Λίγο προ του 1980 επισκέφθηκε τον Γέροντα Εφραίμ ένας νεαρός ειρηνοδίκης. Τον βρήκε στην κουζίνα να κάνει εργόχειρο. Έπαιρνε σφραγίδες από το ζεστό νερό της κατσαρόλας που σιγόβραζε πάνω στην πυροστιά του τζακιού, και τις χάραζε.
Έβαλε μετάνοια και κάθισε στο κοντινό σεντούκι.
– Λοιπόν, τι έχουμε; κι έστρεψε ο Γέροντας το διαπεραστικό του βλέμμα στον νέο.
– Έχω προβλήματα, Γέροντα, διάφορα προβλήματα.
– Κάθε πότε εξομολογείσαι;
– Γέροντα –διστακτικά ο νέος– δεν εξομολογούμαι.
– Ε, τότε τα προβλήματα είναι φυσικό να βρίθουν.
– Μα, δεν έχω τι να εξομολογηθώ!
– Να σου πω εγώ τι να εξομολογηθείς. Θα πας τότε;… Είδες στον δρόμο να περνάει μια κοπέλα και σκέφτηκες κάτι πονηρό. Τι λες;
– Εντάξει, Γέροντα, θα πάω να εξομολογηθώ.
Έφυγε. Πέρασαν μερικοί μήνες και ξαναεμφανίστηκε.
– Καλώς τον Ευθυμάκο! Λοιπόν, εξομολογήθηκες;
– Ναι, Γέροντα.
– Και ο πνευματικός σε άφησε να μεταλάβεις; ρώτησε διερευνητικά.
– Μου είπε να μεταλαμβάνω κάθε 15 μέρες.
– Α, καλά, έκανε ευχαριστημένος ο Γέροντας. Και μας έλεγε ύστερα: «Κατάλαβα ότι δεν είχε μεγάλα προβλήματα το παιδί».
Όμως ο νέος συνέχισε τη συνομιλία προβάλλοντας το παράπονό του, ότι δεν έχει χρόνο να προσευχηθεί, λόγω φόρτου υπηρεσιακής εργασίας που του τρώει ακόμη και τις ελεύθερες ώρες.
Χαμογέλασε ο Γέροντας, και με πρακτικό ύφος:
– Θα σου δείξω εγώ πώς να προσεύχεσαι, και μου λες αν μπορείς ή όχι.
Ακούμπησε το εργόχειρό του δίπλα, σηκώθηκε, τίναξε τα ξυλαράκια απ’ την ποδιά του, και ψηλός, λευκογένειος, ιεροπρεπής πλησίασε τον νιπτήρα λέγοντας:
– Είναι πρωί και σηκώθηκες από τον ύπνο.
Άνοιξε ο Γέροντας το νερό και άρχισε με απλές κινήσεις να πλένει τα χέρια και το πρόσωπό του επαναλαμβάνοντας γλυκά και παρακλητικά, «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Πλησίασε την πετσέτα και σκουπίστηκε συνεχίζοντας και την ευχή. Μετά στράφηκε με το φωτεινό του πρόσωπο στον νέο και ρώτησε επιτακτικά:
– Αυτό μπορείς να το κάνεις;
– Ε, μπορώ, Γέροντα, ομολόγησε αφοπλισμένος εκείνος.
– Πρόσεχε, όμως, συνέχισε ο Γέροντας. Θα το κάνεις κάθε μέρα. Όχι μια ναι, μια όχι. Διότι, όπως γράφει ο αββάς Ισαάκ ο Σύρος, «μεγάλη η δύναμις της μικράς πολιτείας της αεί γινομένης» (Έχει μεγάλη δύναμη η μικρή προσπάθεια, που γίνεται όμως πάντοτε. Αββά Ισαάκ, Λόγος 73)
– Και κάτι ακόμη, πρόσθεσε ο Γέροντας, αφού ξανακάθισε στο εργόχειρο κι ετοιμαζόταν ν’ αρχίσει.
– Στην αίθουσα που δικάζεις υπάρχει καμιά εικόνα του Χριστού ή της Παναγίας;
– Υπάρχει.
– Λοιπόν, πριν αρχίσεις να δικάζεις, θα στραφείς και θα πεις: «Χριστέ μου, φώτισέ με να μην αδικήσω κάποιον απ’ αυτούς τους ανθρώπους».
Και αμέσως κοφτά: – Μπορείς;
– Ε, εντάξει, μπορώ, Γέροντα.
– Αμ, δεν σου είπα να γίνεις δικηγόρος, για να μιλήσεις με τον Θεό, τελείωσε χαμογελώντας πειρακτικά.
Και σε άλλους όμως που προφασίζονταν οικογενειακά βάρη, πολλές ασχολίες και άλλα, έλεγε επανειλημμένως: «Εάν εγώ μέσα στην ησυχία των Κατουνακίων λέω εκατό ευχές τη μέρα και σεις μέσα στην τύρβη της πόλεως και τις υποχρεώσεις της εργασίας και της οικογένειας λέτε τρεις ευχές, είμαστε ίσα».
Τον ρωτούσαμε, μήπως είναι πολύ λίγη αυτή η προσευχή ακόμη και για τους κοσμικούς. Και μας έλεγε περίπου τα εξής: «Εάν ο άνθρωπος συνηθίσει να λέει κάθε μέρα, έστω από λίγο, όσο μπορεί, αλλά κάθε μέρα την ευχή, η καρδιά του σιγά-σιγά γλυκαίνεται και περιμένει πότε θα έρθει εκείνη η ώρα. Και όταν γλυκαθεί η καρδιά, από μόνος του κανείς ζητάει περισσότερο».
Εξάλλου και ο νεαρός ειρηνοδίκης άκουσε τη συμβουλή του Γέροντα και σιγά-σιγά αγάπησε τόσο την προσευχή, ώστε ήρθε μια μέρα και ζήτησε την ευλογία του να μονάσει στο Άγιον Όρος, πράγμα που προς μεγάλη χαρά όλων μας έγινε.
* * *
Όσους λίγους μπορούσε να δεχθεί, τους συμπεριφερόταν με πολλήν αγάπη και τους ανέπαυε βαθύτατα. Τα τελευταία χρόνια που ήταν αναγκασμένος να βρίσκεται για πολλές ώρες στο κρεβάτι, τους δεχόταν εκεί. Εβαζε τα χέρια του πάνω στο κεφάλι τους, ενώ γονάτιζαν μπρος στο κρεβάτι του, και προσευχόταν περίπου έτσι:
«Ο Θεός ο αιώνιος, το άναρχον, το ατελεύτητον, το ανεξιχνίαστον, το ακατάληπτον, το αμετάβλητον. Ο Θεός, ο Παράκλητος, το Πνεύμα της παρακλήσεως, το Πνεύμα της αγάπης, το Πνεύμα της ειρήνης, το Πνεύμα της γλυκύτητος, το Πνεύμα της υπομονής, το Πνεύμα της επιεικείας, το Πνεύμα της μακροθυμίας. Οικτίρμων και ελεήμων, μακρόθυμος και πολυέλεος. Εμείς τα αμαρτωλά Σου παιδιά, στο Όνομά Σου είμεθα βαπτισμένοι.
»Ει και αμαρτωλοί εσμεν, πάντως παιδιά Σου είμεθα. Σε παρακαλούμεν, ταις πρεσβείαις των Αγίων στείλε μία ακτίνα του θείου Σου πυρός και κάψε μας, πυρπόλησέ μας. Έλα μέσα στην ψυχή μας και κάνε φωλιά.
»Βοήθησέ μας, φώτισέ μας, ίνα Σε ακολουθήσωμε, ίνα Σε αναπαύσωμε, ίνα Σε ευαρεστήσωμε. Ίνα μία ημέρα απολαύσωμε και εμείς οι αμαρτωλοί και αχάριστοι άνθρωποι τα ανεκλάλητα και ανεκδιήγητα αγαθά, τα οποία ητοίμασε η πατρική Σου αγάπη για μας τους αμαρτωλούς.Ότι αινετόν και υπερύμνητον υπάρχει το Όνομά Σου εις τους απεράντους και ατελευτήτους αιώνας των αιώνων. Αμήν».
Από το βιβλίο: Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης. Έκδοση Ι. Ησυχ. «Άγιος Εφραίμ», Κατουνάκια Αγίου Όρους 2000, σελ. 132-4.