Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης καί η «Εμπειρική Δογματική» Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ.κ.Ιεροθέου

Θά ήθελα νά ευχαριστήσω εκ καρδίας τούς τρείς διακεκριμένους εισηγητάς τής σημερινής παρουσιάσεως τών δύο τόμων τής «Εμπειρικής Δογματικής, κατά τίς προφορικές παραδόσεις τού π. Ιωάννου Ρωμανίδη», πού μέ τόν λόγο τους έκαναν ένα μνημόσυνο στόν μεγάλο αυτόν διδάσκαλο τής Ρωμηοσύνης καί τής θεολογίας τών Προφητών, Αποστόλων καί Πατέρων.

 

Νά μνημονεύσω τόν αγαπητό Πρωτοπρεσβύτερο καί Καθηγητή π. Γεώργιο Μεταλληνό, πού συντόνισε τήν σημερινή συνάντηση καί ομίλησε γιά τόν πεφιλημένο διδάσκαλο μέ καρδιακά αισθήματα, όπως καί τό κάνει επανειλημμένως. Ο ίδιος θεωρεί τιμή πού τόν αποκαλούν μαθητή τού π. Ιωάννου, άν καί δέν διετέλεσε ποτέ φοιτητής του. Νά ευχαριστήσω τόν Πρωτοπρεσβύτερο π. Στέφανο Αβραμίδη, μαθητή τού π. Ιωάννου στήν Θεολογική Σχολή Τιμίου Σταυρού Βοστώνης, ο οποίος πολλάκις τόν ανέπαυσε καί τόν βοήθησε ποικιλοτρόπως καί στό γραφείο τού οποίου κατέφευγε πολλές φορές ο αείμνηστος π. Ιωάννης. Επίσης, νά ευχαριστήσω τόν καθηγητή κ. Λάμπρο Σιάσο, ο οποίος ήταν μαθητής του στήν Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης καί επηρεάσθηκε από αυτόν.
Ευχαριστώ καί τούς τρείς, γιατί δέχθηκαν νά παρουσιάσουν τό δίτομο αυτό έργο, νά ομιλήσουν γιά τόν μακαριστό διδάσκαλο τής Ρωμηοσύνης καί τής ορθοδόξου θεολογίας καί νά πούν λόγο καρδιακό καί γιά τήν ελαχιστότητά μου. Εξομολογούμενος θά ήθελα νά πώ ότι, παρά τό ότι εξέδωσα πολλά βιβλία στήν ελληνική γλώσσα, εν τούτοις αρνήθηκα προτάσεις γιά δημόσια παρουσίαση γιά κάποιο από αυτά. Εξαίρεση γίνεται γιά τό δίτομο αυτό έργο τής «Εμπειρικής Δογματικής», γιατί θέλω νά προβληθή τό πρόσωπο τού π. Ιωάννη Ρωμανίδη, ιδίως εφέτος πού συμπληρώνεται δεκαετία από τήν κοίμησή του.
Θά ήθελα κλείνοντας τήν σημερινή εκδήλωση νά τονίσω τέσσερα «πώς», δηλαδή τέσσερα σημεία πού συνδέονται μέ τό πρόσωπο καί τό έργο τού μακαριστού Διδασκάλου τής ορθοδόξου Πνευματικότητας.

1. Πώς ανακάλυψα τόν π.Ιωάννη Ρωμανίδη
Η ανακάλυψη εκ μέρους μου τού π. Ιωάννου έγινε προοδευτικά. Τόν γνώρισα, όπως περίπου γνωρίζει κανείς κάποιον καλλιτέχνη, αφού πρώτα ακούει γι’ αυτόν, έπειτα θαυμάζει τά έργα του καί στήν συνέχεια συναντά καί τόν ίδιο προσωπικά.
Στήν Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, όπου σπούδαζα (1964-1968) καί στά επιλεγόμενα μαθήματα άκουσα γι’ αυτόν, γιά πρώτη φορά, πρίν έλθη στήν Ελλάδα. Στό επιλεγόμενο μάθημα τής Πατρολογίας, μέ τόν καθηγητή Παναγιώτη Χρήστου, έγινε κάποτε τό 1967 συζήτηση γιά ένα θεολογικό ζήτημα. Μερικοί μεταπτυχιακοί από τήν Θεολογική Σχολή Τιμίου Σταυρού Βοστώνης Αμερικής αναφέρθησαν διεξοδικώς στόν άγιο Ιγνάτιο τόν Θεοφόρο καί μετά σέ άλλους Αποστολικούς Πατέρας τής Εκκλησίας. Τότε ο καθηγητής Παναγιώτης Χρήστου είπε: «γνήσιοι μαθητές τού Ρωμανίδη». Τήν εποχή εκείνη ο π. Ιωάννης δίδασκε στήν Θεολογική Σχολή Βοστώνης καί βέβαια ησχολείτο ιδιαιτέρως μέ τούς αγαπητούς του Αποστολικούς Πατέρας.
Στό τέλος τού τετάρτου έτους τών σπουδών μου ο καθηγητής Ιωάννης Καλογήρου, πού μάς δίδασκε κατά ανάθεση τό μάθημα τής Δογματικής, αφού η έδρα ήταν κενή, μάς ανήγγειλε, μέ μεγάλη χαρά ότι εξελέγη νέος Καθηγητής γιά τήν Δογματική, ένας μεγάλος θεολόγος από τήν Αμερική καί θά άρχιζε τά μαθήματα τήν επομένη χρονιά. Βέβαια, ακούγαμε γι’ αυτόν, γιά τήν συζήτηση πού προκάλεσε, πρίν λίγα χρόνια στήν Θεολογική Σχολή Αθηνών, η διδακτορική του διατριβή πού είχε υποβληθή. Όμως, έλαβα τό πτυχίο τής Θεολογικής Σχολής, χωρίς νά έχη αρχίσει τήν παράδοση τών μαθημάτων του καί έτσι δέν τόν γνώρισα τότε προσωπικά. Άκουγα γι’ αυτόν από τά πνευματικά μου παιδιά πού σπούδαζαν στό Πανεπιστήμιο τής Θεσσαλονίκης καί ομιλούσαν μέ ενθουσιασμό γι’ αυτόν. Μού έφερναν νά ακούσω διάφορες μαγνητοφωνημένες κασέτες καί τά πρώτα κείμενά του. Αγόρασα τό βιβλίο τής «Δογματικής» του καί άρχιζα νά τήν διαβάζω μέ ικανοποίηση καί ενθουσιασμό.
Αργότερα τόν γνώρισα προσωπικά στήν Αθήνα, μετά τήν αναγκαστική, πλήν όμως μέσα στό σχέδιο τού Θεού, μετακίνησή μου εκεί από τήν Εδεσσα, στό Γραφείο τού δικηγόρου κ. Αθανασίου Σακαρέλλου, τόν οποίον αγαπούσε πολύ, όπου παρέδιδε μαθήματα σέ έναν κύκλο είκοσι μέ τριάντα μαθητών, καί ήμουν ακροατής διαφόρων παραδόσεών του στόν Ιερό Ναό τής Αγίας Μαρίνης Ιλισίων. Θυμάμαι μιλούσε μέ σταθερό καί αυθεντικό τρόπο, χωρίς νά έχη μπροστά του σημειώσεις καί συνέδεε στενά τήν θεολογία μέ τήν ιστορία. Στήν παράδοσή του είχε στόχο. Μέ τόν καιρό γνωρισθήκαμε καλύτερα, τόν επισκεπτόμουν στό σπίτι του, συμφάγαμε σέ διάφορα φιλικά σπίτια, πήγαμε μαζί στό Βανκούβερ τού Καναδά γιά νά παραδώσουμε μαθήματα γιά τρείς ημέρες σέ ειδικό σεμινάριο πού διοργάνωσε η Orthodox Church of America (OCA) καί είχαμε καθημερινή σχεδόν τηλεφωνική επικοινωνία. Τελικά, μού ζήτησε νά τόν προσλάβω στήν Ιερά Μητρόπολή μου ως Ιερέα, πράγμα πού έγινε μετά από απολυτήριο πού εξεδόθη από τήν Ιερά Αρχιεπισκοπή Αμερικής, χωρίς βεβαίως νά εγγραφή στούς μισθολογικούς κατάλόγους. Τόν εκτιμούσα, τόν αγαπούσα καί τόν σεβόμουν γιά τήν θεολογία πού δίδασκε, αλλά κυρίως γιά τό ταπεινό καί ευγενικό του ύφος. Δικά μου πνευματικά παιδιά τόν βοηθούσαν σέ διάφορες εργασίες του, αφιερώνοντας πολύ χρόνο μαζί του, ακόμη καί τίς νυκτερινές ώρες.

 

2. Πώς εξετίμησα τά κείμενά του
Είχα τήν εξαιρετική ευλογία από τόν Θεό νά είμαι φοιτητής στήν Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, μέσα στό κέντρο τής μελέτης τών έργων τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά. Έτσι, διάβαζα γιά τήν θεολογία τού μεγάλου αυτού αγιορείτου καί θεόπτου Πατρός, όπως επίσης διάβαζα καί τά έργα τών μεγάλων Πατέρων τής Εκκλησίας, επισκεπτόμουν τό Άγιον Όρος καί είχα επικοινωνία μέ τούς ερημίτας πατέρας, τούς οποίους ρωτούσα γιά τήν ευχή καί γενικά γιά τήν πνευματική ζωή. Στήν Έδεσσα, ο αείμνηστος γέροντάς μου Μητροπολίτης Καλλίνικος μέ προέτρεψε νά μελετώ τά έργα τού αγίου Νικοδήμου τού αγιορείτου, ιδίως τό Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον καί τό Εορτοδρόμιον, καί τών άλλων φιλοκαλικών Πατέρων. Έπειτα, γνώρισα τόν γέροντα Σωφρόνιο από τόν οποίο ωφελήθηκα πολύ. Αργότερα διάβασα όλα τά εκδοθέντα κείμενα τού αγίου Συμεών τού Νέου Θεολόγου.
Ευρισκόμενος μέσα σέ αυτήν τήν ατμόσφαιρα γνώρισα τά κείμενα τού π. Ιωάννου Ρωμανίδη καί τά εκτίμησα δεόντως. Κατάλαβα τήν πνευματική τους συγγένεια μέ τά έργα τών Πατέρων τής Εκκλησίας. Στήν πραγματικότητα ο π. Ιωάννης συνδύαζε άριστα τήν ησυχία μέ τήν θεολογία, τήν άσκηση μέ τήν καθηγητική έδρα, τήν προσευχή μέ τήν θεολογική έκφραση.
Έτσι, μπορώ νά πώ ότι δέν διάβασα πρώτα τά κείμενα τού π. Ιωάννου Ρωμανίδη καί στήν συνέχεια ανέτρεξα στά έργα τών αγίων Πατέρων, αλλά πρώτα είχα μελετήσει τά έργα όλων τών γνωστών καί μεγάλων ησυχαστών Πατέρων καί στήν συνέχεια γνώρισα τά έργα τού μακαριστού καθηγητού. Ένοιωσα ότι είχε καταλάβει τό πνεύμα τών Πατέρων καί είχε συλλάβει τήν πεμπτουσία τής διδασκαλίας τους. Καταλάβαινα ότι εξέφραζε τήν διδασκαλία τών αγίων Πατέρων μέ έναν σύγχρονο τρόπο, χωρίς όμως νά τά αλλοιώνη, χωρίς νά είναι νεοπατερικός ή μεταπατερικός θεολόγος. Ο προφορικός λόγος του ήταν μιά ζωντανή αφομοιωμένη τροφή. Ο ίδιος είχε γνωρίσει τόν σχολαστικισμό καί τόν ηθικισμό τών δυτικών Χριστιανών στήν Αμερική, γνώρισε δέ καί τόν ησυχασμό σέ διαφόρους αγιορείτες καί ασκητές καί γι’ αυτό ο λόγος του ήταν αυθεντικός, ορθόδοξος. Είναι χαρακτηριστικά τά όσα είπε σέ μιά ομιλία του:
«Εγώ, επειδή πέρασα τά στάδια τής σχολαστικής θεολογίας στήν δική μου ζωή, όταν ήλθα στήν Ελλάδα μού έκανε μεγάλη εντύπωση όταν έβλεπα τούς σημερινούς ορθοδόξους θεολόγους στό Πανεπιστήμιο τών Αθηνών νά ζητούν συγγνώμη από όλο τόν κόσμο, γιατί καί εμείς δέν είχαμε σχολαστική θεολογία, όπως έχουν οι δυτικοί καί σταματήσαμε στούς Πατέρες τής Εκκλησίας μέχρι τόν Δαμασκηνό καί τόν Ισίδωρο Σεβίλλης ή τόν Μέγα Φώτιο».
Έτσι, μελετώντας τά κείμενα τού π. Ιωάννου Ρωμανίδη διέκρινα τόν καθαρό, ορθόδοξο, πατερικό λόγο, ο οποίος στήν πραγματικότητα απαντούσε σέ όλες τίς προκλήσεις τής δυτικής θεολογίας, αλλά καί τής δικής μας θεολογίας πού είχε επηρεασθή από τήν σχολαστική θεολογία, δηλαδή τόν σχολαστικισμό καί ηθικισμό. Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, μέ τόν λόγο του καί τά γραπτά του, είχε έναν σημαντικό στόχο, παρουσίαζε τήν καθαρή διδασκαλία τών Πατέρων τής Εκκλησίας, πού ήταν ησυχαστική καί θεωτική.

3. Πώς εργάσθηκα γιά νά ολοκληρώσω τό δίτομο έργο τής «εμπειρικής δογματικής»
Όσοι ασχολούνται μέ τό γράψιμο, πού καί αυτό είναι ένα χάρισμα τού Θεού καί μιά τέχνη, γνωρίζουν ότι δέν είναι εύκολο έργο. Τό έργο αυτό είναι στήν πραγματικότητα καλλιτεχνικό, όπως η ζωγραφική καί άλλες τέχνες, πού πολλές φορές κανείς δυσκολεύεται γιά νά συντονίση τήν σκέψη καί τόν σκοπό μέ τόν διατυπωμένο λόγο. Πολύ περισσότερο τό επιστημονικό έργο είναι δυσχερές, γιατί πρέπει κανείς νά συγκεντρώση πολύ υλικό καί θά πρέπει νά τό τιθασεύση καί στήν συνέχεια νά τό συρράψη μέ έναν βασικό σκοπό.
Αυτήν τήν δυσκολία τήν αισθάνθηκα κυρίως στήν συγγραφή αυτού τού έργου. Μέ κούρασε περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο βιβλίο στήν σύνθεση καί τήν ολοκλήρωση. Βέβαια, μέ βοήθησαν πολλά πνευματικά μου παιδιά σέ διάφορες φάσεις τού έργου, τούς οποίους ευχαρίστησα στόν πρόλογο τού Α’ Τόμου, δηλαδή μέ βοήθησαν στήν συλλογή κασετών, στήν απομαγνητοφώνησή τους, στό πέρασμα τών απομαγνητοφωνήσεων στόν υπολογιστή, στήν ευρετηρίαση τών κειμένων. Στήν συνέχεια εγώ έπρεπε νά επιλέξω τά θεολογικά χωρία καί νά τά ξεχωρίσω μέσα από πληθώρα άλλων αναφορών. Καί κατ’ αυτόν τόν τρόπο συγκέντρωσα πάνω από δυό χιλιάδες μεγάλα ή μικρά χωρία από τίς απομαγνητοφωνημένες ομιλίες ή παραδόσεις του.
Γιά ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, σχεδόν έναν χρόνο, μελετούσα γιά τό ποιά μορφή θά πάρη η επεξεργασία τού θέματος καί πώς θά παρουσιασθή η «εμπειρική δογματική». Όταν κατέληξα στό σχήμα πού έπρεπε νά λάβη, άρχισε η δυσχέρεια τού χωρισμού τού υλικού κατά μεγάλες ενότητες, κεφάλαια, υποκεφάλαια, υποδιαιρέσεις. Καί στήν συνέχεια ακολούθησε τό εξαιρετικά δύσκολο έργο νά συνδέσω καί νά συρράψω τά χωρία, καθώς επίσης νά γεμίσω τυχόν κενά μέσα από τήν σκέψη τού π. Ιωάννου, γιά νά μή αλλοιωθή ο λόγος του. Γιά τόν λόγο αυτόν ανέτρεξα καί διάβασα όλα τά γνωστά καί άγνωστα κείμενά του, γραμμένα κυρίως στήν αγγλική γλώσσα καί τά οποία δέν έχουν δημοσιευθή μεταφρασμένα στά ελληνικά. Είναι γνωστόν ότι ο π. Ιωάννης πέρασε τόν περισσότερο χρόνο τής ζωής του στήν έρευνα, παρά στό γράψιμο, αλλά καί τό μεγαλύτερο τμήμα τών επιστημονικών του ερευνών είναι γραμμένο στήν αγγλική γλώσσα καί είναι ακόμη αμετάφραστο.
Γιά τήν συγγραφή διαφόρων κειμένων μου, χρησιμοποιώ τρείς τρόπους, ήτοι τόν υπολογιστή, τήν υπαγόρευση καί τήν ιδιόχειρη γραφή. Τό έργο αυτό «Εμπειρική Δογματική», πού τελικά ολοκληρώθηκε σέ 850 περίπου σελίδες, γράφηκε ολόκληρο ιδιοχείρως, μέ μολύβι, γιατί μέ διευκόλυνε στήν σύνθεση τών δεκάδων καί εκατοντάδων αποσπασμάτων τού π. Ιωάννη Ρωμανίδη πού είχα υπ’ όψιν μου.
Πάντως, δέν γνωρίζω άν πέτυχα απόλυτα αυτήν τήν σύνδεση, πράγμα πού θά τό πούν οι αναγνώστες. Τό γεγονός είναι ότι επειδή ο π. Ιωάννης ομιλούσε μέ πυκνό λόγο καί τρόπο καί επανελάμβανε τίς ίδιες απόψεις, αφού συνήθως δέν είχε κατά τήν ομιλία του ένα σχεδιάγραμμα, καί οι ομιλίες πού είχα υπ’ όψη μου ήταν από διαφορετικούς χρόνους καί από διαφορετικά ακροατήρια, γι’ αυτό ήταν επόμενο νά δυσκολευθώ στήν οργάνωση καί τόν διαχωρισμό, κατά ενότητες, τού υλικού πού συγκέντρωσα. Επίσης, πρέπει νά υπογραμμίσω ότι κάθε τόμο τόν δούλευσα μέ διαφορετικό τρόπο, πού δέν είναι κατάλληλη η ώρα νά αναλύσω.
Αυτή ήταν η πρώτη καταγραφή. Στήν συνέχεια έπρεπε νά ξεκαθαρισθούν τά κεφάλαια ακόμη περισσότερο, νά ευρεθούν τά επαναλαμβανόμενα χωρία καί νά αποφασισθή ποιό θά παραμείνη καί ποιό θά απομακρυνθή. Διάβασα κάθε τόμο προσεκτικά οκτώ μέ δέκα φορές καί κάθε φορά έκανα τίς αναγκαίες διορθώσεις. Ακόμη καί τώρα πού τό διαβάζω δέν τό χορταίνω, αλλά καί βρήκα μερικά ορθογραφικά καί φραστικά λάθη, τά οποία θά διορθωθούν στήν δεύτερη έκδοση.
Επί πλέον, έδωσα αυτά τά κείμενα καί σέ διάφορα πνευματικά μου παιδιά, καθηγητές Πανεπιστημίων, Θεολόγους, Κληρικούς, μοναχούς, γιά νά διατυπώσουν τίς κρίσεις τους. Σέ πολλά σημεία οι παρατηρήσεις τους μέ βοήθησαν νά βελτιώσω τό κείμενο καί έτσι έλαβαν οι δύο Τόμοι τήν τελική τους μορφή. Επίσης καί κυριολεκτικά τήν τελευταία στιγμή, πρίν νά αρχίση η εκτύπωση, έκανα διορθώσεις. Τήν μεγαλύτερη βοήθεια μού προσέφερε ο Αρχιμ. Καλλίνικος Γεωργάτος, σέ όλες τίς φάσεις τής συγγραφής καί τής επεξεργασίας τού έργου.
Πάντως, παρά τό ότι τό έργο ήταν δυσχερές καί παρά τό ότι δέν υπήρχε κάποια παρόμοια δογματική γιά νά τήν έχω ως πρότυπο, οπότε τό έργο είναι κατ’ εξοχήν πρωτότυπο, εν τούτοις τό έκανα μέ μεγάλη χαρά καί μπορώ νά προσθέσω μέ μεγάλη έμπνευση, αλλά καί προσευχή. Δέν αισθανόμουν καθόλου κόπωση καίτοι έγραφα ιδιοχείρως τίς νυκτερινές καί πρωϊνές ώρες. Ζούσα περίπου όπως ο καλλιτέχνης ο οποίος καί όταν βρίσκεται μέσα σέ πολυκοσμία δουλεύει εσωτερικά τό θέμα του καί βιάζεται νά επιστρέψη στό σπίτι του γιά νά συνεχίση τό έργο του καί νά αποτυπώση τήν έμπνευσή του. Καί μάλιστα πολλές φορές όταν εργάζεται πολλές ώρες απορροφάται τελείως από τό αντικείμενο πού συνθέτει ή επεργάζεται. Ένα από τά σημαντικότερα κείμενα τού Β’ τόμου, τό περί σταδίων τής πνευματικής τελειώσεως (κάθαρση, φωτισμός, θέωση) τό έγραψα κατά τήν διάρκεια τών Συνεδριάσεων τής Ιεραρχίας τού Οκτωβρίου 2009, γιά πολλές ημέρες καί όμως μέ είχε απορροφήσει τελείως τό θέμα τού βιβλίου, χωρίς νά παύσω νά συμμετέχω ενεργώς στίς Συνεδριάσεις της καί νά ενημερώνω τούς δημοσιογράφους ως εκπρόσωπος Τύπου τής Ιεράς Συνόδου.
Δοξάζω τόν Θεό γι’ αυτήν τήν δωρεά καί τήν έμπνευση πού μού έδωσε. Κάποιος μού είπε ότι, διαβάζοντας τό βιβλίο, αισθάνθηκε μιά αύρα προσευχής. Αυτό αισθανόμουν καί εγώ συνθέτοντας καί ενοποιώντας τόν ζωντανό προφορικό λόγο τού π. Ιωάννη Ρωμανίδη.

 

4. Πώς αισθάνθηκα τόν π. Ιωάννη Ρωμανίδη, κυρίως όσο δούλευα μέ τά κείμενά του
Στούς προλόγους, τίς εισαγωγές καί τούς επιλόγους καί τών δύο τόμων έχω γράψει μερικά γιά τό θέμα αυτό καί ο αναγνώστης μπορεί νά ανατρέξη σέ αυτά. Εδώ κυρίως θά ήθελα νά τονίσω ότι αισθανόμουν ότι ο π. Ιωάννης είχε ένα είδος κατά Χριστόν σαλότητος. Συμπεριφερόταν, μιλούσε, επικοινωνούσε θεολογικά μέ τούς ανθρώπους, συμμετείχε στά Συνέδρια καί τούς διαλόγους ως ένας κατά Χριστόν σαλός. Είχε καταλήξει στήν αυθεντική θεολογία τών Προφητών, τών Αποστόλων, τών Πατέρων, κατάλαβε τί αλλοιώσεις επέφερε η σχολαστική θεολογία καί η Φραγκολατινική παράδοση, καί ήταν απόλυτος στόν λόγο του καί στίς φράσεις του, σχεδόν «τσεκουράτος».
Μεγάλωσε στό Μανχάταν τής Νέας Υόρκης, σέ ένα όμως καππαδοκικό περιβάλλον, μέ προσευχή καί νηστεία. Τίς γυμνασιακές του σπουδές τίς έκανε σέ παπικό Γυμνάσιο φοίτησε στήν Ορθόδοξη Θεολογική Σχολή τού Τιμίου Σταυρού Βοστώνης έκανε ευρύτερες σπουδές στήν προτεσταντική Σχολή τού Γέιλ κατά καιρούς σπούδασε στό Πανεπιστήμιο Κολούμπια τής Νέας Υόρκης, στήν Ρωσική Θεολογική Σχολή τού αγίου Βλαδιμήρου Νέας Υόρκης, στήν Ρωσική Θεολογική Σχολή τού αγίου Σεργίου στό Παρίσι, στήν προτεσταντική Σχολή τού Μονάχου Γερμανίας καί μετά ήλθε στήν Αθήνα γιά τήν εκπόνηση τής διδακτορικής του διατριβής. Έπειτα, έκανε διδακτορικό στήν Σχολή Ιστορίας καί Φιλοσοφίας τής Θρησκείας τού Χάρβαρντ, δίδαξε στήν Θεολογική Σχολή Τιμίου Σταυρού Βοστώνης, στήν Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης καί στήν Μπελεμέντειο Θεολογική Σχολή τού Λιβάνου.
Τό σημαντικό είναι ότι μετά από τέτοιες σπουδές τά εγκατέλειψε όλα, όσα είχε μάθει, κυριολεκτικά τά απαρνήθηκε, «τά έφτυσε», κατά τό κοινώς λεγόμενο, καί μιλούσε συνέχεια γιά τήν κάθαρση τής καρδιάς, τόν φωτισμό τού νού, τήν προσευχή, τήν θεωρία τού Θεού, δηλαδή μιλούσε γιά τήν εμπειρία καί τήν θεολογία τών ησυχαστών μοναχών καί τών Πατέρων, πού τήν θεωρούσε ως τήν βάση τής ορθοδόξου θεολογίας.
Αυτόν τόν θεολογικό λόγο, μαζί μέ τίς παρατηρήσεις του γιά τήν Ρωμηοσύνη καί τήν Φραγκοσύνη, τόν περνούσε σέ Συνέδρια, σέ διαλόγους, σέ μεγάλα ακροατήρια, χωρίς νά υπολογίζη τίς αντιδράσεις τών ακροατών του. Ένας αγιορείτης Ηγούμενος πού τόν είχε ακούσει νά ομιλή καί νά εισηγήται ένα θέμα σέ συνάντηση Θεολογικών Σχολών μού είπε ότι τόν αισθάνθηκε «ως ταύρον εν υαλοπωλείω». Αυτήν τήν νοοτροπία του καί τήν ισχυρά παρρησία του τήν χαρακτηρίζω ως ένα είδος κατά Χριστόν σαλότητος. Μιλούσε στόν 20ο αιώνα μέ τήν νοοτροπία τού 4ου αιώνος, μιλούσε ως ένας ερημίτης καί Πατέρας τών πρώτων αιώνων τής Εκκλησίας, χωρίς νά υπολογίζη τίς αντιδράσεις τών ανθρώπων.
Στήν περίπτωσή του ισχύει αναλογικά ο λόγος τού αγίου Συμεών τού κατά Χριστόν σαλού, όταν πήρε απόφαση νά κατέβη στήν πόλη καί νά κτυπήση τήν υποκρισία καί τόν φαρισαϊσμό τών ανθρώπων. Τότε είπε στόν συνασκητή του: «Πίστευσον εγώ ου μένω, αλλ’ εν τή δυνάμει τού Χριστού υπάγω εμπαίζων τώ κόσμω». Καί ο π. Ιωάννης ήταν ένας τέτοιος κατά Χριστόν σαλός πού ενέπαιζε τήν υποκρισία, τόν σχολαστικισμό καί τόν ευσεβισμό τών ανθρώπων τής Εκκλησίας, κυρίως τόν δυτικό χριστιανισμό πού ζούσαν στήν πράξη.

Θεωρώ σημαντική τήν σύμπτωση πού γίνεται η σημερινή παρουσίαση, ημέρα κατά τήν οποία εορτάζουν ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος, ένας ησυχαστής Πατέρας πού μιλούσε γιά τήν επάνοδο τού νού στήν καρδιά, καί ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, ο ατρόμητος αυτός ομολογητής τής πίστεως, στήν Σύνοδο τής Φερράρας-Φλωρεντίας. Καί ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης είχε στοιχεία καί από τούς δύο αυτούς αγίους, γι’ αυτό ήταν διδάσκαλος τού ησυχασμού καί ομολογητής τής ορθοδόξου πίστεως, τόσο στήν Ελλάδα, όσο καί ακτός αυτής στήν Δύση καί τήν Ανατολή.
Τό θέμα είναι πώς έφθασε στό σημείο αυτό ο π. Ιωάννης. Στήν Αμερική κατάλαβε καλά ότι οι Ορθόδοξοι βρίσκονταν σέ μιά σύγχυση, πράγμα τό οποίο παρατηρεί κανείς καί σέ άλλους χώρους. Δηλαδή, όταν ήθελαν νά αντιμετωπίσουν τούς προτεστάντες χρησιμοποιούσαν επιχειρήματα παπικά, καί όταν ήθελαν νά αντιμετωπίσουν τούς παπικούς χρησιμοποιούσαν επιχειρήματα προτεσταντικά. Αυτό σημαίνει ότι δέν είχαν δικό τους ορθόδοξο λόγο. Αυτό παρατηρούσε κανείς παλαιότερα, ίσως καί τώρα, καί σέ μερικούς δικούς μας θεολογικούς κύκλους.
Έχοντας αυτό υπ’ όψη του ο π. Ιωάννης προσπάθησε νά βρή τόν αυθεντικό ορθόδοξο λόγο. Γι’ αυτό στράφηκε στό ευχολόγιο τής Εκκλησίας, τίς προσευχές, τίς ευχές καί τόν τρόπο τών Μυστηρίων, δηλαδή τό lex orandi τής Εκκλησίας, καθώς επίσης επιδόθηκε στήν ανάγνωση τών έργων τών Πατέρων τής Εκκλησίας, ήτοι τών Αποστολικών Πατέρων, τών μεγάλων Πατέρων τών Οικουμενικών Συνόδων καί τών λεγομένων Φιλοκαλικών, δηλαδή τό lex credendi τής Εκκλησίας, όπως λέγει καί ο Andrew Sopko στό εξαιρετικό βιβλίο του Ο προφήτης τής Ρωμαϊκής Ορθοδοξίας, η θεολογία τού Ιωάννου Ρωμανίδη. Γι’ αυτό ο λόγος του είναι ατόφια ορθόδοξος. Καί επειδή ο ίδιος ήταν ευφυής καί είχε έκτακτα διανοητικά χαρίσματα, τά διετύπωνε μέ πολύ ωραίο τρόπο. Η δέ έντονη καί βαθειά φωνή του, καθώς επίσης, η ηρεμία τού λόγου του, αλλά ενίοτε καί ο παλμός του, όταν καυτηρίαζε αιρετικές αποκλίσεις μερικών ορθοδόξων θεολόγων, ενθουσίαζε τούς ακροατές του καί μετέδιδε προσωπικά βιώματα καί έδινε έμπνευση.
Σέ μερικούς έχει σχηματισθή η εντύπωση ότι ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης ήταν μονομανής καί επιθετικός εναντίον τών Φραγκολατίνων καί τού Αυγουστίνου, τόν οποίον εκείνοι εχρησιμοποίησαν γιά νά στηρίξουν τίς απόψεις τους. Πράγματι, αυτό φαίνεται από μιά πρόχειρη καί επιφανειακή ανάγνωση τών κειμένων τού π. Ιωάννη. Όμως, άν μελετήση κανείς στό βάθος τήν θεολογική του σκέψη, όπως καταγράφεται κυρίως στούς δύο τόμους τής «Εμπειρικής Δογματικής» καί σέ άλλα κείμενά του, θά διαπιστώση ότι τό όλο θεολογικό του έργο ήταν έργο ενότητας καί οδηγούσε πρός τήν ενότητα.
Ήδη έχω αρχίσει νά μελετώ αυτήν τήν πλευρά τού π. Ιωάννη καί επεξεργάζομαι τό θέμα τής ενότητας στό θεολογικό του έργο σέ τέσσερα κυρίως σημεία, ήτοι ενότητα μεταξύ Παλαιάς καί Καινής Διαθήκης, στήν ενότητα μεταξύ εβραϊκής σκέψης καί ελληνικής νοοτροπίας, στήν ενότητα μεταξύ ελληνοφώνων καί λατινοφώνων Ρωμαίων Πατέρων τών πρώτων αιώνων τής Εκκλησίας καί στήν ενότητα μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησίας καί άλλων Χριστιανών. Μέσα από αυτήν τήν νοοτροπία έβλεπε τό διασπαστικό έργο τών αιρετικών καί τών Φράγκων, γι’ αυτό καί καταφερόταν εναντίον τους. Στήν πραγματικότητα μέσα από αυτές τίς τέσσερεις πλευρές έβλεπε τήν επιστροφή τών Χριστιανών στήν ενότητα τής πίστεως καί τήν κοινωνία τού Αγίου Πνεύματος. Αυτό όμως είναι ένα θέμα τό οποίο δέν είναι τής παρούσης ώρας.
Πρίν περατώσω τόν λόγο, θά ήθελα νά ευχαριστήσω τήν Ιερά Μονή Γενεθλίου τής Θεοτόκου – Πελαγίας, τήν Γερόντισσα Σιλουανή καί τίς μοναχές πού εξέδωσαν καί τούς δύο αυτούς τόμους, μέ πολύ μεγάλο ζήλο, αλλά νά ευχαριστήσω καί τόν Σεβ. Μητροπολίτη Θηβών καί Λεβαδείας κ. Γεώργιον, αγαπητό εν Χριστώ αδελφό, πού ευλογεί αυτήν τήν προσπάθεια, η οποία αποτελεί καί τό ιεραποστολικό έργο τής Ιεράς Μονής καί τό εργόχειρο τών μοναζουσών της. Επίσης, νά ευχαριστήσω θερμότατα τόν Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών καί Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμο, ο οποίος ως Μητροπολίτης Θηβών καί Λεβαδείας προστάτευσε εμένα καί τό Μοναστήρι καί υπήρξε ο κύριος αίτιος όλου αυτού τού έργου, ακόμη καί τού εκδοτικού.
Οπωσδήποτε, θά ήθελα νά ευχαριστήσω καί όλους εσάς πού ήλθατε σήμερα στήν παρουσίαση αυτή, ιδιαιτέρως τούς τρείς εισηγητές, αλλά καί τόν κ. Αθανάσιο Σακαρέλλο, πού μού έδωσε τό περισσότερο υλικό (κασέτες), μέ τήν προτροπή νά αξιοποιήσω τήν διδασκαλία τού μεγάλου διδασκάλου τής Ορθοδόξου Παραδόσεως. Καί εύχομαι ο Θεός νά αναπαύση τήν ψυχή τού μακαριστού π. Ιωάννου Ρωμανίδη, τού Θεολόγου καί «Προφήτου τής Ρωμηοσύνης» γιά τούς κόπους πού κατέβαλε γιά νά διδάξη τήν «εμπειρική δογματική» καί, φυσικά, μέ τήν υπόμνηση ότι έχουμε καθήκον νά φροντίζουμε γιά τό πώς τό δόγμα θά γίνη τροφή καί ζωή.
Θά τελειώσω μέ έναν λόγο τού Ρώσου θεολόγου Αλέξη Χομιακώφ (1804-1860), συγχρόνου τού μεγάλου Ρώσου λογοτέχνη Φ. Ντοστογιέφσκι, ο οποίος έγραψε σέ μιά επιστολή του: «Υπάρχει ένας νόμος, τόν οποίον δέν θά βρήτε σέ ιστορικά συγγράμματα, αλλά ασφαλώς ισχύει στήν πραγματική ιστορία: ηγετικοί άνδρες δέν μπορούν νά γίνουν ηγήτορες τής δικής τους εποχής αυτοί ηγούνται μόνον εκείνων πού τούς ακολουθούν, διότι οι σύγχρονοί τους δέν είναι ακόμη έτοιμοι». Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης ήταν ένας θεολόγος ηγέτης, πού άνοιξε δρόμους καί προοπτικές, επηρέασε οπωσδήποτε πολλούς θεολόγους τής εποχής του, άν καί η πλειονότητα δέν ήταν ακόμη έτοιμη νά τόν δεχθή, αλλά κυρίως θά επηρεάση τίς επόμενες γενιές καί θά δημιουργήση μιά άλλη αίσθηση τών θεολογικών καί εκκλησιαστικών πραγμάτων.–
http://www.parembasis.gr/2011/11_01_18.htm

Share Button