γιανναρας και ζηζιουλας
Η κεντρική σπουδαιότητα την οποία απέκτησε η σχέση πίστεως και νοήσεως (λογικής), όταν παρατηρούμε την πρόοδο της μοντέρνας σκέψης, έγινε ακόμη πιό σημαντική στην ανάλυση της “ανθρώπινης καταστάσεως” στην οποία επιδίδονται στην σύγχρονη σκέψη η φαινομενολογία, ο μαρξισμός και η φιλοσοφία τής υπάρξεως. Η διαρκής διακύμανση τής φιλοσοφίας να καταργήσει την διαλεκτική τής πίστεως και τής λογικής για να αφομοιώσει την μία στην άλλη, στην προϋπόθεση ότι η ανθρώπινη συνείδηση μπορεί “να ζήσει” δύο αντιθετικές καταστάσεις μόνον σύμφωνα σε μία προσωρινή κατάσταση, πρέπει να θεωρηθεί ξεπερασμένη χάρη σε μία εμβάθυνση της πραγματικής δομής της συνειδήσεως στην σχέση της με το πραγματικό. Αυτή η σχέση πρέπει να είναι πλέον ξεκάθαρη. Ας θυμηθούμε λοιπόν τους βασικούς σταθμούς αυτής της βεβαιότητος!
Η πίστη, κάθε πίστη, είναι καθαυτή μία “στάση της συνειδήσεως” καθώς μπορεί να θεμελιώσει την γνώση ή να θεμελιωθεί στην γνώση! Η αρχή απο την οποία ξεκινήσαμε είναι ότι η πίστη έχει για αντικείμενο τήν “πεποίθηση τού πραγματικού” και η γνώση έχει σαν αντικείμενο το περιεχόμενο, δηλαδή την δομή τού πραγματικού στην παρουσίαση του στις αντίστοιχες ικανότητες μάθησης! Έτσι ενώ το αντικείμενο της πίστης ακουμπά την υπαρξιακή σφαιρα, το αντικείμενο της καθαρής γνώσεως-αίσθηση ή νόηση- ανήκει στην τυπική σφαίρα, την φορμάλε! Επομένως, ενώ η αποδοχή τής γνώσεως προέρχεται απευθείας απο την πρόδηλη μονοσημαντότητα τού αντικειμένου χάρη στην δική της συγκεκριμενοποίηση που έχει η ικανότητα εκ μέρους του ιδίου του αντικειμένου-τά χρώματα και οι μορφές για την όραση…., οι φύσεις των πραγμάτων για την νόηση-η αποδοχή της πίστης ξεπηδά απο την υποχρέωση και το καθήκον του προσώπου που εργάζεται σαν ένα όλον.
Εάν ο ζήλος είναι αυθόρμητος, είναι αυθόρμητη πιστη στην ύπαρξη τού εξωτερικού κόσμου και των ανθρωπίνων σχέσεων πάνω στις οποίες στηρίζεται η άμεση ζωή. Στην βάση αυτής της πίστης καθένας δέχεται για πραγματική την γεωγραφική κατάσταση, την εθνική, την πολιτισμική και την κοινωνική όπου ζεί και του επιτρέπει να εκφράσει την δραστηριότητά του!
Εάν η ενασχόληση είναι έμμεση, έχουμε την έμμεση πίστη, η οποία μπορεί να είναι τόσο επιστημονική, όσο και θρησκευτική και Θεολογική. Όπως η αυθόρμητη πίστη μάς ωθεί να υπερβούμε τα όρια του χώρου και του χρόνου τα οποία βιώνονται άμεσα, έτσι και η επιστημονική πίστη βοηθά να υπερβαίνονται τα όρια του χώρου και του χρόνου στην δική τους δομή τής οντολογικής αμεσότητος: Το “ιστορικό συμπέρασμα” ενεργεί μία πραγματική προβολή στον περασμένο χρόνο ο οποίος παρά το ότι δέν υπάρχει πια, είναι κατασκευασμένος σαν μία βέβαιη παρουσία ακόμη! Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε επίσης και για μία πίστη στο πλαίσιο τής επιστήμης καθότι αυτή υποθέτει πρώτα απ’όλα την πραγματικότητα τού εξωτερικού κόσμου και στην συνέχεια καθότι στην εργασία της κινείται μέσω υποθέσεων, οι οποίες είναι ακριβώς οι “αναλήψεις” τής καταστάσεως. Η φυσική πίστη προοδεύει λόγω τής ωθήσεως τής συνειδήσεως στην ενεργητική πληρότητα και δέν εξαρτάται απο την έμμεση (στοχαστική) θέληση. Απορρέει απο την θέληση τής ζωής η οποία ενυπάρχει στον καθένα μας. Θα μπορούσαμε να πούμε οτι προκύπτει απο το βάθος τού πνευματικού μας είναι τής φύσης μας, απο την φυσική της όρεξη που είναι θεμελιώδης. Η επιστημονική πίστη αντιθέτως πηγάζει, πάνω στο θεμέλιο της φυσικής πίστης, απο την θέληση-να προσληφθή, σύμφωνα με μία αποδεκτή επιστημονική μέθοδο, η πραγματικότης μίας συγκεκριμένης καθολικής καταστάσεως (για παράδειγμα στην ιστορία, τις αιτίες της Γαλλικής επανάστασης, της κομμουνιστικης…). Η Θεολογική πίστη η οποία δέχεται την Αποκάλυψη-κινούμενη στην προϋπόθεση και των δύο βεβαιοτήτων ή φυσικών πεποιθήσεων μπορεί να υπερβεί οποιαδήποτε μορφή φυσικής κληρονομικότητος διότι κινείται απο μία ανώτερη αρχή η οποία είναι ο ίδιος ο Θεός, ο πραγματοποιήσας την Αποκάλυψη!
Η πιό υψηλή μορφή τής έμμεσης πίστης είναι η Θεολογική υπερφυσική πίστη! Τόσο επειδή “υποκειμενικά” θέτει την πιό υψηλή ένταση τής συνειδήσεως με την απόλυτη υποχρέωση τής ολότητος του προσώπου, όσο και γιατί ενεργεί την πραγματική υπέρβαση της οντικής σφαίρας τού χώρου και τού χρόνου στην βεβαιότητα τής αιωνίου ζωής και σε όσα ανήκουν σ’αυτή σύμφωνα με την Θεία αποκάλυψη του Θεού στον άνθρωπο!
Στην μοντέρνα σκέψη υπήρξε ιδιαιτέρως ο Hume ο οποίος πρώτος παρουσίασε την πίστη σαν πεποίθηση του πραγματικού. Παρ’όλα αυτά όμως, καθώς ταύτισε τήν “αντίληψη” τού πραγματικού με την πραγματικότητα και την επιβεβαίωση τής πραγματικότητος, χρειάστηκε να αποκλείσει όλη την σφαίρα τής σκέψης ευρισκόμενος στο τέλος στην αδυναμία να ξεκαθαρίσει την σημασία και την γένεση της ίδιας της πίστης. Ο Hume ενάντια στις προθέσεις του, είναι ένα απο τα σπουδαιότερα θύματα του ορθολογισμού. Η πίστη φαίνεται μία έκφραση η οποία έρχεται στην συνείδηση απ’έξω και θέτει σαν βάση τής αντιλήψεως τής υπάρξεως τις έννοιες τής αιτίας, σύμφωνα με την ορθολογιστική αντίληψη! Ενώ η κατάσταση ειναι ακριβώς η αντίθετη, δηλαδή μέσα στην καθολική “πεποίθηση” τού πραγματικού εμείς μπορούμε να καθορίσουμε τα πράγματα σαν ουσίες και συμβεβηκότα, σαν αιτίες και αποτελέσματα και όχι αντίστροφα. Μία τέτοια πεποίθηση η οποία μεταφέρει στο πραγματικό είναι, πάντοτε ενέργεια ή κατάσταση πίστεως, αλλά όχι αφηρημένα ή λόγω απλής εντυπώσεως αλλά καθότι στην πίστη είναι παρούσα μία αυτονόητη γνώση την οποία απλώνει και στερεώνει. Για τον Hume η πίστη παραμένει απλό “αίσθημα”, απαλλαγμένο ουσιωδώς απο την γνώση και καταδικασμένο επομένως να είναι μία χρήσιμη και πάνω κάτω μία ευτυχής ψευδαίσθηση!
Είναι γνωστό ότι ο Hume ξύπνησε τον Κάντ απο τον δογματικό του ύπνο, οδηγώντας τον στην κριτική συνειδητοποίηση τής διακρίσεως ανάμεσα στην “τυπική συνάφεια των εννοιών” και την “πραγματική σύσταση των πραγμάτων”. Ο Κάντ φτάνει-λόγω της επιστημονικής του αισιοδοξίας-στους αντίποδες του Hume : βεβαιότητα τής επιστήμης στην σφαίρα των φαινομένων (η καθαρή νόηση) για να θεμελιώσει τα αντικείμενα τής “δυνατής εμπειρίας”, βεβαιότης της πίστεως στην πραγματική καθαυτή σφαίρα και ιδιαιτέρως γύρω απο τον Θεό, την ελευθερία και την αθανασία (την σφαίρα της πρακτικής νοήσεως), έτσι ώστε σ’αυτόν η πίστη λαμβάνει την θέση τής μεταφυσικής τού ορθολογισμού, η οποία προόδευε στις βεβαιότητες τής υπάρξεως διά καθαρών εννοιών. Ο Κάντ θέλησε να επανιδρύσει τοιουτοτρόπως την εσωτερική ισορροπία της ανθρώπινης συνειδήσεως. Παρ’όλα αυτά όμως το ριζικό σχίσμα ανάμεσα στην καθαρή νόηση και την πρακτική νόηση φανέρωνε ότι και ο Κάντ ήταν οικείος με την ορθολογιστική αρχή τής απολυτότητος και της προτεραιότητος των ξεχωριστών σφαιρών της συνειδήσεως πάνω στην ενεργητική ολότητα της συνειδήσεως σαν δομής και χρέους του προσώπου στην κατάστασή του.
Πάντως όμως μπορούμε να αναγνωρίσουμε στον Hume και στον Κάντ την αξία τής συνδέσεως τού προβλήματος τής πίστεως σ’εκείνη την βεβαιότητα τής πραγματικότητος τού Είναι για ένα υπαρκτό, όπως είναι ο άνθρωπος.
ΣΧΟΛΙΟ: Οπως θά δούμε ευκρινέστερα καί στήν συνέχεια ο Υπαρξισμός γεννήθηκε από τήν απώλεια τής αληθινής πίστης καί όχι σάν συνέπεια τής αληθινής πίστης όπως ισχυρίζονται οι νεοορθόδοξοι Γιανναράς καί Ζηζιούλας. Μεταγράφοντας τήν αλήθεια τής πίστεως τών Πατέρων μας, από τήν πρώτη αλήθεια, στήν δεύτερη σύνθετη, ανθρωπολογική, αλήθεια, όπως μάς τό φωτίζει καί ο Κάλλιστος Καταφυγιώτης.
“Ένα λοιπόν και μόνο είναι εκ φύσεως απλό, η πρώτη αλήθεια. Ύστερα από αυτήν είναι, για τους σύνθετους εμάς, η σύνθετη αλήθεια. Και αυτό είναι ο έσχατος και άριστος στόχος του νου μας, προς τον οποίο σπεύδει κάθε πολιτεία και άσκηση εκείνων που επιδιώκουν τον πνευματικό σκοπό, πώς να δει γυμνός ο νους, όσο είναι δυνατό, και να απολαύσει τη λαμπηδόνα που προέρχεται από την πρώτη και μόνη αλήθεια και από τη σύνθετη με τρόπο θαυμαστό.”
Φτάνοντας στήν ύβρι τού δευτέρου Θεού, τού Χριστού, καί στήν παράνοια πού εξέφρασε ο Ξυδιάς: Διότι ακόμα και σε μια κατάσταση πνευματικής «αρπαγής» του ανθρώπου από τον Θεό – αλλοίωσης της ανθρώπινης ερωτικής ορμής και μετατροπής της σε θεία – ακόμα και στην περίπτωση αυτή, ο άνθρωπος παραμένει ολόκληρος, μαζί με την ψυχολογία του. Επομένως ο «θείος» έρωτας για τον οποίο μιλούν οι ασκητές δεν είναι τίποτα άλλο από ανθρώπινος έρωτας στην κατάσταση της ένωσης του ανθρώπου με τον Θεό· στην κατάσταση της ενχριστώσεως, όπου η ανθρώπινη φύση εναρμονίζεται κατά Χάριν πλήρως και ολοκληρωτικά με τη θεία.(!;;;)
Στίς υποστάσεις σάν σχέσεις,στήν αντικατάσταση τού ΝΟΥ μέ τό υποκείμενο καί στό Πρόσωπο, τήν αποκατάσταση τού κατ’ εικόνα, σάν τό τέλος τής σωτηρίας. Συνεργαζόμενοι μέ τήν ΙΙ Βατικάνειο σύνοδο, η οποία μέ τήν αρωγή τής Ρωσικής θεολογίας τής διασποράς, έβαλε σάν στόχο της τήν αντικατάσταση τού Αριστοτέλη, σύμφωνα μέ τήν ερμηνεία τού Ακινάτη, μέ τόν Χάιντεγκερ.
Αμέθυστος.
Αναρτήθηκε από amethystos στις 1:51:00 μ.μ.