑΝΝΗ ΡΩΜΑΝΙΔΗ
Η Εμπειρική Δογματική του καθηγητή της Δογματικής στη Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ π. Ι. Ρωμανίδη είναι μια συλλογή κειμένων από τις προφορικές παραδόσεις του στη Σχολή, η οποία συλλογή αυτή έγινε και εκδόθηκε από τον Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιερόθεο.
Περιλαμβάνει δύο τόμους: Α΄ Τόμος: Δόγμα-Ηθική-Αποκάλυψη (σελίδες 362). Β΄ Τόμος: Τριαδικός Θεός-Δημιουργία-Πτώση-Ενανθρώπηση-Εκκλησία-Μετά θάνατον ζωή (σελίδες 512).
Στην παρούσα εργασία μεταφέρονται τα κυριότερα σημεία της Δογματικής αυτής του π. Ι. Ρωμανίδη και ει δυνατόν κατά αλφαβητική σειρά: Σε παρένθεση ο Τόμος και η σχετική σελίδα
Αγία Γραφή
Όταν μιλούμε για Αγία Γραφή, εννοούμε τα βιβλία της Παλαιάς και της Καινή Διαθήκης, που εγράφησαν από θεούμενους Προφήτες και Αποστόλους και τα οποία καθόρισε η Εκκλησία, δια των αγίων Πατέρων, σε μια ενότητα, για τους σκοπούς της (Α, 292).
Η Αγία Γραφή ούτε αποκάλυψη είναι ούτε λόγος του Θεού είναι, αλλά είναι περί της αποκαλύψεως και περί του Λόγου του Θεού (Α, 76).
Η Εκκλησία δια των αγίων μελών της, που φωτίζονται από το άγιο Πνεύμα, γράφει την αγία Γραφή και η Εκκλησία την ερμηνεύει (Α, 122).
Οι Πατέρες δεν συμφωνούν με την αντίληψη περί αποκαλύψεως, δηλαδή περί θεοπνευστίας. Δεν υπαγορεύθηκε ούτε η Παλαιά ούτε η Καινή Διαθήκη από τον Θεό, ούτε οι συγγραφείς είναι γραμματείς του Θεού, που κάθονταν και έγραφαν ό,τι έλεγε ο Θεός, ούτε οι Οικουμενικές Σύνοδοι είναι τέτοιο πράγμα. Η ιδέα ότι η Γραφή μπορεί να ταυτισθεί με την αποκάλυψη δεν είναι μόνον γελοία από πατερικής απόψεως, αλλά και καθαρή αίρεση. Η Γραφή δεν είναι αποκάλυψη, αλλά λόγος περί της αποκαλύψεως (Α, 293).
Δεν μπορούμε να πάρουμε μια Αγία Γραφή, όπως κάνουν οι Προτεστάντες, και να πούμε ότι αρχίζει με το βιβλίο της Γενέσεως και τελειώνει με το βιβλίο της Αποκαλύψεως και όλες αυτές οι σελίδες, με όλα αυτά τα λόγια σε αυτή τη συλλογή, να πούμε αυτή είναι η αποκάλυψη, αυτός είναι ο λόγος του Θεού. Δεν είναι ο λόγος του Θεού η Αγία Γραφή, είναι περί του Λόγου του Θεού. Πάντοτε «περί», όχι αυτή αύτη η αποκάλυψη ή ο λόγος του Θεού. Για την ορθόδοξη παράδοση το να περιγράφουμε την Αγία Γραφή ως την αποκάλυψη ή ως τον λόγο του Θεού είναι βλακεία. Δηλαδή θα ήταν ντροπή, να λέμε αίρεση, πιο σωστά να λέμε βλακεία και κουταμάρα (Α, 294).
Πάντως, η διδασκαλία ότι η Αγία Γραφή είναι η αποκάλυψη δημιούργησε ένα σωρό σοβαρά προβλήματα για την Εκκλησία εξ επόψεως και των θετικών επιστημών. Διότι τώρα ξέρουμε ότι υπάρχουν οστά ανθρώπινα, τα οποία είναι από τρισήμιση εκατομμύρια χρόνια αποδεδειγμένα (Α, 296).
Η Αγία Γραφή δεν κάνει επιστήμη, αφού άλλος είναι ο σκοπός της. Χρησιμοποιεί την επιστήμη της εποχής, γι’ αυτό και δεν πρέπει να θεωρηθεί ως αποκάλυψη του Θεού (Α, 297).
Η Αγία Γραφή δεν είναι θεόπνευστη, με την έννοια ότι την έχει γράψει ο Θεός. Δεν υπάρχει τέτοια θεοπνευστία, όπως πιστεύουν οι Μουσουλμάνοι για το Κοράνιο και οι Φράγκοι για την Αγία Γραφή στην Δύση. Δεν υπάρχει τέτοια θεοπνευστία, δηλαδή, η κατά γράμμα θεοπνευστία ποτέ δεν έγινε αποδεκτή από κανέναν Ορθόδοξο όσο συντηρητικός και αν ήταν. Δεν υπάρχει τέτοια θεοπνευστία σε μας (Α, 300).
Το κριτήριο με το οποίο η Εκκλησία κατήρτισε τον λεγόμενο κανόνα της Αγίας Γραφής δεν ήταν η θεοπνευστία, αλλά η αντιμετώπιση των αιρετικών, η καθοδήγηση των πιστών και η θεραπεία του ανθρώπου (Α, 301).
Η Αγία Γραφή γίνεται θεόπνευστο βιβλίο γι’ αυτούς που έχουν την ίδια εμπειρία με τους Προφήτες και Αποστόλους και είναι θεούμενοι. Η θεοπνευστία της Αγίας Γραφής δεν συνδέεται με το αλάθητο από πλευράς επιστήμης. Η Αγία Γραφή δεν είναι ένα επιστημονικό βιβλίο που έχει σκοπό να κάνει επιστήμη. Άλλωστε, υπάρχει διαφορά μεταξύ ακτίστου αληθείας και κτιστής. Στην πατερική διδασκαλία γίνεται λόγος για την διπλή αλήθεια, κτιστή και άκτιστη. Δηλαδή, άλλο είναι η θεολογική εμπειρική αλήθεια και άλλο είναι η επιστημονική αλήθεια. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει μια και ενιαία αλήθεια. Ο Γρηγόριος Νύσσης όταν συζητάει ένα ορισμένο θέμα, π.χ. το πόσο η ψυχή είναι ενωμένη με το σώμα, μερικοί επικαλούνται την Αγία Γραφή για να διδάξουν αυτά τα πράγματα, αλλά εμένα, λέει, δεν με ενδιαφέρει τι διδάσκει η Αγία Γραφή, με ενδιαφέρει η αλήθεια (Α, 302).
Η Αγία Γραφή δεν είναι πηγή επιστημονικών γνώσεων. Οι θεόπνευστοι συγγραφείς χρησιμοποιούν τις επιστημονικές γνώσεις της εποχής τους, χωρίς να κάνουν επιστήμη. Άλλος είναι ο σκοπός τους. Εκεί που η Αγία Γραφή είναι αλάθητη και οδηγός στην ζωή των ανθρώπων είναι στα θέματα περί καθάρσεως, φωτισμού και θεώσεως, που η θέωση είναι το θεμέλιο των γνώσεων του Θεού που είχαν οι Προφήτες, οι Απόστολοι και οι άγιοι της Εκκλησίας.
Η κοσμολογία της Αγίας Γραφής είναι ειλημμένη από τις γνώσεις της εποχής εκείνης. Δηλαδή, μέσα στην Αγία Γραφή, περιλαμβάνονται γεγονότα που δεν αποτελούν μέρος της πίστεως. Ακόμη, η Αγία Γραφή δεν κάνει επιστήμη (Α, 303).
Τώρα που έχουμε αυτές τις αντιλήψεις; Περί χρόνου, αυτά τα πράγματα που λέγαν οι Εβραίοι, ας πούμε, πέντε χιλιάδες εξήκοντα χρόνια από κτίσεως κόσμου είναι σαχλαμάρες. Διότι, αν πάρουμε την Παλαιά Διαθήκη, ο κόσμος, ολόκληρο το σύμπαν, είναι περίπου έξη χιλιάδων ετών. Οπότε, φαίνεται σαφώς ότι η χρονολογία που δίδει η Αγία Γραφή δεν ανταποκρίνεται με την πραγματικότητα κ.λπ. και κάθονται ακόμη απολογητές και προσπαθούν να πουν ότι η Αγία Γραφή τα περιγράφει όλα κατά τρόπο θαυμάσιο, χωρίς κανένα λάθος κ.ο.κ. Οι θεόπνευστοι άγιοι χρησιμοποιούν τα ιστορικά γεγονότα της εποχής τους, αλλά δεν είναι θεόπνευστοι ιστορικοί (Α, 305).
Ο μοναδικός σκοπός της γλώσσης της Αγίας Γραφής, των Πατέρων και των Συνόδων είναι να χρησιμοποιούνται ως πνευματικά μέσα, μέσω των οποίων οδηγείται κανείς, υπό την καθοδήγηση Πνευματικού Πατρός, στα στάδια της τελειώσεως. Δεν έχουν κανέναν άλλο σκοπό (Α, 310).
Η Αγία Γραφή εγράφη από θεόπνευστους άνδρες, που σημαίνει ότι η ερμηνεία της θέλει ιδιαίτερη προσοχή, γιατί πρέπει να έχει κανείς την εμπειρία με τους Προφήτες και Αποστόλους για να την ερμηνεύσει (Α, 311).
Αγία Τριάδα
Η ύπαρξη του Θεού δεν εξαρτάται από τον κόσμο και τον άνθρωπο και από τις επιθυμίες των ανθρώπων. Η ύπαρξη του Θεού πρόκειται για μια εμπειρική πίστη και όχι στοχαστική διακήρυξη (Β, 48).
Οι θεόπτες, κατά την εμπειρία, βλέπουν «τρίφωτον θεότητα». Τα δυο Φώτα έχουν πηγή το πρώτον Φως, το δεύτερο προέρχεται από το πρώτο, αλλά έχει σώμα, και το τρίτο εκπορεύεται από το πρώτο Φως, αλλά δεν έχει σώμα (Β, 49).
Κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας, η μόνη απόδειξη περί της υπάρξεως του Θεού δεν είναι η ευδαιμονία (Θωμάς Ακινάτης), αλλά η αποκάλυψή Του στους αγίους μέσα στη δόξα Του και η μετοχή του ανθρώπου στην θέα της δόξης του Θεού, δια της θεώσεώς του (Β, 50).
Ο Θεός ανήκει στο αϊδιο, οι άγιοι και οι άγγελοι στο αιώνιο και ο άνθρωπος στον χρόνο. Έτσι, ο άνθρωπος που ζει στον κόσμο δεν μπορεί να συλλάβει όλα όσα γίνονται στον χρόνο Β, 52).
Για την τριαδικότητα του Θεού δεν ομιλεί μόνον η Καινή Διαθήκη, αλλά και η Παλαιά, με άλλη ορολογία. Ο προφήτης Ησαϊας, οκτακόσια χρόνια προ Χριστού, είδε «τον Κύριον καθήμενον επί θρόνου υψηλού και επηρμένου» και ήταν «πλήρης ο οίκος της δόξης αυτού». Εδώ υπάρχει εμφάνιση του Τριαδικού Θεού δια του Κυρίου της δόξης, του Γιαχβέ. Έτσι είναι: ο Θεός (Ελοχίμ), ο Κύριος της δόξης (Γιαχβέ) και το «Πνεύμα Κυρίου» (Β, 60).
Ο Λόγος του Θεού εμφανίσθηκε στην καταφλεγόμενη και μη κατακαιόμενη βάτο και ο Μωϋσής έβλεπε την δόξα του Θεού ως φως και αυτή η δόξα-φως είναι ταυτόσημη στα πρόσωπα της αγίας Τριάδος Έχουν την ίδια δόξα, όπως φαίνεται και στην εμπειρία (Β, 64).
Ο άγγελος που εμφανίσθηκε στον Ιακώβ και πάλεψε μαζί του ήταν ο Μονογενής Υιός του Θεού (Β, 66).
Το σημαντικό είναι ότι οι Προφήτες εν τω ασάρκω Λόγω έβλεπαν τον Πατέρα και γενικά τον Τριαδικό Θεό ως δόξα, ως φως. Οι Προφήτες γνώρισαν τον Λόγο του Θεού, γι’ αυτό στην Μεταμόρφωση του Χριστού εμφανίσθηκαν μαζί με τον Χριστό ο Μωϋσής και ο Ηλίας (Β, 67).
Σε όλες τις θεοφάνειες είναι ο Χριστός που εμφανίζεται στους Προφήτες. Σε όλες τις θεοφάνειες. Ο Χριστός στην Παλαιά Διαθήκη είναι ο Άγγελος Κυρίου, ο Κύριος της δόξης, ο Γιαχβέ, ο Κύριος Σαβαώθ, ο Μεγάλης Βουλής Άγγελος κ.ο.κ. (Β, 69)..
Άγιος
Άγιοι λέγονται όσοι, κατά διαφόρους βαθμούς, μετέχουν της αγιοποιού-θεοποιού ενεργείας του Θεού. Στην κατηγορία των αγίων συγκαταλέγονται οι Προφήτες, οι Απόστολοι, οι Πατέρες και όλοι οι δια μέσου των αιώνων φίλοι του Χριστού, όσοι μετέχουν της φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού, μεταξύ των οποίων οι μάρτυρες, οι όσοι ασκητές, Κληρικοί και λαϊκοί, άνδρες και γυναίκες, νέοι και ηλικιωμένοι. Όλοι αυτοί λέγονται άγιοι (Α, 265).
Οι άγιοι δεν είναι οι καλοί άνθρωποι, αλλά οι θεούμενοι. Υπάρχουν μερικοί που υποκρίνονται τον άγιο, αλλά αυτοί στην πραγματικότητα είναι υποκριτές λαοπλάνοι. Ακόμη και οι αιρετικοί είναι καλοί άνθρωποι, μπορεί να έχουν ηθική ζωή, αλλά αφού δεν έχουν την ορθόδοξη θεολογία και την ασκητική θεολογία και την ασκητική της Εκκλησίας παραμένουν στην ηθική ζωή, δεν μετέχουν της θεοποιού ενεργείας του Θεού και δεν μπορούν να θεραπεύουν άλλους ανθρώπους (Α, 268).
Οι θεούμενοι δια μέσου των αιώνων χαρακτηρίζονται άγιοι, διότι ενώνονται εν Αγίω Πνεύματι με τον Χριστό και δι’ αυτού γνωρίζουν τον Πατέρα δια της θεοποιού ακτίστου ενεργείας Του. Οι άγιοι είναι «δέκτες, φύλακες και μεταδότες της παρακαταθήκης της Ιεράς Παραδόσεως» και διακρίνονται σε «γνωστικούς και πιστούς». Γνωστικοί είναι εκείνοι που έχουν αποκτήσει προσωπική γνώση του Θεού, γνώρισαν δηλαδή «την δόξα και ενέργεια του Θεού» και υπήρξαν «αυτόπτες μάρτυρες της θεότητος του Χριστού». Και αυτοί είναι οι Προφήτες, οι Απόστολοι και οι άγιοι (Πατέρες). Πιστοί είναι αυτοί που αποδέχονται εν Αγίω Πνεύματι, «με παιδική απλότητα, την μαρτυρία και την διδασκαλία των θεοπτών αγίων» (Α, 210).
Περί του Θεού ομιλούν όλοι οι άνθρωποι, ακόμη και αυτοί οι φιλόσοφοι. Αλλά όταν κανείς χρησιμοποιεί την λογική και την φαντασία για να κατανοήσει τον Θεό, τότε αυτός ο θεός είναι φανταστικός και επομένως, ανύπαρκτος. Ο μόνος υπαρκτός Θεός είναι ο Θεός των Προφητών, Αποστόλων και Αγίων. Βεβαίως, για να φθάσουν οι άγιοι στη θεοπτία, περνούν πρώτα από την εμπειρία της καθάρσεως και του φωτισμού, αφού «η ακριβής γνώση του Θεού που έχουμε ως ορθόδοξοι προέρχεται από την εμπειρία της καθάρσεως, του φωτισμού και της θεώσεως των Προφητών, των Αποστόλων και των Πατέρων της Εκκλησίας και δεν έχουμε καμία άλλη πηγή (Α, 211).
Η μέθεξη της καθαρτικής και φωτιστικής Χάριτος του Θεού, που καταλήγει στη θεοποιό Χάρη, είναι καρπός της ησυχαστικής ζωής, γι’ αυτό όλοι οι Προφήτες, Απόστολοι και άγιοι ήταν ησυχαστές. Μερικοί κάνουν λόγο για διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό κατά τρόπο φιλοσοφικό, στοχαστικό, πράγμα το οποίον δεν είναι ορθόδοξο, αλλά η μέθοδος των αιρετικών (Α, 212).
Όποιος δεν έχει δική του θεοπτική εμπειρία και δεν στηρίζεται στην εμπειρία των θεοπτών αγίων, που αποτελούν την αυθεντία μέσα στην Εκκλησία, βρίσκεται στην πλάνη, γιατί εξαναγκάζεται να φιλοσοφεί και να φαντάζεται τον Θεό, με φοβερές συνέπειες (Α, 213).
Αίρεση
Η λέξη «αίρεση» δηλώνει μια άποψη που αποκλίνει από την επίσημη διδασκαλία μιας θρησκείας και της Εκκλησίας, πρόκειται δηλαδή, για μια ετεροδιδασκαλία. Η πρώτη Εκκλησία αντιμετώπιζε τις αιρέσεις και προσωπικώς και συνοδικώς (Β, 421).
Η αίρεση διατυπώνεται από κάποιον ή από κάποιους ανθρώπους, οι οποίοι διδάσκουν μια ετεροδιδασκαλία και σχηματίζουν διάφορες αιρετικές ομάδες, οι οποίες κατ’ αρχάς δρουν μέσα στην Εκκλησία και στην συνέχεια εξέρχονται από αυτήν και δραστηριοποιούνται εκτός της Εκκλησίας, πολεμούν όμως ποικιλοτρόπως την αποκεκαλυμμένη πίστη. Συνήθως, η αίρεση περιορίζεται στην θεωρητική διδασκαλία και θεωρείται αιρετικός αυτός που αποκλίνει από τα θεσπισθέντα δόγματα της Εκκλησίας. Όπως τα δόγματα είναι έκφραση της αποκαλύψεως, και η εφαρμογή των δογμάτων οδηγεί στην εμπειρία, έτσι και η αίρεση είναι απόκλιση από την αποκάλυψη, αλλά συγχρόνως καταστρέφει τον δρόμο προς την θέωση (Β, 422).
Η ανατροπή της εμπειρίας της Πεντηκοστής γίνεται γιατί οι αιρετικοί αρνούνται την διδασκαλία των θεουμένων Πατέρων της Εκκλησίας, εγκαταλείποντας, δηλαδή, την αποκαλυπτική αλήθεια στηρίζονται, κυρίως, στην λογική τους, τον στοχασμό τους (Β, 423).
Ο αιρετικός δεν μπορεί να γνωρίσει τον Θεό, γιατί δεν γνωρίζει την μέθοδο θεογνωσίας. Κάθε επιστήμη έχει την θεωρία και αυτή επιβεβαιώνεται με πείραμα και κάθε επαλήθευση του πειράματος οδηγεί στην ίδια θεωρία. Η αίρεση δεν αναφέρεται μόνον σε δογματικά θέματα, αλλά και στην πνευματική ζωή. Για παράδειγμα ο χωρισμός της χριστιανικής ζωής σε θεωρητική (δόγμα) και πρακτική (ασκητική) είναι πλάνη. Μερικοί δέχονται τα δόγματα και αρνούνται τις προϋποθέσεις των δογμάτων (Β, 424).
Οι αιρετικοί, που έχουν καταδικασθεί ή έχουν οι ίδιοι απομακρυνθεί από την Εκκλησία, δεν ανήκουν στο Σώμα της Εκκλησίας. Αυτός είναι ο λόγος γιατί δεν συμπροσεύχονται οι Ορθόδοξοι με τους ετεροδόξους-αιρετικούς. Η Εκκλησία προσεύχεται και για τους αιρετικούς να επιστρέψουν στην ορθόδοξη πίστη. Στην θεία Λειτουργία του Μ. Βασιλείου υπάρχει η προσευχή: «τους πεπλανημένους επανάγαγε και σύναψον τη αγία σου, καθολική και αποστολική Εκκλησία» (Β, 426).
Εφ’ όσον δεν μπορούμε να συμπροσευχηθούμε, εάν είμαστε στην κατάσταση του φωτισμού, δεν συμπροσευχόμαστε με τους κατηχουμένους. Ακόμα, δεν συμπροσευχόμαστε με τους αφορισμένους, με αυτούς που είναι στην τάξη των μετανοούντων δεν συμπροσευχόμαστε. Προσευχόμαστε για τους αιρετικούς, αλλά δεν συμπροσευχόμαστε. Η απομάκρυνση μερικών αιρετικών ομάδων από την Εκκλησία δημιούργησε διάφορα προβλήματα και επιδιώκεται η επαναφορά τους που ονομάζεται «ένωση των Εκκλησιών». Γίνονται διάλογοι για να βρεθούν εκείνα που χωρίζουν ή εκείνα που ενώνουν, εξετάζονται τα κοινά σημεία ή οι διαφορές. Διάλογοι μπορεί να γίνουν, αλλά πρέπει να γίνωνται με σωστό τρόπο (Β, 427).
Ο διάλογος μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησίας και άλλων Ομολογιών μπορεί να εντοπίσει τις διαφορές, αλλά δεν μπορεί να γίνει ένωση, αν οι αιρετικοί δεν διορθωθούν. Και αυτό γιατί έχουν διαφορετικές προϋποθέσεις. Δεν μπορεί να υπάρξει ένωση Ορθοδόξων και αιρετικών, όπως δεν μπορεί να υπάρξει ένωση μεταξύ επιστημόνων αστρονόμων και στοχαστών αστρολόγων (Β, 428).
Δεν μπορεί να υπάρξει ένωση μεταξύ Ορθοδόξων, που γνωρίζουν τον αληθινό τρόπο θεραπείας του ανθρώπου και των ετεροδόξων, που δεν γνωρίζουν και δεν μπορούν να θεραπεύσουν τον άνθρωπο (Β, 430).
Είναι γνωστόν ότι στον δυτικό Χριστιανισμό χρησιμοποιήθηκε η λογική, ο στοχασμός, προκειμένου να ομιλήσουν για τον Θεό, καταργήθηκαν τα στάδια της πνευματικής τελειώσεως, που είναι η κάθαρση, ο φωτισμός και η θέωση, χάθηκε ο ησυχαστικός τρόπος ζωής. Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν είναι απλώς να εντοπισθούν οι διαφορές και οι ετεροδιδασκαλίες, αλλά να επανέλθει αυτός ο ησυχαστικός-θεραπευτικός τρόπος ζωής. Διότι, δεν πρόκειται για διαφορά στην ορολογία, αλλά στον τρόπο θεραπείας (Β, 432).
Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να εξετάζουμε ποιος πραγματικά θεραπεύει τον άνθρωπο, ποιος μπορεί να οδηγήσει τον Χριστιανό στην θέωση, στην κοινωνία με τον Θεό. Οι Λατίνοι έφθασαν στο σημείο να θεωρήσουν τον Πάπα αλάθητο ως θεσμό και κατήργησαν την μέθοδο που οδηγεί τον άνθρωπο στην απλανή θεολογία. Πως μπορεί τότε να έχει το αλάθητο; Απλανής είναι αυτός που φθάνει στην θέωση (Β, 433).
Τελικά, αίρεση είναι η απόκλιση από την διδασκαλία των Προφητών, Αποστόλων και Πατέρων, η απόκλιση από τις αποφάσεις των Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων, αλλά και η διαφοροποίηση από τις προϋποθέσεις του ορθοδόξου δόγματος που είναι ο ιερός ησυχασμός, οι βαθμοί της πνευματικής τελειώσεως, ήτοι κάθαρση, φωτισμός, θέωση, ή πράξη και θεωρία (Β, 435).
Άκτιστο / Κτιστό
Η λέξη «άκτιστος» αποτελείται από το στερητικό α και την λέξη κτιστός και δηλώνει κάτι που δεν έχει κτηστεί, δεν έχει δημιουργηθεί, και δεν προσδιορίζεται. Έτσι, το άκτιστο δεν έχει αρχή, δεν έχει φθορά, δεν έχει τέλος, ενώ το κτιστό έχει αρχή δημιουργίας, έχει φθορά και έχει τέλος, εκτός και εάν ο Θεός δεν θέλει να έχει τέλος. Δεν υπάρχει ομοιότητα μεταξύ ακτίστου και κτιστού, γιατί όλη η κτίση δημιουργήθηκε από το μη ον, ήλθε στην ύπαρξη από την ανυπαρξία με τη δημιουργική ενέργεια του Θεού, ο οποίος είναι ο Ων. Ο Υιός είναι ο Ων, που γεννήθηκε εκ του Όντος Πατρός προ πάντων των αιώνων και δεν προήλθε εκ του μη όντος, όπως έγινε με την κτίση, γι’ αυτό είναι άκτιστος-Θεός (Β, 104).
Τι σημαίνει το «ομοούσιος»; «Ομοούσιος» σημαίνει άκτιστος. Τίποτε άλλο δεν σημαίνει το «ομοούσιος». Ομοούσιος ίσον άκτιστος. Όταν λέμε ότι ο Λόγος είναι ομοούσιος τω Πατρί, σημαίνει ότι ο Λόγος είναι άκτιστος, όπως είναι άκτιστος ο Πατήρ. Τίποτε άλλο δεν σημαίνει αυτό το πράγμα. Μεταξύ κτιστού και ακτίστου δεν υπάρχει καμία ομοιότητα και, μάλιστα, παρατηρείται χαώδης διαφορά μεταξύ τους (Β, 106).
Παρά την διαφορά μεταξύ ακτίστου και κτιστού ο άνθρωπος φθάνει στο σημείο να μεθέξει της ακτίστου δόξης και ενεργείας του Θεού, να ενωθεί μαζί της και να αποκτήσει την πνευματική γνώση του Θεού. Είναι εκπληκτικό το πώς γίνεται αυτό. Η γέφυρα που ενώνει το κτιστό με το άκτιστο είναι η ίδια η Χάρη του Θεού (Β, 107).
Η θεωρία του ακτίστου Φωτός από τους θεούμενους είναι απλανής, δηλαδή είναι αληθής, δεν υπεισέρχεται ψεύδος, και ο θεόπτης δεν πλανάται. Η ανθρώπινη φύση του Χριστού γίνεται πηγή της ακτίστου ενεργείας του Θεού, αλλά αυτό που φανερώνεται στον Χριστό, είναι η άκτιστη δόξα της θεότητός Του (Β, 109).
Αποκάλυψη
Αποκάλυψη είναι η φανέρωση του θεού στους θεούμενους αγίους τόσο της Παλαιάς όσο και της Καινής Διαθήκης και αυτό βέβαια έγινε σε διάφορους βαθμούς και πάντοτε ο Θεός αποκαλυπτόταν κρυπτόμενος και κρυβόταν φανερούμενος. Είναι κρύφιος Θεός, διότι αποκαλύπτεται κατά τις ενέργειές Του, αλλά η ουσία Του είναι αμέθεκτη και ακατάλυπτη (Α, 293).
Η αποκάλυψη του Θεού είναι βίωση των αρρήτων ρημάτων και η καταγραφή ή μεταφορά της αποκαλύψεως γίνεται με κτιστά ρήματα, νοήματα και εικονίσματα (Α, 276).
Οι θεόπτες που είναι και χαρακτηρίζονται φορείς της αποκαλύψεως καταγράφουν, όταν χρειασθεί, την εμπειρία της αποκαλύψεως σε κείμενα, τα οποία μπορούν να χαρακτηρισθούν μνημεία της αποκαλύψεως. Τα μνημεία αυτά της αποκαλύψεως είναι η αγία Γραφή, που αποτελείται από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, και η Ιερά Παράδοση, που είναι τα κείμενα των αγίων Πατέρων και όλη η Παράδοση της Εκκλησίας. Κατά την Ορθόδοξη διδασκαλία, πηγή της Πίστεως είναι η αποκάλυψη του Θεού, η οποία εκφράζεται δια της Παραδόσεως και της αγίας Γραφής (Α, 275).
Απόστολος
Απόστολος είναι ο συνεχιστής του έργου του Χριστού, μετά την Πεντηκοστή (Α, 225).
Ο Χριστός γίνεται πνευματικός Πατέρας των Αποστόλων που τους προετοιμάζει, τους θεραπεύει κατάλληλα για να γίνουν θεούμενοι, θεόπτες και θεόπνευστοι. Οι Μαθητές του Χριστού (οι Απόστολοι), πριν την Πεντηκοστή, έβλεπαν τον Χριστό κατά σάρκα και μερικές φορές μέσα από την ανθρώπινη σάρκα έβλεπαν ακτίνες της θείας δόξας. Μετά όμως την Πεντηκοστή βλέπουν τον Θεάνθρωπο Χριστό εν Πνεύματι μέσα στο Φως (Α, 226).
Κατά την έλλαμψη του Χριστού στο Όρος Θαβώρ, οι τρεις Μαθητές βρίσκονταν μέσα στο Φως, το Φως προερχόταν από τη σάρκα του Χριστού, η οποία όμως ήταν έξω από τους Μαθητές, αφού ακόμη δεν είχε συμβεί η Πεντηκοστή. Αυτή είναι η διαφορά μεταξύ Μεταμορφώσεως και Πεντηκοστής. Και στις δυο περιπτώσεις, οι Μαθητές έφθασαν στη θεωρία του Φωτός, αλλά στην μεν Μεταμόρφωση το Σώμα του Χριστού ήταν έξω από τους Μαθητές, κατά την Πεντηκοστή, όμως, και μετά από αυτήν, οι Μαθητές ήταν μέλη του Αναστημένου Σώματος του Χριστού (Α, 228).
Η αποστολική διαδοχή δεν είναι μόνον η χάρη να τελεί κανείς τα Μυστήρια, αλλά και να είναι Πνευματικός Πατέρας και να θεραπεύει, γιατί η «ουσία της αποστολικής διαδοχής και της αποστολικής παραδόσεως» είναι ότι Πνευματικός Πατέρας μπορεί να γίνει μόνον από Πνευματικό Πατέρα και κατ’ επέκταση ο Επίσκοπος «είναι ο κατ’ εξοχήν Πνευματικός Πατέρας και φορεύς της διαγνωστικής και θεραπευτικής παραδόσεως της Εκκλησίας» (Α, 232).
Αυγουστίνος
Ο Αυγουστίνος (πνευματικός πατέρας της δυτικής θεολογίας) πίστευε ότι η θεολογία είναι σαν τη φιλοσοφία, ότι είναι μια στοχαστική προσπάθεια του ανθρώπου να συλλάβει την αλήθεια. Οπότε, έχουμε την αλήθεια από την φιλοσοφία. Ακόμη, ο Αυγουστίνος προτάσσει την πίστη και μετά τοποθετεί την γνώση. Έλεγε ότι αποδεχόμαστε τα δόγματα, ώστε να τα κατανοήσουμε και να μάθουμε την αλήθεια με την λογική επεξεργασία (Α, 132).
Αυτή η μέθοδος του Αυγουστίνου, ότι βάσει της πίστεως, με τη βοήθεια της φιλοσοφικής μεθόδου και της εμβαθύνσεως, θα φθάσουμε στην κατανόηση των δογμάτων της Εκκλησίας, έγινε η βασική μέθοδος της φράγκικης παραδόσεως στη Δύση. Ο Αυγουστίνος προτάσσει την πίστη και μετά έρχεται η γνώση. Η βασική προϋπόθεση του Αυγουστίνου είναι ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί μόνο δια της λογικής του να γνωρίσει την αλήθεια, αλλά πρώτα η λογική δια της πίστεως να γνωρίσει την αλήθεια, προηγείται η πίστη. Μετά δια της πίστεως κανείς δέχεται τα δόγματα και μετά καταλαβαίνει τα δόγματα. Οπότε είναι η πίστη που προηγείται της γνώσεως (Α, 133).
Ο Αυγουστίνος παραγνωρίζει τελείως τον θεούμενο. Ιδέα δεν έχει περί θεούμενου ο Αυγουστίνος ούτε ιδέα είχε ποτέ περί θεώσεως και πίστευε ότι η λογική του ανθρώπου μπορεί να γνωρίσει τον Θεό κατ’ ευθείαν, δηλαδή χωρίς εμπειρία της θεώσεως (Α, 208).
Ο Αυγουστίνος πίστευε ότι μπορεί να συλλάβει όχι μόνο την ενέργεια του Θεού, αλλά και την ουσία του Θεού. Το λέει καθαρά στο δεύτερο βιβλίο του: «δεν θα διστάσουμε να ερευνήσουμε την ουσία του Θεού είτε εκ των έργων του Θεού είτε εκ των μαθημάτων», εννοεί την φιλοσοφία (Β, 85).
Λέγει ο Αυγουστίνος, ότι ο Θεός είναι το συνεχές παρόν, ότι στον Θεό δεν υπάρχει ούτε παρελθόν ούτε μέλλον, αλλά ο Θεός είναι συνεχές παρόν. Αυτό δεν είναι σωστό εξ απόψεως ορθοδόξου. Ο Θεός ούτε παρελθόν είναι ούτε μέλλον, αλλά ούτε και συνεχές παρόν. Το συνεχές παρόν είναι κατηγόρημα του χρόνου. Εφ’ όσον ο Θεός δεν είναι ούτε παρελθόν ούτε μέλλον ούτε συνεχές παρόν, πως είναι δυνατόν η λογική του ανθρώπου να ξεπεράσει όλα αυτά τα πράγματα, για να καταλάβει; (Β, 87).
Ο Αυγουστίνος, όταν θεολογεί περί Αγίας Τριάδος, θεολογεί φιλοσοφικώς και στοχαστικώς. Έχει μια ιδέα μέσα στο κεφάλι του περί Αγίας Τριάδος, τελείως ξεκάρφωτη από την Παλαιά Διαθήκη. Βέβαια, έχει την Καινή Διαθήκη υπ’ όψη του, ο Χριστός στην Καινή Διαθήκη κ.λπ., ο ενσαρκωθείς Λόγος, αλλά δεν βλέπει τον Λόγο στην Παλαιά Διαθήκη, όπως οι Πατέρες της Εκκλησίας βλέπουν τον Λόγο. Και επιδόθηκε σε στοχασμούς βάσει των «εννεάδων» του Πλωτίνου. Μάλιστα, αυτό είχε υπόψη του. Γι’ αυτό, όλες οι σκέψεις του παραλληλίζονται με τις Εννεάδες του Πλωτίνου (Β, 97).
Υπάρχει μια διαφορά μεταξύ των Πατέρων και του Αυγουστίνου, στο εξής: ότι επειδή ο Αυγουστίνος ταύτισε τη δόξα του Θεού με τα αρχέτυπα του Πλάτωνος και με τα είδη του Πλάτωνος κ.λπ., ο φωτισμός για τον Αυγουστίνο δεν ήταν η αέναος μνήμη του Θεού μέσα στην καρδιά, αλλά η ενόραση των αρχετύπων στην ουσία του Θεού, όταν κανείς συλλάβει με το μυαλό του τα αρχέτυπα ή τα είδη (Β, 121).
Την διδασκαλία ότι ο Χριστός αγαπάει και τον διάβολο, ο Αυγουστίνος ούτε στο όνειρό του δεν μπορεί να ανεχθεί. Είναι τόσο μακρυά από την σκέψη του (Β, 135).
Ο Αυγουστίνος θεωρεί ως αίρεση την ιδέα ότι η ψυχή είναι υλική (Β, 164).
Η πεποίθηση του Αυγουστίνου ότι ο άνθρωπος μπορεί με την λογική του να συλλάβει τον Θεό, είναι η βάση όλων των διαφορών μεταξύ Ορθοδοξίας και Φράγκων (Β, 171).
Ο Αυγουστίνος διδάσκει ότι το προπατορικό αμάρτημα ήταν προσβολή της δικαιοσύνης του Θεού και γι’ αυτό τιμωρήθηκε ο άνθρωπος. Τον θάνατο δεν τον εκλαμβάνει ως ασθένεια, η οποία ήταν αποτέλεσμα της απώλειας της θείας ζωής, αλλά ως τιμωρία του Θεού στον άνθρωπο (Β, 205).
Πρέπει να δούμε την άποψη του Αυγουστίνου για την προπατορική αμαρτία ως προσβολή της δικαιοσύνης του Θεού, όπως και την νομική και ενοχική ερμηνεία της αμαρτίας, το πώς αυτή η ενοχή πέρασε στο ανθρώπινο γένος και πως αυτή η άποψη συνδέεται με τον απόλυτο προορισμό. Κατά τον Αυγουστίνο, όταν αμάρτησαν ο Αδάμ και η Εύα, αμάρτησαν κατά της δικαιοσύνης του Θεού και προσέβαλαν τον άπειρο Θεό. Επομένως, εφ’ όσον όλοι κληρονομούν την αμαρτία του Αδάμ και της Εύας, την ενοχή, αυτό σημαίνει ότι κατά την αξία τους πρέπει όλοι να τιμωρηθούν. Επομένως, κατά την αξία είμαστε τιμωρημένοι από τον Θεό, αλλά ο Θεός, όμως, επειδή έτσι θέλει, μεταξύ αυτών των καταδικασμένων στην αιώνια Κόλαση, έχει επιλέξει μια ομάδα για την σωτηρία (!) (Β, 206).
Είναι επόμενο ότι οι απόψεις του Αυγουστίνου περί προπατορικού αμαρτήματος συνδέθηκαν με την θεωρία περί απολύτου προορισμού του ανθρώπου, που διαστρέφει την αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο, τον σκοπό της σταυρικής θυσίας του Χριστού και την όλη ποιμαντική της Εκκλησίας (Β, 207).
Ο Αυγουστίνος έχει μια άλλη περίεργη ιδέα, ότι, όταν λέμε ότι ο Θεός αγαπάει τους αμαρτωλούς, δεν σημαίνει ότι αγαπάει όλους τους αμαρτωλούς. Σημαίνει απλώς ότι ο Θεός αγαπάει αυτούς τους αμαρτωλούς που είναι προορισμένοι (!). Τους άλλους αμαρτωλούς δεν τους αγαπάει ο Θεός. Οπότε, η αγάπη Του είναι περιορισμένη. Μετά, ο Χριστός πέθανε για να σωθούν οι άνθρωποι. Αλλά δεν πέθανε ο Χριστός για όλους τους ανθρώπους. Πέθανε για ορισμένους (!). Αυτά τα χωρία υπάρχουν στα συγγράμματα του Αυγουστίνου και εξ αιτίας αυτών των χωρίων οι Φράγκοι έχουν ισχυρότατη τάση να πιστεύουν στον απόλυτο προορισμό (Β, 208).
Δημιουργία
α/ Κτίση.
Στην κτίση υπάγονται οι άγγελοι, οι δαίμονες, ο υλικός κόσμος και ο άνθρωπος. Όλα αυτά, με διαφορετικούς τρόπους, δημιουργήθηκαν από τον Θεό, ο Θεός τα έφερε από την ανυπαρξία στην ύπαρξη, από το μη είναι στο είναι (Β, 113).
Ο Θεός δημιούργησε κατ’ αρχάς τον νοητό κόσμο, τα νοερά πνεύματα, ήτοι τους αγγέλους, στην συνέχεια δημιούργησε τον αισθητό κόσμο, όλη την υλική κτίση και, τέλος, τον άνθρωπο, ως αποκορύφωμα, που αποτελείται από νοερό και αισθητό στοιχείο. Έτσι, ο άνθρωπος είναι η περίληψη όλης της δημιουργίας. Ο Θεός δεν είναι κατ’ ουσίαν δημιουργός, αλλά κατ’ ενέργεια και κατά βούληση. Αυτό σημαίνει ότι «ο Θεός θα μπορούσε να μην είχε δημιουργήσει τον κόσμο, διότι ο κόσμος δεν προσθέτει τίποτε στον Θεό και γι’ αυτό ο Θεός είναι ελεύθερος, δεν ενεργεί αναγκαστικά» (Β, 114).
Ο κόσμος δεν δημιουργήθηκε κατά αντιγραφή των αρχετύπων ιδεών που υπήρχαν στον Θεό, όπως θεωρούσε η πλατωνική διδασκαλία, αλλά δημιουργήθηκε από τον Θεό, άνευ κτιστών μέσων. Και αυτό είναι θέμα θεοπτικής εμπειρίας των αγίων. Ο Θεός δημιούργησε ολόκληρη την κτίση «κατά βούλησιν», δηλαδή με την θέλησή Του. Τίποτε δεν γίνεται στον (και από) τον Θεό αναγκαστικά, που να αναιρεί την ελευθερία Του. Στον Θεό δεν ισχύει η αριστοτελική αρχή της «εντελέχειας», η οποία συνίσταται στην πορεία από το «δυνάμει» στο «ενεργεία», σύμφωνα με την οποίαν ο Θεός είχε ανάγκη να δημιουργήσει τον κόσμο, για να τελειοποιηθεί το μεταβλητό, μεταβαίνοντας από το «δυνάμει» στο «ενεργεία». Σύμφωνα με την λανθασμένη αυτή αντίληψη, ο Θεός «ήταν ατελής, διότι για να γίνει τέλειος δημιουργεί τον κόσμο, επειδή χρειαζόταν τον κόσμο για να τελειοποιηθεί» (Β, 115).
Τα δημιουργήματα του Θεού διαιρούνται σε ορατά και αόρατα. Ορατή είναι όλη η κτίση, αόρατοι είναι οι άγγελοι (Β, 117).
Στην πατερική παράδοση γίνεται η διάκριση μεταξύ αϊδίου, αιωνίου και χρόνου. Το αϊδιο ανήκει στον Τριαδικό Θεό, στο αιώνιο ανήκουν οι άγγελοι και οι άγιοι, και στον χρόνο ζει όλη η κτίση, μηδέ του ανθρώπου εξαιρουμένου (Β, 118).
Στο ερώτημα, γιατί δημιουργήθηκε ο κόσμος από τον Θεό, δίνονται πολλές απαντήσεις. Μια απάντηση, που την ανευρίσκουμε στην πατερική διδασκαλία, είναι ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε για την ενσάρκωση του Λόγου (Β, 119).
Ο σκοπός της δημιουργίας είναι η ενσάρκωση, κατά τους Πατέρες. Ο άνθρωπος επλάσθη για την θέωση. Δεν θα μπορούσε δε να επιτευχθεί η θέωση, αν δεν υπήρχε το Πρόσωπο εκείνο στο οποίο θα ενωνόταν η θεία με την ανθρώπινη φύση, και αυτό το Πρόσωπο θα γινόταν το πρωτότυπο της θεώσεως του ανθρώπου. Πρόκειται για τον Θεάνθρωπο Χριστό (Β, 120).
Όλα τα όντα μετέχουν στην δημιουργική ενέργεια του Θεού, όχι στην θεωτική. Στην θεοποιό-θεωτική ενέργεια μετέχουν οι άγγελοι και οι άγιοι. Στην κτίση υπάρχει η δημιουργική και συνεκτική ενέργεια του Θεού. Δημιουργική είναι αυτό που φέρει σε ύπαρξη, συνεκτική είναι εκείνο που συνέχει, συντηρητική δηλαδή (Β, 121).
Υπάρχει κοσμολογία της Παλαιάς Διαθήκης. Όταν η Παλαιά Διαθήκη μιλάει για το στερέωμα, αυτή είναι βαβυλωνιακή κοσμολογία. Εκείνα τα χρόνια, οι λαοί της Ανατολής βλέπανε να ανοίγουν ένα πηγάδι και να βρίσκουν νερό κάτω, βλέπανε από τον ουρανό να πέφτει βροχή και να γίνονται κατακλυσμοί πολλές φορές. Και άμα διαβάσεις τους ψαλμούς προσεκτικά, βλέπετε ότι υπάρχουν αποθήκες επάνω στον ουρανό και ανοίγεις την πόρτα σαν το ντουζ, δηλαδή, και πέφτει νερό (Β, 123).
Όταν κανείς πάρει την Παλαιά Διαθήκη και υπολογίσει πότε ο κόσμος δημιουργήθηκε, πότε ο άνθρωπος εμφανίστηκε επί της γης, δεν μπορούμε ν’ αναπτύξουμε περισσότερα από περίπου 6000-6500 χρόνια. Τώρα, γνωρίζουμε ότι το σύμπαν είναι πολύ παλαιότερο από 6500 χρόνια, διότι μέχρι πριν από μερικούς μήνες βρέθηκε ένα καινούριο αστέρι που είναι δεκαπέντε δισεκατομμύρια έτη φωτός μακρυά από την γη. Οπότε, ξέρουμε ότι ο κόσμος είναι τουλάχιστον δεκαπέντε δισεκατομμύρια έτη φωτός ηλικία (Β, 124).
Η Αγία Γραφή φαίνεται εξ επόψεως επιστημονικής ένας νάνος από γνώσεις, που δεν μας φωτίζει και τόσο πολύ, επάνω στη σύνθεση του κόσμου του σύμπαντος (Β, 125).
Πάντως, δεν επηρεάζει την πίστη μας η εξέλιξη της επιστήμης που διερευνά το σύμπαν και βρίσκει νεώτερα ευρήματα, τα οποία δεν αναφέρονται στην Αγία Γραφή (Β, 127).
Οι θεόπτες Προφήτες, Απόστολοι, Πατέρες κατέγραφαν την πνευματική τους εμπειρία, για να οδηγήσουν τους μαθητές τους στην προσωπική γνώση του Δημιουργού του κόσμου και όχι για να τους μάθουν επιστημονικές γνώσεις για τον κόσμο. Αυτό είναι το ουσιώδες σημείο της Αγίας Γραφής (Β, 128).
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέγει ότι ο αιώνας είναι ο χρόνος που θα σταματήσει να κινείται, και χρόνος είναι ο αιώνας που μετράται κινούμενος. Μέσα στους αιώνες ζουν και οι άγγελοι, τα νοερά πνεύματα που δημιουργήθηκαν από τον Θεό, γι’ αυτό και οι άγγελοι καλούνται και αυτοί αιώνες (Β, 130).
β/ Άγγελοι.
Εφ’ όσον οι άγγελοι είναι δημιουργήματα του Θεού και ήλθαν εκ του μη όντος στο είναι, σημαίνει ότι έχουν αρχή και είναι κτιστοί (Β, 131).
Οι άγγελοι και οι ψυχές των ανθρώπων είναι «φύσει θνητοί», αλλά χάριτι αθάνατοι. Γιατί κάθετι που έχει αρχή έχει και τέλος. Ο άνθρωπος είναι η περίληψη της δημιουργίας και το τελειότερο δημιούργημα του Θεού, και γι’ αυτό ο Λόγος του Θεού προκειμένου να σώσει τον άνθρωπο και να αγιάσει την κτίση, προσέλαβε την ανθρώπινη φύση και όχι την αγγελική (Β, 132).
Οι δαίμονες στην αρχή ήταν άγγελοι, γιατί ο Θεός δεν δημιούργησε το κακό, αλλά με την υπερηφάνειά τους έπεσαν από την δόξα του Θεού και έγιναν δαίμονες. Ως νοερό πνεύμα ο διάβολος δεν δεσμεύεται από τον χρόνο και τον χώρο, χωρίς όμως να είναι πανταχού παρών, όπως συμβαίνει με τον Θεό. Κινείται με μεγάλη ταχύτητα, αλλά μπορεί με την τεράστια ικανότητα που έχει να ευρίσκεται και εδώ και εκεί (Β, 134).
Ο Θεός αγαπάει και τον διάβολο. Δεν πρόκειται όμως να σωθεί ο διάβολος. Ο Θεός αγαπάει τους πάντες. Δεν είναι όμως θέμα ότι αν ο Θεός με αγαπάει, θα σωθώ. Ο διάβολος γνώρισε, πριν από την πτώση, τον Θεό και ακόμη βλέπει την δόξα του Θεού, αλλά, επειδή είναι αθεράπευτος, η φύση του είναι σκοτισμένη, βλέπει πυρ γι’ αυτό και οι αγιογράφοι τον ζωγραφίζουν ως σκοτεινό, μαύρο (Β, 135).
Ο διάβολος γνωρίζει την Αγία Γραφή και την ερμηνεύει μέσα από την δική του προοπτική, όπως το βλέπουμε καθαρά στους πειρασμούς του Χριστού, αφού τότε χρησιμοποίησε αγιογραφικά χωρία, σύμφωνα με τις δικές του απόψεις (Β, 136).
Το άκτιστο Φως ποτέ δεν είναι έξωθεν. Είναι πάντοτε έσωθεν. Το δαιμόνιο είναι έξωθεν, το φως του διαβόλου είναι έξωθεν. Ο διάβολος όταν εμφανίζεται, εμφανίζεται πάντοτε και με σχήμα και με χρώμα και πάντοτε είναι έξω από τον άνθρωπο. Όποτε, ο θεούμενος βρίσκεται μέσα στο Φως και όλο το περιβάλλον του είναι μέσα στο Φως, που είναι ασχημάτιστο, ανείδεο, χωρίς χρώμα, χωρίς μορφή. Το φως του διαβόλου είναι περιορισμένο σε τόπο και έχει και χρώμα (β, 141).
Ο διάβολος παρακίνησε τον Αδάμ και την Εύα να αμαρτήσουν, να μην υπακούσουν στο θέλημα του Θεού, με αποτέλεσμα να προέλθει ο θάνατος. Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι δημιουργός του θανάτου ο Θεός, αλλά ο διάβολος. Έκτοτε, μέσω του θανάτου, ο διάβολος κυριαρχεί πάνω στον άνθρωπο (Β, 142).
Ο Χριστός νίκησε τον διάβολο, τον θάνατο και την αμαρτία με τον Σταυρό και την Ανάστασή Του. Εφ’ όσον ο θάνατος, με την υποκίνηση του διαβόλου, πέρασε μέσα στο σώμα του ανθρώπου, η νίκη εναντίον του διαβόλου και του θανάτου δεν μπορεί να γίνει με στοχασμούς και λογικές σκέψεις, αλλά με τον Σταυρό, την Ταφή και την Ανάσταση του Χριστού (Β, 143).
γ/ Άνθρωποι.
Ο άνθρωπος είναι το τελειότερο δημιούργημα του Θεού, που έγινε την έκτη ημέρα της δημιουργίας. Είναι η περίληψη όλης της δημιουργίας, γιατί αποτελείται από ψυχή και σώμα και έχει και το νοερό, που συγγενεύει με τους αγγέλους, και το αισθητό που συνδέεται με την κτίση (Β, 146).
Ο άνθρωπος που δημιουργήθηκε υπό του Πατρός δια του Υιού εν Πνεύματι Αγίω είναι κατ’ εικόνα του Λόγου και πρέπει να φθάσει στο καθ’ ομοίωση (Β, 147).
Ο άνθρωπος από το κατ’ εικόνα έπρεπε να φθάσει στο καθ’ ομοίωση, δηλαδή στην θέωση, με την ενέργεια του Θεού και τη δική του συνέργεια (Β, 148).
Η ζωοποιός ενέργεια του Πνεύματος δεν δίνεται στον άνθρωπο κατά αυτόματο και μαγικό τρόπο. Απαιτείται η συνεργός προσπάθεια του ανθρώπου να ζήσει δια της πίστεως και αγάπης σύμφωνα με τον αρχικό και τελικό προορισμό του. Όταν όμως ο άνθρωπος δεν ακολουθεί το Πνεύμα, στερείται της ζωοποιού ενεργείας του Θεού και καθίσταται ψυχικός (Β, 149).
Βασική διδασκαλία της Εκκλησίας είναι ότι το σώμα δεν προϋπήρχε της ψυχής, ούτε η ψυχή προϋπήρχε του σώματος, αλλά η ψυχή και το σώμα δημιουργήθηκαν ταυτοχρόνως. Έτσι, κατά την διδασκαλία των Προφητών, Αποστόλων και Πατέρων, που είναι διδασκαλία της Εκκλησίας, η ψυχή δημιουργήθηκε από τον Θεό ταυτοχρόνως και συνυπάρχει με το σώμα μέχρι τον θάνατο. Τότε χωρίζονται τα δυο στοιχεία, προσωρινώς, μέχρι την κοινή ανάσταση, οπότε πάλι θα γίνει ένωση ψυχής και σώματος, τόσο στους δικαίους, όσο και στους αμαρτωλούς (Β, 150).
Διαθήκη
Η Αγία Γραφή διαιρείται σε δυο μεγάλες ενότητες, ήτοι στα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, προ της ενσαρκώσεως του Υιού και Λόγου του Θεού, και στα βιβλία της Καινής Διαθήκης, μετά την ενσάρκωση του Λόγου. Τόσο η Παλαιά όσο και η Καινή Διαθήκη δόθηκαν με την αποκάλυψη του Δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος στους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης ως ασάρκου Λόγου, Μεγάλης Βουλής Αγγέλου, και στους Αποστόλους της Καινής Διαθήκης ως σεσαρκωμένου Λόγου-Χριστού. Η λέξη Διαθήκη σημαίνει την επιθυμία κάποιου που καταγράφεται και επιβεβαιώνεται με την υπογραφή του. Και στις δυο Διαθήκες εμφανίστηκε το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος στους Προφήτες και τους Αποστόλους, τους δόθηκε η αποκάλυψη, έγινε συμφωνία και αυτή επισφραγίσθηκε με το αίμα της θυσίας στην Παλαιά Διαθήκη και το αίμα του Χριστού στην Καινή Διαθήκη (Α, 320).
Οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν έβλεπαν την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη μέσα από τον διαχωρισμό Νόμου και Χάριτος, αλλά μέσα από την προοπτική των σταδίων της τελειότητος (Α, 321).
Από ορθοδόξου πλευράς υπάρχει μεγάλη σχέση μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Η διαφορά είναι ότι ο αποκαλυπτόμενος στην Παλαιά Διαθήκη Θεός είναι το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, ασάρκως, ο Μεγάλης Βουλής Άγγελος, ενώ ο αποκαλυπτόμενος Θεός στην Καινή Διαθήκη είναι ο σεσαρκωμένος Λόγος. Επομένως, η διαφορά είναι η ενσάρκωση και ύπαρξη της Εκκλησίας ως Σώματος του Χριστού. Τα άλλα είναι κοινά (Α, 323).
Η θέωση των Προφητών στην Παλαιά Διαθήκη είχε προσωρινό χαρακτήρα, αφού δεν είχε καταργηθεί ο θάνατος, ενώ η θέωση των Αποστόλων στην Καινή Διαθήκη έχει σταθερότητα, λόγω της υπάρξεως της τεθεωθείσης ανθρωπίνης φύσεως στον Χριστό και της νίκης επί του θανάτου (Α, 326).
Ποια είναι η «πάσα αλήθεια»; Η «πάσα αλήθεια», που αποκαλύφθηκε την ημέρα της Πεντηκοστής, είναι ότι η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού. Ο άσαρκος Λόγος τώρα είναι σεσαρκωμένος. Αυτή είναι η «πάσα αλήθεια» (Α, 328).
Δόγμα
Τα δόγματα είναι οι αποφάνσεις των αγίων Πατέρων στις Οικουμενικές Συνόδους, όταν αντιμετώπιζαν αιρετικές διδασκαλίες που αλλοίωναν την αποκαλυπτική αλήθεια (Α, 104).
Τα δόγματα της Εκκλησίας είναι τα αξιώματα που προέρχονται απ’ αυτήν την εμπειρία της καθάρσεως και του φωτισμού και της θεώσεως. Επομένως τα δόγματα δεν είναι αποτελέσματα στοχασμών, όπως νομίζουν οι δυτικοί θεολόγοι, οι ιστορικοί των δογμάτων και οι ημέτεροι που τους ακολουθούν. Τα δόγματα δεν βγήκαν από στοχαστική προσπάθεια έξυπνων φιλοσοφούντων θεολόγων. Αλλά τα δόγματα είναι διατυπώσεις της διδασκαλίας της Εκκλησίας, τις οποίες έκαναν οι Πατέρες της Εκκλησίας για να την προφυλάξουν από αιρέσεις. Διότι κάθε φορά που έγινε διατύπωση δόγματος, η διατύπωση έγινε εναντίον μιας συγκεκριμένης αιρέσεως. Εξ επόψεως πατερικής παραδόσεως η διατύπωση δόγματος εναντίον αιρέσεως ήταν έκφραση του μυστηριακού βιώματος της Εκκλησίας. Διότι η αίρεση ήταν εναντίον της ζωής της Εκκλησίας, δηλαδή ήταν κάτι αντίθετο προς την εμπειρία της Εκκλησίας. Δηλαδή αυτή η εμπειρία τι είναι; Είναι η κάθαρση, ο φωτισμός και η θέωση. Ό,τι συμφωνεί με αυτή την εμπειρία είναι η Ορθοδοξία (Α, 117).
Λοιπόν, το δόγμα είναι ένα φάρμακο. Και το παράξενο είναι, όπως στην εμπειρία της θεώσεως καταργείται ακόμα και η αγία Γραφή μαζί με όλα τα νοήματα και τα ρήματα, έτσι και το δόγμα καταργείται στην εμπειρία της θεώσεως. Το δόγμα τι είναι; Δεν είναι νόημα και ρήμα; Είναι ρήματα και νοήματα τα δόγματα. Δεν διαφέρουν από την αγία Γραφή, και γενικά, από όλες τις σκέψεις που έχουμε περί Θεού (Α, 118).
Χωρίς κάθαρση και φωτισμό, δεν υπάρχει σωτηρία. Αυτή είναι η σωτηρία, κάθαρση και φωτισμός. Τώρα νομίζουμε ότι σωτηρία είναι να πιστεύουμε τα Ορθόδοξα δόγματα. Και ομοιάζουμε με τους ειδωλολάτρες, που παίρνουμε τα δόγματα, τα βάζουμε στο ντουλάπι και καθόμαστε εκεί και κάνουμε μετάνοιες στα δόγματα, τα οποία δεν τα ζούμε. Το δόγμα δεν είναι να πιστευθεί. Το δόγμα είναι να βιωθεί. Γιατί το δόγμα, χωρίς βίωμα είναι αίρεση. Χειρότερη αίρεση είναι το να κάθονται μερικοί στα γραφεία τους και να νομίζουν ότι μπορεί να κάνουν εμβάθυνση και να κάνουν σκέψεις μεγάλες γύρω από τα δογματικά θέματα. Αυτό είναι η πιο μεγάλη βλακεία. Μεθοδολογικά δεν στέκεται καθόλου, μόνον ένας αφελής, ο οποίος δεν έχει ιδέα από επιστημονική μεθοδολογία, μπορεί να παραδέχεται τέτοια πράγματα (Α, 122).
Εκκλησία
Η Εκκλησία υπήρχε και πριν την δημιουργία των αγγέλων και των ανθρώπων. Μετά την πτώση του Αδάμ και της Εύας, η Εκκλησία διασώζεται στα πρόσωπα των Πατριαρχών και των δικαίων της Παλαιάς Διαθήκης που έφθασαν μέχρι την όραση μέχρι την όραση του Θεού. Στην Παλαιά Διαθήκη η Εκκλησία ήταν πνευματική, ενώ με την ενανθρώπηση του Χριστού γίνεται σαρκική – Σώμα Χριστού. Κέντρο τώρα της Εκκλησίας είναι αφ’ ενός μεν η θεία Ευχαριστία, κατά την οποίαν εσθίουμε και πίνουμε το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, αφ’ ετέρου δε όλη η εκκλησιαστική ζωή, ήτοι τα Μυστήρια, η προσευχή, τα δόγματα, η διδασκαλία (Β, 251).
Πέρα όμως από αυτό η Εκκλησία είναι η άκτιστη δόξα και Βασιλεία, όπου κατοικεί ο Θεός και καλούνται να κατοικήσουν μέσα σε αυτήν και οι φίλοι Του. Έτσι, η Εκκλησία είναι άκτιστη και κτιστή, η οποία όμως κτιστότητα δέχεται την άκτιστη Χάρη του Θεού. Η Εκκλησία είναι η άκτιστη δόξα του Θεού. Στην συνέχεια, δια της ακτίστου αυτής δόξης του Τριαδικού Θεού, δημιουργήθηκε ο κόσμος, στον οποίο φανερώνεται η εν ουρανοίς άκτιστη Εκκλησία (Β, 252).
Κατά την Πεντηκοστή, το Άγιον Πνεύμα κατέστησε τους Μαθητές μέλη του θεανθρωπίνου Σώματος του Χριστού. Έτσι, ενώ στην Μεταμόρφωση το Φως ενεργούσε στους Τρεις Μαθητές έσωθεν, δια της θεώσεως, αλλά το Σώμα του Χριστού ήταν έξω από αυτούς, στην Πεντηκοστή οι Μαθητές ενώνονται με τον Χριστό, γίνονται μέλη του θεανθρωπίνου Σώματος και ως μέλη του Σώματος του Χριστού μετέχουν του Ακτίστου Φωτός. Αυτή η διαφορά υπάρχει και μεταξύ Παλαιάς Διαθήκης και Πεντηκοστής. Η Εκκλησία ιδρύθηκε από τον καιρό που ο Θεός κάλεσε τον Αβραάμ και τους Πατριάρχες και τους Προφήτες. Από τότε ιδρύθηκε η Εκκλησία. Η Εκκλησία υπάρχει στην Παλαιά Διαθήκη. Η Εκκλησία υπήρχε στον Άδη. Αλλά, γίνεται μια διαμόρφωση της Εκκλησίας εδώ, δηλαδή ιδρύεται Εκκλησία, υπό την έννοια ότι ιδρύεται Εκκλησία ως Σώμα Χριστού πλέον (Β, 255).
Η Πεντηκοστή, που είναι η αποκάλυψη πάσης της αληθείας, είναι η γενέθλια ημέρα της Εκκλησίας ως Σώματος του Χριστού και ακόμη, όσοι ενώνονται με το Σώμα του Χριστού, υπερβαίνουν τον θάνατο. Και με την Πεντηκοστή η ανθρώπινη φύση του Χριστού, πλέον, επανέρχεται στην Εκκλησία και είναι ημέρα ιδρύσεως της Εκκλησίας, διότι η ανθρώπινη φύση του Χριστού τώρα μερίζεται αμερίστως και ολόκληρος ο Χριστός, με την ανθρώπινή Του φύση, βρίσκεται σε κάθε πιστό (Β, 256).
Η Εκκλησία, η κατ’ εξοχήν Εκκλησία, είναι η άκτιστη, είναι η δόξα του Θεού, είναι η άκτιστη μονή στην οποίαν μένει ο Θεός και στην οποίαν πρέπει και εμείς να μένουμε δηλαδή, η οποία μονή πολλαπλασιάζεται κ.ο.κ. Και γι’ αυτό υπάρχουν πολλές μονές, όπως λέει ο Χριστός στην Καινή Διαθήκη. Υπάρχει μια μονή, αλλά πολλές μονές. Γιατί; Διότι μερίζεται αμερίστως εν μεριστοίς. Αυτό είναι το μυστήριο της Πεντηκοστής (Β, 258).
Η ευχή την οποίαν διαβάζει ο Ιερεύς στο Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας («Μελίζεται και διαμερίζεται ο αμνός του Θεού, ο μελιζόμενος και μη διαιρούμενος, ο πάντοτε εσθιόμενος και μηδέποτε δαπανώμενος…..»), αυτό είναι το κλειδί του μυστηρίου της Πεντηκοστής. Αυτή είναι η «πάσα αλήθεια», η οποία απεκαλύφθη πλέον. Μετά από αυτή την αποκάλυψη της αλήθειας, δεν αποκαλύπτεται τίποτε άλλο πλέον. Δηλαδή, απεκαλύφθη την ημέρα της Πεντηκοστής το μυστήριο της Εκκλησίας, με την νέα της διάσταση. Αυτό απεκαλύφθη και τίποτε άλλο (Β, 261).
Τελικά, η Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού, το οποίο αποτελείται από τους πιστούς στο Χριστό, που μετέχουν στην πρώτη ανάσταση (δηλ. τη μέθεξη της ακτίστου Χάριτος του Θεού δια των αγίων Μυστηρίων), έχουν τον αρραβώνα του Πνεύματος ή και προγεύονται την θέωση (Β, 271).
Κάθε τοπική Εκκλησία είναι εν σμικρογραφία ολόκληρη η Εκκλησία. Βέβαια, αυτό σημαίνει ότι κάθε τοπική Εκκλησία, για να είναι καθολική, πρέπει να διασώζει «την πάσαν αλήθειαν» και την πάσα πράξη, που επιβεβαιώνει την αλήθεια και οδηγεί στην βίωσή της (Β, 273).
Η μετοχή των πιστών στο Σώμα της Εκκλησίας και η μέθεξη της ακτίστου Χάριτος του Θεού, δια των Μυστηρίων και της προσευχής, τους σώζει από τον θάνατο, τον διάβολο και την αμαρτία. Εκτός της Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία. Ο Χριστός προσφέρει την σωστική Χάρη σε όλους τους ανθρώπους. Όταν σώζεται κανείς εκτός της ορατής Εκκλησίας, αυτό σημαίνει ότι ο ίδιος ο Χριστός σώζει αυτόν. Εάν αυτός είναι μέλος ετερόδοξο, τότε σώζεται αυτός διότι τον σώζει ο Χριστός και όχι η «παραφυάς», στην οποίαν ανήκει. Η σωτηρία του, λοιπόν, δεν επιτελείται από την «Εκκλησία» – «παραφυάδα» στην οποίαν ανήκει, διότι μία είναι η Εκκλησία που σώζει, δηλαδή ο Χριστός (Β, 274).
Ο σκοπός της Εκκλησίας δεν είναι κοινωνικός, ηθικός, φιλοσοφικός κ.λπ., αλλά κατ’ εξοχήν σωτηριολογικός και θεολογικός. Αυτό, εκτός των άλλων, φαίνεται από την σχέση μεταξύ του Πάσχα (βάπτισμα του ύδατος), της Πεντηκοστής (βάπτισμα του Πνεύματος) και της εορτής των αγίων Πάντων (συμπερίληψη όλων των Ορθοδόξων μεταξύ των αγίων) (Β, 275).
Μερικοί εκλαμβάνουν την Εκκλησία ως μια θρησκεία που ικανοποιεί τα συναισθήματά τους και τις βιοτικές τους μέριμνες. Όμως η Εκκλησία δεν είναι θρησκεία. Άλλοι θεωρούν ότι σκοπός της Εκκλησίας είναι απλώς η σωτηρία της ψυχής μετά θάνατον. Όμως η Εκκλησία αποτελεί ένα πολίτευμα, μέσα στο οποίο υπάρχουν άλλοι νόμοι από εκείνους που ισχύουν στα κοσμικά πολιτεύματα (Β, 276).
Ο σκοπός της Εκκλησίας, που είναι η σωτηρία των μελών της, συνεχίζεται και μετά θάνατον. Γι’ αυτό η Εκκλησία προσεύχεται πάντοτε για τα μέλη της, γιατί και μετά θάνατον υπάρχει εξέλιξη στην σωτηρία, δηλαδή υπάρχει συνεχής άνοδος στην μέθεξη της Χάριτος του Θεού, αρκεί ο Χριστιανός να βρίσκεται με την μετάνοια στην προοπτική της καθάρσεως και του φωτισμού του νοός (Β, 286).
Ο άνθρωπος με την δημιουργία του από τον Θεό έχει λάβει το κατ’ εικόνα και το καθ’ ομοίωση. Το κατ’ εικόνα είναι δεδομένο και δεν έχει εξαφανισθεί ή καταστραφεί από την πτώση του, παρά μόνον αμαυρώθηκε, ενώ το καθ’ ομοίωση, που ταυτίζεται με την θέωση, είναι κάτι στο οποίο πρέπει να φθάσει ο άνθρωπος με την ενέργεια της θείας Χάριτος και την συνέργεια του ίδιου. Η πορεία από το κατ’ εικόνα στο καθ’ ομοίωση, που είναι ο βαθύτερος σκοπός του ανθρώπου, λέγεται πνευματική τελείωση, και αυτή η τελείωση πραγματοποιείται μέσα στην Εκκλησία, το πραγματικό Σώμα του Χριστού (Β, 287).
Ο άνθρωπος, στην πορεία του προς την θέωση, στην αρχή συμπεριφέρεται ως δούλος, στην συνέχεια ως μισθωτός και στο τέλος γίνεται φίλος-υιός του Θεού (Β, 288).
Ένα χαρακτηριστικό χωρίο, στο οποίο φαίνονται τα στάδια της πνευματικής τελειώσεως υπάρχει στην Α΄ προς Κορινθίους επιστολή του Παύλο: «αλλά απελούσασθε, αλλά ηγιάσθητε, αλλά εδικαιώθητε εν τω ονόματι του Κυρίου Ιησού και εν τω Πνεύματι του Θεού ημών» (Α΄ Κορ. στ΄, 11). Το «απελούσασθε» είναι η κάθαρση, το «ηγιάσθητε» είναι ο φωτισμός και το «εδικαιώθητε» είναι η θέωση (Β, 294).
Στην κάθαρση, ο νους (όχι η λογική) πρέπει να καθαρθεί από τους λογισμούς και να αδειάσει πλήρως, που σημαίνει ότι όχι μόνο τους κακούς λογισμούς πρέπει να διώξει ο νους, αλλά και τους καλούς, και να αδειάσει πλήρως ο νους του ανθρώπου (Β, 317).
Η κατάσταση του φωτισμού είναι η επαφή του ανθρώπου με τον Θεό, είναι η πρώτη κοινωνία με τον Θεό, οπότε ο άνθρωπος γίνεται ναός του αγίου Πνεύματος. Γιατί; Διότι το Άγιον Πνεύμα προσεύχεται μέσα στην καρδιά (Β, 327).
Θέωση είναι η εμπειρία του Θεού ως Φωτός, δοξασμός, ένωση, γνώση. Αυτή η κατάσταση είναι βίωση της Πεντηκοστής (Β, 348).
Εκπόρευση
Οι άγιοι Πατέρες διδάσκουν ότι το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται εκ μόνου του Πατρός και πέμπεται εκ του Πατρός δια του Υιού (Β, 98).
Στην λατινική γλώσσα η λέξη «εκπόρευση» έχει δυο σημασίες. Όταν σημαίνει ουσιώδη ενέργεια ή ουσιώδη πέμψη που δείχνει την ταυτότητα της ουσίας μεταξύ του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, τότε το Πνεύμα το Άγιον εκπορεύεται εκ του Πατρός και του Υιού. Είναι στο επίπεδο της ουσίας, δηλαδή, ή ουσιώδους ενεργείας. Αυτό σημαίνει ότι ο Πατήρ κοινωνεί την ουσία Του με την φυσική ενέργεια στον Υιό και δια του Υιού στο Πνεύμα το Άγιον. Οπότε, το Πνεύμα το Άγιον λαμβάνει την ουσία Του και την ουσιώδη ενέργεια της ουσίας, από τον Πατέρα και τον Υιό. Αυτό σημαίνει, δηλαδή, τίποτε άλλο. Εδώ, σ’ αυτή την χρήση του ονόματος «εκπόρευση», η εκπόρευση δεν σημαίνει τρόπος υπάρξεως, σημαίνει ουσιώδης πέμψη (Β, 99).
Όταν κοινωνεί ο Πατήρ την ουσία Του και στο Πνεύμα, δια του Υιού, δεν είναι καμμιά εν χρόνω πέμψη του Αγίου Πνεύματος. Εν χρόνω πέμπει την ουσία Του και το Πνεύμα το Άγιον, αυτό είναι κουταμάρα. Δεν είναι η εν χρόνω πέμψη του Αγίου Πνεύματος, είναι η κοινοποίηση, η κοινωνία της ουσίας και της ουσιώδους ενεργείας από τον Πατέρα στο Πνεύμα, δια του Υιού λέμε στα ελληνικά, στα λατινικά λένε και εκ του Υιού, αλλά εννοούμε ακριβώς το ίδιο πράγμα. Αλλά δεν σημαίνει τρόπος υπάρξεως. Όταν σημαίνει πέμψη, όχι εν χρόνω πέμψη, τότε το Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και από τον Υιό, και αυτό είναι ορθοδοξότατο. Αλλά, όταν ο όρος «εκπόρευση» χρησιμοποιείται ως τρόπος υπάρξεως, τότε ο Υιός δεν είναι αιτία ή συναιτία της υπάρξεως του Αγίου Πνεύματος. Και το Πνεύμα έχει την ύπαρξή Του μόνον από τον Πατέρα. Εδώ δεν μπορεί να υπάρχει filioque. Στα λατινικά και τα δυο αποδίδονται με το όνομα «procedere», «εκπόρευση». Οπότε, η λέξη εκπόρευση έχει δυο σημασίες. Στην Ανατολή όμως, η λέξη εκπόρευση έχει την σημασία μόνον του τρόπου υπάρξεως. Αντί της δευτέρας σημασίας της εκπορεύσεως εμείς έχουμε άλλα ονόματα, όπως η κοινωνία, μετάδοση, έκλαμψη και δεν ξέρω πόσες άλλες ορολογίες μπορεί να βρει κανείς διαβάζοντας τους Πατέρες της Εκκλησίας. Η επικρατεστέρα ορολογία, στους Καππαδόκες τουλάχιστον, είναι «κοινωνία» (Β, 100).
Έτσι, υπάρχει ένα ορθόδοξο filioque, που δηλώνει την πέμψη του Αγίου Πνεύματος από τον Πατέρα δια (και) του Υιού, και ένα αιρετικό-κακόδοξο filioque, που δηλώνει όχι την πέμψη, αλλά τον τρόπο υπάρξεως, την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος από τον Πατέρα και τον Υιό, καταργώντας τα υποστατικά ιδιώματα και θεωρώντας και τον Υιό ως αιτία υπάρξεως του Αγίου Πνεύματος. Όταν λέμε «εκ του Πατρός, δια του Υιού, εν Αγίω Πνεύματι» ενεργούν όλες οι ενέργειες του Θεού. Για την ενέργεια δεν υπάρχει πρόβλημα, διότι έτσι μιλάνε οι Πατέρες, ότι η ενέργεια είναι εκ του Πατρός, δια του Υιού, εν Αγίω Πνεύματι. Δηλαδή είναι εκ του Πατρός, δια Υιού και αναπαύεται εν τω Πνεύματι. Έτσι, και ο Λόγος φανερώνεται εν Πατρί στο Πνεύμα εξ επόψεως της ενεργείας, δηλαδή γίνεται φανέρωση και μετάδοση (Β, 102).
Η δογματική διαφορά στο θέμα του filioque δεν προήλθε από τους Πατέρες της Ανατολής και της Δύσεως, αλλά από τους Φράγκους, που χρησιμοποίησαν μερικές φράσεις του ιερού Αυγουστίνου για να καταλήξουν στο αιρετικό filioque και να διαφοροποιηθούν από την Ορθοδοξία (Β, 103).
Ενανθρώπηση
Κατ’ αρχάς πρέπει να τονισθεί ότι η ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού δεν είναι κάποια θεωρητική θεολογική διδασκαλία, αλλά εμπειρικό γεγονός. Πρόκειται για γεγονός που επιβεβαιώνεται από την προσωπική πείρα των Αποστόλων και των αγίων δια μέσου των αιώνων. Οι Απόστολοι είναι αυτόπτες μάρτυρες του γεγονότος της θείας ενανθρωπήσεως και ιδιαιτέρως της δόξης της θείας φύσεως (Β, 214).
Τα ονόματα που προσδίδονται στον Χριστό στην Παλαιά Διαθήκη είναι Γιαχβέ, Μεγάλης Βουλής Άγγελος, Άγγελος ή Κύριος της δόξης, Σοφία του Θεού, και όχι Μεσσίας, το οποίον δηλώνει άνθρωπο (Β, 219).
Ο Χριστός με την ενανθρώπησή Του έγινε Μεσσίας, Προφήτης, Ιερεύς και Βασιλεύς (Β, 220).
Όταν ομιλούμε για γέννηση του Χριστού, κάνουμε λόγο για δυο γεννήσεις. Η μία είναι η προαιώνια γέννηση του Λόγου από τον Πατέρα, κατά την θεία φύση, και άλλη είναι η εν χρόνω γέννηση από την Παναγία, κατά την ανθρώπινη φύση. Πρόκειται για τις δυο φύσεις που έχει ο Χριστός, την θεία και την ανθρώπινη (Β, 225).
Στην Παλαιά Διαθήκη υπήρχε η σκηνή του Μαρτυρίου, όπου διαφυλάσσονταν στα Άγια των Αγίων η στάμνα με το μάννα, οι πλάκες της Διαθήκης και η ράβδος του Ααρών. Τώρα, στην Καινή Διαθήκη, η σκηνή είναι η σάρκα που προσέλαβε από την Παναγία. Πάντως, ο Χριστός ως Θεάνθρωπος, είναι κατά πάντα όμοιος με τον Θεό Πατέρα και το Άγιον Πνεύμα κατά την θεότητα, και όμοιος κατά πάντα με τον άνθρωπο, κατά την ανθρώπινη φύση (Β, 226).
Στον Χριστό δεν υπάρχει σταδιακή τελείωση, όπως συμβαίνει στον άνθρωπο. Ο Χριστός είναι Θεός κατ’ ουσίαν, ενώ ο άνθρωπος κατά μετουσίαν. Ακόμη, ο Χριστός, κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας, ποεί την θέωση, είναι Αυτός πηγή της θεώσεως των ανθρώπων και δεν πάσχει την θέωση. Έτσι, ο Χριστός είναι Θεός και θεοποιός, όπως και τα άλλα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, ενώ ο άνθρωπος είναι θεούμενος. Αυτήν την θεωθείσα ανθρώπινη φύση ο Χριστός την αποκάλυψε στους ανθρώπους σταδιακά (Β, 229).
Πρέπει να επισημανθεί ότι ο Τριαδικός Θεός, ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα, είναι πανταχού παρών στον κόσμο κατ’ ενέργεια και όχι κατ’ ουσίαν. Όμως, ο Θεάνθρωπος Χριστός είναι από τον κόσμο κατ’ ουσίαν ως Λόγος, αλλά «η ανθρώπινη φύση του Χριστού είναι πανταχού παρούσα κατ’ ουσίαν», λόγω της υποστατικής ενώσεως θείας και ανθρωπίνης φύσεως. Και αυτό το θέμα συνδέεται με την διδασκαλία περί ουσίας και ενεργείας του Θεού αλλά και της υποστατικής ενώσεως θείας και ανθρωπίνης φύσεως στον Χριστό (Β, 231).
Η σταυρική θυσία του Χριστού στον Γολγοθά, που συνδέεται στενά με την Ανάσταση του Χριστού, είναι κεντρικό σημείο στην διδασκαλία και την ζωή της Εκκλησίας και μάλιστα γίνεται λόγος για το μυστήριο του Σταυρού και της Αναστάσεως του Χριστού, που αφορά την νίκη του Χριστού πάνω στην αμαρτία, τον διάβολο και τον θάνατο (Β, 241).
Το μυστήριο του Σταυρού ενεργεί κατά το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας και την όλη πνευματική ζωή των πιστών (β, 244).
Επίσκοπος
Κανονικά οι Κληρικοί, ιδίως οι Επίσκοποι, πρέπει να γνωρίζουν εμπειρικά τις αλήθειες της Εκκλησίας. Η αρχαία Εκκλησία πρόσεχε πολύ το θέμα αυτό. Όμως, αν δεν εύρισκε Κληρικούς που να έχουν προσωπική εμπειρία της Πεντηκοστής, για να γίνουν Επίσκοποι, τότε αναζητούσε τουλάχιστον Κληρικούς που να γνωρίζουν τα δόγματα της Εκκλησίας και με αυτά να καθοδηγούν το ποίμνιο (Α, 114).
Επειδή δεν ήταν εύκολο να βρούμε ανθρώπους υποψηφίους Επισκόπους, οι οποίοι να έχουν κάνει τα δόγματα βιώματα, γι’ αυτό εισήχθη ο λίβελλος, δηλαδή αυτές οι τρεις ομολογίες πίστεως, που κάνει σήμερα ο δεσπότης, όταν χειροτονείται. Κάνει την ερμηνεία του Συμβόλου της Πίστεως και μετά χειροτονείται (Α, 114).
Η Εκκλησία είχε φθάσει σ’ ένα σημείο που οι εκάστοτε Επίσκοποι, Πατριάρχαι και Μητροπολίται έψαχναν να βρουν ανθρώπους στους οποίους το δόγμα να είναι βίωμα. Δηλαδή το δόγμα που είναι οδηγός στους ανθρώπους να περάσουν από την κάθαρση, να φθάσουν στον φωτισμό, στην αέναη μνήμη Θεού, οπότε τα αξιώματα που καθοδηγούν τον άνθρωπο μεταβάλλονται σε βίωμα, και δεν βρίσκανε. Και γι’ αυτόν τον λόγο επέλεγαν ανθρώπους και τους χειροτονούσαν Επισκόπους, οι οποίοι από το ένα μέρος δεν είχαν μεγάλο ζήλο προς τα επάνω, προς τα άνω, δηλαδή, να κάνουν φοβερή ασκητική για να φθάσουν στην νοερά προσευχή, αλλ’ ούτε όμως είχαν ροπή και έλξη προς τα κάτω, δηλαδή ήσαν καλοί άνθρωποι. Και επειδή ήσαν καλοί άνθρωποι τους εξέλεγαν και τους χειροτονούσαν Επισκόπους. Και τότε εισήχθη και η παράδοση στην χειροτονία να δίνουν και ομολογία που έχουμε σήμερα. Ο Επίσκοπος, όταν χειροτονείται, λέει το Σύμβολο της Πίστεως, κάνει μια ερμηνεία του Συμβόλου και υπόσχεται ότι θα κρατήσει τα δόγματα και τους κανόνες κ.ο.κ. Και με αυτήν την υπόσχεση ότι θα κρατήσει αυτούς τους τύπους, τον χειροτονούσαν Επίσκοπο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο εξασφάλιζε η Εκκλησία δασκάλους, οι οποίοι υπόσχονται μέχρι θανάτου ότι θα διατηρήσουν και θα φυλάξουν ανόθευτα τα δόγματα αυτά, ώστε κατηχηθέντες οι διάφοροι από έναν τέτοιο Επίσκοπο, να μπορούν να πάνε σε κανένα Μοναστήρι, αν έχουν ζήλο, να μεταβάλουν αυτά τα δόγματα σε ζωή (Α, 115).
Όταν λένε οι Άγιοι Απόστολοι «έδοξε τω Πνεύματι τω Αγίω και ημίν» (Πρ. ιε΄, 28), πως ξέρουν τι «έδοξε τω Αγίω Πνεύματι»; Διότι το άγιον Πνεύμα ήταν μέσα τους και είχαν την εμπειρία Του. Άμα λένε σήμερα οι δεσποτάδες το «έδοξε τω Αγίω Πνεύματι και ημίν», λένε ανοησίες. Η Σύνοδος των Επισκόπων είναι ορθόδοξη εάν υπάρχουν Επίσκοποι που βρίσκονται στον φωτισμό και την θέωση, διαφορετικά θα είναι ορθόδοξη εάν ακολουθεί την διδασκαλία και την εμπειρία των Προφητών, Αποστόλων και Πατέρων (Β, 58).
Ζωή / Θάνατος
Αμέσως μετά την πτώση επήλθε ο πνευματικός θάνατος, ο χωρισμός του ανθρώπου από τον Θεό και ακολούθησε αργότερα ο σωματικός θάνατος, ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα. Η διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας είναι ότι δεν ευθύνεται ο Θεός για τον θάνατο ούτε ο θάνατος είναι τιμωρία του Θεού στον άνθρωπο (όπως το ερμήνευσε η δυτική θεολογία), αλλά ο θάνατος είναι συνέπεια της αμαρτίας και της απομακρύνσεως του ανθρώπου από τον Θεό, που είναι η αληθινή ζωή (Β, 468).
Έτσι, ο θάνατος δεν είναι τιμωρία του Θεού, αλλά ασθένεια που προήλθε από την απομάκρυνση του ανθρώπου από τον Θεό, την πηγή της ζωής. Αυτό εξηγείται και βιολογικά, διότι η φθαρτότητα και η θνητότητα συνδέονται με τα κύτταρα του οργανισμού του ανθρώπου (Β, 469).
Με τον βιολογικό θάνατο χωρίζεται η ψυχή από το σώμα. Θα έλθει, όμως, ο χρόνος εκείνος που θα γίνει η ανάσταση των σωμάτων όλων των ανθρώπων και θα κριθούν από τον Χριστό κατά την Δευτέρα Του Παρουσία. Μετά τον θάνατο οι ψυχές ζουν χωρίς τα σώματα και αυτό λέγεται μέση κατάσταση των ψυχών. Οι θεούμενοι, μετά τον θάνατό τους, «μετέχουν στην δόξα του Θεού», στην θεοπτία, ενδιαφέρονται για μας, προσεύχονται και εμείς επικαλούμαστε τις πρεσβείες τους (Β, 470).
Επομένως, ως μέση κατάσταση των ψυχών λέγεται η κατάσταση των ψυχών των ανθρώπων μετά την έξοδό τους από το σώμα και πριν την ανάσταση των σωμάτων κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Ακόμη, ως μέση κατάσταση των ψυχών εννοείται και η ολοκλήρωση της μετανοίας των ψυχών εκείνων που ήδη είχαν εισέλθει στο στάδιο της μετανοίας, αλλά δεν είχαν προλάβει να την ολοκληρώσουν (Β, 472).
Η προσευχή για τους κεκοιμημένους είναι απαραίτητη, γιατί υπάρχει κάποια πρόοδος και προκοπή στην μέση κατάσταση των ψυχών, γι’ αυτούς που ήδη έχουν εισέλθει τουλάχιστον στο στάδιο της μετανοίας. Μετά τον θάνατο δεν υπάρχει μετάνοια, αλλά μετά τον θάνατο όμως υπάρχει τελειοποίηση της μετανοίας. Άλλο το ένα, άλλο το άλλο. Εδώ αρχίζει η μετάνοια και τελειώνει εκεί. Και συνεχίζει μέχρι την θέωση. Έτσι είναι. Αυτά είναι εμπειρία των αγίων (Β, 474).
Είναι δυνατόν ακόμη και ο μη Χριστιανός να γνωρίσει τον Χριστό μετά θάνατον. Και ένας ο οποίος είναι εκτός παραδόσεως, εάν είναι ισχυρή η θετική του ανταπόκριση προς την ενέργεια του Θεού, είναι δυνατόν να ξεπεράσει και την κατάσταση της αρετής και να φθάσει σε κάτι υψηλότερο. Ένας τέτοιος άνθρωπος μπορεί μετά τον θάνατο να διδαχθεί τον Χριστιανισμό, εφ’ όσον βλέπει πλέον την άκτιστη ενέργεια του Θεού, και εφ’ όσον είναι επιδεκτικός. Αντί να μείνει πεπωρωμένος στην καρδιά του, να είναι επιδεκτικός προόδου και να γίνει οπαδός του Χριστού μετά τον θάνατο, όπως έγινε στην εις Άδου Κάθοδον του Χριστού και πίστευσαν όσοι ήταν προετοιμασμένοι και τώρα συγκαταλέγονται μεταξύ των αγίων. Επίσης οι Πατέρες λένε ότι ο άνθρωπος συνεχίζει την κάθαρση και τον φωτισμό, για να φθάσει στην θέωση και μετά τον θάνατο (Β, 476).
Ηθική
Υπάρχει μια θαυμάσια σχέση μεταξύ δόγματος και ηθικής. Η θεολογία και το δόγμα δεν μπορεί ποτέ να χωρισθούν από την ηθική της Εκκλησίας, που είναι η ασκητική. Πάντως, φαίνεται σαφώς από την ορθόδοξη ασκητική, ότι δεν μπορεί να χωρισθεί ποτέ η θεολογία από την ηθική. Η ασκητική έχει καθαρά δογματικό χαρακτήρα, γιατί ασχολείται με την σωστή τοποθέτηση των νοημάτων και πρέπει να ξέρει κανείς ακριβώς ποια είναι αυτά τα νοήματα, τι χαρακτήρα έχουν, τι σχέση έχουν με την πραγματικότητα που συμβολίζουν ή εκφράζουν. Μέσα στο πλαίσιο αυτό αναπτύσσεται η ηθικολογία. Δηλαδή, αν το δόγμα χωρισθεί από την ηθική, τότε επικρατεί, αφ’ ενός μεν ο στοχασμός, αφ’ ετέρου δε η ηθικολογία (Α, 139).
Διαβάζοντας τα πατερικά κείμενα, διακρίνουμε καθαρά ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν δέχονταν την ηθική, όπως νοείται σήμερα. Όταν χρησιμοποιούσαν αυτόν τον όρο στα συγγράμματά τους, τα λεγόμενα ηθικά, στην πραγματικότητα εννοούσαν την ασκητική. Έδιναν μεγάλη σημασία στον νου του ανθρώπου, που διαφοροποιείται από την λογική και είναι ο οφθαλμός της ψυχής. Το κέντρο της ασκητικής είναι ο φωτισμένος νους και όχι απλώς μια εξωτερική συμπεριφορά του ανθρώπου (Α, 151).
Η ασκητική δεν μπορεί ποτέ να μετατραπεί σε ηθική, αφού στην βάση της είναι θεραπευτική της όλης προσωπικότητας του ανθρώπου. Η ορθόδοξη ασκητική ομοιάζει περίπου με την μέθοδο της συγχρόνου ψυχιατρικής, διαφέρει, όμως, ως προς τον τρόπο και τον σκοπό. Εφ’ όσον ο σκοπός του ανθρώπου είναι να φθάσει στην ανιδιοτελή αγάπη, αφού απαλλαγεί από την φιλαυτία, αυτό σημαίνει ότι το πρόβλημα δεν είναι ηθικό, αλλά θεραπευτικό (Α, 154).
Θέωση
Η λέξη θέωση προέρχεται από την λέξη Θεός, οπότε εκείνος που με ποικίλους βαθμούς μετέχει της Χάριτος του Θεού, λέγεται θεούμενος. Η Χάρη του Θεού λέγεται «δόξα», γιατί στην κατάσταση της θεωρίας οράται ως φως-δόξα. Όποιος βρίσκεται σε κατάλληλη πνευματική κατάσταση, βλέπει την δόξα-φως του Θεού, αλλά, εκείνος που δεν βρίσκεται σε καλή κατάσταση, μετέχει του πυρός. Αυτό λέγεται από την άποψη ότι το κτιστό φως έχει δυο ιδιότητες, την φωτιστική και την καυστική, άλλους φωτίζει και άλλους καίει. Το ίδιο γίνεται και με το άκτιστον Φως (Α, 200).
Οι θεούμενοι είναι παρατηρητές της δόξης του Θεού και την περιγράφουν, ώστε και οι ακροατές να επαναλάβουν την μέθοδο των θεουμένων, για να φθάσουν και αυτοί στην θεοπτία. Παρά ταύτα, ο Θεός δεν ομοιάζει με τίποτε από τα κτιστά και γι’ αυτό στην πραγματικότητα είναι απερίγραπτος. Οι θεούμενοι που βλέπουν τον Θεό είναι θεόπνευστοι, δηλαδή έχουν την πραγματική γνώση του Θεού, η οποία δεν προέρχεται από βιβλία, αλλά από την εμπειρία της θεοπτίας (Α, 201).
Επειδή είναι θεόπνευστοι, γι’ αυτό είναι απλανείς θεολόγοι στην Εκκλησία. Μόνον αυτούς τους εμπειρικούς θεολόγους δεχόμαστε ως κριτήρια της αληθείας. Όταν οι θεούμενοι μεταφέρουν την εμπειρία, το κάνουν με τα σχήματα και τα ρήματα της ανθρώπινης σοφίας. Έτσι, οι θεούμενοι έχουν άκτιστη αλήθεια, που είναι η γνώση του ακτίστου Θεού, και κτιστή αλήθεια, αφού γνωρίζουν τα κτίσματα. Οι θεούμενοι κάνουν σαφή διάκριση μεταξύ άκτιστης και κτιστής αλήθειας. Οι θεούμενοι ενώνονται με τον Χριστό, ο Οποίος ενώνει στην υπόστασή του το κτιστό με το άκτιστο. Έτσι, δια του Χριστού και οι θεούμενοι αποκτούν εμπειρία του ακτίστου. Δεν είναι δυνατόν με την φιλοσοφία να αποκτήσει κανείς γνώση του Θεού. Αυτό γίνεται δια των θεουμένων που έχουν εμπειρία του Θεού (Α, 202).
Επομένως, οι θεούμενοι, που μετέχουν της φωτιστικής και θεοποιού ακτίστου ενεργείας του Θεού, είναι οι αληθινοί θεολόγοι, η βάση ης εκκλησιαστικής ζωής. Και όταν ομιλούμε για θεούμενους, εννοούμε τους Προφήτες, τους Αποστόλους, τους Πατέρες της Εκκλησίας (Α, 209).
Η εμπειρία της θεώσεως, είναι διαβρωτική για όλη την ανθρώπινη φύση, αφού μετέχει όλος ο άνθρωπος στην εμπειρία αυτή. Όταν ο άνθρωπος βλέπει τον Θεό, τότε και η λογική του και τα μάτια του και η μύτη του και το στόμα του και ολόκληρος μετέχει σε αυτήν και δεν βρίσκεται σε καμιά αφασία. Δεν είναι εμπειρία της αφασίας, γιατί μια τέτοια εμπειρία είναι νεοπλατωνική. Η εμπειρία της αφασίας των νεοπλατωνικών στην ορθόδοξη πατερική παράδοση θεωρείται ότι είναι δαιμονική (Α, 161).
Ο προσευχόμενος αποκτά εμπειρίες του Θεού. Κατ’ αρχάς βγαίνουν όλοι οι λογισμοί από την καρδιά, μέσα στην οποία πλέον ενεργεί η Χάρη του Θεού και έτσι μέσα στην καρδιά συμβαίνουν πνευματικές αλλοιώσεις (Α, 162).
Όταν γίνεται λόγος για προσωπική εμπειρία, δεν σημαίνει ότι ο άνθρωπος αποξενώνεται από την εκκλησιαστική ζωή και ζει μια ατομική ζωή. Η εμπειρία αποκτάται στην Εκκλησία και υπάρχει συνδυασμός Μυστηρίων και ασκήσεως. Τις περισσότερες φορές δια των Μυστηρίων και της ασκήσεως φθάνει ο άνθρωπος στην εμπειρία του φωτισμού και της θεώσεως, αλλά μερικές φορές γίνεται και το αντίστροφο (Α, 163).
Οι θεούμενοι έχουν προσωπική εμπειρία του Θεού, βλέπουν την δόξα του Θεού. Όμως, επειδή υπάρχει διαφορά μεταξύ κτιστού και ακτίστου και επειδή ο Θεός και φανερούμενος παραμένει μυστήριο και απερίγραπτος, γι’ αυτό η ορθόδοξη θεολογία είναι αποφατική, όχι όμως αγνωστικιστική (Α, 166).
Όταν, όμως (ο θεούμενος), φθάνει στην εμπειρία της θεώσεως, επειδή δεν υπάρχει καμία ομοιότητα μεταξύ του ακτίστου και του κτιστού, το άκτιστο παραμένει μυστήριο και παραμένει απερίγραπτο. Ο άνθρωπος αυτός γίνεται θεατής του απερίγραπτου, το οποίο δεν μπορεί να το περιγράψει και να θέλει να το περιγράψει, δεν μπορεί να το καταλάβει και να θέλει να το καταλάβει. Είναι και ακατανόητο. Είναι μυστήριο απερίγραπτο κ.ο.κ. Απλώς, το βλέπει κανείς. Γι’ αυτόν τον λόγο, το επαναληπτικό μέρος είναι πάντοτε επανάληψη της ίδιας πραγματικότητας, με τα ίδια όρια κ.ο.κ. (Α, 170).
Η εμπειρία του Θεού δίνεται κατά την Πεντηκοστή. Η εμπειρία της Πεντηκοστής λέγεται εμπειρία θεώσεως και ο άγιος που βίωσε αυτήν την εμπειρία χαρακτηρίζεται θεούμενος. Οι άγιοι έχουν ταυτότητα εμπειριών και, επομένως, έχουν την ίδια γνώση, αυτοί είναι η αυθεντία μέσα στην Εκκλησία. Όταν φθάνει κανείς στην εμπειρία της αποκαλύψεως, φθάνει στην θέωση και τότε υπερβαίνονται οι φυσικές λειτουργίες του σώματος, χωρίς να καταργούνται (Α, 178).
Αν κανείς δεν έχει δική του αποκαλυπτική εμπειρία, δέχεται την εμπειρία των θεουμένων, των φίλων του Θεού (Α, 180).
Θεόπνευστο και αληθινό είναι ό,τι στηρίζεται στην αποκαλυπτική εμπειρία, ενώ ό,τι είναι στοχαστικό και μη εμπειρικό είναι ψευδές. Αυτή είναι η διαχωριστική γραμμή μεταξύ αιρέσεως και αληθείας. Αίρεση είναι ό,τι βρίσκεται μακριά από την εμπειρία της θεώσεως. Η αίρεση είναι έλλειψη εμπειρίας, γιατί όσοι έχουν προσωπική εμπειρία δεν μπορούν να διαφοροποιούνται από την ζωή και την εμπειρία της Εκκλησίας (Α, 181).
Η εμπειρία της θεώσεως διατυπώνεται σε έναν δογματικό όρο για να διαφυλαχθεί η αποκαλυπτική αλήθεια και να μην αλλοιωθεί από την αίρεση (Α, 182).
Η εμπειρία της θεώσεως έχει διαφόρους βαθμούς. Οι Πατέρες της Εκκλησίας χωρίζουν την εμπειρία της θεώσεως σε τρεις κατηγορίες. Είναι η έλλαμψη, η θέα, η διαρκής θέα, και ο φωτισμός περιγράφεται και ως θεωρία, η οποία θεωρία είναι και ο φωτισμός, είναι και η θέωση δηλαδή (Α, 186).
Οι άγιοι της Εκκλησίας, που μετέχουν της ακτίστου θεοποιού ενεργείας του Θεού, γνωρίζουν εκ πείρας αν κάποια εμπειρία είναι αληθινή ή ψευδής. Αυτό λέγεται στην πατερική γλώσσα διάκριση. Υπάρχει διαφορά μεταξύ ακροάσεως του λόγου του Θεού από τους Αγίους και προσωπικής θεοπτικής πείρας, καθώς επίσης υπάρχει διάκριση μεταξύ καθάρσεως, φωτισμού και θεώσεως (Α, 187).
Τα νοήματα της Παλαιάς Διαθήκης και της Καινής Διαθήκης ποτέ δεν αντικαθιστούν ούτε την αποκάλυψη, ούτε την εμπειρία της θεώσεως. Αλλά δακτυλοδεικνύουν την οδό που πρέπει να διανύσει ο άνθρωπος για να φθάσει από την κάθαρση στον φωτισμό και τη θέωση. Αυτός είναι ο σκοπός των νοημάτων της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Δεν έχουν κανέναν άλλο σκοπό. Οι θεούμενοι μεταφέρουν την εμπειρία τους προφορικώς ή γραπτώς στα πνευματικά τους παιδιά, για να τα οδηγήσουν στην βίωση της ίδιας εμπειρίας. Αυτός είναι ο πυρήνας της ορθοδόξου παραδόσεως (Α, 196).
Στην πατερική παράδοση η εμπειρία της θεώσεως δεν είναι της ψυχής, είναι εμπειρία και του σώματος. Ολόκληρος ο άνθρωπος μετέχει στην εμπειρία της θεώσεως, διότι θεούται όχι μόνον η ψυχή του ανθρώπου, αλλά και το σώμα του ανθρώπου, ολόκληρη η προσωπικότητα του ανθρώπου θεούται. Και όταν ο άνθρωπος βλέπει τον Θεό, ολόκληρος ο άνθρωπος βλέπει τον Θεό, δηλαδή και η λογική του και τα μάτια του και η μύτη του και το στόμα του, ολόκληρος ο άνθρωπος μετέχει και δεν βρίσκεται σε καμία αφασία (Β, 180).
Όσο έχει κανείς την θέωση δεν κοιμάται, δεν τρώει, δεν πίνει, δεν πάει στον απόπατο, δηλαδή τελεία αναστολή όλων των φυσικών λειτουργιών του ανθρώπου, οσάκις διαρκεί αυτή η κατάσταση. Και ένα χρόνο να διαρκέσει, ο άνθρωπος βρίσκεται σε αναστολή των λειτουργιών του σώματός του. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν γνωρίζει και δεν μιλάει (β, 181).
Θρησκεία
Οι αιρετικοί πιστεύουν σε έναν θεό, τον οποίο δημιούργησαν με την λογική και την φαντασία τους. Ο θεός τον οποίον πιστεύουν δεν είναι Θεός της αποκαλύψεως, αλλά της ανακαλύψεως της λογικής και της επεξεργασίας του στοχασμού. Ένας τέτοιος θεός είναι ανύπαρκτος. Όταν οι δυτικοί Χριστιανοί πιστεύουν ότι το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται και εκ του Υιού ως ύπαρξη και όταν οι σχολαστικοί φιλόσοφοι προσπαθούν με λογικά επιχειρήματα να αποδείξουν την ύπαρξη του Θεού, τότε σημαίνει ότι δεν έχουν προσωπική πείρα του Θεού και ένας τέτοιος θεός είναι ανύπαρκτος (Β, 458).
Η θρησκεία ενδιαφέρεται για τον άνθρωπο στην ζωή αυτή, ώστε να αντιμετωπίζονται οι ασθένειες, οι θλίψεις, οι στενοχώριες, οι καταστροφές, οι πόλεμοι, «δηλαδή ο Θεός να τα τακτοποιεί όλα κατά τις ανάγκες ή τις επιθυμίες του ανθρώπου», αλλά ενδιαφέρεται και για την μέλλουσα ζωή, ώστε να επικρατήσει η δικαιοσύνη και να επανέλθει η ψυχή του ανθρώπου στην ευδαιμονία (Β, 459).
Με τον όρο θρησκεία εννοούμε κάθε ταύτιση του ακτίστου με το κτιστόν και μάλιστα κάθε ταύτιση παραστάσεων του ακτίστου με νοήματα και ρήματα της ανθρωπίνης σκέψεως που είναι το θεμέλιο της λατρείας των ειδώλων. Η θρησκεία συγχέει και ταυτίζει την λογική με την νοερά ενέργεια του ανθρώπου. Αυτό δημιουργεί μεγάλο πρόβλημα, διότι η νοερά ενέργεια, όταν λειτουργεί σωστά, κάνει τα αδιάβλητα πάθη να παραμένουν αδιάβλητα και να μην μετατρέπωνται σε διαβλητά. Όταν, όμως, η νοερά ενέργεια δεν λειτουργεί φυσιολογικά, τότε ο άνθρωπος κυριαρχείται από τα πάθη και αυτό έχει συνέπειες και στην σχέση του με τον Θεό (Β, 461).
Οι θρησκείες συνδέονται στενά με την μαγεία, ως εξευμένιση του Θεού, την δεισιδαιμονία, ως ταύτιση του Θεού με την κτίση, όπως πρεσβεύει ο πανθεϊσμός, αλλά και με τον μυστικισμό, ως επαναφορά της φύσει αθανάτου ψυχής στον αγέννητο κόσμο των ιδεών από τον οποίο εξέπεσε (Β, 462).
Κληρικός / Λαϊκός
Οι πιστοί, με τα Μυστήρια του Βαπτίσματος και του Χρίσματος και με τον αγώνα τους να εφαρμόσουν τις εντολές του Θεού, είχαν κάποιο πνευματικό χάρισμα, τουλάχιστον την νοερά καρδιακή προσευχή και ανήκαν στο «βασίλειον ιεράτευμα». Έτσι, όλοι οι πιστοί, και οι γυναίκες, είχαν την πνευματική ιερωσύνη, το «βασίλειον ιεράτευμα». Πάντως, οι πιστοί δεν ήταν αυτοί που δεν είχαν κάποιο χάρισμα, αλλά όσοι είχαν τουλάχιστον νοερά προσευχή (Β, 398).
Στην αρχαία Αποστολική Εκκλησία όλοι οι πιστοί ήταν χαρισματούχοι, ανήκαν στο «βασίλειον ιεράτευμα», είχαν την πνευματική ιερωσύνη, διότι είχαν όλοι, τουλάχιστον, την νοερά προσευχή, που είναι μια πνευματική ιερουργία. Από αυτούς τους πιστούς εξέλεγαν μερικούς για να τους καταστήσουν Διακόνους, Πρεσβυτέρους και Επισκόπους και να έχουν το ειδικό χάρισμα της Ιερωσύνης, με το οποίο θα τελούν τα Μυστήρια και θα κατευθύνουν πνευματικά τα μέλη της Εκκλησίας (Β, 399).
Οι Κληρικοί στην αρχαία Εκκλησία, όπως συγκροτήθηκαν σε βαθμούς της Ιερωσύνης –Διάκονοι, Πρεσβύτεροι και Επίσκοποι- είχαν πνευματικό χάρισμα και, έτσι τελούσαν τα Μυστήρια, αλλά συγχρόνως καθοδηγούσαν τους πιστούς για να μεθέξουν της καθαρτικής, φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού, ώστε με αυτές τις προϋποθέσεις να μετέχουν αξίως των Μυστηρίων. Αυτό συνιστά την θεραπεία των Χριστιανών. Οι βαθμοί της Ιερωσύνης αντιστοιχούσαν με τους βαθμούς της πνευματικής ζωής. Ο Διάκονος αντιστοιχεί με το στάδιο της καθάρσεως, ο Πρεσβύτερος με το στάδιο του φωτισμού και ο Επίσκοπος με το στάδιο της θεώσεως. Χειροτονούμε τον άνθρωπο, όταν φθάσει στη φώτιση. Τότε τον χειροτονούμε. Η χειροτονία δεν τον κάνει φωτισμένο. Επειδή είναι φωτισμένος, τον χειροτονούμε (Β, 400).
Μοναχός
Ο Μοναχισμός δεν είναι καινούριο φαινόμενο στην Εκκλησία. Ο μοναχισμός υπήρχε σε κάθε ενορία, διότι κάθε Χριστιανός ήταν ένας καλόγερος στην αρχαία Εκκλησία. Στην πραγματικότητα με την εμφάνιση του μοναχισμού και την συγκρότηση των Μοναστηριών συνεχίζει η Εκκλησία τον σκοπό της, που είναι ο αγιασμός των ανθρώπων. Αυτό, βέβαια, συνεχίζεται και στις ενορίες, από αυτούς που ακολουθούν την ορθόδοξη διδασκαλία. Τα Μοναστήρια έγιναν οι χώροι όπου οι άνθρωποι γίνονταν ναοί του Αγίου Πνεύματος, πραγματώνοντας τον σκοπό του Βαπτίσματος και του Χρίσματος (Β, 411).
Ο Μοναχισμός δεν είναι μια αντιβιβλική μορφή ζωής, δεν είναι κάτι που προήλθε από ξένες επιδράσεις, δεν είναι κάτι παρέμβλητο που εισήλθε μεταγενέστερα στην Εκκλησία, αλλά είναι η γνήσια χριστιανική και ευαγγελική ζωή. Ο μοναχισμός είναι η εφαρμογή των ευαγγελικών εντολών. Μέσα σε αυτήν την προοπτική κινείται ο ορθόδοξος μοναχισμός. Στο Μοναστήρι βιωνόταν η ορθόδοξη ασκητική (Β, 413).
Ο Μοναχισμός συνεχίζει την ζωή της αρχαίας Εκκλησίας, χωρίς, βέβαια, αυτό να σημαίνει ότι καταργείται στον κόσμο η Εκκλησία, αλλά αποτελεί την ζωντανή φανέρωσή της. Οπότε, ο μοναχισμός, μετά την εκκοσμίκευση των Χριστιανών, καθίσταται «ο φορεύς της ορθοδόξου παραδόσεως», «φορεύς της ορθοδόξου παραδόσεως, που λέγεται πνευματική ψυχιατρική», που σημαίνει «θεραπεία της νοεράς ενέργειας του ανθρώπου». Επειδή οι μοναχοί έχουν αποκτήσει εμπειρία του δόγματος και δεν στοχάζονται ούτε χρησιμοποιούν συλλογισμούς, όπως γίνεται στην σχολαστική θεολογία, γι’ αυτό και υποστηρίζουν πάντα την ορθόδοξη παράδοση, είναι υπερασπιστές των δογμάτων της Εκκλησίας (Β, 415).
Μυστήριο
Η ίδια η Εκκλησία ως Σώμα Χριστού και κοινωνία θεώσεως είναι μυστήριο και η ζωή του ανθρώπου μέσα σ’ αυτήν είναι μέθεξη του μυστηρίου της θεώσεως. Έτσι, ό,τι γίνεται μέσα στην Εκκλησία είναι μυστήριο, ακόμη και αυτή η ίδια η προσευχή, αφού η νοερά προσευχή είναι ένδειξη ότι ο άνθρωπος έχει φθάσει στον φωτισμό του νου, βιώνει την φωτιστική ενέργεια του Θεού (Β, 369).
Η συμμετοχή του ανθρώπου στα Μυστήρια της Εκκλησίας δεν είναι τυπική ούτε μαγική, δηλ. δεν λαμβάνει την Χάρη του Θεού ανεξάρτητα και από την προσπάθειά του. Η ενότητα των τριών σταδίων της πνευματικής ζωής (κάθαρση-φωτισμός-θέωση) με τα τρία βασικά Μυστήρια της Εκκλησίας (Βάπτισμα-Χρίσμα-θεία Ευχαριστία) είναι αδιάσπαστη (Β, 372).
α/ Βάπτισμα.
Το Μυστήριο του Βαπτίσματος είναι το «εισαγωγικό Μυστήριο», δια του οποίου ο άνθρωπος εισάγεται στην Εκκλησία. Το Μυστήριο του Βαπτίσματος συνδέεται με τον θάνατο και την Ανάσταση του Χριστού, οπότε δια του Βαπτίσματος ο Χριστιανός αποθνήσκει ως προς την αμαρτία και ζει αναστημένη ζωή κατά Χριστόν (Β, 373).
Στην αρχαία Εκκλησία, μετά την Κατήχηση, δια της οποίας ο άνθρωπος περνούσε το στάδιο την καθάρσεως, ακολουθούσε το Βάπτισμα. Μέσα από τις προϋποθέσεις αυτές γινόταν η βάπτιση. Όταν, όμως, εισήλθε ο νηπιοβαπτισμός, η Εκκλησία έδινε μεγάλη προσοχή στους Χριστιανούς γονείς και τους Χριστιανούς αναδόχους, οι οποίοι θα κατηχούσαν τον νηπιοβαπτισθέντα, όταν θα μεγάλωνε. Υποτίθεται εκεί ότι ο ανάδοχος είναι φωτισμένος μαζί με τους γονείς (Β, 378).
β/ Χρίσμα
Με το άγιο Χρίσμα επισφραγίζεται η παρουσία του Αγίου Πνεύματος μέσα στον άνθρωπο. Το Μυστήριο του Χρίσματος ήταν για «όσους είχαν δεχθεί την επίσκεψη του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά τους, δηλαδή για τους φωτισμένους» (Β, 380).
Το Μυστήριο του Χρίσματος ετελείτο σαν επισφράγιση του γεγονότος, ότι στον χριόμενο είχε ήδη έλθει και προσευχόταν μέσα στην καρδιά του το Άγιον Πνεύμα, ήταν δηλαδή θεόκλητος. Γι’ αυτό κατά την τελετή αυτού του Μυστηρίου αναφωνούσε ο Ιερεύς: «Σφραγίς δωρεάς Πνεύματος Αγίου», όταν έχριε τον Χριστιανό. Η σφραγίδα αυτή τότε ήταν η επιβεβαίωση από την Εκκλησία ότι ο Χριστιανός εκείνος, που μόλις είχε χρισθεί, βρισκόταν σε κατάσταση φωτισμού. Έτσι, στην αρχαία Εκκλησία μόνο με το Χρίσμα εθεωρείτο ο βαπτισμένος μέλος της Εκκλησίας (Β, 381).
γ/ Θεία Ευχαριστία
Η θεία Λειτουργία αποτελεί το κέντρο της εκκλησιαστικής ζωής. Η ενανθρώπιση του Υιού και Λόγου του Θεού έγινε για να θεωθεί η ανθρώπινη φύση και να προσφερθεί ο Χριστός στον άνθρωπο, ώστε αυτός να κοινωνήσει του Σώματος και του Αίματός Του. Αυτός είναι και ο απώτερος σκοπός των Μυστηρίων. Όλα τα Μυστήρια αποβλέπουν στην μετάληψη του Σώματος και του Αίματος του Χριστού. ο Χριστός είπε: «εάν μη φάγητε την σάρκα του υιού του ανθρώπου και πίητε αυτού το αίμα, ουκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς» (Ιω. στ΄, 53). Βαπτιζόμαστε και χριόμαστε ώστε, ως μέλη της Εκκλησίας και μέλη του Σώματος του Χριστού, να κοινωνήσουμε (Β, 385).
Η θεία Κοινωνία, όμως, του Σώματος και του Αίματος του Χριστού δεν γίνεται απροϋποθέτως, δηλαδή πρέπει να υπάρχουν σαφείς προϋποθέσεις, ώστε η θεία Κοινωνία να ενεργήσει προς ζωήν και όχι προς θάνατον (Β, 386).
Η εξακρίβωση της δυνατότητας να κοινωνήσει ο Χριστιανός του Σώματος και του Αίματος του Χριστού δεν ήταν στην αρχαία Εκκλησία εξακρίβωση μιας ηθικής ζωής, αλλά κατά πόσον κανείς βρίσκεται σε κατάσταση φωτισμού. Σε μας πάντα έτσι ήταν. Εκείνος ο οποίος κοινωνάει είναι, κατά τους Πατέρες, σε κατάσταση φωτισμού. Όταν εξακριβωνόταν ότι δεν ήταν σε κατάσταση φωτισμού, δεν κοινωνούσε. Αυτό ήταν το κριτήριο. Με το «αξίως μεταλαμβάνοντες», όταν λέμε «αξίως», δεν εννοούσαν εκείνους που αποφεύγουν την αμαρτία και ήσαν ηθικώς εντάξει, αλλά ήταν σε κατάσταση φωτισμού και γι’ αυτό κοινωνούσαν (Β, 388).
Κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας, στην αρχαία Εκκλησία κοινωνούσαν κάθε Κυριακή. Και οι Κανόνες της Εκκλησίας προϋποθέτουν ως κάτι φυσιολογικό να κοινωνούν οι Χριστιανοί κάθε Κυριακή. Ναι, αλλά όμως, μέχρις ότου αποδειχθεί ότι κάποιος έχει ξεπέσει από τον φωτισμό. Εάν ένας ξεπέφτει από τον φωτισμό, μετά αυτός σημαίνει ότι γίνεται ακοινώνητος. Ξεπέφτει από τον φωτισμό και δεν κοινωνάει πλέον. Δεν λένε οι Κανόνες ότι πρέπει εμείς να κοινωνάμε κάθε Κυριακή. Εννοούν ότι οι φωτισμένοι πρέπει να κοινωνούν κάθε Κυριακή. Και τώρα έχει γίνει η θεία Κοινωνία, κατήντησε να είναι, σαν μια μαγεία, προπαντός μεταξύ των ευσεβών (Β, 389).
Πάντως, η θεία Κοινωνία ενεργεί ανάλογα με την πνευματική κατάσταση του ανθρώπου, ήτοι καθαίρει τους καθαιρομένους, φωτίζει τους φωτιζομένους και θεοί τους θεουμένους, όπως και καίει τους μη καθαιρομένους. Ο σκοπός είναι ο σκοπός της θείας Ευχαριστίας: Η θέωση των πιστών. Διαβάζουμε τις ευχές της θείας Μεταλήψεως και βλέπουμε καθαρά ποιος είναι ο σκοπός της θείας Ευχαριστίας. Δυστυχώς, το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας εκκοσμικεύθηκε, οι Χριστιανοί κοινωνούν απροϋποθέτως ή στην καλύτερη περίπτωση προετοιμάζονται με νηστεία και με μια τυπική εξομολόγηση (Β, 390).
Επειδή έχουν αλλάξει τα πράγματα και έχουν αλλοιωθεί οι αληθινές ορθόδοξες προϋποθέσεις, γι’ αυτό η Εκκλησία έβαλε μερικά όρια. Θέσπισε ιερούς Κανόνες που καθορίζουν τον τρόπο συμμετοχής του ανθρώπου στην θεία Κοινωνία, καθόρισε το Μυστήριο της ιεράς Εξομολογήσεως, που προσδιορίζει το βασικό όριο μετανοίας και έκανε μερικές διαρρυθμίσεις στον Ιερό Ναό και στον τρόπο αναγνώσεως των ευχών (Β, 391).
Τελικά, όλη η ορθόδοξη λειτουργική παράδοση και όλα τα άλλα Μυστήρια και οι τελετές αφορούν τα μέλη της Εκκλησίας και αποβλέπουν στην μέθεξη του Μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας, ώστε ο Χριστός να γίνει κάθαρση, φωτισμός, θέωση. Δεν υπάρχουν άλλοι σκοποί, δεν υπάρχουν ιδιωτικά Μυστήρια, δεν μπορούν να ξεχωρισθούν όλες οι εκκλησιστικές τελετές από την μετάληψη του Σώματος και του Αίματος του Χριστού. Και όλα αυτά δεν μπορούν να είναι ανεξάρτητα από το πραγματικό μυστήριο, που είναι η κάθαρση, ο φωτισμός και η θέωση. Υπάρχει σαφής ενότητα μεταξύ δόγματος, προσευχής, Μυστηρίων, ασκήσεως και θείας Ευχαριστίας. Όλοι αυτοί είναι οι άξονες της εκκλησιαστικής ζωής (Β, 397).
Ομοουσιότητα
Βασική διδασκαλία των αγίων Πατέρων είναι ότι δεν υπάρχει καμμία ομοιότητα μεταξύ ακτίστου και κτιστού. Στην αρχή, ο Μέγας Αθανάσιος έκανε λόγο για το ότι ο Υιός-Λόγος είναι ομοιούσιος (με όμικρον γιώτα) με τον Πατέρα, έχει, δηλαδή, την ίδια όμοια ουσία και δόξα με τον Πατέρα. Εφ’ όσον η ουσία του Πατρός είναι άκτιστη, συνεπάγεται ότι άκτιστη είναι και η ουσία του Λόγου. Όταν, όμως, ο όρος «ομοιούσιος» αποδιδόταν λανθασμένα ως «παρόμοιος», τότε οι Πατέρες δημιούργησαν τον όρο ομοούσιος (χωρίς το γιώτα) με την έννοια του «ταυτούσιος», όχι όμως με την έννοια του «ταυθυπόστατος» (Β, 93).
Στον Χριστό υπάρχουν δυο ομοούσια, λόγω της ενανθρωπήσεως: ένα ότι είναι ομοούσιος προς τον Πατέρα, κατά τη θεία φύση, και το άλλο ότι είναι ομοούσιος προς ημάς, κατά την ανθρώπινη φύση (Β, 97).
Και τα τρία Πρόσωπα είναι ομοούσια, αλλά όχι ταυθυπόστατα, γιατί διαφέρουν ως προς τις υποστάσεις και τα υποστατικά τους ιδιώματα.
Ουσία / Ενέργεια
Οι Πατέρες της Εκκλησίας έκαναν λόγο για ουσία και ενέργεια στον Θεό. Αυτή η χρησιμοποίηση δεν ήταν καρπός φιλοσοφικού στοχασμού, αλλά αποτέλεσμα προσωπικής εμπειρίας. Όταν, ύστερα από ορισμένες προϋποθέσεις, έφθαναν στη θέα του Θεού, έβλεπαν Φως, το οποίον αποκάλεσαν ενέργεια του Θεού, αλλά δεν έβλεπαν την ουσία του Θεού (Β, 76).
Εκείνοι, που για πρώτη φορά απορρίπτουν την διάκριση αυτή είναι οι Ευνομιανοί. Και, κατά παράξενο τρόπο, και ο Αυγουστίνος, ο οποίος στη Δύση είναι ο μόνος ο οποίος απορρίπτει την διάκριση αυτή. Και εξ αιτίας του Αυγουστίνου, απέρριψαν την διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργείας και όλοι οι σχολαστικοί θεολόγοι της φραγκικής παραδόσεως (Β, 78).
Οι Πατέρες στις μεν ενέργειες του Θεού των οποίων μετέχουν, δίνουν διάφορα ονόματα, ανάλογα με το αποτέλεσμα που δημιουργούν, ήτοι, αγάπη, δικαιοσύνη, φιλανθρωπία, ειρήνη, κ.λπ. στην δε ουσία δεν δίνουν ονόματα, αφού την θεωρούν ανώνυμη. Και αυτό το κάνουν πάλι από την εμπειρία τους και όχι από φιλοσοφικές επιρροές ή στοχασμό (Β, 80).
Μια είναι η ενέργεια του Θεού, αλλά διακρίνεται σε πολλές ενέργειες, ανάλογα με τα αποτελέσματά της, ήτοι ουσιοποιός, ζωοποιός, σοφοποιός, θεοποιός, καθώς επίσης υπάρχει η δημιουργική, συντηρητική, προνοητική, θεωτική ενέργεια του Θεού (Β, 120).
Η ενέργεια του Θεού είναι πανταχού παρούσα, οπότε όλος ο Θεός είναι παρών στον κάθε άνθρωπο, αλλά και κάθε άνθρωπος μέσα του έχει μια σπίθα από άκτιστη Χάρη Θεού, αυτό που λέμε στη νεώτερη θεωρία προκαταρκτική Χάρη. Αυτό το έχουν όλοι οι άνθρωποι, όχι μόνον οι Ορθόδοξοι, όλοι οι άνθρωποι έχουν αυτό (Β, 84).
Ουσία / Πρόσωπο
Τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος έχουν μεταξύ τους ένωση και κοινωνία κατ’ ουσίαν. Στο Δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος ενώθηκαν η θεία με την ανθρώπινη φύση καθ’ υπόσταση, ενώ εμείς κοινωνούμε της ακτίστου ενεργείας του Τριαδικού Θεού, δηλαδή ενωνόμαστε με τον Θεό κατ’ ενέργειαν (Β, 83).
Ξεκάθαρα, αναπτύχθηκαν τα αξιώματα ότι στην Αγία Τριάδα έχουμε δυο πράγματα συγκεκριμένα: πρώτον εκείνο που είναι κοινό και στα Τρία Πρόσωπα και δεύτερον εκείνο που είναι ατομικό και ανήκει μόνο σε ένα Πρόσωπο. Η ουσία ή η φύση και η φυσική της θέληση, δύναμη και ενέργεια ανήκουν από κοινού στις τρεις Υποστάσεις φύσει και με απόλυτη ισότητα και κυριότητα, ενώ τα υποστατικά ιδιώματα ή προσόντα ή χαρακτηριστικά ανήκουν το καθένα από αυτά μόνο σε μία «υπόσταση» και είναι για πάντα και καθ’ ολοκληρίαν ακοινώνητα (Β, 86).
Οι θεόπτες, για να δηλώσουν τις σχέσεις των Προσώπων της Αγίας Τριάδος, χρησιμοποίησαν τις λέξεις «Πατήρ», «Υιός-Λόγος» και «Άγιον Πνεύμα», σύμφωνα άλλωστε με τους λόγους του Χριστού, όπως επίσης χρησιμοποίησαν και τις εκφράσεις «αιτία» ή «τρόπος ύπαρξης» (Β, 86).
Ο Πατήρ γεννά τον Λόγο και εκπορεύει το Άγιον Πνεύμα, προ πάντων των αιώνων. Αυτό από τους Πατέρες χαρακτηρίζεται «τρόπος υπάρξεως», που δηλώνει την αιτία με την οποία υπάρχουν τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Η αιτία-τρόπος με τον οποίο υπάρχει ο Πατήρ είναι το αγέννητο, η αιτία-τρόπος με τον οποίο υπάρχει ο Λόγος είναι το γεννητό, και η αιτία-τρόπος ύπαρξης με το οποίο υπάρχει το Άγιον Πνεύμα είναι το εκπορευτό. Έτσι, το αγέννητο του Πατρός, το γεννητό του Υιού και το εκπορευτό του Αγίου Πνεύματος είναι τα υποστατικά ιδιώματα των Προσώπων της Αγίας Τριάδος.
Οι Καππαδόκες Πατέρες δίδασκαν ότι ο Πατήρ ως υπόσταση και όχι ως ουσία γεννά τον Υιό και εκπορεύει το Άγιον Πνεύμα, ότι η Πατρική «Υπόστασις» και όχι η Θεϊκή ουσία γεννά τον Υιό και εκπορεύει το Άγιον Πνεύμα.
Έχουμε τον Πατέρα, αιτία της υπάρξεως, με τη γέννηση του Λόγου και την εκπόρευση του αγίου Πνεύματος. Όταν προστέθηκε και η ουσία, τότε είπαν ότι η ουσία δεν γεννάται εκ του Πατρός ούτε εκπορεύεται εκ του Πατρός η ουσία, αλλά ο Πατήρ κοινωνεί την ουσία Του στον Υιό δια της γεννήσεως και στο Άγιον Πνεύμα δια της εκπορεύσεως (Β, 88).
Τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος κοινωνούν της ιδίας ουσίας και ενεργείας, αλλά ο τρόπος υπάρξεως κάθε Προσώπου (αγέννητο, γεννητό, εκπορευτό) είναι ακοινώνητος. Έτσι, στα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος υπάρχουν κοινά και ακοινώνητα, γι’ αυτό δεν μπορούμε να ομιλούμε για «κοινωνία Προσώπων» (Β, 89).
Ο Πατήρ είναι εξ ουδενός. Έχει την ύπαρξή Του εξ ουδενός, ούτε εκ του εαυτού Του. Είναι σαφές αυτό το πράγμα (Β, 90).
Παράδεισος / Κόλαση
Ο Θεός εξ ίσου αγαπάει όλους τους ανθρώπους, και κολασμένους και σεσωσμένους, και θεωμένους και αγίους, και αγγέλους και διαβόλους, και καλούς και κακούς, και πόρνες και καλές κ.ο.κ. οπότε εξ επόψεως Θεού, ο Θεός σώζει όλους τους ανθρώπους, θέλει την σωτηρία όλων των ανθρώπων, και ο Θεός έχει προορίσει την σωτηρία σε όλους τους ανθρώπους (Β, 479).
Επειδή στον Παράδεισο οι δίκαιοι θα ζουν την «αεικίνητη στάση» και την «στάσιμη κίνηση», ενώ στην Κόλαση θα υπάρχει «παύση της προόδου», γι’ αυτό η δυτική παραδείσια στάσιμη ευδαιμονία ομοιάζει με την ορθόδοξη διδασκαλία για την Κόλαση (Β, 480).
Επίσης, στην Δύση αναπτύχθηκε η άποψη ότι Παράδεισος είναι να βλέπει κανείς τον Θεό, ενώ Κόλαση είναι η έλλειψη της θεοπτίας ή και απουσία του Θεού. Όμως Κόλαση δεν είναι η απουσία του Θεού, αλλά η παρουσία του Θεού ως πυρός-φωτιάς (Β, 482).
Οι απόψεις, και πολλές άλλες, που έχουν σχέση με το κτιστό πυρ της Κολάσεως (των Παπικών και Προτεσταντών) –τα καζάνια, τις κτιστές φωτιές κ.λπ.- είναι ξένες στην ορθόδοξη πατερική παράδοση. Στην ορθόδοξη εικόνα της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού φαίνεται ότι από τον θρόνο του Θεού εξέρχεται το Φως, που φωτίζει τους δικαίους, και από τον ίδιο το θρόνο του Θεού εκπορεύεται ο πύρινος ποταμός, που κατακαίει τους αμαρτωλούς (Β, 484).
Στην ορθόδοξη εικόνα της β΄ παρουσίας, δηλ. το Φως, που φωτίζει τους δικαίους, και το πυρ, που κατακαίει τους αμαρτωλούς, εξέρχονται από τον Θεό και είναι άκτιστα. Το Φως, που φωτίζει τους δικαίους, είναι η φωτιστική ενέργεια του Θεού και το πυρ, που κατακαίει τους αμαρτωλούς, είναι η καυστική ενέργεια του Θεού. Το Φως στους δικαίους είναι άκαυστο και το πυρ στους αμαρτωλούς είναι αλαμπές. Και η μέθεξη αμφοτέρων έχει σχέση με το ότι οι δίκαιοι βρίσκονταν, όσο ζούσαν, στο στάδιο του φωτισμού του νου και της θεώσεως, γι’ αυτό ενεργούσε η Χάρη του Θεού, ως Φως και οι αμαρτωλοί δεν είχαν καθαρθεί και βίωναν τη Χάρη του Θεού ως πυρ. Στην Αγία Γραφή, για να χαρακτηρισθεί η κατάσταση των δικαίων, χρησιμοποιούνται οι λέξεις «φως» και «γνόφος», και για να χαρακτηρισθεί η κατάσταση των αμαρτωλών χρησιμοποιούνται οι λέξεις «πυρ» και σκότος». Γνωρίζουμε, όμως, ότι το φως είναι διαφορετικό από τον γνόφο (νέφος), που καλύπτει το φως, και το πυρ είναι αντίθετο από το σκότος, γιατί με το πυρ φυγαδεύεται το σκότος και φωτίζεται το περιβάλλον (Β, 485).
Έτσι, ο Παράδεισος και η Κόλαση δεν υφίστανται εξ επόψεως του Θεού, αλλά εξ επόψεως των ανθρώπων. Ο Θεός θα αγαπά εξ ίσου όλους τους ανθρώπους, θα στέλει την Χάρη Του σε όλους, αφού Αυτός «τον ήλιον αυτού ανατέλλει επί πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους». Αλλά ο άνθρωπος δεν θα δέχεται κατά τον ίδιο τρόπο την Χάρη του Θεού, οι μεν θα βλέπουν τον Θεό ως Φως και οι άλλοι ως πυρ (Β, 486).
Παράδοση
Η Ιερά Παράδοση ταυτίζεται με την παρακαταθήκη της πίστεως, που είναι ευρυτέρα της Αγίας Γραφής. Ένα μέρος της Παραδόσεως καταγράφηκε στην Αγία Γραφή, Παλαιά και Καινή Διαθήκη (Α, 331).
Το Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, σε συνδυασμό με την θεοπτία του Αναστάντος Χριστού, είναι αυτό που χαρακτηρίζει την ορθόδοξη παράδοση. Πρόκειται για το μυστήριο της Ιεράς Παραδόσεως (Α, 332).
Άλλο είναι η Ιερά Παράδοση, που είναι η μετάδοση και βίωση της αποκαλύψεως, και άλλο είναι οι διάφορες ανθρώπινες παραδόσεις (Α, 333).
Όταν δούμε την παράδοση έξω από την Πεντηκοστή και από ό,τι οδηγεί σε αυτή, είναι μια απλή δεισιδαιμονία. Οι περισσότεροι που ομιλούν για παράδοση, είναι συντηρητές της παραδόσεως, δηλαδή διαφυλάσσουν τα εξωτερικά σχήματα της παραδόσεως και αγνοούν τον εσώτερο πυρήνα της (Α, 335).
Η παράδοση δεν είναι απλώς μια μελέτη του παρελθόντος, δεν είναι τα αρχαιολογικά μνημεία του παρελθόντος, αλλά είναι η μέθοδος της καθάρσεως, του φωτισμού και της θεώσεως. Αυτό παραδίδεται και μεταδίδεται από γενιά σε γενιά (Α, 337).
Η Ορθόδοξη Εκκλησία μεταδίδει την ησυχαστική παράδοση από γενιά σε γενιά. Και το σπουδαιότερο είναι ότι πάντοτε κάνει αγώνα όχι μόνον εναντίον του διαβόλου, αλλά και εναντίον των άλλων παραδόσεων, που υπονομεύουν την γνήσια ορθόδοξη παράδοση (Α, 346).
Παρακαταθήκη
Η Παρακαταθήκη είναι η έκφανση της ακτίστου Χάριτος και ενεργείας του Θεού και της υποστατικής εν Χριστώ ενώσεως θείας και ανθρωπίνης φύσεως, που είναι της αλαθήτου ενεργείας του αγίου Πνεύματος, που φωτίζει τους Προφήτες, Αποστόλους και αγίους στην καθοδήγηση των πιστών στην τήρηση του θελήματος του Θεού και της μεθέξεως της δόξης του Χριστού. Στην ουσία η Παρακαταθήκη είναι το μυστήριο της Πίστεως που αποκαλύπτεται στους αγίους και παραδίδεται από αυτούς στα πνευματικά τους παιδιά (Α, 290).
Ο Χριστός είναι η Παρακαταθήκη την οποίαν παραδίδει η Εκκλησία δια της Ιεραρχίας δια μέσου των αιώνων, «κατά την θεία Ευχαριστία» στους Επισκόπους και τους Πρεσβυτέρους κατά την ημέρα της χειροτονίας τους, ώστε δια των Επισκόπων και Πρεσβυτέρων να φυλαχθεί και να μεταδοθεί προς αγιασμό και θέωση των πιστών (Α, 291).
Πατέρας
Οι διάδοχοι των αγίων Αποστόλων ονομάσθηκαν Πατέρες και μάλιστα Αποστολικοί Πατέρες, και οι διάδοχοι των τελευταίων είναι εκείνοι που χαρακτηρίσθηκαν Πατέρες της Εκκλησίας. Ουσιαστικά, οι Πατέρες είναι η γέφυρα που ενώνει την αποστολική εποχή με κάθε εκκλησιαστική εποχή, γι’ αυτό, και όπως λέγεται, η Εκκλησία είναι αποστολική, επειδή είναι πατερική (Α, 236).
Τα συγγράμματα των Πατέρων είναι θεόπνευστα, επειδή γράφηκαν από θεόπνευστους άνδρες. Η θεοπνευστία στην περίπτωση αυτή δεν είναι κατά γράμμα, αλλά οι άγιοι είχαν φθάσει στο φωτισμό και την θέωση και, όταν ομιλούν για δογματικά ζητήματα, ομιλούσαν εκ πείρας και αυτό λέγεται θεοπνευστία. Τα δυο είδη της θεπνευστίας είναι ο φωτισμός και η θέωση (Α, 242).
Για τους Πατέρες της Εκκλησίας θεόπνευστος είναι εκείνος ο οποίος ευρισκόμενος σε κατάσταση φωτισμού ή θεώσεως, αφού έχει την εμπειρία αυτή, γράφει και γράφει θεοπνεύστως. Αλλά δεν γράφει στα θέματα που δεν έχουν σχέση με τη θεοπνευστία. Με ποια θέματα έχει σχέση η θεοπνευστία; Με όλα τα θέματα περί Θεού, με τις αποκαλύψεις του Θεού στον άνθρωπο, το θέλημα του Θεού για τον άνθρωπο, την ενσάρκωση, την φανέρωση της ακτίστου δόξης του Θεού μέσω της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού, την ίδρυση της Εκκλησίας κατά την Πεντηκοστή, την «πεντηκοστιανή» εμπειρία της θεώσεως και την συνεχιζόμενη αυτή εμπειρία της θεώσεως και του φωτισμού μέσα στη ζωή της Εκκλησίας. Επάνω σε αυτά τα θέματα υπάρχει η θεοπνευστία και το απλανές Στους Πατέρες της Εκκλησίας δεν γίνεται λόγος για αλάθητο σε καθημερινά ζητήματα και στην καθοδήγηση, αλλά κυρίως χρησιμοποιείται η λέξη «απλανής». Το «αλάθητο» χρησιμοποιείται για δογματικά ζητήματα, το «απλανές» χρησιμοποιείται για την θεραπεία του ανθρώπου (Α, 244).
Δυστυχώς, υπάρχουν μερικοί σήμερα που παραθεωρούν τους θεούμενους Πατέρες και τοποθετούν τις Συνόδους πάνω από τους Πατέρες, ενώ συμβαίνει το αντίθετο. Άλλωστε οι ίδιες οι Σύνοδοι επικαλούνται την διδασκαλία των θεοπτών Πατέρων (Α, 255).
Προφήτης
Προφήτης λέγεται ο δίκαιος στην Παλαιά Διαθήκη, ο οποίος αποστέλλεται από τον Θεό στους ανθρώπους, για να τον καθοδηγήσει στον αληθινό δρόμο της σωτηρίας. Οι Πατριάρχες και οι Προφήτες είχαν φθάσει στη θέωση (Α, 214).
Όλοι οι Προφήτες είχαν πνευματική εμπειρία, δεν ήταν δηλαδή άνθρωποι με ανεπτυγμένη την λογική σκέψη, τον στοχασμό και την φαντασία, όπως το βλέπουμε στους φιλοσόφους που υπήρχαν στην εποχή τους. Αρχή της πνευματικής εμπειρίας τους ήταν η ενέργεια της αδιάλειπτης νοεράς προσευχής στην καρδιά. Αυτός ο πεντηκοστός (Ν) ψαλμός, στην πατερική παράδοση, είναι περί νοεράς ευχής, που σημαίνει ο Δαβίδ είχε νοερά προσευχή, οι Προφήτες είχαν νοερά προσευχή. Οι Προφήτες στην Παλαιά Διαθήκη έφθασαν στον δοξασμό, ο οποίος στην γλώσσα των αγίων Πατέρων ταυτίζεται με την θέωση (Α, 215).
Παρά το ότι οι Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης έφθασαν στην θέωση-δοξασμό-τελείωση, εν τούτοις δεν επέτυχαν την σωτηρία, αφού δεν απηλλάγησαν από τον θάνατο. Η νίκη επί του θανάτου έγινε με τον Σταυρό και την Ανάσταση του Χριστού (Α, 216).
Οι Προφήτες στην Παλαιά Διαθήκη έβλεπαν το δεύτερο πρόσωπο της αγίας Τριάδος, τον άσαρκο Λόγο, αφού όλες οι θεοφάνειες του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη ήταν αποκάλυψη του Λόγου ασάρκως.
Προφήτες δεν υπάρχουν μόνον στην Παλαιά Διαθήκη, αλλά και στην Καινή Διαθήκη. Η έννοια του Προφήτου αποδίδεται και στους Αποστόλους και τους Πατέρες της Καινής Διαθήκης (Α, 218).
Οι Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης έβλεπαν τον άσαρκο Λόγο, ενώ οι Προφήτες της Καινής Διαθήκης έβλεπαν τον σεσαρκωμένο Λόγο. Ο απόστολος Παύλος (Κορ. Α΄, ιδ΄, 1-5) με το «λαλείν γλώσσαις» εννοεί την νοερά προσευχή, με το «προφητεύειν» εννοεί την ερμηνεία (Α, 220).
Πάνω από το προφητικό χάρισμα είναι η «πρόσωπον προς πρόσωπον» θέα του Θεού. Η προφητική διδασκαλία είναι απαύγασμα της θεοπτίας (Α, 221).
Αφού κατά την Πεντηκοστή απεκαλύφθη η «πάσα αλήθεια», σημαίνει ότι η προφητεία δεν είναι απλώς η αποκάλυψη των μελλόντων, τα οποία ήδη αποκαλύφθησαν, αλλά η ερμηνεία της προφητείας των Προφητών. Και μπορεί να ερμηνεύει ορθώς τους Προφήτες, εκείνος που έχει νοερά προσευχή στην καρδιά, που είναι συνέχεια του χαρίσματος του «λαλείν γλώσσαις» (Α, 222).
Στην άλλη ζωή, που θα υπάρχει μόνιμη εμπειρία του Θεού, δεν θα υπάρχει η αγία Γραφή, θα καταργηθεί εντελώς, δεν θα χρειάζεται (Α, 224).
Πτώση
Οι Πατέρες της Εκκλησίας ερμηνεύοντας το βιβλίο της Γενέσεως «δεν ασχολούνται με τον Αδάμ ως Αδάμ, αλλά με τον νουν του Αδάμ, ο οποίος Αδάμ αρρώστησε επειδή σκοτίσθηκε ο νους του». Γι’ αυτό δεν περιγράφονται αναλυτικά διάφορα γεγονότα από την ζωή των Πρωτοπλάστων προ της πτώσεως. Τους Πατέρες τους ενδιαφέρει τι έγινε με την πτώση. Στην πραγματικότητα τονίζεται η κατάσταση του νου προ της πτώσεως και η κατάστασή του μετά την πτώση, αφού «βασικά ο άνθρωπος επλάσθη για την θέωση» (Β, 187).
Λέμε πως ήταν οι Πρωτόπλαστοι. Και ήσαν ή με την νοερά προσευχή ή με τη θεοπτία, δηλαδή με θέωση. Είναι αδιάφορο πως ήταν ακριβώς, δεν μας ενδιαφέρει αν ήσαν με νοερά προσευχή ή με θέωση. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι ο άνθρωπος έτσι θεραπεύεται. Και πριν αρρωστήσει, στην φυσιολογική του χαρισματική κατάσταση, ήταν ή έτσι ή έτσι, είναι αδιάφορο (Β, 189).
Η πτώση του ανθρώπου είναι ο τερματισμός του πνευματικού συστήματός του. Αυτό είχε και ηθικές συνέπειες, αλλά ήταν οντολογικό πρόβλημα (Β, 191).
Σε μας τοποθετείται η πτώση στον νου, δηλαδή όταν ο νους έπαυσε να λειτουργεί. Αυτή είναι η πτώση (Β, 193).
Αυτός ο τερματισμός του «μνημονικού συστήματος» της καρδιάς, στους αγίους Πατέρες λέγεται «αμαύρωση» του κατ’ εικόνα, «σκοτασμός του νοός», «ασύνετος νους». Συγχρόνως, αυτός ο πεπτωκώς νους, χαρακτηρίζεται «ανενέργητος», δηλαδή «έπαυσε να λειτουργεί» φυσιολογικά, όπως δημιουργήθηκε από τον Θεό. Εμείς πως ξεύρουμε πως ο νους του ανθρώπου σκοτίσθηκε; Απλούστατα, διότι γνωρίζουμε ότι εμείς οι ίδιοι τώρα έχουμε εσκοτισμένον νου (Β, 192).
Μαζί με το σκοτασμό του νου το προπατορικό αμάρτημα είναι σύγχυση του νου με την λογική, τα πάθη και το περιβάλλον. Ο νους προ της πτώσεως εκινείτο με ορμή προς τον Θεό, ελεύθερος από την ενέργεια της λογικής, των παθών και του περιβάλλοντος, όμως όταν παρέμεινε ανενέργητος ταυτίσθηκε με την λογική, τα πάθη και το περιβάλλον. Αυτό χαρακτηρίζεται πτώση (Β, 196).
Επομένως, προπατορικό αμάρτημα είναι το ανενέργητο του νου, ο σκοτασμός του νου και η ταύτισή του με την λογική, τα πάθη και το περιβάλλον. Αυτό έχει και φοβερές συνέπειες (Β, 197).
Οι συνέπειες της πτώσεως δεν είναι απλώς ηθικές, πνευματικές, ψυχολογικές και κοινωνικές, αλλά ανθρωπολογικές, οντολογικές. Επειδή διαστρέφεται ο νους, γι’ αυτό διαφοροποιούνται όλες οι ψυχικές δυνάμεις του ανθρώπου. Όταν ο νους, που διευθύνει τον εσωτερικό ψυχικό κόσμο του ανθρώπου, καθίσταται ανενέργητος, σκοτεινός, τότε αποδιοργανώνεται και ολόκληρη η ψυχική συγκρότηση του ανθρώπου. Τότε ο άνθρωπος καθίσταται εχθρός του Θεού (Β, 198).
Μετά την αμαρτία, ο Αδάμ και η Εύα, με την ιδιαίτερη Πρόνοια του Θεού, ενεδύθησαν τους δερμάτινους χιτώνες. Κατά την πατερική διδασκαλία οι δερμάτινοι χιτώνες είναι η φθορά και η θνητότητα και ο τρόπος ζωής των αλόγων ζώων. Έτσι, και ο τρόπος της συλλήψεως, της κυοφορίας και της γεννήσεως του ανθρώπου συγκαταλέγεται στις συνέπειες της πτώσεως. Επόμενο ήταν ο ψυχικός-πνευματικός θάνατος να μεταδοθεί και στο σώμα, οπότε ο άνθρωπος δοκίμασε τι σημαίνει σωματικός θάνατος (Β, 199).
Η κληρονόμηση του προπατορικού αμαρτήματος είναι στην πραγματικότητα κληρονόμηση των συνεπειών της πτώσεως, που είναι η φθαρτότητα και η θνητότητα, οι λεγόμενοι «δερμάτινοι χιτώνες» (Β, 202).
Οι Πατέρες τονίζουν, ότι ο καθένας γεννιέται όπως ήταν ο Αδάμ και η Εύα. Και ο καθένας περνάει την ίδια πτώση, δηλαδή. Ο σκοτασμός του νου γίνεται στον καθένα. Στο έμβρυο, που υπάρχει ο νους του ανθρώπου, δεν είναι σκοτισμένος ο νους ακόμη. Ο καθένας παθαίνει την πτώση του Αδάμ και της Εύας εξ αιτίας του περιβάλλοντος (Β, 203).
Η είσοδος του θανάτου στην ζωή μας δεν έγινε ως τιμωρία του Θεού, αλλά ως αποτέλεσμα της θείας Χάριτος, ως απομάκρυνση του ανθρώπου από το Φως του Θεού, ως ασθένεια της ανθρώπινης φύσεως, η οποία χρειάζεται θεραπεία. Εδώ στηρίζεται όλη η ποιμαντική της Εκκλησίας (Β, 204).
Σύνοδος
Για την αντιμετώπιση των αιρέσεων συνεκλήθησαν οι Σύνοδοι, διότι η Εκκλησία αποφασίζει συνοδικώς. Πρότυπο αυτής της συνοδικής συγκροτήσεως ήταν η πρώτη Αποστολική Σύνοδος. Βέβαια, οι θεούμενοι Πατέρες έδωσαν αξία στις Οικουμενικές Συνόδους και όχι το αντίθετο (Β, 436).
Οι Σύνοδοι διαιρούνται σε Τοπικές, οι οποίες αποτελούνται από Επισκόπους των επί μέρους επαρχιών και σε Οικουμενικές, στις οποίες συμμετέχουν όλοι οι Επίσκοποι στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Κατ’ αρχάς, οι αποφάσεις των Συνόδων έχουν μεγάλη σημασία, όπως τα κείμενα της Αγίας Γραφής. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία κάνουμε λόγο για Αγία Γραφή και Ιερά Παράδοση, στην οποία Ιερά Παράδοση, μεταξύ άλλων, συγκαταλέγονται και οι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων. Τα κείμενα αυτά είναι φάρμακα για να οδηγηθεί κανείς στην κάθαρση, τον φωτισμό και την θέωση (Β, 436).
Οι Οικουμενικές Σύνοδοι στην πραγματικότητα είναι «επέκταση και συγχώνευση» όλων των Τοπικών Συνόδων και ήταν αποτέλεσμα της ανάγκης του Κράτους να εισαγάγει τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων στην νομολογία του, ώστε να επικρατεί ενότητα στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (Β, 438).
Η Εκκλησία, όταν εμφανιζόταν κάποια αίρεση, την αντιμετώπιζε με θεολογικά και εκκλησιολογικά κριτήρια. Όταν όμως το Κράτος ήθελε να θεσπίσει εκκλησιαστικούς νόμους για την ενότητα της Αυτοκρατορίας, ήθελε να πληροφορείται επισήμως από τους Επισκόπους όλων των επαρχιών την απόφασή τους. Μέσα στα πλαίσια αυτά λειτουργούσαν οι Οικουμενικές Σύνοδοι (Β, 440).
Εκείνο που προσδιορίζει μια Σύνοδο, Τοπική ή Οικουμενική, ως ορθόδοξη είναι κατά πόσον η πλειοψηφία των Επισκόπων που συμμετέχουν σε αυτήν βρίσκονται στην κατάσταση του φωτισμού του νοός. Η μελέτη των ορθοδόξων Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων αποδεικνύει ότι οι αποφάσεις τους είναι ορθόδοξες, γιατί στηρίχθηκαν σε Πατέρες, οι οποίοι όχι μόνον γνώριζαν θεωρητικά την θεολογία της Εκκλησίας, αλλά ήταν και φορείς της αποκαλύψεως. Οπότε οι θεούμενοι Πατέρες έδωσαν κύρος στην Σύνοδο και όχι η Σύνοδος στους Πατέρες (Β, 448)
Ι. ΚΑΡΔΑΣΗΣ