Κολλυβάδες και Θεία Λατρεία Κολλυβάδες και Θεία Λατρεία του Αρχιμ. Νικόδημου Σκρέττα, Επίκουρου Καθηγητή του Α.Π.Θ.

Α΄. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ.

Ἡ περίοδος τῆς Τουρκοκρατίας1, ἐποχὴ ἐντόνων ζυμώσεων καὶ ἀνατρο-πῶν, ὡς πρὸς τὶς πολιτικὲς καταστάσεις καὶ τὰ φυλετικὰ ζητήματα παγκοσμίως, ὑπῆρξε γιὰ τὸ Ἑλληνικὸ Γένος καὶ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς» ἡ μεγάλη καὶ πιὸ ἐπικίνδυνη δοκιμασία, ὡς πρὸς τὴ συνέχεια καὶ τὴν ταυτότητα τοῦ πρώτου καὶ ὡς πρὸς τὶς ἐνίο-τε καταλυτικὲς καὶ νεκρωτικὲς τυποποιήσεις στὸν χῶρο τῆς δευτέρας, ἰδιαίτερα ὅσον ἀφορᾶ στὰ θέματα τῆς λατρείας γενικὰ καὶ τῆς λειτουργικῆς βιώσεως τοῦ πληρώματός της εἰδικότερα2.

Ὁ κοινωνικός, πνευματικὸς καὶ ἠθικὸς βίος τῶν Ἑλλήνων, κατὰ τὴν περίοδο αὐτή, σχοινοβατεῖ ἀνάμεσα στὸ παλαιὸ καὶ τὸ νέο, ἀνάμεσα στὴ διαφύλαξη τῆς παράδοσης καὶ τὴν ἀνατρεπτικὴ νεοτερικότητα3, ἐνῶ οἱ αἰῶνες τῆς δουλείας ἐμετρῶντο μέσα στὸ πλαίσιο μιᾶς ἀγωνιώδους πορείας διατηρήσεως τῶν πνευματικῶν ζωπύρων τοῦ Γένους4.

Παράλληλα μὲ μιὰ ἔντεχνα ἐξιδανικευόμενη κίνηση ἐπιστροφῆς, μέσῳ τῆς θεωρίας τῆς «μετακένωσης»5, τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ στὴν κοιτίδα του6, μετὰ ἀπὸ τὴ δυτική του μετανάστευση, ἐπιχειρήθηκε δυστυχῶς ἡ ἄκριτη εἰσροὴ καὶ ἀποδοχὴ τῶν δυτικῶν προτύπων, ἰδεῶν καὶ θεωριῶν τοῦ λεγομένου «δυτικοῦ διαφωτισμοῦ» στὴ χειμαζόμενη ὀρθόδοξη Ἑλλάδα ὡς θρυλλούμενος «Νεοελληνικὸς Διαφωτισμός»7. Ἡ κίνηση αὐτή, ἀλλοτριωμένη ἀπὸ ὑφέρπουσα ἀρχαιολατρία, ἀναζητεῖ δυτικοὺς φωτιστές, ποὺ θεωρήθηκαν ἀπὸ τὸν Ἀδαμάντιο Κοραὴ ὡς κληρονόμοι τῆς βαρύτιμης προίκας τῶν προγόνων μας8. Τὴ θεανθρωποκεντρικὴ ἡσυχαστικὴ παράδοση τῆς Ἑλληνορθόδοξης Ρωμηοσύνης πρόβαλαν, ἔναντι τῆς κοσμικῆς ἀνθρωποκεντρικῆς θέασης τοῦ κόσμου, στὴν καιριότερη χρονικὴ στιγμὴ τῶν ζυμώσεων, τὸν ιη΄ αἰώνα, οἱ φιλοκαλικοί, νηπτικοὶ καὶ νεοησυχαστὲς Κολλυβάδες πατέρες9. Στὴ θέση ὅτι ὁ ὀρθὸς λόγος καὶ ἡ νοησιαρχία εἶ-ναι ὁ μοναδικὸς ὁδηγὸς τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ στὸν ἀφηρημένο στοχαστικὸ-φιλοσοφικὸ σχολαστικισμό, ἀντέταξαν τὰ ἐμπειρικὰ-ἀσκητικὰ γνωσιολογικὰ κριτήρια τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως, στὸ πλαίσιο κυρίως τῆς κολλυβαδικῆς ἔριδας, ὅπως εἶχε γίνει καὶ παλαιότερα στὶς ἀντιθέσεις περὶ τῆς τιμῆς τῶν εἰκόνων καὶ τοῦ ἡσυχασμοῦ-ἀντιησυχασμοῦ10.

Ἡ σύγκρουση τοῦ παραδοσιακοῦ μὲ τὸ εἰσαγόμενο ἀλλότριο νεοτερικὸ ἦταν ἀναπόφευκτη. Ἡ μία μερίδα, μπολιασμένη μὲ στοιχεῖα ἀναιρετικὰ τῆς ταυτότητας τοῦ Γένους, κινήθηκε ἀπὸ τὴν ἁπλὴ θρησκευτικὴ ἀδιαφορία μέχρι τὶς ἀπροκάλυπτες ἀθεϊστικὲς τάσεις11. Ὅσοι παρέμειναν συνδεδεμένοι μὲ τὴν πατερικὴ καὶ ριζωμένοι στὴ ρωμαίϊκη παράδοση ἀποτίμησαν

ψυχραιμότερα καὶ νηφαλιότερα τὶς νέες εὐρωπαϊκὲς προοδευτικὲς ζυμώσεις12 καὶ μὲ κόπους πολλοὺς συγγραφικοὺς καὶ ἐκδοτικούς, ὅπως χαρακτηριστικὰ ἔπραξαν οἱ φιλοκαλικοὶ Κολλυβάδες, δημιούργησαν ἕναν ὀρθόδοξο, ἀναμορφωτικὸ καὶ ἀναγεννητικὸ ἑλληνότροπο διαφωτισμό13. Ἔτσι, ὡς ἀπάντηση συγκροτημένη στὴν πρόκληση τοῦ Διαφωτισμοῦ, κατὰ τὸ β΄ μισὸ τοῦ ιη΄ αἰώνα, ἐκδηλώθηκε τὸ μεταμορφωτικό, ἡσυχαστικὸ καὶ φιλοκαλικὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων πατέρων, οἱ ὁποῖοι ἐνεργῶς διακόνησαν, μὲ ἔργο καὶ λόγο, μὲ γραφίδα καὶ βίο, μὲ συγγραφὲς καὶ ἐκδόσεις, μὲ μεταφραστικὸ πλουτισμὸ καὶ πρωτότυπη θεολογικολειτουργικὴ καὶ κανονικὴ παραγωγή, μὲ συναξαριστικὲς συλλογὲς καὶ νεομαρτυρικὲς προαλείψεις, μὲ ἄσκηση καὶ μαρτύριο συνειδήσεως, μὲ ἔνσταση ὑπὲρ τῆς παραδόσεως (καὶ ὡς πρὸς τὴν ἀνόθευτη πίστη, καὶ ὡς πρὸς τὸ ἀπαραχάρακτο ἦθος, καὶ ὡς πρὸς τὶς καταλυτικὲς τῆς θείας λατρείας τυποποιήσεις καὶ ἀνατροπές), τὸν ἀληθὴ ἁγιοπατερικὸ καὶ ρωμαίϊκο διαφωτισμὸ τοῦ Γένους.

Οἱ πρωτοστάτες τοῦ φιλοκαλικοῦ κινήματος, οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας Μακάριος Νοταρᾶς, Νικόδημος Ἁγιορείτης, Ἀθανάσιος Πάριος, Νήφων ὁ Κοινοβιάρχης, ἀλλὰ καὶ οἱ Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης, Χριστόφορος Προδρομίτης, Ἰάκωβος Πελοποννήσιος, Παΐσιος Καλλιγράφος, Παρθένιος Ζωγράφος, Ἀγάπιος Κύπριος κ.ἄ., ἐκ τῆς εὐρυτέρας χορείας τῶν Κολλυβάδων, ἀντέταξαν στὰ δυτικὰ «φῶτα» τοῦ Διαφωτισμοῦ τὸ φῶς τῆς βιούμενης στὴ ζωντανὴ λατρεία ὀρθοδόξου ἀνατολικῆς παραδόσεως, στὸν δρόμο τῆς ἀλαζονικῆς καὶ νοησιαρχικῆς πολυγνωσίας τὸν ἁγιοπατερικὸ δρόμο τῆς καθαιρόμενης, φωτιζόμενης καὶ θεούμενης χαρισματικὰ ὕπαρξης, στὰ πρόσωπα τῶν σοφῶν κατὰ κόσμον καὶ σπουδαγμένων ἀνθρώπων τοὺς θεουμένους ἁγίους καὶ τοὺς ἡρωϊκοὺς νεομάρτυρες, τῶν ὁποίων διὰ ποικίλων μέσων κατεστάθησαν πνευματικοὶ πρὸς τὸ μαρτύριο ἀλεῖπτες.

Ἡ ἔνσταση λοιπὸν τῶν φιλοκαλικῶν ἦταν ὑπὲρ τῆς παραδόσεως μὲ ἐπίγνωση καὶ βίωμα. Τὸ κίνημά τους, ἀναμορφωτικὸ καὶ ἀναγεννητικό, ἀγωνίσθηκε γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν ὀρθοδόξων πιστῶν στὴ σεβάσμια ἀρχαία παράδοση καὶ τοὺς ἀκατάλυτους λειτουργικοὺς θεσμοὺς τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτὰ βιώθηκαν καὶ ἐκφράσθηκαν ἀπὸ τὴν πατερικὴ θεολογία καὶ διδαχή, τῆς ὁποίας ἦταν βαθεῖς γνῶστες καὶ μελετητὲς καὶ πάντως ὄχι εὐκαιριακοὶ ἐπιφανειακὰ ἐνασχολούμενοι ἐρασιτέχνες.

Ὡς οἱ πιὸ λόγιοι καὶ μορφωμένοι διδάσκαλοι καὶ πατέρες τοῦ Ἁγίου Ὄρους κατὰ τὴν περίοδο αὐτή14, ἐκφραστὲς τῆς ἀνόθευτης λειτουργικῆς θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας, δὲν καινοτομοῦν ἀντορθοδόξως, ἀλλὰ προβάλλουν θεόσοφα τὸν ἐμπειρικὸ δρόμο τῆς βιούμενης Ὀρθοδοξίας ἀπὸ τὶς πιὸ καθαρὲς πηγές της, τοὺς βίους τῶν θεουμένων, τὰ συγγράμματα τῶν ἐξεχόντων θεολόγων πατέρων, τὶς ἑρμηνεῖες τῶν μυσταγωγῶν τῆς λατρείας, τὶς προαιώνιες προβλέψεις τῶν Τυπικῶν καὶ τῶν λειτουργικῶν βιβλίων, τὸν ταπεινὸ σεβασμὸ πρὸς τὸ μυστήριο τῆς εὐσεβείας καὶ τὴν ἄκρα τιμὴ πρὸς τὴν κανονικὴ παράδοση. Μία πορεία ὄχι καινοφανής, πείσμων, ἐριστική, στασιαστική, ἀντιδραστικὴ καὶ ἰδιογνωμική, ἀλλὰ ἕνας δρόμος ἁγιοπατερικός, ἡσυχαστικός, φιλοκαλικός, μυσταγωγικός, ἱεροκανονικὸς καὶ λειτουργικός, ὁ ὁποῖος καταλήγει μὲ ἀδιάρρηκτη συνέχεια σ᾽ αὐτοὺς καὶ ἐκφράζεται ἀπλανῶς

 

 

Share Button