Η ΑΛΛΟΙΩΣΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑΣ Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ

Η βασική προβληματική η οποία πρόκειται να μας απασχολήσει είναι αν υπάρχουν σαφή διαχωριστικά όρια μεταξύ της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, η οποία συνεχίζει χωρίς διακοπή και με πληρότητα την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία του Συμβόλου της Πίστεως, και όλων των άλλων χριστιανικών ομολογιών της Ανατολής και της Δύσης.
Περισσότερο μάλιστα μας ενδιαφέρει σ΄αυτήν την διερεύνηση να αναφερθούμε στις χριστιανικές κοινότητες της Δύσεως, τον Ρωμαιοκαθολοκισμό και τον Προτεσταντισμό υπό τις πάμπολλες διασπάσεις του, διότι για τις χριστιανικές ομολογίες της Ανατολής, την ολιγάνθρωπη του Νεστοριανισμού και την πολυάνθρωπη του Μονοφυσιτισμού ή των Αντιχαλκηδονίων, υπάρχουν αλάθητες αποφάσεις Οικουμενικών Συνόδων και καθολική συμφωνία των Αγίων Πατέρων και της εκκλησιαστικής εν γένει συνειδήσεως, ώστε να είναι αδύνατο και αδιανόητο για μία συνεπή και γνήσια Ορθόδοξη Εκκλησιολογία να θεωρήσει του Μονοφυσίτες ως Ορθοδόξους, γιατί έτσι εξισώνει και ταυτίζει Ορθοδοξία και αίρεση, αλήθεια και πλάνη. Και όμως αυτό το αδιανόητο και αδύνατο για την Εκκλησία των δεκαεννέα αιώνων έγινε δυνατό μετά το γκρέμισμα των ορίων που πέτυχε ο Οικουμενισμός αυτή η παναίρεση του 20ου αιώνα. Δεν υπάρχει πλέον σαφής οροθετική γραμμή που να χωρίζει και να διακρίνει μέχρι που φθάνει η Εκκλησία και που αρχίζει η αίρεση. Κατόρθωσε επί δεκαετίες το κακώς ονομαζόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών» να αλλοιώση τόσο πολύ την εκκλησιολογική αυτοσυνειδησία των Ορθοδόξων, ώστε να μας ταυτίσει και ισοπεδώσει όλους τους Ανατολικούς, εμάς και τους Μονοφυσίτες, να μας πείσει όχι μόνο να στεγαζόμαστε και να συσκεπτόμαστε σε επιτροπές κάτω από την κοινή ονομασία των Ορθοδόξων, αλλά και ουσιαστικώς να μας οδηγήσει με την υιοθέτηση της εκκλησιολογίας των Προτεσταντών σε εκκλησιαστική διακονία με την εκατέρωθεν αναγνώριση των μυστηρίων, όπως εδώ και πολλά χρόνια έχει κάνει το Πατριαρχείο Αντιοχείας, εσχάτως δε για το γάμο των Κοπτών και το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας.

ΤΟ ΓΚΡΕΜΙΣΜΑ ΤΩΝ ΟΡΙΩΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΕΣ
Υπό το πρόσχημα του οράματος να επιτευχθεί η ενότητα του χριστιανικού κόσμου, αντί να επιτευχθεί η μόνη ασφαλής και σωτήριος μέθοδος του Χριστού, αποδεχόμενοι μια πίστη, μια σώζουσα αλήθεια, νομιμοποίησαν τις αιρέσεις και τα σχίσματα, ταύτισαν και εξίσωσαν την αλήθεια με την πλάνη, την αληθή διδασκαλία του Κυρίου και των Αποστόλων με τις ψευτοδιδασκαλίες των νέων ψευδοπροφητών και ψευδοδιδασκάλων. Οι Προτεστάντες δέχθηκαν και επρόβαλαν την γνωστή «θεωρία των κλάδων» (branch theory), σύμφωνα μετην οποία η αληθής Εκκλησία του Χριστού δεν υπάρχει σε καμμία από τις υπαρκτές ορατές Εκκλησίες. Κάθε μια από αυτές είναι ένα τμήμα, ένα κομμάτι, και όχι ολόκληρη η Εκκλησία. Όπως στον κορμό του δένδρου υπάρχουν κλάδοι πολλοί που αποτελούν ισότιμα μέρη του δένδρου, έτσι και οι επιμέρους εκκλησίες είναι ισότιμα μέρη του δένδρου της μιας Εκκλησίας. Καμμιά από τις εκκλησίες δεν μπορεί να διεκδικήσει αποκλειστικά για τον εαυτό της ότι είναι η αληθινή Εκκλησία, η οποία μάλιστα κατ΄αυτούς δεν είναι ορατή αλλά αόρατη και ιδανική. Είναι όντως εφυής η θεωρία των κλάδων. Αν όμως θέλει κανείς να την εφαρμόσει ιστορικά, πρέπει να καταλήξει στο συμπέρασμα, ότι από την στιγμή που μερικοί κλάδοι αποκόπτονται από τον κορμό της Εκκλησίας και δεν τρέφονται από τους χυμούς ξεραίνονται και καταστρέφονται, όπως ακριβώς διδάσκει ο Χριστός για την άμπελο και το κλήμα, την κληματαριά δηλαδή και την κληματόβεργα, την κληματίδα, “εάν μη τις μένει εν εμοί, εβλήθη έξω ως το κλήμα και εξηράνθη, και συνάγουσιν αυτά και εις το πυρ βάλλουσι και καίεται”.
Η θεωρία των Κλάδων επινοήθηκε από τον Προτεσταντισμό για να μην χάσουν την εκκλησιαστικότητα, τον δεσμό με την Εκκλησία όλες οι παραφυάδες οι προτεσταντικές που ξεφυτρώνουν συνεχώς. Και από την πλευρά αυτή, με προτεσταντική δηλαδή εκκλησιολογία, δικαιολογείται ο τίτλος «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών», όπου στεγάζονται ισότιμα όλες οι προτεσταντικές ομάδες. Δεν δικαιολογείται η δική μας συμμετοχή, σαν να είμαστε κι εμείς μια τέτοια παραφυάδα, και συναποτελούμε με όλους αυτούς την Εκκλησία. Δεν δικαιολογείται για μας επίσης ούτε ο όρος «ένωση των εκκλησιών». Η ενότητα της Εκκλησίας είναι δεδομένη, έστω και αν υπάρχουν αιρέσεις και σχίσματα, που δεν έλειψαν στη ζωή της Εκκλησίας, με μεγάλο αριθμό οπαδών και σε μεγάλη γεωγραφική και εθνολογική έκταση. Η έκπτωση και η αποκοπή μιας χώρας ή ενός έθνους από την καθολική την οικουμενική Εκκλησία, δεν παραβλάπτει την ενότητα της Εκκλησίας. Το δένδρο παραμένει ενιαίο, όταν αποκοπεί ένα κλαδί του, όπως και το κλήμα όταν αποκοπεί η κληματόβεργα. Γι΄αυτό όπως ορθά παρατηρήθηκε «η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν μπορεί να θεωρί τις καθολικές και προτεσταντικές εκκλησίες των δυτικών χωρών, ως τις νόμιμες και αυθεντικές τοπικές εκκλησίες αυτών των χωρών. Χωρισμένες από τον κορμό της Ορθοδοξίας, οι εκκλησίες αυτές δεν είναι πια σε σχέση με την ορθόδοξη πίστη, η μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία του Χριστού, παρούσα σ΄αυτές τις χώρες».

Συναφής προς την ‘θεωρία των κλάδων’ είναι η θεωρία της «Περιεκτικότητας» των Αγγκλικανών, η οποία επιτρέπει να περιέχονται, να συμπεριλαμβάνονται, μέσα στην εκκλησία, θεωρώντας νόμιμη αυτή την ευρύτητα και την πλατειά ανοχή, οι πιο αντίθετες διδασκαλίες και αποκλίσεις, ακόμη και σε ουσιώδη θέματα πίστεως, αρκεί μα μην διακοπή η κοινωνία και η ενότητα των διαφωνούντων. Γίνεται ανεκτή π.χ. η αμφισβήτηση της διδασκαλίας της Αγίας Γραφής περί αγγέλων και δαιμόνων ή η ερμηνεία της με συμβολική έννοια, τα θαύματα μπορεί να θεωρηθούν ως αφύσικα και μυθώδη συμβάντα, η υπερφυσική γέννηση του Χριστού εκ της Παρθένου ως μια φυσιολογική γέννηση κατά τους φυσικούς νόμους. Ακόμα και το θεμελιώδες δόγμα της Αναστάσεως του Χριστού, χωρίς την οποία δεν έχει νόημα η χριστιανική πίστη, «ει Χριστός ουκ εγήγερται, ματαία η πίστις ημών», ανήκει στη σφαίρα του συμβολισμού και δεν αποτελεί ιστορικό γεγονός. Αν προσθέσουμε και τα τολμηρά ανοίγματα των Αγγλικανών στις μέρες μας, την έγκριση της ιερωσύνης των γυναικών και την ιερολόγηση του γάμου των ομοφιλοφύλων, τα οποία βέβαια υιοθετήθηκαν μετά από φοβερές εσωτερικές διαιρέσεις και διαφωνίες, αντιλαμβανόμαστε ότι έχουν ξεπεραστεί όλα τα όρια, νομιμοποιούνται και δικαιολογούνται όλες οι διαφωνίες και όλες οι αμαρτίες, η Εκκλησία γίνεται ξέφραγο αμπέλι, συνονθύλευμα και συμπερίληψη όλων των πλανών και των καινοτομιών.
Από την πλευρά του Ρωμαικαθολικισμού, από τον οποίο προήλθε ο Προτεσταντισμός, φαίνεται κατ΄αρχήν ότι υπάρχουν όρια, αφού ισχύει και εδώ, όπως και στην Ορθόδοξη Εκκλησία, το αρχαίο δόγμα extra Ecclesiam nulla salus, εκτός της Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία. Βρήκε η παπική εκκλησιολογία τρόπο να ευρύνει τα όρια της Εκκλησίας και ουσιαστικώς να δεχθεί την αόρατη εκκλησία των Προτεσταντών. Σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη ακόμη και στις αιρετικές και σχισματικές ομάδες το βάπτισμα είναι έγκυρο, εφόσον τελείται ορθώς. Όλοι οι Χριστιανοί που έχουν βαπτισθεί ορθώς είναι μέλη της Εκκλησίας. Η εκκλησιαστικότητα όμως αυτή είναι ατελής- ολοκληρώνεται όταν τα μέλη αυτών των χωρισμένων από την Ρώμη αιρέσεων και σχισμάτων αναγνωρίσουν το παγκόσμιο πρωτείο δικαιοδοσίας του πάπα. Κάθε βαπτισμένος Χριστιανός οποιασδήποτε χριστιανικής ομολογίας υπάγεται στη δικαιοδοσία του πάπα, η εκκλησιαστικότητα των αιρέσεων και των σχισμάτων είναι υπαρκτή και πραγματική, απλώς είναι ατελής, ολοκληρούμενη με την αποδοχή του παπικού πρωτείου. Χωρίς την αναγνώριση του πρωτείου του πάπα δεν προσφέρουν οι εκκλησίες αυτές το θεμελιώδες μέσο σωτηρίας, γι΄αυτό είναι ελλιπείς. Αυτός είναι και ο λόγος που διατηρεί ο Παπισμός την Ουνία στις ορθόδοξες χώρες, αλλά και λατινική ιεραρχία εκεί όπυ δεν υπάρχουν Λατίνοι πιστοί.
Όπως παρατηρεί ο Χρ. Ανδρούτσος η Δυτική Εκκλησία υπολαμβάνει τους ορθώς βαπτιζόμενους ως «de jure ανήκοντας ει αυτή και καθιστά επισκόπους δια τας παροικίας των αιρετικών και σχισματικών». Ο ίδιος εκτιμά ότι αυτό γίνεται για κυριαρχικούς και επεκτατικούς σκοπούς, διότι « η κατ΄αρχήν αποδοχή του εκτός της Εκκλησίας βαπτίσματος ευρύνει ομολογουμένως τα όρια της μιας ορατής Εκκλησίας, τιθέμενα μέλη της Εκκλησίας εκτός της αυλής διατελούντα, ως ενίστανται ορθώς Διαμαρτυρόμενοι κριτικοί».
Από όσα εν συντομία αναπτύχθηκαν προκύπτει ότι η καταβαλλόμενη σήμερα προσπάθεια στα πλαίσια της οικουμενικής κίνησης για την προώθηση και επιβολή μιας νέας, χωρίς κανονικά όρια, εκκλησιολογίας, με αποδοχή της εκκλησιαστικότητας των ετεροδόξων, δεν αποτελεί για τον Ρωμαιοκαθολικισμό και Προτεσταντισμό κάτι νέο, την έναρξη μιας νέα, δήθεν, εποχής, όπως διατείνονται, μερικοί Ορθόδοξοι οικουμενίζοντες θεολόγοι, ούτε εκτροπή από την εκκλησιαστική τους αυτοσυνειδησία και παραχώρηση προς χάριν της ενότητας. Το νέο συνίσταται στο ότι ενέπλεξαν και εμάς τους Ορθόδοξους σε όλη αυτή την ξένη προβληματική καθόλη την διάρκεια του 20ου αιώνα, ώστε σιγά σιγά να αποδεχθούμε και εμείς αυτές τις εκκλησιολογικές θέσεις και να παυσουμε να αποτελούμε μέτρο σύγκρισης και γνώμονα που ελέγχει την εκκλησιαστικότητά τους και τους ωθεί έξω από τα όρια της Εκκλησίας, στην κατάσταση της αιρέσεως και του σχίσματος.
Αυτά λέγονται για τους ενθουσιώδεις Ορθόδοξους οικουμενιστάς, οι οποίοι καυχώνται και αυτοθαυμάζονται για μια δήθεν νέα εποχή που άνοιξε το Οικουμενικό Πατριαρχείο με τις πατριαρχικές εγκυκλίους των ετών 1902, 1904 και 1920. Σ΄αυτήν,λοιπόν, την νέα εποχή αυτό που κατορθώθηκε είναι να νομιμοποιήσουμε τις αιρέσεις και τα σχίσματα του Παπισμού και του Προτεσταντισμού, να γκρεμίσουμε τα όρια «α έθεντο οι Πατέρες ημών», τα οποία μερικοί χαρακτήρισαν ως τείχη του Βερολίνου, άλλοι δε έφθασαν στο σημείο να χαρακτηρίσουν τους ιερούς κανόνες, που Θέτουν αυτά τα όρια, ως τείχη του αίσχους, τους δε Αγίους που αγωνίσθηκαν να τα περιφρουρήσουν ως έχοντας την ανάγκη των προσευχών μας και του ελέους του Θεού, γιατί διήρεσαν την Εκκλησία του Χριστού. Υπάρχει πράγματι ανάγκη του Θείου ελέους και των προσευχών των Αγίων Πατέρων για όσους ερωτοτροπούν και συμφύρονται με την πλάνη. Δεν αισθάνονται άραγε κάποιον έλεγχο, όταν η Εκκλησία μας αναθεματίζει τους αιρετικούς όλων των εποχών, όταν ψάλλει για τους Πατέρες που αγωνίσθηκαν εναντίον των αιρέσεων λέγουσα «λίαν ηύφρανας τους Ορθοδόξους και κατήσχυνας τους κακοδόξους», όταν τους χαρακτηρίζει ως «μυρίπνοα άνθη του Παραδείσου και παγχρυσα στόματα του Λόγου»;
Κατά την σταθερή αυτοσυνειδησία των Ορθοδόξων, όπως λέγει ο Μητροπολίτης Μόσχας Πλάτων, «η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν είναι μόνον η αληθής Εκκλησία, αλλ΄η μόνη Εκκλησία». Και όπως προσθέτει ο επίσης Μόσχας Μακάριος «είναι η μόνη ήτις μένει πιστή εις τας αρχαίας Οικουμενικάς Συνόδους και κατ΄ακολουθίαν αυτή μόνη αντιπροσωπεύει την αληθή καθολικήν Εκκλησίαν του Χριστού, ήτις είναι αλάνθαστος». Αυτήν την πίστην προέβαλλαν και εδίδασκαν το Οικουμενικό πατριαρχείο και όλες οι τοπικές αυτοκέφαλες εκκλησίες μέχρι των αρχών του 20ου αιώνος του απατεώνος, ο οποίος αποτελεί περίοδο αυτοαιχμαλωσίας των Ορθοδόξων στα γοητευτικά κηρύγματα των σειρήνων του Οικουμενισμού και της εκκοσμίκευσης. Είναι πολύ ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κανείς το πως φθάσαμε σταδιακά σ΄αυτήν την νέα πνευματική αιχμαλωσία, εντοπίζοντας τους σταθμούς και τα πρόσωπα, όπως και τις ευθήνες όλων όσοι έβλεπαν και βλέπουν την νέα αποστασία και σιωπούν. Θα το επιχειρήσουμε κάποια άλλη φορά .

ΟΙ ΑΙΡΕΤΙΚΟΙ ΕΚΤΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ. ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΟΥΣ ΧΩΡΙΣ ΧΑΡΗ, ΟΙ ΙΕΡΕΙΣ ΤΟΥΣ ΧΩΡΙΣ ΙΕΡΩΣΥΝΗ.

Η Εκκλησία ειναι ο νέος Παράδεισος, η νέα φυτεία, ο νέος αμπελών που φύτευσε ο Θεός στον κόσμο, για να αποτελέσει τον μοναδικό χώρο, το μοναδικό εργαστήριο της σωτηρίας και θεώσεως του ανθρώπου. Ο Θεάνθρωπος Χριστός ίδρυσε τον θεανθρώπινο αυτό θεσμό, ο οποίος κατά την γνωστή εικόνα του Αποστόλου Παύλου είναι σώμα Χριστού. Ο Χριστός είναι η κεφαλή της Εκκλησίας, και όλοι οι πιστοί, κλήρος και λαός, μέλη του σώματος του Χριστού. Υπάρχει ένα μοναδικό σώμα, μια Εκκλησία, δεν υπάρχουν πολλές εκκλησίες, πολλά σώματα με την ίδια κεφαλή. Γι΄αυτό και στο σύμβολο της Πίστεως ορίζεται ότι πιστεύουμε «εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν».
Η ενσωμάτωση και συσσωμάτωση στην Εκκλησία προϋποθέτει απαραίτητα την ενότητα της πιστεως, την αποδοχή σύνολης της διδασκαλίας του Χριστού, των Αποστόλων και των Αγίων, χωρίς διάκριση ουσιωδών και επουσιωδών θεμάτων. «Ο το εν λυμαινόμενος», ακόμη κι αν είναι μικρό και επουσιώδες, « το παν λυμαίνεται». Το οικοδόμημα της Εκκλησίας είναι αρμονικά και άψογα κτισμένο τη επιστασία του Αγίου Πνεύματος επάνω στα θεμέλια των Αποστόλων με ακρογωνιαίο λίθο τον Χριστό. Δεν υπάρχουν άχρηστα υλικά για να τα αφαιρέσεις ούτε κακοτεχνίες και κενά για να προσθέσεις. Τεχνίτης και δημιουργός της Εκκλησίας είναι ο ίδιος ο Θεός. Άχρηστα υλικά και προσθαφαιρέσεις επιχείρησαν να θέσουν και να διαπράξουν οι αιρετικοί, εμποδίσθηκαν όμως από τους Αγίους Πατέρες.
Όσοι δίδαξαν και παραδίδουν διαφορετικά από αυτά που εδίδαξε και παρέδωσε ο Χριστός στους Αποστόλους και δι΄αυτών στην Εκκλησία είναι ψευδοπροφήτες, ψευδοδιδάσκαλοι, και ψευδοποιμένες , οι οποίοι αναβαίνουν και εισέρχονται αλλαχόθεν εις την μάνδραν και κατασπαράσσουν τα πρόβατα. Αυτοί βρίσκονται εκτός της Εκκλησίας, δεν πρέπει να ακούμε την διδασκαλία τους και να τους ακολουθούμε. Είναι οι πάσης φύσεως και προελεύσεως αιρέσεις, οι οποίες εμφνίσθηκαν ακόμη και επί εποχής των Αποστόλων, ταλαιπώρησαν την Εκκλησία κατά την δισχιλιετή πορεία της και εξακολουθούν να την ταλαιπωρούν και σήμερα.
Για να αποτραπεί η είσοδος των αιρετικών στην Εκκλησία ή η έξοδος των πιστών και η είσοδός τους σε αιρετικούς χώρους έξω από τον παράδεισο της Εκκλησίας, οι Απόστολοι και οι Πατέρες ύψωσαν όρια, έθεσαν φραγμούς. Δεν είναι ξέφραγο αμπέλι η Εκκλησία. Στην παραβολή του αμπελώνος με τους κακούς γεωργούς, λέγει ο Κύριος ότι «άνθρωπός τις ην οικοδεσπότης, όστις εφύτευσεν αμπελώνα και φραγμόν αυτώ περιέθηκε». Φραγμός είναι η αποστολική πίστη και παράδοση, τα δόγματα της αληθείας, οι κανόνες και οι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, όσα εν συμφωνία διδάσκουν οι Άγιοι Πατέρες. Μόνιμοι σύσταση και στάση των Αγίων Πατέρων στις συνόδους και τα συγγράμματά τους είναι «μη μετέρης όρια α έθεντο οι Πατέρες ημών» Και η προσευχομένη και λατρεύουσα Εκκλησία εκφράζει το ίδιο με το θαυμάσιο κοντάκιο της Κυριακής των Πατέρων. «Των Αποστόλων το κήρυγμα και των Πατέρων τα δόγματα τη Εκκλησία μίαν την πίστιν εκράτυνεν, ή και χιτώνα φορούσα της αληθείας, τον υφαντόν εκ της άνω θεολογίας, ορθοτομεί και δοξάζει της ευσεβείας το μέγα μυστήριον».
Οι Απόστολοι συνιστούν να κρατούμε τα παραδοθέντα, να μη δεχόμαστε διαφορετικές διδασκαλίες από τις παραδοθείσες, ακόμη και αν κατέβει άγγελος από τον ουρανό και μας τις διδάξει, να μην συναναστρεφόμαστε με αιρετικούς ούτε καν να τους χαιρετούμε, «και χαίρειν αυτοίς μη λέγετε». Όσα περί αιρετικών διδάσκει το Ευαγγέλιο τα επανέλαβε και τα ετόνισε στους ιερούς κανόνες η Εκκλησία, οι οποίοι απαγορεύουν να συμπροσευχόμαστε με αιρετικούς ή να αναγνωρίζουμε και να δεχόμαστε τα μυστήρια των αιρετικών, τα οποία θεωρούν άκυρα και έρημα της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Οι παραβαίνοντες αυτούς τους κανόνες πιστοί, εάν είναι κληρικοί καθαιρούνται, εάν είναι λαϊκοί αφορίζονται.
Η αυστηρότητα αυτή του Κυρίου, των Αποστόλων και των Αγίων δεν έχει δικανικό, τιμωρητικό χαρακτήρα, όπως ακριβώς και τα επιτίμια που επιβάλλουν οι πνευματικοί κατά την εξομολόγηση. Έχει παιδαγωγικό, φιλανθρωπικό χαρακτήρα. Αποβλέπει στο να εξασφαλίσει την σωτηρία στα μέλη της Εκκλησίας, να μην παρασυρθούν και προσχωρήσουν στις αιρέσεις και στα σχίσματα. Σε όσους βρίσκονται μέσα στις αιρέσεις, είτε εκ καταγωγής και γεννήσεως, είτε με εθελούσια προσχώρηση, μεταφέρει το μήνυμα να μην επαναπαυθούν πως μπορούν δήθεν και εκεί να σωθούν, όπως διακηρύσσουν πολλοί οικουμενιστές ορθόδοξοι θεολόγοι και κληρικοί, οι οποίοι φθάνουν στο σημείο να αποτρέπουν την προσέλευση ετεροδόξων στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Η αίρεση αποτελεί χωρισμό από τον Θεό και απώλεια της σωτηρίας. Υπάρχει ένα μόνο εργαστήριο της σωτηρίας, η Εκκλησία. Δεν υπάρχουν παράλληλα εργαστήρια, άλλοι χώροι όπου μπορεί κάποιος να σωθεί.
Από το πλήθος των πατερικών επισημάνσεων περί του ότι η αίρεση οδηγεί στην απώλεια μνημονεύουμε εδώ ελάχιστες. Ο Μ.Βασίλειος στην πρώτη κανονική του επιστολή προς τον Αμφιλόχιο Ικονίου διδάσκει ότι οι κληρικοί που υπάρχουν στις αιρέσεις και στα σχίσματα δεν μεταδίδουν την Θεία Χάρη, την οποία οι ίδιοι έχουν χάσει, «Οι δε της Εκκλησίας αποστάντες ουκέτι έσχον την Χάριν του Αγίου Πνεύματος εφ΄εαυτοίς, επέλιπε γαρ η μετάδοσις τω διακοπήναι την ακολουθίαν… οι δε απορραγέντες, λαϊκοί γενόμενοι, ούτε του βαπτίζειν, ούτε του χειροτονείν είχον την εξουσίαν, ουκέτι δυνάμενοι Χάριν Πνεύματος Αγίου παρέχειν, οις αυτοί εκπεπτώκασιν». Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός επίσης στο κλασικό δογματικό του έργο «Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως» συνιστά: «Πάσει δυνάμει φυλαξώμεθα μη λαμβάνειν μετάληψιν αιρετικών μήτε διδόναι ” μη γαρ δώτε τα άγια τοις κυσίν”, φησίν ο Κύριος ” μηδέ ρίπτετε τους μαργαρίτας υμών έμπροσθεν των χοίρων”, ίνα μη μέτοχοι της κακοδοξίας και της αυτών γινόμεθα κατακρίσεως». Ας σκεφθούν τις ευθύνες τους όσοι υποδέχθηκαν και αγκάλιασαν τον πάπα στην Αθήνα ως επίσκοπο Ρώμης και συνετέλεσαν στο γκρέμισμα των ορίωνκαι στη φθορά και αλλοίωση, στην άμβληση της ορθοδόξου αυτοσυνειδησίας. Ιερεύς των Αθηνών, πνευματικός, μού είπε ότι απλοϊκοί άνθρωποι σχημάτισαν την εντύπωση με τις φιέστες και τις υποδοχές ότι δεν μας χωρίζει τίποτα με τους παπικούς, έλαβαν μέρος στην παπική λειτουργία του σταδίου και μαζί με τους παπικούς μετέλαβαν και αυτοί από την παπική Θεία Ευχαριστία, επήραν και έφαγαν την όστια. Να αποκαλύψω ακόμα ότι όχι μόνο απλοί πιστοί, αλλά και καθηγητές θεολογικών σχολών Ορθόδοξοι, στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ματαλαμβάνουν την όστια σε παπικές λειτουργίες. Ήδη μάς έχει επίσης καταγγελθεί ότι στη Σύρο οι μαθητές των σχολείων εκκλησιάζονται εναλλάξ στις παπικές και ορθόδοξες εκκλησίες και ματαλαμβάνουν αδιακρίτως από την παπική και Ορθόδοξη Θεία Ευχαριστία. Πρέπει επίσης να αναλογισθεί τις ευθύνες του το Πατριαρχείο Αντιοχείας, της πόλεως όπου γεννήθηκε ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, το όνομα του οποίου έδωσαν στην Θεολογική Σχολή του Balamad στο Λίβανο, το οποίο προσχώρησε σε μυστηριακή διακοινωνία με τους Μονοφυσίτες, ξεπερνώντας στο θράσος του Οικουμενισμού τα άλλα πατριαρχεία.
Στη συνάφεια αυτή που γίνεται λόγος περί του ότι στην αίρεση χάνει κανείς την σωτηρία του, ταιριάζει να αναφέρουμε από το Γεροντικό την θαυμάσια σχετική διήγηση, σύμφωνα με την οποία θέλησαν μερικοί να δοκιμάσουν αν όντως ο αββάς Αγάθων έχει μεγάλη διάκρριση, όπως φημίζονταν. Τον επισκέφθηκαν λοιπόν και σε επανειλημμένα αμαρτήματα που τού απέδιδαν, λέγοντάς του ότι είναι πόρνος και υπερήφανος, φλύαρος και καταλάλος δεν οργίσθηκε, αλλά έλεγε ότι όντως είναι όπως τα λέτε. Όταν όμως τού είπαν ότι είναι αιρετικός, αντέδρασε και είπε ότι δεν είναι. Όταν τού εζήτησαν κατόπιν να εξηγήσει, για ποιό λόγο μόνο για το αιρετικός αντέδρασε, απάντησε ότι το να δέχεται κανείς ότι είναι αμαρτωλός είναι οφέλιμο, η αίρεση όμως είναι πράγμα πολύ επιζήμιο, γιατί χωρίζει από τον Θεό. «Τα πρώτα εμαυτώ επιγράφω, όφελος γαρ εστι τη ψυχή μου. Το δε αιρετικός χωρισμός εστιν από του θεού και ου θέλω χωρισθήναι από Θεού. Οι δε ακούσαντες εθαύμασαν την διάκρισιν αυτού, και απήλθον οικοδομηθέντες».

ΑΙΡΕΣΗ Ο ΠΑΠΙΣΜΟΣ. ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΘΗΚΕ ΑΠΟ ΣΥΝΟΔΟΥΣ ΚΑΙ ΠΛΗΘΟΣ ΑΓΙΩΝ.
Ίσως βέβαια ισχυρισθούν κάποιοι ότι όσα λέγουν οι Απόστολοι και οι Πατέρες για τους αιρετικούς και τις αιρέσεις ισχύουν για τους αρχαίους αιρετικούς που καταδικάσθηκαν από Οικουμενικές Συνόδους και όχι για τον Παπισμό και τον Προτεσταντισμό, για τους οποίους δεν έχουμε καταδίκη Οικουμενικής ή άλλης συνόδου. Δυστυχώς ετόλμησαν να το πουν κι αυτό την περίοδο της εισβολής του πάπα μερικοί θεολόγοι και μάλιστα Αρχιερείς. Για να μην είναι ο δικός μου λόγος αυστηρός θα παραθέσω αυτό που λέγει μεταξύ άλλων ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος για την απαιδευσία και αμάθεια πολλών κληρικών, οι ποίοι δεν είναι και σ΄αυτό σοφοί, στο να αντιλαμβάνονται την απαιδευσία τους και να σιωπούν, «Ούτω ουδέ αυτό τούτο εισι σοφοί, την εαυτών γιγνώσκειν απαιδευσίαν». Και το χειρότερο μάλιστα είναι ότι τους έχει ανατεθεί να διδάσκουν άλλους, αυτοί που δεν καταλαβαίνουν την αμάθειά τους, «Και ό τούτου πονηρότερον, παιδεύειν άλλους πεπιστευμένον τον μηδέ της οικίας αμαθείας επαισθανόμενον».
Υπάρχει, Άγιοι Αρχιερείς, οι τα του πάπα φρονούντες και υποστηρίζοντες, υπάρχει συνοδική καταδίκη του filioque. Τι εμάθατε κατά τις θεολογικές σας σπουδές; Η προσθήκη στο Σύμβολο της Πίστεως που διέπραξαν οι Λατίνοι προσθέσαντες ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται «και εκ του Υιού», το γνωστό filioque, απαγορεύται ήδη προδρομικά από προηγούμενες οικουμενικές συνόδους, οι οποίες απαγορεύουν κάθε μεταβολή του Συμβόλου της Πίστεως. Μετά τις δύο π΄ρωτες οικουμενικές συνόδους, την εν Νικαία (325) και την εν Κωνσταντινουπόλει (381), οι επόμενες οικουμενικές σύνοδοι δεν ετόλμησαν να προσθέσουν ή να αφαιρέσουν κάτι από το Σύμβολο, το θεώρησαν απαραχάρακτο και αμετάβλητο. Μολονότι π.χ. έγινε τόσος λόγος και διεξήχθησαν μεγάλοι αγώνες για το όνομα της Παναγίας «Θεοτόκος», το οποίο ηρνείτο ο Νεστόριος, εν τούτοις δεν το προσέθεσαν. Η ίδια μάλιστα σύνοδος που ασχολήθηκε με το θέμα αυτό, η Γ’ εν Εφέσω Οικουμενική Σύνοδος(431), εις τον όρο αυτής γράφει ότι «ώρισεν η αγία Σύνοδος, ετέραν πίσιτν μηδενί εξείναι προφέρειν, ήγουν συγγράφειν ή συντιθέναι παρά την ορισθείσαν παρά των αγίων Πατέρων των εν την Νικαέων συνελθόντων συν Αγίω Πνεύματι». Ο μετασχών και πρωταγωνιστήσας σ΄αυτήν την σύνοδο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, γράφοντας στον Ιωάννη Αντιοχείας, λέγει ότι «ουδενί επιτρέπεται λέξιν αμείψαι των εγκειμένων εκείσε, ή μίαν γουν παραβήναι συλλαβήν». Καμμία σύνοδος στην συνέχεια δεν ετόλμησε να προσθέσει κάτι στο Σύμβολο της Πίστεως. Αντίθετα επαναλαμβάνουν την απαγόρευση για προσθήκη ή αφαίρεση, όπως η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος , η οποία διακήρυξε «Ουδέν αφαιρούμεν, ουδέν πριστίθεμεν, αλλά πάντα τα της Καθολικής Εκκλησίας αμείωτα διαφυλλάτωμεν». Στις συνοδικές αυτές απαγορεύσεις αναφερόμενος ο Άγιος Αθανάσιος Πάριος γράφει: « Μέσα εις τους όρους τούτους των Οικουμενικών Συνόδων περιέχονται τα φρικτά αναθέματα κατ’ εκείνων, όπου τολμήσουν να βάλλουν το μιαρόν τους χέρι μέσα εις το Άγιον Σύμβολον της Πίστεως».
Αν λοιπόν απαγορεύεται οποιαδήποτε προσθήκη, ακόμη και ορθή θεολογικά, όπως η λέξη «Θεοτόκος», πολύ περισσότερο απαγορεύεται η προσθήκη αιρετικής διδασκαλίας, όπως είναι το filioque. Η διδασκαλία αυτή αντιμετωπίσθηκε από την αρχή ως αίρεση και όχι ως θεολογούμενο, ως θέμα δηλαδή για το οποίο δικαιολογούνται διαφορετικές γνώμες, όπως νομίζουν μερικοί και μάλιστα επίσκοποι. Η θέση της Εκκλησίας είναι σαφέστατη, οριστική και αταλάντευτη, μετά μάλιστα τη σαφή και φωτισμένη ανάλυση του θέματος από το Μ. Φώτιο στο έργο του «Λόγος περί της του Αγίου Πνεύματος μυσταγωγίας». Η θεωρούμενη από τους Ορθοδόξους ως Η’ Οικουμενική Σύνοδος του 879, που συγκάλεσε ο Μ. Φώτιος, στην οποία μάλιστα παρίσταντο εκπρόσωποι της ορθοδοξούσης ακόμη Εκκλησίας της Ρώμης, κατεδίκασε το filioque ως αθέμιτη προσθήκη, όπως έκαναν και οι προηγούμενες σύνοδοι. Στην εγκύκλιο επιστολή που στέλνει ο Μ. Φώτιος «Προς τους της Ανατολής αρχιερατικούς θρόνους» χαρακτηρίζει το filioque ως δυσσεβή και βλάσφημη διδασκαλία που στρέφεται εναντίον των Ευαγγελίων, των συνόδων και εναντίον όλων των Αγίων. Παραθέτουμε το κείμενο αυτό « Ο Κύριος και Θεός ημών φησίν ” Το Πνευμα, ο παρά του Πατρός εκπορεύεται”, οι δε της καινής ταύτης δυσσεβείας πατέρες, το Πνεύμα, φασίν, ό παρά του Υιού εκπορεύεται. Τις ου κλείσει τα ώτα προς την υπερβολήν της βλασφημίας ταύτης; Αύτη κατά των Ευαγγελίων ίσταται, προς τας Αγίας παρατάσσεται Συνόδους, τους μακαρίους και Αγίους παραγράφεται Πατέρας, τον Μέγαν Αθανάσιον, τον εν θεολογία περιβόητον Γρηγόριον, την βασίλειον της Εκκλησίας στολήν, τον Μέγαν Βασίλειον, το χρυσούν της οικουμένης στόμα, το της σοφίας πέλαγος, τον ως αληθώς Χρυσόστομον. Και τι λέγω τον δείνακαι τον δείνα; Κατά πάντων ομού των αγίων προφητών, αποστόλων, ιεραρχών, μρτύρων, και αυτών των δεσποτικών φωνών, η βλάσφημος αύτη και θεομάχος φωνή εξοπλίζεται».
Υπάρχει λοιπόν προδρομική καταδίκη και αναθεματισμός από προηγούμενες συνόδους, αλλά και από την Η’ επί Φωτίου Οικουμενική, όσων τολμούν να προσθέσουν ή να αφαιρέσουν από το Σύμβολο της Πίστεως έστω και μια συλλαβή, όπως έκαναν οι Φράγκοι και παρέσυραν την Ρώμη στην προσθήκη του filioque, της διδασκαλίας δηλαδή περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος «και εκ του Υιού», την οποίαν εξακολουθούν να δέχονται και διδάσκουν οι Παπικοί και οι εξ αυτών προελθόντες Προτεστάντες.
Υπάρχουν οι ησυχαστικές σύνοδοι των μέσων του 14ου αιώνος, που καταδίκασαν στο πρόσωπο του Βαρλαάμ του Καλαβρού την δυτική διδασκαλία περί κτιστής Χάριτος , την άρνηση των ακτίστων θείων ενεργειών. Και υπάρχουν πολλές σύνοδοι κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας μέχρι και του τέλους του 19ου αιώνος, λίγα μόνο χρόνια πριν αρχίσει ο αιώνας του Οικουμενισμού, της ισοπεδώσεως και της συγχύσεως πάντων, που καταδικάζουν τις αιρέσεις του Πάπισμου και του Λουθηροκαλβινισμού, όπως επίσης και πάμπολλες ομολογίες πίστεως, συμβολικά κείμενα των Ορθοδόξων που πράττουν το ίδιο. Σε άλλη μας μελέτη θα παρουσιάσουμε σύντομα τις συνοδικές και αγιοπατερικές μαρτυρίες περί του ότι ο Παπισμός είναι αίρεση, ώστε να το μάθουν όσοι δεν το γνωρίζουν ή δεν κάνουν τον κόπο να μελετήσουν, να αφοπλισθούν Δε και όσοι διαστρέφουν τα πράγματα για να παραπλανούν και να παρασύρουν.
Πάντως, ακόμη και αν δεν υπήρχαν συνοδικές αποφάσεις, ακόμη και αν για διαφόρους λόγους δεν ήταν δυνατό να συγκληθούν σύνοδοι, αυτό δεν απαλλάσσει τον Παπισμό και το γέννημά του τον Προτεσταντισμό από τον χαρακτήρα της αιρέσεως. Στην Ορθόδοξη εκκλησιολογία το αλάθητο απονέμεται μόνο στην Εκκλησία καθ’ εαυτήν, όπως αυτή εκφράζεται από την διαχρονική συνείδηση του πληρώματος. Σύμφωνα με την εμπεδωμένη αυτή αυτοσυνειδησία ό,τι διδάσκεται πρέπει να είναι σύμφωνο προς ό,τι πάντοτε, πανταχού και υπό πάντων επιστεύθη, κατά τη γνωστή θέση του εκ Λειρίνης Αγίου Βικεντίου. Η συμφωνία αυτή δεν είναι συγχρονική, αλλά διαχρονική, δεν περιορίζεται μόνο στους ζώντας, επεκτείνεται και προς τους κεκοιμημένους, προς τα μέλη της θριαμβεύουσας Εκκλησίας, που αποτελούν και αυτοί ζώντα εν ουρανοίς μέλη του σώματος του Χριστού. Καμμία σύνοδος ζώντων δεν μπορεί να διδάξει και ν’ αποφασίσει διαφορετικά από την πίστη των εν ουρανοίς Αγίων. Επομένως και οι αποφάσεις των οικουμενικών συνόδων τότε είναι αλάθητες και ισχυρές, όταν εκφράζουν την διαχρονική συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας. Όταν είναι αντίθετες προς τα παραδεδομένα, αντιμετωπίζονται ως αποφάσεις ψευδοσυνόδων και απορρίπτονται. Υπήρξαν σύνοδοι που συγκλήθηκαν ως γενικές και οικουμενικές και κατέληξαν να χαρακτηρίζονται ληστρικές, ως συναγωγές πονηρευομένων, γιατί ακριβώς ήταν αντίθετες προς την πίστη της καθολικής Εκκλησίας, νοουμένης και τοπικώς και χρονικώς και από της πλευράς του συνόλου της αλήθειας. Ακόμη λοιπόν και αν κάποια οικουμενική σύνοδος στο μέλλον αποφασίσει πως ο Παπισμός και ο Προτεσταντισμός δεν είναι αιρέσεις, αυτό δεν πρόκειται να γίνει δεκτό, γιατί αντιστρατεύεται στην πίστη της Εκκλησίας, αντιστρατεύεται στην αλήθεια. Αλλοίμονον, αν ήταν τόσο ισχυρά τα συνέδρια και οι σύνοδοι των ανθρώπων να καταργήσουν τον Θεό, να σβήσουν την αλήθεια. Επεχείρησαν να το κάνουν και με το Χριστό, αλλά απέτυχαν, και θα αποτυγχάνουν όσοι προσπαθούν να πολεμήσουν την Εκκλησία, η οποία είναι ο ίδιος ο Χριστός ο εις τους αιώνας επεκτεινόμενος.
Η πίστη και η συνείδηση της Εκκλησίας περί του ότι ο Παπισμός και κατόπιν ο Προτεσταντισμός είναι αιρέσεις είναι ολοφάνερη και αστασίαστη. Μπορεί κανείς να γεμίσει ολόκληρους τόμους, αν καταγράψει το σχετικό υλικό, μεγάλο μέρος του οποίου υπάρχει στη περισπούδαστη μελέτη του Αρχιμ. Σπυρίδωνος Μπιλάλη, «η αίρεσις του filioque». Που να μαζέψει κανείς και τα περί των άλλων αιρέσεων και πλανών του Παπισμού που πλησιάζουν τις είκοσι; Ενδεικτικώς εδώ θα παραθέσουμε μερικές γνώμες. Ο όσιος Μελέτιος ο Ομολογητής, ο Γαλησιώτης, σε ποίημά του με τίτλο «Ότι αιρετικοί εισιν οι Ιταλοί και οι συγκοινωνούντες αυτών απόλλυνται» γράφει ότι μερικοί αμαθείς ποιμένες ισχυρίζονται ότι δεν είναι αιρετικοί οι Ιταλοί. Ολόκληρος όμως ο χορός των Πατέρων τους καταδικάζει,όποιος Δε κοινωνεί με τους Λατίνους χωρίζεται από το Χριστό και τους Αγίους:
Μέγστα γαρ εσφάλησαν και πάμπολλα Λατίνοι
Πας των Πατέρων ο Χορός αυτούς καταδικάζει,
Αιρετικοίς συντάττεται και σύμπας ο Λατίνοις
Συγκοινωνών μεμέρισται Χριστού και των Αγίων.

Και αφού παραθέσει πολλές μαρτυρίες Αγίων συμπεραίνει:
Έγνως εξ ων ειρήκαμεν ολίγων παρανόμων
Εν δόγμασι βλασφημιών, παρατροπών εν έθει
Τους Ιταλούς αιρετικούς; Πως γουν η κοινωνία
Ημίν τούτων αβλαβής τοις εκτελούσι ταύτην;
Ή πως ουκ αν αιρετικοί κληθείεν οι Λατίνοι
Τοσαύτα παραβαίνοντες, καινίζοντες τοσαύτα;
Αφήνουμε όσα λέγουν πάμπολλοι Άγιοι Πατέρες, μεταξύ των οποίων και ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και ο Άγιος Μάρκου Εφέσου ο Ευγενικός, και θα παραθέσουμε όσα λέγουν οι Άγιοι Συμεών Θεσσαλονίκης και Αθανάσιος Πάριος. Ο Άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης, γνωστός περισσότερο ως λειτουργιολόγος και μυσταγωγός, στα έργα του αναφέρεται συχνά στις καινοτομίες των Λατίνων. Κατά την διάρκεια της ποιμαντορίας του στη Θεσσαλονίκη, 1416/17-1429, οι Θεσσαλονικείς παρέδωσαν την πόλη στους Βενετούς (1423), για να την γλιτώσουν από τους Τούρκους, οι οπίοι τελικά την κατέλαβαν το 1430, λίγους μήνες μετά την κοίμηση του Αγίου Συμεών (1429). Οι Βενετοί προσπάθησαν να εκλατινίσουν τους κατοίκους εισάγοντες καινοτομίες των Λατίνων. Αντέδρασε όμως ποιμαντικά ο Άγιος Συμεών, γι’ αυτό και πολλές φορές στα συγγράμματά του συναντούμε αναφορές στις καινοτομίες και τις πλάνες των Λατίνων. Συγκαταλέγει απερίφραστα τους Λατίνους μεταξύ των αιρετικών στο μεγάλο δογματολειτουργικό του έργο «Διάλογος εν Χριστώ κατά πασών των αιρέσεων και περί της μόνης πίστεως του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, των ιερών τελετών Τε και μυστηρίων πάντων της Εκκλησίας». Στο πρώτο μέρος του έργου, το δογματικό, αναπτύσσει εν πρώτοις τα περί των παλαιών αιρέσεων, όσες εμφανίσθηκαν μέχρι την Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο. Μεγάλο αριθμό κεφαλαίων αφιερώνει στους Λατίνους ως την τελευταία αίρεση που εμφανίσθηκε στην Εκκλησία μετά την Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο. Γράφει επί λέξει: «Εναπολέλειπται μαθείν και τις άρα των αιρέσεων μετά την οικουμενικήν σύνοδον την εβδόμην παρεισεφθάρη τη Εκκλησία, και τινα την λύμην ειργάσατο, και πως απολογητέον προς τους ταύτης εξεχομένους». Κατά τον Άγιο Συμεών ο Παπισμός προεκάλεσε στην Εκκλησία μεγαλύτερη ζημιά από όση προεκάλεσαν όλες μαζί οι αιρέσεις και τα σχίσματα. Οι Ορθόδοξοι έχουν κοινωνία με τους προ του σχίσματος ορθοδόξους πάπες και τους εορτάζουν ως αγίους. Οι μετά το σχίσμα πάπες είναι αιρετικοί. Έπαυσαν να είναι διάδοχοι στο θρόνο της Ρώμης, επειδή δεν έχουν την διαδοχή της αλήθειας. Για τον λόγο αυτό τον εκάστοτε πάπα «ου μόνον ου κοινωνικόν έχομεν, αλλά και αιρετικό αποκαλούμεν». Λόγω της βλασφημίας εναντίον του Αγίου Πνεύματος με την διδασκαλία του filioque έχασαν το Άγιο Πνεύμα, και όλα σ’ αυτούς είναι αχαρίτωτα. Κωδικοποιεί ο Άγιος Συμεών λίγο προ της Τουρκοκρατίας την πίστη των Αγίων Πατέρων της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας: «Βλασφημούσιν άρα οι καινοτόμοι και πόρω του Πνεύματος εισι, βλασφημούντες κατά του Πνεύματος, και ουκ εν αυτοίς όλως το Πνεύμα το Άγιον, διο και τα αυτών αχαρίτωτα, ως την χάριν του Πνεύματος αθετούντων και υποβιβαζόντων αυτό… διο και το Πνεύμα ουκ εν αυτοίς το Άγιον, και ουδέν πνευματικόν εν αυτοίς και καινά πάντα και εξηλλαγμένα τα εν αυτοίς και παρά την θείαν παράδοσιν».
Ο εσχάτως επίσης ενταχθείς μεταξύ των Αγίων μεγάλος διδάσκαλος της Τουρκοκρατίας και ένας εκ των τριών Κολλυβάδων Αγίων Αθανάσιος ο Πάριος έχει ενδιαφέρουσες αναφορές στην Δογματική του, στο γνωστό δηλαδή έργο του «Επιτομή των θείων της πίστεως δογμάτων». Στο κεφάλαιο «Περί Εκκλησίας» αναλύοντας τα τέσσερα γνωρίσματά της, όπως προκύπτουν από το ιερό Σύμβολο στη φράση «εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν» γράφει: «Μία η Εκκλησία, ότι και είς Κύριος, μία πίστις, έν βάπτισμα, είς Θεός και Πατήρ πάντων. Εκσυρρίτονται άρα τούδε της Εκκλησίας ενιαίου συστήματος τα πολυσχιδή των αιρετικών κόμματα, ά δη και εκκλησίαι πονηρευομένων ακούουσιν, ά κατά διαφόρους καιρούς ο της αληθείας εχθρός τω υγιεί σίτω των Ορθοδόξων ζιζανίων δίκην ενέσπειρε. Και γαρ ου μόνον τους περί τα πρώτα και καίρια των μυστηρίων κακοδοξούντας της εκκλησιαστικής κοινωνίας εκδιωκτέον, αλλά και τους περί τα δεύτερα, και οίον επ’ εκείνοις βεβηκότα, ωσαύτως ως κακόφρονας αποβαλλόμεθα. Φασί γαρ και οι νόμοι των βασιλέων, ότι αιρετικός εστι, και ταις των αιρετικών υπόκειται ποιναίς ο και μικρόν τι της ορθής πίστεως παρεκκλίνων. Φησί Δε και η δεσποτική φωνή ότι εάν και της εκκλησίας παρακούση, έστω σοιώσπερ ο εθνικός και ο τελώνης». Παραθέτει μάλιστα σε υποσημείωση από έργο καλούμενο Δοκίμιο τα εξής ενδιαφέροντα: «Τι Δε; Ήττον άρα τις απορήσειεν, ει διανοηθείη, όπως εντός ολίγων ετών, ο εγγύς της ασεβείας Λουθηροκαλβινισμός, μικρού το ήμισυ κατέσχε της Ευρώπης; Τι Δε ο Παπισμός, ο πατήρ του Λουθηροκαλβινισμού; Μάλιστα Δε και καυχώνται ότι γένη πάμπολλα εισι, και βασίλεια μεγάλα και κραταιά. Και τούτο δη εστι το λυπηρόν, ότι γένη τοσαύτα και λαοί πολυπληθείς εκκλησίαι εισι πονηρευομένων και αλλότριοι της μιας, αγίας, της καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας. Και μάλλον ή πρότερον. Πρότερον γαρ ήσαν αιρετικοί, καθά δη και νυν εισι, δια της εις το άγιον Σύμβολον προσθήκην. Νυν Δε και αβάπτιστοι όλως αποδείχθησαν όντες. Δι’ ό και τους εξ αυτών προσερχομένους, ως εθνικούς δεχόμενοι, άτε αβαπτίστους βαπτίζομεν κατά τον Ζ’ κανόναν της αγίας και Οικουμενικής Β’ Συνόδου. Παραλείπω τα μύρια άλλα παρ’ αυτών βδελύγματα. Αρμένιοι Δε και Κόπται, οι κατ’ Αίγυπτον και Συρίαν,κόμματα μεν και ούτοι πονηρά, λυπούσι Δε ουδέν την Ορθόδοξον Εκκλησίαν, περιουσία της ιδίας αυτών απαιδευσίας».
Αναφερόμενος στο θέμα του filioque και εξηγών γιατί είναι αίρεση γράφει στη συνέχεια: «Επειδή η κακίστη αυτή αίρεσις ( αίρεσις γαρ εστι, ως εις το Η’ άρθρο της πίστεως πολυτρόπως βλασφημούσα δια της εκ του Υιού προσθήκης) ζώσα καθ’ ημάς εστι, και ουδέ παύεται λυπούσα και ταράττουσα την καθ’ ημάς αγίαν Εκκλησίαν, ει και νυν μετριώτερον ή εν τοις πρόσθεν χρόνοις, δια την νυν υπό των αθέων επεισκωμάσασαν αδιαφορίαν. Τούτου χάριν ο περί αυτής ή κατ’ αυτής ενταύθα λόγος φαίνεται ών ακόλουθος και αναγκαίος, ουχ ίνα Λατίνους νυν μετά χιλιετίαν σχεδόν πείσωμεν μεταμαθείν την αλήθειαν, τούτο γαρ οίμαι αδύνατον, αλλά ίνα τους ημετέρους ασφαλίσωμεν, ώστε μη υπό των συνήθων αυτοίς σοφισμάτων και ψευδοεξηγήσεων παρασύρεσθαι εις την απώλειαν».
Παραθέτουμε και την γνώμη του γνωστού Σέρβου οσίου γέροντος και μεγάλου θεολόγου π. Ιουστίνου Πόποβιτς, ο οποίος γράφει: «Ο Οικουμενισμός είναι κοινόν όνομα δια τους ψευδοχριστιανισμούς, δια τας ψευδοεκκλησίας της Δυτικής Ευρώπης. Μέσα του βρίσκεται η καρδιά όλων των ευρωπαϊκών ουμανισμών, με επικεφαλής τον Παπισμόν. Όλοι δε αυτοί οι ψευδοχριστιανισμοί, όλαι αι ψευδοεκκλησίαι , δεν είναι τίποτα άλλο παρά μία αίρεσις παραπλεύρως εις την άλλην αίρεσιν. Το κοινό ευαγγελικό όνομά των είναι παναίρεσις. Διατί; Διότι εις το διάστημα της ιστορίας αι διάφοροι αιρέσεις ηρνούντο ή παρεμόρφωνον ιδιώματά τινα του Θεανθρώπου και Κυρίου Ιησού, αι δε ευρωπαϊκαι αύται αιρέσεις απομακρύνουν ολόκληρον τον Θεάνθρωπον και εις την θέσιν του τοποθετούν τον Ευρωπαίον άνθρωπον. Εδώ δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά μεταξύ του Παπισμού, Προτεσταντισμού και άλλων αιρέσεων ων το όνομα λεγεών».
ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Απέναντι λοιπόν στις ευρείες εκκλησιολογίες του Παπισμού και του Προτεσταντισμού που γκρέμισαν όλα τα όρια και τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στις χριστιανικές ομολογίες, τώρα μάλιστα επεκτείνουν το εγχείρημα και προς τις θρησκείες, η Ορθόδοξη Καθολική και Αποστολική Εκκλησία δεν διστάζει να προβάλλει την δική της αποκλειστική εκκλησιολογία, διδάσκουσα ότι αυτή είναι η μόνη αληθής και σώζουσα Εκκλησία, όπως αποκλειστική είναι και η Χριστολογία και η σωτηριολογία. Μόνον ο Χριστός είναι το φως και η αλήθεια και η ζωή, δεν υπάρχει άλλο όνομα «εν ώ δει σωθήναι ημάς». Γι’ αυτό και δεν υπάρχει άλλη Εκκλησία, άλλο σώμα Χριστού με κεφαλή τον Χριστό, δεν υπάρχουν άλλα παράλληλα εργαστήρια σωτηρίας.
Η ενότητα των πιστών, το «ίνα πάντες έν ώσι», που έγινε το σύνθημα του Οικουμενισμού, δεν θα επιτευχθεί με την τεχνητή και εξωτερική συγκόλληση των χριστιανικών ομολογιών, παρά τις μεγάλες δογματικές και άλλες διαφορές τους, αλλά με την ενσωμάτωσή τους στο ένα σώμα του ζώντος Χριστού, με την επιστροφή τους στην Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Κατά την διάρκεια των προσευχών μας οι πιστοί δεν ευχόμαστε υπέρ της ενώσεως των εκκλησιών, δεν υπάρχουν πολλές εκκλησίες, διηρημένες και χωρισμένες. Υπάρχουν οι τοπικές ορθόδοξες εκκλησίες που αποτελούν μόνον αυτές την Unam Sanctam, την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Όλες οι άλλες ομάδες είναι αιρέσεις και σχίσματα. Ευχόμαστε λοιπόν όχι υπέρ ενώσεως των εκκλησιών, αλλά «υπέρ ευσταθείας των αγίων του Θεού εκκλησιών», να διατηρεί ο Θεός σταθερές στην ομολογία της πίστεως τις ορθόδοξες εκκλησίες, ώστε να επιστρέψουν και να ενωθούν οι πάντες, όλοι οι εκτός της αληθούς και μόνης Εκκλησίας πιστοί. Αυτό είναι το νόημα της καθημερινής δεήσεως «υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου, ευσταθείας των αγίων του Θεού εκκλησιών και της των πάντων ενώσεως». Ευχόμαστε της ενώσεως πάντων των ανθρώπων μέσα εις την μίαν Εκκλησίαν, που είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία. Το διευκρινίζει με απόλυτη σαφήνεια η ευχή της Αναφοράς στη Λειτουργία του Μ. Βασιλείου: «Τους πεπλανημένους επανάγαγε και σύναψον τη αγία σου καθολική και αποστολική Εκκλησία».

Share Button