ΜΟΡΑΛΙΣΜΟΣ

 

Η υπέρβαση του μοραλισμού
Ἀρχιμ. Εὐσεβίου Βίττη
Ἀποτελεῖ   κοινὸ τόπο πιὰ ἡ διαπίστωση πὼς στὶς μέρες μας περνοῦμε μιᾷ πνευματικὴ   κρίσῃ ἀπό τὶς λίγες στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία. Σὲ τέτοιες ἀκριβῶς ἐποχὲς   διαπιστώνει κανένας ἀνάμεσα στὰ ἄλλα καὶ μία ὑπέρμετρη αὔξηση τοῦ   μοραλισμοῦ καὶ τοῦ σύστοιχού του νομισμοῦ. Ὅσο δηλαδὴ φτωχαίνει τὸ   πνεῦμα τόσο αὐξαίνει ἡ σημασία τοῦ γράμματος στὴν προσπάθεια   ἀντιμετώπισης τῆς κρίσης.
Ἀγνοεῖται   στὴν περἰπτωση αὐτὴ τὸ βάθος καὶ ἡ ἔκταση τῆς κρίσης καὶ ὅσοι τὴν   ἀντιμετωπίζουν ἔτσι μένουν στὸ ἐξωτερικὀ της περίβλημα καὶ προβαίνουν σὲ   ἐξωτερικὲς καὶ στεῖρες ἠθικὲς ἐπιταγὲς ὡς θεραπευτικὰ μέσα, ἀνἰκανα   φυσικὰ νὰ ἀναστήσουν τὸν νεκρωμένο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἄνθρωπο. Δὲν εἶναι   λοιπὸν παρἀξενο γιατὶ χαρακτηρίζει μία ἀπελπιστικὴ ἀγωνία πολλὲς   σχετικὲς ἀπόπειρες ἀντιμετώπισης τοῦ ὅλου θέματος καὶ δὲν εἶναι   ἀνεξἠγητη ἡ ἀποτυχία τους τελικά. Τέτοιες ὅμως ἀντιμετωπίσεις κάθε ἄλλο   παρὰ στὴν ὑπερκἐραση τῆς κρίσης συντελοῦν. Ἀντίθετα περιπλέκουν   περισσότερο τὴν κρίση καὶ ὁδηγοῦν σὲ ἀδιέξοδα τραγικὰ πολλὲς φορές.
Καὶ   ὅμως ὁ μοραλισμὸς καὶ τὰ ὁμόλογά του πνευματικὰ φαινόμενα πρέπει νὰ   ξεπεραστοῦν, ἂν θέλουμε ἐπὶ τέλους νὰ βγοῦμε ἀπὸ διάφορα ἀδιέξοδα καὶ   τὴν ἀνελπιστία που σ’ αὐτὴν ὁδηγοῦν. Ἀσφαλῶς χρειάζεται κάποιος   διαφορετικότερος τρόπος, κάτι ἐ ν τ ε λ ῶ ς  ἄ λ λ ο ποὺ θὰ ἔχει τὴ   δύναμη ξεπερνώντας τὸ στεῖρο μοραλισμὸ νὰ ὁδηγήσει «ἐπὶ ζωῆς πηγὰς   ὑδάτων» στὴν ἀνθρώπινη ψυχή ποὺ παραπέει λιπόθυμη «ἐν γῇ ἐρήμῳ καὶ ἀβάτῳ   καὶ ἀνύδρῳ», μέσα σὲ μία ποικίλη ἀθλιότητα τόσο ὑποκειμενικὴ ὅσο καὶ   ἀντικειμενική, ὥστε νὰ σωθεῖ τελικὰ καὶ νὰ λυτρωθεῖ. Ὑπάρχει ἄραγε ὁ   τρόπος αὐτός;
Ψάχνοντας   γιὰ κάποια ἄλλα θέματα βρήκαμε δύο διηγήσεις ἀνεξάρτητες τὴ μία ἀπὸ  τὴν  ἄλλη. Εἶναι γραμμένες σὲ ἐποχὲς ἐντελῶς διαφορετικὲς καὶ τὶς  χωρίζουν  κάπου 14 – 15 αἰῶνες. Ἀναφέρονται ὅμως σὲ παράλληλα γεγονότα  καὶ  ἐκπροσωποῦν δυὸ διαφορετικὲς τοποθετήσεις μπρὸς στὸ ἴδιο πρόβλημα.  Θὰ  λέγαμε πὼς ἀποκτοῦν μπαίνοντας παράλληλα ἕνα συμβολικὸ καὶ ὑπἐρχρονο   χαρακτῆρα καὶ θὰ εἶχαν πολλὰ νὰ μᾶς ποῦν γιὰ τὸ ζήτημα ποὺ μᾶς  ἀπασχολεῖ  ἐδῶ.
Νομίσαμε   διαβάζοντας τὶς διηγήσεις αὐτὲς πὼς ἡ παρουσίασἠ τους θὰ ἀποτελοῦσε   «εἰκονογραφημένη» συμβολὴ στὴν προσπάθεια ὑπερκεράσης τοῦ μοραλιστικοῦ   πνεύματος στὴν ἀντιμετὠπιση τῆς κρίσης τῶν καιρῶν μας. Γι’ αὐτὸ καὶ τὶς   ἀφήσαμε νὰ μιλήσουν μόνες τους. Εἴμαστε βέβαιοι πὼς ὁ φίλος ἀναγνώστης   εἶναι σὲ θέση νὰ βγάλει μόνος του τὰ ἀναγκαῖα συμπεράσματα διαβάζοντας   τὰ κείμενα ποὺ ἀκολουθοῦν, ὥστε νὰ περιττεύει: κάθε σχολιασμὸς τους,  ποὺ  θὰ ἦταν πολὺ κουραστικὸς καὶ ἀνιαρός.
Τὸ   πρῶτο κείμενο εἶναι γραμμένο πρωτότυπα στὰ ἀγγλικά. Ἡ ἔκτασή του ὅμως   εἶναι τόση ποὺ θὰ ἦταν ἀδύνατο νὰ μεταφερθεῖ ἐδῶ ὁλοκληρο, πρᾶγμά ποὺ   ὑπὸ ἄλλες συνθῆκες θὰ ἦταν προτιμότερο, γιατὶ ἐκτείνεται σὲ κάπου ἐξήντα   σελίδες βιβλίου. Ἐπιχειρήθηκε γι’ αὐτὸ μία συνόψή του μὲ ὅλη τὴν   ἐπιγνώση τῶν μειονεκτημάτων ποὺ ἀκολουθοῦν ἀτυχῶς τέτοιες συνόψεις.   Καταβλήθηκε ὅμως προσπάθεια νὰ μείνει ἀλώβητο τὸ πνεῦμα τοῦ κειμένου.   Ποιό εἶναι τὸ κείμενο αὐτό; Πρόκειται γιὰ μία νουβέλλα τοῦ  w. Somerset   Maugham ποὺ ἔχει τὸν τίτλο Rain. Ἡ νουβέλλα αὐτὴ περιλαμβάνεται στὴ   συλλογὴ The Trembling of a Leaf, ἔκδ. William Heinemann Lid, Melbourne,   London, Torondo 1956, σελ. 234 – 295. Ἡ νουβέλλα αὐτὴ θεωρήθηκε ὡς μία   ἀπὸ τὶς ὡραιότερες, ἂν ὄχι ἡ ὡραιοτέρη τῆς ἐποχῆς της (πρῶτες δεκαετίες   τοῦ αἰῶνας μας).
Τὸ   δεύτερο κείμενο περιλαμβάνεται στὴ συλλογὴ τοῦ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΥ ποὺ ἔχει   ἐκδοθεῖ ἀπὸ τὸν ἐκδοτικὸ οἶκο «ΑΣΤΗΡ» στὴν Ἀθῆνα τὸ 1970 μὲ ἐπιμέλεια   τοῦ γνωστοῦ Θεολόγου καὶ Λογοτέχνη Παντελῆ Πάσχου.
Α΄ ΒΡΟΧΗ
Ὁ   ντόκτωρ Μάκφαιλ, γιατρός, καὶ ἡ σύζυγός του συνταξιδεύουν μὲ τοὺς   Ντάβιντσονς, ἱεραποστόλους, γιὰ τὶς Φιλιππίνες. Ἂν καὶ ἀνήκουν σὲ δύο   διαφορετικοὺς κόσμους, ὅμως κάνουν καλὴ συντροφιά.
Ἡ   κα Ντάβιντσον εἶναι πιὸ κοινωνικὸς τύπος ἀπὸ τὸν ἄντρα της καὶ   ἐπικοινωνεῖ εὐκολότερα μὲ τοὺς καινούργιους φίλους της. Ἡ συζήτησή της,   βασικὰ μὲ τὸ γιατρό, στρέφεται κυρίως γύρω ἀπὸ τὸ ἔργο τους στὰ νησιὰ   ὅπου δουλεύουν ἐδῶ καὶ χρόνια.
–   Εὐτυχῶς, τόνιζε ἡ κα Ντάβιντσον, στὰ νησιὰ ποὺ δουλεύουμε  ἱεραποστολικὰ  δὲν ὑπάρχουν οἱ δυσκολίες ποὺ συναντάει κανένας στὰ νησιά  ποὺ μόλις  ἔχουμε περάσει. Μερικοὺς ποὺ ἀντιδροῦν στὸ ἔργο μας  βρίσκουμε τρόπους νὰ  τοὺς ἐξουδετερώνουμε καὶ νὰ τοὺς ἀναγκάζουμε νὰ  φύγουν μόνοι τους ἀπὸ  τὸν τόπο ἐκεῖνο. Τοὺς ἄλλους τοὺς κανονίζουμε  μετὰ εὔκολα.
Ἡ   περιοχὴ ποὺ ἐργάζονταν ἱεραποστολικὰ οἱ Ντάβιντσονς ἦταν μία συστάδα   νησιῶν στὰ βόρεια τῆς Σαμόα. Ἦταν ὅμως πολὺ μακριὰ τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο.   Γι’ αὐτὸ ὑποχρεωνόταν ὁ Ντάβιντσον νὰ ἀφήνει γιὰ μέρες τὸν ἱεραποστολικὸ   σταθμὸ στὰ χέρια τῆς γυναίκας του. Ὁ ἴδιος ἔκανε καὶ δουλειὰ γιατροῦ  μὲ  βάσῃ ἰατρικὲς γνώσεις ποὺ εἶχε ἀποκτήσει γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση  σχετικῶν  προβλημάτων στὸν τόπο ἐκεῖνο. Τὰ ἤθη τῶν ἰθαγενῶν ἐκεῖ κατὰ τὰ  λεγόμενα  τοῦ ἱεραποστολικοῦ ζευγαριοῦ, ἦταν πολὺ ἐλευθέρια καὶ κάποιες  συνήθειες  γύρω ἀπὸ τὸ γάμο ἦταν ἀδύνατο νὰ τὶς διηγηθεῖ ἡ κα  Ντάβιντσον στὸ  γιατρό. Τὶς διηγήθηκε στὴ γυναῖκα του καὶ ἐκείνη μετὰ  τοῦ τὶς μετάφερε.
–   Ἡ ἀηδία μας μπροστὰ στὴν ἔκλυση τῶν ἠθῶν ἦταν τόσο μεγάλη, ἔλεγε ἡ κα   Ντάβιντσον σὲ ἄλλη συζήτηση, ὥστε ἀναγκαστήκαμε γι’ αὐτὸ νὰ  σταματήσουμε  τοὺς χορούς, ποὺ καὶ οἱ ἴδιοι ἦταν ἀνήθικοι καὶ ὁδηγοῦσαν  στὴν  ἀνηθικότητα.
Μὲ   τὶς συζητήσεις αὐτὲς περνοῦσε σχεδὸν ἀπαρατήρητο τὸ ταξίδι καὶ νὰ ποὺ   ἔφταναν κιόλας στὸ λιμάνι ἑνὸς νησιοῦ, ὅπου θὰ ἔκαναν τὸν τελευταῖο  τους  σταθμὸ πρὶν ἀπὸ τὸ τέρμα. Τὸ λιμάνι ἔσφυζε ἀπὸ ζωὴ καὶ ἐξωτικὴ  ὀμορφιά.  Τοῦ γιατροῦ, ποὺ πρώτη φορὰ βρισκόταν στὰ μέρη ἐκεῖνα, ὅλα τοῦ  ἔκαναν  ἐντύπωση ἀλλὰ πρὸ πάντων θέματα ποὺ εἶχαν σχέση μὲ τὴ δουλειά  του, ὅπως  οἱ δερματικὲς ἀῤῥώστιες, π.χ. ἡ τρομερὴ καὶ ἀπαίσια  ἐλεφαντίαση, ἢ ὁ  τρόπος ἐμφάνισης τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων ποὺ φοροῦσαν ὅλο  κι ὅλο, ἄντρες  καὶ γυναῖκες, τὸ λάβα – λάβα, ἕνα περίζωμα τύπου μαγιὼ  μπικίνι. Στὰ νησιὰ μας, παρατήρησε ἡ κα Ντάβιντσον, κόψαμε τὴ συνήθειᾳ αὐτή. Ὑποχρεώσαμε τοὺς ἀνθρώπους νὰ φοροῦν ῥούχα σὰν τὰ δικά μας.
Τότε   γιὰ πρώτη φορὰ ἄρχισε να ἀνακατεύεται πιὸ αἰσθητὰ στὶς συζητήσεις  αὐτὲς  καὶ ὁ κ. Ντάβιντσον, ποὺ ἦταν ἀπὸ χαρακτῆρα σιωπηλὸς καὶ  σκυθρωπὸς καὶ  μὲ καταδεκτικότητα ποὺ φαινόταν φτιαχτή, ἐπειδὴ τὴν  ἐπέβαλε ἡ  χριστιανική του ἰδιότητα. Στὴν ὅλη ἀσκητικὴ μᾶλλον, ἐμφάνισή  του, ποὺ  ἔδινε ἐντύπωση πιὸ πολὺ πεθαμένου παρὰ ζωντανοῦ, ἔδιναν  ἰδιαίτερο τόνο  αἰσθησιακά του χείλη καὶ ἡ αἴσθηση μιᾶς κάποιας φωτιᾶς  καταπιεσμένης  μέσα του. Γενικὰ δὲν φαινόταν ἄνθρωπος ποὺ θὰ μποροῦσε να  ἀποκτήσει  κανένας οἰκειότητα μαζὶ του.
Ὁ   Ντάβιντσον ἐρχόταν μὲ δυσάρεστα νέα. Εἶχαν ἀνακαλύψει, εἶπε, μία   περίπτωση ἱλαρᾶς στὸ πλοῖο καὶ οἱ ἀρχὲς ἦταν ὑποχρεωμένες νὰ ὑποβάλουν   τοὺς ταξιδιῶτες σὲ καραντίνα γιὰ καμμιὰ δεκαπενταριὰ μέρες. Ὁ ἴδιος ὅμως   τὰ κατάφερε, εἶπε, νὰ τακτοποιηθοῦν σὲ κάποιο σπίτι κοντὰ στὸ λιμάνι   ὥσπου νὰ τελειώσει ἡ καραντίνα.
Πραγματικὰ   ἐγκαταστάθηκαν στὸ ἐπάνω πάτωμα κάποιου σπιτιοῦ, ὄχι βέβαια τόσο   βολικοῦ ἀλλὰ πάντως καλοῦ γιὰ τὴν περίσταση. Γιὰ ὄχι καλὴ τους τύχη ὅμως   παζάρευε τὸ ἰσόγειο μία κάποια μις Τόμσον, ποὺ ἡ κακογουστη κομψότητά   της καὶ ἡ ὅλη συμπεριφορά της μαρτυροῦσε ἐλευθεριότητα σὲ ὅλες τὶς   ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς. Πρέπει νὰ μὴν ἦταν καλὴ γυναῖκα.
Τὸ   βράδυ στὸ τσάι ὁ κ. Ντάβιντσον διηγήθηκε πὼς δούλευε ἀνάμεσα στοὺς   ἰθαγενεῖς καὶ μὲ ποιὲς δυσκολίες εἶχε νὰ παλέψει αὐτὸς καὶ ἡ γυναίκα   του. Ἦταν ὅμως ἀποφασισμένοι, ἔλεγε, νὰ κάνουν τοὺς ἰθαγενεῖς   χριστιανούς, τὸ ἤθελαν δεν τὸ ἤθελαν. Τὸ βασικό τους πρόβλημα, συνέχισε,   ἦταν πὼς νὰ κάνουν τοὺς ἰθαγενεῖς νὰ ἀποκτήσουν συναίσθηση τῆς   ἁμαρτίας. Ἐπειδὴ τὸ μάθημα αὐτὸ ἦταν δύσκολο, κατέληξαν στὴν ἐπιβολὴ καὶ   εἰδικὴ ταρίφα μὲ πρόστιμα γιὰ κάθε παράβαση.
Μὰ δὲν ἀντιδροῦσαν; παρατήρησε ὁ γιατρός.
Ἀντιδροῦσαν   βέβαια, ἀλλὰ τί νὰ κάνουν; Τοὺς εἶχα στὸ χέρι. Ἂν τοὺς ἔδιωχνα ἀπὸ τὴν   ἐκκλησία, ἔχαναν τὸ ψωμί τους. Δὲν μποροῦσαν νὰ πουλήσουν τὰ προϊόντα   τους. Καὶ ὅσοι ψάρευαν, δὲν εἶχαν μερίδιο στὴν ψαριά. Αὐτὸ σήμαινε  σωστὴ  καταδίκη τους σὲ λιμοκτονία. Ἀλλὰ τελικὰ ὑποτάχθηκαν. Ὑπῆρχαν καὶ   κάποιοι λευκοὶ ποὺ θέλησαν νὰ ἀντιδράσουν, ἀλλὰ καὶ αὐτοὺς τοὺς   ἐξουδετερώσαμε. Ἕνας δανέζος π.χ., πολὺ πλούσιος, ἀντέδρασε στὴν ἀρχή.   Γρήγορα ὅμως τὸν γονατίσαμε. Χρεοκόπησε  καὶ στὸ τέλος ἀναγκάστηκε νὰ   ζητήσει ταπεινωμένος καὶ πάμφτωχος τὰ ναῦλα του νὰ φύγει στὴν Αὐστραλία.
Τὴ   συζήτησή τους τὴ διέκοψε ἕνας ἀκαθόριστος, ἀλλὰ ἔντονος θόρυβος ἀπὸ   κάτω. Ὅσο πήγαινε ὅμως ὅλο καὶ δυνάμωνε. Προφανῶς ἡ μις Τόμσον   διασκέδαζε μὲ τοὺς φίλους της. Αὐτὸ ἔγινε καὶ ἄλλες βραδιές, ἀλλὰ κάθε   φορὰ πιὸ ἔντονα καὶ πιὸ προκλητικά. Γινόταν προφανῶς ὀργιαστικὲς   συναντήσεις ἐκεῖ κάτω ….
Τὸ   γεγονὸς αὐτὸ ἔκανε τὸν Ντάβιντσον νὰ θυμηθεῖ πὼς ἡ Τόμσον εἶχε ἀνεβεῖ   στὸ καράβι ἀπὸ ἕνα νησὶ ὅπου ἡ διαφθορὰ ἔδινε καὶ ἔπαιρνε καὶ ὅπου οἱ   ἀρχὲς εἶχαν κατορθώσει μόλις τότε νὰ κλείσουν ὅλα τὰ κακόφημα κέντρα καὶ   δυσῶνυμους οἴκους. Αὐτὸ ἔλεγε πολλὰ γι’ αὐτὴν καὶ τὸ ποιόν της. Ὅταν  τὸ  συνειδητοποίησε αὐτὸ ὁ Ντάβιντσον, ἔγινε θηρίο. Μὲ τὴν πρώτη  εὐκαιρία  ποὺ ἄρχισε καὶ πάλι τὸ γλέντι κάτω πετάχθηκε ὡς ἐκεῖ φορτσάτος  μὲ τὴν  πρόθεση νὰ τὸ διαλύσει ὁριστικά, ἀλλὰ τὸν πέταξαν ἀπ’ ἐκεῖ  κακὴν κακῶς.  Ὅμως αὐτὸς δὲν τὸ ἔβαλε κάτω.
Θὰ   τὸ πληρώσει ἀκριβὰ αὐτό ποὺ ἔκανε τοῦ ἄντρα μου ἡ προκομμένη, ἔλεγε  καὶ  ξανάλεγε ἡ κα Ντάβιντσον. Ὁ ἄνδρας μου ἔχει θαυμάσια καρδιά, ἀλλὰ  δὲν  ἔχει ἔλεος γιὰ τὴν ἁμαρτία κι ὅταν ἡ ὀργή του ξεσπάσει …
Ὁ   Ντάβιντσον ξαναζήτησε νὰ ἱδεῖ τὴν Τόμσον μὲ τὴ σκέψη νὰ τὴν κάνει νὰ   μετανοήσει, ἀλλὰ τίποτε. Ἐκείνη τὸ χαβᾶ της. Ὅμως αὐτὸς εἶχε τὴ δύναμη   νὰ τὴν γονατίσει. Ὑποχρέωσε πρῶτα πρῶτα τὸν ἰδιοκτήτη τοῦ σπιτιοῦ νὰ   ἀπαγορεύσει στὴν Τόμσον νὰ χρησιμοποιήσει τὸ γραμμόφωνό της καὶ νὰ   δέχεται ξένους στὸ δωμάτιό της. Γιὰ τὴν ἴδια ἄρχιζε τώρα ἕνα ψυχωλογικὸ   μαρτύριο, γιατὶ ἔβλεπε πόση δύναμη εἶχε στὰ χέρια του ὁ Ντάβιντσον, ποὺ   τὰ  ἀδιάκοπα πήγαινε –  ἔλα στοῦ κυβερνήτη τοῦ νησιοῦ καὶ δὲν ἤξερε τί   τῆς μαγειρεύει. Καὶ φαινόταν πιὰ καθαρά πὼς οἱ ἀπειλές του δὲν ἦταν   κούφια λόγια.
Μία   μέρα ἡ Τόμσον μπῆκε ξαφνικὰ στὴν τραπεζαρία, ὅπου ἔτρωγαν οἱ τέσσερεις   φίλοι καὶ ἔλουσε τὸν Ντάβιντσον μὲ τὶς πιὸ αἰσχρὲς βρισιές. Ἐκεῖνος  ὅμως  δὲν ἔχασε τὴν ψυχραιμία του. Τῆς εἶπε μόνο πὼς μέσα σὲ λίγες μέρες  τὸ  καράβι, ποὺ θὰ ἐρχόταν μὲ κατεύθυνση ἀντίθετη ἀπὸ τὴ δική τους μὲ   προορισμό του τὴν Ἀμερική, θὰ τὴν παραλάμβανε γιὰ νὰ τὴν ἀφήσει στὸ Σὰν-   Φραγκίσκο. Αὐτὸ τὴν ἀφόπλισε. Ἔχασε τὸ χρῶμα της καὶ ἔγινε ἄσπρη σὰν   πανί. Τὸ χτύπημα αὐτὸ τῆς ἤταν πιὸ δυνατὸ ἀπὸ ὅ,τι θὰ μποροῦσε νὰ   ἀντέξει. Ἔκανε μεταβολὴ καὶ ἔφυγε ἀμέσως.
Ὁ   Ντάβιντσον ἐξήγησε, μόλις ἐκείνη ἔφυγε, πὼς ἀπείλησε τὸν κυβερνήτῃ ὅτι   θὰ ἐνεργοῦσε νὰ χάσει τὴν θέση του – καὶ εἶχε γι’ αὐτὸ ὅλη τὴ δύναμη   στὴν Οὐάσιγκτον – ἂν δὲν ἔκανε τὸ χρέος του. Καὶ τὸ χρέος του ἦταν τὴ   στιγμὴ αὐτὴ νὰ διώξει τὴν Τόμσον στὴν Ἀμερική.
Ἄδικα   τὸν παρακάλεσε ὁ γιατρός, στὸν ὁποῖο κατέφυγε πάνω στὴν ἀπελπισία της ἡ   Τόμσον, νὰ ἀλλάξει γνώμη καὶ νὰ μὴ στείλει τὴν κοπέλλα πίσω στὴν   Ἀμερική, ποὺ ἐκείνη τὴ φοβόταν πάρα πολύ, ποιὸς ξέρει γιατί. Ὁ   Ντάβιντσον δὲν ἔδειξε νὰ ὑποχωρεῖ οὔτε γιὰ λίγο. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ   κυβερνήτης, στὸν ὁποῖο πῆγε μετὰ τὴν ἀποτυχία του νὰ πείσει τὸ   Ντάβιντσον. Οἱ ἀποτυχίες τοῦ γιατροῦ γονάτισαν κυριολεκτικὰ τὴν Τόμσον.   Ἀναγκάστηκε νὰ ζητήσει ταπεινωμένη πιὰ καὶ ἐξευτελισμένη συγγνώμην ἀπὸ   τὸν Ντάβιντσον. Καὶ γονατισμένη καὶ κλαίοντας τὸν παρακάλεσε μὲ τρόπο   ποὺ θὰ λύγιζε ὁποιονδήποτε ἄλλον νὰ μὴν τὴν ξαναστείλει στὸ Σὰν –   Φραγκίσκο. Ἐκεῖνος δὲν δυσκολεύτηκε νὰ μαντέψει τὸ γιατί.
Ὥστε φοβᾶσαι τὸ Σὰν Φραγκίσκο ἐξαιτίας τοῦ ἀναμορφωτηρίου ἔ;
‘Ἀχ   μὴ μὲ στέλνετε ἐκεῖ, μὴ μὲ στέλνετε ἐκεῖ, ξεφώνισε ἐκείνη μὲ κλάματα   ἀσυγκράτητα. Εἶναι ἀλήθειά πὼς ὑπῆρξα πρόστυχη γυναῖκα. Καὶ εἶναι πάλι   ἀλήθειά πὼς οἱ ἀρχὲς ἦταν νὰ μὲ στείλουν ἐκεῖ καὶ τὸ ἔσκασα τὴν   τελευταία στιγμή. Ἄ μοῦ ἔρχεται τρέλλα καὶ μὲ μόνη τὴ σκέψη πὼς μπορεῖ   νὰ κλειστῶ στὴν ἀπαίσια ἐκείνη κόλασῃ. Σᾶς ἱκετεύω σὲ ὅ,τι ἱερὸ καὶ ὅσιο   ἔχετε, μὴ μὲ στείλετε στὸν τόπο ἐκεῖνο τοῦ βασανισμοῦ! Μὴ μὲ στείλετε!   Θὰ ἀλλάξω ζωή. Σᾶς τὸ  ὑπόσχομαι. Θὰ κάνω ὅ,τι μοῦ πεῖτε. Μόνο μὴ μὲ   ῥίξετε στὸ φριχτὸ ἐκεῖνο τόπο! Δὲ θὰ τὸ ἀντέξω ….
Ἦταν τόση ἡ κατάπτωσή της, ποὺ καὶ ὁ πιὸ ἀδυσώπητος θὰ λύγιζε ἴσως στὸ θέαμα ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ εἶχε γίνει σωστὸ κουρέλι.
Στὶς   παρακλήσεις τῆς Τόμσον προστέθηκαν καὶ οἱ παρακλήσεις τοῦ γιατρού ποὺ   τὴν εἶχε καταλυπηθεῖ. Ἀλλὰ ὁ Ντάβιντσον ἔμεινε ἀσυγκίνητος.
–   Εἶναι, εἶπε, μία θαυμάσια εὐκαιρία νὰ μετανοήσει, νὰ γυρίσει στὸ δρόμο   τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ δεχτεῖ καὶ νὰ ἀγαπήσει τὴν τιμωρία της ποὺ θὰ τὴν   ἐξιλεώσει. Εἶναι γι’ αὐτὸ ἀνάγκη νὰ φύγει γιὰ τὸ Σὰν – Φραγκίσκο, ὅπου   ὑπάρχει ἡ θέση ποὺ τῆς πρέπει.
Ἡ   Τόμσον ἔβγαλε μίαν ἄναρθρη κραυγή ποὺ ἔμοιαζε περισσότερο ἀγρίου ζῴου   παρὰ ἀνθρώπου καὶ ἔπεσε στὸ πάτωμα χτυπώντας τὸ κεφάλι της μὲ μανία. Ὁ   γιατρὸς τὴν ὁδήγησε στὸ δωμάτιό της καὶ τῆς ἔδωσε καὶ κάτι γιὰ νὰ   ἠρεμήσει. Ξαναγυρίζοντας κοντὰ στοὺς ἄλλους τοὺς βρῆκε γονατιστοὺς νὰ   προσεύχονται γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς τῆς Τόμσον. Γονάτισε κι αὐτὸς   χωρὶς νὰ τὸ θέλει γιατὶ δὲν πίστευε, ἀλλὰ ἡ δύναμη ἐπιβολῆς τοῦ   Ντάβιντσον τοῦ ἦταν ἀκατανίκητη. Ὁ Ντάβιντσον προσευχόταν μὲ μανία,   θαῤῥεῖς, καὶ μὲ μία ἄγρια εὐγλωττία ποὺ ἔκανε τὸ γιατρὸ νὰ τρέμει   σύγκορμος.
Ἡ   Τόμσον ζήτησε τελικὰ νὰ ἰδεῖ τὸ Ντάβιντσον στὸ δωμάτιό της. Ἐκεῖνος τὸ   θεώρησε αὐτὸ νίκη τῆς προσευχῆς του καὶ προσωπική του ἐπιτυχία. Ἔτσι   ἄρχισε νὰ πηγαίνει κάθε μέρα σ’ ἐκείνη καὶ νὰ διαθέτει ὅλον τὸν καιρό   του διαβάζοντας μαζὶ της τὴ Βίβλο καὶ κάνοντας προσευχὴ γιὰ τὴ σωτηρίᾳ   της. Ἔμενε ἐκεῖ ὥσπου δὲν ἄντεχε πιὰ ἄλλο. Ἀργά, πολὺ ἀργὰ τὸ βραδὺ   γύριζε κατάκοπος στὸ δωμάτιό του, ὅπου τὸν περίμενε ἡ ἀνήσυχη γυναῖκα   του. Ὁ ἴδιος ὅμως ἦταν εὐχαριστημένος γιατί, ἔλεγε, ἡ Τόμσον μπῆκε γιὰ   καλὰ στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας καὶ εἶχε ἀναγεννηθεῖ. Τώρα ἦταν κατάλευκη ἡ   ψυχή της σὰν τὸ χιόνι καὶ ἀθῴα σὰν περιστερά.
–   Καὶ ἔχετε λοιπὸν καρδιὰ νὰ τὴ στείλετε στὸ ἀπαίσιο ἐκεῖνο   ἀναμορφωτήριο, ῥώτησε κατασκανδαλισμένος ὁ γιατρὸς τὸ Ντάβιντσον, ὅταν   τὰ ἔλεγε αὐτά.
–   Μὰ δὲ τὸ καταλαβαίνετε; Ἁμάρτησε. Πρέπει νὰ πληρώσει. Ξέρω τί τὴν   περιμένει. Θὰ πεινάσει, θὰ τυραγνιστεῖ. Θὰ ἐξευτελισθεῖ. Θὰ ὑποφέρει τὰ   πάνδινα. Τί σημασία ὅμως ἔχουν ὅλα αὐτά; Θὰ πρέπει νὰ τὰ δεχτεῖ μὲ τὴν   καρδιά της ὡς θυσία στὸ Θεὸ γιὰ τὰ ἁμαρτήματά της, ὡς ἀπόδειξῃ τῆς   μετανοίας της. Ἐγὼ προσεύχομαι στὸ Θεὸ νὰ βάλει στὴν καρδιά της τόσο   σφοδρὴ τὴν ἐπιθυμία νὰ τιμωρηθεῖ, ὥστε κι ἂν τελικὰ τῆς προσφερόταν ἡ   δυνατότητα νὰ μὴν πάει ἐκεῖ, νὰ μὴ τὸ δεχόταν αὐτὸ ἡ ἴδια.
Ὁ   γιατρὸς ἔμεινε ἄναυδος μπρὸς στὴ σκληρότητα τοῦ ἱεραποστόλου ποὺ μὲ   μανία ἐπέμενε τόσο πολὺ στὴν τιμωρία της ἐνῶ ὁ ἴδιος εἶχε ἀκούσει πὼς ὁ   Θεὸς τῶν χριστιανῶν ἦταν Θεὸς τῆς ἀγάπης καὶ συγχωρεῖ ὅσους μετανοοῦν   καὶ ζητοῦν τὸ ἔλεός του. Ὁ Νοῦς του πῆγε στὸν μεσαίωνα καὶ κάτι Ἱερὲς   Ἐξετάσεις …..
Οἱ   μέρες ποὺ περνούσαν ἦταν ἰδιαίτερα δύσκολες γιὰ τὴ φτωχὴ ἐκείνη   γυναῖκα. Ζοῦσε σὲ μία κατάσταση παραφύση διέγερσης.  Ἐμοιαζε μὲ θῦμα ποὺ   τὸ ἑτοίμαζαν γιὰ ἄγριες εἰδωλολατρικὲς ἱεροτελεστίες. Ὁ τρόμος τὴν  εἶχε  ναρκώσει. Ἔνιωθε τὴν ἀνάγκη νὰ βλέπει ὅλο καὶ πιὸ πολὺ τὸν  Ντάβτνσον μὲ  τὴν ἀκατανικήτη ἐκείνη ἔλξη ποὺ συνδέει μὲ κάποιον  μυστηριώδη τρόπο  θῦμα καὶ θήτη, μὲ τὸ ἀμοιβαῖο ἐκεῖνο μῖσος ποὺ τοὺς  τραβάει καὶ τοὺς δυὸ  τὸν ἕνα κοντὰ στὸν ἄλλο ἀδυσώπητα, μοιραῖα,  ἀναπόφευκτα. Τὶς  περισσότερες φορὲς ἔβγαζε δυνατὲς ἄναρθρες κραυγὲς ἢ  διάβαζε φωναχτὰ τὴ  Βίβλο. Ἄλλοτε πάλι ἔμενε ἀπαθὴς καὶ ἄφωνη γιὰ ὦρες  πολλές. Τότε πρὸ  πάντων ἔβλεπε τὸ μαρτύριο ποὺ τὴν περίμενε στὶς  φυλακὲς ποὺ μισοῦσε ὅσο  ποτὲ ἄλλοτε καὶ τὶς ἔνιωθε παρόλο τοῦτο ὡς μία  δυνατὴ διέξοδο ἀπὸ τὸ  ἀφόρητο αὐτὸ σφίξιμο ποὺ τὴν θανάτωνε λίγο λίγο.  Ὄχι δὲν θὰ μποροῦσε πιὰ  νὰ ὑπομείνει ἄλλο τὴν τρομοκρατία ποὺ ἦταν θῦμα  της.
Ἀπασχολημένη   ἡ Τόμσον μὲ τὶς ἁμαρτίες της, σύμφωνα μὲ ὅ,τι τῆς ἔλεγε κάθε μέρα ὁ   Ντάβιντσον, εἶχε ἐντελῶς παραμελήσει τὸν ἑαυτὸ της. Τριγύριζε στὸ   δωμάτιό της ἀκατάστατη, ἀχτένιστη, ἄπλυτη, μὲ τὸ νυχτικὸ της. Τὸ ἴδιο   ἀκατάστατο ἔμενε καὶ τὸ δωμάτιο της. Καὶ τὴν ὅλη κατάσταση τὴν ἔκανε   ἐντελῶς ἀνυπόφορη ἡ ἀδιάκοπη βροχή ποὺ ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ ἄρχισε τὸ   θλιβερὸ ἐπεισόδιο δὲν ἔλεγε νὰ σταματήσει. Ἀποτελοῦσε, λές, τὸ πιὸ   μελαγχολικὸ περίγραμμά του διαποτίζοντας κατὰ τρόπον ἀπαίσιο ὅλα τὰ   γεγονότα, φτάνοντας ὡς τὴν ἴδια τὴν ψυχή. Ἡ ἀδιακόπη καὶ ῥαγδαία βροχὴ   φαινόταν σὰν νὰ εἶχε κι αὐτὴ συνομωτήσει εἰς βάρος τῶν ψυχῶν. Τὸ ἄφθονο   νερὸ της χυνόταν ἀλύπητα καὶ χωρὶς σωσμὸ σὰν ἀπὸ ἀσκὶ καὶ χτυποῦσε τὶς   λαμαρίνες, ποὺ ἀντηχοῦσαν μὲ τρόπο ποὺ σὲ τρέλλαινε. Ὅλα εἶχαν γίνει   ὑγρὰ καὶ γλοιώδη. Μούχλα σκέπαζε τοὺς τοίχους τὸ πάτωμα καὶ τὰ παπούτσια   ποὺ ἦταν ῥιγμένα πάνω σ’ αὐτὸ καὶ προχωροῦσε ὡς μέσα στὸ μεδούλι τῶν   ὀστῶν. Καὶ στῆς νύχτας τὴν κατάκοπη ἀγρυπνία ἀκουόταν ὁ ἀδιάκοπος βόμβος   τοῦ θυμωμένου τραγουδιοῦ τῶν κουνουπιῶν ποὺ συνωστιζόταν ἀγριεμένα καὶ   αὐτὰ στὸ δίχτυ τῶν παραθυριῶν.
Περίμεναν   γι’ αὐτὸ κατάκοποι ὅλοι τὴν ὥρα ποὺ θὰ ἐρχόταν τὸ καράβι γιὰ νὰ πάρει   τὴν Τόμσον καὶ θὰ ἔπαιρνε ἐπὶ τέλους μία λύσῃ, τὸ δρᾶμα ποὺ παιζόταν   γύρω τους καὶ μέσα τους. Καὶ ὁ ἴδιος ὁ γιατρός ποὺ εἶχε θελήσει νὰ   βοηθήσει τὴν Τόμσον χωρὶς ὅμως ἀποτέλεσμα, ἔνιωθε νὰ ἐκμηδενίζονται μέσα   του ὁ οἶκτος γι’ αὐτὴν καὶ ἡ ἀγανάκτηση καὶ ἡ δυσαρέσκειά του γιὰ τὸν   Ντάβιντσον μπρὸς στὴν ἐπιθυμία του νὰ μὴ βλέπει τὴ δύστυχη ἐκείνη   γυναῖκα. Καὶ ἡ ὥρα ἔφτανε πιά. Τὰ ψέματα τελείωναν. Τὴν ἑπομένη, κιόλας   μέρα ἔφτανε τὸ καράβι, τοὺς εἶπε ἕνας ὑπάλληλος τοῦ κυβερνείου ποὺ θὰ   ὁδηγοῦσε τὴν Τόμσον σ’ αὐτὸ γιὰ νὰ τὴν παραδώσει γιὰ μεταφορὰ στὸ   ἀναμορφωτήριο τοῦ Σὰν – Φραγκίσκο. Θὰ πήγαινε βέβαια μαζί της ὡς τὸ   καράβι καὶ ὁ Ντάβιντσον.
Ὁ γιατρὸς ἀποκαμωμένος ἀπὸ ὅλη τὴν ἱστορία αὐτὴ ἔπεσε τὸ βράδυ νὰ κοιμηθεῖ.
– Αὔριο τελειώνουν πιὰ ὅλα, εἶπε, πέφτοντας, στὴ γυναῖκα του. Ὁ ὕπνος βαθύτερος ἀπὸ κάθε ἄλλη φορὰ τὸν ἀποκάρωσε ….
Ἦταν   βαθιὰ χαράματα, ὅταν ὁ γιατρὸς ἔνιωσε κάποιον νὰ τὸν τραβάει ἀπὸ τὸ   χέρι. Ἦταν ὁ σπιτονοικοκύρης του. Μὲ τὸ δάχτυλο στὸ στόμα ἐκεῖνος γιὰ νὰ   μὴ φωνάξει τοῦ ἔκανε νόημα νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ δωμάτιο. Τὸ βλέμμα του ἦταν   ἀνήσυχο καὶ ἀγριεμένο. Τὸ ὕφος του πρόδιδε μεγάλο φόβο.
Μὴν   κάνετε θόρυβο, ψιθύρισε. Ντυθῆτε μόνο γρήγορα καὶ ἀκολουθῆστε με. Ὁ   γιατρὸς ντύθηκε ὅπως – ὅπως καὶ τὸν ἀκολούθησε νομίζοντας πὼς κάτι εἶχε   συμβεῖ στὴν Τόμσον. Ἀλλὰ δὲν πῆγαν πρὸς τὰ ἐκεῖ. Ὁ νοικοκύρης του ἀλλοῦ   τὸν ὁδηγοῦσε. Βγῆκαν ἔξω καὶ τράβηξαν πρὸς τὴν ἀκτή. Ἐκεῖ μία ὁμάδα   ἰθαγενῶν ἦταν συγκεντρωμένη γύρω ἀπὸ κάτι ποὺ δὲν διακρινόταν καθαρὰ στὸ   σύθαμπο τῆς αὐγῆς. Οἱ ἄνθρωποι ἔκαναν τόπο στὸν γιατρὸ ποὺ μᾶλλον τὸν   ἔσπρωχνε ὁ νοικοκύρης του παρὰ προχωροῦσε μόνος του. Καὶ τότε βρέθηκε   μπροστὰ σ’ ἕνα ἀπρόσμενο θέαμα. Τὸ σκοτεινὸ καὶ ἀκαθόριστο ἐκεῖνο   ἀντικείμενο ἦταν τὸ πτῶμα τοῦ Ντάβιντσον! Ὁ γιατρὸς γονάτισε κάτω χωρὶς   νὰ χάσει τὸν καιρὸ καὶ ἀναποδογύρισε τὸ πτῶμα. Ὁ λαιμὸς του ἦταν   κομμένος μὲ ξυράφι ἀπὸ τὸ ἕνα αὐτὶ ὡς τὸ ἄλλο. Στὸ δεξί του χέρι   βρισκόταν τὸ ξυράφι ποὺ μ’ αὐτὸ εἶχε κοπεῖ, ποιὸς ξέρει πῶς καὶ ὑπὸ   ποιὲς συνθῆκες.
Εἶναι   κρύος εἶπε ὁ γιατρός. Πρέπει νὰ πέθανε ἀπὸ ὥρα. Νὰ πάει κάποιος  γρήγορα  νὰ εἰδοποιήσει τὴν ἀστυνομία. Ὁ νεκρὸς νὰ μείνει ἐδῶ ὅπως  εἶναι,  διάταξε, ὥσπου νά ῥθοῦν.
Γυρίζοντας   πίσω ὁ γιατρὸς βρῆκε ξύπνια καὶ ἀνήσυχη τὴ γυναῖκα του καὶ τῆς ἐξήγησε   τί εἶχε συμβεῖ. Καὶ τὴν ἔστειλε παρὰ τὶς ἀντιῤῥήσεις της νὰ  πληροφορήσει  τὴν κα Ντάβιντσον γιὰ τὸ συμβάν.
Ἐκείνη   ἀνήσυχη ποὺ δὲν εἶχε ἔρθει ἀκόμα ὁ ἄντρας της, ἔμενε ἄγρυπνη   περιμένοντάς τον. Ἄκουσε τὸ τρομερὸ νέο χωρὶς νὰ βγάλει ἄχνα. Συνοδεία   μὲ τὸ γιατρὸ καὶ τὴ γυναίκα του πῆγε ὡς τὸ νεκροτομεῖο, ὅπου στὸ μεταξὺ   μεταφέρθηκε ὁ ἄνδρας της. Μπῆκε μέσα μόνη της. Σὲ λίγο ξαναγύρισε καὶ   ἔφυγαν γιὰ τὸ σπίτι χωρὶς νὰ ἀνταλλάξουν πολλὲς κουβέντες. Ἡ φωνὴ της   εἶχε γίνει σκληρὴ καὶ ἀλύγιστη. Τὸ βλέμμα της ἦταν ἀκατανόητο καὶ ἡ ὄψη   της ὠχρὴ καὶ βλοσυρή.
Προχωροῦσαν σιωπηλοί, γιὰ νὰ μποῦν στὸ σπίτι.  Ἐκεῖ  ἄκουσαν ἕνα ἀπίστευτο γιὰ τὴ στιγμὴ ἐκείνη θόρυβο. Τὸ σταματημένο  μέρες  τώρα γραμμόφωνο ἔπαιζε ἀδιάκοπα βαριὰ καὶ τραχιά. Ἡ Τόμσον  στεκόταν στὴ  πόρτα της φλυαρώντας μὲ κάποιο ναυτικό. Ἡ μεταβολή ποὺ  ἔγινε ἐπάνω της  κάτι τὸ ἀπίστευτο. Δὲν ἦταν πιὰ τὸ ῥάκος τῶν τελευταίων  ἡμερῶν, ἡ  ζαρωμένη καὶ καταφοβισμένη σκλάβα ποὺ ἔκλαιγε ταὴ μοίρα της  τὴν  ἀδυσώπητη. Ἦταν ντυμένη τὸ ἄσπρο της φόρεμα καὶ εἶχε ἐπάνω της ὅλα  της  τὰ στολίδια. Φοροῦσε γυαλιστερὲς μπότες καὶ εἶχε στὰ χοντρὰ της  πόδιά  τὶς βαμβακερὲς της κάλτσες. Τὰ μαλλιά της ἦταν χτενισμένα μὲ  περισσὴ  φροντίδα καὶ εἶχε τὸ καπέλλο της κατάφορτο λουλούδια. Ἡ ὄψη της  ἦταν  μακιγιαρισμένη, τὰ φρύδια της βαμμένα τολμηρὰ μαῦρα καὶ τὰ χείλη  της  κατακόκκινα ἀπὸ περίσσιο κραγιόν. Τὸ ἀνάστημά της ὁλόρθο σὰ λαμπάδα   ἔδειχνε ὅλη της τὴν κοκεταρία, ὅπως ἀκριβῶς τὴν πρώτη μέρα ποὺ  πρωτόρθε.  Καὶ ὅταν ἡ Ντάβιντσον πέρασε ἀπὸ μπροστά της καὶ ἄθελά της  σταμάτησε  βλέποντάς την, ἐκείνη μάζεψε ὅλο της τὸ σάλιο καὶ τὴν ἔφτυσε  κατάμουτρα  μὲ ὅλη της τὴν μανία. Ἡ Ντάβιντσον ζάρωσε καὶ δυὸ κόκκινες  κηλῖδες  φάνηκαν στὰ μάγουλά της. Μετὰ σκεπάζοντας τὸ προσωπό της ἔτρεξε   ἀνεβαίνοντας τὶς σκάλες. Ὁ γιατρὸς ἔνοιωσε προσωπικὰ προσβεβλημένος.   Ἔσπρωξε τὴν Τόμσον στὸ δωμάτιὸ της.
Τὶ   στὴ ὀργὴ κάνετε; Τῆς φώναξε θυμωμένος. Σταματῆστε ἐπὶ τέλους τὸ   καταραμένο αὐτὸ μηχάνημα! Καὶ προχωρώντας πῆγε καὶ τὸ ἔκλεισε ὁ ἴδιος.
Πῶς   μπορεῖτε, γιατρέ, φώναξε ἐκείνη μὲ τὴ σειρά της ἀγριεμένη, νὰ κάνετε   τέτοιες ἀνοησίες σὲ μένα;
Τὶ στὴν κατάρα θέλετε στὸ δωμάτιό μου;
Τὶ ἐννοεῖτε; Ῥώτησε ἐκεῖνος.
Ἐκείνη   σφίχτηκε γιὰ λίγο. Κανένας δὲν θὰ μποροῦσε νὰ περιγράψει τὴ χλεύη ποὺ   εἶχε ἡ ἔκφρασή της ἢ τὴν ὅλη περιφρονήση καὶ μῖσος ἀπάντησή της.
Ἄντρες, γρύλισε, ἄντρες! Βρωμερὰ καὶ ἄθλια γουρούνια! Ὅλοι σας εἶστε ἴδιοι, ὅλοι σας! Γουρούνια! Γουρουνιαααα!
Ὁ γιατρὸς ἔμεινε ἀποσβολωμένος μπρὸς στὸν ἀπροσδόκητο αὐτὸν καταιγισμὸ μίσους, ἐμπάθειας καὶ περιφρόνησης. Κατάλαβε ……
Β΄ ΠΑΗΣΙΑ
Στὰ   χρόνια τὰ παλιὰ (ἀλλὰ καὶ σήμερα!) ἀνθοφοροῦσε κρίνα ψυχῶν ἡ ἔρημος ἡ   ἄγρια καὶ ἀφιλόξενη. Ἡ ἱερὴ καρδιὰ τῶν παιδιῶν της φλέγονταν ἀπὸ τῇ  θείᾳ  καὶ πύρινη ἀγάπη. Γιὰ ὅλους. Ἰδιαίτερα ὅμως γιὰ τὴν Παησία. Ἁγνὴ  ψυχὴ ἡ  Παησία. Ἀπὸ μικρὴ παιδούλα ἔβλεπε σεβάσμιους γέροντες ἐρημῖτες  νὰ  περνοῦν ἀπὸ τὸ σπιτικό της, ὅπου τοὺς δέχονταν τὰ γονικά της μὲ  σέβαση  καὶ ἀγάπη πολλή, ὅπως ἄλλωστε καὶ τοὺς ἔπρεπε. Καὶ ἐνιωθε κι  αὐτὴ τὸ  ἴδιο ὅπως καὶ οἱ γονεῖς της γιὰ τοὺς ἁγίους ἐκείνους Γέροντες.  Τόσος  μάλιστα ἦταν ὁ σεβασμὸς καὶ ἡ ὑπολήψη που ἐνιωθε γι’ αὐτούς, ποὺ  ὅταν  πεθάνανε κι οἱ δυὸ γονεῖς της ἀποφάσισε νὰ κάνει τὸ σπίτι της   «ξενοδοχεῖον εἰς λόγον τῶν Πατέρων τῆς Σκήτεως», γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ   δέχεται τοὺς ἁγίους ὁδοιπόρους ποὺ τύχαινε νὰ περνοῦν κατάκοποι ἀπ’ ἐκεῖ   εἴτε καθὼς πορεύονταν στὸν κόσμο γιὰ ἐπείγουσες ὑποθέσεις τους εἴτε   γυρνώντας ἀπ’ αὐτὸν καὶ ἐπιστρέφοντας στὴν ἔρημό τους, ἀνάλογα κατά πῶς ἡ   χρεία τὸ καλοῦσε.
Ἄπειρη ὅμως ὅπως ἤτανε ἡ Παησία δὲν τὰ κατάφερε καλὰ   στὴ διαχείρισῃ ἑνὸς τέτοιου ἔργου. Δὲν ἀργῆσαν μάλιστα νὰ βρεθοῦν «διάστροφοι ἄνθρωποι» καὶ ὡς βρισκότανε ἡ κοπέλλα σὲ μεγάλη δυσκολία μὲ   λόγια γλυκά, ἀπατηλά, τονίζοντας τὰ  κάλλη της τὰ σωματικὰ καὶ τὴ γήινη   ὀμορφιά της δὲν ἄργησαν οἱ μαῦρες ἐκεῖνες οἱ ψυχὲς νὰ τῆς ἀλλάξουν τὰ   μυαλά. Καὶ πῆρε τώρα ἄλλο δρόμο ἡ Παησία. Και ἄλλαξε τὸν τρόπο τῆς ζωῆς   της ἡ ἁγνὴ κόρης ἡ Παησία. Καὶ ἄρχισε –  ἀλίμονο! – νὰ κυλιέται στὰ   λασπόνερα ὁ ὁλόλευκος ἄγγελος. «Καὶ λοιπὸν ἤρξατο διάγειν κακῶς, ὥστε   φθάσαι αὐτὴν εἰς τὸ προρνεύειν» ! Τὶ κρῖμα! Ἐκεῖνο τὸ σπίτι ποὺ ἦταν   ἀγάπης καὶ καλοσύνης σπίτι, φιλοξενίας ἁγίας καὶ ἱερῆς βοηθείας ἑστία,   νὰ καταντήσει νὰ γίνει τόπος ἀκολασίας!
Καὶ   ποιὸς θὰ μπροῦσε πιὰ νὰ βγάλει τὴν ψυχὴ ἐκείνη ἀπὸ τὸ βοῦρκο καὶ τὴν   ἀτιμία; Ποιὸς θὰ τῆς ξανάδινε τὸ χαμένο της θησαυρό; Ποιός; Ὅλα   φαινότατε νὰ κυλᾶνε μοιραῖα τὸ δρόμο τους. Καὶ ἡ Παησία μέρα τῇ μέρα   βυθίζονταν ὅλο καὶ πιὸ πολὺ «εἰς ἰλὺν βυθοῦ»
Ὅμως   δεν εἶχαν λησμονήσει τὴν κόρη, οἱ ἅγιοι Πατέρες στὴ Σκήτη. Οὔτε στιγμὴ   δὲν τὴν ἀφῆσαν μοναχὴ χωρὶς σκέψῃ καὶ τὴν ἅγια προσευχή τους. Μὰ ἡ   καταστάσή της θὰ χρειαζότανε σοφὸ καὶ ἔμπειρο ὁδηγό, ψυχὴν οὐράνια, ποὺ   θὰ μποροῦσε νὰ τὴν ὁδηγήσει πάλι στὸ δρόμο τὸ σωστό, ποὺ θὰ τῆς  ξανάδινε  καὶ πάλι τὴν παλιά, τὴν πάλλευκη μορφὴ της ἀπὸ βρώμικη καὶ  ῥυπαρή ποὺ  τὴν εἶχε καταντήσει. Καὶ οἱ Πατέρες δὲν ἀργῆσαν νὰ βροῦνε τὸ  σοφὸ  ὁδηγητή. Ἦταν ὁ μικρόσωμος ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ Κολοβός, ὅπως τὸν  λέγαν. Ὅσο  ἀνάστημα ὅμως τοῦ ἔλειπε τόση σοφία θεϊκὴ εἶχε καὶ διάκριση  φωτισμένη  «Σκύλθητι πρὸς αὐτήν», τοῦ εἶπαν οἱ Πατέρες. Κάνε τὸν κόπο νὰ  πᾶς καὶ να  τὴ βρεῖς «καὶ κατὰ τὴν σοφίαν ἢν ἔδωκέ σοι ὁ Θεὸς  οἰκονόμησον τὰ κατ’  αὐτήν».
Δύσκολο   ἔργο τοῦ ἀνέθεταν. Πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ βγάλεις μία ψυχὴ ἀπὸ τὴ λάσπη   ποῦ σ’ αὐτὴν εἶναι βυθισμένη; Πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ τραβήξεις ἔξω ἀπὸ τὴ   βρωμιὰ μία καρδιὰ ποῦ κυλιέται μέσα σ’ αὐτὴν μὲ εὐχαρίστηση ὄχι λίγη;   Πῶς; Ὁ σοφὸς Γέροντας κάνοντας ταπεινὰ ὑπακοὴ στὴν θεῖα ἀγάπη, τῶν   Πατέρων δὲ δίστασε οὔτε στιγμή. Τὸ ‘ξερε πὼς ὁ Θεὸς θὰ τὸν φώτιζε νὰ   βρεῖ τὸ δρόμο τὸ σωστὸ στὸ λαβύρινθο, ὅπου λογάριαζε νὰ μπεῖ. Ζήτησε γι’   αὐτὸ μὲ θέρμη τὴ βοήθεια τοῦ καὶ κίνησε γιὰ τὸ μεγάλο ἔργο.
Ἔφτασε   κάποτε στὸ σπίτι τὸ κακοφημο. Δὲν τὸν ἄφηναν  ὅμως νὰ μπεῖ σ’ αὐτό. Τί   δουλεία εἶχε ἐκεῖ ὁ φτωχὸς καὶ κουρασμένος αὐτὸς γέρος; Νά ‘τανε νέος   μάλιστα. Νά ‘χε χρυσαφικὰ νὰ δώσει, πάλι γιὰ χάρη τους καλοδεχούμενος.   Μὰ ἔτσι ὡς ἦταν μονάχα διώξιμο τοῦ χρειαζότανε. Ὅμως ἐκεῖνος δὲν τὸ   ἔβαζε καθόλου κάτω.
Θέλω νὰ ἰδῶ τὴν Παησία, ἔλεγε καὶ ξανάλεγε. Γιατὶ δὲν μὲ ἀφήνετε νὰ πάω μέσα νὰ τὴν ἰδῶ καὶ νὰ τῆς μιλήσω;
Φύγε,   παλιόγερε κριματισμένε καὶ ἀκόλαστε, τοῦ φώναζε ἡ στρίγκλα ἡ γριὰ   πορτάρισσα. Ἐσεῖς οἱ ἄθλιοι μοναχοὶ τῆς φάγατε τὸ βιός. Θέλετε πάλι τὰ   ἴδια νὰ ἀρχινίσετε; Μακριὰ ἀπ’ ἐδῶ καὶ μὴ σὲ ξαναδῶ γιατὶ δὲν ξέρω τότε   τί θὰ γίνει!
Γιατὶ   μὲ διώχνεις, γερόντισσα; «ἀπαντοῦσε ἤρεμα ὁ ἀββᾶς. Ποῦ ξερεῖς τὶ  μπορεῖ  νὰ ἔφερα τῆς κυράς σου ἀπὸ τὴν ἔρημο καὶ θέλω νὰ τῆς τὸ δώσω;
Μὲ   σκέψῃ πονηρὴ οἱ ὑπηρέτες καὶ μὲ διαθεση ἁρπαχτικὴ ἡ γριὰ ἡ στρίγκλα   βλέπανε τώρα τὸν καλόγερο. Ποιός ξέρει; Μπορεῖ κάτι νὰ εἶχε καὶ νὰ τὸ   ἔκρυβε ὁ γέρος. Καὶ ἔπειτά τί εἴχανε νὰ χάσουν; Ἡ ἴδια ἡ κυρά τους θὰ   τὸν ἔδιωχνε ὅπως θὰ τοῦ ἄξιζε ἂν ἐκεῖνος τῆς ἔλεγε ψέματα.
Σύρε   τὸ λοιπόν, γερόντισσα καὶ πὲς αὐτὸ τὸ λόγο μοναχά, ἐπέμεινε  ὁ γέρο –   ἀββᾶς, ποὺ εἶδι πὼς εἶχε πιὰ λυγίσει ἐκείνη στὴν ἐπιμονή του. Καὶ πές   της ἀκόμα, πρόσθεσε, πὼς ἂν δὲ θελήσει νὰ μὲ δεχθεῖ φεύγω ἀμέσως γιὰ τὴν   ἔρημό μου. Ὅμως δὲν εἶμαι ἐγὼ ἐκεῖνός ποὺ θὰ ζημιωθεῖ.
Τρέχει   στὰ γρήγορα τώρα ἡ γριά, πάει στὴν κυρά της καὶ τῆς λέει τὸ καὶ τό. Κι   ἐκείνη, «οἱ μοναχοί, τῆς ἀποκρίθηκε, ἀεὶ διακινοῦσι παρὰ τὴν Ἐρυθρὰν   θάλασσαν καὶ εὑρίσκουσι μαργαρίτας». Ποῦ ξέρεις ἂν δὲν βρῆκε πολύτιμα   μαργαριτάρια καὶ τώρα θέλει νὰ ἀγοράσει μ’ αὐτὰ τὴν ἀγάπη μου γιὰ λίγο,   πρᾶμα ποῦ ἀλλοίως δὲ θὰ τοῦ χάριζα; Πές του λοιπὸν ν’ ἀνέβει ἐπάνω στὸ   δῶμά μου, ἀφοῦ πιὸ πρὶν ἐτοιμαστῶ.
Αὐτὴ   ἡ φτωχὴ θαῤῥοῦσε πὼς ἤτανε πελάτης ὁ γεροπαράξενος ποὺ ἐπέμενε νὰ τῇ   δεῖ. Δεχότατε τέτοιους ὄχι σπάνια, γιατὶ αὐτοὶ μὲ τὰ πολλὰ λεφτά τους   θέλανε ν’ ἀναπληρώσουν τὰ νειάτα ποὺ γι’ αὐτοὺς ἀπὸ χρόνια τώρα ἦταν   μονάχα μνήμη μακρινή. Καὶ πῆγε νὰ καλλωπιστεῖ καὶ νὰ δεχθεῖ τὸ   γερο-ἐπισκέπτη της.
Ὅταν   ὁ  ἀββᾶς, ὁ ὅσιος ἀββᾶς, τὴ βρῆκε νὰ κάθεται νωχελικὰ στὴν κλίνη της.   Ἤτανε ὅμως τόσο ἅγιος ποὺ δὲν ἔβλεπε τὴν  ὄμορφη ἐκείνη κοπελλιὰ μὲ   μάτια τέτοια ποὺ τὴν ἔβλεπαν ἄλλοι ποὺ τὴν ἐπισκέπτονταν. Σ’ αὐτὴν ὁ   ὅσιος Γέροντας μὲ πόνο ἔβλεπε πολὺν μία ὄμορφη ψυχὴ ποὺ εἶχε κυλιστεῖ   πολὺ βαθιὰ μέσα στὴ λάσπη. Θεωροῦσε σ’ αὐτὴν ὁ ἅγιος τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ   ποὺ εἶχε χάσει τὸ ἀρχαῖο της κάλλος καὶ εἶχε γίνει παίγνιο τοῦ πάθους   τῆς καὶ τῶν παθῶν ἐκείνων ποὺ τὴν ἐπισκεπτόταν. Ὄχι, αὐτό ποὺ ἡ  ἁγιοσύνη  καὶ ἡ ἄσκησῃ καὶ ἡ νέκρωσιν, τῆς σάρκας τὸν ἔκανε «ἐν σώματι  ἄγγελον»,  αὐτὸν δὲν τὸν δελίαζαν τὰ κάλλη τὰ φθαρτὰ καὶ παρερχόμενα.  Πῆγε γι’ αὐτὸ  καὶ δίχως δυσκολία καμμιὰ κάθισε δίπλα της ἀκριβῶς.
Τὴν   κοίταξε γιὰ μία στιγμὴ στὰ μάτια. Ἡ ἅγια του ματιὰ εἶχε τὴ δύναμη νὰ   εἰσχωρεῖ βαθιὰ ὡς τῆς ψυχῆς τὰ μύχια. Μὰ οὔτε ποὺ σκέφτηκε καθὼς ἔβλεπε   μέσα της νὰ ἀναδεύουν «τὰ πάθη τῆς ἀτιμίας» νὰ πεῖ λόγο σκληρό. Ἤτανε   μὰτία παιδικὰ αὐτά ποὺ τὴ θωροῦσαν τὴν κοπέλλα. Ἤτανε μάτια ἀθῴα ποὺ   γνώριζαν νὰ μεταφέρνουν φῶς οὐράνιο ὅπου κι ἂν βυθιζόταν ἡ ματιά τους κι   ὅ,τι κι ἂν ἔβλεπαν ἐκεῖ ὅπου θὰ ἔπεφτε τὸ βλέμμα τους.
Ἔτσι   τὴν ἔβλεπε ὁ ἅγιος. Καὶ μὲ τρεμάμενη  φωνή, γεμάτη πόνο καὶ παράπονο   βαθύ, τῆς λέει αὐτὰ τὰ λόγια, ἐνῶ ἐκείνη πῶς καὶ πῶς περίμενε νὰ τῆς   εἰπεῖ τί θησαυροὺς κομίζει;
-Παησία   παιδί μου, τὶ σοῦ ἔκανε ὁ Ἰησοῦς; Τὶ κακὸ βρῆκες στὴ γλυκειά του   συντροφιὰ καὶ ἔφτασες νὰ γίνεις τόσο ἀγνώριστη; Τὶ σοῦ ἔφταιξε καὶ τὸν   παράτησες φτάνοντας σ’ αὐτὸ τὸ χάλι; Παιδί μου Παησία, πές μου ἀλήθεια,   τὶ κακὸ βρῆκες στὸν Ἰησοῦ μας;
Τὰ   λόγια αὐτὰ ἀπ’ τὴν καρδιὰ βγαλμένα, μπῆκαν στὰ κατάβαθά της σὰ λάβα   πυρωμένη. Τὸν εἶχε, ἀλήθεια, λησμονήσει ἐντελῶς τὸν Ἰησοῦ της! Πόσος   καιρὸς εἶχε περάσει ἀπὸ τότε! Οὔτε γιὰ μία στιγμὴ δὲν ξανασκέφτηκέ πὼς   τοῦ ἀνῆκε κάποτε καὶ μὲ τὸ σῶμα της καὶ μὲ τὴν ψυχή της. Στὸν τρόπο τῆς   ζωῆς ποὺ τώρα ἀκολουθοῦσε ἄλλα λόγια καὶ γιὰ ἄλλα ὀνόματα τῆς ἔλεγαν.   Τὸν Ἰησοῦ ὅμως, τὸν Ἰησοῦν ἐκεῖνόν ποὺ κάποτε ἀνάφερνε μὲ λατρεία τὸ   ὄνομά Του καὶ τὰ μάτια της γέμιζαν δάκρυα καθὼς τὸν ὀνομάτιζε μὲ ἁγνὴ   ψυχὴ σὰν κρύσταλλο καθάριο, τὸν Ἰησοῦν αὐτὸν τὸν εἶχε πέρα γιὰ πέρα   ἀπολησμονήσει. Καὶ νὰ ποὺ τώρα ξαφνικά, ἀπρόσμενα, πρόβαλλε καὶ πάλι ὁ   Ἰησοῦς μπροστά της!
Ταράχτηκε ἡ κοπέλλα. Πάγωσε καθὼς τώρα ἔβλεπε καθαρὰ γιὰ πρώτη της φορὰ τό ποὺ εἶχε καταντήσει.
Δὲν   εἶπε περισσότερα λόγια ὁ Γέροντας. Οὔτε καὶ χρειαζόταν. Μὰ αὐτά ποὺ   ἤτανε νὰ πεῖ τὸ ἁγιασμένο στόμα του, κοντὰ στὰ ὅσα εἶχε πεῖ ὡς τὴ στιγμὴ   αὐτή, ἀνάλαβαν τὰ μάτια του νὰ ποῦνε καὶ νὰ τὰ συμπληρώσουνε μὲ τὸ  δικό  τους τρόπο. «Καὶ κλίνας τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ κάτω ὁ Ἀββᾶς Ἰωάννης  ἤρξατο  κλαίειν σφοδρῶς». Τί κλάμα ἤτανε ἐκεῖνο, Θεέ μου, τί κλάμα! Καὶ  πέτρα νὰ  ἦταν στὴ θέση τῆς καρδιᾶς χίλια κομμάτια θὰ γινόταν.
Τῆς   εἴχανε μιλήσει γιὰ ἀγάπες καὶ ἔρωτες πολλοὶ τῆς Παησίας. Τῆς εἶχαν   ψιθυρίσει λόγια ποὺ χάδι ἔμοιαζαν, λικνιστικὸ τραγούδι, και μ’αὐτὰ   προσπαθοῦσαν νὰ τὴν ὁδηγήσουν σὲ κόσμους φανταστικούς, ἐξωπραγματικούς.   Ὅμως τέτοια λόγια, τέτοια ἀγάπη, βαθιά, ἁγνὴ ἀγάπη γι’ αὐτὴν τὴν ἴδια   καὶ ὄχι γιὰ ὅ,τι λέγοντάς της πὼς τὴν ἀγαποῦν μποροῦσαν νὰ τῆς πάρουν ἢ   νὰ τοὺς δώσει, ἔστω καὶ θεληματικά, τέτοια ἀγάπη πρώτη φορὰ ἀντίκρυζε,   τέτοια ἀγάπη πρώτη φορὰ συναντοῦσε ἡ Παησία.
Καὶ συγκλονίστηκε.
Μέσ’   ἀπ’ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς της κάτι καινούργιο φαινόταν νὰ προβάλλει ἤ, πιὸ   σωστά, κάτι παλιό ποὺ ἦταν κάποτε λευκό, κατάλευκο, ἀμόλυντο, ἁγνό,   παρθενικό, πρόβαλλε τώρα πάλι στὴ συνείδηση, κάτι ποῦ εἶχε καταχωνιαστεῖ   μὲς στὴν ψευτιὰ τοῦ κόσμου καὶ μέσα στὴ βρωμιά του. Πόνεσε   ἡ καρδιὰ τῆς Παησίας. Πόνεσε ἡ καρδιά της γιὰ ὅ,τι ἦταν κάποτε καὶ  τώρα  πιὰ δὲν ἦταν.
Πόνεσε ἡ καρδιὰ τῆς  Παησίας γιά, ὅ,τι ἦταν τώρα καὶ   κάποτε δὲ θὰ τολμοῦσε νὰ σκεφτεῖ πὼς ἦταν δυνατὸν νὰ καταντήσει  τέτοια.  Πόνεσε ἡ εὐαίσθητη καρδιά της βλέποντας τὸν ἀσπρομάλλη Γέροντα  νὰ κλαίει  σὰν παιδὶ ἀντὶ νὰ κλαίει ἡ ἴδια γιὰ τὸ χάλι της.
Ἀββᾶ, τοῦ λέει, Ἄββά μου, γιατὶ κλαῖς ἔτσι; Γιατὶ κλαῖς τόσο; Σήκωσε   τὸ κλαμένο του πρόσωπο ὁ Ἀββὰς καὶ ἡ Παησία εἶδε στὰ μάτια του τὰ   κρύσταλλα τῶν δακρύων του. Εἶδε τὰ παιδικὰ κι ἀθῷα μάτια του ὅλο   παράπονο καὶ σπαραγμὸ γιὰ ξένο πόνο καὶ γιὰ ξένο κατάντημα. Αὐτὸ μονάχα   πρόφθασε καὶ δὲν πρόφθασε νὰ ἰδεῖ ἡ Παησία καὶ πάλι ἔσκυψε τὸ κεφάλι  του  ὁ ὅσιος καὶ μὲ λυγμούς ποὺ τὸν συγκλόνιζαν τῆς ἀποκρίθηκε:
Βλέπω   ὅτι ὁ σατανᾶς παίζει εἰς τὴν ὄψιν σου καὶ οὐ μὴ κλαύσω» Δὲν εἶσαι τὸ   ἀγγελούδι ποὺ γνωρίζαμε, Παησία. Ὁ σατανᾶς παίζει στὸ πρόσωπό σου   ἀφήνοντας τὴν ἀπαίσια σφραγῖδα του καὶ ὄχι ὁ φύλακας ἄγγελός σου, ὁ   ἅγιος ἐκεῖνος σύντροφος τῆς ψυχῆς σου, ὅπως τότε, ἐκεῖνα τὰ χρόνια ποῦ   σὲ ξέραμε ἁγνὸ καὶ ἀθῶο κορίτσι. Καὶ παίρνοντας τὴ μορφή σου ὁ μεγάλος   κλέφτης πῆρε καὶ τὴν ψυχή σου καὶ τὴν ἔδεσε χειροπόδαρα, φτωχή. Πῶς   λοιπὸν νὰ μὴν κλάψω γιὰ τὸ μεγάλο αὐτὸ κακὸ ποῦ ἔπαθες;
Τὰ   λόγια αὐτὰ στάθηκαν ἱκανὰ νὰ γκρεμίσουν καὶ τὴν τελευταία ἀντίσταση  τῆς  ψυχῆς τῆς Παησίας, γιατὶ τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ ἀντισταθεῖ στὸ  πέρασμα,  τῆς ἀληθινῆς ἀγάπης.
–   «Ἔνι μετάνοια,. Ἀββά;» ῥωτάει ἡ κοπέλλα. Ὑπάρχει μετάνοια, ὑπάρχει   ἐλπίδα γιὰ μετάνοια ἀκόμα καὶ γιὰ μένα ποὺ ἔπεσα τόσο βαθιὰ στὴ λάσπη,   Ἄββά μου;
– Ὑπάρχει, παιδί μου, ὑπάρχει ὅσο βαθιὰ κι ἂν πέσει ὁ ἄνθρωπος, τῆς ἀποκρίνεται μὲ πειστικότητα ὁ Γέροντας.
– «Λάβε με ὅπου θέλεις», τοῦ λέει τότε ἡ κοπέλλα ἀποφασιστικά.
Πᾶμε, τῆς ἀποκρίνεται ἐκεῖνος καὶ σηκώνονται εὐθὺς νὰ φύγουν γιὰ τὴν ἔρημο.
Δὲν   εἶπε ἡ κοπέλλα τίποτε στοὺς ἀνθρώπους τοῦ σπιτιοῦ. Δὲν ἄφησε ἐντολὴ ἢ   ὁδηγία καμμιὰ γιὰ τό τί καὶ πῶς θὰ διαχειριστοῦνε στὸ ἑξῆς τὸ βιός της.   Μέσα της ἔγινε σωστὴ κοσμογονία. Καινούργια πράματα γεννιόταν στὴν  ψυχή  της. Δὲν τὴν ἐνδιέφεραν πιὰ ὁ κόσμος καὶ οἱ ἠδονές του. Μιὰ μοναχὰ  σκέψῃ  εἶχε ἡ Παησία. Πῶς νὰ ξαναβρεῖ τὸ χαμένο ἑαυτό της. Καὶ πῶς,  ἀφοῦ τὸν  ξαναβρεῖ,, νὰ τὸν προσφέρει «θυσίαν ζῶσαν, ἁγίαν, εὐάρεστον,  τὴν  λογικήν» της λατρεία στὸν προδομένο Νυμφίον Ἰησοῦ.
‘Ἔτσι   ὅπως ἦταν ἀκολούθησε ἡ Παησία τὸ Γέροντα μὲ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη- Οὔτε   καὶ ποὺ τὸν ῥώτησε «γιὰ ποῦ μὲ πᾶς; Τί θὰ κάνω ἐκεῖ ὅπου μὲ πᾶς; Καὶ   ποιοὺς θὰ βρῶ ἐκεῖ; Καὶ γιατὶ ἐκεῖ καὶ ὄχι ἀλλοῦ;»… Ὄχι, δὲν ἔθεσε   ὅρους πῶς καὶ τί. Ἤξερε μόνο πῶς ὁ ὅσιος σὲ καλὸ δρόμο τὴν ὁδηγοῦσε. Τὰ   ὑπόλοιπα ἦταν γι’ αὐτὴν λεπτομέρειες χωρὶς ἰδιαίτερη σημασία.
Βάδισαν,   βάδισαν ὦρες κι ὦρες σιωπηλά. Ὃ ἥλιος κουρασμένος ἀπὸ τὸ δρόμο ἐκείνης   τῆς μέρας ἔγερνε πρὸς τὴ δύση του γιὰ νὰ ξεκουραστεῖ. Τὸ σούρουπο ἦρθε   ἀπότομα καὶ ὅπου νὰ ἦταν θὰ ἔριχνε στὴν ἀποκαμωμένη γῆ τὸ μαῦρο πέπλο   της ἡ δίδυμη ἀδελφὴ τῆς μέρας, ἡ νύχτα. Τότε ὅλα πιὰ ἔπρεπε νὰ   ἠσυχάσουν. Καὶ οἱ δυὸ κουρασμένοι ὁδοιπόροι.
Ὥρα,   παιδί μου, νὰ σταματήσουμε τὴν πορεία μας, εἶπε ὁ Γέροντας  διακόπτοντας  τὴ σκοπή τους. Ὥρα νὰ γείρεις κάπου ἐδῶ στὴν ἔρημο νὰ  ξαποστάσεις ἀπὸ  τὸν κόπο τῆς ὁδοιπορίας. Σταμάτησαν. Ὁ Γέροντας ἔκανε  μὲ ἄμμο ἕνα μικρὸ  σωρὸ γιὰ νὰ τὸν ἔχει ἡ Παησία γιὰ προσκεφάλι της,  ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ  σταυροῦ ἐπάνω του γιὰ εὐλογία καὶ ὁ ἴδιος προχώρησε  σὲ ἀρκετὴ ἀπόσταση  διακριτικά.
Καὶ ἐκεῖ «πληρώσας τὰς εὐχὰς αὐτοῦ  ἀνεκλίθη» κι αὐτὸς στὴν  ἄμμο, ποὺ φιλοξένησε τὸ ἀσκητικό του κορμὶ τὸ  κατάκοπο ἀπὸ τὸν κόπο καὶ  τὶς συγκινήσεις τῆς μέρας ποὺ πέρασε. Μὰ ὅσο  καὶ κατάκοπο ἀπὸ τὴν  ὁδοιπορία καὶ τὶς ἄλλες προσπάθειες κι ἂν ἦταν τὸ  κορμὶ τοῦ Γέροντα,  ὅμως σὰν ἔφτανε ἡ ὥρα του ξυπνοῦσε χωρὶς καμμιὰ  δυσκολία, αὐτόματα. Ἡ  νύχτα δὲν εἶναι γιὰ τὸ μοναχὸ νὰ κοιμᾶται. Ὁ  μοναχὸς εἶναι ἡ καρδιὰ τῆς  Ἐκκλησίας στὴ γῆ. «Ἐγὼ καθεύδω, λέει στὸν  Κύριό της, ἐγὼ καθεύδω καὶ ἡ  καρδία μου ἀγρυπνεῖ», ξαγρυπνάει ἡ καρδιὰ  τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ ἀγάπη  ἀπροσμέτρητη καὶ ἔρωτᾳ θεῖον καὶ ἀκόρεστον γιὰ  τὸν «Ἠγαπημένον» της,  «τὸν ἐκλελοχισμένον ἀπὸ μυριάδων».
Καὶ ἀκριβῶς  τὴν ὥρα ποὺ ὅλη ἡ φύσῃ  ἡσυχάζει, ξαγρυπνᾶ ἡ ἀγάπη ὄχι ὡς ἀγάπη  μοναχική, ἀλλὰ ὡς ἀγάπη  διαπροσωπική, ὡς ἀγάπη ὅλης τῆς Ἐκκλησίας στὸ  πρόσωπο τοῦ μοναχοῦ.  Ξαγρυπνάει λοιπὸν ὁ μοναχὸς ὁ ἅγιος γιὰ νὰ ἀρχίσει  τὸν ὁλονύχτιο διάλογό  του μὲ τὸν Κύριο τῆς ἀγάπης του, μὲ τὸν Κύριο  ὅλων τῶν ἀδελφικῶν ψυχῶν,  ποὺ τὴν ὥρα ἐκείνη ἐκπροσωπεῖ ἀγαπητικά.  Ξυπνάει γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ὅσιος  Γέροντας καὶ Ἀββᾶς Ἰωάννης μὰ τὶ εἶναι  ἐκεῖνο ποῦ βλέπει; Ὄνειρο ἢ  πραγματικότητα; Ὄχι, ὄνειρο δὲν μπορεῖ νὰ  εἶναι. Αὐτὸ τὸ ξέρει. Εἶναι  τόσο εὔκολο ἄλλωστε νὰ τὸ ἐξακριβώσει.
Δὲν  εἶναι ὄνειρο, ἀλλὰ ὅραμα  θεϊκό, εἶναι ποὺ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τὸν ἀξιώνει  νὰ τὸν ἰδεῖ. «Βλέπει  λοιπὸν ὁδόν τινα φωτεινὴν ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ ἕως  αὐτῆς (τῆς Παησίας)  ἐστηριγμένην. Καὶ εἶδεν ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ φέροντας  τὴν ψυχὴν αὐτῆς.  Ἀναστὰς οὖν καὶ ἀπελθὼν ἔνυξεν αὐτὴν τῷ ποδί. Ὡς δὲ  εἶδεν ὅτι ἀπέθανεν,  ἔῤῥιψεν ἑαυτὸν ἐπὶ πρόσωπον δεόμενος τοῦ Θεοῦ. Καὶ  ἤκουσεν, ὅτι ἡ μία  ὥρα τῆς μετανοίας αὐτῆς προσεδέχθη ὑπὲρ τὴν  μετάνοιαν πολλῶν χρονιζόντων  καὶ μὴ ἐνδεικνυμένων τὸ θερμὸν τῆς  τοιαύτης μετανοίας».
Ἡ   ἀγάπη τοῦ ὁσίου Γέροντα εἶχε βοηθήσει ὄχι μονάχα νὰ ξαναβρεῖ ἁπλῶς τὴν   παιδική της ἀθῳότητα ἡ Παησία, μὰ καὶ ἐνσυνείδητα πιὰ μὲ τὴν βαθιά της   μετάνοια νὰ γίνει ἄγγελος. Καὶ τώρα δὲν ἦταν πιὰ ἡ θέση της στὴ γῆ. Ὁ   οὐράνιος Νυμφίος της τὴν ἤθελε κοντὰ του ντυμένην τὸ πρωτόκτιστον  κάλλος  της.
Ἡ ἀγάπη ἔκανε τὸ θαῦμα της. Ὅπως καὶ στὸ παραμύθι. Μὰ ἐτοῦτο τὸ θαῦμα ἦταν ἀληθινό. Καὶ τότε καὶ ἀπὸ τότε μέχρι σήμερα….
Ἀνάτυπον ἀπὸ τὸ περιοδικὸ «Κοινωνία», ἔτος ΚΔ΄, 4 (Οκτώβριος –Δεκέμβριος 1981
Share Button