Πηγή: “Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις τού π. Ι. Ρωμανίδη” Τόμος Β΄. Τού σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου και αγ. Βλασίου Ιεροθέου.
Ο Υιός και Λόγος του Θεού με την ενανθρώπησή Του εισήλθε στην ιστορία, η θεία φύση ενώθηκε με την ανθρώπινη φύση στην υπόστασή Του, ατρέπτως, αναλλοιώτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως, και μέσα στο Σώμα Του ενεργείται η σωτηρία του ανθρώπου. Ο άσαρκος Λόγος της Παλαιάς Διαθήκης σαρκούται, «ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν» (Ιωάννης 1: 14).
Η Εκκλησία υπήρχε και πριν την δημιουργία των αγγέλων και των ανθρώπων. Μετά την πτώση του Αδάμ και της Εύας, η Εκκλησία διασώζεται στα πρόσωπα των Πατριαρχών και των δικαίων της Παλαιάς Διαθήκης που έφθασαν μέχρι την όραση του Θεού. Στην Παλαιά Διαθήκη η Εκκλησία ήταν πνευματική, ενώ με την ενανθρώπιση του Χριστού γίνεται σαρκική, Σώμα Χριστού. Κέντρο τώρα της Εκκλησίας είναι αφ’ ενός μεν η Θεία Ευχαριστία, κατά την οποία εσθίουμε και πίνουμε το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, αφ’ ετέρου δε όλη η εκκλησιαστική ζωή, ήτοι τα Μυστήρια, η προσευχή, τα δόγματα, η διδασκαλία.
Πτυχές αυτού του μυστηρίου της Εκκλησίας, ως Σώματος του Χριστού και ως κοινωνίας Θεώσεως, θα εντοπισθούν στην συνέχεια.
Η Εκκλησία είναι ένα μυστήριο και μόνον έτσι μπορεί να την προσεγγίσει κανείς. Δεν είναι μια ανθρώπινη οργάνωση, αλλά ο θεανθρώπινος οργανισμός. Εμείς γνωρίζουμε την Εκκλησία, κατά την διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου, ως Σώμα Χριστού. Πέρα όμως από αυτό η Εκκλησία είναι η άκτιστη δόξα και Βασιλεία, όπου κατοικεί ο Θεός και καλούνται να κατοικήσουν μέσα σε αυτήν και οι φίλοι Του. Έτσι, η Εκκλησία είναι άκτιστη και κτιστή, η οποία όμως κτιστότητα δέχεται την άκτιστη Χάρη του Θεού.
Κατ’ αρχάς, η Εκκλησία είναι η άκτιστη δόξα του Θεού.
«Και προ της δημιουργίας υπήρχε η Εκκλησία η άκτιστη, ως κεκρυμμένη εν Θεώ βασιλεία και δόξα, στην οποία κατοικεί ο Θεός με τον Λόγο και το Άγιον Πνεύμα».
Στην περίπτωση αυτή η Εκκλησία είναι άκτιστη, δηλαδή είναι η άκτιστη δόξα του Τριαδικού Θεού, η άνω Ιερουσαλήμ, ως μητέρα πάντων ημών (Γαλ. δ’, 26). Γι’ αυτό και το πολίτευμά μας «εν ουρανοίς υπάρχει» (Φιλιππισίους γ΄, 20) και, επομένως, όπως η Βασιλεία του Θεού, έτσι και η Εκκλησία «ουκ εστίν εκ του κόσμον τούτου» (Ιωάννης ιη’, 36). Στην συνέχεια, δια τής ακτίστου αυτής δόξης του Τριαδικού Θεού, δημιουργήθηκε ο κόσμος, στον οποίο φανερώνεται η εν ουρανοίς άκτιστη Εκκλησία.
«Δια του βουλεύματος του Θεού εκτίσθησαν οι αιώνες και οι εν αυτοίς ουράνιες δυνάμεις και οι ασώματοι νόες ή άγγελοι, και στην συνέχεια ο χρόνος και ο εν αυτώ κόσμος, στον οποίο δημιουργήθηκε και ο άνθρωπος, συνδέοντας στον εαυτό του την νοερά ενέργεια των αγγέλων, με τον λόγο και το ανθρώπινο σώμα».
Ο Αδάμ και η Εύα στον Παράδεισο, προ της πτώσεως, όπως είδαμε προηγουμένως, ζούσαν μέσα σε αυτήν την άκτιστη Βασιλεία του Τριαδικού Θεού, Εκκλησία. Όμως, μετά την πτώση τους έχασαν την μέθεξη της Βασιλείας του Θεού, οπότε η Εκκλησία διασώζεται στους δικαίους και Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά αυτοί, συγχρόνως, βρίσκονται κάτω από την κυριαρχία του θανάτου.
Η ενανθρώπιση του Χριστού φανέρωσε αυτήν την άκτιστη Εκκλησία στο τεθεωμένο Σώμα του Χριστού, το οποίο καθίσταται πηγή τής ακτίστου Χάριτος και ενεργείας του Θεού. Αυτό φαίνεται, όπως θα δούμε πιο κάτω, από το γεγονός ότι, όπως η άκτιστη Χάρη του Θεού «μερίζεται αμερίστως εν μεριστοίς» και «πολλαπλασιάζεται απολλαπλασιάστως εν πολλοίς», το ίδιο γίνεται και με το Σώμα του Χριστού στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
Πάντως, όσοι ζουν μέσα στην άκτιστη Εκκλησία, που τώρα φανερώνεται τελειότερα στην σάρκα του Χριστού, αγιάζονται, μετέχοντας στην άκτιστη Χάρη του Θεού, και μεταβαίνουν στην άκτιστη Βασιλεία του Θεού, τον Παράδεισο, την ουράνια Εκκλησία, την άκτιστη δόξα της Αγίας Τριάδος. Με αυτές τις προϋποθέσεις λέμε ότι η Εκκλησία είναι η Βασιλεία του Θεού· δεν πρόκειται για μια κτιστή πραγματικότητα, αλλά για άκτιστη δόξα.
Επομένως, η Εκκλησία είναι άκτιστη και κτιστή, επειδή είναι η άκτιστη δόξα και η ανθρώπινη κτιστή φύση που προσέλαβε ο Χριστός, αλλά και αυτή η κτιστή ανθρώπινη φύση, που προσέλαβε ο Χριστός και θέωσε, μετέχει τής ακτίστου Χάριτος της θείας φύσεως δυνάμει της υποστατικής ενώσεως θείας και ανθρώπινης φύσεως στην υπόστασή Του, και γίνεται και αυτή πηγή τής ακτίστου Χάριτος. Και όσοι συνδέονται με τον Χριστό γίνονται μέτοχοι τής ακτίστου δόξης του Θεού και θεώνονται κατά Χάρη, οπότε γίνονται άναρχοι και άκτιστοι κατά Χάρη. Αυτό γίνεται με το Μυστήριο της Πεντηκοστής.