21 Νοεμβρίου 1991-2012: 21 χρόνια ἀπὸ τὴν κοίμηση τοῦ Γέροντα Ἰάκωβου Τσαλίκη τοῦ Ἀρχιμανδρίτη π. Κυρίλλου, Καθηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Δαυὶδ Εὐβοίας Ὁ γέροντας γεννήθηκε στὶς 5 Νοεμβρίου 1920 ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς. Τὴν Θεοδώρα ἀπὸ τὸ Λιβίσι τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ τὸν Σταῦρο ἀπὸ τὴν Ρόδο. Ἡ οἰκογένεια τῆς μητέρας τοῦ ἦταν γνωστοὶ στὸ Πατριαρχεῖο, εὐεργέτες τῶν σχολείων τῆς Μάκρης καὶ μὲ σπο…υδαία ἐκκλησιαστικὴ παράδοση. Στὶς ἀρχὲς τοῦ 1922 «Τοῦρκοι πιάσανε τὸν πατέρα τοῦ ὁ ὁποίος ὁδηγήθηκε στὰ βάθη τῆς Ἀσίας. Μετὰ τὴν καταστροφὴ ἡ οἰκογένεια τοῦ ἀκολούθησε τὸν σκληρὸ δρόμο τῆς προσφυγιᾶς. Τὸ καράβι τοὺς μετέφερε στὴν Ἰτέα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ πῆγαν στὴν Ἀμφισσα Εκεί γιὰ καλή τους τύχη τὸ 1925 βρῆκαν τὸν πατέρα τοῦ μικροῦ Ἰακώβου καὶ μαζὶ πλέον ἡ οἰκογένεια μετακινήθηκε στὸ χωριὸ Φαράκλα τῆς Εὔβοιας. Ὁ μικρὸς Ἰάκωβος ἤταν ἑπτὰ χρονῶν καὶ εἶχε μάθει ἀπέξω τὴν θεία Λειτουργία χωρὶς νὰ γνωρίζει γράμματα. Τὸ 1927 πῆγε σχολεῖο καὶ διακρίθηκε γιὰ τὶς ἐπιδόσείς του. Ἡ ἀγάπη του γιὰ τὴν ἐκκλησία ἦταν ἔκδηλη. Τὴν ἴδια χρονιὰ ἐμφανίσθηκε μπροστά του ἡ Ἁγία Παρασκευὴ καὶ τοῦ φανέρωσε τὸ λαμπρὸ ἐκκλησιαστικό του μέλλον ἐνῶ συχνὰ διάβαζε εὐχές, προσευχόταν καὶ θεράπευε συγχωριανούς του. Τὸ 1933 τελείωσε τὸ δημοτικὸ ἀλλὰ οἱ οἰκονομικὲς δυσκολίες τῆς οἰκογένειάς του δὲν τοῦ ἐπέτρεψαν νὰ συνεχίσει στὸ γυμνάσιο. Ἀκολούθησε τὸν πατέρα του στὴν δουλειά του. Ὁ μητροπολίτης Χαλκίδος ἐντυπωσιασμένος ἀπὸ τὸ ψάλσιμο τοῦ τὸν χειροθέτησε ἀναγνώστη. Ἀπὸ τὸ 1938 καὶ μετὰ ἡ ζωὴ τοῦ ἦταν καθαρὰ ἀσκητική. Ἔτρωγε λίγο, κοιμόταν ἐλάχιστα, προσευχόταν συνεχῶς καὶ δούλευε σκληρά. Τὰ βάσανα καὶ οἱ κακουχίες τῆς κατοχῆς ταλαιπώρησαν τοὺς…
ἄτυχους πρόσφυγες. Τὸν Ἰούλιο τοῦ 1942 πέθανε ἡ μητέρα τοῦ προλέγοντάς του ὅτι θὰ γίνει ἱερέας. Τὸ 1947 ὁ Ἰάκωβος πῆγε στρατιώτης. Τὰ πειράγματα τῶν συναδέλφων του ποὺ τοῦ εἶχαν βγάλει τὸ παρατσούκλι ὁ «πάτερ Ἰάκωβος» ἀλλὰ καὶ ὁ χλευασμός τους δὲν τὸν πτοοῦσαν. Ὁ διοικητὴς τοῦ τὸν ἐκτιμοῦσε ἰδιαίτερα καὶ ἦταν ἀπὸ τοὺς λίγους ποὺ κατάλαβε τὸ λαμπρὸ μέλλον ποὺ θὰ εἶχε τὸ νεαρὸ προσφυγόπουλο. Μετὰ τὴν ἀπόλυσή του ἀπὸ τὸ στρατὸ (1949) ὁ Ἰάκωβος σὲ ἡλικία 29 χρονῶν χάνει καὶ τὸν πατέρα του. Ὁ ἀγώνας τοῦ τώρα γιὰ νὰ ἀποκαταστήσει τὴν ἀδελφὴ γίνεται ἐντονότερος, χωρὶς ὅμως νὰ παραμελεῖ αὐτὸ τὸ ὁποῖο ποθεῖ ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια. Νὰ γίνει μοναχός. Ἔχοντας ἐκπληρώσει τὴν ἐπιθυμία τῆς μητέρας του, νὰ παντρέψει τὴν ἀδελφή του τὸ Νοέμβριο τοῦ 1952 προσέρχεται στὸ μοναστήρι τοῦ Ὁσίου Δαβὶδ στὶς Ροβιές, γιὰ νὰ ἐκπληρώσει καὶ τὴν δική του ἐπιθυμία Σὲ ἡλικία 32 ἐτῶν πλέον ὁ Ἰάκωβος γίνεται δόκιμος μοναχὸς καὶ στὶς 19 Δεκεμβρίου 1952 στὴν Χαλκίδα ὁ Μητροπολίτης Γρηγόριος τὸν χειροτόνησε ἱερέα. Ἔτσι συνέχισε ἡ ζωὴ τοῦ ἀσκητῆ Ἰάκωβου, ἐργασία στὸ μοναστήρι, προσευχὴ στὸ ἀσκητήριο τοῦ Ὁσίου Δαβίδ, οἱ θεοπτίες καὶ θαύματα τὰ ὀποία μὲ τὸν καιρὸ πλήθαιναν. Ὁ βαθμὸς ἄσκησης τοῦ ἦλθε σὲ ὑψηλὰ πνευματικὰ ἐπιπεδα καὶ πολλὲς φορὲς οἱ δαίμονες τὸν ἔδειραν βάναυσα. Ὁ ἴδιος ἔβλεπε καὶ συνομιλοῦσε συχνὰ μὲ τοὺς ὁσίους Δαβὶδ καὶ Ἰωάννη Ρῶσο, ἐνῶ τὸ προορατικό του χάρισμα ἦταν σπουδαῖο. Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1963 μὲ θαυμαστὸ τρόπο ταΐσε μὲ δυόμισι ὀκάδες μανέστρα, 75 ἐργάτες μὲ πλουσιοπάροχες μερίδες καὶ περίσσεψε καὶ μισῆ κατσαρόλα.! Στὶς 25 Ἰουνίου 1975 ὁ γέροντας Ἰάκωβος ἀνέλαβε τὸ πηδάλιο τῆς μονῆς τῆς μετανοίας του. Ἀπὸ τὴν λιτοδίαιτη καὶ ἀσκητικὴ ζωὴ ἡ ὑγεία τοῦ ἄρχισε νὰ κλονίζεται. Οἱ φλέβες τοῦ ποδιῶν τοῦ ἦταν σάπιες, ἔκανε ἐγχείριση Βουβωνοκήλης, σκωληκοειδίτιδας, προστάτη, καρδιᾶς καὶ σύμφωνα μὲ τὶς μαρτυρίες τοῦ καθηγητῆ Κρεμαστινοῦ ποὺ τοῦ ἔβαλε τὸν βηματοδότη «..ἡ θεία δύναμη κρατοῦσε τὸν παππού..». Ἀπὸ τὸ 1990 καὶ μετὰ ὁ γέροντας δὲν εἶχε πλέον δυνάμεις καὶ οἱ κρίσεις στὴν ὑγεία τοῦ αὐξήθηκαν. Τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1991 μετὰ ἀπὸ μικροεμφράγματα νοσηλεύθηκε στὸ Γενικὸ Κρατικό. Επιστρέφοντας στὴν μονὴ ἔπαθε φλεγμονὴ ἡ ὁποία ἐξελίχτηκε σὲ πνευμονία Ὁ ἴδιος εἶχε διαισθανθεῖ τὸ τέλος του. Τὸ πρωὶ τῆς 21ης Νοεμβρίου 1991 πῆγε στὴν ἀκολουθία, ἔψαλε καὶ κοινώνησε. Μετὰ ἐξομολόγησε μερικοὺς πιστοὺς καὶ ἔκανε τὸν γύρο τῆς μονῆς ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικά. Τὸ μεσημέρι ἐξομολόγησε μία πνευματικὴ τοῦ κόρη, ἐνῶ τὸν ὑποτακτικὸ τοῦ Ἰλαρίωνα, τὸν ὁποῖον ἐκείνη τὴν μέρα θὰ χειροτονοῦσε σὲ ἱεροδιάκονο ὁ μητροπολίτης Χαλκίδος. Μόλις ἦλθαν οἱ πατέρες ὁ γέροντας προσπάθησε νὰ σηκωθεῖ, ἀλλὰ ζαλίστηκε. Ἡ ἀναπνοὴ τοῦ βάρυνε, ὁ σφυγμὸς τοῦ ἐξασθένησε καὶ ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ βγῆκε ἕνα μικρὸ φύσημα. Ὁ γέροντας εἶχε πάρει πλέον τὸν δρόμο γιὰ τὴν μακαρία ζωή. Οἱ λαϊκοὶ ποὺ εἰδοποιήθηκαν γῆ τὴν κηδεία τοῦ ἦταν ἐλάχιστοι. Τὰ τηλεφωνα πῆραν φωτιὰ ὁ ἕνας στὸν ἄλλο μετέδιδαν τὸ θλιβερὸ γεγονός. Τὴν ἑπόμενη μέρα χιλιάδες κόσμου κατέκλυσαν τὸ μοναστήρι, κληρικοὶ ὅλων τῶν βαθμίδων, πνευματικοπαίδια τοῦ γέροντα ἀπὸ ὅλη τὴν Ἑλλάδα, ἦλθαν νὰ δώσουν τὸν τελευταῖο ἀσπασμό. Ἡ αὐλὴ τῆς μονῆς ἤταν κατάμεστη. Ἡ νεκρώσιμος ἀκολουθία ἐψάλη στὸ ὕπαιθρο καὶ μετὰ ἀπὸ τοὺς ἐπικήδειους λόγους, ὁ πρώην Κεφαλληνίας Προκόπιος εἴπε νὰ ὑψώσουν τὸ φέρετρο ψηλὰ νὰ δοῦν οἱ πιστοὶ τὸν Ὅσιο γέροντα. Μόλις ἐφάνη τὸ ἱερὸ λείψανο μὲ μία φωνὴ οἱ χιλιάδες τῶν πιστῶν κραύγασαν « Ἅγιος, Ἅγιος». Σήμερα 21 χρόνια ἀκριβῶς μετὰ ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα ποὺ γράφονται οἱ γραμμὲς αὐτές, ἔχει γίνει πλέον πεποίθηση σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα ὅτι ὁ γέροντας Ἰάκωβος μὲ τὰ δεκαδες μετὰ θάνατον τοῦ θαύματα, ἔχει καταταγεῖ στὴν χορεία τῶν Ἁγίων. Μένει νὰ τὸ ἀντιληφθοῦν καὶ οἱ ἐκκλησιαστικοὶ μᾶς ταγοὶ καὶ νὰ τοῦ δώσουν καὶ αὐτοὶ τὴν θέση ποὺ τοῦ ἁρμόζει καὶ ἐπισημα στὴν ἱεραρχία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ἐμεῖς αἰτούμεθα ἀπὸ τὸν γέροντα Ὅσιο Ἰάκωβο νὰ μᾶς προστατεύει καὶ νὰ πρεσβεύει ὑπὲρ ἠμῶν στὸν Κύριο καὶ Θεό μας.
ἄτυχους πρόσφυγες. Τὸν Ἰούλιο τοῦ 1942 πέθανε ἡ μητέρα τοῦ προλέγοντάς του ὅτι θὰ γίνει ἱερέας. Τὸ 1947 ὁ Ἰάκωβος πῆγε στρατιώτης. Τὰ πειράγματα τῶν συναδέλφων του ποὺ τοῦ εἶχαν βγάλει τὸ παρατσούκλι ὁ «πάτερ Ἰάκωβος» ἀλλὰ καὶ ὁ χλευασμός τους δὲν τὸν πτοοῦσαν. Ὁ διοικητὴς τοῦ τὸν ἐκτιμοῦσε ἰδιαίτερα καὶ ἦταν ἀπὸ τοὺς λίγους ποὺ κατάλαβε τὸ λαμπρὸ μέλλον ποὺ θὰ εἶχε τὸ νεαρὸ προσφυγόπουλο. Μετὰ τὴν ἀπόλυσή του ἀπὸ τὸ στρατὸ (1949) ὁ Ἰάκωβος σὲ ἡλικία 29 χρονῶν χάνει καὶ τὸν πατέρα του. Ὁ ἀγώνας τοῦ τώρα γιὰ νὰ ἀποκαταστήσει τὴν ἀδελφὴ γίνεται ἐντονότερος, χωρὶς ὅμως νὰ παραμελεῖ αὐτὸ τὸ ὁποῖο ποθεῖ ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια. Νὰ γίνει μοναχός. Ἔχοντας ἐκπληρώσει τὴν ἐπιθυμία τῆς μητέρας του, νὰ παντρέψει τὴν ἀδελφή του τὸ Νοέμβριο τοῦ 1952 προσέρχεται στὸ μοναστήρι τοῦ Ὁσίου Δαβὶδ στὶς Ροβιές, γιὰ νὰ ἐκπληρώσει καὶ τὴν δική του ἐπιθυμία Σὲ ἡλικία 32 ἐτῶν πλέον ὁ Ἰάκωβος γίνεται δόκιμος μοναχὸς καὶ στὶς 19 Δεκεμβρίου 1952 στὴν Χαλκίδα ὁ Μητροπολίτης Γρηγόριος τὸν χειροτόνησε ἱερέα. Ἔτσι συνέχισε ἡ ζωὴ τοῦ ἀσκητῆ Ἰάκωβου, ἐργασία στὸ μοναστήρι, προσευχὴ στὸ ἀσκητήριο τοῦ Ὁσίου Δαβίδ, οἱ θεοπτίες καὶ θαύματα τὰ ὀποία μὲ τὸν καιρὸ πλήθαιναν. Ὁ βαθμὸς ἄσκησης τοῦ ἦλθε σὲ ὑψηλὰ πνευματικὰ ἐπιπεδα καὶ πολλὲς φορὲς οἱ δαίμονες τὸν ἔδειραν βάναυσα. Ὁ ἴδιος ἔβλεπε καὶ συνομιλοῦσε συχνὰ μὲ τοὺς ὁσίους Δαβὶδ καὶ Ἰωάννη Ρῶσο, ἐνῶ τὸ προορατικό του χάρισμα ἦταν σπουδαῖο. Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1963 μὲ θαυμαστὸ τρόπο ταΐσε μὲ δυόμισι ὀκάδες μανέστρα, 75 ἐργάτες μὲ πλουσιοπάροχες μερίδες καὶ περίσσεψε καὶ μισῆ κατσαρόλα.! Στὶς 25 Ἰουνίου 1975 ὁ γέροντας Ἰάκωβος ἀνέλαβε τὸ πηδάλιο τῆς μονῆς τῆς μετανοίας του. Ἀπὸ τὴν λιτοδίαιτη καὶ ἀσκητικὴ ζωὴ ἡ ὑγεία τοῦ ἄρχισε νὰ κλονίζεται. Οἱ φλέβες τοῦ ποδιῶν τοῦ ἦταν σάπιες, ἔκανε ἐγχείριση Βουβωνοκήλης, σκωληκοειδίτιδας, προστάτη, καρδιᾶς καὶ σύμφωνα μὲ τὶς μαρτυρίες τοῦ καθηγητῆ Κρεμαστινοῦ ποὺ τοῦ ἔβαλε τὸν βηματοδότη «..ἡ θεία δύναμη κρατοῦσε τὸν παππού..». Ἀπὸ τὸ 1990 καὶ μετὰ ὁ γέροντας δὲν εἶχε πλέον δυνάμεις καὶ οἱ κρίσεις στὴν ὑγεία τοῦ αὐξήθηκαν. Τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1991 μετὰ ἀπὸ μικροεμφράγματα νοσηλεύθηκε στὸ Γενικὸ Κρατικό. Επιστρέφοντας στὴν μονὴ ἔπαθε φλεγμονὴ ἡ ὁποία ἐξελίχτηκε σὲ πνευμονία Ὁ ἴδιος εἶχε διαισθανθεῖ τὸ τέλος του. Τὸ πρωὶ τῆς 21ης Νοεμβρίου 1991 πῆγε στὴν ἀκολουθία, ἔψαλε καὶ κοινώνησε. Μετὰ ἐξομολόγησε μερικοὺς πιστοὺς καὶ ἔκανε τὸν γύρο τῆς μονῆς ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικά. Τὸ μεσημέρι ἐξομολόγησε μία πνευματικὴ τοῦ κόρη, ἐνῶ τὸν ὑποτακτικὸ τοῦ Ἰλαρίωνα, τὸν ὁποῖον ἐκείνη τὴν μέρα θὰ χειροτονοῦσε σὲ ἱεροδιάκονο ὁ μητροπολίτης Χαλκίδος. Μόλις ἦλθαν οἱ πατέρες ὁ γέροντας προσπάθησε νὰ σηκωθεῖ, ἀλλὰ ζαλίστηκε. Ἡ ἀναπνοὴ τοῦ βάρυνε, ὁ σφυγμὸς τοῦ ἐξασθένησε καὶ ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ βγῆκε ἕνα μικρὸ φύσημα. Ὁ γέροντας εἶχε πάρει πλέον τὸν δρόμο γιὰ τὴν μακαρία ζωή. Οἱ λαϊκοὶ ποὺ εἰδοποιήθηκαν γῆ τὴν κηδεία τοῦ ἦταν ἐλάχιστοι. Τὰ τηλεφωνα πῆραν φωτιὰ ὁ ἕνας στὸν ἄλλο μετέδιδαν τὸ θλιβερὸ γεγονός. Τὴν ἑπόμενη μέρα χιλιάδες κόσμου κατέκλυσαν τὸ μοναστήρι, κληρικοὶ ὅλων τῶν βαθμίδων, πνευματικοπαίδια τοῦ γέροντα ἀπὸ ὅλη τὴν Ἑλλάδα, ἦλθαν νὰ δώσουν τὸν τελευταῖο ἀσπασμό. Ἡ αὐλὴ τῆς μονῆς ἤταν κατάμεστη. Ἡ νεκρώσιμος ἀκολουθία ἐψάλη στὸ ὕπαιθρο καὶ μετὰ ἀπὸ τοὺς ἐπικήδειους λόγους, ὁ πρώην Κεφαλληνίας Προκόπιος εἴπε νὰ ὑψώσουν τὸ φέρετρο ψηλὰ νὰ δοῦν οἱ πιστοὶ τὸν Ὅσιο γέροντα. Μόλις ἐφάνη τὸ ἱερὸ λείψανο μὲ μία φωνὴ οἱ χιλιάδες τῶν πιστῶν κραύγασαν « Ἅγιος, Ἅγιος». Σήμερα 21 χρόνια ἀκριβῶς μετὰ ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα ποὺ γράφονται οἱ γραμμὲς αὐτές, ἔχει γίνει πλέον πεποίθηση σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα ὅτι ὁ γέροντας Ἰάκωβος μὲ τὰ δεκαδες μετὰ θάνατον τοῦ θαύματα, ἔχει καταταγεῖ στὴν χορεία τῶν Ἁγίων. Μένει νὰ τὸ ἀντιληφθοῦν καὶ οἱ ἐκκλησιαστικοὶ μᾶς ταγοὶ καὶ νὰ τοῦ δώσουν καὶ αὐτοὶ τὴν θέση ποὺ τοῦ ἁρμόζει καὶ ἐπισημα στὴν ἱεραρχία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ἐμεῖς αἰτούμεθα ἀπὸ τὸν γέροντα Ὅσιο Ἰάκωβο νὰ μᾶς προστατεύει καὶ νὰ πρεσβεύει ὑπὲρ ἠμῶν στὸν Κύριο καὶ Θεό μας.