Ο Απόστολος Παύλος, αναφερόμενος στην πνευματική ζωή, λέγει ότι η αρχή της υποστάσεως του ανθρώπου είναι η ζωντανή πίστη στην αλήθεια. «Μέτοχοι γαρ γεγόναμεν του Χριστού, εάνπερ την αρχήν της υποστάσεως μέχρι τέλους βεβαίαν κατάσχωμεν», δηλαδή, θα εχωμεν συμμετοχήν εις τον Χριστόν, εάν πράγματι διατηρήσομε μέχρι τέλους σταθερά την πίστιν με την οποίαν ελάβομεν την πραγματική μας υπόσταση και ανεγεννήθημεν εις τον Χριστόν (Εβρ. 3, 14). Τούτο, διότι, καθώς αναφέρει ο ίδιος Απόστολος, χωρίς πίστιν είναι αδύνατον να γίνει τις ευάρεστος εις τον Θεόν «χωρίς δε πίστεως αδύνατον ευαρεστήσαι, πιστεύσαι γαρ δει τον προσερχόμενον τω Θεώ ότι εστί και τοις εκζητούσιν αυτόν μισθαποδότης γίνεται» (Έβρ. 11, 6), «δικαιοσύνη δε Θεού διά πίστεως Ιησού Χριστού εις πάντας και επί πάντας τους πιστεύοντας» δηλ. δικαίωση εκ μέρους του Θεού διά της πίστεως εις τον Ιησού Χριστό για όλους και σε όλους που πιστεύουν. (Ρωμ. 3, 22-23). Με την βοήθεια της πίστεως δίνεται η σωτηρία σε όλους που πιστεύουν.
Είναι φανερό, ότι εδώ πρόκειται για την ορθή πίστη, για τον Λόγο του Θεού, ο οποίος είναι η Αλήθεια η οποία ελευθερώνει τον άνθρωπο (Ίω. 8, 32), τον αγιάζει (Ίω. 17, 17) και του ανοίγει τον δρόμο προς την ζωή (Ίω. 14, 6).
«Δει πάντως πίστεως μεν», λέγει ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, «και προ γε των άλλων ορθής», προσθέτει. Οπωσδήποτε απαιτείται πίστη, αλλά προ παντός άλλου απαιτείται πίστη ορθή. Όμως, εδώ δεν πρόκειται για πίστη σε αλήθειες θεωρητικά. Πρόκειται για την πίστη μας στο ίδιο το πρόσωπο του Χριστού.
«Ότι εάν ομολογήσης εν τω ονόματι σου Κύριον Ιησούν, και πιστεύσης εν τη καρδία σου ότι ο Θεός αυτόν ήγειρεν εκ νεκρών, σωθήση» (Ρωμ. 10, 9).
Με την καρδιά μας να πιστεύουμε. Χωρίς την παραμικρή αμφιβολία. Ο Χριστός είναι ο ζωντανός Κύριος. Σταυρώθηκε, ναι, και πέθανε πάνω στο Σταυρό, ναι, και ετάφη. Αλλά δεν παρέμεινε νεκρός. Ακολούθησε η Ανάσταση. Ήταν και αληθινός άνθρωπος ο Χριστός γι’ αυτό και έπαθε και πέθανε στο Σταυρό. Αλλ’ ήταν και αληθινός Θεός. Η Θεότητα ανέστησε την ανθρωπότητα, η ενέργεια της Θεότητας νίκησε το θάνατο και έθεσε σε λειτουργία το γεγονός της αναστάσεως.
Το θέμα είναι δικό μας, όχι δικό Του. Εκείνος μπορεί και ανασταίνεται μπορεί και ανασταίνει. Εμείς μπορούμε να πιστεύουμε βαθειά στην ανάσταση; «Εάν πιστεύσης εν τη καρδία σου, ότι ό Θεός αυτόν ήγειρεν εκ νεκρών, σωθήση» (στ. 9).
Η δική Του ανάσταση γίνεται δική μας με την πίστη και την ομολογία Η κρυμμένη, ως θησαυρός πολύτιμος, πίστη εκτίθεται μπροστά στους ανθρώπους γίνεται ομολογία. Αυτό έκανε ό Θεός και για μας. Ο Θεός Λόγος ήταν κρυμμένος. Και αποκαλύφθηκε, φανερώθηκε και μίλησε. «Ο Λόγος σαρξ έγένετο» (Ίωάν. 1,14). Θα μπορούσε ο Χριστός να έλθει στον κόσμο και να πάει κατ’ ευθείαν στο Σταυρό, χωρίς να μιλήσει καθόλου, χωρίς να διδάξει. Δεν ενήργησε όμως έτσι. Ήλθε και δίδαξε. Κήρυξε «παρρησία», δημόσια για να μας διδάξει ότι δεν είναι δυνατόν να σωθούμε εάν δεν πιστεύσουμε και δεν ομολογήσουμε
Ο άγιος Μάξιμος, όταν κάνει λόγο για την πίστη, μιλά για την «ενυπόστατον πίστιν, διά τον Λόγον του Θεού ο οποίος έχει σαρκωθεί μέσα μας, για ένα γεγονός το οποίο φανερώνεται σε ολόκληρο τη ζωή μας, «ταις εντολαίς σωματούμενος». Αυτό ήθελε να πει ο Απόστολος, όταν διεκήρυττε, χωρίς δισταγμό, ότι έχει παύσει πλέον να ζει ο ίδιος και μέσα του έχει σαρκωθεί και ζει ο ίδιος ό Χριστός. «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζει δε εν εμοί Χριστός»(Γαλ. 2, 20). «Εάν τε γαρ ζώμεν τω Κυρίω ζώμεν, εάν τε αποθνήσκωμεν τω Κυρίω αποθνήσκωμεν, εάν τε ουν ζώμεν εάν τε αποθνήσκωμεν, του Κυρίου εσμέν» (Ρωμ. 14, 8). «Εμοί το ζην Χριστός και το αποθανείν κέρδος» (Φιλιππ. 1, 21).
Με ποιο τρόπο θα σαρκωθεί μέσα μας ο θεάνθρωπος Χριστός;
«Εκείνος ο όποιος θα πιει το νερό το οποίο εγώ θα του δώσω, δεν θα διψάσει ποτέ, αλλά το νερό το οποίο θα του δώσω θα γίνει μία εσωτερική πηγή νερού η οποία θα αναβλύζει εις ζωήν αιώνιον», λέγει ο Χριστός (Ίω. 4, 14). Ποιο είναι αυτό το νερό;
Εδώ πρόκειται για την σαρκωμένη αλήθεια, για τον σαρκωμένο Λόγο του Θεού, για την ενυπόστατο πίστη, για την πίστη, δηλαδή, στο πρόσωπο του Χριστού το οποίο έχει λάβει υπόσταση μέσα μας.
Ο Απόστολος Παύλος γράφει με πόνο στους Γαλάτας: «Παιδιά μου», λέγει, «διά τα όποια πάλιν δοκιμάζω πόνους γέννας έως ότου μορφωθεί, μέσα σας ο Χριστός» (Γαλ. 4, 19).
Π. ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΥ
Η ΠΙΣΤΗ
Ως «ελπιζομένων υπόστασις» χαρακτηρίζεται στην προς Εβραίους επιστολή η πίστη. Και τούτο, γιατί η πίστη κάμει ικανό τον άνθρωπο να αισθάνεται, να βλέπει με τις ψυχικές του ιδιότητες και ικανότητες, να αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα των όσων πιστεύει.
Το μεν σώμα έχει τις αισθήσεις, για να έχει γνώσι των αισθητών, των υλικών, που υπάρχουν γύρω του. Η ψυχή έχει την πίστη με την οποία αντιλαμβάνεται τόσο καθαρά, τόσο σταθερά, ώστε βλέπει με τα μάτια της ψυχής σαν ορατά τα αόρατα, σαν χειροπιαστά τα αψηλάφητα, σαν υπόσταση και πραγματικότητα και αυτά, που ακόμα δεν έγιναν πραγματικότητα. Είναι λοιπόν, κατά τον συγγραφέα της προς Εβραίους επιστολής η πίστη «ελπιζομένων υπόστασις και πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων».
Πολλά βέβαια είναι τα «υπέρ λόγον και αίσθησιν», τα όποια μόνον διά της πίστεως πλησιάζει και αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος, αλλά το πρώτο και κυριότερο, που έχει θεμελιώδη σημασία για τον άνθρωπο, είναι ο Θεός. Πίστη, επομένως, στον Θεό είναι η λογική και φυσική και ανώτερη ψυχική και πνευματική εκδήλωση κάθε υγιούς ανθρώπου. Είναι η σταθερή και ακλόνητη πεποίθηση όχι μόνον ότι υπάρχει Θεός αλλ’ ότι ο Θεός είναι ο μόνος Θεός, ο παντοδύναμος, ο πάνσοφος, ο πανάγαθος, ο δημιουργός και κυβερνήτης και προστάτης μας. Η πίστη, ακόμη, είναι η ενδόμυχη και εγκάρδια αποδοχή όλων των αληθειών και διδαγμάτων της χριστιανικής θρησκείας.
Είναι έμφυτη στον άνθρωπο η πίστη. Η ψυχή του ανθρώπου, κατά τον Τερτυλιανό, είναι εκ φύσεως όχι απλώς θρησκευτική αλλά και χριστιανική. Η πίστη, λοιπόν, είναι δώρο Θεού, φυτρώνει σαν θεόσδοτο λουλούδι στην ψυχή. Τα γράμματα, οι σπουδές, η θέληση, η ηθική και θρησκευτική ζωή και προσευχή συντελούν στην ανάπτυξη της πίστεως.
Στην Αγία Γραφή και κυρίως στην Καινή Διαθήκη διδασκόμαστε την αναγκαιότητα της πίστεως. Κατά τους λόγους του Κυρίου η πίστη στον Θεό και το απολυτρωτικό Του έργο είναι απαραίτητος όρος για την σωτηρία του ανθρώπου. «Ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται». «Ο τον λόγον μου ακούων και πιστεύων τω πέμψαντί με έχει ζωήν αίώνιον». «Τον υιόν αυτού τον Μονογενή έδωκεν ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη άπόλυται αλλ’ έχει ζωήν αιώνιον», είπε ο Κύριος μεταξύ πολλών άλλων, τα όποια είναι αδύνατο να αναφέρομε εδώ και διά των οποίων θέτει σαν όρο σωτηρίας την πίστη στον Θεό και το απολυτρωτικό Του έργο. Για τούτο η πίστη χαρακτηρίζεται σαν δικαιούσα και σώζουσα τον άνθρωπο, εφ’ όσον διά της πίστεως οικειοποιείται (κάμει δική του) την εν Χριστώ σωτηρία.
Αλλά συγχρόνως η πίστη δίνει και δύναμη ανυπολόγιστη στον άνθρωπο. Ο μεν Κύριος είπε ότι, εάν έχουμε πίστη και όρη δυνάμεθα να μετακινήσουμε, ο δε Απόστολος Παύλος αναφέρει τα θαυμαστά κατορθώματα της πίστεως του Ιουδαϊκού γένους με την παρατήρησα, ότι δεν θα τον έπαιρνε ο χρόνος εάν ανέφερε όλα αυτά τα εξαίσια γεγονότα τα όποια αποδεικνύουν ότι οι μεγάλοι άνδρες «διά πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, είργάσαντο δικαιοσύνην, επέτυχον επαγγελιών, έφραξαν στόματα λεόντων, έσβεσαν δύναμιν πυρός, έφυγον στόματα μαχαίρας, ενεδυναμώθησαν από ασθενείας…».
Δοκίμασαν την δύναμη της πίστεως όσοι κατόρθωσαν με αυτή να μετακινήσουν όχι όρη γήϊνα αλλά τα όρη των ψυχικών παθών, όσοι κατόρθωσαν να νικήσουν όχι εχθρό εξωτερικό αλλά τον εσωτερικό εχθρό της αμαρτίας. Όσοι με την δύναμη του Θεού ανεγεννήθησαν. Ιδιαιτέρως δε εμείς οι Έλληνες σαν έθνος έχομε λόγους να καυχόμαστε για την δύναμη της πίστεως γιατί αυτήν κρατήσαμε σαν όπλο και αυτή μας δόξασε. Αυτή θεμελίωσε την Βυζαντινή αυτοκρατορία με το «εν τούτω νίκα» του Μ. Κωνσταντίνου και αυτή μέχρι σήμερα λαμπρύνει την εθνική μας Ιστορία.
Για να έχει, βέβαια, την δύναμη αυτή η πίστη, πρέπει να είναι ζώσα και όχι νεκρά. Και για να είναι ζώσα είναι ανάγκη να είναι σταθερή, χωρίς αμφιβολίες και αμφιταλαντεύσεις, να είναι ολόκληρη, να πιστεύει όλα τα διδάγματα της θρησκείας μας, να είναι λογική, απαλλαγμένη προλήψεων και δεισιδαιμονιών και τέλος να είναι ενεργός δηλαδή να συνοδεύεται από έργα αντάξια της πίστεως.
Είναι φανερό, ότι η «πίστη άνευ έργων νεκρά εστίν», όπως πολύ ωραία γράφει ο Άγιος Ιάκωβος και απευθυνόμενος στο Χριστιανό λέγει «δείξόν μοι την πίστιν σου εκ των έργων σου». Δεν είναι δυνατόν, να υπάρχει πραγματική πίστη εάν δεν υπάρχει και αγάπη προς τον συνάνθρωπο. Εάν πιστεύει ο άνθρωπος στον Θεό θα υπακούει σ’ Αυτόν, θα εκτελεί τις εντολές Του και τα έργα του θα είναι καρπός της πίστεως του. «Ζώσαν» λοιπόν και όχι «νεκράν» πίστη ζητεί ο Κύριος.
Ο,τι είναι για το σώμα οι αισθήσεις, ο,τι είναι για το πλοίο η μηχανή, το ραντάρ και ο ασύρματος, είναι για τον άνθρωπο η πίστη. Είναι ο σύνδεσμος ο οποίος συνδέει τον άνθρωπο με τον Θεό. Είναι ο αγωγός θείας δυνάμεως από την παντοδυναμία του Θεού στον αδύνατο άνθρωπο. Είναι το φως, που φωτίζει τον δρόμο της ζωής. Είναι η πηγή της αγάπης προς τον Θεό και τον άνθρωπο. Είναι ή σωτηρία.
ΑΓΚΑΘΙΑ ΚΑΙ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ
ΓΕΩΡΓΙΟΥ Π. ΣΩΤΗΡΙΟΥ