Bachelor of Arts, Yale University, ΗΠΑ – Master of Arts, Georgetown University, ΗΠΑ
Πηγή: “Εκκλησιαστική Παρέμβαση” Τεύχος 206 Σεπτέμβριος 2013.
Αναδημοσίευση από: http://sophia-siglitiki.blogspot.gr
Στην εποχή του Μνημονίου, καθώς οι λαοί της Ευρώπης απομακρύνονται ολοένα ο ένας από τον άλλο και αλληλοβρίζονται εκτοξεύοντας ρατσιστικά σλόγκαν, τα λόγια του Ρωμανίδη ακούγονται, για άλλη μια φορά, προφητικά…
Η τεράστια συνεισφορά του π. Ιωάννη Ρωμανίδη στη θεολογία βασίστηκε στη στέρεη εμπειρική, βιωματική γνώση που απέκτησε από το οικογενειακό του περιβάλλον, ιδιαίτερα τη μητέρα του Ευλαμπία. Παρομοίως, η συνεισφορά του στην ιστορική επιστήμη βασίστηκε επίσης σε βιωματικές εμπειρίες που είχε, οι οποίες τον οδήγησαν σε πρωτότυπες σκέψεις και σε ρηξικέλευθα συμπεράσματα, μετά, βεβαίως, από εξαντλητική έρευνα.
Ο ίδιος ξεκινά το πρώτο του ιστορικό βιβλίο, τη «Ρωμηοσύνη» (1975) με την αφήγηση ενός περιστατικού που έζησε το 1951, νεαρός εφημέριος στην Αμερική. Ειδοποιήθηκε να μεταβεί σε σπίτι ασθενούς, κτύπησε όμως λάθος πόρτα και γνώρισε εκεί έναν Έλληνα. Ταυτόχρονα εμφανίστηκε στο σαλόνι ο αδερφός αυτού του Έλληνα, τον οποίον όμως ο Ρωμανίδης γνώριζε ως αρχηγό των Αλβανών της πόλης! Ούτε τα δυο αδέρφια ούτε ο Ρωμανίδης μπορούσαν τότε να εξηγήσουν το παράδοξο. Το κλειδί για την ερμηνεία βρίσκεται στις σελίδες που ακολουθούν στο βιβλίο «Ρωμηοσύνη».
Επίσης, ασφαλώς δεν είναι τυχαίο ότι η «Ρωμηοσύνη» γράφηκε μετά από τη γνωριμία του Ρωμανίδη με το Λίβανο και τη Συρία, στη Θεολογική Σχολή του Μπελεμόντ. Εκεί συνειδητοποίησε ότι χιλιάδες πιστοί που ανήκουν στο Πατριαρχείο Αντιοχείας αυτοπροσδιορίζονταν ως «Ρωμηοί Ορθόδοξοι», χωρίς να είναι Έλληνες, ούτε καν Ελληνόφωνοι. Το παράδοξο βρήκε και αυτό τη λύση του στο βιβλίο «Ρωμηοσύνη».
Σε ακαδημαϊκό επίπεδο, πρέπει να αναγνωριστεί η οφειλή του Ρωμανίδη στον Φλωρόφσκυ, με τον οποίο άλλωστε είχαν (ε) ιδιαίτερα στενή σχέση, όπως προκύπτει και από την μέχρι σήμερα δημοσιευμένη αλληλογραφία τους. Ο Φλωρόφσκυ ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την αλληλεπίδραση θεολογίας και Ιστορίας και ο Ρωμανίδης εμπνέεται από το ίδιο πνεύμα.
Το ιστορικό έργο του Ρωμανίδη περικλείεται κυρίως σε τρεις μελέτες:
1) «Ρωμηοσύνη» (1975),
2) «Φράγκοι, Ρωμαίοι, Φεουδαλισμός και Δόγμα» (1982) και
3) Πρόλογος στη 2η έκδοση του «Προπατορικού Αμαρτήματος» (1989).
Επιπρόσθετα, αρκετά ιστορικά στοιχεία περιλαμβάνονται στην εκτενή Εισαγωγή στο «Ρωμαίοι ή Ρωμηοί Πατέρες της Εκκλησίας, Α’ τόμος» (1984), όπου γίνεται φανερή η σύνθεση θεολογικού και ιστορικού λόγου. Αλλά και σε όλες σχεδόν τις μελέτες, μετά το 1975, τα ιστορικά στοιχεία παρεισφρέουν μέσα στα θεολογικά.
1. Οι βασικές ιστορικές θέσεις του π. Ι. Ρωμανίδη
Οι ιστορικές θέσεις του Ρωμανίδη, πρωτότυπες το 1975, όταν πρωτακούστηκαν, έχουν καταστεί αρκετά γνωστές πλέον και δεν χρειάζεται να τις επαναλάβουμε εδώ παρά μόνο περιληπτικά:
(α) Ο ρωμαϊκός πολιτισμός είναι στην πραγματικότητα ελληνικός. Η Ρώμη υπήρξε ελληνική πόλη, πολλοί παλαιότεροι Ρωμαίοι συγγραφείς έγραφαν ελληνικά ή ήταν δίγλωσσοι και η ελληνική γλώσσα ήταν μια από τις δυο επίσημες γλώσσες στη Σύγκλητο, όπου η θέση του μεταφραστή είχε καταργηθεί από τον 1ο αιώνα π.Χ.. Γι’ αυτό άλλωστε και ο Απ. Παύλος έγραψε την Επιστολή προς τους Χριστιανούς της Ρώμης στα ελληνικά. Ακόμη και η λατρεία στην πόλη της Ρώμης ετελείτο στα ελληνικά μέχρι τις αρχές του 4ου αιώνα. Στο σύνολο της αυτοκρατορίας, η πλειοψηφία του πληθυσμού μιλούσε ελληνικά.
Παρ’ ό,τι οι απόψεις του Ρωμανίδη βασίζονταν σε γνωστές δημοσιευμένες πηγές, δεν είχαν παρουσιαστεί με αυτόν τον τρόπο από κανέναν προγενέστερο ερευνητή. Η σύνθεση αποτελεί αποκλειστικά έργο του Ρωμανίδη. Οι βυζαντινολόγοι γνώριζαν ότι δεν υπήρξε ποτέ κράτος που να ονομάζεται «Βυζάντιο», αλλά χρησιμοποιούσαν τον όρο χωρίς να τονίζουν τις πολιτικές επιπτώσεις αυτής της επιλογής.
(β) Η κύρια πολιτιστική διχοτόμηση της Ευρώπης δεν προήλθε από τη διαφοροποίηση Ελλήνων-Ρωμαίων, αλλά από τη διαφοροποίηση Ρωμαίων-Φράγκων, που συνέβη μετά την κατάκτηση του δυτικού τμήματος της Αυτοκρατορίας από το βαρβαρικό φύλο των Φράγκων. Οι Φράγκοι υποδούλωσαν τους Ρωμαίους και τους μετέτρεψαν σε δουλοπάροικους, ενώ οι ίδιοι παρέμειναν φεουδάρχες, κλεισμένοι σε προστατευμένους πύργους. Η κατάκτηση ολοκληρώθηκε επί Καρλομάγνου και συνοδεύτηκε από τη θεολογική ανεξαρτητοποίηση με τη σύνοδο της Φραγκφούρτης το 794 (απέρριψε την Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο), τη Σύνοδο του Άαχεν το 809 (εισήγαγε το φιλιόκβε στο Σύμβολο της Πίστεως) και την κατάληψη του παπικού θρόνου σταδιακά μεταξύ 983 και 1046. Σημαντικά ορόσημα σε αυτή την κατάληψη αποτελούν το 1009 (εκδίωξη του τελευταίου Ορθόδοξου Πάπα) και το 1014 (επίσημη εισαγωγή του φιλιόκβε στην Εκκλησία της Ρώμης). Οι απόγονοι των Ρωμαίων στη Δύση παρέμειναν υποδουλωμένοι μέχρι το 1789, όταν επαναστάτησαν και απελευθερώθηκαν στη Γαλλία, αγνοούν όμως τη Ρωμαιοσύνη των προγόνων τους και την ταύτισή τους με τους Ρωμαίους της Ανατολής.
(γ) Το Σχίσμα δεν συνέβη μεταξύ Βυζαντινής και Ρωμαϊκής Εκκλησίας, αλλά μεταξύ Ορθόδοξων Ρωμαίων (σε Ανατολή και Δύση) και Φράγκων κατακτητών του παπικού θρόνου. Επειδή οι Ρωμαίοι της Παλαιάς Ρώμης αντιστέκονταν επί δεκαετίες στις Φραγκικές επιδιώξεις, απαιτήθηκε η απευθείας κατάληψη του παπικού θρόνου από Φράγκο (οριστικά το 1046) και αμέσως μετά διακηρύχθηκε το Σχίσμα. Τα αίτια του Σχίσματος ανάγονται κυρίως στις πολιτικές επιδιώξεις των Φράγκων και όχι σε κάποια μυθική αναπόφευκτη αντίθεση μεταξύ Ελληνικής και Ρωμαϊκής θεολογίας.
(δ) Ως κατακτητές της Δυτικής Ευρώπης, οι Φράγκοι επέβαλαν τη δική τους πλαστογραφημένη εκδοχή της Ιστορίας, ονομάζοντας τους ελεύθερους Ρωμαίους «Γραικούς», ώστε να τους διαφοροποιήσουν από τους Ρωμαίους της Γαλλίας και Ιταλίας τους οποίους είχαν κατακτήσει. Στη συνέχεια, μετά την οριστική πτώση της Κωνσταντινούπολης, όταν δεν υπήρχαν πια ελεύθεροι Ρωμαίοι, μετονόμασαν την Αυτοκρατορία σε «Βυζάντιο», ώστε να αποκόψουν κάθε υπόδουλο Ρωμηό από την ιστορική του συνέχεια και να αποτρέψουν τυχόν ανασύσταση της αυτοκρατορίας. Στην πραγματικότητα δεν υπήρξε ποτέ «Βυζαντινή Αυτοκρατορία». Ο όρος πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1562 από τον Ιερώνυμο Βολφ στην έκδοση μιας συλλογής ιστορικών πηγών.
(ε) Επειδή όμως, παρ’ όλα αυτά, οι υπόδουλοι στους Τούρκους Ρωμηοί της Ανατολής διατηρούσαν την ανάμνηση της Αυτοκρατορίας τους, υπήρχε πάντοτε ο κίνδυνος να τη διεκδικήσουν εκ νέου. Οι Μεγάλες Δυνάμεις, με τη συνδρομή νεοελλήνων διανοουμένων, όπως ο Κοραής, ανέλαβαν να πείσουν το λαό ότι είναι απόγονος μόνο των αρχαίων Ελλήνων και ότι είχε υποδουλωθεί επί 2000 χρόνια πρώτα στους Ρωμαίους και μετά στους Τούρκους. Οι ίδιες Δυνάμεις μεταστράφηκαν θετικά υπέρ της Επανάστασης του 1821 μόνον αφού εξασφάλισαν τον αρχαιολατρικό προσανατολισμό της. Το ζήτημα δεν είχε λυθεί ούτε 100 χρόνια μετά τον Κοραή, όπως απέδειξε η διαμάχη που ξέσπασε με τη δημοσίευση της «Ιστορίας της Ρωμιοσύνης» του Αργ. Εφταλιώτη το 1901, όταν ο Κ. Παλαμάς υπερασπίστηκε τον Εφταλιώτη, ενώ λόγιοι σαν τον Ν. Πολίτη και τον Σωτηριάδη τον χλεύαζαν.
Το ιστορικό έργο του Ρωμανίδη επικεντρώνεται στη μεσαιωνική περίοδο, όπως είναι λογικό, αφού αυτή είναι η περίοδος που έχει παραχαραχτεί από την μεταγενέστερη επίσημη ιστοριογραφία. Ωστόσο, δεν εξαντλείται εκεί. Εκτείνεται τόσο στην αρχαία όσο και στη νεώτερη Ιστορία. Η επέκταση προέκυψε ως ανάγκη διευκρίνισης σκοτεινών σημείων ή ως απάντηση σε κριτικές. Για παράδειγμα, η άποψη Ρωμανίδη για την ελληνικότητα της αρχαίας Ρώμης ξένισε πολλούς. Έτσι ο Ρωμανίδης χρειάστηκε να επανέλθει διεξοδικά σε μια από τις τελευταίες μελέτες που συνέγραψε πριν την κοίμησή του. Φέρει τον τίτλο «Examples of the Science of the Ethnic Cleaning of Roman History and a Vision of the Future United States of Franco-Romania» (Διάλεξη στο Hellenic College στο Brookline της Μασσαχουσέτης, 17-10-1998). Εκεί παραπέμπει εκτενώς σε αρχαίους ιστορικούς, όπως ο Διονύσιος Αλικαρνασσεύς, που συνέγραψαν για τα πρώϊμα χρόνια της πόλης της Ρώμης.
Ο Ρωμανίδης έβλεπε τη Ρωμαιοσύνη ως κάτι πολύ ευρύτερο από τα όρια ενός έθνους, έστω και του ρωμαϊκού – αν υποτεθεί ότι μπορούμε να μιλήσουμε για «ρωμαϊκό έθνος». Η Ρωμαιοσύνη ήταν ένας οικουμενικός πολιτισμός που περιλάμβανε τον Ελληνισμό στην οικουμενική του διάσταση.
Αντίστοιχα, προσπαθώντας να εξηγήσει την αποδοχή της εκδυτικευμένης εκδοχής της Ιστορίας από τους νεοέλληνες, ο Ρωμανίδης ερεύνησε τους μηχανισμούς και τα πρόσωπα που επέβαλαν τη δυτική άποψη στη νεώτερη Ελλάδα. Έτσι κατέληξε στο ρόλο του Κοραή και του Ναπολέοντα, όπως τα παρουσιάζει στον Πρόλογο στη 2η έκδοση του «Προπατορικού Αμαρτήματος». Κατονομάζει τον Ναπολέοντα ως υπεύθυνο για το θάνατο του Ρήγα Φεραίου, με σκοπό να αποτραπεί η ανασύσταση της Ρωμαίϊκης Αυτοκρατορίας, το ευρωπαϊκό τμήμα της οποίας παρουσιάζεται στην περίφημη «Χάρτα» του Ρήγα. Ο Ρωμανίδης προχώρησε μάλιστα και μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, εξετάζοντας τα δυο ρεύματα που συγκρούστηκαν γύρω από την εθνική ονομασία Έλληνας η Ρωμηός, στη μελέτη του «Κωστής Παλαμάς και Ρωμηοσύνη» (1976).
Αυτό που πρέπει να τονιστεί είναι ότι ο Ρωμανίδης έφτασε να ασχοληθεί με την Ιστορία ως συνέχεια, και όχι ως διακοπή, του θεολογικού του έργου. Άλλωστε, κατά την περίοδο των ιστορικών συγγραμμάτων, που αρχίζει από το 1974, δεν έπαυσε να παράγει και θεολογικά κείμενα. Τα δυο ήταν άρρηκτα συνδεδεμένα. Για παράδειγμα, η κατανόηση των διαφορών με τις δυτικές ομολογίες τον οδήγησε στην εξέταση της αποστολικής διαδοχής και στην κομβική ανακάλυψη τής διακοπής αυτής τής διαδοχής στη Φραγκική Δύση. Γι’ αυτό και ερεύνησε σε βάθος μια σκοτεινή και μάλλον άγνωστη στην Ελλάδα περίοδο, την περίοδο του 7ου και 8ου αιώνα, όταν καταρρέει η Μεροβίγγεια βασιλεία και ανέρχονται στο θρόνο οι Καρολίδες. Γράφει στη μελέτη του «Εκκλησιαστικαί Σύνοδοι και Πολιτισμός» το 1995: «Οι Φράγκοι κατενόησαν την αποστολικήν διαδοχήν ως μαγικήν δύναμιν, η οποία τους επέτρεπε να την καταστήσουν ιδιοκτησίαν της φυλής των και να την χρησιμοποιήσουν ως το κύριον μέσον δουλικής ειρηνεύσεως των υποτεταγμένων εις αυτούς Ρωμαίων, μέσω του φόβου της θρησκευτικής και στρατιωτικής δυνάμεως και εξουσίας των ομοεθνών επισκόπων τους».
Όπως ανακάλυψε ο Ρωμανίδης, στην αρχή οι Μεροβίγγειοι Φράγκοι σφετερίστηκαν το δικαίωμα αρνησικυρίας στις εκλογές των επισκόπων. Στη συνέχεια σφετερίστηκαν το δικαίωμα διορισμού των επισκόπων και άρχισαν να πωλούν τις θέσεις σε πλειοδοσία. Τελικά, οι Καρολίγγειοι Φράγκοι εκδίωξαν τους Ρωμαίους επισκόπους και επέβαλαν μόνο Φράγκους επισκόπους στο αξίωμα.
Ένα δεύτερο παράδειγμα αποτελεί η ιστορική μελέτη του για το φιλιόκβε, που δημοσιεύθηκε το 1975 και σε αναθεωρημένη μορφή το 1982. Για την κατανόηση της προέλευσης του φιλιόκβε ο Ρωμανίδης χρειάστηκε να προχωρήσει σε διεξοδική ιστορική έρευνα στην οποία γίνεται συνεχώς φανερή η αλληλεπίδραση θεολογίας και πολιτικής ιστορίας. Τελικά, οι εξελίξεις στη θεολογική σκέψη της Δύσης προέκυψαν συχνά ως προϊόντα πολιτικής σκοπιμότητας, είτε πρόκειται για την απόρριψη της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου το 794, είτε για το Σχίσμα του 1054, είτε για την υιοθέτηση της θεωρίας περί «ικανοποίησης του Θεού» από τον Άνσελμο Καντερβουρίας, κατά μίμηση της φεουδαρχικής δικαιοσύνης.
2. Αξιολόγηση του ιστορικού έργου του Ρωμανίδη
Παρ’ ό,τι οι απόψεις του Ρωμανίδη βασίζονταν σε γνωστές δημοσιευμένες πηγές, δεν είχαν παρουσιαστεί με αυτό τον τρόπο από κανέναν προγενέστερο ερευνητή. Η σύνθεση αποτελεί αποκλειστικά έργο του Ρωμανίδη. Οι βυζαντινολόγοι γνώριζαν ότι δεν υπήρξε ποτέ κράτος που να ονομάζεται «Βυζάντιο», αλλά χρησιμοποιούσαν τον όρο χωρίς να τονίζουν τις πολιτικές επιπτώσεις αυτής της επιλογής. Μέχρι σήμερα, οι ιστορικές θέσεις του Ρωμανίδη δεν έχουν γίνει ευρύτερα αποδεκτές, ούτε έχουν εισχωρήσει στα διδακτικά εγχειρίδια, παρ’ όλο που έχουν συζητηθεί ευρύτατα, ιδιαίτερα στο διαδίκτυο. Θα πίστευε κάποιος ότι πρόκειται για εντελώς κοινότοπες απόψεις που δεν αξίζει να απαντηθούν ή για εξόφθαλμα λανθασμένες απόψεις που καταρρίπτονται εύκολα από κάθε πτυχιούχο Ιστορίας, οπότε πάλι δεν αξίζει να απαντηθούν. Ωστόσο, δεν συμβαίνει ούτε το ένα ούτε το άλλο.
Στην έρευνά του, καρπό πολύχρονης και πολύμοχθης προσπάθειας, ο Ρωμανίδης χρησιμοποίησε αμέτρητες πηγές γνωστής αξιοπιστίας. Είναι δύσκολο να υποστηριχθεί ότι παρέλειψε να λάβει υπόψη του κάποια σημαντική πηγή που θα αλλοίωνε τα συμπεράσματά του. Αντίθετα, κατόρθωσε να αντλήσει πληροφορίες από μικρές λεπτομέρειες, που ίσως είχαν διαφύγει της προσοχής άλλων ερευνητών. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο πρωτότυπος ισχυρισμός του ότι στα μέσα του 8ου αιώνα οι υπόδουλοι στους Φράγκους Ρωμαίοι της σημερινής Γαλλίας συμμάχησαν με τους Άραβες για να αποτινάξουν το φραγκικό ζυγό. Η πληροφορία αυτή, πράγματι, περιέχεται στον πολύ γνωστό Συνεχιστή του Χρονικού του Φρεντεγκάρ, όπου και παραπέμπει ο Ρωμανίδης, αλλά είχε αγνοηθεί ως τώρα. Η ανακάλυψή της είναι ενδεικτική της προσεκτικής μελέτης των πηγών από το Ρωμανίδη.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα ανακάλυψης λεπτομερειών που είχαν διαφύγει της προσοχής άλλων ερευνητών αποτελεί το Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 31-1-1836 που καθόριζε το δικαίωμα μετανάστευσης από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στην Ελλάδα. Ο Ρωμανίδης εξέτασε το πρωτότυπο κείμενο, στη γαλλική γλώσσα, το οποίο και παραθέτει στη μελέτη του «Examples of the Science of the Ethnic Cleaning of Roman History and a Vision of the Future United States of Franco-Romania». Ως γνωστόν, μέχρι τότε σε όλες τις δυτικές γλώσσες οι πρόγονοί μας αποκαλούνταν «Γραικοί» (Greeks, Grecs, κλπ.). Το κείμενο του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου εισάγει για πρώτη φορά τη διάκριση ανάμεσα σε «Hellenes» (οι κάτοικοι του Βασιλείου της Ελλάδος) και «Grecs» (όλοι όσοι ως τότε αποκαλούνταν Γραικοί/ Έλληνες και παρέμεναν στην Οθωμανική επικράτεια). Εδώ αποκαλύπτεται πλήρως η δυτική προπαγάνδα που αλλοίωσε τα εθνικά μας ονόματα ανά τους αιώνες. Προσπαθώντας να διαφοροποιήσουν τους ελεύθερους Ρωμηούς από τους υποδουλωμένους στους Τούρκους Ρωμηούς, οι Μεγάλες Δυνάμεις διακρίνουν ανάμεσα σε Hellene και Grec, διαφορά η οποία ασφαλώς θα προκαλούσε θυμηδία, αν μεταφραζόταν στα ελληνικά!.
«Ως είναι σήμερον η τευτονοποιηθείσα Ευρώπη ουδέποτε θα ενωθή διότι κυριαρχείται από το ρατσιστικόν, φυλετικόν, διασπαστικόν, ευδαιμονιστικόν, και εκμεταλλευτικόν πνεύμα των Τευτόνων το οποίον αναζητεί την καθυπόταξιν και εκμετάλλευσιν των λαών υπό μικρών ιδιοτελών ομάδων» (σ.275). Στην εποχή του Μνημονίου, καθώς οι λαοί της Ευρώπης απομακρύνονται ολοένα ο ένας από τον άλλο και αλληλοβρίζονται εκτοξεύοντας ρατσιστικά σλόγκαν, τα λόγια του Ρωμανίδη ακούγονται, για άλλη μια φορά, προφητικά…
Με τη συγκεκριμένη έρευνα, ο Ρωμανίδης έλυσε μια ιστορική απορία, την απάντηση στην οποία αγνοούσε το ευρύ κοινό. Η απορία ήταν: γιατί όλοι οι βασιλείς της Ελλάδας, ξεκινώντας από τον δεύτερο βασιλιά (Γεώργιο Α’, 1863) έφεραν τον τίτλο «Βασιλεύς των Ελλήνων», ενώ ο πρώτος βασιλιάς (Όθων) έφερε τον τίτλο «Βασιλεύς της Ελλάδος»; Ήταν γνωστό ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις απαγόρευσαν στον Όθωνα να φέρει τον τίτλο «Βασιλεύς των Ελλήνων». Γιατί όμως το επέτρεψαν στον Γεώργιο Α’; Μετά τον Ρωμανίδη γνωρίζουμε την εξήγηση: ο Όθων ήρθε το 1833, δηλαδή πριν το Πρωτόκολλο του 1836, όταν ακόμη οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν είχαν διαφοροποιήσει τους «Hellenes» από τους «Grecs». Εάν ονόμαζαν τον Όθωνα «Βασιλέα των Ελλήνων» (Roi des Grecs), θα δήλωναν ότι ο Όθων είναι βασιλιάς όλων όσων οι Δυτικοί αποκαλούσαν Grecs (Greeks, κλπ), δηλαδή των κατοίκων του Βασιλείου της Ελλάδος και των υπόδουλων Ρωμηών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτό δεν το ήθελαν ούτε οι Μεγάλες Δυνάμεις ούτε, φυσικά, η Τουρκία. Αντίθετα, την εποχή που ήρθε ο Γεώργιος Α’, το 1863, υπήρχε πλέον η διαφοροποίηση μεταξύ «Hellenes» και «Grecs», χάρη στο Πρωτόκολλο του 1836. Έτσι, ο Γεώργιος ονομάστηκε «Roi des Hellenes»/ «Βασιλεύς των Ελλήνων» και όλοι ήταν ευχαριστημένοι.
Συνεπώς, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι ο Ρωμανίδης αγνόησε τις πηγές. Εξίσου δύσκολο είναι να υποστηριχθεί ότι παρανόησε τις πηγές του. Για παράδειγμα, η άποψη ότι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, πριν την εισβολή των βαρβαρικών φυλών, ήταν δίγλωσση είναι πλέον αποδεκτό συμπέρασμα των σύγχρονων ερευνητών. Για την ακρίβεια, η πλειοψηφία του πληθυσμού μιλούσε ελληνικά, όπως έχει υποστηρίξει πειστικά ο κορυφαίος σύγχρονος μελετητής της Ύστερης Αρχαιότητας, ο Πήτερ Μπράουν («Ο κόσμος της Ύστερης Αρχαιότητας» και άλλα έργα του). Ο λόγος ήταν απλός: όλα τα σημαντικά αστικά κέντρα βρίσκονταν στο ανατολικό τμήμα του κράτους, και αυτά είχαν ήδη εξελληνιστεί από την εποχή των Διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Πέρα από τη Ρώμη, δεν υπήρχε καμιά μεγάλη πόλη στο δυτικό τμήμα της Αυτοκρατορίας.
Ο πανεπιστημιακός καθηγητής, Πρωτοπρεσβύτερος π. Γεώργιος Μεταλληνός μελέτησε επί δεκαετίες τις ιστορικές πηγές, κυρίως της Τουρκοκρατίας και του 19ου αιώνα, αλλά όχι μόνον αυτές, και κατέληξε σε ταυτόσημα συμπεράσματα με τον Ρωμανίδη. Το εκτενές δημοσιευμένο έργο του π. Γεωργίου επιβεβαιώνει τα πορίσματα του Ρωμανίδη.
Το ίδιο αποτέλεσμα προέκυψε από την ανεξάρτητη προσωπική μας έρευνα σε ορισμένες πηγές της μεσαιωνικής Ιστορίας. Μεταξύ άλλων εξετάστηκαν η «Ιστορία των Φράγκων» του Γρηγορίου της Τουρ, η «Ιστορία των Γότθων» του Ιορδάνη, το «Χρονικό του Φρεντεγκάρ», η «Ιστορία των Λογγοβάρδων» του Παύλου Διακόνου, η «Νομοθεσία των Λογγοβάρδων» σε επιμέλειά της Drew K. Fischer, η Βιογραφία του Καρλομάγνου («Vita Caroli») του Einhard, η «Αναφορά περί της πρεσβείας εις Κωνσταντινούπολιν» («Relatio de legatione Constantinopolitana») του Λιουτπράνδου της Κρεμόνας, η «Χρονογραφία» του Θεοφάνη, οι «Επιστολές» του Πατριάρχη Νικολάου Μυστικού, το «Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν» του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου και το έπος του «Διγενή Ακρίτα». Κανένα από τα συμπεράσματα του Ρωμανίδη δεν βρίσκεται σε αντίθεση με τις πηγές που εξετάσαμε.
Μέχρι σήμερα δεν έχουμε υπόψη μας κάποια συνεκτική αντίκρουση των θέσεων του Ρωμανίδη. Θα παρουσιάσουμε, πάντως, στη συνέχεια πέντε κριτικές που έχουν εγερθεί κατά καιρούς στις απόψεις του.
Αναγνωρίζει ότι αυτό το όραμα είναι ουτοπικό, αλλά σπεύδει να προσθέσει ότι είναι λιγότερο ουτοπικό από το σημερινό όραμα της Ενωμένης Ευρώπης: «Εφ’ όσον ήδη προσπαθούν κάτι παρόμοιον να κάμουν οι σημερινοί Ευρωπαίοι διατί να μη επιδιώξουν την ολιγώτερον ουτοπιστικήν και ιστορικώς πραγματικήν ενότητα των Ρωμαίων προγόνων των;»
(α) Ίσως η κυριότερη συνολική κριτική του έργου του Ρωμανίδη προέρχεται από τον Vladimir Moss στη μελέτη «Against Romanides — A Critical Examination of the Theology of Fr. John Romanides» (2012). Σε ό,τι αφορά το ιστορικό σκέλος, ο Moss διαφωνεί με το Ρωμανίδη υποστηρίζοντας ότι:
(i) Οι Φράγκοι ήταν οι μόνοι εξαρχής Ορθόδοξοι από όλους τους βαρβαρικούς λαούς που εγκαταστάθηκαν στο έδαφος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (οι άλλοι είχαν ασπαστεί τον Αρειανισμό). Συνεπώς οι «κατακτήσεις» των Φράγκων, όπως π.χ. επί Χλωδοβίκου, γύρω στο 510, πανηγυρίστηκαν από τους Ρωμαίους της Δύσης ως «απελευθέρωση» και όχι ως κατάκτηση. (σ.73)
Για να στηρίξει το επιχείρημά του, ο Moss παραπέμπει στην Καθολική Εγκυκλοπαίδεια του 1917, όπου διαβάζουμε για τον Χλωδοβίκο φράσεις, όπως «Παντού εισήγαγε καλούς νόμους». Αυτό βεβαίως δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αξιόπιστη αντίκρουση. Άλλωστε, η ευνοϊκή αντιμετώπιση των Φράγκων από την Καθολική Εγκυκλοπαίδεια μάλλον επιβεβαιώνει παρά κλονίζει τον ισχυρισμό του Ρωμανίδη.
Επιπλέον, ο Moss παραπέμπει στην Ιστορία των Φράγκων του Γρηγορίου της Τουρ, γράφοντας ότι «πουθενά δεν αμφισβητεί τη νομιμότητα της Φραγκικής εξουσίας» (σ.74). Ο Ρωμανίδης διάβασε διαφορετικά τον Γρηγόριο της Τουρ ο οποίος: «έγραψεν Ιστορίαν των Φράγκων μέχρι το 591, δηλαδή 1) πριν καταλάβουν οι Φράγκοι πλήρως την ιεραρχίαν και 2) κατά την εποχήν κάποιας συνεργασίας μεταξύ Φράγκων και Ρωμαίων δια τα κοινά των προβλήματα. Παρά ταύτα, αν και ο Γρηγόριος εμπνέεται από την ονειροπόλον ελπίδα ότι οι Ρωμαίοι θα επηρεάσουν εν καιρώ καλώς τους Φράγκους και ότι θα καταφέρουν οι Ρωμαίοι κυρίως επίσκοποι να συνεχίσουν την διοίκησιν του πλήθους των κατακτηθέντων Ρωμαίων εκ μέρους των Φράγκων, δεν αποκρύπτει και τας μικροτέρας λεπτομερείας περί της αγριότητος και βαρβαρότητος των Φράγκων». (Ρωμηοσύνη, σ. 137, υποσημ.199)
Ο σκοπός της υπήρξε πάντοτε να διασώσει τη μέθοδο θεραπείας του ανθρώπου, που είχε χαθεί στους υπόλοιπους πολιτισμούς, και να τον οδηγήσει στη θέωση. Αυτός ο σκοπός δεν έχει καμιά σχέση με περιούσιους λαούς, εκλεκτούς ευγενείς και ιερές γλώσσες.
(ii) Η απομάκρυνση της Δυτικής Ευρώπης από την Ορθοδοξία, γράφει ο Moss, δεν μπορεί να αποδοθεί μόνο σε ένα γερμανικό φύλο που προσπαθούσε να καταστρέψει τη Ρωμαϊκότητα (σ.76). Στη σύγκρουση με την Κωνσταντινούπολη συμμετείχαν και Ρωμαίοι της Δύσης: ο Πάπας Στέφανος Β’ ζήτησε βοήθεια από το Φράγκο βασιλιά Πιπίνο το 754 και εξύβριζε τους «Γραικούς» σε επιστολή του. Ο Πάπας Αδριανός Α’ παρουσίασε το 785 τις Ψευδο-Ισιδώριες Διατάξεις που αποτέλεσαν το θεμέλιο των παπικών απαιτήσεων απολυταρχίας στους επόμενους αιώνες (σ.79). Ο Πάπας Λέων Γ’ ήταν ο κύριος κερδισμένος της στέψης του Καρλομάγνου το 800, διότι «απέκτησε έναν αυτοκράτορα “τσέπης” στη θέση του Ανατολικού Αυτοκράτορα» (σ.81).
Ο Moss παραπέμπει εκτενώς στο βιβλίο κάποιου Γάλλου ηγουμένου του 19ου αιώνα (Guettee) για να εξιστορήσει τη σχέση παπισμού και Καρλομάγνου. Απορεί ο αναγνώστης πώς είναι δυνατόν ένα συμβατικό βιβλίο, που εκδόθηκε πριν 150 χρόνια και επαναλαμβάνει την κατεστημένη άποψη, να θεωρείται αντίκρουση του Ρωμανίδη. Σε κάθε περίπτωση, ο Ρωμανίδης είχε ήδη απαντήσει σε όλα αυτά και ειδικά για τις Ψευδο-Ισιδώριες Διατάξεις θεωρούσε ότι αποτέλεσαν τη γραμμή άμυνας των Ρωμαίων Παπών κατά της Φραγκικής επίθεσης. Επίσης, είναι δύσκολο να πειστούμε ότι ο Πάπας κέρδισε κάτι έναντι του Καρλομάγνου, πέρα από τον προσωρινό κατευνασμό του στρατοκράτη ηγεμόνα. Άλλωστε, όπως γράφει αμέσως πιο κάτω ο Moss, ο Καρλομάγνος αγνόησε τον Πάπα, όταν επρόκειτο να στέψει το γιό του Λουδοβίκο αυτοκράτορα (σ.81).
Παρά τις μανιχαϊστικές απλοποιήσεις των επικριτών του, ο Ρωμανίδης έχει παρουσιάσει μια πολύ πιο σύνθετη απεικόνιση αυτής της περιόδου. Δεν έχει καμιά σχέση με τη «φυλετική θεωρία» για την οποία τον κατηγορεί ο Moss (σ.96) και δεν θεωρεί ότι όλοι οι δυτικοί Ρωμαίοι ήταν οι «καλοί» της Ιστορίας. Σε μια εποχή αφόρητων πιέσεων και ξενικής κατοχής, αρκετοί συμβιβάστηκαν με τους Φράγκους είτε για λόγους τακτικής είτε για λόγους πεποίθησης. Οι αλλεπάλληλες μεταβολές στον παπικό θρόνο, ειδικά τον 10ο αιώνα, αντανακλούσαν τις διακυμάνσεις στην ισορροπία δυνάμεων Φράγκων και Ρωμαίων της Ρώμης.
Πάντως, ακόμη και υπό τις δυσκολότερες συνθήκες φραγκικής πίεσης, οι Πάπες παρέμειναν Ορθόδοξοι στο δόγμα, γι’ αυτό και τα ονόματά τους καταγράφονταν στα δίπτυχα της Κωνσταντινούπολης μέχρι το 1009. Το χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο ίδιος ο Λέων Γ’, ο Πάπας που έστεψε τον Καρλομάγνο το 800. Όταν οι Φράγκοι ανακήρυξαν σε δόγμα την προσθήκη του φιλιόκβε στο Σύμβολο της Πίστεως (Σύνοδος Άαχεν 809), ο Λέων απάντησε με τη χάραξη του Συμβόλου χωρίς το φιλιόκβε σε δυο ασημένιες πλάκες στο ναό του Αγίου Πέτρου με την επιγραφή «ταύτα Λέων έθηκα δι’ αγάπην και φύλαξιν της ορθοδόξου πίστεως» (Ρωμηοσύνη σελ. 59). Επρόκειτο για κίνηση ύψιστης γενναιότητας, όταν οι αήττητες στρατιές του Καρλομάγνου βρίσκονταν ακόμη στην Ιταλία.
(iii) Όπως και οι περισσότεροι αναγνώστες του Ρωμανίδη, ο Moss απορρίπτει τη ριζοσπαστική άποψη ότι στη Γαλλική Επανάσταση εξεγέρθηκαν οι Γαλλο-Ρωμαίοι δουλοπάροικοι εναντίον των Φράγκων κυριάρχων. Την αποκαλεί απλώς «ανοησία» (“nonsense”) και θεωρεί ότι με κάτι τέτοια ο Ρωμανίδης «αναχώρησε από την ιστορία για το βασίλειο της φαντασίας» (σ.94). Ωστόσο νεώτεροι ξένοι ερευνητές έχουν εντοπίσει στοιχεία που υποστηρίζουν τον Ρωμανίδη. Στην ενδιαφέρουσα μελέτη του με τίτλο “Τhe Franks”, ο Edward James παραθέτει μια φράση από επιστολή της Αικατερίνης της Μεγάλης, κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης, όπου η τσαρίνα γράφει: «Δεν βλέπετε τι γίνεται στη Γαλλία; Οι Γαλάτες διώχνουν τους Φράγκους». Συνεπώς, στις μεγάλες Αυλές της Ευρώπης ήταν γνωστό το τι συνέβαινε, έστω κι αν οι επαναστάτες αποκαλούνται «Γαλάτες» αντί «Ρωμαίοι»…
Η Ρωμαιοσύνη αποδείχτηκε ανά τους αιώνες η κατ’ εξοχήν υπέρβαση του εθνικισμού. Ενέταξε και αφομοίωσε ποικίλους λαούς διαφόρων γλωσσικών προελεύσεων, χωρίς να δίνει σημασία ούτε στον τόπο καταγωγής ούτε στην κοινωνική θέση.
(β) Πέρα από τη συνολική κριτική του Moss, οι άλλες επιμέρους κριτικές που έχουν δημοσιευτεί είναι πολύ πιο λιτές. Ο Α. Nichols, Καθολικός ιερέας και πανεπιστημιακός καθηγητής, σε μια ενδελεχή επισκόπηση των κορυφαίων Ορθόδοξων θεολόγων του 20ου αιώνα, χαρακτηρίζει τη «Ρωμηοσύνη» ως ένα «περίεργο έργο», αλλά η μόνη αντίκρουση που προσφέρει είναι η εξής: «Το κύριο πρόβλημα με αυτή την ιστορική διατριβή είναι ότι οι Δυτικοί βάρβαροι, αντί να επιθυμούν να ξαναφτιάξουν τη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κατ’ εικόνα τους, και έτσι να διαρρήξουν τα δεσμά της με την Ανατολή, ήταν πάρα πολύ ευτυχείς να αποδεχθούν οποιαδήποτε κληρονομιά της, είτε πολιτιστική, γλωσσική η θρησκευτική, που ο ελληνο-ρωμαϊκός κόσμος στο σύνολό του θα μπορούσε να τους προσφέρει».
Η παρατήρηση του Nichols θα μπορούσε να ισχύει, εν μέρει, για τους αρχικούς κατακτητές της Ιταλίας, τους Οστρογότθους, οι οποίοι υιοθέτησαν όντως αρκετά εξωτερικά χαρακτηριστικά της ρωμαϊκής διακυβέρνησης. Δεν ήταν, όμως, αυτοί που άφησαν τη μόνιμη σφραγίδα τους στη Δυτική Ευρώπη. Μετά την ήττα τους από τον Ιουστινιανό, εξαφανίστηκαν από το προσκήνιο της Ιστορίας και η εξέλιξη της Δυτικής Ευρώπης καθορίστηκε από τους Φράγκους. Οι Φράγκοι επέλεξαν τη σύγκρουση με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, όχι μόνο σε πολιτικό επίπεδο, αλλά και σε πολιτιστικό και θεολογικό. Επομένως, δεν πρέπει να αισθάνονταν «πάρα πολύ ευτυχείς να αποδεχθούν οποιαδήποτε κληρονομιά της». Πάντως είναι αξιοπρόσεκτο ότι ο Nichols, παρά το ανωτέρω σχόλιό του, θεωρεί τον Ρωμανίδη ως έναν από τους κορυφαίους θεολόγους του κόσμου του 20ου αιώνα.
(γ) Μια κριτική που φαίνεται να υπολανθάνει σε διάφορα σχόλια Ελλήνων για τις θέσεις του Ρωμανίδη είναι ότι η ενασχόληση με τα ιστορικά εθνικά μας ονόματα είναι αναχρονιστική και ότι το ζήτημα του εθνικού ονόματος δεν έχει καμιά ουσιαστική σημασία σήμερα. Ωστόσο, όπως απέδειξε η εμπειρία των τελευταίων 20 ετών, όπου η Ελλάδα έχει εμπλακεί σε μια άλυτη διπλωματική διαμάχη για το όνομα γειτονικού κράτους, τα εθνικά ονόματα δεν αποτελούν αθώες επιλογές. Αντίθετα, κουβαλούν σύνθετους συμβολισμούς, περικλείουν εδαφικές διεκδικήσεις, επανακαθορίζουν τις ιστορικές επιλογές και τροφοδοτούν τα πολιτιστικά επιτεύγματα του μέλλοντος. Συνεπώς, είναι εντελώς απαραίτητη η σωστή γνώση των εθνικών ονομάτων και του συμβολικού βάρους που μεταφέρουν.
Η άποψη ότι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, πριν την εισβολή των βαρβαρικών φυλών, ήταν δίγλωσση είναι πλέον αποδεκτό συμπέρασμα των σύγχρονων ερευνητών. Για την ακρίβεια, η πλειοψηφία του πληθυσμού μιλούσε ελληνικά, όπως έχει υποστηρίξει πειστικά ο κορυφαίος σύγχρονος μελετητής της Ύστερης Αρχαιότητας, ο Πήτερ Μπράουν.
(δ) Μια επιφανειακή ανάγνωση του έργου του Ρωμανίδη μπορεί να οδηγήσει στην εντύπωση ότι η κατάληξη των απόψεών του είναι ένας ιδιότυπος εθνικισμός. Αντί για τον νεοελληνικό εθνικισμό, αναφύεται ένας «ρωμηοσυνικός» εθνικισμός. Οι Ρωμηοί ταυτίζονται με τους Ορθόδοξους Χριστιανούς αποκλείοντας άλλους λαούς από την ορθή πίστη. «Δεν μπορεί ένας Κινέζος να είναι Ορθόδοξος; Γιατί να ταυτιστεί η Ρωμηοσύνη με την Ορθοδοξία;» είναι το εύλογο ερώτημα.
Στην πραγματικότητα ο Ρωμανίδης έβλεπε τη Ρωμαιοσύνη ως κάτι πολύ ευρύτερο από τα όρια ενός έθνους, έστω και του ρωμαϊκού – αν υποτεθεί ότι μπορούμε να μιλήσουμε για «ρωμαϊκό έθνος». Η Ρωμαιοσύνη ήταν ένας οικουμενικός πολιτισμός που περιλάμβανε τον Ελληνισμό στην οικουμενική του διάσταση. Ο Χριστιανισμός χρησιμοποίησε μεν στην ορολογία του την ελληνική γλώσσα, αλλά κάθε λαός μπορεί να εντάξει στη δική του παράδοση την ελληνορωμαϊκή χριστιανική κληρονομιά. Μάλιστα, ούτε οι νεοέλληνες έχουν κάποια προνομιακή μεταχείριση λόγω εθνικής καταγωγής. Αντίθετα, στο βαθμό που αγνοούν την ιστορία της Ρωμηοσύνης, έχουν αποδεχθεί την προπαγάνδα των δυτικοευρωπαίων και έχουν μετατραπεί σε Γραικύλους.
Παρά τους ισχυρισμούς διαφόρων επικριτών, η Ρωμαιοσύνη αποδείχτηκε ανά τους αιώνες η κατ’ εξοχήν υπέρβαση του εθνικισμού. Ενέταξε και αφομοίωσε ποικίλους λαούς διαφόρων γλωσσικών προελεύσεων, χωρίς να δίνει σημασία ούτε στον τόπο καταγωγής ούτε στην κοινωνική θέση. Ο σκοπός της υπήρξε πάντοτε να διασώσει τη μέθοδο θεραπείας του ανθρώπου, που είχε χαθεί στους υπόλοιπους πολιτισμούς, και να τον οδηγήσει στη θέωση. Αυτός ο σκοπός δεν έχει καμιά σχέση με περιούσιους λαούς, εκλεκτούς ευγενείς και ιερές γλώσσες.
Ο ίδιος ο Ρωμανίδης τονίζει συνεχώς τη διαφορά της Ρωμηοσύνης από τους εθνικισμούς: «Ναι μεν ο Ρωμηός έχει απόλυτον πεποίθησιν εις την Ρωμηοσύνην του, αλλά ούτε φανατικός ούτε μισαλλόδοξος είναι και ούτε έχει καμμίαν ξενοφοβίαν. Αντιθέτως αγαπά τους ξένους ουχί όμως αφελώς. Τούτο διότι γνωρίζει ότι ο Θεός αγαπά όλους τους ανθρώπους και όλας τας φυλάς και όλα τα έθνη χωρίς διάκρισιν και χωρίς προτίμησιν». Και λίγο παρακάτω: «Δια τούτο η Ρωμηοσύνη είναι αυτοπεποίθησις, ταπεινοφροσύνη, και φιλότιμον και όχι κίβδηλος αυτοπεποίθησις, ιταμότης και εγωϊσμός. Ο ηρωϊσμός της Ρωμηοσύνης είναι αληθής και διαρκής κατάστασις του πνεύματος και όχι αγριότης, βαρβαρότης και αρπακτικότης» .
Στην ενδιαφέρουσα μελέτη του με τίτλο “Τhe Franks”, ο Edward James παραθέτει μια φράση από επιστολή της Αικατερίνης της Μεγάλης, κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης, όπου η τσαρίνα γράφει: «Δεν βλέπετε τι γίνεται στη Γαλλία; Οι Γαλάτες διώχνουν τους Φράγκους». Συνεπώς, στις μεγάλες Αυλές της Ευρώπης ήταν γνωστό το τι συνέβαινε, έστω κι αν οι επαναστάτες αποκαλούνται «Γαλάτες» αντί «Ρωμαίοι»…
(ε) Τέλος, μια γενικότερη και αρκετά πειστική κριτική χαρακτηρίζει ουτοπικά τα συμπεράσματα της έρευνας του Ρωμανίδη. Κλείνοντας την μελέτη των έργων του, πολλοί αναγνώστες θα οδηγηθούν στο συμπέρασμα ότι ο συγγραφέας παροτρύνει σε μια ανασύσταση της Ρωμαίϊκης Αυτοκρατορίας σήμερα. Πράγματι, οι τελευταίες σελίδες της «Ρωμηοσύνης», στον Επίλογο, μοιάζουν σαν μεγαλόπνοο πολιτικό μανιφέστο για την επιστροφή της «τευτονοποιηθείσης» Ευρώπης στον «ελληνικό πολιτισμό των Ρωμαίων»:
«Οι εν τη Δύσει απόγονοι των Ρωμαίων όχι μόνον ανέτρεψαν την ταξικήν ευγένειαν και θεολογίαν του φεουδαλισμού των κατακτητών των, αλλά είναι ώριμοι δι’ επάνοδον εις την Ρωμαιοσύνην των προγόνων των την οποίαν οι εν Ανατολή Ρωμαίοι διατηρούν μέχρι σήμερον με το πλήθος των πολιτιστικών της εκδηλώσεων το οποίον κάποτε υπήρχε και εις την δυτικήν Ρωμαιοσύνην». (σ.273)
Στη συνέχεια, «…. αποτευτονοποιηθείσα ή έστω και υπό διαστρεβλωμένην μορφήν διασωθείσα εν δυτική Ευρώπη ρωμανόφωνος και κελτόφωνος Ρωμαιοσύνη επανέρχεται εις την αρχικήν της εθνικήν, θρησκευτικήν, και πολιτικήν ενότητα αφού καταργείται ούτω το τευτονικόν πνεύμα τεμαχισμού των απογόνων των Ρωμαίων εις μικρά εγωκεντρικά και ιδιοτελή κράτη». (σ.275)
Πρόκειται φυσικά για μια ουτοπία. Όπως, άλλωστε, ουτοπία ήταν η διακήρυξη ελάχιστων Εβραίων της Διασποράς το 1897 για επιστροφή του διασκορπισμένου επί 2000 χρόνια εβραϊκού λαού στη Γη της Επαγγελίας, με πρωτεύουσα την Ιερουσαλήμ. Δεν χρειάστηκαν, όμως, πάνω από 50 χρόνια για να πραγματοποιηθεί…
Ο Ρωμανίδης αναγνωρίζει ότι αυτό το όραμα είναι ουτοπικό, αλλά σπεύδει να προσθέσει ότι είναι λιγότερο ουτοπικό από το σημερινό όραμα της Ενωμένης Ευρώπης: «Εφ’ όσον ήδη προσπαθούν κάτι παρόμοιον να κάμουν οι σημερινοί Ευρωπαίοι διατί να μη επιδιώξουν την ολιγώτερον ουτοπιστικήν και ιστορικώς πραγματικήν ενότητα των Ρωμαίων προγόνων των;» Και είναι περισσότερο ουτοπικό το όραμα της Ενωμένης Ευρώπης διότι:
«Ως είναι σήμερον η τευτονοποιηθείσα Ευρώπη ουδέποτε θα ενωθή διότι κυριαρχείται από το ρατσιστικόν, φυλετικόν, διασπαστικόν, ευδαιμονιστικόν, και εκμεταλλευτικόν πνεύμα των Τευτόνων το οποίον αναζητεί την καθυπόταξιν και εκμετάλλευσιν των λαών υπό μικρών ιδιοτελών ομάδων» (σ.275).
Όπως απέδειξε η εμπειρία των τελευταίων 20 ετών, όπου η Ελλάδα έχει εμπλακεί σε μια άλυτη διπλωματική διαμάχη για το όνομα γειτονικού κράτους, τα εθνικά ονόματα δεν αποτελούν αθώες επιλογές. Αντίθετα, κουβαλούν σύνθετους συμβολισμούς, περικλείουν εδαφικές διεκδικήσεις, επανακαθορίζουν τις ιστορικές επιλογές και τροφοδοτούν τα πολιτιστικά επιτεύγματα του μέλλοντος. Συνεπώς, είναι εντελώς απαραίτητη η σωστή γνώση των εθνικών ονομάτων και του συμβολικού βάρους που μεταφέρουν.
Στην εποχή του Μνημονίου, καθώς οι λαοί της Ευρώπης απομακρύνονται ολοένα ο ένας από τον άλλο και αλληλοβρίζονται εκτοξεύοντας ρατσιστικά σλόγκαν, τα λόγια του Ρωμανίδη ακούγονται, για άλλη μια φορά, προφητικά…
Ολοκληρώνοντας αυτή τη σύντομη αναφορά, μπορούμε να συνοψίσουμε συμπεραίνοντας πως, εκτός από κορυφαίος θεολόγος παγκοσμίως, ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης υπήρξε και ένας πρωτοπόρος ιστορικός. Χρησιμοποίησε διάσπαρτες μεμονωμένες πληροφορίες που διέλαθαν της προσοχής άλλων ερευνητών και τις συνέθεσε σε μια εντελώς καινούργια σύλληψη, η οποία άντεξε στο χρόνο και στις κριτικές. Αυτή η μεγαλόπνοη σύνθεση συνδυάζει την ιστορική έρευνα με τη θεολογική πρόταση και είναι γερά θεμελιωμένη στην παράδοση τόσο της Εκκλησίας όσο και του ορθόδοξου λαού. Γι’ αυτό και θα παραμείνει πολύτιμο κτήμα για τις μελλοντικές γενεές όλης της ανθρωπότητας.