Πηγή: Πρακτικά Θεολογικού Συνεδρίου με θέμα: «Ο Επουράνιος Πατήρ» (10-13 Νοεμβρίου 1992). Ι. Μητρόπολις Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη 1993. Σελ. 163-176.
1. Μεθοδολογικές επισημάνσεις
Πριν από την ουσιαστική ανάπτυξη του θέματος είναι χρήσιμο να γίνουν μερικές μεθοδολογικές παρατηρήσεις. Πρέπει κατ’ αρχήν να σημειωθή ότι η αντιμετώπιση είναι θεολογική και όχι λειτουργιολογική· εκλαμβάνονται δηλαδή τα κείμενα των ευχών ως μάρτυρες της θεολογίας της Εκκλησίας στη θέση και κατάσταση που έχουν σήμερα μέσα στη θεία λατρεία, ασχέτως προς ειδικώτερα λειτουργιολογικά θέματα, όπως ο χρόνος συγγραφής και εντάξεως τους στη θεία λατρεία, το συγκεκριμένο τυπικό, ασματικό ή μοναχικό, από το οποίο προέρχονται και άλλα παρόμοια προβλήματα. Η εξέταση επίσης περιορίζεται στις ευχές των ακολουθιών της νυχθημέρου λατρείας· δεν συμπεριλαμβάνει και τις ευχές των περιστατικών ακολουθιών και των μυστηρίων, που περιέχονται στα Ευχολόγια, μικρό και μεγάλο. Από τις εν χρήσει επίσης λειτουργίες γίνεται λόγος για τις ευχές της συνήθους και τακτικής λειτουργίας του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, που αποτελεί το κέντρο των ακολουθιών του ημερονυκτίου. Για την λειτουργία του Μ. Βασιλείου σε σχέση με την του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου ως προς το θέμα μας υπάρχει άλλη εισήγηση. Παρά τον περιορισμό πάντως του θέματος η εικόνα που αποκομίζουμε από τις ευχές της νυχθημέρου λατρείας για τον επουράνιο Πατέρα είναι ενδεικτική της πίστεως της Εκκλησίας και δεν πρόκειται να μεταβληθή ουσιαστικά από την συνεξέταση και των άλλων ευχών, που θα ήταν πάντως χρήσιμο να γίνει για την συμπλήρωση και ολοκλήρωση της ερευνάς.
2. Πίστη και λατρεία
Η λατρεία ως γνωστόν συνδέεται αμεσώτατα με την πίστη της Εκκλησίας. Κινείται μέσα στα πλαίσια του δόγματος, το οποίο εκφράζει γνήσια και ανόθευτα. Μεταβολές στην πίστη και στο δόγμα έχουν άμεσο αντίκτυπο στα κείμενα της λατρείας, διότι δι’ αυτών εκφράζει η λατρεύουσα κοινότης δοξολογικά την πίστη της ή συμμετέχει στις σωτηριώδεις ενέργειες των μυστηρίων κατά το μέτρο της πίστεως γι’ αυτές τις σωτηριώδεις ενέργειες. Υπάρχει πλήθος περιπτώσεων στην ιστορία της Εκκλησίας, όπου φαίνεται αυτός ο στενός σύνδεσμος, η ταύτιση μεταξύ πίστεως και λατρείας, από του ότι αιρετικές ομάδες που μετέβαλαν τη διδασκαλία σε θέματα πίστεως μετέβαλαν αμέσως και την λατρεία τους. Και αυτό βέβαια ισχύει όχι μόνο για τους αιρετικούς του παρελθόντος, αλλά και για τους ετεροδόξους της εποχής μας, η λατρεία των οποίων είναι σύστοιχη και αντίστοιχη προς την πίστη τους. Και για να αναφέρουμε μερικά μόνο παραδείγματα· η μεταβολή στην τριαδολογία ως προς το θέμα της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, πέρασε και στο σύμβολο της πίστεως το απαγγελλόμενο κατά την Θεία Λειτουργία με την προσθήκη του filioque. Η πίστη επίσης ότι η μεταβολή των τιμίων δώρων γίνεται με την εκφώνηση των ιδρυτικών λόγων του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, «Λάβετε, φάγετε… », «Πίετε εξ αυτού πάντες… », και όχι με την ευχή της επικλήσεως συνετέλεσε στον εξοβελισμό της τελευταίας ή στη μείωση της σημασίας της. Η αλλαγή επίσης στις αντιλήψεις για τη θέση και το ρόλο της γυναίκας μέσα στην Εκκλησία, σχετικώς μάλιστα με το μυστήριο της Ιερωσύνης που έγινε υπό την πίεση φεμινιστικών κινημάτων, έφερε πολλές γυναίκες ως Επισκόπους και Ιερείς μπροστά στο θυσιαστήριο.
Ο στενός αυτός σύνδεσμος πίστεως και λατρείας δικαιολογεί απόλυτα τον «συντηρητισμό» θα λέγαμε της τελευταίας, την προσεκτική της στάση απέναντι «ανανεωτικών» τάσεων και ιδεών που επιχειρούν να περάσουν από τη θεολογία και στους χώρους της. Μπορεί κανείς να φαντασθή τι θα γινόταν, αν και η λατρεία δεχόταν με την ίδια ευκολία αλλαγές και καινοτομίες που γίνονται δεκτές στο χώρο της ακαδημαϊκής θεολογίας, ακόμη και σήμερα από καθηγητάς θεολογικών σχολών που αντιλαμβάνονται το «θεολογείν» ως προσωπική τους υπόθεση και όχι ως εκκλησιαστικά λειτούργημα: Γνωστοί διανοηταί των ημερών μας υπογραμμίζουν με ικανοποίηση το γεγονός ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία με την πλούσια λατρευτική και λειτουργική της παράδοση οφείλει πολλά σ· αυτήν, όχι μόνο γιατί αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό της γνώρισμα έναντι της λειτουργικής φτώχειας άλλων ομολογιών, αλλά και διότι σε κρίσιμες περιόδους εντόνων πολιτιστικών πιέσεων και επιδράσεων, ενώ η ακαδημαϊκή θεολογία, ανοικτή στις ανανεώσεις και στις μεταρρυθμίσεις, αλλοτριώθηκε και έχασε το δρόμο της, αντίθετα η λατρεία «στατική» και «συντηρητική», όπως κακώς την κρίνουν και την αποκαλούν, έμεινε απαραχάρακτη και ανόθευτη για να βοηθήσει και τη θεολογία να επανεύρει το δρόμο της παραδόσεως και της αληθινής ανανεώσεως, που δεν πρέπει να εντοπίζεται και να ζητείται στην αλλαγή και ανανέωση των μορφών, των εκτός, αλλά στην ανακαίνιση των εντός, στην πνευματική μεταμόρφωση. Υπάρχει χρυσός και αναλλοίωτος κανόνας στην Ορθόδοξη πνευματική ζωή, που τοποθετεί την ανανέωση πρώτα στα πνευματικά, συνέπεια της οποίας είναι και η ανακαίνιση των υλικών και εξωτερικών. Δεν αντιστρέφεται ο κανόνας· τα λείψανα των αγίων φέρουν την Χάρη και ευωδία του Αγίου Πνεύματος, παραμένουν καινά και μεταμορφωμένα, γιατί διοχετεύεται και στα σώματα των αγίων η κατακτηθείσα Αγιαστική Χάρη τα κείμενα των ύμνων και των ευχών της λατρείας μας εντάχθηκαν και παραμένουν σ· αυτήν, και είναι γεμάτα Χάρη και Ορθόδοξη θεολογία όχι γιατί οφείλονται σε σχεδιασμούς λειτουργικών ανανεώσεων και μεταρρυθμίσεων, αλλά γιατί προέρχονται από τον νου και την γραφίδα μεγάλων αγίων και Πατέρων.
Η αντιστοιχία μεταξύ του lex orandi και του lex oredendi, που θα την δούμε να επαληθεύεται και στις περί Πατρός θέσεις των ευχών της λατρείας, πρέπει να καθιστά προσεκτικούς τους θεολόγους όλων των εποχών στην διατύπωση θέσεων και απόψεων και γνωμών, για τις οποίες μάλιστα διεκδικούν και το γνώρισμα της Ορθοδοξίας. Η Ορθοδοξία δεν είναι κάτι ζητούμενο, δεν αποτελεί αντικείμενο προβληματισμού, δεν θα τη βρούμε ψάχνοντας και συζητώντας περί του τι είναι Ορθοδοξία και ποιος είναι Ορθόδοξος, αλλά ακολουθώντας πιστά και τυφλά θα έλεγα του αγίους Πατέρας, «επόμενοι τοις αγίοις Πατράσι» στους οποίους οφείλουμε και τους θαυμάσιους ύμνους και τις εμπνευσμένες ευχές της θείας λατρείας, η συμφωνία προς την διδασκαλία των οποίων είναι αμάχητο τεκμήριο Ορθοδοξίας. Γι’ αυτό και σε μερικούς θεολογικούς διάλογους με ετεροδόξους, μετά την επίτευξη συμφωνίας επί θεολογικών θεμάτων, τελέσεως μυστηρίων κ. τλ., απαιτείται να προχωρήσει αυτή η διαπιστουμένη ενότης σε προσαρμογή και της λατρείας τους, γιατί διαφορετικά η ενότης παραμένει ελλιπής και θεωρητική. Αξιοπερίεργο πάντως και αξιοσημείωτο είναι ότι ενώ ζητούμε από τους ετεροδόξους σύμπτωση μεταξύ πίστεως και λατρείας, εμείς οι «ορθόδοξοι» θεολόγοι πολλές φορές διατυπώνουμε γνώμες και θέσεις, οι οποίες καταστρέφουν αυτήν την σύμπτωση μεταξύ πίστεως και λατρείας, όπως π. χ. Η διδασκαλία για την αποκατάσταση των πάντων, για την προσωπική ή μη ύπαρξή του Διαβόλου, για το μυστήριο του γάμου και τις προ του γάμου σχέσεις των ετερόφυλων, για την Ιερωσύνη των γυναικών, ακόμη δε και για το αν πρέπει να εξακολουθήσει να χρησιμοποιείται ο άρτος στη Θεία Ευχαριστία, όπως ακούσαμε αυτές τις ημέρες, και πολλά άλλα, που αν ελέγοντο ή εγράφοντο σε άλλες εποχές, θα είχαν προκαλέσει σάλο και αντιρρητική γραμματεία και συνόδους, τώρα όμως δυστυχώς προκαλούν αντίδραση όχι εναντίον αυτών που τα διατυπώνουν, αλλά εναντίον αυτών που τα επισημαίνουν.
Τα μέχρι τώρα λεχθέντα αποσκοπούσαν αφ’ ενός μεν να προσδώσουν θεολογική επικαιρότητα στα περί ευχών και λατρείας, που αποτελούν το υλικό του θέματος, και αφ’ ετέρου να δείξουν ότι τα κείμενα της λατρείας αποτελούν πρώτης τάξεως υλικό για την άντληση και διατύπωση και ερμηνεία των δογμάτων της Εκκλησίας, αφού πίστις και λατρεία ταυτίζονται, αποτελούν αδιαίρετη ενότητα κατά την διατύπωση του Αποστόλου Παύλου, «εις Κύριος, μία πίστις, εν βάπτισμα»1.
3. Οι ευχές προς την αγία Τριάδα
Ως προς το θέμα της θέσεως του Θεού Πατρός μέσα στις ευχές της θείας λατρείας από την αρχή πρέπει να πούμε και σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν, ότι οι ευχές της λατρείας, πολλές από τις οποίες γράφτηκαν από μεγάλους αγίους και Πατέρας, απεικονίζουν με ακρίβεια την περί της Αγίας Τριάδος διδασκαλία της Εκκλησίας και του ιδιαιτέρου, του ξεχωριστού ρόλου που διαδραματίζει το κάθε ένα από τα τρία πρόσωπα στο σχέδο της Θείας οικονομίας, της σωτηρίας δηλαδή του ανθρώπου.
Δύο βασικά χαρακτηριστικά των ευχών που τα επισημαίνουμε ευθύς εξ αρχής είναι ότι η θεολογία τους είναι τριαδοκεντρική και χριστοκεντρική. Συγκεντρώνοντας και μελετώντας κανείς τις ευχές των ακολουθιών του νυχθημέρου, στις οποίες θα γίνει και ειδικώτερη αναφορά, παρατηρεί ότι το μέγιστο μέρος αυτών απευθύνονται προς την Αγία Τριάδα, το περιεχόμενό τους είναι τριαδικό, όπως φαίνεται και από τις εκφωνήσεις των ιερέων στις διάφορες ακολουθίες, οι οποίες ως γνωστόν αποτελούν κατακλείδες ευχών. «Ότι πρέπει σοι πασά δόξα… τω Πατρί και τω Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι». «Ότι σου το κράτος και σου εστίν η βασιλεία και η δύναμις και η δόξα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος», «Ότι αγαθός και φιλάνθρωπος… », «Ότι συ ει ο Θεός ημών… » κ. τλ. . Από το σύνολο των γνωστών εκφωνήσεων μία μόνο αναφέρεται στον Πατέρα, η εκφώνηση «Ελέει και οικτιρμοίς και φιλανθρωπία του Μονογενούς σου Υιού» και μία στον Χριστό «Σου γαρ εστί το ελεείν και σώζειν ημάς Χριστέ ο Θεός και σοι την δόξαν αναπέμπομεν συν τω ανάρχω σου Πατρί» κ. τλ. . Είναι χαρακτηριστικό, ότι και αυτή ακόμη η πολύ γνωστή ευχή του Αποδείπνου «Και δος ημίν Δέσποτα», η οποία κατά την επιγραφή της είναι «Ευχή εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν», και απαγγέλεται ως γνωστόν κατά την ακολουθία του Ακάθιστου Ύμνου, ενώπιον της εικόνος του Χριστού, από το περιεχόμενό της δεν επιτρέπει να την συνδέσουμε αποκλειστικά με το πρόσωπο του Χριστού. Αντίθετα, το τέλος της «Παννύχιον ημίν την σην δοξολογίαν χάρισαι εις το υμνείν και ευλογείν και δοξάζειν το πάντιμον και μεγαλοπρεπές όνομά σου, του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος», είναι τριαδικό, όπως και τα εις την συνέχεια «αμοιβαδόν» λεγόμενα μεταξύ της θεομητορικής ευχής «Άσπιλε, Αμόλυντε» και του «Και δος ημίν Δέσποτα», «Η ελπίς μου ο Πατήρ καταφυγή μου ο Υιός, σκέπη μου το Πνεύμα το Άγιον, Τριάς Αγία Δόξα σοι».
Η τριαδοκεντρική αυτή θεολογία των ευχών, που ισχύει και για το σύνολο της θεολογικής, όχι βέβαια της αγιολογικής, υμνογραφίας, εξηγείται από του ότι η λατρεία ακολουθούσα την θεολογία η μαζί με την θεολογία έπρεπε να παρουσιάσει το κατ’ εξοχήν χριστιανικό μυστήριο της τριαδικής θεότητος, της Τριάδος εν μονάδι και μονάδος εν Τριάδι, που αποτελούσε το χαρακτηριστικό γνώρισμα της πίστεως των Χριστιανών, που εσφράγιζε την ταυτότητα των Χριστιανών, σε σχέση με την μονοθεΐα των Ιουδαίων, οι οποίοι εφτώχαιναν και περιόριζαν την θεότητα αποδεχόμενοι ένα μόνο πρόσωπο, τον Θεό Πατέρα και Δημιουργό, και με την πολυθεΐα των ειδωλολατρών που διέλυαν την θεότητα εισάγοντας πλήθος θεών. Το λέγει αυτό πολύ ζωντανά ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος τονίζοντας την ιδιαιτερότητα της χριστιανικής περί Θεού διδασκαλίας· «Θεού δε όταν ειπώ, λέγω Πατρός και Υιού και Αγίου Πνεύματος, ούτε υπέρ ταύτα της θεότητος χεομένης, ίνα μη δήμον θεών εισαγάγωμεν, ούτε εντός τούτων οριζόμενης, ίνα μη πενίαν θεότητος κατακριθώμεν η δια την μοναρχίαν ιουδαΐζοντες η δια την αφθονίαν ελληνίζοντες. Το γαρ κακόν εν αμφοτέροις όμοιον καν εν τοις εναντίοις ευρίσκηται»2. Τα ίδια επαναλαμβάνει και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, η φωνή και το στόμα των προ αυτού αγίων Πατέρων «Ούτω δια μεν της κατά φύσιν ενότητος η πολύθεος των Ελλήνων εξαφανίζεται πλάνη, δια δε της του Λόγου παραδοχής και του Πνεύματος των Ιουδαίων καθαιρείται το δόγμα»3.
Η τριαδοκεντρικότητα αυτή της θεολογίας και της λατρείας που προέβαλλε την ιδιαιτερότητα της χριστιανικής πίστεως έναντι των Ιουδαίων και των Εθνικών, τονίσθηκε ακόμη περισσότερο όταν εμφανίσθηκαν και εντός του Χριστιανισμού, από ιουδαΐζουσες και ελληνίζουσες τάσεις, αντιτριαδικές διδασκαλίες που εταλαιπώρησαν την θεολογία και την Εκκλησία κατά τον 4ο κυρίως αιώνα με την αμφισβήτηση και άρνηση της θεότητος του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αυξάνουσα την άμυνα και την επαγρύπνισή της η Εκκλησία, αύξησε το τριαδικό περιεχόμενο στην κατήχηση και στη λατρεία, όπου σχεδόν τα πάντα είναι τριαδικά. Εις το όνομα του Πατρός και τον Υιού και του Αγίου Πνεύματος’ Ευλογημένη η βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος’ Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος, Παναγία Τριάς ελέησον ημάς κ. τλ. .
4. Οι ευχές προς τον Χριστό
Μετά τις ευχές προς την Αγία Τριάδα σημαντικός αριθμός ευχών απευθύνεται προς τον Χριστό, τον πρωταγωνιστή και πρωτεργάτη, θα λέγαμε, του μυστηρίου της ενανθρωπήσεως και σωτηρίας, του δευτέρου, μετά το τριαδικό δόγμα μεγάλου μυστηρίου του Χριστιανισμού. Η Εκκλησία απευθύνεται προς τον Χριστό, τον ενανθρωπήσαντα, ευεργετήσαντα, ιασάμενον, χορτάσαντα, ελεήσαντα τους ανθρώπους, παθόντα και ταφέντα και αναστάντα και αναληφθέντα και τον παρακαλεί να συνεχίσει να ελεεί, να θεραπεύει και να βοηθεί τους πιστούς, τις δυσκολίες των οποίων γνωρίζει και έζησε κατά την επί γης παραμονή του. Τον παρακαλούν οι πιστοί στο σύνολο των ευχών προ της Θείας Μεταλήψεως και μετ’ αυτήν να τους καταστήσει άξιους της κοινωνίας του σώματος και του αίματος Αυτού και τον ευχαριστούν κατόπιν γι’ αυτή τη δωρεά.
5. Οι ευχές προς τον Πατέρα
Πολύ μικρός αριθμός ευχών απευθύνεται προς τον Πατέρα, αξιοσημείωτο δε είναι ότι καμία ευχή δεν απευθύνεται προς το Άγιο Πνεύμα. Το τελευταίο έχει την εξήγηση εις το ότι το Άγιο Πνεύμα είναι εδώ μαζί μας, μέσα στην Εκκλησία, προσευχόμεθα και δεόμεθα εν Πνεύματι, όλα όσα τελούνται στην Εκκλησία είναι έργο του Αγίου Πνεύματος, είναι η ψυχή της Εκκλησίας, κράζει εν ταις καρδίαις ημών Αββά ο Πατήρ, εν Πνεύματι Αγίω κηρύττομεν και ομολογούμεν Χριστόν, διότι «ουδείς δύναται ειπείν Κύριος Ιησούς, ει μη εν Πνεύματι Αγίω» (Α’ Κορ. 12, 3), οδηγεί την Εκκλησίαν εις πάσαν την αλήθειαν, φωτίζει και αγιάζει τους πιστούς· όπως δε ο Χριστός ζων και δρων επί της γης δεν αναφερόταν εις τον εαυτό του, έτσι και το Άγιο Πνεύμα ζων και δρων τώρα εν τη Εκκλησία, κατά την περίοδο αυτή που είναι περίοδος της οικονομίας του Αγίου Πνεύματος κατευθύνει την Εκκλησία να εύχεται προς την Αγία Τριάδα κυρίως, της οποίας είναι μέλος, προς τον Πατέρα και προς τον Υιό. Η ιδική του παρουσία είναι έκδηλη, στο Αγιαστικό έργο της Εκκλησίας, στην ανακαίνιση και σωτηρία των ανθρώπων, στα θαύματα, στους πνευματικούς θησαυρούς της λατρείας, στους βίους των αγίων, στη θεολογία και στη γραμματεία και στην τέχνη· οι ύμνοι και οι ευχές της λατρείας είναι έργο της Χάριτος και παρουσίας του Αγίου Πνεύματος. Και μόνον η προσευχή Βασιλεύ Ουράνιε και οι ύμνοι της Πεντηκοστής απευθύνονται προς τον Παράκλητο, ενώ ακόμη και οι ευχές της γονυκλισίας αυτής της ημέρας, τον Πατέρα, τον Χριστό και την Αγία Τριάδα έχουν ως αποδέκτας.
Οι ευχές που απευθύνονται προς τον Πατέρα έχουν ως περιεχόμενο την δημιουργία, πρόνοια, κυβέρνηση και συντήρηση του κόσμου, την προπαρασκευή του έργου της ενανθρωπήσεως δια των πατριαρχών και Προφητών, την αποστολή του Χριστού στον κόσμο και τέλος την αποδοχή της θυσίας του Σταυρού, της άπαξ, υπό του Χριστού παρασχεθείσης και διηνεκώς προσφερόμενης στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, στο κατ’ εξοχήν μυστήριο της Εκκλησίας. Από τις δύο ευχές της προσκομιδής που προετοιμάζουν την Αγία Αναφορά «Ο Θεός ο Θεός ημών, ο τον ουράνιον άρτον» και «Κύριε ο Θεός ο παντοκράτωρ, ο μόνος άγιος» κ. τλ. που λέγεται ακριβώς προ της Αγίας Αναφοράς, η πρώτη έχει τριαδολογικό χαρακτήρα, η δεύτερη απευθύνεται μόνο προς τον Πατέρα, όπως φαίνεται και από την ακολουθούσα εκφώνηση «για των οικτίρμων του Μονογενούς σου Υιού» κ. τλ. . Η ευχή της Αγίας Αναφοράς «Άξιον και δίκαιον… » είναι η κατ’ εξοχήν ευχή προς τον Πατέρα, που και μόνη αυτή αρκεί να δείξη την σπουδαιότητα του έργου και της φιλανθρωπίας του Πατρός, ο οποίος «εκ του μη όντος εις το είναι ημάς παρήγαγε και παραπεσόντας ανέστησε πάλιν και ουκ απέστη πάντα ποιών, έως ημάς εις τον ουρανόν ανήγαγε, και την βασιλείαν εχαρίσατο την μέλλουσαν», «ος τον κόσμον ούτως ηγάπησεν, ώστε τον Υιόν αυτού, τον Μονογενή δούναι, ίνα προς ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον». Δεν παραλείπει όμως και μέσα σ’ αυτήν την ευχή η Εκκλησία να προβάλλει το μυστήριο της Αγίας Τριάδος· «Συ και ο μονογενής σου Υιός και το Πνεύμα σου το Άγιον», «Άγιος ει και πανάγιος Συ, και ο μονογενής σου Υιός και το Πνεύμα σου το Άγιον». Στην Ιερώτερη πάντως στιγμή της Θείας Ευχαριστίας, προς τον Πατέρα απευθύνεται η Εκκλησία παρακαλούσα να αποστείλει το Άγιο Πνεύμα για τον καθαγιασμό των τιμίων δώρων: «Κατάπεμψον το Πνεύμα σου το Άγιον εφ’ ημάς και επί τα προκείμενα δώρα ταύτα και ποίησον τον μεν άρτον τούτον, τίμιον σώμα του Χριστού σου, το δε εν τω ποτηρίω τούτω τίμιον αίμα του Χριστού σου, μεταβαλών τω Πνεύματί σου τω Αγίω». Η Αγία Τριάς παρούσα κατά τον καθαγιασμόν ο Πατήρ καταπέμπει το Άγιον Πνεύμα το οποίον μεταβάλλει τα τίμια δώρα εις σώμα και αίμα Χριστού.
Στον Πατέρα απευθύνεται και στη συνέχεια το κείμενο της Αναφοράς, όπως φαίνεται και από τις εκφωνήσεις· «Και καταξίωσον ημάς, Δέσποτα μετά παρρησίας ακατακρίτως τολμάν επικαλείσθαι σε τον επουράνιον Θεόν Πατέρα και λέγειν», την οποία ακολουθεί το Πάτερ ημών, η Χριστοδίδακτη αυτή προς τον Πατέρα προσευχή, και η εκφώνηση «Χάριτι και οικτιρμοίς και φιλανθρωπία του Μονογενούς σου Υιού» κ. τλ. . Ακολουθεί επίσης το τμήμα της κοινωνίας και μεταλήψεως με την προς τον Χριστό Ευχή «Πρόσχες Κύριε Ιησού Χριστέ», προς τον οποίον απευθύνονται, διότι είδαμε, το σύνολο των ευχών προ της Θείας Μεταλήψεως και μετ’ αυτήν.
Σε μία συνοπτική παρουσίαση των προς τον Πατέρα ευχών των ακολουθιών του ημερονυκτίου αρχίζοντας από τον Εσπερινό έχομε την έξης εικόνα.
Από τις επτά ευχές του Λυχνικού που αναγινώσκει ο ιερεύς κατά την ώρα της αναγνώσεως του Προοιμιακού Ψαλμού μόνον η πέμπτη αναφέρεται στον Πατέρα· «Κύριε Κύριε ο τη αχράντω σου παλάμη συνεχών τα σύμπαντα… ». Κατακλείεται με την εκφώνηση «Ελέει και οικτιρμοίς και φιλανθρωπία του Μονογενούς σου Υιού».
Οι άλλες είναι τριαδικές, κατακλειόμενες με τριαδικές εκφωνήσεις.
Η ευχή του θυμιάματος αναφέρεται στο Χριστό· «Θυμίαμα σοι προσφέρομεν Χριστέ’ ο Θεός ημών… », της εισόδου «Εσπέρας και πρωί… », τριαδική όπως και της κεφαλοκλισίας «Κύριε ο Θεός ημών ο κλίνας ουρανούς».
Οι δύο ευχές της αρτοκλασίας «Δέσποτα Πολυέλεε Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών… » και «Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, ο ευλογήσας τους πέντε άρτους» αναφέρονται στον Χριστό, όπως και οι ευχές της Τραπέζης· «Χριστέ ο Θεός ημών ευλόγησον την βρώσιν κ. λπ. », «Ευχαριστούμεν σοι Χριστέ ο Θεός ημών… ».
Στο Μεγάλο Απόδειπνο, στον Πατέρα αναφέρεται η ευχή του Μ. Βασιλείου «Κύριε, Κύριε, ο ρυσάμενος ημάς από παντός βέλους πετομένου ημέρας» όπως και η ευχή με την προσευχή Μανασσή βασιλέως της Ιουδαίας «Κύριε Παντοκράτορ, ο Θεός των Πατέρων ημών του Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ… ». Η ευχή «Ο εν παντί καιρώ», αναφέρεται στο Χριστό, ενώ για την ευχή «Και δος ημίν Δέσποτα» του μεγάλου και του μικρού αποδείπνου είπαμε ότι ενώ κατά την επιγραφή της απευθύνεται στο Χριστό, κατά το περιεχόμενο της είναι τριαδική.
Από τις ευχές του Μεσονυκτικούτο «Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου» δεν αποδίδεται εύκολα από το περιεχόμενο του παρά μόνο στον Θεό απροσώπως, η ευχή του αγίου Μαρδαρίου «Δέσποτα Θεέ, Πάτερ Παντοκράτορ… » είναι τριαδική, η του Μ. Βασιλείου «Κύριε Παντοκράτορ, ο Θεός των Δυνάμεων και πάσης σαρκός» απευθύνεται στον Πατέρα» ενώ η ακολουθούσα αμέσως ευχή Του αυτού (του Μ. Βασιλείου) «Σε ευλογούμεν Ύψιστε Θεέ» είναι τριαδική. Η ευχή υπέρ των κεκοιμημένων «Μνήσθητι Κύριε, των επ’ ελπίδι αναστάσεως ζωής αιωνίου» απευθύνεται στον Χριστό, η δε ευχή «Επάκουσον ημών ο Θεός» κατακλειομένη με την τριαδική εκφώνηση «Ελεήμων γαρ και φιλάνθρωπος» είναι τριαδική. Στο Μεσονυκτικό του Σαββάτου η ευχή του αγίου Ευστρατίου «Μεγαλύνων μεγαλύνω σε Κύριε» μπορεί να αποδοθεί και στον Πατέρα και στην Αγία Τριάδα, γιατί απουσιάζουν ιδιάζοντα χαρακτηριστικά.
Στην ακολουθία του όρθρου από τις 12 ευχές που αναγινώσκει ο ιερεύς κατά την ώρα αναγνώσεως του εξάψαλμου, η πέμπτη, από το περιεχόμενο της φαίνεται ότι αναφέρεται στον Πατέρα «Αγαθών θησαυρέ, πηγή αένναος, Πάτερ άγιε» παρά την τριαδική της εκφώνηση «Ότι συ ει ο Θεός ημών και σοι την δόξαν αναπέμπομεν». . Επίσης στον Πατέρα αναφέρεται και η εβδόμη «Ο Θεός και Πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» και η δεκάτη «Κύριε ο Θεός ημών, ο την δια μετανοίας άφεσιν… », των οποίων οι εκφωνήσεις της μεν εβδόμης έχει τριαδικό περιεχόμενο, «Είη το κράτος της βασιλείας σου», της δε δεκάτης αναφέρεται επίσης στον Πατέρα «Ελέει και οικτιρμοίς… ». Η ευχή «Σώσον ο Θεός τον λαόν σου», όπως φαίνεται και από την εκφώνηση «Ελέει και οικτιρμοίς… » απευθύνεται επίσης στον Πατέρα.
Στις ακολουθίες του Ωρών όλες οι ευχές απευθύνονται στην Αγία Τριάδα και στον Χριστό, εκτός από την ευχή της Στ’ ώρας «Θεέ και Κύριε των Δυνάμεων και πάσης κτίσεως Δημιουργέ», του Μ. Βασιλείου, που απευθύνεται προς τον Πατέρα.
Στη Θεία Λειτουργία τέλος, οι ευχές των αντιφώνων με τις εκφωνήσεις τους, είναι τριαδικές, όπως και οι ευχές της μικράς εισόδου και του Τρισάγιου Ύμνου «Ο Θεός ο άγιος ο εν αγίοις αναπαυόμενος. Η ευχή προ της αναγνώσεως του Ευαγγελίου «Έλλαμψον εν ταις καρδίαις ημών φιλάνθρωπε Δέσποτα», απευθύνεται στο Χριστό. Από τις ευχές των Κατηχουμένων και των Πιστών, η ευχή των Κατηχουμένων «Κύριε ο Θεός ημών, ο εξαποστείλας τον Μονογενή σου Υιόν» αναφέρεται στον Πατέρα ενώ οι δύο των πιστών στην Αγία Τριάδα και στον Χριστό, και φθάνομε έτσι στην ευχή της Αναφοράς και στις ευχές προ της Θείας μεταλήψεως και κατ’ αυτήν για τις οποίες ήδη κάναμε λόγο.
Παναγιότατε,
Η περαιτέρω ανάλυση του περιεχομένου των προς τον Πατέρα ευχών θα προσέφερε πολλά ακόμη στοιχεία περί του πανσέπτου αυτού προσώπου, της πηγής και αιτίας και αρχής εν τη Τριάδι, των δύο άλλων προσώπων, αλλά και της πηγής πάσης αγαθότητος εν τω κόσμω δια του έργου της δημιουργίας, της προνοίας και της σωτηρίας του ανθρώπου, του επιτελουμένου από κοινού από τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Δώσαμε απλώς μια γενική εικόνα για τη θέση του Επουρανίου Πατρός μέσα στις ευχές της λατρείας, από την οποία προκύπτει, ότι η Ορθόδοξη λατρεία μαζί με την θεολογία μολονότι γνωρίζει να παρουσιάζει την συμβολή και τον ρόλο εκάστου προσώπου στο έργο της σωτηρίας, εν τούτοις υμνούν «Πατέρα Υιόν και Άγιο Πνεύμα, Τριάδα ομοούσιον και αχώριστον».