Ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους ὀρθόδοξους θεολόγους τοῦ 20ου αἰῶνα καὶ ἀνακαινιστὴς τῆς θεολογίας μας, μὲ τὴν ἐπιστροφή της στὴν γνησιότητα τῆς ἁγιοπατερικῆς παραδόσεως, ὁ Πρωτοπρεσβύτερος π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, προπέμφθηκε ἀπὸ ὅλους μας, φίλους, συνεργάτες καὶ μαθητές του, στὴν αἰώνια καὶ ἀληθινὴ Πατρίδα μας.
Ἐκ μέρους τοῦ Τμήματος Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν καὶ τοῦ Προέδρου του κ. Δημητρίου Γονῆ, εἶχα τὴν τιμὴ νὰ καταθέσω λίγα λόγια, ἀγάπης, σεβασμοῦ καὶ τιμῆς εἰς τὸν Μεγάλον Συνάδελφο, ποὺ ὅδευε «εἰς τὰ ἄνω βασίλεια».
Ὁ ἴδιος ὁ ἐκλιπὼν ἔχει σημειώσει σὲ μία ἀπὸ τὶς σπάνιες αὐτοπαρουσιάσεις του τὰ ἑξῆς:
«Οἱ γονεῖς μου ἦσαν ἀπὸ τὴν Ρωμαϊκὴ Καστρόπολιν τῆς Ἀραβησσοῦ τῆς Καππαδοκίας, ὁποῦ γεννήθηκε ὁ Ρωμαῖος αὐτοκράτωρ Μαυρίκιος (582-602), ὁ ὁποῖος διόρισε ὡς Πάπα τῆς Ρώμης τὸν Ἅγιον Γρηγόριο τὸν Μέγα (590-604) καὶ ὁ ὁποῖος μὲ τὴν σειράν του διόρισε ὡς πρῶτον ἀρχιεπίσκοπο τοῦ Καντέρπουρι τὸν Αὐγουστῖνο (597-604). Γεννήθηκα εἰς τὸν Πειραιᾶ, τὰς 2.3.1927. Ἔφυγα ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ μετανάστευσα στὴν Ἀμερική, στὶς 15 Μαΐου 1927 (σὲ ἡλικία 72 ἡμερῶν), μὲ τοὺς γονεῖς μου καὶ μεγάλωσα εἰς τὴν πόλιν τῆς Νέας Ὑόρκης στὸ Μανχάταν στὴν 46ην ὁδὸν μεταξὺ τῆς 2ας καὶ τῆς 3ης Λεωφόρου.
Εἶμαι ἀπόφοιτος τοῦ Ἑλληνικοῦ Κολλεγίου Μπρούκλαϊν, Μασσαχουσέτης, τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Γέηλ, Διδάκτωρ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἐθνικοῦ Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Χάρβαρντ (School of Arts and Sciences). Ὁμότιμος Καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστήμιου στὴν Θεσσαλονίκη καὶ Ἐπισκέπτης Καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ του Πανεπιστημίου Μπαλαμάντ, τοῦ Λιβάνου ἀπὸ τὸ 1970.»
Θὰ προσθέσουμε σ᾿ αὐτὰ ὅτι σπούδασε ἀκόμη στὸ Ρωσικὸ Σεμινάριο τοῦ Ἁγίου Βλαδίμηρου τῆς Νέας Ὑόρκης, στὸ ἐπίσης Ρωσικὸ Ἰνστιτοῦτο τοῦ Ἁγίου Σεργίου στὸ Παρίσι καὶ στὸ Μόναχο τῆς Γερμανίας. Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος τὸ 1951 καὶ ἔκτοτε διακόνησε ὡς ἐφημέριος σε διάφορες ἐνορίες τῶν ΗΠΑ. Μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1958 καὶ 1965 ὑπηρέτησε ὡς καθηγητὴς στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, παραιτήθηκε ὅμως τὸ 1965, διαμαρτυρόμενος διὰ τὴν ἀπομάκρυνσι τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ ἀπὸ τὴν Σχολή.
Ἡ ἐκλογή του γιὰ τὴν Ἕδρα τῆς Δογματικῆς στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ἔγινε στὶς 12 Ἰουνίου 1968, ἀλλὰ δὲν διωρίζετο, διότι κατηγορεῖτο ὡς «κομμουνιστής»! Τελικὰ ὁ διορισμός του ἔγινε τὸ 1970. Τὸ 1984, διὰ προσωπικοὺς λόγους παρητήθη μὲ πλήρη σύνταξη, ἀλλὰ δὲν ἐθεωρήθη καλὸ νὰ τοῦ ἀπονεμηθῇ ὁ τίτλος τοῦ Ὁμότιμου, κάτι ποὺ ἔρχεται νὰ ἀποκαλύψει καὶ τὶς δυσλειτουργίες τῆς θεολογικῆς συντροφιᾶς μας.
ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ
Ἔχει συγγράψει πλῆθος μελετῶν, πολλὲς ἀπὸ τὶς ὅποιες εἶναι ἀκόμη ἀνέκδοτες καὶ πρέπει νὰ συνεκδοθοῦν εἰς σειρὰν τόμων. Τὰ κατάλοιπά του εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀσφαλισθοῦν διότι ἔχουν πολλὰ νὰ προσφέρουν καὶ ἀποκαλύψουν. Ἡ διδακτορική του διατριβὴ περὶ τοῦ Προπατορικοῦ Ἁμαρτήματος κυριολεκτικὰ ἐπαναστατική, ἄνοιξε νέους δρόμους στὴ θεολογία μας, ἀκολούθησαν δὲ τὰ βιβλία του γιὰ τὴν Ρωμιοσύνη, ποὺ εἶχαν τὴν ἴδια σημασία, γιὰ τὸν χῶρο τῆς Ἱστορίας. Καὶ τῶν δυὸ αὐτῶν χώρων, τὴν ἔρευνα καὶ κατανόηση, ἀνανέωσε ὁ π. Ἰωάννης.
Τὸ ἔργο καὶ ἡ προσφορά του στὴν ἐπιστήμη ἔχουν διερευνηθεῖ συστηματικὰ στὴ διδακτορικὴ διατριβὴ τοῦ Andrew Sopko, Prophet of Roman Orthodoxy – The Theology of John Romanides, Canada, 1998.
Ἐξ ἴσου ὅμως μεγάλη ὑπῆρξε ἡ συμβολὴ καὶ ἡ προσφορά του στὴν Ἐκκλησία μας μὲ τὴν συμμετοχή του στοὺς Θεολογικοὺς Διάλογους μὲ Ἑτερόδοξους, ἰδιαίτερά με τὸν Ἀγγλικανισμό, ἀλλὰ καὶ ἀλλόδοξους (Ἰουδαϊσμὸ καὶ Ἰσλάμ). Τὸ γεγονὸς δέ, ὅτι μητρική του γλῶσσα ἦταν ἡ ἀμερικανικὴ (ἀγγλική), τοῦ ἐξασφάλιζε τὴν ἄνεση ποὺ χρειαζόταν, γιὰ νὰ ἀναπτύσσει μὲ κάθε ἀκρίβεια τὶς θέσεις τῆς Ἐκκλησίας μας. Στὸ Διάλογο μὲ τὴν Παγκόσμια Λουθηρανικὴ Ὁμοσπονδία (1978 κ.ἑ.) εἶχα τὴν εὐκαιρία νὰ τὸν γνωρίσω βαθύτερα, νὰ συνδεθῶ μαζί του μὲ ἰσχυρὰ φιλία καὶ τὸ κυριότερο δι᾿ ἐμέ, νὰ γίνω πραγματικὰ μαθητής του, πέρα ἀπὸ τὴν πολυετῆ καὶ συνεχῆ μελέτη τῶν ἔργων του. Στοὺς Διάλογους αὐτοὺς ἐφαίνετο ἡ εὐρεῖα γνώση του στὴν πατερικὴ παράδοση, ἀλλὰ καὶ τῶν παραχαράξεών της, στὴν Ἀνατολὴ καὶ τὴν Δύση, κατ᾿ ἐξοχὴν δὲ ἡ γνώση τῆς Θεολογίας τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἀκρογωνιαίου λίθου τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως
Ὁ π. Ἰωάννης ὑποστήριζε τὴν σχέση θεολογίας καὶ ἁγιοπνευματικῆς ἐμπειρίας καὶ τοὺς σταθμοὺς τῆς πνευματικῆς πορείας τῶν Ἁγίων: κάθαρσις – φωτισμὸς – θέωσις, ὡς προϋπόθεση τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῆς αὐθεντικῆς ἀποδοχῆς τῶν, κάτι ποὺ ἔχει χαθεῖ στὴ Δύση, ἀλλὰ καὶ στὴ δυτικίζουσα δική μας θεολογικὴ σκέψη. Ἡ στροφὴ αὐτὴ στὴν πατερικότητα, ὡς ἐκκλησιαστικὴ γνησιότητα, συνέχισε καὶ συνεπλήρωσε τὴν ἀνάλογη κίνηση τοῦ π. Γεωργίου Φλορόφσκι, τὴν πορεία τοῦ ὁποίου ἀκολούθησε στὸν οἰκουμενικὸ Διάλογο, θεωρούμενος καὶ αὐτὸς συχνὰ ἐνοχλητικὸς καὶ ὄχι εὔκολος συνομιλητής. Κάποτε θὰ γράφουν αὐτὰ ὅλα, γιὰ νὰ φανεῖ ἡ ὑπεροχικότητα τοῦ ἐκλιπόντος, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀληθινὴ συμβολή του στὴν διεθνῆ καὶ οἰκουμενικὴ παρουσία τῆς Ὀρθοδοξίας, ἔστω καὶ ἂν συχνὰ ἔμενε μόνος…
ΕΠΟΧΗ ΠΡΟ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΡΩΜΑΝΙΔΗ
Θεωρώντας τὸ θεολογικό του ἔργο, διδακτικό, συγγραφικό, καὶ ἀγωνιστικό, ἀναγκαζόμεθα ἐκ τῶν πραγμάτων νὰ κάνουμε λόγο, γιὰ ἐποχὴ πρὸ καὶ μετὰ τὸν π. Ἰω. Ρωμανίδη. Διότι ἔφερε ἀληθινὴ τομὴ καὶ ρήξη μὲ τὸ σχολαστικὸ παρελθόν μας, ποὺ λειτουργοῦσε ὡς βαβυλώνιος αἰχμαλωσία στὴ θεολογία μας. Ἡ διατριβή του σφράγισε ἀποφασιστικὰ αὐτὴ τὴν ἀναγεννητικὴ πορεία, σὲ σημεῖο, ποὺ καὶ αὐτοὶ οἱ γιὰ διαφόρους λόγους ἐπικριτὲς ἢ ἰδεολογικὰ ἀντίπαλοί του νὰ προδίδουν στὰ γραπτά τους τὴν ἐπιρροὴ τοῦ π. Ἰωάννου στὴ θεολογική τους σκέψη. Συγκεκριμένα, ὁ π. Ἰωάννης:
α) Ἐπανέφερε στὸν ἀκαδημαϊκὸ θεολογικὸ χῶρο τὴν προτεραιότητα τῆς πατερικῆς ἐμπειρικῆς θεολογήσεως, παραμερίζοντας τὸν διανοητικὸ – στοχαστικὸ – μεταφυσικὸ τρόπο θεολογήσεως,
β) Συνέδεσε τὴν ἀκαδημαϊκὴ θεολογία μὲ τὴν λατρεία καὶ τὴν φιλοκαλικὴ παράδοση, καταδεικνύοντας τὴν ἀλληλοπεριχώρηση θεολογίας καὶ πνευματικῆς ζωῆς καὶ τὸν ποιμαντικὸ – θεραπευτικὸ χαρακτῆρα τῆς δογματικῆς θεολογίας.
γ) Διεῖδε καὶ υἱοθέτησε στὴ θεολογικὴ μέθοδο τὸν στενὸ σύνδεσμο δόγματος καὶ ἱστορίας καὶ γι᾿ αὐτὸ μπόρεσε νὰ κατανοήσει ὅσο λίγοι τὴν ἀλλοτρίωση καὶ πτώση τῆς θεολογίας στὴ Δυτικὴ Εὐρώπη, ποὺ ἐπῆλθε μὲ τὴν φραγκικὴ κατάκτηση καὶ ἐπιβολή. Ἡ καλὴ γνώση τῆς ἱστορίας, ἐξ ἄλλου, Φραγκοσύνης καὶ Ῥωμιοσύνης (προοριζόταν γιὰ καθηγητὴς τῆς Ἱστορίας στὸ Γέηλ) τὸν βοήθησε νὰ διαπιστώσει καὶ ἀναλύσει τὴν διαμετρικὴ διαφορὰ Φράγκικου καὶ Ῥωμαίικου πολιτισμοῦ, εἰσάγοντας ῥωμαίικα κλειδιὰ στὴ διερεύνηση τῆς ἱστορίας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ μας.
δ) Βοήθησε, ἔτσι, τὴν πληρέστερη ἔρευνα καὶ τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἔξω ἀπὸ τὶς κατασκευασμένες δυτικὲς θέσεις, μὲ τὴν ὀρθὴ – ὡς ἀπόλυτα τεκμηριωμένη – χρήση τῶν ἱστορικῶν μας ὀνομάτων, τῆς σημασίας καὶ δυναμικῆς τους στὴν ἱστορική μας πορεία.
ΟΙ ΕΤΕΡΟΔΟΞΟΙ
Εἶναι γεγονός, ὅτι οἱ ἑτερόδοξοι ἀνεγνώριζαν περισσότερο ἀπὸ μᾶς τὴν προσωπικότητα τοῦ π. Ἰωάννου καὶ τὴν σημασία του γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία. Ἐθεωρεῖτο ὁ καλύτερος ὀρθόδοξος ἐρευνητὴς τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου, ποὺ βοηθοῦσε καὶ τὴν δυτικὴ θεολογία στὴν κατανόησή του, χαρακτηρίσθηκε δὲ «ὁ μεγαλύτερος ἀσφαλῶς τῶν ἐν ζωῇ Ὀρθοδόξων θεολόγων, τοῦ ὁποίου τὰ συγγράμματα ἀποτελοῦν κριτικὴ μελέτη τοῦ ἔργου τοῦ Αὐγουστίνου ὑπὸ τὸ φῶς τῆς πατερικῆς Θεολογίας». Πρέπει δὲ νὰ λεχθεῖ, ὅτι στὸν π. Ἰωάννη ὀφείλεται ἡ σπουδαία ἐπισήμανση, ὅτι ἡ διδασκαλία τοῦ Βαρλαὰμ τοῦ Καλαβροῦ, γιὰ τὶς θεοπτικὲς ἐμπειρίες τῶν προφητῶν ὡς «φαινομένων φυσικῶν, γινομένων καὶ ἀπογινομένων» ἀνάγεται στὸ Περὶ Τριάδος ἔργο τοῦ Ἱ. Αὐγουστίνου.
Σεβαστὲ καὶ ἀγαπημένε π. Ἰωάννη, οἱ φίλοι, συνεργάτες καὶ συνόμιλοί σου, σοῦ ἐκφράζουμε τὴν εὐγνωμοσύνη μας, γιὰ ὅσα μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ μᾶς ἔδωσες. Οἱ χιλιάδες τῶν ἀμέσων ἢ ἐμμέσων μαθητῶν σου ἐπίσης. Κρατοῦμε τὴν θεολογικὴ παρακαταθήκη σου ὡς βακτηρία στὸ σκοτάδι, ποὺ ἐξαπλώνει παντοῦ ὁ ὑπολογισμός, ἡ ἄγνοια, ἡ ἀδιαφορία καὶ τὸ συμφέρον. Μᾶς συνέδεσες μὲ τὴν πατερικότητα στὸ χῶρο τῆς ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας, παραπέμποντας συνεχῶς στὴ λατρεία καὶ τὴν ἄσκηση, ὅπου καλλιεργεῖται ἡ ἀληθινὴ θεολογία. Σὲ εὐχαριστοῦμε!
Αἰωνία σου ἡ μνήμη καὶ καλὴ ἀντάμωση στὸ οὐράνιο θυσιαστήριο, Συνάδελφε καὶ Συλλειτουργέ, πεφιλημένε.