«Φύγωμεν οὖν τοὺς τὰς πατρικάς ἐξηγήσεις μή παραδεχομένους ἀλλά παρ’ ἑαυτῶν πειρωμένους εἰσάγειν τά ἐναντία· …καί φύγωμεν μᾶλλον ἤ φεύγει τις ἀπό ὄφεως. Ὁ μέν γάρ ἐνδακών τό σῶμα θανατοῖ πρόσκαιρα, τῆς ἀθανάτου ψυχῆς χωρίσας· οἱ δέ τῆς ψυχῆς αὐτῆς λαβόμενοι τοῖς ὀδοῦσι χωρίζουσιν αὐτήν τοῦ Θεοῦ, ὅπερ ἐστί θάνατος αἰώνιος τῆς ἀθανάτου ψυχῆς.
Φεύγωμεν οὖν τούς τοιούτους πάσῃ δυνάμει, καί προσφεύγωμεν τοῖς ὑποτιθεμένοις τά εὐσεβῆ καί σωτήρια, ὡς συνάδοντα ταῖς πατρικαῖς παραδόσεσι».
(Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ΕΠΕ, 10,356).
Δυστυχῶς, καθημερινῶς διαπιστώνουμε τὴν «ἀφάνταστη ἐλαφρότητα» τῶν Ἐπισκόπων καί τινων ἄλλων, ὡς πρὸς τὴν ἀντιμετώπιση τῆς Παναίρεση τῆς ἐποχῆς μας, τὸν Οἰκουμενισμό. Ἐνῶ συνειδητὰ δὲν ἀσχολοῦνται πλέον μὲ τὴν αἵρεση, ἀσχολοῦνται, ὅμως, μὲ ὅσους τοὺς ὑπενθυμίζουν τὸ καθῆκον τους, νὰ ὁμολογοῦν καὶ νὰ ὑπερασπίζονται τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη καί, ἐπίσης, νὰ συνιστοῦν τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς.
Τὸ αὐτὸ ποιοῦν καὶ τινες λαϊκοί, ποὺ βολεύονται μὲ αὐτὴν τὴν μορφὴ ἀγῶνος (τῆς ἀπραξίας καὶ τῆς μὴ θυσίας) ποὺ διδάσκουν οἱ πνευματικοί τους Πατέρες, καὶ ἀρκοῦνται στὸν χαρτοπόλεμο.
Ὡς ἐκ τούτου –ὅσο κι ἂν αὐτὸ κουράζει καὶ παρὰ τὴν λύπη, γιὰ τὴν ἐναντίωση ποὺ ἐπιδεικνύουν οἱ ἄλλοτε συναγωνιστές– θὰ συνεχίσουμε τὴ δημοσίευση κειμένων, ποὺ ἀποδεικνύουν ὅτι ἡ ἐπικοινωνία μὲ τὴν αἵρεση, μὲ τοὺς Οἰκουμενιστές (οἱ ὁποῖοι ἐπικοινωνοῦν μὲ τοὺς ἄλλους αἱρετικούς) παρέχει μολυσμὸ καὶ ἔχει σχέση μὲ τὴν σωτηρία μας.
Θὰ συνεχίσουμε νὰ ρωτᾶμε: Ἡ αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ποὺ ἔχει ζωὴ δεκαετιῶν, ποὺ ἐπεκτείνεται ἁλματωδῶς, ποὺ μελετητὲς τῶν ἔργων τῶν ἡγετῶν της παρουσιάζουν συνεχῶς καὶ νέες πτυχές της, πού, πλέον, τὴν ἀνέχονται οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς πιστοὺς καὶ πολλοὶ ἱερεῖς καὶ Ἐπίσκοποι, αὐτὴ λοιπὸν τὴν Παναίρεση, ποιοί Ὀρθόδοξοι τὴν ἀκολουθοῦν, τὴν ὑποστηρίζουν καὶ τὴν διδάσκουν;
Γιατί ἀρνοῦνται οἱ Ποιμένες νὰ τοὺς κατονομάσουν; Γιατί δὲν τοὺς ἐγκαλοῦν, δὲν ἀπαιτοῦν τὴν ἐκδίωξή τους; Δὲν ἀποτελεῖ αὐτὸ καθῆκον τους; Μήπως δὲν μποροῦν νὰ ξεχωρίσουν, ποιοί εἶναι οἱ αἱρετικοὶ καὶ ποιοί οἱ Ὀρθόδοξοι, τί ἀνήκει ἀπὸ τὶς καθημερινὲς πράξεις μας καὶ τὰ πιστεύματά τους στὴν αἵρεση, καὶ τί ἀνήκει στὴν Ὀρθόδοξη Πίστη; Ἢ φοβοῦνται κάτι καὶ δὲν τολμοῦν νὰ μιλήσουν;
Ἀλλὰ ὑπάρχουν καὶ κάποιοι ἄλλοι, ποὺ προσπαθοῦν νὰ ἀνακαλύψουν καὶ νὰ ἀνατρέψουν μόνο φιλοσοφικοθεολογικὰ τὶς ρίζες της, καὶ μὲ περισσή οἴηση εἰρωνεύονται ποικιλοτρόπως τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας περὶ μολυσμοῦ καὶ ἀπομακρύνσεως ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς ἢ συκοφαντοῦν ὅσους τὸ κάνουν, δίνοντας μονοσήμαντες ἑρμηνεῖες καὶ ἀλλοιώνοντας σκοπίμως καὶ ἀνεντίμως τὰ λόγια μας.
Στὴ σημερινὴ ἀνάρτηση θὰ παραθέσουμε κάποια ἁγιοπατερικὰ κείμενα, διὰ τῶν ὁποίων ἐπισημαίνεται ἡ ἐπικινδυνότητα καὶ ἡ μολυσματικότητα τῆς αἱρέσεως, καὶ καταδεικνύεται ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων περὶ ἀπομακρύνσεως ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς.
Ἡ αἵρεση δὲν εἶναι κάτι ποὺ μποροῦμε νὰ τὸ ἀντιπαρέλθουμε, ἐνδιαφερόμενοι ΜΟΝΟ γιὰ τὴν θεραπεία τῶν παθῶν, τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἀτομικὴ σωτηρία μας, διότι αὐτὴ κατορθώνεται μόνο μέσα ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη· κι ὅταν ἡ Ὀρθόδοξη Πίστη ἀλλοιώνεται, ἔστω καὶ ἐλάχιστα (πόσο μᾶλλον ἂν ἀλλοιώνεται συστηματικὰ καὶ πολυχρόνια), ὅταν ἀφήνεται νὰ μολύνεται ἀπὸ τὶς κακόδοξες διδασκαλίες καὶ πρακτικές, τὰ φρικτὰ ἀκούσματα καὶ θεάματα τῶν συνευρισκομένων ὡς ἀδελφῶν, τάχα, μελῶν τῶν «ἀδελφῶν» Ἐκκλησιῶν, τέλος, ὅταν ροκανίζεται μέχρι καταργήσεως ἐπισήμως τὸ Δόγμα περὶ «Μίας» Ἐκκλησίας, τὸ Δόγμα περὶ τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας ποὺ μόνο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία παρέχει, τότε ὑποβαθμίζεται ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ἀκόμα, ὅταν δὲν ἀκολουθοῦμε τοὺς Πατέρες ποὺ διδάσκουν τὴν ἄμεση ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, πόσο ἐνδιαφερόμαστε γιὰ τὴ σωτηρία μας;
Τ Α Κ Ε Ι Μ Ε Ν Α :
«Εἰ μὴ δυνατὸν ἐν ἐκκλησίᾳ προϊέναι διὰ τοὺς ἀπίστους, κατ’ οἶκον συνάξεις, ὦ ἐπίσκοπε, ἵνα μὴ εἰσέρχηται εὐσεβὴς εἰς ἐκκλησίαν ἀσεβῶν· οὐχ ὁ τόπος γὰρ τὸν ἄνθρωπον ἁγιάζει, ἀλλ’ ὁ ἄνθρωπος τὸν τόπον. Ἐὰν δὲ ἀσεβεῖς κατέχωσιν τὸν τόπον, φευκτέος ἔστω σοι διὰ τὸ βεβηλῶσθαι ὑπ’ αὐτῶν· ὡς γὰρ οἱ ὅσιοι ἱερεῖς ἁγιάζουσιν, οὕτως οἱ ἐναγεῖς μιαίνουσιν. Εἰ δὲ μήτε ἐν οἴκῳ ἅμα μήτε ἐν ἐκκλησίᾳ συναθροισθῆναι δυνατόν, ἕκαστος παρ’ ἑαυτῷ ψαλλέτω, ἀναγινωσκέτω, προσευχέσθω, ἢ καὶ ἅμα δύο ἢ τρεῖς· “Ὅπου γὰρ ἂν ὦσι, φησὶν ὁ Κύριος, δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖ εἰμὶ ἐν μέσῳ αὐτῶν”. Πιστὸς μετὰ κατηχουμένου μήτε κατ’ οἶκον προσευχέσθω· οὐ γὰρ δίκαιον τὸν μεμυημένον μετὰ τοῦ ἀμυήτου συμμολύνεσθαι. Εὐσεβὴς μετὰ αἱρετικοῦ μήτε κατ’ οἶκον συμπροσευχέσθω· “Τίς γὰρ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος;”. Πιστὸς ἢ πιστὴ δούλοις συναφθέντες ἢ ἀφιστάσθωσαν ἢ ἀποβαλλέσθωσαν».
(ΔΙΑΤΑΓΑΙ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΔΙΑ ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ, Constitutiones apostolorum (fort. compilatore Juliano Ariano): Book 8, chapter 34, line 12 – chapter 35, line 4).
«Ταῦτα ὁ τοῦ Θεοῦ θεράπων Νικηφόρος … παρεκάλει τῇ ζύμῃ μὴ συμφύρεσθαι τῶν αἱρετιζόντων, ἀπέτρεπεν ὡς ἰὸν καὶ ὡς κύημα ἐχιδνῶν τὰ τῆς διδασκαλίας αὐτῶν ἀλλόφυλα προφεύγειν ἀμβλώματα. “οὐ γάρ”, ἔλεγε, “σωματικὸν ἐπάγουσι μώλωπα φαρμάκοις ἰατρικῆς ὑπείκειν δυνάμενον· τοῖς τῆς ψυχῆς δὲ μυχοῖς ἐνιεῖσι τὸν κίνδυνον, τὴν ἐξ ἐπιπολῆς ἀναινόμενα μότωσιν…”».
«Μηδέποτε συμφιλιάσῃς μετὰ αἱρετικῶν. Μὴ συμφάγῃς, μὴ συμπίῃς, μὴ συνοδοιπορήσῃς. Μὴ εἰσέλθῃς εἰς οἶκον αὐτῶν, μηδὲ εἰς ἐκκλησίαν· πάντα γὰρ ὅσα εἰσίν, ἀκάθαρτα εἰσίν, καθὼς λέγει ὁ Παῦλος, ὅτι τοῖς μεμιασμένοις καὶ ἀπίστοις οὐδὲν καθαρόν, ἀλλὰ μεμίανται αὐτῶν ὁ νοῦς καὶ ἡ συνείδησις. Ἀσφαλίζου οὖν τὴν ψυχήν σου, ἀγαπητέ. Μὴ συμφιλιάζῃς αἱρετικοῖς, ἵνα μὴ συγκοινωνήσῃς τῇ κοινωνίᾳ αὐτῶν· ὅτι γάρ, καθὼς εἶπεν ὁ Κύριος, οὐκ ἔχουσιν ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, οὐδὲ ἐν τῷ νῦν αἰῶνι, οὐδὲ ἐν τῷ μέλλοντι· δηλονότι οὐδὲ οἱ συμμιαινόμενοι αὐτοῖς· ἕκαστος γὰρ θερίσει ὃ ἔσπειρε» (Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου, Περὶ μετανοίας καὶ κατανύξεως).
Ὁ Μ. Βασίλειος διδάσκει, πὼς ἡ μεγαλύτερη βλάβη προέρχεται ὄχι τόσο ἀπὸ κάποιες ἁμαρτίες ἠθικῆς ὑφῆς, ὅσο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία τῆς αἱρέσεως, τῆς κατὰ πρόσωπον δηλαδὴ ἐναντιώσεως πρὸς τὸν Θεὸν τῶν κακοδοξούντων: «Εἰ δὲ ἐπὶ τῶν ἐν τοῖς ἠθικοῖς σφαλλομένων τοσαύτη ἐστὶν ἡ βλάβη, τί χρὴ λέγειν περὶ τῶν περὶ Θεοῦ κακοδοξούντων, οὓς ἡ κακοδοξία οὐδὲ ἐν τοῖς ἄλλοις ὑγιαίνειν ἐᾷ, παραδιδομένους ἅπαξ δι’ αὐτὴν τοῖς τῆς ἀτιμίας πάθεσιν;» (Μ. Βασιλείου, Ὅροι κατ’ Ἐπιτομήν, Ἐρώτησις κʹ).
Ὅπως λοιπόν, οἱ ψυχικὰ μολυσμένοι μᾶς ἐπηρεάζουν καὶ μᾶς μολύνουν, ἔτσι καὶ οἱ ψυχικὰ ὑγιεῖς, οἱ κατὰ Θεὸν πορευόμενοι καὶ τὶς Ἐντολὲς τηροῦντες, οἱ ἅγιοι μᾶς παιδαγωγοῦν, μᾶς καθοδηγοῦν καὶ μᾶς ἁγιάζουν, ὅπως στὸ βίο ἄλλου ἁγίου διαβάζουμε: «Εἰ δέ τις σχήματι ἢ λόγοις τὸν Χριστὸν φιλοσοφεῖ, μὴ προσέχετε αὐτῷ. …Εἴ τις εὑρεθῇ πόθῳ τὰς ἐντολὰς τοῦ Χριστοῦ ἐργαζόμενος καὶ τὰ ἔργα αὐτοῦ συμφωνῇ τοῖς ἀγαθοῖς αὐτοῦ λόγοις, πάντοτε ἔχων καρδίαν συντετριμμένην κατευτελίζει ἑαυτὸν νυκτὸς καὶ ἡμέρας. Καὶ ὁ τοιαῦτα ποιῶν, οὗτος ἐν ἀληθείᾳ στήκει, καὶ τῷ τοιούτῳ προσκολληθήσεσθε καὶ ὡς πατέρα καὶ διδάσκαλον καὶ ἀδελφόν …ἑαυτοῖς προσλαμβανώμεθα… Ὁ γὰρ κολλώμενος ἁγίοις ἁγιασθήσεται. Καὶ πάλιν· “Μετὰ ἀνδρὸς θυμώδους μὴ συναυλίζου, μήποτε μάθῃς τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ καὶ λάβῃς βρόχους τῇ ψυχῇ σου”· “φθείρουσι γὰρ ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαί”. Ἐὰν δὲ προσκολλᾶσαι, τῷ ἀγαθῷ καὶ συνετῷ προσκολλοῦ» (Callinicus Biogr., ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΥΠΑΤΙΟΥ ΤΟΥ ΕΝ ΡΟΥΦΙΝΙΑΝΑΙΣ).
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνὸς παραγγέλλει νὰ μὴ δίνουμε τὴν Θ. Μετάληψη στοὺς αἱρετικούς, οὔτε νὰ λαμβάνουμε τὴ δική τους: «Πάσῃ δυνάμει τοίνυν φυλαξώμεθα, μὴ λαμβάνειν μετάληψιν αἱρετικῶν μήτε διδόναι. “Μὴ δῶτε γὰρ τὰ ἅγια τοῖς κυσίν”, φησὶν ὁ Κύριος, “μηδὲ ρίπτετε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων”, ἵνα μὴ μέτοχοι τῆς κακοδοξίας καὶ τῆς αὐτῶν γενώμεθα κατακρίσεως» (Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, Περὶ τῶν ἁγίων καὶ ἀχράντων…μυστηρίων, κεφ. ιγ΄).
Ὁ ἅγιος Θεόδωρος Στουδίτης πάλι, λέγει ὅτι ἡ μετάληψη τῶν αἱρετικῶν εἶναι φάρμακο «μελαῖνον καὶ σκοτίζον» τὴν ψυχή: «ἡ παρὰ τῶν αἱρετικῶν κοινωνία οὐ κοινὸς ἄρτος, ἀλλὰ φάρμακον, οὐ σῶμα βλάπτον, ἀλλὰ ψυχὴν μελαῖνον καὶ σκοτίζον» (Ἐπιστ. κδ΄, Ἰγνατίῳ τέκνῳ, l. 9-10). Τέτοιο σκοτισμὸν δὲν ἔλαβε καὶ ὁ Ἰούδας, ἀφοῦ κοινώνησε κατὰ τὸ Μυστικὸν Δεῖπνο;
Ὁ Μ. Βασίλειος πάλι, λέγει ὅτι ὁ συμφυρμὸς μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ἡ ἀδιαφορία στὰ θέματα ἐπικοινωνίας μαζί τους «μᾶς στερεῖ τὴν παρρησία ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ»:
«Διὰ τοῦτο παρακαλοῦμεν …νὰ ἀπέχετε ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνίαν μὲ τοὺς αἱρετικούς, ἀφοῦ γνωρίζετε ὅτι ἡ εἰς αὐτὰ ἀδιαφορία μᾶς στερεῖ τὴν παρρησίαν ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ» [Ταῦτα οὖν παρακαλοῦμεν …τῆς πρὸς τοὺς αἱρετικοὺς κοινωνίας ὑμᾶς ἀπέχεσθαι, εἰδότας ὅτι τὸ ἐν τούτοις ἀδιαφορεῖν τὴν ἐπὶ Χριστοῦ παρρησίαν ἡμῶν ἀφαιρεῖται] (Οὐρβικίῳ μονάζοντι, ἐπιστ. σξβ΄).
«Μὴ οὖν καθεσθῆτε μετὰ συνεδρίου ματαιότητος αὐτῶν, καὶ μὴ ἰχνηλατήσητε τρίβον διανοίας αὐτῶν. Οὐ διαφέρει γὰρ δαίμονι συνοικῆσαι, ἢ μετὰ ἀποστάτου ἀνδρὸς παρανόμου· ἐφορκιζόμενος γὰρ ὁ δαίμων, ὑποσταλεὶς φεύξεται, μὴ ἰσχύων μεῖναι ἔνθα Χριστὸς κατ’ αὐτοῦ ὀνομάζεται» (Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου, Τοῦ ὁσίου Ἐφραῒμ διαθήκη).
«Αἱρετικός ἐστιν ὁ ποιμήν; Λύκος ἐστί· φυγεῖν ἐξ αὐτοῦ καί ἀποπηδᾶν δεήσει, μηδ’ ἀπατηθῆναι προσελθεῖν, κἄν ἥμερον περισαίειν δοκῇ· φύγε τήν κοινωνίαν αὐτοῦ καί τήν πρός αὐτόν ὁμιλίαν ὡς ἰόν ὄφεως· …φεύγειν οὖν παντί σθένει διά ταῦτα προσήκει τούς τοιούτους» ( Μεγας Φωτιος, ΕΠΕ 12, 400,31).
Ὁ ἅγ. Μάξιμος ἔφυγε ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τὸ Παλάτι ἐξαιτίας τῆς αἱρέσεως τῶν Μονοθελητῶν γιά νά μήν ἔχη καμμία ἐπικοινωνία μέ τούς αἱρετικούς (ἡ αἵρεση τότε, δὲν εἶχε ἀκόμα καταδικαστεῖ, καὶ ἄρα οἱ Ἐπίσκοποι ἦσαν ΚΑΝΟΝΙΚΟΙ, ὅπως σήμερα οἱ Οἰκουμενιστές)! Τήν ἐπικοινωνία δέ αὐτή τήν ἐθεωροῦσε μολυσμό τῆς ψυχῆς του. Γράφει ὁ βιογράφος του «καταλείπει μέν ἅπαντα, ψυχῆς ὥσπερ κοίνωσιν (μολυσμό) τό τοῖς τοιούτους ἀνεστράφθαι οἰόμενος».
Ἀλλὰ καὶ οἱ ἐπὶ Βέκκου Ἁγιορεῖτες Πατέρες σὲ ἐπιστολή τους (πρίν φυσικά ὁ Βέκκος καθαιρεθεῖ) γράφουν: «Καί ὁ μέγας πατήρ ἡμῶν καί ὁμολογητής Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ταῦτα λέγει πρός τινα, διά τῆς τιμίας αὐτοῦ ἐπιστολῆς· ”ἔφης δε μοι ὅτι δέδοικας εἰπεῖν τῷ πρεσβυτέρῳ σου, μή ἀναφέρειν τόν αἱρεσιάρχην, καίτοι περί τούτου εἰπεῖν σοι τό παρόν, οὐ καταθαρρῶ· πλήν ὅτι μολυσμόν ἔχει ἡ κοινωνία ἐκ μόνου τοῦ ἀναφέρειν αὐτόν, κἂν ὀρθόδοξος εἴη ὁ ἀναφέρων”».
Αναρτήθηκε από Πατερική Παράδοση στις 3/17/2014 10:44:00 π.μ.