Μπροστὰ στὸν θάνατο οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἀδύναμοι σὰν τὰ κουνούπια, σὰν τὰ πετραδάκια.
Γιὰ ποιὸ πρᾶγμα καυχᾶσθε ὦ ἄνθρωποι;
Γιὰ τὸν πλοῦτο, τὴν ἐπιστήμη, τὴν φιλοσοφία καὶ τὴν κουλτούρα;
Ὅλα αὐτὰ εἶναι σκύβαλα – σὺ καὶ ἐγὼ δοῦλοι τοῦ θανάτου! Κάθε ἄνθρωπος εἶναι δοῦλος τοῦ φόβου, δοῦλος τοῦ θανάτου
Μπορεῖ νὰ γίνει ἄνθρωπος σὲ αὐτὸ τὸν κόσμο μὲ χαρά;
Ὄχι δὲν μπορεῖ.
Ὁ ἄνθρωπος ποὺ θὰ ἀντικρίσει σοβαρὰ τὸν ἑαυτό του καὶ μὲ σοβαρότητα θὰ κοιτάξει τὸν θάνατο σὰν τὸν ἔσχατο σταθμὸ αὐτῆς τῆς ζωῆς, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει χαρὰ σὲ αὐτὸ τὸν κόσμο, δὲν ὑπάρχει γι’ αὐτὸν καμιὰ ἀπόλαυση ἐδῶ. Ὅλες οἱ ἀπολαύσεις εἶναι ἕνα ψέμα, ἐὰν ὁ θάνατος ἀποτελεῖ γιὰ μένα καὶ γιὰ σένα τὸν τελευταῖο σταθμὸ αὐτοῦ τοῦ κόσμου
Ποιὸς εἰσήγαγε τὸν θάνατο σὲ αὐτὸ τὸν κόσμο;
Ποιὸς ἄλλος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία;
Στὸν ἄνθρωπο ἀνήκει δυστυχῶς, αὐτὸς ὁ γεμάτος ντροπὴ ρόλος αὐτῆς τῆς ζωῆς, τῆς εἰσαγωγῆς δηλ. τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου καὶ τοῦ διαβόλου σὲ αὐτὸ τὸν κόσμο.
Δὲν τὸ ἔπραξαν αὐτὸ μήτε οἱ τίγρεις μήτε οἱ ἀλεποῦδες, τὸ ἔπραξε ὁ ἄνθρωπος.
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλάσμα ντροπιασμένο μπροστὰ σὲ ὅλα τὰ ζώα καὶ ὅλα τὰ φυτά καὶ ὅλα τὰ πετούμενα.
Πρέπει νὰ ντρέπεται ὁ ἄνθρωπος καὶ νὰ ἐκλιπαρεῖ γιὰ συγνώμη ἀπὸ τὸ κάθε πουλὶ γιὰ τὸ ὅτι αὐτὸς εἶναι ποὺ ἔφερε τὸν θάνατο στὸν κόσμο αὐτό, ἔφερε τὸν θάνατο καὶ στὰ πουλιά καὶ στὰ ζῶα καὶ στὰ φυτά.
Τὰ πάντα φθείρονται καὶ ἀποθνήσκουn
Μέχρι πότε ὅμως;
Μέχρι τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ὅταν ὁ Κύριος θὰ κρίνει τὸν κόσμο καί, στὴ θέση τῆς παλαιᾶς γῆς, θὰ δώση καινὴ γῆ, ὅταν ὅλα θὰ γίνουν ἀθάνατα ἐπάνω της.
Αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ ἐμεῖς δὲν μποροῦμε μὰ οὔτε καὶ ξέρουμε νὰ τὸ συλλάβουμε, ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι ἡ καλὴ εἴδηση τοῦ Κυρίου καὶ Χριστοῦ μας.
Ιουστίνος Πόποβιτς