Μοναχός Βενιαμίν Ιόργκα(1890-1976)Ο βίος του και οι πνευματικοί του λόγοι

1269066_647967018568300_2001051036_o

Ό αξιοσέβαστος πατήρ Βενιαμίν γεννήθηκε στις 29 Μαΐου 1890 στην κοινότητα Λαλέστι του νομού Φαλτσίου. Δεν γνωρίζουμε τίποτε για την παιδική του ηλικία, διότι, αφ’ ότου μπήκε στον μοναχισμό ό νεαρός τότε Βασίλειος, δεν μίλησε ποτέ σε κανέναν για την παιδική του ηλικία και τούς συγγενείς. Δεν επισκέφθηκε τούς συγγενείς του από τότε πού έφυγε για το μοναστήρι ούτε τούς έγραψε ένα γράμμα να τούς ειπεί τουλάχιστον σε ποιά Μονή εγκαταστάθηκε. Δεν ήθελε να τον επισκεφθούν κανείς από τούς συγγενείς του, ούτε να έχει φίλους και γνωστούς. Και αυτή ή περίοδος ήταν για όλη του την μοναχική ζωή, δηλ. για 60 χρόνια!
Κάποιος άλλος μοναχός, πού τον είχε επίμονα ρωτήσει για την ζωή του ως λαϊκού, του διηγήθηκε τα εξής ό π. Βενιαμίν: «Γεννήθηκα στα μέρη του Μπερλάντ το 1890. Στον στρατό ήμουν επιλοχίας. Κατόπιν για έξι χρόνια υπηρέτησα στην πολιτική αστυνομία της πόλεως Μπιρλάντ. Είχα διαταγή να κάνω κάθε είδους συλλήψεις και έρευνες στην ζωή των ανθρώπων, να ελέγχω τούς δρόμους, να συλλαμβάνω τούς κλέπτες και τούς κακοποιούς. Σαν νέος και άμυαλος πού ήμουν, κτυπούσα και με το ρόπαλο πολλούς και τούς κακομεταχειριζόμουν μέχρι να ομολογήσουν τί έκλεψαν και με ποιους συνεργάτες τους. Τότε δεν σκεπτόμουν τον Θεό. Αργότερα όμως άρχισε να με ελέγχει ό λογισμός μου. Το 1923 παραιτήθηκα απ’ αυτή την υπηρεσία και αναχώρησα για την σκήτη Μοσουνάιε, νομού Βράντσα, με σκοπό να γίνω μοναχός. Ήμουν τότε 33 ετών. Μετά ένα χρόνο με έκειραν μοναχό με το όνομα Βενιαμίν.
Ήμουν ευχαριστημένος και ειρηνικός με τον ηγούμενο της σκήτης, αλλά ήλθε ή αλλαγή του ημερολογίου και εγώ δεν ήθελα ν’ ακούσω την Εκκλησία και να πάω με το νέο ημερολόγιο. Σκεπτόμουν ότι θα χάσω την ψυχή μου. Έτσι, συμβουλεύθηκα κι άλλους μοναχούς από διάφορα μέρη και, χωρίς την άδεια του ηγουμένου μου, αναχώρησα για ερημίτης στα βουνά και στα δάση της επαρχίας Βράντσεα. Ήσαν και άλλοι ερημίτες κοντά στην δική μου ξυλοκαλύβα, όπως ό π. Ποιμήν, ό π. Ίωαννίκιος, ό π. Σωφρόνιος κ.άλ.
Εκεί όμως έκανε ό καθένας του κεφαλιού του, διότι δεν ήμασταν στην υπακοή. Ζούσαμε χωρίς ευλογία. Διαβάζαμε όλη την ήμερα το Ψαλτήρι, τις επτά καθημερινές ακολουθίες και κάναμε μερικές εκατοντάδες μετάνοιες, όσες βέβαια ημπορούσαμε. Για την τροφή μας φρόντιζε ένας δασικός…
Όμως ευρισκόμουν σ’ ένα μεγάλο πειρασμό. Σαν άνθρωπος ήμουν σαν πεθαμένος. Όχι μακριά από μένα ζούσε ένας άλλος μοναχός μεγαλόσχημος, ονόματι Αθανάσιος. Αυτός είχε ζήσει ένα καιρό στους Αγίους Τόπους. Κατόπιν ήλθε ερημίτης στα βουνά Βράντσεα. Γίναμε φίλοι, και για μερικούς μήνες μέναμε στην καλύβα του μαζί. Κάποτε μού απεκάλυψε ότι συγκέντρωσε 10.000 λέι για να πάει και πάλι στους Αγίους Τόπους. Ήταν επαγγελματίας βαρελοποιός. Κατασκεύαζε κοφίνια, κόφες, πανέρια, μικρά βαρέλια. Τα έδινε σε κάποιον λαϊκό και εκείνος τα πωλούσε και του έφερνε τα κέρδη του. Ήτο αγωνιστής μοναχός και ήθελε να πεθάνει στην Αγία Γη.
Μία ήμερα περπατούσαμε μαζί στο δάσος σε ένα στενό μονοπάτι. Δίπλα κάτω, ήτο μία χαράδρα γεμάτη βράχους. Καθώς πηγαίναμε συζητώντας, μου ψιθύρισε στο αυτί ό σατανάς να σπρώξω τον Αθανάσιο κάτω και να του πάρω τα χρήματα. Αμέσως κατέκρινα αυτόν το σατανικό λογισμό και τον διάβολο της φιλαργυρίας και παρεκάλεσα τον Θεό να φύγει από κοντά μου τέτοια σκέψης. Έπειτα για ν’ απαλλαγώ τελείως απ’ αυτόν τον λογισμό, έφυγα και έφτιαξα την καλύβα μου πιο μακριά. Ό π. Αθανάσιος, πράγματι, έφυγε και πάλι για τα Ιεροσόλυμα, όπου και απέθανε.
Έμεινα τρία χρόνια στην ερημιά. Δεν έμενα εκεί από αγάπη του Θεού, αλλά από αντίδραση για το νέο ημερολόγιο. Μετά τρία χρόνια μ’ ελέησε ό Θεός και έστειλε σε μένα ένα σοφό μοναχό, τον π. Διονύσιο, από την σκήτη Μπράζι Παντσίου. Ό Θεός να τον ανάπαυση, διότι αυτός μ’ λύτρωσε από την απώλεια της ψυχής μου.
Πάτερ Βενιαμίν, μου είπε, μη στέκεσαι εδώ να στηρίζεις τάχα τα θεμέλια της Εκκλησίας, εάν δεν υπακούς στην Εκκλησία του Χριστού μας. Ό νοητός εχθρός σε εξαπάτησε. Το ημερολόγιο άλλαξε, αλλά ή Εκκλησία και ή πίστης είναι ή ίδια. Σε συμβουλεύω να εισέλθης στην υπακοή του μοναστηρίου σου. Μη μένεις εδώ σαν ένας επαναστάτης, διότι χάνεις τζάμπα τον καιρό σου. Υπάρχει ιεραρχία, υπάρχει ιερατείο, υπάρχει Θεία Χάρις, υπάρχει σωτηρία…
-Όχι, όχι, δεν υπάρχει ιεραρχία και σωτηρία στην Εκκλησία, του είπα εγώ οργισμένος. Αφού άλλαξε το ημερολόγιο, όλα άλλαξαν και κατεστράφησαν!…
-Εάν πιστεύεις έτσι, τότε ή οσιάτης σου είσαι αιρετικός!
Όταν έφυγε ό π. Διονύσιος, εγώ βυθίστηκα σε λογισμούς: «Μήπως άραγε έχει δίκαιο; Μήπως έχω εξαπατηθεί από τούς δαίμονας; Σηκώθηκα κι πήγα στον π. Ευγένιο Δημητρέσκου από την σκήτη Προδρόμου, δίπλα στην σκήτη Παντσίου. Ήτο άγιος μοναχός. Επήγα να τον ερωτήσω;
-Πάτερ Ευγένιε, τί να κάνω, διότι είμαι πολύ ταραγμένος;
-Πάτερ Βενιαμίν, εάν δεν θέλεις να κατέβης από την καρότσα της ανυπακοής και του θελήματος σου, όπου ευρίσκεσαι, δεν θα επανέλθεις πάλι στην ζωή της υπακοής του κοινοβίου. Να γνωρίζεις ότι έχεις παραδοθεί στα χέρια του διαβόλου.
-Πάτερ Ευγένιε, με δέχεσθε εδώ στην σκήτη σας; -Ναι, σε δέχομαι με χαρά, εάν έρχεσαι. Μόνο να ξέρης ότι εδώ θα έχεις πιο πολλούς πειρασμούς από ότι είχες στην έρημο, διότι έρχεσαι από το θέλημα σου στο θέλημα του άλλου. Εδώ οι πειρασμοί των δαιμόνων θα σταυρώνονται με την έκκοπή του δικού σου θελήματος. Θα κάνης υπακοή με σιωπή και προσευχή και θα ευρείς την ησυχία στην ψυχή σου.
Πράγματι ό π. Βενιαμίν ακολούθησε τις συμβουλές του π. Ευγενίου και ειρήνευσε. Ό ίδιος έλεγε τα έξης για τον π. Ευγένιο: «Ήτο ένας ενάρετος μοναχός, με δυνατή πίστη και ζωή κατά το Ευαγγέλιο. Είδα σ’ αυτόν θαυμαστά πράγματα. Κοιμόταν 3-4 ώρες το 24άωρο. Ήταν ασκητικός στο σώμα και αυστηρός στις νηστείες του. Έτρωγε μόνο τα βράδια, χωρίς να γευτεί ποτέ το κρασί.
Το 1950 ό π. Βενιαμίν ευρέθηκε στην σκήτη Δαρβάρι του Βουκουρεστίου για έργα υπακοής. Όταν επέστρεψε, τον ερώτησαν οι άλλοι πατέρες πώς τα πέρασε. Ιδού τί τούς είπε:
-Πατέρες, μοναχική ζωή στο Βουκουρέστι δεν γίνεται. Πολλοί πειρασμοί και πολλοί κίνδυνοι για την ψυχή. Δεν έβγαινα ποτέ στον δρόμο. Στα επτά χρόνια πού έμεινα εκεί, μόνο τρεις φορές περπάτησα σε δρόμους της πόλεως. Γνώριζα μόνο την πόρτα της εκκλησίας και του κελιού μου. Δεν συνομιλούσα ούτε με λαϊκούς, ούτε προπαντός με γυναίκες, διότι προκαλείται μεγάλος πόλεμος στην ψυχή του μονάχου. Δεν άφησα κανέναν να μπει στο κελί μου. Με την Χάρι του Χριστού μας έκαμα αυτή την προσπάθεια.
-Ημπορούσατε να φυλάξετε τον νου σας από ακάθαρτους λογισμούς;
-Για να λυτρωθεί κανείς τελείως από τούς κακούς λογισμούς, αυτό είναι έργο μόνο των απαθών. Εάν θα μας έκρινε ό Θεός από τούς λογισμούς μας, πιστεύω ότι κανείς δεν θα μπορούσε να σωθεί, διότι ό πόλεμος των λογισμών συνοδεύει τον άνθρωπο και μέχρι τον τάφο του.
Πατέρες μου, μεγάλο έργο είναι ή μοναχική ζωή! Εγώ όμως ό αμαρτωλός δεν έγινα ακόμη μοναχός ούτε για μία ήμερα! Μάχομαι με τούς λογισμούς μου πενήντα χρόνια και δεν τούς νίκησα.
  *  Μας είπατε ότι δεν δεχθήκατε καμία φορά γυναίκα στο κελί σας. Πώς τα καταφέρατε;
-Ναι δεν δέχθηκα ποτέ. Ήμουν κάποτε άρρωστος στο κρεβάτι και ακούω κτυπήματα στην πόρτα, διότι μου έφερε μια γυναίκα φάρμακα για την υγεία μου. Είπα στην γυναίκα: «Αδελφή, εάν μπορείς να με κάνης υγιή, χωρίς να μπεις στο κελί μου, έχει καλώς. Εάν δεν μπορείς, να ξέρης ότι ό Βενιαμίν είτε είναι ασθενής είτε είναι υγιής, δεν θα σου επιτρέψει να μπεις στο κελί του».
Καλά, πάτερ Βενιαμίν. Ήσασταν ασθενής στο κρεβάτι και πώς αρνηθήκατε το φάρμακο από την αδελφή ή όποια ήτο πιστή χριστιανή και ηλικιωμένη;
-Τί λέτε, Πατέρες; Δεν διαβάσατε στο Γεροντικό το παράδειγμα με τον άρρωστο επίσκοπο στο κρεβάτι και με την γερόντισσα αδελφή, ή οποία τον περιποιείτο; Τί εμπιστοσύνη μπορείς να έχεις στον λογισμό σου όταν είναι ταραγμένος; Και ποιος ημπόρεσε να λυτρωθεί από την αμαρτία, εάν δεν μίσησε και δεν έδιωξε μακριά τα αίτια της αμαρτίας; Να τί μας λέγουν οι Πατέρες: «Όποιος ελπίζει στον εαυτό του, θα έχει πτώση φοβερή». Και ακόμη ότι έπεσαν στύλοι αρετής. Άραγε εμείς τα καλάμια, τί θα κάνουμε;
   * Το 1957 ό π. Βενιαμίν εστάλη από υπακοή στην σκήτη Μπουτσίουμ του Ιασίου. Τότε είχε ηλικία 67 ετών. Έμεινε και εργάσθηκε εκεί δέκα χρόνια. Ή δουλειά του ήτο να καλλιεργεί τα αμπέλια της σκήτης με την βοήθεια εργατών. Και εδώ ό καλός εργάτης της προσευχής, συνέχισε τούς πνευματικούς του αγώνες με την ανάγνωση του Ψαλτηρίου και την μονολόγιστη προσευχή του Ιησού.
    *Όταν κάποτε τον επισκέφθηκε ό Μητροπολίτης Μολδαβίας και Σουτσεάβας κ. Ιουστίνος, είπε (ό Μητροπολίτης) τα έξης, δείχνοντας του τα κτίρια πού τότε έκτίζοντο:
-Κοίταξε, πάτερ Βενιαμίν, τί παλάτια σου φτιάχνω.
-Είναι πολύ ωραία, Σεβασμιότατε, αλλά για τις μελλοντικές γενεές. Εγώ θα σας παρακαλούσα με μία βαθειά μετάνοια, να μου δώσετε ευλογία να επιστρέψω στην Συχαστρία και εκεί ν’ αποθάνω.
Πράγματι ό Μητροπολίτης του έδωσε ευλογία και το 1966 ό π. Βενιαμίν επέστρεψε στην μετάνοια του, στην Συχαστρία, μετά από περιπλάνηση και διακονία σε άλλα μέρη 40 χρόνων.
  * Ό ηγούμενος της Μονής π. Καλλιόπιος Άπετρέι καλοδέχθηκε τον γέροντα π. Βενιαμίν, ηλικίας τώρα 76 ετών και του έδωσε κελλάκι κοντά στο γηροκομείο, όπου θα εύρίσκη εύκολα την τροφή του και θ’ ασχολείται με τα πνευματικά του καθήκοντα.
 Την δεύτερη ήμερα επήγε ό Γέροντας στον ηγούμενο και του λέγει:
Πάτερ ηγούμενε, σας παρακαλώ ταπεινώς να μου δώσετε διακόνημα, διότι ό μοναχός, χωρίς διακόνημα, γίνεται παίγνιο των δαιμόνων.
Βλέποντας την απόφαση του με καλό λογισμό ό ηγούμενος, του έδωσε την ευλογία να κόβει ξύλα για το μαγειρείο. Και έκαμε αυτό το διακόνημα ό π. Βενιαμίν με ζήλο και επιμονή προς παραδειγματισμό και των νεωτέρων επί τέσσαρα χρόνια.
   * Μία άλλη φορά -έλεγε ό ηγούμενος- όταν τελείωσε ή νυκτερινή ακολουθία του Όρθρου (Σύμφωνα με το σλαβικό τυπικό ό Όρθρος αρχίζει στις 11 το βράδυ και τελειώνει στις 2 μετά τα μεσάνυκτα) ό π. Βενιαμίν έπιασε μία γωνία της εκκλησίας και εκεί έκανε μετάνοιες λέγοντας και την ευχή. Στις 4 το πρωί είχε πάει στο μαγειρείο και έκοβε ξύλα με το τσεκούρι. Άκουσα τον θόρυβο από το κόψιμο των ξύλων και κατέβηκα στην αποθήκη του μαγειρείου. Του είπα:
-Πάτερ Βενιαμίν, ή ώρα είναι 4 το πρωί, είσαι 80 ετών, γιατί δεν επήγες λίγο να ξεκουραστείς; Τί ακόμη θέλεις να κάνης;
-Έεε πάτερ ηγούμενε, τί να κάνω; Εργάζομαι γι’ αυτόν πού εργάζεται για μένα σ’ όλη μου την ζωή.
Με απόφαση του ηγουμένου ό π. Βενιαμίν εστάλη εν συνεχεία για αναγνώστης στην Σκήτη Σύχλα, εξάρτημα της Μονής, πού απέχει από την Συχαστρία τρία χιλιόμετρα και είναι μέσα σε μία πολύ ήσυχη και απρόσιτη στους πολλούς περιοχή.
   * Ό βοηθός του π. Βενιαμίν έλεγε κάποτε στον ηγούμενο της Συχαστρίας, τον αείμνηστο μεγάλο Γέροντα Κλεόπα Ήλίε, ότι ό γέροντας δεν πίνει στην τράπεζα ούτε μία σταγόνα κρασί. Όποτε ό Ηγούμενος μία ήμερα ερώτησε τον γέροντα:
-Σαν Γέροντας σου πού είμαι, είπε μου στο όνομα του Χριστού, πόσα χρόνια έχεις πού δεν ήπιες κρασί;
-Με λίγη αργοπορία του απήντησε: 34 χρόνια, Γέροντα.
-Τώρα στην τράπεζα του φαγητού, θέλω να πιεις ένα ποτήρι κρασί.
Και ό Γέρο-Βενιαμίν, ό μοναχός της τελείας υπακοής και έκκοπής του θελήματος του, επήρε το ποτήρι από τον Γέροντα του και το ήπιε όλο μπροστά σε όλους τούς μοναχούς.
   * -Θα ήθελα να ιδώ και το κελί σου, στο όποιο μένεις, πάτερ Βενιαμίν.
Αμέσως ό γέροντας τον οδήγησε στο κελί του. Ό ηγούμενος είδε το πτωχότατο κελί του π. Βενιαμίν. Στο τέλος τον ερώτησε:
-Δεν βλέπω να έχεις ούτε μία χτένα για τα μαλλιά σου, πάτερ Βενιαμίν. Ό γέροντας δεν απαντούσε τίποτε.
-Ίσως να μην είσαι συνηθισμένος να χρησιμοποιείς χτένα. Και πάλι σιωπούσε.
Λέγεται κάπου στο Γεροντικό ότι κάθε τι πού κάνουμε να έχουμε μαρτυρίες από την Άγια Γραφή. Πες μου, σε παρακαλώ, τί μαρτυρίες έχουμε για να μη χτενίζουμε τα μαλλιά μας; Και από πότε έχεις να χτενίσεις τα μαλλιά σου;
Πάτερ ηγούμενε, πριν 30 χρόνια συνάντησα στα κείμενα του αγίου Έφραίμ του Σύρου ένα λόγο πού λέγει: «Στον μοναχό είναι καθυστέρησης να ετοιμάζει φαγητό. Να προτιμά την ξηροφαγία, να ξαπλώνει κάτω και συχνά να μένη αχτένιστος…». Από τότε δεν χρησιμοποιώ πλέον κτένα. Ό Καλός Θεός με οικονόμησε αυτό το δίκρανο (ξύλινη κτένα με πέντε δόντια) την οποία χρησιμοποιώ, όταν υπάρχει ανάγκη.
-Από σήμερα θα έχεις δύο κτένες, π. Βενιαμίν, και θα κτενίζεις τα μαλλιά σου για όσα χρόνια ακόμη σου δώσει ό Θεός.
-Έτσι θα κάνω, πάτερ ηγούμενε, όπως μου είπατε. Και πράγματι χρησιμοποιούσε τις κτένες. Αυτό αποτελεί μία μαρτυρία εκκοπής του θελήματος του, αρετή πού ιδιαίτερα τον στόλιζε.
  *  Σε κάποιον πού μόλις είχε καρεί ρασοφόρος μοναχός και ζήτησε από τον Γέροντα λόγο ψυχωφελή, ό Γέροντας του είπε: «Από σήμερα πού έβαλες τα μαύρα, να φυλάγεσαι από το κρασί, από το πολύ φαγητό, από την φιλία με γυναίκες και να επιμελείσαι πολύ την προσευχή».
   * Σε κάποιον μοναχό, πού του έδειχνε το καινούργιο ράσο του, ό Γέροντας του είπε: «Πάτερ, δεν θα μας ρωτήσει ό Θεός για τα καλά μας ρούχα, αλλά για τα καλά μας έργα».
   * Ένας άλλος μοναχός τον ερώτησε: Τί να κάνω πάτερ, διότι δεν ημπορώ να σιωπήσω;
-Να λέγεις μόνο ωφέλιμα λόγια και αυτό δεν είναι φλυαρία.
   * Ένας άλλος μοναχός του είπε: «Γέροντα, να πάω στο Άγιον Όρος για να βρω την σωτηρία μου;». Και εκείνος του απήντησε: «Εάν έχουμε τον Θεό, και εδώ και οπουδήποτε είναι το Άγιον Όρος».
   * Την περίοδο πού έμεινε στην σκήτη Σύχλα δύο χρόνια (1970-1972), οι πατέρες εκεί τον ερωτούσαν διάφορα πράγματα. Μία ήμερα είπαν στον Γέροντα:
-Γέροντα, τον βλέπεις αυτόν τον μοναχό; Είναι αγιορείτης.
Και ό Γέροντας για να τον ταπείνωση να μη επαίρεται επειδή έζησε ολίγα χρόνια στο Αγιον Όρος, τούς απήντησε: «Ναι, είναι άγριορείτης και ψευδό-αγιορείτης».
   *  Ένας μοναχός είπε στον Γέροντα σε άλλη ευκαιρία: «Είσαι μακάριος εδώ, πάτερ Βενιαμίν, διότι είσαι ειρηνικός σε απομακρυσμένο ιερό τόπο».
-Πάτερ, τον γάιδαρο, όπου και να τον βάλεις, γάιδαρος θα μείνει. Μακάριος είναι μόνο εκείνος ό όποιος κάνει το θέλημα του Θεού.
    *Ένας ιερομόναχος σαν λαϊκός παλαιότερα είχε ρωτήσει τον Γέροντα:
-Πάτερ, τί συμβουλή μου δίνετε, να γίνω μοναχός ή όχι;
-Παιδί μου, ό αληθινός μοναχός είναι πλουσιότερος απ’ όλους τούς πλουσίους του κόσμου! Μεγάλος πλούτος. Ναι, μεγάλος.
 Στην ηλικία τώρα των 82 ετών ό π. Βενιαμίν δεν μπορούσε να διάβαση στην εκκλησία, διότι αδυνάτισε το φώς του. Επανήλθε και πάλι στην Συχαστρία για να περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του.
   * Κάποια φορά, επειδή δεν έβλεπε καλά, κάθισε στο στασίδι ενός άλλου γέροντος του π. Νικόδημου. Ήλθε εν τω μεταξύ εκείνος και του εζήτησε να του αδειάσει την θέση του. Ό π. Βενιαμίν εζήτησε συγγνώμη και πήγαινε για το δικό του στασίδι. Κατά λάθος κάθισε στο στασίδι του γέροντος Φιλόθεου. Ήλθε και ό πάππους αυτός. Αρκετά αγριεμένος του ζήτησε να φύγει αμέσως από το στασίδι του. Ό π. Βενιαμίν, χωρίς να ταραχθή, του είπε σιγανά: «Πάτερ, παρακαλώ κάθισε στην θέση σου. Τόπος άξιος για μένα δεν υπάρχει ούτε και στην κόλαση». Μετά βρήκε και κάθισε στην δική του θέση.
   * Στην ηλικία αυτή υπέφερε από αρκετές αρρώστιες για τις όποιες δεν έλεγε τίποτε. Δεν ήθελε να πάρει ούτε φάρμακα. Ήτο ευχαριστημένος με ότι του είχε χαρίσει ό Θεός. Είχε «προστάτη» και όμως υπέμενε χωρίς γογγυσμούς την δυσκολία της ουρήσεως.
-Πάτερ Βενιαμίν, να σε πάμε στον γιατρό, διότι και αυτούς ό Θεός μας τούς έδωσε.
Ό Γέροντας αντί άλλης απαντήσεως έψαλλε το τροπάριο του Μεγάλου Αποδείπνου: «Κύριε των Δυνάμεων, μεθ’ ημών γενού……
-Αλλά και στην Αγία Γραφή, μας ομιλεί ό Θεός για την χρήσι φαρμάκων, του είπε ό αδελφός.
-Τις Θεός Μέγας, ως ό Θεός ημών. Σύ ει Θεός, ό ποιών θαυμάσια μόνος. Έτσι του απήντησε ό σοφός Γέροντας.
    *Φθάνοντας ό Γέροντας στην ηλικία των 85 ετών, κατά τον λόγο του Ψαλμωδού, υπέφερε από πόνους, κόπους και αρρώστιες. Μία ήμερα μας είπε:
Αυτή την νύκτα, ενώ στεκόμουν στην προσευχή, ήλθαν πολλοί δαίμονες φανερά τριγύρω μου και άρχισαν να μου σφυρίζουν στα αυτιά ότι δεν υπάρχει Θεός.
-Και τί έκανες εσύ, Γέροντα;
-Εεε, δαίμονες, γιατί δεν αφήνετε τούς μοναχούς στην ειρήνη τους και στην προσευχή τους; Και εγώ, μας είπε, συνέχισα να προσεύχομαι.
Κάποια φορά τον έβγαλε ό βοηθός του στο μπαλκόνι, στον αέρα. Ό Πάππους στεκόταν με το κεφάλι σκυμμένο προς το κάτω. Ένας μοναχός τότε τον ρώτησε:
-Γιατί, πάτερ, έχετε το κεφάλι κάτω σκυμμένο;
-Πάτερ, οποιαδήποτε θέσης είναι καλή. Μόνο να προσεύχεται ό άνθρωπος με την καρδιά του.
    * Μία άλλη φορά τον βρήκε ό μαθητής του πεσμένο κάτω από το σκαμνί του. Ό παππούς όμως έψαλε το: Μεθ’ ημών ό Θεός, γνώτε έθνη και ήττάσθε, ότι μεθ’ ημών ό Θεός.
-Πάτερ Βενιαμίν, πέσατε κάτω από το σκαμνί σας;
-Δεν έπεσα εγώ, αλλά το γομάρι μου (σώμα) έπεσε. Αλλά είναι καλό να δοξολογούμε και να ψάλλουμε τον Θεό σε όποια στάσι και να είμεθα.
Μία άλλη φορά καθόταν στο σκαμνί του και προσευχόταν ό Παππούς. Ό μαθητής τον ερώτησε:
-Πάτερ Βενιαμίν, σας πονάει κάτι;
-Έμενα δεν με πονάει τίποτε, του απήντησε γελαστός και χαρούμενος. Το γομάρι μου έχει πόνους κληρονομικούς και αμαρτίες κληρονομικές.
 *   Ένας αδελφός τον επισκέφθηκε στο κελί του και τον ερώτησε:
-Πάτερ Βενιαμίν, υπάρχει ηλεκτρικό ρεύμα στο κελί σας;
-Ναι, πάτερ, αλλά στην κόλαση πώς θα ζήσουμε χωρίς ρεύμα;
-Τουλάχιστον μία λάμπα έξω από το κελί σας να σας φωτίζει τον δρόμο.
-Ναι, αλλά στην κόλαση τί φώς θα έχουμε;
-Είναι καθαρό το κελλάκι σας, Γέροντα.
-Ναι, παιδί μου, μόνο ό νους μου είναι ακάθαρτος.
-Δεν μπορείτε να πηγαίνετε τώρα, πάτερ στην εκκλησία;
-Πάτερ, εγώ είμαι πάντοτε στην εκκλησία. -Προσευχήσου για μένα, πάτερ Βενιαμίν.
-Εγώ είμαι αδύνατος στην προσευχή. Μπορείς να βρεις κάποιον πιο δυνατόν; Έτσι του απήντησε ό Γέροντας, παρότι ό ίδιος προσεύχεται αδιάκοπα για την συνοδεία, τούς γονείς και αδελφούς και όλους τούς ορθοδόξους χριστιανούς.
    * Ένας άλλος αδελφός τον επισκέφθηκε και τον ρώτησε: Πώς πάτε Γέροντα;
-Ψυχή νεκρά σε ζωντανό σώμα. -Ξέρω ότι είσθε άρρωστος, Γέροντα. Πονάτε; -Εγώ όχι, αλλά το γομάρι (σώμα) πονάει. Άφησε το να πονά, διότι λύπησε τον Δημιουργό του. -Τί κανόνα προσευχής κάνετε τώρα, Γέροντα; -Πάτερ, κραυγάζω κι εγώ στον Γλυκύτατο Ιησού μας, διότι άλλο τίποτε δεν μπορώ πλέον να κάνω. Πριν λίγο διάστημα μπορούσα να κάνω και μετάνοιες, αλλά τώρα το «ψοφίμι» μου εξεγέρθηκε και δεν θέλει να κοπιάσει άλλο…
-Έχετε πολλά χρόνια στο μοναστήρι, Γέροντα; -Έχω 60 χρόνια και ούτε μία ώρα στην καλογερική ζωή, διότι την πέρασα μόνο με τούς δαίμονες, οι όποιοι μου είχαν φουσκώσει το κεφάλι ότι ήμουν ησυχαστής και με περιγελούσαν και είχα γίνει θέατρο ανθρώπων και δαιμόνων… Αυτός πού πέρασε τη ζωή του με τούς δαίμονες, ποιου γιός πλέον θα είναι; Κι αυτός που θα πάει μετά τον θάνατο του;
   * Ό πρώην ηγούμενος Γέρο-Ίωήλ, μας έλεγε: «Όταν τον επισκεπτόμουν στο κελί του, τον εύρισκα να κλαίει ή να προσεύχεται και αισθανόμουν άσχημα να τον διακόπτω με την παρουσία μου. Άκουγα έξω από την πόρτα του την προσευχή με τούς στεναγμούς του, και δεν έμπαινα πλέον μέσα.
Πολλές φορές άκουα τον Γέροντα να λέγει μέσα στο κελί του προς τον εαυτό του: «Αδελφέ, σου ανοίγεται ή θύρα της θείας ευσπλαχνίας; Εάν σου ανοίγεται, δόξαζε τον Θεό. Εάν όχι, συ μόνος σου την κλείνεις για το πλήθος των αμαρτιών και ανομιών σου. Άραγε θα έλθουν άγγελοι να σε βοηθήσουν στην ώρα του θανάτου σου; Άραγε θα λάβεις συγχώρηση από τον αδέκαστο Κριτή, εκείνη την φοβερά μέρα της Κρίσεως, όταν θ’ απολογηθείς για όλα τα έργα σου, τούς λογισμούς και τις φλυαρίες σου; Άραγε θα μπεις μέσα στο ανέσπερο φώς; Άραγε θα δεις το πρόσωπο του Χριστού; Εάν ναι, είσαι μακάρια, ψυχή μου- εάν όχι, θα γκρεμιστείς στον πύρινο ποταμό, στον ίδιο τόπο με τούς δαίμονες».
  *  Δεν πρέπει επίσης να παραθεωρήσουμε και την μεγάλη ευλάβεια πού είχε ό π. Βενιαμίν προς την Κυρία Θεοτόκο, της οποίας ανέφερε το όνομα με συγκίνηση, ενίοτε και με δάκρυα. Ιδού πώς συχνά εκφραζόταν στις συζητήσεις με τούς Πατέρες της Μονής του.
-Ευλογείτε, πάτερ Βενιαμίν.
-Ό Βασιλεύς και ή Βασίλισσα να σας ευλογούν!
-Πώς περνάτε τώρα, πάτερ Βενιαμίν;
-Πατέρες, είμαι ένας αμαρτωλός άνθρωπος, αλλά προχωρώ, διότι ελπίζω στην Βασίλισσα του ουρανού και της γης και στο πλήθος των Αγίων Πάντων.
-Σε ταλαιπωρεί ακόμη ή ασθένεια σου;
-Ευχαριστώ την Μητέρα του Κυρίου για όλα όσα μου έδωσε, διότι αυτή γνωρίζει τί μου είναι απαραίτητο.
-Πάτερ Βενιαμίν, πώς ήτο ή Μητέρα του Κυρίου στον καιρό της επιγείου ζωής της;
-Ή Κυρία Θεοτόκος ήτο άνθος, χωρίς σκιά.
-Πώς αυτό μπορούσε να συμβεί;
-Ναι. Ή Μητέρα του Κυρίου ήτο άνθος, χωρίς την σκιά της αμαρτίας.
-Είπέτε μας, πάτερ Βενιαμίν, ένα ωφέλιμο λόγο.
-Πατέρες, μεγάλο και ανέκφραστο είναι το έλεος του Θεού προς ημάς, διότι μας έφερε από τον κόσμο στο μοναστήρι… Να ευχαριστούμε την Κυρία Θεοτόκο, διότι ευρισκόμεθα στο μοναστήρι.
-Πάτερ Βενιαμίν, πώς θα σωθούμε εμείς, πού έχουμε αμαρτήσει ενώπιον του Σωτήρος μας και της Μητέρας του σε κάθε στιγμή και σε κάθε τόπο;
-Πατέρες, να μη σταματάμε να κράζουμε προς την Βασίλισσα των Σεραφείμ, διότι Αυτή δεν άφησε στα νύχια των δρακόντων κανέναν απ’ αυτούς πού ελπίζουν και καταφεύγουν σ’ Αυτήν.
  *  Μετά από δύο ήμερες ό π. Βενιαμίν έπεσε στο κρεβάτι λόγω της βαρείας ασθενείας του. Κάλεσε τον ίερομ. π. Ιωήλ και εξομολογήθηκε για τελευταία φορά. Κατόπιν κοινώνησε των Άχραντων Μυστηρίων. Μάθαμε ότι είπε στον π. Ιωήλ ότι δεν κάλεσε σε βοήθεια για τις αρρώστιες του ποτέ γιατρό, ούτε δέχθηκε να πιει χάπια. Για κάθε πρόβλημα της υγείας του εχρίετο με αγιασμένο έλαιο και έπινε αγιασμό. Αυτό το έκανε, όχι από περιφρόνηση προς την ιατρική επιστήμη, αλλά από δυνατή πίστη και ελπίδα στον Θεό, τον όποιον και παρακαλούσε για κάθε ασθένεια του, να τον θεραπεύση ή ας γίνει το θέλημα του.
Το μοναστήρι κάλεσε τον γιατρό, ό όποιος και τον ερώτησε:
-Πάτερ, είμαι ό γιατρός. Σε τί μπορώ να σε βοηθήσω;
-Σ’ ευχαριστώ διότι ήλθες για να με βοηθήσεις, αλλά ό δικός μου ιατρός είναι στους ουρανούς και Αυτός κανονίζει τί πρέπει να γίνει με μένα.
Ό ιατρός βλέποντας τα υπογάστρια φουσκωμένα και μεγάλη δυσκολία στην αναπνοή, αμέσως αντιλήφθη την σοβαρότητα της καταστάσεως του. Είπε στον μαθητή του με εμφανή την λύπη του:
-Κρίμα, θα ημπορούσε μέσα σε δύο μήνες να γίνει τελείως καλά… Τώρα όμως εξ αιτίας του προστάτου, έχουν εξογκωθεί τα υπογάστρια και έχουν πέντε κιλά υγρό. Απορώ πώς ακόμη ζει, διότι αυτό το υγρό πιέζει δυνατά την καρδιά να εργάζεται υπέρμετρα, πράγμα το όποιον σημαίνει ότι κάποια στιγμή θα παύση να λειτουργεί… Τί καρδιά είναι αυτή πού μπορεί και αντέχει μέχρι τώρα;
Την επομένη νύκτα βάρυνε περισσότερο. Ανέπνεε με πολλή δυσκολία. Ενώπιον πολλών μοναχών τούς είπε μία προφητική φράση: «Αύριο, ώρα 10 το πρωί, αναχωρώ για τον ουρανό». Και πράγματι την ώρα εκείνη επήρε μία βαθειά αναπνοή και ή ψυχή του πέταξε στα χέρια του Πλαστού της.
   * Ένας αδελφός ερώτησε τον άρχιμ. π. Κλεόπα Ήλιε να πει λίγα λόγια για τον μεταστάντα. Τότε ό π. Κλεόπας είπε τα έξης:
«Ήτο ένας γέροντας όμοιος των παλαιών γενναίων ασκητικών πατέρων, γεμάτος από ανδρεία, με μία βαθειά και θεμελιώδη πνευματική κατάσταση. Δεν είναι εύκολο σε ανθρώπους να ομοιάσουν με τέτοιους ηρωικούς μοναχούς».
Πιστεύουμε ότι τα μυστήρια της ζωής ενός πνευματικού άνθρωπου κανείς από τούς ανθρώπους δεν μπορεί να τα γνωρίζει, διότι αυτός ζει κάθε στιγμή σε στενή κοινωνία με τον Θεό και, έχοντας τον φόβο του Θεού και την βαθειά ταπείνωση, αγωνίζεται πάντοτε να κρύπτη παρά να εξωτερικεύει το εσωτερικό του βίωμα, το όποιον μόνον ό Χριστός το γνωρίζει, κατά τον προφητικό λόγο: «Τοις αγίοις τοις εν τη γή αυτού εθαυμάστωσεν ό Κύριος». Και πάλιν: «Θαυμαστός ό Θεός εν τοις αγίοις αυτού».
Απο το βιβλίο«Οσιακές μορφές του ρουμανικού μοναχισμού»Εκδ.Ορθόδοξος Κυψέλη/ΠΗΓΗ
Share Button