Ο Γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης και η Αγία κάρα του Οσίου Δαβίδ

 

Ο Γέροντας δεν είχε μόνο ευλάβεια στον ‘Όσιο Δαβίδ. Είχε και αφοσίωση κι  εμπιστοσύνη χωρίς όρια. Στο ναό, έπαιρνε την κάρα, όταν λείπανε ή νόμιζε ότι λείπανε οι άλλοι. Την έβαζε κάτω μπροστά του και γονατιστός ή  τέλεια μπρούμυτα παρακαλούσε. Παρακαλούσε τον Όσιο να του δίνει  ταπείνωση και υπακοή, γι’ αυτές (τις αρετές) ικέτευε με καυτά δάκρυα.  Τον παρακαλούσε για το μοναστήρι καί για τους άλλους, τους μοναχούς καί  όσους ζητούσανε τη βοήθεια του Αγίου…
Κάποτε  – κάποτε μάλιστα, όταν το ζητούσαν, ο π. Ιάκωβος πήγαινε την κάρα του  Οσίου Δαβίδ στα χωριά της βόρειας Εύβοιας. Πότε δω πότε κει. Τρέχανε οι  άνθρωποι να προσκυνήσουν. Αφήνανε καί τίποτα δραχμούλες… λίγες, μα  πολύ χρήσιμες για το μοναστήρι. Ο π. Ιάκωβος δε χάλαγε ούτε μία για τον  εαυτό του. Κι ερχότανε ημέρες, πού για όλη την ημέρα είχε να φάει μία  μικρή πατάτα. Τύχαινε, το χειμώνα προπαντός, να περιμένει, μήπως έρθει  κανένας από τη Λίμνη, να του φέρει λίγο ψωμάκι. Δε στενοχωριόταν για τον εαυτό του, ευκαιρία το ‘χε να νηστέψει περισσότερο. Μα όταν είχε στη  Μονή κάποιον, έπρεπε κάτι να του δώσει να φάει.
Έβαζε το μόνο αξιοπρεπές ρασάκι πού είχε, τα μπαλωμένα παπούτσια, το τράγινο  ταγάρι με την αγία κάρα καί πήγαινε. Φθινόπωρο ή άνοιξη, δεν είχε  ομπρέλα, κόστιζε πολλά γι’ αυτόν. Δεύτερο ράσο… ούτε συζήτηση! Καλά  παπούτσια… πού να βρεθούν; Το 1955, αρχές της άνοιξης, έκανε το Σταυρό του κι έφυγε με τα πόδια για το Σπαθάρι καί την Τσούκα (τη Ζωοδόχο  Πηγή, σήμερα). Έπρεπε να περπατήσει πέντε ώρες. Τα χωριά τα ήξερε, ως  λαϊκός είχε κάνει το χτίστη εκεί με τον πατέρα του. Όταν κόντευε να  φτάσει χάλασε ο καιρός. Έπρεπε να προλάβει τη βροχή. Τον πρόλαβε όμως  εκείνη. Η τίμια κάρα κινδύνευε με το νερό να πάθει ζημιά… θα ‘τανε καί ιεροσυλία να βραχεί. Κι ο ίδιος, πώς θα στεκόταν μούσκεμα με την κάρα,  να προσκυνήσουν οι χωρικοί; Θα χρειαζότανε να πάει σε κάποιο σπίτι, να  βγάλει ράσο και αντερί, να τον ιδούνε κάποιοι άνθρωποι… αυτό το ένιωθε κατάρα καί καταστροφή.
Οι πρώτες σταγόνες πέσανε κι από το νοτιά η μαυρίλα πλησίαζε. Τάχυνε όσο  μπορούσε το βήμα κι έσφιξε την τιμία κάρα στην αγκαλιά του. Της μίλησε  όπως ήξερε. Η βροχή έγινε δυνατή. Εκείνος όμως δε βρεχότανε. Περπάταγε  σκυφτός, με την κάρα στην αγκαλιά, καί βιαστικός. Γύρω του χάλαγε ο  κόσμος. Καταιγίδα φοβερή. Λες κι ανοίξανε οι ουρανοί. Ένα μέτρο γύρω του  (ναί, ένα μέτρο εμπρός, πίσω, δεξιά κι αριστερά), δεν έπεφτε σταγόνα!  Έφτασε στο χωριό κι έτρεξε στο ναό στεγνός… αυτός καί η Αγία κάρα!
Την άλλη μέρα το απόγευμα έπρεπε να επιστρέψει. Περίμενε τον ένα, περίμενε  τον άλλο να προσκυνήσει, άργησε. Για να φτάσει νωρίτερα, έκοψε από  μονοπάτια. Πέρασε τα Δαμνιά καί ανέβαινε. Έφτασε στο μεγάλο ρέμα -ή έτσι νόμισε- πιο κάτω από το μοναστήρι. Σκοτάδι. Δεν έβλεπε ούτε τη μύτη  του. Έχασε το μονοπάτι, δεν ήξερε που πάει. Έσφιξε δυνατά την Αγία κάρα  στην αγκαλιά του, της είπε ό,τι της είπε. Ήρθε ένα φωτάκι εμπρός του,  τον πήγε στο σωστό μονοπάτι, μέχρι τη Μονή!
Βγαίνοντας με την κάρα του Οσίου Δαβίδ κι επιστρέφοντας είχε συχνά τέτοια σημεία  θαυμαστά. Άλλη φορά, για να του δείξει επιδοκιμασία ο Όσιος, του άνοιξε  την πόρτα της Μονής. Επέστρεφε βράδυ με την Αγία κάρα καί πλησιάζοντας  την πόρτα του άνοιξε, πρίν χτυπήσει, ο μοναχός Ευθύμιος. Του έκανε  υπόκλιση και πήγε ν’ αφήσει την Αγία κάρα στο ναό. Βγήκε, ανέβηκε στό  κελλί του Ευθυμίου κι αυτός παραξενεύτηκε. Δεν ήξερε καν πώς ήρθε ο π.  Ιάκωβος καί φυσικά δεν είχε ανοίξει την πόρτα. Την άνοιξε ο όσιος Δαβίδ  με τη μορφή του Ευθυμίου! Το να εμφανίζεται ο Όσιος με μορφή άλλου  μοναχού ήτανε πολύ σύνηθες, το είχε άλλωστε ζητήσει ο ίδιος ο π.  Ιάκωβος, για να μην τρομάζει.
Την κάρα του Οσίου Δαβίδ την πήγαινε καί στην πατρίδα του τις Λιβανάτες.  Την κατέβαζε στό ταγάρι μέχρι τίς Ροβιές, το παραθαλάσσιο χωριό.  Στεκότανε παράμερα, εκεί πού δεν ήτανε σπίτια. Για να μην τον βλέπουνε  τσοπάνηδες καί γεωργοί, έμπαινε σε μια πατουλιά κι αγνάντευε στη θάλασσα του Ευβοϊκού, πότε θα ‘ρθει από απέναντι, από τις Λιβανάτες, η βάρκα να τον πάρει. Μόλις την έβλεπε να πλησιάζει πήγαινε γρήγορα στη μικρή  σκάλα κι έμπαινε στη βάρκα. Τη χρονιά εκείνη ο τόπος υπέφερε από  ανομβρία διαρκείας. Οι άνθρωποι της βάρκας, πού είχανε γνωρίσει τον π.  Ιάκωβο, παρακαλέσανε κι αυτοί για βροχή. Ο π. Ιάκωβος άκουσε κι έπειτα  έκατσε σε μιαν άκρη. Η βάρκα κόντευε να φτάσει στις Λιβανάτες. Τότε ο π,  Ιάκωβος, κρατώντας το ταγάρι με την κάρα στην αγκαλιά, είπε κατά λέξη  στον Όσιο:
–  Γέρο, ήρθαν οι χωριανοί σου για την ανομβρία. Σέ παρακαλώ, τώρα πού θα  πάμε, να μπουμπουνίσεις. Πρόσεξε μη με ντροπιάσεις. Θα ρεζιλευτείς εσύ,  θα ρεζιλευτώ και ’γώ! Βγήκανε στη στεριά, καί άρχισε αμέσως να  μπουμπουνίζει. Τριάντα χρόνια μετά έλεγε;
-Εγώ, αδελφέ μου, τα λέω στο αυτί του Αγίου καί αυτός ανοίγει γραμμή με το Χριστό μας!
Η εξήγηση τούτη έχει τη Θεολογία χιλιάδων Θεολόγων. Γιατί δύναμη  θαυματουργική, θεία χάρη καί άκτιστες ενέργειες, έχει μόνο ο Θεός. Τις  παρέχει όμως κατά κανόνα μέσω των πολύ εκλεκτών Του. Μέσω των Αγίων, οι  οποίοι, επειδή Τον αγάπησαν εξαιρετικά καί καθάρθηκαν με κάθε είδους  άσκηση, έχουνε το χάρισμα της παρρησίας στο Θεό. Σ’ αυτούς δηλαδή  χαρίστηκε το προνόμιο να ζητάνε κάτι από το Θεό καί ο Θεός να τους  «υπακούει», να τους το κάνει.
Από το βιβλίο «Ο μακαριστός Ιάκωβος Τσαλίκης» του Στυλ. Παπαδόπουλου
Share Button