Τὸ ἄρθρο αὐτὸ ἔχει δημοσιευθεῖ στὸ «apostoliki-diakonia.gr».
Ἐκτὸς τῶν ἄλλων σημαντικῶν στοιχείων ποὺ περιέχει, παρουσιάζει καὶ κάποιες ἀπὸ τὶς ἀποτειχίσεις τοῦ Μ. Βασιλείου, τὶς ὁποῖες, φυσικά, πραγματοποίησε πρὸ συνοδικῆς καταδίκης τῶν αἱρετικῶν –διαχρονικὴ πρακτικὴ τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὁποία συνοψίζει καὶ ὁ ΙΕ΄ κανόνας, διότι ὁ σοφὸς Ἱεράρχης γνώριζε ὅτι ἡ συγκοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικούς, ὁδηγεῖ μὲ μαθητικὴ ἀκρίβεια στὴν τελικὴ ἐπικράτηση τῆς αἱρέσεως!
Τὰ ὑπενθυμίζουμε στοὺς ἀντι-Οἰκουμενιστές (καὶ ὅσους αὐτοὶ ἐπηρεάζουν), οἱ ὁποῖοι ἐν τῇ ἀφελείᾳ τους περιμένουν, οἱ ἴδιοι οἱ Οἰκουμενιστὲς νὰ συγκαλέσουν Σύνοδο καὶ νὰ …ἀνακηρύξουν τοὺς ἑαυτούς τους οἱ ἴδιοι ὡς αἱρετικούς(!) καὶ μετὰ νὰ …ἀνακηρύξουν ἀναγκαία, ὑποχρεωτικὴ κι ὄχι ἁπλῶς δυνητικὴ τὴν ἀποτείχιση! Τ ό τ ε νὰ διακόψουν τὴν μετ’ αὐτῶν ἐπι-κοινωνία!!! Ἕως τότε δέν …μολύνονται οἱ πιστοὶ ἀπὸ τὴν κοινωνία μὲ Οἰκουμενιστές!
Καὶ δὲν καταλαβαίνουν ὅτι οἱ χλιαρὲς καὶ χαρτοπολεμικὲς ἀντιδράσεις τους δὲν ἔφεραν κανένα ἀποτέλεσμα, ἀντίθετα ἔδωσαν χρόνο στοὺς Οἰκουμενιστὲς νὰ προχωρήσουν καὶ στὴν Κολυμπάρια Σύνοδο καί, ἐπὶ πλέον, νὰ τὴν ἐπιβάλουν στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας! Ὅταν οἱ πάντες θὰ ἔχουν ἐξοικειωθεῖ στὴν ἐπικοινωνία μὲ τοὺς οἰκουμενιστές, ὅταν τὰ πάντα θὰ ἔχουν διαβρωθεῖ καὶ θὰ ἔχουν ἁλωθεῖ, ποιός θὰ ἔχει τὴ δύναμη νὰ ἀντιδράσει, ὅταν, τώρα, ποὺ ὑπάρχει κάποια διάθεση ἀντίδρασης, καταστέλλεται μὲ τὴν δικαιολογία ὅτι …ἐνημερώνουμε τὸν κόσμο καὶ τὸν προετοιμάζουμε; Δὲν βλέπετε ὅτι ὁλόκληρη ΓΑΤΖΕΑ διαλύθηκε, ἀφομοιώθηκε διὰ τῶν πολυχρόνιων χαρτοπολεμικῶν καὶ οἰκονομίστικων πρακτικῶν ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστές; Ποῦ εἶναι ὁ π. Μεταλληνός, ὁ κ. Τσελεγγίδης, ὁ π. Σαράντος, ὁ π. Ἀθανάσιος Μετεώρων καὶ τόσοι ἄλλοι; Δὲν βλέπετε ὅτι ἀντὶ γιὰ ἐνημέρωση γίνεται ἀφομοίωση;
Ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ ἄρθρο:
* «Δια τον αρχιεπίσκοπον της Καισαρείας η κοινωνία δεν είναι απλή λέξις, αλλά κατάστασις υπάρξεως του εκκλησιαστικού οργανισμού ως σώματος του Χριστού και έδρας του Αγίου Πνεύματος, είναι κατηγορία της Εκκλησίας».
* «Εφ’ όσον ο Χριστός ως κεφαλή είναι εἷς, μία είναι και η Εκκλησία ως σώμα αυτού. Το δε σώμα δεν είναι δυνατόν να ευρίσκεται εις κατάστασιν διασπάσεως…
Η Εκκλησία αποτελεί επίσης την κοινότητα του Αγίου Πνεύματος, καθ’ όσον είναι το κατ’ εξοχήν πεδίον ενεργείας αυτού».
* «Η αίρεσις διαταράσσει την ενότητα και την ειρήνην της Εκκλησίας. Φυσικά δεν την διασπά, αλλ’ αποσπά μέλη, τα οποία τότε χάνουν τον θεανθρώπινον χαρακτήρα των…
…επί μέρους τμήματα της Εκκλησίας ήσαν αι αυτοτελείς επισκοπαί, η δε ενότης αυτής κατά τας εγκοσμίους σχέσεις της εξεφράζετο δια της επικοινωνίας των επισκόπων μεταξύ των· τούτο είναι ό,τι συνήθως καλούμεν κοινωνίαν των Εκκλησιών.
* Ὁ Μ. Βασίλειος «διέκρινε μεταξύ κοινωνίας αγάπης και κοινωνίας πίστεως…, η ορθή πίστις είναι το θεμέλιον της κοινωνίας και η κοινωνία με τους ορθοδόξους σημαίνει τοποθέτησιν εις την μερίδα των δικαίων κατά την ημέραν της κρίσεως».
* «Η κοινωνία με τους αιρετικοὺς είναι ανεπίτρεπτος. Η ομολογία των Πατέρων τούτων, διατυπωθείσα δι’ ενεργείας του Αγίου Πνεύματος επ’ αυτούς, αποτελεί γνησίαν έκφρασιν της χριστιανικής διδασκαλίας και η αποδοχή της εν συνόλω, χωρίς παράλειψιν ούτε λέξεως, είναι θεμελιώδες καθήκον παντός χριστιανού, πολύ δε περισσότερον του επισκόπου. Είναι δε ως ελέχθη, ανεπίτρεπτος η κοινωνία με τους αθετούντας εν όλω ή εν μέρει την ομολογίαν αυτήν, διότι η αθέτησις θέτει αυτομάτως εκτός Εκκλησίας».
* «Δια τούτο ο Βασίλειος, όταν παρενεβάλλετο παρεκτροπή εις την πίστιν, δεν εδίσταζε να διάσπαση παλαιάς φιλίας. Συνεδέετο από της νεανικής του ηλικίας, και μάλιστα οικογενειακώς, με τον Ευστάθιον Σεβαστείας, τον οποίον επηρέαζε σοβαρώς εις τα φρονήματα επί τίνα χρόνον, ενώ ο ίδιος επηρεάζετο από αυτόν εις τα θέματα του μοναχικού βίου. Αι υποδείξεις πολλών ομοφρόνων του περί υπόπτων φρονημάτων αυτού δεν ήρκεσαν δια να τον οδηγήσουν εις μεταβολήν αισθημάτων. Όταν όμως επείσθη ότι πράγματι ο Ευστάθιος ηκολούθει αιρετικήν γραμμήν, δεν εδίστασε να διακόψη πάσαν επαφήν μαζί του».
«Η αλήθεια είναι υπεράνω πάσης φιλίας. “Δεν αγνοείς πόσον μεγάλην έκτίμησιν είχομεν προς αυτούς (δηλαδή τον Ευστάθιον και τους οπαδούς του) όσον χρόνον ήσαν με το μέρος της υγιούς μερίδος. Τώρα όμως θα μας συγχωρεθή να μη ακολουθούμεν αυτούς, αλλά και να αποφεύγωμεν τους έχοντας το ίδιον με αυτούς φρόνημα, εφ ‘ όσον δεν υπάρχει τίποτε το οποίον να θεωρούμεν προτιμότερον από την αλήθειαν και την σωτηρία μας”».
* «Η κοινωνία είναι αγαθόν το οποίον προσφέρεται και λαμβάνεται κατά την συμφωνίαν της ορθοδόξου πίστεως. Όθεν άπομάκρυνσις ενός επισκόπου από την ορθοδοξίαν συνεπάγεται διακοπήν της κοινωνίας από τους άλλους και αντιστρόφως δε επάνοδος ενός επισκόπου από την αίρεσιν εις την ορθοδοξίαν συνεπάγεται απόδοσιν της κοινωνίας».
* «Μία από τας οδυνηροτέρας πρώιμους εμπειρίας του Βασιλείου ήτο η περιπλοκή των σχέσεων του με τον επίσκοπον Καισαρείας, Διάνιον, ο οποίος τον εβάπτισε και τον εχειροτόνησεν εις διάκονον. Γράφων προς τον Βοσπόριον, ομολογεί ότι είχε διακόψει την κοινωνίαν με τον Διάνιον, το έτος 361, και είχε φύγει εις την ερημίαν του Πόντου. Έπραξε δε τούτο δια τον λόγον ότι εκείνος είχεν υπογράψει ομολογίαν πίστεως την οποίαν έφεραν οι περί τον Γεώργιον Λαοδικείας και η οποία ήτο πράγματι σύμβολον της συνόδου Κωνσταντινουπόλεως (360)».
Ὁλόκληρο τὸ κείμενο τοῦ καθηγητῆ Χρήστου:
Εις τον επίλογον του δοκιμίου Περί Αγίου Πνεύματος ο Μέγας Βασίλειος περιγράφει με ζωηρά χρώματα την κατάστασιν η οποία επεκράτει εις την Εκκλησίαν κατά τους χρόνους του. Την παρομοιάζει με φοβεράν ναυμαχίαν, την οποίαν παρεσκεύασαν φιλοπόλεμοι άνδρες. Η σφοδρά τρικυμία συγκλονίζει τα πλοία, ενώ το βαθύ σκότος συντελεί ώστε ταύτα να εφορμούν αδιακρίτως εναντίον φιλικών και εχθρικών. Αι κραυγαί και οι θόρυβοι δεν επιτρέπουν να ακουσθή η φωνή του ναυάρχου.
Μεταφερόμενος έπειτα από την παραβολήν εις τα πράγματα, σημειώνει ότι εις αυτήν την σύγχυσιν, αν δεν προλάβη ο εχθρός να σε κτυπήση, σε πληγώνει ο σύντροφος. Συνδεόμεθα μεταξύ μας οι ομόφρονες επί τόσον μόνον χρόνον, επί όσον μισούμεν από κοινού τους εχθρούς. Όταν όμως οι εχθροί απομακρυνθούν, βλέπομεν ο εἷς τον άλλον ως εχθρόν. Αι τραχείαι κραυγαί από τας αντιλογίας των αλληλομαχομένων έχουν γεμίσει την Εκκλησίαν και η ευσεβής δογματική διδασκαλία διαστρέφεται από τας ακρότητας. Η αγάπη έχει γενικώς ψυχρανθή, η μεταξύ των αδελφών σύμπνοια έχει εξαφανισθή, το όνομα της ομονοίας έπαυσε να είναι γνωστόν(1).
Πράγματι ο κλονισμός τον οποίον είχε προκαλέσει η αρειανική έρις ήτο τόσον δυνατός, ώστε αι μόλις εξελθούσαι από τον σάλον των διωγμών Εκκλησίαι να ευρεθούν εις πλήρη σύγχυσιν, εκκινούσαν από την Ανατολήν και καλύπτουσαν βαθμιαίως επίσης και την Δύσιν. Μόνον εις την Αντιόχειαν υπήρχον κατά τους χρόνους του Βασιλείου τέσσαρες μερίδες –δύο αποσπάσματα και δύο σχίσματα– με ίδιον εκάστη επίσκοπον. Η Εκκλησία εσχίζετο ωσάν εφθαρμένον ιμάτιον(2).
Δι’ ένα ηγέτην της νοοτροπίας και της περιωπής του Βασιλείου δεν ήτο αρκετή η μέριμνα δια την διατήρησιν της «κοινωνίας» εις τους μικρούς κύκλους εις τους οποίους την είχε περιορίσει η επικρατούσα σύγχυσις. Έπρεπε να καταβληθή έντονος προσπάθεια δια την διεύρυνσίν της, συγχρόνως δε δια την διευκρίνησιν των όρων της. Δια τον αρχιεπίσκοπον της Καισαρείας η κοινωνία δεν είναι απλή λέξις, αλλά κατάστασις υπάρξεως του εκκλησιαστικού οργανισμού ως σώματος του Χριστού και έδρας του Αγίου Πνεύματος, είναι κατηγορία της Εκκλησίας.
Ο Βασίλειος επιμένει εμφαντικώς εις την προβολήν του θεανθρωπίνου χαρακτήρος της Εκκλησίας, δια την δήλωσιν του οποίου προσφεύγει εις την φρασεολογίαν του Παύλου περί Εκκλησίας σώματος και Χριστού κεφαλής: «ἡ Ἐκκλησία σῶμα ἐστὶ τοῦ Κυρίου καί αὐτός κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας»(3), οπότε έχομεν δύο συστατικά ηνωμένα, τον Χριστόν ως κεφαλήν του οργανισμού, τους πιστούς ως το σώμα του οργανισμού, ενώ συνισταμένη των δύο τούτων είναι η Εκκλησία.
Η τελευταία, υπό την έννοιαν ταύτην, δεν είναι απλώς καρπός της ενανθρωπήσεως αλλά και έκφρασις αυτής διότι περικλείει ηνωμένα το θείον με το ανθρώπινον στοιχείον και συνδέει τους ανθρώπους μετά του Χριστού. Ούτω η θεανθρωπίνη φύσις του Χριστού γίνεται επίσης φύσις της Εκκλησίας, μέσω δε αυτής γίνεται φύσις και του πιστού. Κατά ταύτα είναι προφανής η ενδογενής ενότης της Εκκλησίας. Εφ’ όσον ο Χριστός ως κεφαλή είναι εἷς, μία είναι και η Εκκλησία ως σώμα αυτού. Το δε σώμα δεν είναι δυνατόν να ευρίσκεται εις κατάστασιν διασπάσεως και τα επί μέρους μέλη αυτού νοούνται ως αδιασπάστως ηνωμένα μεταξύ των(4).
Η αίρεσις διαταράσσει την ενότητα και την ειρήνην της Εκκλησίας. Φυσικά δεν την διασπά, αλλ’ αποσπά μέλη, τα οποία τότε χάνουν τον θεανθρώπινον χαρακτήρα των. Εκείνη, όσον και αν μειωθή τυχόν ο αριθμός των μελών της, εξακολουθεί να έχη την ιδίαν πάντοτε δύναμιν. Εν τούτοις όμως η προκαλούμενη από την αίρεσιν διαταραχή παρεμποδίζει την ανάπτυξιν του έργου της εις ευρύτερα πεδία. Εις τούτο δε οφείλεται η πεισματώδης αντίθεσις του Βασιλείου εις την δράσιν των αιρέσεων.
Η Εκκλησία αποτελεί επίσης την κοινότητα του Αγίου Πνεύματος, καθ’ όσον είναι το κατ’ εξοχήν πεδίον ενεργείας αυτού. Τούτο, διαμένον εντός αυτής, συνιστά τον κρίκον ο οποίος συνδέει τα μέλη εν χρόνω και τόπω. «Πάντα ὁμοῦ συμπληροῖ τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ ἑνότητι τοῦ Πνεύματος, ἀλλήλοις δέ ἀναγκαίαν τήν ἐκ τῶν χαρισμάτων ἀντιδίδωσιν ὠφέλειαν. Ὁ μέν γάρ Θεός ἔθετο τά μέλη ἐν τῷ σώματι, ἕν ἑκάστον αὐτῶν καθώς ἠθέλησεν. Τά μέντοι μέλη τό αὐτό μεριμνῶσιν ὑπέρ ἀλλήλων, κατά τήν πνευματικήν κοινωνίαν τῆς συμπαθείας αὐτῆς ὑπαρχούσης. Διόπερ εἶτε πάσχει ἕν μέλος, συμπάσχει πάντα τά μέλη· εἴτε δοξάζεται ἕν μέλος, συγχαίρει πάντα τά μέλη(5). Καί ὡς μέλη δέ ἐν ὅλῳ, οἱ καθ’ ἕνα ἐσμέν ἐν τῷ Πνεύματι· ὅτι οἱ πάντες ἐν ἑνί σώματι εἰς ἕν Πνεῦμα ἐβαπτίσθημεν»(6). Είναι ο δυναμικός εκείνος παράγων ο οποίος όχι απλώς μεταδίδει τα χαρίσματα εις τους ανθρώπους, αλλά και τους καθιστά πνευματικούς και θείους, διότι δια της ενεργείας του τους συνδέει με την Τριάδα. Δια τούτο καλείται και «ὁ ἐκκλησιάζων», ο συναθροίζων εις το καθίδρυμα της Εκκλησίας τους επιθυμούντας να σωθούν(7), ο συγκροτών και συγκρατών την κοινωνίαν της Εκκλησίας.
Παρά το γεγονός ότι τα μεγάλα εξαρχικά κέντρα είχον διαμορφωθή ήδη από των χρόνων του Βασιλείου, επί μέρους τμήματα της Εκκλησίας ήσαν αι αυτοτελείς επισκοπαί, η δε ενότης αυτής κατά τας εγκοσμίους σχέσεις της εξεφράζετο δια της επικοινωνίας των επισκόπων μεταξύ των· τούτο είναι ό,τι συνήθως καλούμεν κοινωνίαν των Εκκλησιών. Οι ούτω επικοινωνούντες εκαλούντο «κοινωνικοί». Γράφων ο Βασίλειος προς τον Μελέτιον Αντιοχείας, τον πληροφορεί ότι ο Ευσέβιος Σαμοσάτων προέτεινε να σύνταξη επιστολήν προς τους Δυτικούς δια τα εκκλησιαστικά ζητήματα η οποία θα έπρεπε να υπογραφή από όλους τους κοινωνικούς, «ὑπογραφῆναι παρά πάντων τῶν κοινωνικῶν»(8).
Ως είναι εύλογον δια την εποχήν εκείνην, η κοινωνία επραγματοποιείτο δια γραμμάτων, τα οποία ο Βασίλειος εις μίαν περίπτωσιν ονομάζει «κανονικά», αλλά προφανώς πρέπει να διορθώσωμεν την λέξιν εις «κοινωνικά»(9). Τα κοινωνικά γράμματα ήσαν απαραίτητα κατά την περίοδον εκείνην πολύ περισσότερον καθ’ όσον η μεγάλη διάσπασις του επισκοπικού σώματος απήτει συγκεκριμένην και σαφή εκδήλωσιν αναγνωρίσεως, η οποία εγίνετο συνήθως κατά την άνοδον εις την έδραν εκάστου νέου επισκόπου. Ο Βασίλειος υπήρξεν ακούραστος επιστολογράφος και έγραφε με την ιδίαν προθυμίαν και ευκολίαν δια μικρά και μεγάλα ζητήματα, δια την μείωσιν της φορολογίας ενός πτωχού χωρικού και δια την έννοιαν της περί Θεού γνώσεως επί παραδείγματι. Κυρίως όμως έγραφε δι’ εξασφάλισιν και διεύρυνσιν της εκκλησιαστικής κοινωνίας.
Όταν πρόκειται περί σπουδαίων υποθέσεων της Εκκλησίας, περί οικουμενικών υποθέσεων, δεν έστελλε με τυχαίους ταχυδρόμους τα γράμματα, αλλά με πρόσωπα ικανά να παραστήσουν και προφορικώς τα πράγματα, όπως ήσαν ο Δωρόθεος και ο Σανκτίσσιμος. Εχρησιμοποίει ενίοτε και τους αδελφούς του, τον Πέτρον επί παραδείγματι εις μίαν περίπτωσιν προσκλήσεως των επισκόπων του Πόντου εις σύνοδον, με την παρατήρησιν ότι ούτος είναι ανήρ ο οποίος με την σύνεσίν του θα δυνηθή να συμπλήρωση όσα παρέλειψεν αυτός εις την επιστολήν(10). Εσκέπτετο δε να στείλη εις την Ρώμην τον Γρηγόριον Νύσσης ως τον καταλληλότερον από όλους τους Ανατολικούς εκπρόσωπον δια θεολογικάς συζητήσεις(11).
Εξ’ άλλου ζητεί και από τους Δυτικούς, κυρίως δε από τον πάπαν Δάμασον, να αποστείλουν εις την Ανατολήν κατάλληλα πρόσωπα, μερικούς έμπιστους, δια να συμβιβάσουν τους διεστώτας ή να φέρουν εις συμφιλίωσιν τας Εκκλησίας του Θεού ή τουλάχιστον να καταστήσουν εις εκείνους, τους Δυτικούς, φανερωτέρους τους αιτίους της ακαταστασίας, ώστε να γνωρίζουν και αυτοί με ποίους αρμόζει εις το εξής να έχουν κοινωνίαν(12). Η αυτοπρόσωπος επίσκεψις καταλαμβάνει σοβαρόν μέρος της όλης δραστηριότητος του Βασιλείου, όπως θα ίδωμεν κατωτέρω.
Ο Βασίλειος απέδιδεν μεγάλην σπουδαιότητα εις τας επισκοπικάς συναντήσεις δια την επίλυσιν των τοπικών ζητημάτων της Ανατολής, είχε δε πάντοτε προ οφθαλμών την σύγκλησιν μιας γενικής συνόδου δια τα θέματα της οικουμενικής Εκκλησίας. Η επιστολή 70 δεν ζητεί ρητώς την σύγκλησιν συνόδου, αλλ’ ο υπό αλλού μεταγενεστέρως τεθείς εις αυτήν τίτλος «περί συνόδου», της αρμόζει απολύτως, διότι αυτήν την έννοιαν έχει η αίτησις να σταλούν πληρεξούσιοι αντιπρόσωποι δια την επιτόπιον εξέτασιν των προβλημάτων της Ανατολής και επίλυσίν των. Ρητόν λόγον περί γενικής συνόδου κάμνει εις μεταγενεστέραν ευκαιρίαν, οπότε λέγει ότι «θα έπρεπε ημείς να εξετάσωμεν τα σχετικά με αυτά θέματα δια κοινής σκέψεως συνεδριάζοντες με την φροντίδα μας», αλλ’ έβλεπε τας δυσκολίας να επιτευχθή κάτι παρόμοιον υπό τας τότε συνθήκας.
Πάντως η επαφή των εκκλησιαστικών ηγετών, είτε δι’ επιστολών είτε δια συνόδων είτε δια προσωπικών συναντήσεων, έχει νόημα και αξίαν, μόνον όταν απορρέη από ουσιώδεις αρχάς. Κανείς δεν ησθάνετο μεγαλυτέραν από τον Βασίλειον αγαλλίασιν εκ της επικοινωνίας προς τους αδελφούς, όπως βλέπομεν εις τας πλημμυρισμένας από αγάπην επιστολάς του. Αφιέρωνεν άφθονον χρόνον δια να γράφη εις φίλους και καθ’ όλην την άνοιξιν εκάστου έτους ησχολείτο με την σύνταξιν προσκλητηρίων επιστολών προς αγαπητούς συναδέλφους του δια συμμετοχήν των εις την πανήγυριν του Αγίου Ευψυχίου. Εις τον επίσκοπον Νεοκαισαρείας Ατάρβιον ετόνιζεν ότι το να αποκόπτη κανείς τον εαυτόν του, του συνδέσμου με τους αδελφούς δεν είναι γνώρισμα ανθρώπου ο οποίος ζη σύμφωνα με την αρχήν της αγάπης και εκπληρώνει την εντολήν του Χριστού(13).
Αλλά διέκρινε μεταξύ κοινωνίας αγάπης και κοινωνίας πίστεως, αυτή δε η δευτέρα είναι το ουσιώδες εις τον βίον της Εκκλησίας, ενώ η πρώτη είναι παρεπόμενον. Η κοινωνία στηρίζεται εις το γεγονός ότι μία πίστις υπάρχει εκκινούσα από τον ένα Κύριον η αγάπη δεν υφίσταται έξω της πίστεως. Εις το σημείον τούτο έγκειται και η δυσκολία της συνεννοήσεως του με την Ρώμην.
Η Εκκλησία της Ρώμης συνήθως κατενόει τα πράγματα, αλλ’ ηγνόει τα πρόσωπα της Ανατολής. Συνήπτε σχέσεις, ενίοτε με απίθανα πρόσωπα, δια μόνον τον λόγον ότι ταύτα ανελάμβανον εν προσκυνηματικόν ταξίδιον μέχρις εκεί και διαβεβαίωνον περί της αφοσιώσεώς των εις την ομολογίαν της ή ήρχοντο άλλως εις προσωπικήν επαφήν με ιθύνοντας της Δυτικής Εκκλησίας και έπειτα ερρύθμιζε την εν γένει στάσιν της δια τα θέματα της Ανατολής από την στάσιν των προσώπων τούτων. Αναγκάζεται εις το τέλος να ονομάση τα κυριώτερα από αυτά.
Είναι κατά πρώτον ο Μάρκελλος Αγκύρας, ο οποίος εξετιμάτο μεγάλως υπό των Δυτικών μετά την εις την Ρώμην μετάβασίν του κατά την περίοδον της εξορίας του, επί πολύν δε χρόνον και υπό του Αθανασίου Αλεξανδρείας, αλλ’ ήτο οπωσδήποτε σαβελλιανιστής.
Έρχεται έπειτα ο Παυλίνος αντεπίσκοπος (Antibischof) Αντιοχείας, ο oποίος εκτός του ότι είχε κάτι επιλήψιμον δια τον τρόπον της χειροτονίας του υπό του Λουκίφερος Καλάρεως, έκλινε προς το δόγμα του Μαρκέλλου, εφ’ όσον μάλιστα προσφάτως είχεν αναγνωρίσει την κοινότητα τούτου εις την Άγκυραν.
Ηκολούθει ο Απολινάριος, ο οποίος δια της συγγραφικής του παραγωγικότητος είχε παρασύρει πολλούς εις την χριστολογικήν του παρέκκλισιν, αλλ’ απήλαυε της εκτιμήσεως εις την Δύσιν κατόπιν κυρίως της εκεί επισκέψεως του φίλου του αντεπισκόπου Αντιοχείας Βιτάλεως.
Τέλος ήτο ο Ευστάθιος Σεβαστείας, παλαιός μαθητής του Αρείου επανειλημμένως δολιχοδρομήσας και λαβών αναγνώρισιν, όταν προσέφυγεν εις την Δύσιν, τώρα δε πρωτοστάτης της αιρέσεως των Πνευματομάχων.
Δια τον Βασίλειον η κοινωνία ήτο θέμα ουσίας και όχι τύπου, θέμα πίστεως και όχι υποβολής σεβασμάτων· η ορθή πίστις είναι το θεμέλιον της κοινωνίας και η κοινωνία με τους ορθοδόξους σημαίνει τοποθέτησιν εις την μερίδα των δικαίων κατά την ημέραν της κρίσεως(15). Η δε ομολογία της πίστεως δεν είναι άλλη εις την Σελεύκειαν, άλλη εις την Κωνσταντινούπολιν, άλλη εις τα Ζήλα, άλλη εις την Λάμψακον και άλλη εις την Ρώμην, αλλά είναι μία και η αυτή· «Εἷς ἡμῶν Κύριος, μία πίστις, ἐλπίς ἡ αὐτή»(16). Είναι ομολογία της πίστεως εις την τριαδικήν θεότητα και ιδιατέρως εις την θεότητα του Υιού και εις το άκτιστον του Πνεύματος.
Όποιος έστρεφε τα βλέμματα του γύρω εις την οικουμένην, θα έβλεπεν ότι το νοσηρόν κατά την πίστιν μέρος ήτο μικρόν, ενώ όλη η υπόλοιπη Εκκλησία, η οποία είχε δεχθή το Ευαγγέλιον από τα πέρατα έως τα πέρατα της γης, ίστατο επάνω εις αυτήν την υγιή και απαράλλακτον διδασκαλίαν.
Η κοινωνία με τους αιρετικούς, με αυτούς δηλαδή οι οποίοι δεν αποδέχονται τας ανωτέρω προτάσεις της πίστεως εις την Τριάδα, όπως τας καθώρισεν η Α’ οικουμενική σύνοδος (325), διό και χαρακτηρίζονται ως πίστις των τριακοσίων δέκα οκτώ Πατέρων της Νικαίας, είναι ανεπίτρεπτος. Η ομολογία των Πατέρων τούτων, διατυπωθείσα δι’ ενεργείας του Αγίου Πνεύματος επ’ αυτούς, αποτελεί γνησίαν έκφρασιν της χριστιανικής διδασκαλίας και η αποδοχή της εν συνόλω, χωρίς παράλειψιν ούτε λέξεως, είναι θεμελιώδες καθήκον παντός χριστιανού, πολύ δε περισσότερον του επισκόπου. Είναι δε ως ελέχθη, ανεπίτρεπτος η κοινωνία με τους αθετούντας εν όλω ή εν μέρει την ομολογίαν αυτήν, διότι η αθέτησις θέτει αυτομάτως εκτός Εκκλησίας.
Δια τούτο ο Βασίλειος, όταν παρενεβάλλετο παρεκτροπή εις την πίστιν, δεν εδίσταζε να διάσπαση παλαιάς φιλίας. Συνεδέετο από της νεανικής του ηλικίας, και μάλιστα οικογενειακώς, με τον Ευστάθιον Σεβαστείας, τον οποίον επηρέαζε σοβαρώς εις τα φρονήματα επί τίνα χρόνον, ενώ ο ίδιος επηρεάζετο από αυτόν εις τα θέματα του μοναχικού βίου. Αι υποδείξεις πολλών ομοφρόνων του περί υπόπτων φρονημάτων αυτού δεν ήρκεσαν δια να τον οδηγήσουν εις μεταβολήν αισθημάτων. Όταν όμως επείσθη ότι πράγματι ο Ευστάθιος ηκολούθει αιρετικήν γραμμήν, δεν εδίστασε να διακόψη πάσαν επαφήν μαζί του.
Θέλων να βεβαιωθή μόνος του πέραν πάσης αμφιβολίας περί των φρονημάτων του, διηυθέτησεν τα πράγματα, ώστε να υπογράψουν ομολογίαν πίστεως συντεταγμένην από τον ίδιον εις κοινήν σύσκεψιν και αι δύο ομάδες, του Βασιλείου και του Ευσταθίου· ο τελευταίος όμως και οι φίλοι του δεν ενεφανίσθησαν εις τον ορισθέντα τόπον και χρόνον(17).
Η αλήθεια είναι υπεράνω πάσης φιλίας, ως γράφει προς ένα από τους επισκόπους, οι οποίοι εξεπλάγησαν δια την στάσιν του εν προκειμένω, τον Θεόφιλον Κασταβάλων, ο οποίος παλαιότερον μετά του Ευσταθίου και του Σιλουανού Ταρσού είχε μεταβή εις την Ρώμην, όπου έγιναν δεκτοί από τον πάπαν Λιβέριον. «Δεν αγνοείς πόσον μεγάλην έκτίμησιν είχομεν προς αυτούς (δηλαδή τον Ευστάθιον και τους οπαδούς του) όσον χρόνον ήσαν με το μέρος της υγιούς μερίδος. Τώρα όμως θα μας συγχωρεθή να μη ακολουθούμεν αυτούς, αλλά και να αποφεύγωμεν τους έχοντας το ίδιον με αυτούς φρόνημα, εφ ‘ όσον δεν υπάρχει τίποτε το οποίον να θεωρούμεν προτιμότερον από την αλήθειαν και την σωτηρία μας»(18).
Η κοινωνία είναι αγαθόν το οποίον προσφέρεται και λαμβάνεται κατά την συμφωνίαν της ορθοδόξου πίστεως. Όθεν άπομάκρυνσις ενός επισκόπου από την ορθοδοξίαν συνεπάγεται διακοπήν της κοινωνίας από τους άλλους και αντιστρόφως δε επάνοδος ενός επισκόπου από την αίρεσιν εις την ορθοδοξίαν συνεπάγεται απόδοσιν της κοινωνίας.
Εις την Παλαιστίνην έζων εξόριστοι από τους αρειανούς πολιτικούς άρχοντας τρεις επίσκοποι της Αιγύπτου, οι οποίοι ανεγνώριζον τον Παυλίνον Αντιοχείας και τον Απολινάριον Λαοδικείας και είχον επαφήν με αυτούς, ενώ δεν διετήρουν κοινωνίαν με τον Βασίλειον. Ο τελευταίος, πληροφορηθείς ότι ούτοι ήρχισαν να υποπτεύωνται τας πεποιθήσεις των δύο εκείνων ανδρών, εθεώρησεν εύκαιρον να τους προτείνη κοινωνίαν. «Αφού λοιπόν με την χάριν του Θεού εμάθομεν δια την ορθότητα της πίστεως σας, όπως επίσης εμάθομεν και περί, της φροντίδος σας δια τους αδελφούς, και ότι δεν παρέρχεσθε παρέργως και αδιαφόρως τα κοινωφελή και αναγκαία προς σωτηρίαν, αλλ’ είσθε πρόθυμοι να ενεργήτε κάθε τι προς οικοδομήν των Εκκλησιών, ενομίσαμεν δίκαιον να γίνωμεν κοινωνοί της αγαθής σας μερίδος και να συνδεθώμεν δια του γράμματος τούτου με την ευλάβειάν σας»(19).
Μία από τας οδυνηροτέρας πρώιμους εμπειρίας του Βασιλείου ήτο η περιπλοκή των σχέσεων του με τον επίσκοπον Καισαρείας, Διάνιον, ο οποίος τον εβάπτισε και τον εχειροτόνησεν εις διάκονον. Γράφων προς τον Βοσπόριον, ομολογεί ότι είχε διακόψει την κοινωνίαν με τον Διάνιον, το έτος 361, και είχε φύγει εις την ερημίαν του Πόντου. Έπραξε δε τούτο δια τον λόγον ότι εκείνος είχεν υπογράψει ομολογίαν πίστεως την οποίαν έφεραν οι περί τον Γεώργιον Λαοδικείας και η οποία ήτο πράγματι σύμβολον της συνόδου Κωνσταντινουπόλεως (360). Όταν ο επίσκοπος έπεσεν εις βαρείαν ασθένειαν, από την οποίαν επρόκειτο μετ’ ολίγον χρόνον να αποθάνη, εκάλεσε πλησίον του τον Βασίλειον και τον διεβεβαίωσεν ότι, μολονότι ηναγκάσθη να υπογράψη το σύμβολον εκείνο, δεν εσκέφθη ποτέ να αθετήση το διατυπωθέν από τους τριακόσιους δέκα οκτώ πατέρας εις την Νίκαιαν σύμβολον. Τον παρεκάλεσεν εν συνεχεία αίρων τας επιφυλάξεις του απέναντι του, να προσέλθη εις κοινωνίαν με αυτόν. Και εκείνος το έπραξε προθύμως και ευχαρίστως(20).
Ως προς το σύμβολον της Νικαίας ο Βασίλειος δεν ανέχεται, όπως είδομεν, καμμίαν αφαίρεσιν, ενώ αντιθέτως επιβάλλει κάποιαν προσθήκην, την προσθήκην μιας φράσεως περί του Αγίου Πνεύματος(21). Τούτο αποτελεί την παραχώρησιν του Μεγάλου Βασιλείου, την περίφημον οικονομίαν του εν σχέσει με το Πνεύμα, κατά την οποίαν εδέχετο μεν την θεότητα του Πνεύματος αλλά θα επέμενε να επιβληθή εις όλους τους Χριστιανούς ρητή περί αυτής διατύπωσις, δια να περιορισθή κατά το δυνατόν ο αριθμός των βλασφημουντών εις αυτό. Ώριζε λοιπόν να γίνωνται δεκτοί εις κοινωνίαν όλοι εκείνοι, οι οποίοι δεν θεωρούν κτίσμα το Πνεύμα και αρνούνται κοινωνίαν προς αυτούς οι οποίοι το θεωρούν κτίσμα(22). Ούτω η θύρα της ορθοδοξίας ήτο ανοικτή δι’ όλους τους μετριοπαθείς Ομοιουσιανούς, οι οποίοι ήσαν εις το μέσον μεταξύ Ορθοδόξων και Αρειανών.
Εξ’ άλλου η εισδοχή των εκτός της εκκλησιαστικής κοινωνίας ευρισκομένων, οι οποίοι επιθυμούν να επανέλθουν, δεν είναι ορθόν να πραγματοποιήται εσπευσμένως, αλλά κατόπιν διαπιστώσεως ότι πράγματι αποδέχονται το σύμβολον της Νικαίας και αναγνωρίζουν το άκτιστον του Πνεύματος και κατόπιν συμφώνου γνώμης των ομοφρόνων Ανατολής και Δύσεως(23).
Με τοιαύτας εκκλησιαστικάς και δογματικάς προϋποθέσεις ο Βασίλειος ανέλαβε κοπιαστικάς προσπάθειας δια την επέκτασιν της κοινωνίας εις πολλάς επαρχίας αι οποίαι είτε από άγνοιαν είτε από παρεξήγησιν ευρίσκοντο εκτός αυτής. Η σωματική ασθένεια, η πολεμική εκ μέρους της πολιτείας και της αιρέσεως, αι δυσχέρειαι τας οποίας προέβαλλον οι τοπικοί εκκλησιαστικοί παράγοντες, αι συκοφαντίαι των εχθρών και αι μεμψιμοιρίαι των φίλων δεν τον ημπόδισαν να ανυψωθή εις εν ανυπέρβλητον σημείον από όπου ηδύνατο να επιθεωρή την οικουμενικήν Εκκλησίαν. Ούτω κατέστησε την Καισάρειαν κέντρον συντονισμού της δραστηριότητος ολοκλήρου της ορθοδοξίας.
Μια ευτυχής συγκυρία, το γεγονός ότι κατά την αρχήν του επισκοπικού του σταδίου είχεν ανατεθή το έργον της σταθεροποιήσεως της εξουσίας του Βυζαντίου επί της Αρμενίας εις τον φίλον του στρατηγόν Τερέντιον, επέτρεψεν εις το Βασίλειον να παίξη κύριον ρολον εις την ανασυγκρότησιν της εκκλησιαστικής οργανώσεως εις την επαρχίαν εκείνην. Βραδύτερον κατώρθωσε να συνασπίση τους ορθοδόξους της Κιλικίας και να διευρύνη τους κύκλους των τόσον εις την Ταρσόν, όσον και εις την Σελεύκειαν. Εις το Ικόνιον της Λυκαονίας επέτυχε να τοποθέτηση επίσκοπον τον μαθητήν του Αμφιλόχιον και εις την Άγκυραν της Γαλατίας προητοίμασε τας συνθήκας δια την απορρόφησιν των οπαδών του Μαρκέλλου. Εις τας ανατολικωτέρας περιοχάς εξύψωσεν εις μεγαλύτερον βαθμόν το κύρος του επισκόπου Σαμοσάτων Ευσεβίου και συνετέλεσεν ώστε να διατηρηθή το ορθόδοξον φρόνημα και μετά την εξορίαν αυτού.
Αν και τα αποτελέσματα των ενεργειών του προς την κατεύθυνσιν ταύτην δεν ήσαν πάντοτε τα αναμενόμενα και τα ανάλογα προς τους κόπους του, αυτός προσωπικώς ανήρχετο υψηλά εις την εκτίμησιν όλων, και ήτο πολύ υπερήφανος δια τούτο. Είχε κατορθώσει να αναγνωρίζεται από Πισίδας, Λυκάονας, Φρύγας, Αρμενίους, Μακεδόνας, Αχαιούς, Ιλλυριούς, Γάλλους, Ισπανούς, Ιταλούς, Σικελιώτας, Αφρικανούς, τους υγιώς σκεπτόμενους Αιγυπτίους, τους απομείναντας Σύρους, δηλαδή, όπως έγραφεν εις τους Νεοκαισαρείς το 375, από τους επισκόπους όλων των επαρχιών της αυτοκρατορίας, πλην της πρωτευούσης και του Πόντου. Η πολιτική εξουσία και η γενέτειρα του τον απεδοκίμαζον, και όλη η οικουμένη τον απεδέχετο. Αργότερα βεβαίως επρόκειτο να γίνη δεκτός και από τον Πόντον, δια του φίλου του δε Γρηγορίου Θεολόγου θα εισέδυε και εις την Κωνσταντινούπολιν. Ήτο λοιπόν μία οικουμενική προσωπικότης τόσον μεγάλου κύρους, ώστε όποιος ηρνείτο κοινωνίαν προς αυτόν να θεωρήται αποκομμένος από ολόκληρον την Εκκλησίαν(24).
Ανέφερα μερικά σημεία από την οικουμενικήν δραστηριότητα του Βασιλείου, τα όποια συνάγονται από την αλληλογραφίαν του και δεν είναι τόσον γνωστά. Αντιθέτως πολύ γνωστή είναι η προσπάθεια του δια την διευθέτησιν του σχίσματος της Αντιοχείας. Εις την πόλιν αυτήν ο εἷς των ορθοδόξων επισκόπων, ο Μελέτιος, ήτο εξόριστος από την αρειανικήν πολιτικήν εξουσίαν ως αντιαρειανός και παρά ταύτα δεν ανεγνωρίζετο από την Αλεξάνδρειαν και την Ρώμην ως αρειανόφρων. Ο άλλος ορθόδοξος, ο Παυλίνος, απήλαυε των προνομίων των οποίων εστερείτο εκείνος· διότι ανεγνωρίζετο από την Ρώμην και την Αλεξάνδρειαν, και παρά ταύτα ήτο ανεκτός από την αρειανικήν πολιτικήν εξουσίαν.
Ο Βασίλειος εισήλθεν εις την εκκλησιαστικήν έριδα της Αντιοχείας με την επιδίωξιν να συμβάλη εις την ενοποίησιν, η δε ρύθμισις την οποίαν υπεδείκνυεν ήτο τοιαύτη, ώστε να εξασφαλίζη ενότητα· διότι αυτή προέβλεπε δια μεν τον Μελέτιον να παραμείνη ως ο μόνος ορθόδοξος επίσκοπος της έδρας, δια δε τον Παυλίνον να λάβη άλλου είδους ικανοποίησιν, ούτως ώστε όλοι να έλθουν εις κοινωνίαν προς όλους. Αλλ’ αι επταετείς προσπάθειαι του απέβησαν άκαρποι.
Οι Δυτικοί, και συγκεκριμένως ο πάπας, ήσαν αρκετά υπερήφανοι, ώστε να παραδεχθούν ότι εἷς παλαιότερος χειρισμός των ήτο εσφαλμένος και εξ άλλου δεν επεθύμουν να επιτρέψουν την ανάληψιν πρωτοβουλίας προς ρύθμισιν ενός σχίσματος από συλλογικόν όργανον, ως είναι η σύνοδος, φρονούντες ότι προς τουτο ήρκει η απόφασις του επισκόπου της Ρώμης και το πολύ η σύμφωνος γνώμη του επισκόπου Αλεξανδρείας. Με τα «ὑπερήφανα ἤθη των, τά ὁποῖα κολακευμένα ἐγίνοντο ὑπεροπτικώτερα», ούτε εγνώριζον την αλήθειαν ούτε ήθελον να την μάθουν(25). Ο Βασίλειος τους εφαίνετο ως εις παρείσακτος, ο οποίος δεν είχεν αρμοδιότητα εις την ενασχόλησιν με τοιαύτα οικουμενικά ζητήματα.
Δεν υπήρξε σύγκρουσις μεταξύ του Βασιλείου και του Δαμάσου ούτε έρις. Δια τούτο δεν χρησιμοποιώ αυτούς τους όρους. Μεταξύ των δύο ανδρών επραγματοποιήθησαν συζητήσεις και διαβουλεύσεις προς ρύθμισιν μιας καταστάσεως η οποία συνετήρει την διάσπασιν εις τας Εκκλησίας της Ανατολής. Δεν επετεύχθη δε συμφωνία, διότι οι δύο άνδρες δεν ωμίλουν την ιδίαν γλώσσαν.
Ο Βασίλειος είχε κατά νουν μίαν κοινωνίαν των μελών του σώματος της Εκκλησίας, και ιδιαιτέρως των επισκόπων, οι οποίοι απεδέχοντο την πίστιν της Νικαίας. Με αυτήν την βάσιν έγραφεν αδιακρίτως προς διαφόρους επισκόπους της Δύσεως, διότι τους εθεώρει όλους ως ομότιμους εις την εκκλησιαστικήν ζωήν. Έγραφε «τοῖς Δυτικοῖς», προς τους επισκόπους της Δύσεως, και όχι αποκλειστικώς προς τον επίσκοπον της Ρώμης. Εις την επιστολήν του, η οποία απευθύνετο προσωπικώς προς τον Δάμασον, συναντώμεν κατ’ αρχάς την προσφώνησιν εις τον ενικόν αριθμόν, βλέπομεν όμως ότι, όταν εισέρχεται το θέμα της αποστολής αντιπροσώπων εις την Ανατολήν, χρησιμοποιείται ο πληθυντικός, διότι η απόφασις ήτο αντικείμενον όλων των επισκόπων της συνόδου.
Αντιθέτως ο Δάμασος είχεν εις την σκέψιν του ένα εκκλησιαστικόν οργανισμόν, εις την κορυφήν του οποίου έβλεπε τον εαυτόν του και εις την δευτέραν θέσιν τον Αθανάσιον, τον επίσκοπον της Ρώμης και τον επίσκοπον της Αλεξανδρείας.
Αν όμως δεν ανεγνωρίσθη το έργον του από τους επισημότερους παράγοντας του εκκλησιαστικού βίου των χρόνων του, ανεγνωρίσθη από την συνείδησιν της Εκκλησίας, και μάλιστα πολύ ενωρίς. Δεν είχε πολύν χρόνον εμπρός του δια να συνέχιση την ενωτικήν προσπάθειαν, αλλά δεν γνωρίζομεν κατά πόσον θα την συνέχιζεν ακόμη και αν είχε χρόνον. Έφυγεν από τον παρόντα χρόνον. Έφυγεν από τον παρόντα κόσμον νέος και απογοητευμένος, διότι ναι μεν αι δογματικαί θέσεις του ανεγνωρίσθησαν σχεδόν εις την ολότητα των, αλλ’ η Δύσις και η Αλεξάνδρεια δεν έπραξαν σχεδόν τίποτε δια να επιτευχθή η ειρήνευσις της Εκκλησίας εις την Ανατολήν. Ολίγον προ του θανάτου του ο Μελέτιος επέστρεψεν εις την έδραν του μετά μακράν υπερορίαν, αφού είχεν ήδη αποθάνει ο αυτοκράτωρ Βάλης (378) και δεν εχρειάζετο πλέον την βοήθειαν κανενός δια να επικράτηση εις την Αντιόχειαν, διότι απήλαυεν ευρείας υποστηρίξεως, εκ μέρους του ποιμνίου του. Ο Βασίλειος ησθάνθη δια τούτο βαθείαν ικανοποίησιν και αν επέζη ολίγα ακόμη έτη, θα εδεικνύετο από πάσης πλευράς ενθουσιασμένος, διότι και όλα τα άλλα θέματα της Εκκλησίας επρόκειτο να διευθετηθούν δια της Β’ Οικουμενικής συνόδου (381), βάσει των ιδικών του απόψεων και προτάσεων. Η σύνοδος αυτή ήτο βασικώς βασιλειδιανή.
Πηγή: http://www.apostoliki-diakonia.gr/gr_main/catehism/theologia_zoi/themata.asp?cat=patr&NF=1&main=texts&file=5.htm
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Περί Ἁγίου Πνεύματος 30, 76-78.
2. Ἐπιστολή 113 πρός τούς ἐν Ταρσῷ πρεσβυτέρους.
3. Εἰς 44 Ψαλμόν, 5.
4. Περί Ἁγίου Πνεύματος 26, 61.
5. Α’ Κορ. 12, 26.
6. Περί Ἁγίου Πνεύματος 26, 61.
7. Εἰς 48 Ψαλμόν, 1.
8. Ἐπιστολή 120, πρόος Μελέτιον.
9. Ἐπιστολή 224 πρός Γενέθλιον. 186
10. Ἐπιστολή 252, 4.
11. Ἐπιστολή 215.
12. Ἐπιστολή 70 Περί συνόδου.
13. Ἐ πιστολή 65 πρός Ατάρβιον188
14. Βλ. Ἐ πιστολή 266, 1.
15. Ἐπιστολή 251 πρός Εὐαιστινούς , 4.
16. Ἐπιστολή 203 πρός τούς Παρατιώτας.
17. Ἐπιστολή 244 πρός Πατρόφιλον Αἰγῶν, 2.
18. Ἐπιστολή 245 πρός Θεόφιλον.
19. Ἐπιστολή 265, 1.
20. Ἐπ ιστολή 51 πρός Βοσπόριον 2.
21. Ἐπιστολή 114 πρός τούς ἐν Ταρσῷ περί τόν Κυριακόν.
22. Ἐπιστολή 113 πρός τούς ἐν Ταρσῷ πρεσβυτέρους.
23. Ἐπιστολή 265, 3.192
24. Ἐπιστολή 204, 7.
25. Ἐπιστολή 239.
Αναρτήθηκε από Πατερική Παράδοση στις 6/29/2018 10:30:00 π.μ.