Η Αποτείχιση από τους Οικουμενιστές επείγουσα υπόθεση προβλεπόμενη από τους Αγίους Πατέρες

 

Στο διαδίκτυο τελευταία δημοσιεύτηκαν κείμενα με θέμα το παραθεωρημένο μέτρο της Αποτείχισης και Διακοπής της μνημονεύσεως του αιρετίζοντος Επισκόπου, της αποφυγής δηλαδή κάθε «κοινωνίας» με αυτόν. Μερικά από τα άρθρα και σχόλια ήσαν θετικά. Υπενθύμιζαν ότι η Αποτείχιση είναι ένα από τα μέτρα που συνιστούν Πατέρες και Ιεροί Κανόνες ως αντίδραση στην αιρετική οικουμενιστική λαίλαπα, που συνεχώς επεκτείνεται και ναρκώνει τα ορθόδοξα αντανακλαστικά. Τα περισσότερα, όμως, κείμενα ήσαν αρνητικά για το μέτρο της Αποτείχισης.
Στα αρνητικά κείμενα, υποστηρίχτηκαν απόψεις όπως: α) πως όσοι προχωρήσουν στην Αποτείχιση, πρέπει να έχουν την αγιότητα των Πατέρων, β) πως μόνο οι «στρατηγοί», δηλ. οι Επίσκοποι, το Άγιο Όρος, οι ιερωμένοι, όχι όμως λαϊκοί μπορούν να ξεκινήσουν και εφαρμόσουν το μέτρο της Αποτείχισης, γ) δεν είναι τώρα καιρός για αποτείχιση.
Για το θέμα αυτό επεχείρησα κάτι να γράψω. Βγήκε ένα εκτεταμένο κείμενο. Δεν θέλησα, όμως, να το συντομεύσω, αφού θα το διαβάσουν μόνο εκείνοι που ενδιαφέρονται για το θέμα.
Ξεκινώ από την πρώτη αποπροσανατολιστική άποψη, ότι όσοι προχωρήσουν στην Αποτείχιση, πρέπει να έχουν την αγιότητα των Πατέρων.
Με βάση την πρακτική της Εκκλησίας και την διδασκαλία των Πατέρων, αυτή η άποψη δεν ευσταθεί, ιδίως μάλιστα σε καιρό εκδηλούμενης αιρέσεως, όπως σήμερα είναι ο Οικουμενισμός. Τότε όλοι οι πιστοί, χωρίς διακρίσεις ιερωμένων και λαϊκών, ή αγίων και μη αγίων (άλλωστε όλοι οι αγωνιζόμενοι χριστιανοί ονομάζονται άγιοι), και με όλα τα διαθέσιμα μέσα και μέτρα που η ορθόδοξη Παράδοση μας έχει οπλίσει, πολεμάμε την αίρεση. Γιατί, αλήθεια, να διαχωρίζουμε τα μέσα της Εκκλησίας εναντίον της αιρέσεως για αγίους και μη αγίους; Δηλαδή, εκείνοι που γράφουν βιβλία ή άρθρα σε περιοδικά, σχολιάζουν σε ιστοσελίδες, ελέγχοντας έτσι αιρετίζοντες Επισκόπους και Πατριάρχες και αγωνιζόμενοι εναντίον της αιρέσεως, γι’ αυτούς δεν απαιτείται η αγιότητα, ενώ για εκείνους που ομιλούν και σκέφτονται ή προχωρούν στο μέτρο της Αποτειχίσεως, απαιτείται να έχουν πιστοποιητικό αγιότητος; Δεν φτάνει ότι αγωνίζονται κατά δύναμη και ακολουθούν τους Ι. Κανόνες και τους Πατέρες;
Θα μπορούσαμε εδώ, όσοι μιλάμε για Αποτείχιση, να κάνουμε μια
αυτονόητη δήλωση: εμείς, (ή μάλλον ο γράφων, δεν ασχολούμαι με το θέμα, επειδή έχω την αγιότητα των Πατέρων ούτε στο νυχάκι τους, αλλά ως μέλος της Εκκλησίας ακολουθών τη διδασκαλία τους∙ Το θέμα, λοιπόν, είναι να διαπιστώσουμε, τι είναι θεσμοθετημένο από Οικουμενική Σύνοδο και την πρακτική των Πατέρων για την Αποτείχιση. Χρειάζεται μεγάλη προσοχή, να μη προσθέτουμε στους Ι. Κανόνες λόγια και προϋποθέσεις που οι ίδιοι δεν περιλαμβάνουν ή αντίθετα να αφαιρούμε άλλα. Να μην επικαλούμεθα για την υποστήριξη των θέσεών μας σύγχρονες πνευματικές μορφές, όπως των π. Ιουστίνου Πόποβιτς, π. Επιφάνιου Θεοδωρόπουλου, π. Αυγουστίνου Καντιώτη, ή του π. Θεόδωρου Ζήση και π. Γεωργίου Μεταλληνού που ηγούνται του αντι-Οικουμενιστικού, παρερμηνεύοντας ή απολυτοποιώντας τις θέσεις τους.
Ειδικά ως προς τον π. Θεόδωρο έχω την γνώμη, ότι δεν έχει γράψει για την Αποτείχιση, με τις προδιαγραφές, που κάποιοι από τους παραπάνω σχολιαστές-αρθρογράφους παρουσιάζουν, αφού π.χ. ήταν εκείνος, που από το 2001 αναφέρεται στην επικαιρότητα του θέματος της διακοπής μνημοσύνου και αποτείχισης, με θεολογικά κατοχυρωμένο λόγο ως μελετητής και γνώστης των Πατερικών θέσεων. Κοντά του –και από τα κείμενά του– γνωρίσαμε περισσότερα πράγματα για το θέμα και όλα αυτά έγιναν αφορμή να ανατρέξουμε στους Πατέρες και εκεί να ξεκαθαρίσουμε, να συμπληρώσουμε και να πειστούμε ότι, όσα αυτός και οι άλλοι θεολόγοι έλεγαν, συμφωνούσαν πλήρως με την Πατερική διδασκαλία.
Έπειτα, θα μπορούσε να ερωτήσει κανείς: αυτοί που αποκαλούνται στρατηγοί-Επίσκοποι, έχουν όλοι τα εχέγγυα της αγιότητος και της ορθής εκπροσωπήσεως της Πίστεως (είναι δηλαδή καταμετρημένη η αγιότητά τους) ή μήπως κάποιοι απ’ αυτούς, ως στρατηγοί, που υπέγραψαν και την «Ομολογία Πίστεως», υποδέχονται και κολακεύουν, στις συχνές εδώ παρουσίες του, τον αιρεσιάρχη Πατριάρχη Βαρθολομαίο και άρα έχουν φιλικές σχέσεις με αυτόν, τον οποίο πρέπει ελέγξουν για την κακόδοξη διδασκαλία του;
Οι Επίσκοποι–Στρατηγοί, σε καιρό αιρέσεως, αποδεικνύουν ότι είναι στρατηγοί πράγματι, αν μπουν μπροστάρηδες στον αγώνα, αν ακολουθούν την Παράδοση των Πατέρων, αν εκπροσωπούν ορθόδοξα την Πίστη. Εκεί θα φανεί, αν η «αγιότητά» τους, που την ευλαβούνται οι πιστοί, είναι αυθεντική και όχι «καταμετρημένη» με ανθρώπινα κριτήρια.
Δεν μπορούμε, έπειτα, να τα περιμένουμε όλα από τους στρατηγούς. Στην ιστορία της Εκκλησίας έχουμε και μοναχούς ή και απλούς λαϊκούς που δραστηριοποιούνται προς υπεράσπιση της Πίστεως παράλληλα ή και ανεξάρτητα με στρατηγούς, όταν βέβαια, οι λαϊκοί είναι κατά πάντα σύμφρονοι με τους όντως στρατηγούς- Αγίους, Πατέρες, Μάρτυρες, Ομολογητές και υπακούουν στη διδασκαλία τους και στις συμβουλές τους. Κι αν δεν υπάρχουν στρατηγοί, υπάρχει η Υπέρμαχος Στρατηγός Παναγία και ο Αρχιστράτηγος Κύριος, που καθοδηγεί τον αγώνα.
Στις παραπάνω εκτιμήσεις ή και αιτιάσεις των διαφόρων αρθρογράφων και σχολιαστών δεν απάντησα αμέσως (παρόλο που ανεφέροντο σε κείμενά μου), περιμένοντας να δω, ποια νέα Πατερικά επιχειρήματα θα μας παρουσίαζαν, αφού ως ελλιπείς άνθρωποι, παρόλο που έχουμε σχηματίσει την βεβαιότητα –μελετώντας τα κείμενα των Πατέρων– ότι αυτή είναι η ενδεδειγμένη κίνηση, μπορεί να σφάλουμε, αλλά και να μη έχουμε σφαιρική-ολική γνώση του θέματος. Γι’ αυτό περίμενα την επιβεβαίωση ή την απόρριψη του συμπεράσματος περί Αποτειχίσεως και από άλλους πνευματικούς Πατέρες ή την βοήθεια από επιστημονικώς ενδιατρίψαντες επί του θέματος. Όμως, καμία διάψευση δεν είδα, καμιά κατοχυρωμένη αντίθετη Πατερική θέση, κανείς πνευματικός δεν θέλησε να βάλει επώνυμα τον δάκτυλο «επί τον τύπον των ήλων» και ως ποιμήν να διαφωτίσει για το σπουδαίο και επείγον αυτό θέμα.
Μέχρι τώρα, κάποιες από τις απόψεις που διατυπώνονταν στο διαδίκτυο, έφτασαν σε επίπεδο τρομοκρατίας του τύπου: όσοι σκέπτονται την αποτείχιση απεργάζονται το σχίσμα ή κινούνται από το διάβολο! (Νύξεις για το θέμα έκανε ο π. Θεόδωρος Ζήσης, αλλά περί αυτού κατωτέρω).
Αυτό όμως, το επιχείρημα εναντίον της αποτείχισης –που επαναλαμβάνω είναι μια ορθόδοξη και προβλεπόμενη, αλλά και εφαρμοσθείσα από τους Πατέρες πρακτική–, πόσο απέχει από βλασφημία κατά των αγίων Πατέρων που συνέταξαν εν Αγίω Πνεύματι τους Ι. Κανόνες, χωρίς να ομιλήσουν περί στρατηγών και οι οποίοι, κυρίως, προέτρεπαν την άμεση παύση της επικοινωνίας άμα τη εκδηλώσει της αιρέσεως; Και αν οι Πατέρες διδάσκουν την άμεση διακοπή της μνημονεύσεως, πώς συνεχίζουν κάποιοι να υποστηρίζουν ότι δεν είναι καιρός για αποτείχιση, ακόμα και σήμερα που η αίρεση του Οικουμενισμού κοντεύει «να τα ‘κατοστήσει» και εμφανίζεται ναρκισσευόμενη, περιπαίζουσα και καρκινωδώς εξαπλούμενη;
Στο σημείο αυτό να παρατηρήσω (σύμφωνα μ’ αυτά που κατάλαβα), πως δεν λαμβάνονται υπόψη όλες οι παραμέτροι των Πατερικών θέσεων και ως εκ τούτου:
Ι) Θεωρείται η Αποτείχιση ως αφετηρία σχίσματος και εκφράζεται η άποψη ότι δεν είναι τώρα ο «σωστός» χρόνος. Τέτοια, όμως, προβληματική δεν συναντούμε στους Αγίους Πατέρες. Το αρχικό βήμα, είναι η εξέταση με μεγάλη προσοχή, αν υπάρχει αίρεση. Αν πράγματι υπάρχει αίρεση, τότε, οι Πατέρες είναι απόλυτοι ως προς το χρόνο πραγματώσεως της Αποτείχισης: αφού εμφανισθεί, κηρυχθεί και διαπιστωθεί η αιρετική διδασκαλία και, παρά τον έλεγχο και την προσπάθεια να αποστούν από τις αιρετικές διδασκαλίες ή πρακτικές οι καινοτομούντες Επίσκοποι, αυτοί επιμένουν και αυξάνουν τις αιρετικές διδασκαλίες και πρακτικές, αμέσως οι πιστοί πρέπει να απομακρύνονται από τους αιρετίζοντες, χωρίς σχεδιασμούς επί χάρτου, υπολογισμούς και χρονοδιαγράμματα. Βέβαια, το άριστο θα ήταν, μπροστάρηδες στον αγώνα αυτό να είναι οι Επίσκοποι, οι ιερείς, οι μοναχοί. Όταν όμως αυτοί, λόγω συνθηκών, διστάζουν, αναβάλλουν, φοβούνται, τότε ο πιστός, ίνα σώσει την εαυτού ψυχή (ακολουθών τις συμβουλές των Αγίων) απομακρύνεται από τους αιρετίζοντες, και δεν αποκλείεται με τη στάση του αυτή, να βοηθήσει και κάποιους άλλους να προβληματιστούν, αφήνοντας τη συνέχεια στα χέρια του Θεού.
Στην παρούσα φάση, ελάχιστους ιερείς, μοναχούς και οι λαϊκούς γνωρίζω που έχουν προχωρήσει σε διακοπή μνημοσύνου και αποτείχιση. (Δύο από τις περιπτώσεις αυτές, που καταγράφει σε άρθρο του ο π. Θεόδωρος Ζήσης, παραθέτω παρακάτω).
Αν ομιλούμε, λοιπόν, περί του «σωστού χρόνου» της αποτείχισης–διακοπής μνημοσύνου, τούτο μπορεί να νοηθεί ως εξής:
α) εκδηλώνεται αμέσως μόλις γίνει φανερή η αιρετική καινοτομία∙
β) μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, μέσα στο οποίο οι Πατέρες κάνουν προσπάθεια να πεισθεί ο αιρετίζων ότι, όσα κηρύττει, αποτελούν καινοτομίες («οικονομία»), αυτός όμως επιμένει∙
γ) ο χρόνος μέσα στον οποίο ο καθένας προσωπικά θα συνειδητοποιήσει το αυτονόητο: την κρυπτόμενη αίρεση και θα αντιδράσει Πατερικά. Και οι άγιοι, νομίζω, δεν είναι απόλυτοι σε τέτοια θέματα συνειδήσεως, όσον αφορά τους άλλους, αφού γνωρίζουν την αγνωσία, την ανθρώπινη αδυναμία και σέβονται την ελευθερία του κάθε ανθρώπου. Γι’ αυτό, διατυπώνουν την ορθόδοξη διδασκαλία, μας παραδειγματίζουν με τις πράξεις τους, εφαρμόζοντες αυτοί πρώτοι όσα διδάσκουν και αφήνουν περιθώρια ελευθερίας στους πιστούς ως προς τον χρόνο.
Άρα ο «σωστός» χρόνος, μόνο υπ’ αυτήν την έννοια μπορεί ορθόδοξα να ειδωθεί. Κι αν η τοποθέτηση αυτή δεν είναι επαρκώς κατοχυρωμένη ή είναι λανθασμένη, ας αναλάβουν οι μελετητές και βιώνοντες την Πατερική διδασκαλία θεολόγοι και κληρικοί να την συμπληρώσουν ή να μας υποδείξουν την ακριβή Πατερική διδασκαλία.
Εδώ να επισημάνω, ότι με αφορμή την συζήτηση που άνοιξε περί Αποτειχίσεως, συσπειρώθηκαν κυρίως, οι του Παλαιού Ημερολογίου, θεωρώντας κατάλληλη την ευκαιρία που τους δόθηκε, ώστε να πολλαπλασιάσουν τα σχόλια περί αποτειχίσεως με τις δικές τους προδιαγραφές. Ως εκ τούτου, ουσιαστικά ταυτιστήκαμε στα μάτια των πολλών, όλοι εμείς που σκεπτόμαστε και προβληματιζόμαστε περί αποτειχίσεως, αλλά είμαστε μέλη της εν Ελλάδι Ορθόδοξης Εκκλησίας, με αυτούς που έχουν ήδη προχωρήσει σε σχίσμα, αφού ανήκουν σε σχισματικές παρατάξεις του Παλαιού Ημερολογίου, που η κάθε μια, θεωρεί εαυτήν ως την ΜΙΑ Εκκλησία, εμάς δε ως σχισματικούς, ή αιρετίζοντες, ή ως αιρετικούς και μη έχοντας μυστήρια.
Εμείς αγωνιζόμαστε μέσα στην Εκκλησία, την κιβωτό της σωτηρίας, για να ανατρέψουμε την αίρεση του Οικουμενισμού, που συνεχώς κατακτά έδαφος∙ να ενημερώσουμε τους πιστούς, όσους –κι αυτοί είναι οι περισσότεροι– δεν έχουν καταλάβει την σοβαρότητα της καταστάσεως και την ανάγκη για άμεση αντίδραση∙ να εκθέσουμε την άποψη των Πατέρων (εμείς που όψιμα το καταλάβαμε), ότι έπρεπε να είχαμε αντιδράσει ήδη προ πολλού, αλλά η παναίρεση του Οικουμενισμού, –που είναι η περισσότερο ύπουλη και ανέντιμη από όλες τις αιρέσεις του παρελθόντος, σε συνδυασμό με την εκκοσμίκευση και την αποστασία της εποχής μας (αποστασία κυρίως των χριστιανών)– έχει καταφέρει να αμβλύνει τα αισθητήρια και να ναρκώσει τα αντανακλαστικά ακόμα και των ποιμένων και των διδασκάλων.
Έτσι, αντί οι –ορθοδοξούντες ακόμα– ποιμένες να μας κατευθύνουν για μια συνετή, αλλά δυναμική αντίσταση κατά του Οικουμενισμού, με τα μέσα που έχουν προβλέψει οι Ιεροί Κανόνες της Εκκλησίας μας και έχουν εφαρμόσει οι Άγιοι Πατέρες (και το μέσο της Διακοπής Μνημοσύνου που εφάρμοσαν πρόσφατα –τη δεκαετία του 1970, όταν ακόμα ο Οικουμενισμός βρισκόταν σε σπαργανώδη μορφή– σύγχρονες πατερικές μορφές), οι ποιμένες μας άλλα κάνουν. Οι σύγχρονοι δηλ. πνευματικοί, μας συμβουλεύουν και προτείνουν υπακοή στους αιρετίζοντες Επισκόπους ή διεξάγουν (και εμείς μαζί τους) ένα πόλεμο ομιλιών, ανακοινώσεων και διαμαρτυριών, που όσο κι αν στενοχωρεί τους Οικουμενιστές και έχει κάποια φανερά αποτελέσματα, δεν ανατρέπει τα σχέδιά τους. Δηλαδή, προτείνουν μια τακτική, που στην πράξη φάνηκε πως συντελεί στην περαιτέρω αδρανοποίηση και των εναπομεινάντων ιχνών αντίδρασης των πιστών, οι οποίοι εφησυχάζουν και δεν προβάλλουν ουδεμία σοβαρή αντίδραση∙ ή (το χειρότερο) πείθονται οι πιστοί από τους αγωνιζόμενους εναντίον του Οικουμενισμού Πατέρες, ότι μπορούμε να περιμένουμε ακόμα: «μη δίνετε σημασία και ακούτε κάποιους φανατικούς».
Και αφήνεται έτσι η αίρεση (που ξεπερνάει –ως δολία και πολυμήχανος– εύκολα τέτοιου είδους διαμαρτυρίες) να καλπάζει και να επεκτείνεται ανέτως! Αν φτάσουμε στο «κοινό ποτήριο» λένε, (π.χ. ο αγωνιστής κατά τα άλλα Μητροπολίτης Πειραιώς, που είναι ένας από τους Επισκόπους που υπέγραψαν την «Ομολογία»), τότε θα αντιδράσουμε. Μα όχι τότε, αλλ΄ ήδη τώρα είναι αργά, αφού –ως γνωστόν– έχουν γίνει και κρυφά γίνονται «διακοινωνίες», αλλά οι οικουμενιστές αυτό το αφήνουν τελευταίο∙ βλέπουν τις χλιαρές αντιδράσεις μας, μετρούν την αντίστασή μας, βλέπουν ότι ο λαός συνεχώς εξοικειώνεται με την αίρεση.
Μια κακοδαιμονία του αγώνος μας (όπως νομίζω) είναι και το γεγονός ότι δεν μας έχει απασχολήσει, νομίζω, σοβαρά –ή μάλλον κατά προτεραιότητα– το θέμα της ενότητος σε τόσο κρίσιμα θέματα Πίστεως. Ενότητος, όχι πρωτίστως μεταξύ μας, όσο με τους «προαπελθόντας Πατέρας, αγίους, μάρτυρας, ομολογητές». Γιατί μόνο τότε και η μεταξύ μας ενότητα θα είναι έγκυρη και επιτεύξιμη, όταν είμαστε ενωμένοι με τη διαχρονική Εκκλησία κι όχι με τους σημερινούς εκπροσώπους της, που όμως αθετούν την Παράδοση των αγίων.
Γράφει ο απόστολος Παύλος: αφού πιστεύουμε σε ένα «Κύριο» και έχουμε «μίαν Πίστιν» και «εν Βάπτισμα» πρέπει να έχουμε όλοι το ίδιο φρόνημα: «ίνα το αυτό λέγητε πάντες, και μη η εν υμίν σχίσματα, ήτε δε κατηρτισμένοι εν τω αυτώ νοΐ και τη αυτή γνώμη». Αν είναι, λοιπόν, αυτή η επιδίωξή μας, να έχουμε το αυτό πνεύμα και την ίδια πρακτική ως προς τις αιρέσεις και τους αιρετικούς ψευδεπισκόπους με την διαχρονική Εκκλησία, πώς θα αγνοήσουμε το παράδειγμά τους, την διδασκαλία τους και τις προτροπές τους, αυτό που εκείνοι εφάρμοσαν σε καιρό αιρέσεως; Πώς είναι δυνατόν να κάνουμε υπολογισμούς (οι υπολογισμοί είναι για τους μισθοφόρους, έλεγε ο ιερός Χρυσόστομος), να καταμετρούμε τις δυνάμεις μας (αν είμαστε πολλοί ή λίγοι) και να μην εμπιστευόμαστε την Χάρη του Θεού;
Και ποια είναι η ομόφωνη στάση των Αγίων Πατέρων απέναντι στους αιρετικούς Επισκόπους; Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος γράφει, πως πρέπει αμέσως να απομακρυνόμαστε και να μη έχουμε κοινωνία με τον πονηρό-αιρετικό Επίσκοπο: «Πώς ουν Παύλος φησίν, πείθεσθαι τοις ηγουμένοις υμών και υπείκετε; Ανωτέρω ειπών, ων αναθεωρούντες την έκβασιν της αναστροφής, τότε είπε πείθεσθε τοις ηγουμένοις υμών και υπείκετε. Τι ουν, φησίν, όταν πονηρός η και μη πειθόμεθα; Πονηρός πώς λέγεις; ει μεν περί πίστεως φεύγε και παραίτησαι, μη μόνον αν άνθρωπος η, αλλά καν άγγελος εξ ουρανού κατιών».
Ο άγιος Θεόδωρος Στουδίτης, ακολουθώντας το Μ. Αθανάσιο, απαγορεύει την «κοινωνία» όχι μόνο με αιρετικούς, αλλά και με εκείνους που επικοινωνούν με αιρετικούς. Λέγει: «του τε Αγίου Αθανασίου προστάσσοντος μηδεμίαν κοινωνίαν έχειν ημάς προς τους αιρετικούς, αλλά μην μηδέ προς τους κοινωνούντας μετά των ασεβών» αιρετικών. Και σε άλλο σημείο γράφει ότι απαγορεύεται αυστηρά η επικοινωνία με αιρετικούς· απαγορεύεται ακόμα και να συντρώγομε μαζί τους: «…όπως φεύγη την αίρεσιν, ήγουν τους αιρετικούς, του μήτε κοινωνείν αυτοίς μήτε αναφέρειν εν τη ευαγεστάτη αυτής μονή επί της θείας λειτουργίας· ότι μέγισται απειλαί κείνται παρά των αγίων εκφωνηθείσαι τοις συγκαταβαίνουσιν αυτοίς μέχρι και εστιάσεως».
Θα παραθέσω εδώ, ως έμπρακτο παράδειγμα «παραίτησης» (από Επίσκοπο, που άρχισε να διδάσκει «αλλότρια» της Πίστεως δόγματα), τη στάση του λαού απέναντι στην καινοφανή αίρεση του Νεστορίου. Τὸ 428 έγινε Πατριάρχης Κων/πόλεως ὁ Νεστόριος και άρχισε να διαδίδει τις αιρετικές του ιδέες. Αμέσως τότε (και όχι μετά από δεκάδες χρόνια) αντέδρασε το σώμα της Εκκλησίας και άρχισαν ταραχές στην Κωνσταντινούπολη. Ιερείς «σταμάτησαν να έχουν εκκλησιαστική κοινωνία μαζί του, εφόσον είχε τέτοια φρονήματα. Για τον ίδιο λόγο και μερικοί άλλοι αποφεύγουν κρυφά την εκκλησιαστική κοινωνία» με το Νεστόριο και, γενικά, ο ορθόδοξος λαός και τα μοναστήρια αντέδρασαν εντόνως με το να βγαίνουν από τους ναούς, όταν μνημονευόταν το όνομά του κραυγάζοντας· «βασιλέα έχομεν, επίσκοπον ουκ έχομεν», γιατί δεν ήθελαν να έχουν πια κοινωνία μαζί του «δεδιότες μη αδικηθώσιν εις πίστιν».
Άξιο αναφοράς είναι και το εξής γεγονός: ενώ ο Νεστόριος ήταν στο θρόνο της εν Κων/πόλει Εκκλησίας, έβαλε κάποιον Επίσκοπο, τον Δωρόθεο, να διδάξει τις αιρετικές θέσεις του. Τότε ένας εκ των πρώτων που αντέδρασαν κατά του αιρετικού Πατριάρχου Νεστορίου, ήταν ο λαϊκός Ευσέβιος (το 429 μ.Χ.), ο οποίος φωνάζοντας εντόνως εντός της Εκκλησίας αντέκρουσε τον Νεστόριο και μετά τοιχοκόλλησε στο Ναό της Αγίας Σοφίας γραπτό λίβελλο με την παρακίνηση να διαδοθεί σε Επισκόπους, ιερείς και λαϊκούς «προς έλεγχο του αιρετικού Νεστορίου».
Επίσης, ο άγιος Υπάτιος που έπαυσε να μνημονεύει τον Νεστόριο, απολογούμενος στον ευλαβή Επίσκοπό του Ευλάλιο που τον ρώτησε: «Γιατί έπαυσες να τον μνημονεύεις, πριν δης τι θα γίνει;», απάντησε: «Εγώ, αφού έμαθα ότι μιλά άσχημα για τον Κύριό μου, “ου κοινωνώ αυτώ”, ούτε αναφέρω το όνομα αυτού… “ουκ έστιν επίσκοπος”».
Και ενώ μοναστήρια και λαός της Κωνσταντινουπόλεως είχαν διακόψει την κοινωνία με τον Νεστόριο, ο Άγιος Κύριλλος, αφ’ ενός μεν στέλνει ενημερωτική της καταστάσεως επιστολή στον Ρώμης Κελεστίνο και τον ερωτά για την διακοπή επικοινωνίας με τον Νεστόριο, αφ’ ετέρου δε στέλνει επιστολή στους μοναχούς της Κων/πόλεως, δια της οποίας τους εξηγεί, πως ο ίδιος δεν διέκοψε ακόμα την κοινωνία με τον Νεστόριο, ελπίζοντας στην μετάνοιά του. Τους ενθαρρύνει δε «να απόσχουν από την κοινωνία με τον Νεστόριο, αν αυτός δεν μετανοήσει· εκείνους που αυτός (ο Νεστόριος) είχε αποκόψει από την κοινωνία μαζί του, ο Άγιος Κύριλλος τους θεωρούσε ως κανονικώς ευρισκομένους σε κοινωνία με την Εκκλησία. Γράφει ο Άγιος: Εμείς κοινωνούμε με τους κληρικούς ή λαϊκούς οι οποίοι χάριν της ορθής Πίστεως χωρίσθηκαν ή καθαιρέθηκαν από αυτόν» (τον Νεστόριο).
Το ίδιο πνεύμα και την ίδια αντίδραση βλέπουμε και σε άλλες εποχές της εκκλησιαστικής ιστορίας. Π.χ., ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, στέλνει απαντητική επιστολή σε μια λαϊκή χριστιανή, την σπαθαρία Μαχαρά, η οποία του έγραψε ότι επί πολλά χρόνια σπανίως μετελάμβανε. Ο Όσιος της απαντά ότι αν η αιτία που δεν μεταλαμβάνει οφείλεται στην ύπαρξη της αιρέσεως των μοιχειανών, τότε είναι αναγκαίο να μη μεταλαμβάνει από αιρετίζοντες. Διότι το να μεταλάβει από αιρετικό ή δημοσίως διαβεβλημένο ιερέα ή Επίσκοπο την αποξενώνει από το Θεό και την συγκαταριθμεί με τον διάβολο. Σε καιρό, λοιπόν, αιρέσεων, «οι οποίες μάλιστα δραστηριοποιούνται μέσα στην Εκκλησία», πρέπει να απομακρυνόμαστε από τους αιρετίζοντας, αφού τα «μυστήρια μολύνονται με μόνη τη μνημόνευσι του αιρετικού Επισκόπου, έστω και αν είναι καθ’ όλα ορθόδοξος ο ιερεύς ο οποίος τελεί την Λειτουργία».
Σε άλλη μικρή επιστολή του ο όσιος προς Κωνσταντίνο, αναφέρει ότι «η φύλαξις της πίστεως σημαίνει απομάκρυνσι από την επικοινωνία με τους αιρετικούς και ειδικά από τα μυστήριά των. Αυτό φαίνεται, ότι το θεωρεί ο όσιος βασικώτατο στοιχείο του κάθε χριστιανού σε καιρό αιρέσεως και γι’ αυτό σε πάρα πολλές επιστολές του επαινεί τους λαϊκούς χριστιανούς δια την απομάκρυνσί των από την επικοινωνία με τους αιρετικούς και από τα μυστήριά των». Εν συνεχεία ευχαριστεί τον Θεό, διότι και οι λαϊκοί, παρόμοια με τους μοναχούς, αγωνίζονται να αποφύγουν την επικοινωνία με την αίρεσι. «Η αίρεσις αναφέρει ότι είναι ένας βόθρος και μία παγίδα του διαβόλου, η δε κοινωνία των αιρετικών αποχωρίζει αυτόν τον οποίο την δέχεται από τον Χριστό και τον τοποθετεί εκτός της Εκκλησίας». Άρα, κατά τον Άγιο, την Εκκλησία δεν την αποτελούν οι αιρετίζοντες, έστω κι αν είναι Επίσκοποι και Πατριάρχες.
Θα αναφέρω μερικά, ακόμα, μικρά αποσπάσματα των επιστολών του Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου προς λαϊκούς. Γράφει τω «Σεργίω υπάτω και εξαδέλφω»: «οίδεν ημίν ο αγαθός Θεός και δια των εναντίων και θλιπτικών οικονομείν τα συμφέροντα, μετά δε πάντα έργον το φυγείν την κοινωνίαν της χριστομάχου αιρέσεως, ής η μέθεξις μελαίνει την ψυχήν και απόλλυσιν». Απευθυνόμενος προς λαϊκόν, τω «Πολιτιανώ δομεστίκω», ο Άγιος Θεόδωρος γράφει: «…ως μανθάνω φυλάττεις εαυτόν εκ της κοινωνίας των ανόμων» αιρετικών. Και «Μόσχω λαϊκώ» εύχεται: «φυλαχθείης μοι ασινής κατά σώματος υγίειαν και γε κατά ψυχήν εξ ακοινωνησίας των χρηστομάχων αιρετικών». Και προς άλλον λαϊκό: «Διό παρακαλώ σου την θεοφιλίαν φυλάττεσθαι της αθέου κοινωνίας των αιρετιζόντων… ότι περί ψυχής της αθανάτου το κινδυνευόμενον» (Λέοντι αρωματοπράτη). Και τω «Γεωργίω ξενοδόχω»: «αποχή της κοινωνίας των αιρετιζόντων». Τέλος γράφει προς «Κανονικαίς» και «Πατρικία άλλη»: α) «Διο και αγωνιώμεν εφ ημίν δια την ενεστώσαν ανάγκην της χριστομάχου αιρέσεως∙ φευκτέον γαρ ταύτη, ω μήτερ, εκ παντός τρόπου∙ η γαρ κοινωνία αυτής διΐστησιν ημάς από Χριστού». β) «Διαφυλάξειέν σε Κύριος έως τέλους ακατάγνωστον, αμέτοχον της των αιρετιζόντων θεοχωρίστου κοινωνίας».
Μετά από αυτά, προβληματιζόμενος έντονα για τις αρνητικές για την Αποτείχιση θέσεις κάποιων αρθρογράφων και σχολιαστών, ερωτώ: αφού είναι τόσο ξεκάθαρη η διδασκαλία της Εκκλησίας στο θέμα, μήπως με όσα γράφονται και με το πνεύμα που γράφονται, είναι δυνατόν να ευνοούνται και οι του Παλαιού Ημερολογίου και οι Οικουμενιστές, οι οποίοι βρίσκουν ευκαιρία να παρέμβουν στη συζήτηση; Είναι εμφανές ότι οι παρεμβάσεις των του Παλαιού Ημερολογίου, καθώς ενθαρρύνουν και προτρέπουν προς την διακοπή μνημοσύνου ή την αποτείχιση, αποσκοπούν σε μια αυτοδικαίωση: Να λοιπόν, (σαν να λένε) που εμείς είχαμε δίκιο. Εσείς κάνετε τώρα, αυτό που εμείς έχουμε κάνει δεκαετίες. Και με αυτόν τον τρόπο σκοπεύουν να μας προσαρτήσουν-αφομοιώσουν στις δικές τους αλληλο-υποβλεπόμενες παρατάξεις. Η εντιμότητα επιβάλλει, να γράψουν (και γι’ αυτό προκλήθηκαν πολλές φορές) σε ποια παράταξη-Εκκλησία ανήκουν. Μα δεν το κάνουν. Μας προτρέπουν ή προκαλούν να φύγουμε από την Μία Εκκλησία στην οποία πιστεύουμε, λέγοντάς μας ότι αυτοί είναι η Εκκλησία και εμείς ‒παραμένοντας στην Εκκλησία‒ μολυνόμαστε από τους αιρετίζοντες. Ποια είναι, όμως, απ’ όλες η Εκκλησία και ο Επίσκοπός τους δεν μας λένε. Μας καλούνε δηλαδή να πάρουμε «γουρούνι στο σακί».
Γνωρίζω, πως μ’ αυτά που γράφω, θα γίνω ακόμα περισσότερο δυσάρεστος γι’ αυτούς. Το θέμα, όμως, δεν είναι να αρέσουμε σε ανθρώπους, όσο κι αν αυτό «αρέσει» στην αρρωστημένη φύση μας, αλλά να προσπαθούμε να αρέσουμε (έστω και λίγο) στον Ιησού Χριστό. Προτιμώ, γι’ αυτό να εκφράζω φανερά τις θέσεις στις οποίες κατέληξα δια της μελέτης των Πατέρων, παρά να κρύβομαι πίσω από αμφίσημες λέξεις. Να θυμίσω, όμως, ότι σε πολλές περιόδους της εκκλησιαστικής ιστορίας, συνυπήρχαν οι αγωνιζόμενοι εναντίον της αιρέσεως με όλους εκείνους που αγνοούσαν, αδιαφορούσαν, αδρανούσαν, ήσαν επαμφοτερίζοντες, ασθενείς στην πίστη ή και φίλοι των αιρετικών. Πάντα όμως νικούσε η ορθή δόξα, η Αλήθεια του Χριστού, η ΜΙΑ Εκκλησία, που διεσώζετο στα πρόσωπα των ορθώς φρονούντων, που διέκοπταν την κοινωνία τους αιρετίζοντες, χωρίς βέβαια να δημιουργήσουν δικό τους θυσιαστήριο και δική τους Εκκλησία.
Το λάθος στο χώρο του Παλαιού Ημερολογίου άρχισε, όταν ο αγώνα τους επικεντρώθηκε στις 13 ημέρες, με αποτέλεσμα να αποδυναμωθεί και να περάσει σε δεύτερη μοίρα η αιρετική θέση (που σήμερα την βλέπουμε ξεκάθαρα στις συνέπειές της, αλλά τότε ήταν κάτι συγκεχυμένο) περί του χαρακτηρισμού π.χ. των Παπισμού και Προτεσταντισμού ως «αναδενδράδων» (=Εκκλησιών), και ως εκ τούτου της προσεγγίσεως τους διά των Διαλόγων με διαφορετικό τρόπο απ’ αυτόν που διδάσκουν οι Πατέρες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργήθηκε το σχίσμα, παρόλο που έτσι όπως εστιάσθηκε ο αγώνας στο Ημερολόγιο δεν επιτρεπόταν από τους Ι. Κανόνες το σχίσμα. Αντί, λοιπόν, οι αντιληφθέντες την δυναμική της καινοφανούς εισαγωγής να παραμείνουν στην Εκκλησία και να πολεμήσουν όσους την διέδιδαν, εφ’ όσον αποδεικνυόταν καθαρά η δολιότητα της προθέσεώς τους, προτίμησαν να αποσχιστούν. Στο Παλαιοημερολογιτικό σχίσμα, δηλαδή, συναντούμε τον ορισμό του σχίσματος.
Μια τέτοια «Εκκλησία» δημιούργησαν οι του Παλαιού, που εκ των πράξεών της είναι σχισματική, αφού, όπως φαίνεται από την πρακτική των παρατάξεών τους, άλλοι αποδέχονταν τους καθηρημένους κληρικούς του Νέου στην παράταξή τους, άλλοι θεωρούσαν και θεωρούν άκυρα τα μυστήριά μας και αναμυρώνουν όσους αγωνιζομένους εναντίον της αιρέσεως πείθονται να «επιστρέψουν» στην «Εκκλησία» τους, αφού κατ’ αυτούς, αυτοί αποτελούν την Εκκλησία. Ή, άλλες παρατάξεις, αν και θεωρούν ότι είμαστε μολυσμένοι από τον Οικουμενισμό, δέχονταν (ή και δέχονται) να κοινωνούν νεοημερολογίτες στις Εκκλησίες τους.
Κατά τον π. Ευθύμιο Τρικαμηνά: «Η δημιουργία άλλης Συνόδου χωρίς να καταδικασθή η αίρεσις και αποκατασταθή η πίστις αποτελεί σχίσμα και αφετηρία σχισμάτων, διότι η δημιουργία άλλης Συνόδου πρέπει να γίνη με νόμιμο εκκλησιολογικό τρόπο και οπωσδήποτε, αφού προηγουμένως καταργηθή νομίμως η προηγουμένη αιρετική Σύνοδος… Αν όμως μνημονεύσωμε άλλον Επίσκοπο ή Σύνοδο άνευ αντικαταστάσεως των αιρετικών Επισκόπων, δηλαδή ενώ αυτοί ευρίσκονται στις θέσεις των, τότε δημιουργούμε σχίσμα στην Εκκλησία, δηλαδή δημιουργούμε μία άλλη Εκκλησία η οποία δυνατόν να διασώζη την ορθόδοξο πίστι, αλλά όχι την ορθόδοξο εκκλησιολογία».
Κατόπιν τούτων είναι φανερό, αν ενδιαφερόμαστε για την Εκκλησία και όχι για τον οποιουδήποτε βαθμού εγωϊσμό μας, ότι απαιτείται ΜΕΤΑΝΟΙΑ όλων μας: Για τους ακολουθούντες το Παλαιό, επειδή: α) παρόλο που είχαν απόλυτο δίκιο να διαμαρτύρονται για την αντικανονική αλλαγή του Ημερολογίου, (ως απαρχή του Οικουμενισμού), όμως, δημιούργησαν σχίσμα ανάγοντες τις 13 ημέρες σε θέμα Πίστεως και β) επειδή η δημιουργία αυτού του σχίσματος, αποστέρησε την Εκκλησία από χιλιάδες συνειδητούς αγωνιστές εναντίον του Οικουμενισμού και αδρανοποίησε πολλούς του Νέου Ημερολογίου, που ήθελαν να αγωνιστούν περισσότερο δυναμικά, ο φόβος όμως, μήπως κατηγορηθούν ως «παλαιοημερολογίτες», αλλά και ο φόβος του σχίσματος τους εμπόδιζε. Έτσι, ο διάβολος κατάφερε να διαιρεί τους Ορθοδόξους και να βασιλεύει στα πρόσωπα των Οικουμενιστών.
ΜΕΤΑΝΟΙΑ και για όσους παρέμειναν στην Εκκλησία, έστω με την αντικανονική πράξη της αλλαγής του Ημερολογίου, γιατί παρόλο που αντιδρούμε με άρθρα και βιβλία, ποικιλότροπο έλεγχο, διακοπή μνημοσύνου επί Αθηναγόρα κ.λπ., δεν καταφέραμε να ακολουθήσουμε ένα ειλικρινή αγώνα και μια ενιαία γραμμή, αλλά τα μικροσυμφέροντα, οι εξουσιαστικές απαιτήσεις, η εκκοσμίκευση, η δολιότητα της παναιρέσεως του Οικουμενισμού δεν μας άφησαν ούτε να προσεγγίσουμε αξιόπιστα τους ομόδοξους τους Παλαιού Ημερολογίου, ούτε να άρουμε την καχυποψία τους και έτσι να αποτελέσουμε ένα ενιαίο δυναμικό σύνολο, που θα ήλκυε την χάρη του Θεού∙ επίσης, γιατί δεν καταφέραμε να χαράξουμε σταθερή και κατά προτεραιότητα αγωνιστική τακτική κατά του Οικουμενισμού, με αποτέλεσμα σήμερα κάθε ομάδα, αδελφότητα, μοναστήρι, γέροντας, σύλλογος κ.λπ., να έχουν την δική τους γραμμή και να επικρατεί μια φοβερή σύγχυση. Επί πλέον, γιατί με την εν επιγνώσει επικοινωνία μας μετά των Οικουμενιστών, έχουμε ήδη κάποιο μολυσμό.
Επανέρχομαι πάλι στην ανακίνηση του θέματος και την διατήρησή του στην επικαιρότητα, με την επίκληση μάλιστα θέσεων για την διακοπή του μνημοσύνου που διετύπωσε ο π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος πριν μερικές δεκαετίες και ήσαν αντίθετες με την Αποτείχιση τότε. Δεν είμαι σίγουρος, αλλά πιστεύω, ότι ο π. Επιφάνιος δεν θα υποστήριζε και τώρα τις ίδιες θέσεις. Έτσι κι αλλιώς, όμως, και χωρίς να αμφισβητείται η αγιότητα του π. Επιφανίου, η πολύτιμη συγγραφική του προσφορά και οι αγώνες του, μπορούμε να διατυπώσουμε μια διαφοροποιημένη άποψη, σήμερα που τα γεγονότα μας αναγκάζουν να δούμε πιο ευδιάκριτα το πού μας οδηγεί ο Οικουμενισμός. Εξ άλλου στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεχόμαστε μια άποψη, αν εντάσσεται στο πλαίσιο: «συμφωνία των Πατέρων». Και γι’ αυτά τα θέματα ‒εκτός από τον π. Επιφάνιο‒ έχουν μιλήσει και άλλοι Πατέρες και Άγιοι της Εκκλησίας. Πόσο, λοιπόν, συμφωνούν οι συγκεκριμένες θέσεις του π. Επιφανίου (που τις έκανε σε εκείνη τη συγκεκριμένη περίοδο της συγχύσεως και του κινδύνου προσχωρήσεως των πιστών στο σχίσμα του Παλαιού) με την εποχή μας, στην οποία αποκαλύφθηκε εξ ολοκλήρου, το ειδεχθές πρόσωπο του Οικουμενισμού και όλη η δολιότητα της Οικουμενιστικής αιρέσεως;
Δεν είδα στα άρθρα και τα σχόλια διαφόρων υποστηριχτών της θέσεως του π. Επιφάνιου, να μας υποδεικνύονται Πατερικές θέσεις, που να πείθουν ότι, όσα υποστηρίζει, συμφωνούν με την Πατερική Παράδοση, παρά μόνο προσωπικά λογικά συμπεράσματα. Μακάρι να μας υποδειχθούν αυτές οι θέσεις των Πατέρων και να μας πείσουν γι’ αυτό, ώστε ‒αν πεισθούμε‒ να σταματήσουμε να επικαλούμαστε κάτι αντίθετο από την «συμφωνία των Πατέρων». Από την πλευρά μου βεβαιώνω, ότι θα με βοηθήσει αφάνταστα, αφού θα φύγει από πάνω μου όλο το βάρος που αισθάνομαι, αρθρογραφώντας για κάτι που οι πλάτες μου δεν μπορούν να το σηκώσουν, από την άλλη μεριά, όμως, αφού οι συνθήκες με ανάγκασαν να ασχοληθώ και να μελετήσω το θέμα, χωρίς να μου παρουσιάζονται κατοχυρωμένα αντίθετες Πατερικές θέσεις, δεν μπορώ να το αγνοήσω.
Ερωτώ, λοιπόν, και πάλι: όταν καποιος χαρακτηρίζει την διακοπή μνημοσύνου και την αποτείχιση ακόμα και δαιμονική ενέργεια, δεν βλασφημούνται δι’ αυτών των εκφράσεων οι Ιεροί Κανόνες που επιτρέπουν την Αποτείχιση και αφήνουν την ευχέρεια σ’ αυτόν που την επιχειρεί, αρκεί να αποδείξει ότι υπάρχει συγκεκριμένη αίρεση; Βέβαια, είναι δικαιολογημένο ανθρωπίνως να προβληματισθεί κανείς, ως προς το ποιος είναι ο καταλληλότερος χρόνος για Αποτείχιση. Κάποιος πιστεύει πως δεν είναι τώρα ο κατάλληλος χρόνος. Καλώς. Άλλοι, έχουν κάποια άλλη εκτίμηση, που την στηρίζουν στους Αγίους Πατέρες και σε Ι. Κανόνα και θέλουν να κάνουν υπακοή στους Αγίους Πατέρες. Γιατί πρέπει να δεχθούμε μια γνώμη, που κατά την φτωχή αντίληψή μας, νομίζουμε πως δεν συμφωνεί με τις θέσεις των Πατέρων; Καλός είναι ο προβληματισμός που προκαλείται με τη διατύπωση κάποιων σκέψεων. Από κει και πέρα όμως, δεν αποπροσανατολίζονται –κατά κάποιο τρόπο– οι πιστοί που δεν γνωρίζουν την Πατερική διδασκαλία, όταν αυτές οι παρεμβάσεις (τουλάχιστον με όσα αρνητικά ως τώρα έχουν γραφεί για το θέμα της Αποτείχισης) δεν στηρίζονται σε συγκεκριμένες Πατερικές θέσεις, και ως εκ τούτου, δίνουν λανθασμένες κατευθύνσεις σ’ αυτούς που η συνείδησή τους επιτακτικά τους υπαγορεύει κάτι άλλο;
Προχωρούμε, λοιπόν, με δισταγμούς και φόβο και δέος. Και αφού δεν είμαστε Άγιοι και δεν έχουμε, ως εκ τούτου πληροφορία από το Θεό (άραγε και οι άγιοι δεν θεωρούσαν επισφαλή αυτή μια «πληροφορία» από μόνη της, χωρίς να στηρίζεται στην συμφωνία των ήδη Αγίων Πατέρων;), κάνουμε κάτι πιο σίγουρο: μελετήσαμε τους Αγίους Πατέρες και τους Ιερούς Κανόνες και με συνοχή καρδίας προσπαθούμε να εφαρμόσουμε–υπακούσουμε σε αυτούς, που από κοινού, σαν ένας άνθρωπος μας συμβουλεύουν: καμία επικοινωνία με την αίρεση. Κανένας Πατέρας δεν μας είπε: όταν κηρύσσεται αίρεση, εσείς δεν θα διακόπτετε το μνημόσυνο, παρά θα ακολουθείτε τους ηγέτες σας, ή τους πνευματικούς και τους επισκόπους σας, διότι τάχα «αυτοί γαρ αγρυπνούσι υπέρ των ψυχών ημών» κι αυτοί θα δώσουν λόγο για σας. Αντίθετα, μας είπαν να απομακρυνόμαστε από τους αιρετικούς, να μην υπακούουμε σε θεολόγους και Πατέρες ανεξέλεγκτα, όταν πρόκειται για θέματα αιρέσεως, αλλά να εξετάζουμε «την αναστροφή» των σύγχρονων Πατέρων μας, να ελέγχουμε αν κοινωνούν με αιρετικούς, αν αντί ποιμένες, είναι ψευδοποιμένες και, αν διαπιστώσουμε την Ορθοδοξία τους, τότε μόνο να τους ακολουθούμε.
Ανέφερα παραπάνω αρκετά παραδείγματα. Θα παραθέσω και μερικά ακόμα: Ο Μ. Αθανάσιος χαρακτηρίζει επικίνδυνη (και απατηλή) την συμπεριφορά κάποιων Ορθοδόξων, οι οποίοι διαβεβαίωναν ότι δεν αποδέχονται τις αιρετικές θέσεις του Αρείου και υποστήριζαν πως έχουν ορθόδοξο φρόνημα, αλλ’ όμως, επικοινωνούσαν εκκλησιαστικά και συμπροσεύχονταν με τους αρειανόφρονες∙ συμβουλεύει, λοιπόν, απομάκρυνση απ’ αυτούς. (Αν αντικαταστήσετε τους αρειανόφρονες με τους παπικούς και τους οικουμενιστές, θα αντιληφθείτε ποια στάση μας συμβουλεύει να κρατήσουμε, εμείς οι σύγχρονοι Ορθόδοξοι, που είμαστε μεν αμαρτωλοί, αλλά θέλουμε να τηρήσουμε την ορθόδοξη κληρονομιά των Αγίων μας).
Δεν πρέπει, συνεχίζει ο Μ. Αθανάσιος, να έχετε επικοινωνία και συμπροσευχές με τους αιρετικούς, γιατί όσοι βλέπουν εσάς τους ορθοδόξους να συγκεντρώνεστε με τους αρειανόφρονες και να επικοινωνείτε άνετα μαζί τους, θα αποκομίσουν την εντύπωση ότι τούτο είναι ακίνδυνο και θα κάνουν κι αυτοί το ίδιο, και έτσι, θα περιπέσουν στο βόρβορο της αιρετικής ασεβείας: «τινές δε εισιν οι διαβεβαιούντες μεν τα Αρείου μη φρονείν, συγκαταβαίνοντες δε, και μετ’ αυτών ευχόμενοι επί το αυτό… Όταν γαρ τινες υμάς τους εν Χριστώ πιστούς θεωρήσαντες μετ’ αυτών συνερχομένους και κοινωνούντας, πάντως υπονοήσαντες αδιάφορον είναι το τοιούτον, εις τον της ασεβείας εμπεσούνται βόρβορον».
Και παρακάτω γράφει: Για να μη συμβεί αυτό, να αποφεύγετε την εκκλησιαστική επικοινωνία με όσους φανερά συμμερίζονται και πιστεύουν τα ασεβή δόγματα του Αρείου, εκείνους δε που νομίζουν ότι δεν έχουν αποδεχτεί την αρειανικὴ διδασκαλία, αλλ’ όμως επικοινωνούν μετά των αιρετικών αρειανών, απ’ αυτούς αρχικά να φυλάγεσθε. Και κατ’ εξοχήν εμείς που ορθοφρονούμε, πρέπει να αποφεύγουμε την εκκλησιαστική κοινωνία, με εκείνους, των οποίων το φρόνημα ως κακόδοξο απορρίπτουμε. «Ιν’ ουν μη τούτο γένηται, θελήσατε …τους μεν φανερώς φρονούντας τα της ασεβείας αποστρέφεσθαι, τους δε νομίζοντας τα Αρείου μη φρονείν, κοινωνούντας δε μετά των ασεβών φυλάττεσθαι· και μάλιστα ων το φρόνημα αποστρεφόμεθα, τούτους από της κοινωνίας προσήκει φεύγειν».
Και εν συνεχεία: Εάν λοιπόν, κάποιος, από την μια μεριά προσποιείται ότι αποδέχεται και ομολογεί την ορθή πίστη, από την άλλη, όμως, επικοινωνεί φανερά με τους αρειανούς, αυτόν να τον προτρέψετε να σταματήσει αυτήν την διπλοπρόσωπη συνήθεια. Και εάν μεν ακούσει την προτροπή σας και το υποσχεθεί, να τον έχετε σαν αδελφό∙ εάν όμως, επιμένει σ’ αυτή την ασεβή συμπεριφορά του, και με εριστικότητα επιχειρηματολογεί υπέρ των θέσεών του, αφήστε τον και απομακρυνθείτε απ’ αυτόν. Κατ’ αυτόν τον τρόπον συμπεριφερόμενοι, εσείς μεν θα διατηρήσετε καθαρή την πίστη, και εκείνοι, βλέποντας την στάση σας θα ωφεληθούν, γιατί θα φοβηθούν μήπως θεωρηθούν ως ασεβείς και ως έχοντες τα αυτά φρονήματα με τους αιρετικούς: «Ει δε τις προσποιείται μεν ομολογείν ορθήν πίστιν, φαίνεται δε κοινωνών εκείνοις, τον τοιούτον προτρέψασθε απέχεσθαι της τοιαύτης συνηθείας∙ και εάν μεν επαγγέλληται, έχετε τον τοιούτον ως αδελφόν∙ εάν δε φιλονείκως επιμένη, τον τοιούτον παραιτείσθε. Ούτω γαρ διατελούντες καθαράν την πίστιν διατηρήσετε∙ κακείνοι βλέποντες υμάς ωφεληθήσονται, φοβηθέντες μη άρα ως ασεβείς και τα εκείνων φρονούντες νομισθώσιν».
Ο Μ. Βασίλειος λέει: «Οίτινες την υγιά ορθόδοξον πίστιν προσποιούμενοι ομολογείν, κοινωνούσι δε τοις ετερόφροσι, τους τοιούτους, ει μετά παραγγελίαν μη αποστώσιν, μη μόνον ακοινωνήτους έχειν, αλλά μηδέ αδελφούς ονομάζειν».
Αυτά λένε οι Πατέρες. Οι σύγχρονοι, όμως, γέροντες και Επίσκοποι άλλα λένε. Και εμείς, «ως μη έχοντες ποιμένα» είμαστε μετέωροι, αεί σχοινοβατούντες, ταλαντευόμενοι από τα σαλευόμενα βάρη των παθών μας∙ γνωρίζουμε την αληθινή στάση εναντίον των αιρέσεων, αλλά λοιδορούμαστε, επειδή την προβάλλουμε ή προσπαθούμε να βρούμε το θάρρος να την ακολουθήσουμε. Και οι γνωρίζοντες, αντί να μας προτρέπουν και να μας ενισχύουν να ακολουθούμε τους Πατέρες, είναι αυτοί που μας αποτρέπουν και μας λοιδορούν! Κατηγορούμε τους Οικουμενιστές, ότι δείχνουν αγάπη στους ετερόδοξους και περιφρονούν και διώκουν τους ομόδοξους, και στο δικό μας χώρο συμβαίνει κάτι παρόμοιο. Άραγε, τόσο πολύ εψύγει η αγάπη, τόσο κοντά άραγε βρισκόμαστε στην εποχή που περιγράφει ο Απόστολος Παύλος;
Ποιος άραγε θα ήθελε να βρίσκεται στη θέση, όσων βασανίζονται συνειδησιακά, καθώς βλέπουν πως οι ποιμένες τους διδάσκουν ή πράττουν τα αντίθετα από όσα οι Άγιοι Πατέρες διδάσκουν και έπρατταν, που έχουν συνειδητοποιήσει πως η συμπεριφορά αυτή των Επισκόπων πρέπει να μας οδηγήσει στην διακοπή του μνημοσύνου τους (σύμφωνα με τους Πατέρες), αλλά προβάλοντες τις δικές τους γνώμες έχουν καταφέρει να μας μπλοκάρουν; Δεν προχωρούμε σε επίσημη Αποτείχιση, επειδή εκείνοι –που τα μέχρι πριν λίγο κείμενά τους διατύπωναν ορθόδοξες θέσεις και μας ενθάρρυναν προς την κατεύθυνση της Αποτειχίσεως– τώρα μας αποτρέπουν χωρίς θεολογικά επιχειρήματα, παραθέτοντας μόνο δικές τους εκτιμήσεις και υπολογισμούς. Και μας ενοχοποιούν και φοβίζουν, ότι τάχα ό,τι κάνουμε, το κάνουμε από εγωϊσμό ή παρασυρόμενοι από τα πάθη μας. Και δυστυχώς, έχουμε και εγωϊσμό και πάθη!
Αλήθεια, πόσο πιο ανώδυνα και ασύγχυτα θα ήσαν τα πράγματα, αν κάποιοι (και όπως είναι φυσικότερο, ιερωμένοι) ανελάμβαναν να περάσουν αυτοί πρώτοι στον αγώνα, να εφαρμόσουν αυτοί (ως Ποιμένες) όσα οι Άγιοι Πατέρες μας διδάσκουν! Να μας πάρουν το βάρος της ευθύνης ότι η ενέργεια της Αποτειχίσεως μπορεί να οδηγήσει σε σχίσμα και εμείς θα είμαστε υπεύθυνοι γι’ αυτό! Πόσο βολικό θα ήταν, να μας διαβεβαιώσουν εμπράκτως και δια γραμμάτων ότι οι Πατέρες δεν διδάσκουν την Αποτείχιση, έστω και αν τα πάντα καταλαμβάνει η παναίρεση του Οικουμενισμού, πως δεν έχουμε καμιά ευθύνη εμείς, αφού δεν κάνουν οι «στρατηγοί» το πρώτο βήμα, ή ότι δεν μολυνόμαστε (όπως διδάσκουν οι Πατέρες) όταν επικοινωνούμε με Επισκόπους και Πατριάρχες που κηρύσσουν την αίρεση! Ότι δεν βλαπτόμεθα, τέλος, ψυχικά επικοινωνώντας με τους οικουμενίζοντες!
Όμως, οι κατ’ εξοχήν υπεύθυνοι Ποιμένες, όχι μόνο δεν προχωρούν στην Αποτείχιση, αλλά δεν προχωρούν ούτε σε μορφές αγώνων ηπιότερους, οι οποίοι θα είχαν τουλάχιστον το αποτέλεσμα να θέσουν επίσημα την Σύνοδο προ των ευθυνών της.
Παρόλο που σε κάθε συζήτηση με πνευματικούς ανθρώπους θέτω το θέμα αυτό και ζητώ ανατροπή της θέσεως στην οποία έχω καταλήξει περί αποτειχίσεως με Πατερικά-θεολογικά κριτήρια, εισπράττω την απάντηση ή ότι δεν είναι ακόμα καιρός ή ότι πρέπει να ακολουθώ τους πνευματικούς, οι οποίοι, όμως, ακολουθούν ή ανέχονται τις αιρετικές συναναστροφές των Επισκόπων τους, οι οποίοι με την σειρά τους ανέχονται ή ακολουθούν ή συνδράμουν τον συνεργό του Πάπα, Πατριάρχη Βαρθολομαίο, στο καταστροφικό της Ορθοδοξίας έργο του.
Βέβαια (όπως ήδη αναφέρθηκε), υπάρχει σήμερα η άποψη σε πολλούς, ότι την Αποτείχιση την κάνουν πρώτα οι Επίσκοποι και οι κληρικοί, που είναι οι κυρίως υπεύθυνοι για την διαποίμανση του Λαού του Θεού.
Όμως, στην σύγχρονη κατάσταση, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί, πώς είναι δυνατόν να διδάξουν Αποτείχιση οι στρατηγοί; Είδαμε ότι οι περισσότεροι από τους μισούς Επισκόπους πήγαν στην υποδοχή του αιρεσιάρχη Πατριάρχου Βαρθολομαίου στην Λάρισα, στην Πάτρα, στην Λαμία, στην Ελασσόνα, στην Καλαμάτα; Έτσι πολεμάται η αίρεση του Οικουμενισμού, με υποδοχές του Πατριάρχη–ηγέτη της, με λόγους εμμετικά επαινετικούς και με ροδοπέταλα;
Αναφέρθηκα παραπάνω στον π. Θεόδωρο Ζήση, ο οποίος κατά κοινή ομολογία αγωνιά, μαζί με πολλούς άλλους Πατέρες για το θέμα. Εξάλλου, και σε άλλες ευκαιρίες ο π. Θεόδωρος Ζήσης μας βοήθησε να συνειδητοποιήσουμε την άμεση και επιτακτική ανάγκη για Αποτείχιση και τη διακοπή μνημοσύνου, όχι μόνο ως δική του γνώμη, αλλά ως διαχρονική πράξη της Εκκλησίας. Θα σας παραθέσω κάποια από τα κείμενά του που μιλούν περί αυτού, και μάλιστα πριν φτάσουμε στο αίσχος του «κάτι σαν συλλείτουργου» που ετέλεσαν στην Πόλη, Πάπας και Πατριάρχης το 2006.
Ήδη από το 2001 ο π. Θεόδωρος Ζήσης έγραφε: «Υπομείναμε, υπομείναμε, υπομείναμε τους οικουμενισμούς και τους εκσυγχρονισμούς επί ένα αιώνα. Κάναμε υπομονή και υπακοή∙ περιμέναμε και ελπίζαμε να παύσουν τα σκάνδαλα, οι συμπροσευχές, οι συγχρωτισμοί, οι συγκρητισμοί, οι ισοπεδώσεις, οι ανανεώσεις, για να επανέλθουν στο σώμα της Εκκλησίας και οι σκανδαλισθέντες αδελφοί μας. Δεν θα αφήσουμε και άλλους να φύγουν∙ ενιστάμεθα και διαμαρτυρόμεθα. Θα διακόψουμε την κοινωνία με όσους κοινωνούν με τον ακοινώνητο, αιρετικό και σχισματικό πάπα. Ο δρόμος στο εξής δεν θα είναι ανθόσπαρτος. Η Μεγάλη Εβδομάδα έρχεται εφέτος πολύ ενωρίτερα» (Ζήση Θ., Με το αρνίο ή με το θηρίο; Με τον Χριστό ή με τον πάπα; περιοδ. Θεοδρομία, Ιανουάριος‒Μάρτιος 2001).
Και αυτές οι εκφράσεις δεν ήταν αποτέλεσμα βιασύνης, αλλά μελέτης σοβαρής των πατερικών συγγραμμάτων μια ολόκληρη ζωή και –ως εκ τούτου– διατυπώθηκαν ως συμφωνία με τη θέση των Αγίων Πατέρων, επαναλήφθηκαν δε και τα επόμενα χρόνια πολλές φορές, όπως στην «Διακήρυξη κληρικών και μοναχών» την οποία προσυπογράφουν πλην του π. Θ. Ζήση και οι Μητρ. Ράσκας κ. Αρτέμιος, ο π. Γ. Μεταλληνός και πολλοί άλλοι. Στη Διακήρυξη διαβάζουμε: «Το θέμα της κοινωνίας με τους αιρετικούς, ως και της εν συνεχεία κοινωνίας με τους κοινωνούντες, οι οποίοι με την πράξη τους αυτή αποβαίνουν ακοινώνητοι, είναι το μείζον και επείγον θέμα στην σημερινή εκκλησιαστική ζωή. Το εκκλησιαστικό σώμα νοσεί επικίνδυνα· υπεύθυνοι για την νόσο είμαστε όλοι, όχι μόνον οι κοινωνούντες με τους ετεροδόξους, αλλά και όσοι κοινωνούμε με τους κοινωνούντες· η εκτροπή και η παράβαση μοιάζει με τα συγκοινωνούντα δοχεία…» («Μαρτυρία ή αποστασία; Σκέψεις και εκτιμήσεις μετά τη Ραβέννα», Ορθόδοξος Τύπος, φ. 1466, 12.7.2002).
Και λίγο αργότερα ο π. Θεόδωρος έγραφε: «Ιερεύς, της Ι. Μ. Δημητριάδος, αποφασισμένος να διακόψει το μνημόσυνο του …επισκόπου του, όταν διακριτικά του υπενθύμισα τις πιθανές διώξεις και ποινές μου είπε: «Προτιμώ να καλλιεργώ τα χωράφια μου, ως απλός αγρότης, και να κρατήσω την πίστη μου, παρά να συνεργήσω στην κατεδάφισή της και να πάω στην κόλαση μαζί με τον πατριάρχη και τους επισκόπους». Τα λόγια «αυτά εκφράζουν την διαχρονική συνείδηση της Εκκλησίας για την στάση όλων των πιστών και των λαϊκών απέναντι των επισκόπων και των πρεσβυτέρων σε περίπτωση που δεν ορθοτομούν τον λόγο της αληθείας, αλλά ενισχύουν την αίρεση και την πλάνη. Το πλήθος των σχετικών πατερικών μαρτυριών υπάρχει τώρα στο βιβλίο μας «Κακή Υπακοή και Αγία Ανυπακοή».
Και παρακάτω επαινεί ιερομόναχο που διέκοψε το μνημόσυνο του Πατριάρχη: Ο Μ. Αθανάσιος λέγει, πως «συμφέρει, χωρίς επισκόπους και ιερείς να γίνονται οι συνάξεις στους ναούς, παρά να ριφθούν οι πιστοί μαζί με τον επίσκοπο και τους ιερείς στην κόλαση… Αυτό έπραξε στις ημέρες μας ο Αγιορείτης Ιερομόναχος Γαβριήλ και με μία ολιγόλογη και θαρραλέα Δήλωση και Ομολογία διέκοψε το μνημόσυνο του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, μετά τις συμπροσευχές και τις κοινές δηλώσεις με τον προηγούμενο πάπα….
»Στο εξής, γράφει, για να μη θεωρηθεί ότι με την σιωπή μου συμφωνώ με όσα γίνονται, δεν θα συμμετέχω στις ακολουθίες που μνημονεύεται το όνομα του οικουμενικού πατριάρχου, αλλά θα παραμένω εις το κελλάκι μου “κάμνων την κανονικήν και καθωρισμένην μοναχικήν ακολουθίαν μου κατά μόνας εις ένδειξιν διαμαρτυρίας και έως ότου λάβη σαφή και συγκεκριμένην θέσιν η Ι. Κοινότης του Αγίου Όρους περί των συμβάντων γεγονότων των ως άνω ημερών”». «Αυτά γράφονται εν πλήρει συνειδήσει των ιστορικών όντως στιγμών που ζούμε, από τις αρνητικές και καταστροφικές της Ορθοδοξίας ενέργειες και εκδηλώσεις. Εν πλήρει συνειδήσει επίσης των ευθυνών και των συνεπειών αυτής μας της στάσεως». Πολλοί πλέον «διαπιστώνουν ότι κινδυνεύει πλέον η ακεραιότητα της αλήθειας, ότι οι μνημονευόμενοι στη Θ. Λειτουργία επίσκοποι, ως εγγυητὲς της εν τη πίστει ενότητος δεν ορθοτομούν τον λόγον της αληθείας, δεν ευρίσκονται σε κοινωνία με τους προ αυτών Αγίους, αλλά ουσιαστικά είναι ακοινώνητοι, ως κοινωνούντες με τους ακοινωνήτους».
Αλλά και στα Πορίσματα του Συνεδρίου για τον ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟ: «Γένεσις–Προσδοκίαι–Διαψεύσεις» και στην § 8 διαβάζουμε: «Να διατρανωθεί προς τις εκκλησιαστικές ηγεσίες ότι σε περίπτωση που εξακολουθήσουν να συμμετέχουν και να ενισχύουν την παναίρεση του Οικουμενισμού, διαχριστιανικού και διαθρησκειακού, ο επιβεβλημένος σωτήριος, κανονικός και αγιοπατερικός δρόμος των πιστών, κληρικών και λαϊκών, είναι η ακοινωνησία, η διακοπή δηλαδή του μνημοσύνου των επισκόπων, οι οποίοι καθίστανται συνυπεύθυνοι και συγκοινωνοί της αιρέσεως και της πλάνης. Δεν πρόκειται περί σχίσματος, αλλά περί θεαρέστου ομολογίας, όπως το έπραξαν παλαιοί Πατέρες, αλλά και στις ημέρες μας ομολογηταί επίσκοποι, μεταξύ των οποίων ο γεραρός και σεβαστός μητροπολίτης πρώην Φλωρίνης Αυγουστίνος, και το Άγιον Όρος…».
Και σε άλλο κείμενό του διαβάζουμε: «Ας μας ξεκαθαρίσουν λοι­πόν μερικοί εκκλησιαστικοί ηγέτες ότι έχουν προσχωρήσει σ’ αυτήν την «προ­οδευτική» άποψη, για να καθορίσουμε και εμείς την στάση μας απέναντί τους, την οποία ούτως ή άλλως είμαστε υπο­χρεωμένοι να καθορίσουμε, διότι δια­φορετικά, κοινωνούμε και εμείς «τοις έργοις αυτών τοις πονηροίς» (Β’ Ιω. 11). Εμείς επιθυμούμε να έχουμε κοινωνία όχι προς τους ακοινωνήτους, αλλά προς τους αγίους και πιστούς όλων των εποχών, να πιστεύουμε όπως επίστευαν όλοι οι προ ημών Άγιοι Πατέρες, στους οποίους πειθόμεθα και υπακούουμε» (π. Θεοδώρου Θ. Ζήση, Διαθρησκειακές Συναντησεις, Άρνησις του Ευαγγελίου και προσβολή των Αγίων Μαρτύρων».
Σημειώνει και σε βιβλίο του ο π. Θεόδ. Ζήσης: «Οι πιστοί δηλ. έχουν ευθύνη για το αν θα ακολουθήσουν τους κακούς ποιμένες, η υπακοή δεν είναι αδιάκριτη… Το κείμενο των Αποστολικών Διαταγών… κατακλείεται με τη σύσταση: “Διό φευκτέον από των φθορέων ποιμένων”».
Από κάποια στιγμή και πέρα, όμως, κάποια πράγματα που το βάθος τους αγνοώ, ανάγκασαν τον π. Θεόδωρο Ζήση να εκφέρει συγκρατημένες ή διαφοροποιημένες απόψεις περί του θέματος: «Θα επιθυμούσαν μάλιστα [οι φιλενωτικοί Οικουμενιστές του Φαναρίου], –γράφει– όπως φάνηκε από πατριαρχικό κείμενο, να είχαμε προχωρήσει σε αποτείχιση και διακοπή μνημοσύνου, ώστε επίσημα πλέον να μας τιμωρήσουν και να μας αποδυναμώσουν ως ανυπάκουους και σχισματικούς. Χωρίς αυτό να αποκλείεται για το μέλλον, εφ᾿ όσον κατά τους ιερούς κανόνες, σχίσμα προκαλούν οι κηρύσσοντες την αίρεση και όχι οι στηλιτεύοντες αυτήν, που είναι άξιοι επαίνου και τιμών, προς το παρόν επιλέξαμε να ενημερώσουμε τον κλῆρο και τον λαό, ώστε νά βοηθήσουμε και άλλους να καταλάβουν τί συμβαίνει, να ανησυχήσουν, να αφυπνισθούν».
Πρόσφατα πάλι έγραψε: «Ουσιαστικά μας κατηγορούν, γιατί δεν αποτειχισθήκαμε, γιατί δεν διακόψαμε το μνημόσυνο των επισκόπων. Δεν επρόσεξαν όμως ότι την “Ομολογία” υπογράφουν και αρκετοί επίσκοποι, ο αριθμός των οποίων μπορεί να αυξηθεί, και επομένως υπάρχουν και επίσκοποι που ορθοτομούν τον λόγο της αληθείας. Πώς να διακοπεί το μνημόσυνο του Πειραιώς, του Αιτωλοακαρνανίας, του Κυθήρων, …του μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου;…» (Θεόδωρος Ζήσης, «Ομολογία Πίστεως», Ηύφρανε τους Ορθοδόξους και κατήσχυνε τους κακοδόξους, Ορθόδοξος Τύπος, 7/8/2009).
Βέβαια, την απάντησή μας στο τελευταίο ρητορικό ερώτημά του την έχει δώσει μόλις παραπάνω ο ίδιος ο π. Θεόδωρος, εκεί όπου γράφει: «ουσιαστικά είναι ακοινώνητοι, ως κοινωνούντες με τους ακοινωνήτους», άρα, λοιπόν, και αυτοί οι Επίσκοποι που υπέγραψαν την «Ομολογία…» υποδεχόμενοι εν χορδαίς και οργάνοις, ως περιφερόμενος θίασος, στις ελληνικές Μητροπόλεις τον κ. Βαρθολομαίο, ο οποίος φανερά επιχειρεί να ποδηγετήσει και αλώσει την ελλαδική Εκκλησία.
Μετά από όλα αυτά, θα μπορούσε να ερωτήσει κανείς με πόνο: σε ποια άλλη περίοδο της Εκκλησίας, όταν μια δοξασία χαρακτηριζόταν ως αίρεση και βέβαια οι συνειδητοί-μαχητικοί οπαδοί της ήσαν αιρετικοί, οι Ποιμένες της Εκκλησίας παρέμεναν υπό την σκέπην διαβεβλημένων Επισκόπων και Πατριαρχών επί δεκαετίες; Παρόλο που τότε, θα ήταν δικαιολογημένη μια αργοπορημένη αντίδραση, αφού λόγω της ελλείψεως γρήγορων μέσων επικοινωνίας καθυστερούσε να γίνει γνωστή η αίρεση και οι αιρετικοί, όχι για κάποιες εβδομάδες ή μήνες αλλά και πολλά χρόνια∙ σήμερα όμως, εντός κάποιων λεπτών ή ωρών κάνουν τον κύκλο του κόσμου τα αιρετικά φληναλήματα. Λοιπόν, ποια σοβαρή δικαιολογία υπάρχει σήμερα, ώστε να μη διακόπτουν οι θέλοντες να ορθοδοξοφρονούν την μνημόνευση εκείνων, τους οποίους οι ίδιοι με σιγουριά και απολυτότητα χαρακτηρίζουν -από δεκαετιών- ως αιρετικούς οικουμενιστές;
Ποιος άλλος θεολογικός λόγος υπάρχει, ώστε να περιμένουμε ακόμα εγκλωβισμένοι στην επικοινωνία με τους νέους αιρετικούς και τους «κοινωνούντας αυτοίς»;
Και για να έρθω, σε όσους υποστηρίζουν, ότι δεν είναι καιρός τώρα για Αποτείχιση: Άρα, βλέπουν ακόμα κάποιο θεολογικό λόγο στην μη ενεργοποίηση της διακοπής μνημοσύνου ή αποτείχισης, που κατά τον π. Θεόδωρο Ζήση ήταν αναγκαία από το 2001; Μήπως τώρα, έχουν συμβεί και αποκαλυφθεί ασυγκρίτως περισσότερα από τη δεκαετία 1960-70 που ο π. Επιφάνιος ήταν διστακτικός στην Αποτείχιση, ή το 2001 που διατύπωνε τα παραπάνω ο π. Θεόδωρος και, άρα, είναι ακόμα πιο επείγουσα και αναπότρεπτη πλέον η κίνηση της αποτείχισης;
Δεν είναι φανερό ότι με τέτοιες απόψεις αποπροσανατολίζονται οι πιστοί, όταν επικαλούνται την αυθεντία ανθρώπων ευσεβών και σεβαστών προσώπων (κάποιων ήδη κεκοιμημένων) και ισχυρίζονται ότι τάχα αυτοί ήσαν εναντίον της αποτείχισης, την στιγμή που κάποιοι απ’ αυτούς έκαναν …αποτείχιση-διακοπή μνημοσύνου στην εποχή τους, και μάλιστα τότε, που η αίρεση του Οικουμενισμού δεν ήταν εύκολο να στοιχειοθετηθεί με την ίδια ενάργεια και με τόσα αποδεικτικά στοιχεία και φωτογραφίες και Video, τα οποία σήμερα έχουμε στην διάθεσή μας; Τότε, ήταν περισσότερο υγιές το φρόνημα του λαού και των περισσοτέρων Επισκόπων και ιερέων, ώστε κάθε ενέργεια συμπροσευχών, ανοχής επικοινωνίας με αιρετικούς εκαυτηριάζετο από τα θρησκευτικά έντυπα δριμύτατα και προκαλούσε την διαμαρτυρία του λαού, σε τέτοιο βαθμό, ώστε οι εν εκκολάψει οικουμενιστές έκαναν πίσω.
Σήμερα, όμως, όπως προελέχθη, τα πράγματα έχουν αλλάξει άρδην. Ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας π.χ., –μετά μια θυελλώδη Σύνοδο της Ιεραρχίας, στην οποία αμφισβητήθηκε η Ορθοδοξία του και εκ τούτου έθεσε την παραίτησή του στην Ιεραρχία– παίρνει εντολή για μη συμπροσευχή στην Κύπρο, και αυτός την αγνόησε και συμπροσευχήθηκε.
Σήμερα, ο εναντιωθείς στην Ουνία (στο εγγύς παρελθόν) Πατριάρχης Βαρθολομαίος, κάνει δώρο στον Ουνίτη Επίσκοπο κ. Σαλάχα ένα Άγιο Δισκοπότηρο, ανεβαίνοντας ένα ακόμα διαχριστιανικό σκαλί. Καυτηριάζεται η πράξη του αυτή, αλλά δεν του καίγεται καρφί και μετά δυό χρόνια, προχωρά ένα ακόμα διαθρησκειακό, τώρα, σκαλί: δωρίζει Ιερό Κοράνιο σε μουσουλμάνο, τον πρόεδρο της coco-cola! Δέχεται έντονες επιθέσεις και αντιδράσεις αυτή η αχαρακτήριστη ενέργειά του και αντί οι διαμαρτυρίες να θέσουν φραγμό σε τέτοιες κατάπτυστες ενέργειες, όχι μόνο συνεχίζει απτόητος την οικουμενιστική κατρακύλα, αλλά οι ενέργειές του αυτές πολλαπλασιάζονται, γενοβολάνε άλλους Βαρθολομαίους, γίνεται «κακό» παράδειγμα προς μίμηση, παίρνει τη σκυτάλη άλλος Πατριάρχης, ο Αλεξανδρείας, και δίδει κι αυτός δώρο Ιερό Κοράνιο στον Πρόεδρο της Σουδανικής Δημοκρατίας κ. OMAR AL-BASHIR! Οι αντιδράσεις ως να μη εγένοντο, ή καλύτερα, ερεθίζουν τους οικουμενιστές, οι οποίοι πλέον ενεργούν με πείσμα δαιμονικό. Όλα αυτά αποτελούν μια απόδειξη, ένα μήνυμα: οι διαμαρτυρίες πλέον ελάχιστα υπολογίζονται.
Καμιά ανθρώπινη δύναμη δεν φαίνεται να μπορεί να σταματήσει τον καλπάζοντα Οικουμενισμό. Είναι νωπές, οι πριν μερικούς μήνες αιρετικές δοξασίες που εξέμεσε ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας μέσα στην ίδια την Ιεραρχία (ΟΚΤ 2009) και εκτός από την διαμαρτυρία του Μητροπολίτη Πειραιώς, δεν υπήρξε καμιά άλλη επίσημη αντίδραση (πέρα από μεμονωμένες διαμαρτυρίες, όπως τη δική του και τη δική μας). Μάλιστα η Ιεραρχία, τελικά εμπιστεύεται στον εν λόγω Μητροπολίτη να μας εκπροσωπήσει στο Διάλογο με τους αιρετικούς, των οποίων αιρετικών τις ιδέες υποστήριξε-προπαγάνδισε(!) και μέσα στην ίδια την Ιερά Σύνοδο!!!
Θέλετε και ένα προσωπικό παράδειγμα; ο Μητροπολίτης Καλαβρύτων αφόρισε λαϊκό και απείλησε με παρόμοια τιμωρία Αρχιμανδρίτη του, επειδή αντέδρασαν στην προσπάθεια που έκανε να παραχωρήσει ορθόδοξο ναό σε Παπικούς. Και η Ιερά Σύνοδος εκάλυψε πλήρως τον Μητροπολίτη και αρνήθηκε να απαντήσει, παρά τις πολλές οχλήσεις σε ένα απλό ερώτημα: είναι ή δεν είναι αίρεση ο Παπισμός; Και δεν απάντησε, επειδή έτσι θα «έθιγε» τον Καλαβρύτων. Προτίμησε να τον καλύψει εις βάρος της Πίστεως! Και υπάρχουν τόσα άλλα, με κορυφή του παγόβουνου την περίπτωση του πρώην Αττικής Παντελεήμονος.
Θα αναφερθώ, όμως, και σε ένα ακόμα γεγονός. Ο Πειραιώς κ. Σεραφείμ, είχε την γενναιότητα να τα βάλει με την Μασωνία, τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο (με τις γνωστές παρεμβάσεις του και τον χαρακτηρισμό που του έκανε μέσα στην Σύνοδο Ιεραρχίας τον παρελθόντα Οκτώβριο), με τους ομοφυλόφιλους, με τον Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομο και, την Κυριακή της Ορθοδοξίας, τόλμησε να αναθεματίσει τους Οικουμενιστές.
Ποιοι όμως είναι αυτοί οι Οικουμενιστές; Δεν είναι αυτοί που έχουν διατυπώσει απόψεις και έχουν λάβει μέρος σε ενέργειες οικουμενιστικές; Δεν θα μπορούσαμε να εντάξουμε στην λίστα αυτή τους Πατριάρχη Βαρθολομαίο, τους Μητροπολίτες Περγάμου Ιωάννη, Μεσσηνίας Χρυσόστομο, Καλαβρύτων Αμβρόσιο, Σύρου Δωρόθεο, Δημητριάδος Ιγνάτιο, τους ακολούθους τους και ομοϊδεάτες τους θεολόγους, οι οποίοι συνειδητά προπαγανδίζουν τον Οικουμενισμό, συμμετέχουν σε συνέδρια, συμπροσεύχονται με αιρετικούς, θεωρούν ως ένα απλό σχίσμα και όχι αίρεση τον Παπισμό, τον αποκαλούν μάλιστα («Ορθόδοξοι» Ιεράρχες) και Εκκλησία. Διαβλέπουν, επίσης, ότι οι συμπροσευχές και οι Διάλογοι μπορεί να προκαλέσουν ενδο-ορθόδοξο σχίσμα και όμως επιμένουν …οικουμενιστικά; Δεν είναι αυτοί που αντιμετωπίζουν τον Οικουμενισμό και ως ένα φάντασμα άσαρκο, χωρίς οσμή, γεύση, όνομα και διεύθυνση;
Αν είναι έτσι, τότε πώς συνεχίζει να τους μνημονεύει ο Μητροπολίτης Πειραιώς (πράξη που εκαυτηριάσθη στο διαδίκτυο), πώς συνεχίζει να πηγαίνει στην υποδοχή του Πατριάρχη, να τον αποκαλεί ως «φρυκτωρόν καί πεφωτισμένον Οιακοστρόφον» την παραμονή της Κυριακής της Ορθοδοξίας και την επομένη να αναθεματίζει τον Οικουμενισμό, του οποίου ο κ. Βαρθολομαίος είναι ο κυριότερος εκφραστής; Σε ποια περίοδο της εκκλησιαστικής μας ζωής, οι άγιοι Πατέρες καταδίκαζαν κάποιον ως αιρετικό και ταυτόχρονα τον μνημόνευαν; Αν δεν είναι αυτοί οι Οικουμενιστές, τότε ποιοι είναι; Γιατί δεν τους ονομάζουν; Γιατί, οι αγωνιστές Επίσκοποι, συντελούν στην παραπλάνηση του λαού; Όλοι οι Πατέρες μας έχουν διδάξει να τους ξεσκεπάζουμε και να τους ονοματίζουμε για να προφυλάσσονται οι πιστοί και να μη πέφτουν στην αίρεση. Γιατί δεν κατονομάζονται; Ποιο πρωτότυπο αγώνα κάνουμε, να αγωνιζόμαστε παρά πάσαν Αποστολική και Πατερική Εντολή εναντίον μιας αιρέσεως, της οποίας δεν παρουσιάζουμε το πρόσωπο και δεν καταδικάζουμε τους φορείς της;
Αλλά και έτερος αντι-οικουμενιστής Επίσκοπος που υπέγραψε την ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ και τελευταίως διώκεται, ο Ράσκας καί Πριζρένης Αρτέμιος, γράφει: «καί μόνον ο τίτλος “ΠΣΕ” εκφράζει τήν αίρεσιν του ψευδο-εκκλησιαστικού αυτού οργανισμού». Και τότε πώς παραμένουμε εκεί και κοινωνούμε με την αίρεση;
Και ο π. Διονύσιος Τάτσης, γνωστός αγωνιστής αρθρογράφος του Ορθόδοξου Τύπου, (22/9/06), γράφει: «O ορθόδοξος λαός μας πρέπει να κάνει ένα ακόμη βήμα. Όπως αντιδρά στις παπικές αιρέσεις και απορρίπτει τον πάπα έτσι πρέπει να κάνει και στους παπόφιλους “ορθοδόξους”…».
Λυπούμαι που αναγκάζομαι να παραθέσω κάποια κείμενα, η παράθεση των οποίων πιθανόν να στενοχωρήσει πρόσωπα που σέβομαι και εκτιμώ. Όμως, εδώ πρόκειται για την Ορθοδοξία. Και εφ’ όσον διαπιστώνω ότι οι Πατέρες διατυπώνουν διαφορετικές θέσεις οφείλω να τις παρουσιάσω. Αν έχω λάθος, τι πιο εύλογο να μου υποδειχθεί με θεολογικό λόγο, με παραδείγματα των Πατέρων. Και βέβαια, δεν είμαι μόνος. Είναι κι άλλοι σαν και μένα που αγωνιούν. Δεν αξίζουμε μια κατοχυρωμένη απάντηση;
Ας υπάρξει μια συνάντηση και ένα συντονισμός του αγώνα από όσους τον ξεκίνησαν. Εμείς είμαστε μικροί, ο λόγος μας δεν έχει απήχηση και δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι περισσότερο. Αυτό όμως, που οι Πατέρες και η συνείδησή μας υπαγορεύει, θα προσπαθήσουμε συν Θεώ να το κάνουμε, ασχέτως αν θα το κάνουν πολλοί ή λίγοι, αν τελικά αυτό θα μας στοιχίσει κάποια απομόνωση.
Ας μη χρησιμοποιούμε ως κριτήριο για την εφαρμογή Ι. Κανόνων το επιχείρημα, πως δεν θα το ακολουθήσουν πολλοί. Κι αν αμφιβάλλουμε για τον χρόνο, ας βάλουμε ως κριτήριο, όχι την δική μας αμφιβολία (που ίσως ονομάσουμε και διάκριση), αλλά τη σύμφωνη γνώμη των Πατέρων.
Αν ο αγώνας γίνεται για την πίστη και την υπόθεση της Ορθοδοξίας, πιστεύω να μην παρεξηγηθούν οι θέσεις και οι σκέψεις αυτές. Αντίθετα θα γίνουν αφορμή για μια καλύτερη και νηφαλιότερη εξέταση των πραγμάτων. Και κυρίως, με κατανόηση στην μειωμένη οξυδέρκειά μας ή κρίση μας.
Θα προσπαθήσω, στη συνέχεια, να κάνω μια μικρή προσέγγιση στους Ι. Κανόνες που ομιλούν για αποτείχιση, για να δούμε, ποια είναι η θέση τους, τι νομοθετούν περί Αποτειχίσεως. Αν υπάρχει κάποια άλλη ερμηνεία Πατερική που δεν την έχω υπόψιν μου, οι έγκριτοι και ειδήμονες στην ερμηνεία των κειμένων καθηγητές ή πνευματικοί, να μας την υποδείξουν και με ανακούφιση να την ακούσουμε και να την ακολουθήσουμε.
Ο 15ος Κανών της ΑΒ Οικουμ. Συνόδου γράφει: «Οι γαρ δια αίρεσίν τινα παρά των Αγίων Συνόδων η Πατέρων κατεγνωσμένην της προς τον πρόεδρον κοινωνίας εαυτούς διαστέλλοντες, εκείνου δηλονότι την αίρεσιν κηρύττοντος και γυμνή τη κεφαλή επ’ εκκλησίαις διδάσκοντος, οι τοιούτοι ου μόνον τη κανονική επιτιμήσει ουχ υπόκεινται προ Συνοδικής διαγνώσεως εαυτούς της προς τον καλούμενον Επίσκοπον κοινωνίας αποτειχίζοντες, αλλά και της πρεπούσης τιμής τοις ορθοδόξοις αξιωθήσονται. Ου γαρ επισκόπων αλλά ψευδεπισκόπων και ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, και ου σχίσματι την ένωσιν της Εκκλησίας κατέτεμον, αλλά σχισμάτων και μερισμών την Εκκλησίαν εσπούδασαν ρύσασθαι».
Ερμηνεία Βαλσαμώνος: «Ει γαρ μη δι’ εγκληματικήν αιτίαν, αλλά δι’ αίρεσιν χωρίση τις εαυτόν από του Επισκόπου αυτού…ως επ’ Εκκλησίας διδάσκοντος ανερυθριάστως διδάγματά τινα απηλλητριωμένα του ορθού δόγματος, ο τοιούτος και προ εντελούς διαγνώσεως, πολλώ δε πλέον και μετά διάγνωσιν, εάν εαυτόν αποτειχίση ήγουν χωρίση από της κοινωνίας του πρώτου αυτού, ου μόνον ου τιμωρηθήσεται, αλλά και τιμηθήσεται ως ορθόδοξος…».
Οι Πατέρες εθέσπισαν Ι. Κανόνες με σκοπό να αποτρέψουν την μη μνημόνευση του οικείου Επισκόπου η την απόσχιση απ’ αυτόν κατά το δοκούν και για πράγματα θεραπευόμενα και “οικονομούμενα”. Παρόλα αυτά, σ’ αυτόν το Ι. Κανόνα οι Πατέρες της Συνόδου, γνωρίζοντες πολύ καλά ότι οι μεγαλύτεροι αιρεσιάρχες δεν ήσαν λαϊκοί, αλλά ιερωμένοι και Πατριάρχες, και οδηγούμενοι από την διαχρονική πράξη της Εκκλησίας, αναγκάζονται να επιτρέψουν την μη μνημόνευση του ονόματός του και την Αποτείχιση από τον οικείο Επίσκοπο, πριν αποφανθεί γι’ αυτό Σύνοδος της Εκκλησίας, μόνο στην περίπτωση που αυτός κηρύσσει φανερά και αναμφισβήτητα αιρετικές διδασκαλίες (ή η “δικαιοσύνη” του είναι αντίθετη με την θεολογία της Εκκλησίας και το θέλημα του Θεού). Όταν δηλ. δεν πρόκειται για κάποια προσωπική του αμαρτία, αλλά πρόκειται για αθέτηση Ευαγγελικής Εντολής και εκκλησιαστικού Κανόνα, ή η συμπεριφορά του αφορά τον πυρήνα της Πίστεως.
Εδώ πρέπει να θεωρήσουμε ως αυτονόητο, ότι η πράξη του διακόπτοντος το μνημόσυνο του Επισκόπου είναι εύλογη, όταν η αρμόδια Σύνοδος δεν επιλαμβάνεται του θέματος, αν και έχει πληροφορηθεί το γεγονός και της έχει ζητηθεί να πάρει θέση στο θέμα αυτό, αλλά αφήνει την αίρεση να εδραιώνεται.
Αυτή η θέση περί Αποτειχίσεως στον Ι. Κανόνα, στηρίζεται και συμφωνεί με την εμπειρία και διδασκαλία των προηγουμένων (και επόμενων Πατέρων), τους οποίους “επαναλαμβάνει”. Συμφωνεί δηλ. με τον αγ. Μάρκο τον Ευγενικό ο οποίος έγραφε πως «άπαντες οι της Εκκλησίας διδάσκαλοι, και πάσαι αι θείαι γραφαί, φεύγειν τους ετερόφρονας παραινούσιν και της αυτών κοινωνίας διΐστασθαι», αλλά και πολλούς άλλους Πατέρες, όπως π.χ. τον άγ. Αθανάσιο, τον Μ. Φώτιο, τον αγ. Νικόδημο, οι οποίοι δεν συμβουλεύουν, ότι μπορούμε να υπομένουμε την αίρεση ένα αιώνα (όπως γίνεται σήμερα με τον Οικουμενισμό) και, μετά τα εκατό χρόνια, θα του κάνουμε άλλη μια χάρη να τον ανεχθούμε μερικά χρόνια ακόμα, αλλά συμβούλευαν να ενεργούμε σε σύντομο χρονικό διάστημα ή και αμέσως.
Ο Μ. Αθανάσιος γράφει: «Εάν ο Επίσκοπος ή ο πρεσβύτερος οι όντως οφθαλμοί της Εκκλησίας κακώς αναστρέφονται και σκανδαλίζωσι τον λαόν, χρη τούτους εκβάλλεσθαι. Συμφέρον γαρ άνευ αυτών συναθροίζεσθαι εις ευκτήριον οίκον, παρά μετ’ αυτών εμβληθήναι όπως με Άννα και Καϊάφα εις την γέεναν του πυρός». Ο δεύτερος αποφαίνεται: «Αιρετικός εστιν ο ποιμήν; Λύκος εστιν∙ φυγείν εξ αυτού και αποπηδάν δεήσει, μηδ’ απατηθήναι προσελθείν καν ήμερον περισαίνειν δοκεί∙ φύγε την κοινωνίαν αυτού και την προς αυτόν κοινωνίαν ως ιός όφεως». Και ο αγ. Νικόδημος: «Αν ο προεστώς σου είναι σφαλερός εις την πολιτείαν και τα έργα του μη περιεργάζεσαι. Αν όμως είναι σφαλερός κατά την πίστιν φεύγε και παραίτησέ τον, όχι μόνο αν είναι άνθρωπος αλλά καν Άγγελος είναι από τον ουρανόν».
Ο π. Ευθύμιος Τρικαμηνάς, που έχει επί πολλά έτη μελετητήσει την θεολογία-εκκλησιολογία του αγ. Θεοδώρου Στουδίτου, γράφει, πως τον 15ον Ι. Κανόνα της Πρωτοδευτέρας Συνόδου ο Άγιος τον «εφήρμοσε επακριβώς», πριν καν αυτός θεσπιστεί, αφού η Σύνοδος έγινε μετά τον θάνατό του.
Τούτο μας κάνει να σκεφτούμε, ότι τα μέλη της Συνόδου (στα οποία θα υπήρχαν και πνευματικά του τέκνα) είχαν υπ’ όψιν τους το παράδειγμα του αγ. Θεοδώρου και τη σχετική διδασκαλία του. Και δίδασκε ο Άγιος (όπως γράφει ο π. Ευθύμιος), πως «η πρώτη περίπτωσις αποτειχίσεως προ συνοδικής αποφάσεως είναι ακριβώς αυτή, όταν δηλαδή αθετείται δημοσίως και εκκλησιαστικώς μία ευαγγελική εντολή. Η δευτέρα περίπτωσις αποτειχίσεως είναι όταν αθετείται μία ιερά Παράδοσις δογματικού χαρακτήρος, όπως συνέβη με την εικονομαχία και η τρίτη περίπτωσις αποτειχίσεως είναι όταν ενωθούμε εκκλησιαστικά με αιρετικούς η έχομε επικοινωνία σε εκκλησιαστικό επίπεδο, η αλληλοαναγνώρισι και αλληλοπεριχώρησι, κοινές δηλώσεις και συμφωνίες». Και συμπεραίνει, πως «την ύπαρξι στις ημέρες μας όχι μίας αλλά και των τριών αυτών προϋποθέσεων υγιούς και ορθοδόξου αποτειχίσεως μόλις είναι ανάγκη να την αναφέρομε».
Παρατηρούμε, λοιπόν, πως αυτή η στάση Οικουμενικών Συνόδων και αγίων Πατέρων είναι ομόφωνη -αν και αυστηρή για τα σύγχρονα δεδομένα-, γιατί οι Πατέρες –στη φροντίδα τους να διαφυλάξουν την Παρακαταθήκη της Πίστεως ως κόρη οφθαλμού– έχουν διαπιστώσει ότι αδράνεια και ολιγωρία στα θέματα της Πίστεως δεν επιτρέπεται, αφού με την σιωπή και την στάση ανοχής στα θέματα αυτά, το ορθόδοξο φρόνημα αλλοιώνεται∙ οι αιρετικές ιδέες είναι –όπως κάποιο λοιμώδες νόσημα– κολλητικές, και όχι μόνο ο λαός, μα και πολλοί ποιμένες του εξοικειώνονται με τα αιρετικά φρονήματα και τις ετερόδοξες πρακτικές και έτσι συντελείται μεγάλη ζημιά.
Κι’ αν αυτό συνέβαινε τότε, που οι συνθήκες διακίνησης των ιδεών και η επικοινωνία των ανθρώπων ήταν δύσκολη και χρονοβόρα, η συνάντηση των Επισκόπων και η συγκρότησή τους σε Σύνοδο κοπιαστική και επικίνδυνη (και παρά ταύτα πραγματοποιείτο δυό φορές το χρόνο –σε τοπικό, τουλάχιστον, επίπεδο–, ακριβώς για να μη αφήσουν να χρονίζει μια εκκλησιαστική ανωμαλία), αν αυτό συνέβαινε τότε, σήμερα που (όπως ανεφέρθη) οι απόψεις των αποκλινάντων από την πίστη Επισκόπων γίνονται άμεσα γνωστές, ακόμα και σε παγκόσμια κλίμακα, μερικές φορές δια τηλεοράσεως την ίδια στιγμή που αυτές εκφέρονται, είναι δυνατόν οι άλλοι Επίσκοποι, η Σύνοδος να αδρανούν και να σιωπούν;
Μεγάλη συζήτηση έχει γίνει και γίνεται για το αν η αποτείχιση, την οποία αναφέρει ο Ι. Κανόνας, είναι υποχρεωτική ή προαιρετική. Παραθέτω δυό-τρεις γνώμες επί του θέματος και εκφέρω το συμπέρασμά μου προς εξέταση από όσους θελήσουν να ασχοληθούν μαζί του, επαϊόντων και μη.
Ο π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, βιώνων τα δυσάρεστα αποτελέσματα του Παλαιοημερολογητικού σχίσματος και (όπως έχει γράψει σε άλλο σημείο του έργου του) ων πεπεισμένος, ότι το σύνολο των τότε Επισκόπων έχεται της Ορθοδόξου Πίστεως στερρώς και μόνο κατ’ οικονομίαν ανέχεται τον Πατριάρχην Αθηναγόρα, γράφει: «Ο Κανών είναι δυνητικός και ουχί υποχρεωτικός. Δεν αξιοί δηλ. απαραιτήτως παρά των κληρικών όπως παύσωσι το μνημόσυνον του αιρετικά διδάσκοντος Επισκόπου προ της καταδίκης αυτού, αλλ’ απλώς παρέχει εις αυτούς τη δυνατότητα. Αν τις κληρικός, λέγει ο Κανών, αποκοπή από τοιούτου Επισκόπου “προ συνοδικής διαγνώσεως”, ουδαμώς παρανομεί, διό και δεν υπόκειται εις επιτίμησιν, αλλά μάλλον άξιος επαίνου είναι. Αν όμως έτερος Κληρικός δεν πράξη τούτο, αλλά, χωρίς να ασπάζηται τας διδασκαλίας του Επισκόπου, συνεχίση το μνημόσυνον αυτού, αναμένων “συνοδικήν διάγνωσιν” και καταδίκην, ουδαμώς κατακρίνεται υπό του Κανόνος». …Ο παύων το μνημόσυνον του οικείου Επισκόπου Κληρικός, αρκείται εις τούτο, αποφεύγει να μνημονεύση ετέρου και αναμένει εν ηρεμία συνειδήσεως την κρίσιν της Συνόδου».
Αλλά και ο π. Θεόκλητος Διονυσιάτης σημειώνει: «Το “εάν εαυτόν αποτειχίση, ήγουν χωρίση από της κοινωνίας του πρώτου αυτού”, σημαίνει την προαίρεσιν ήτοι εάν θελήση, και ουχί επιβολήν εκκοπής του μνημοσύνου. Επομένως εν περιπτώσει αιρέσεως ένθα αφίεται εις την προαίρεσιν εκάστου, ο ακολουθών τον γενικόν κανόνα ήτοι ο μνημονεύων μέχρις εκδόσεως Συνοδικής αποφάσεως εν τάξει είναι, και ο αποκόπτων το μνημόσυνον χωρίς να αναμείνη την απόφασιν της Εκκλησίας ήτοι πριν εκδοθή απόφασις Συνοδική και ούτος εν τάξει είναι, μάλιστα ο τελευταίος ούτος και τιμής άξιος είναι. Και ταύτα…μόνον προκειμένου περί γνωστής αιρέσεως». (Σημ.: Ο π. Επιφάνιος και ο π. Θεόκλητος ομιλούν μόνο για κληρικό).
Τέλος, ο κανονολόγος Επίσκοπος Μίλας εκφράζει αντίθετη γνώμη, ως προς το υποχρεωτικόν ή προαιρετικόν του ανωτέρω Ι. Κανόνα, σύμφωνη με την Πατερική διδασκαλία. Παραθέτω ένα τμήμα του κειμένου του: «Εάν ο Επίσκοπος η Μητροπολίτης η Πατριάρχης άρξητε να διακηρύττη δημοσία επ’ εκκλησίας αιρετικήν τινα διδαχήν, αντικειμένην προς την Ορθοδοξίαν, τότε οι υποτασσόμενοι αυτώ κέκτηνται δικαίωμα άμα και χρέος να αποσχοινισθώσι πάραυτα εκείνων, διό ου μόνον εις ουδεμίαν θέλουσι υποβληθή κανονικήν ποινήν, αλλά θέλουσι και επαινεθή εισέτι, καθ’ όσον δια τούτου, δεν κατέκριναν και δεν επανεστάτησαν εναντίον των νομίμων Επισκόπων, αλλ’ εναντίον ψευδεπισκόπων και ψευδοδιδασκάλων. Ούτε εδημιούργησαν τοιουτοτρόπως σχίσμα εν τη Εκκλησία, αλλ’ αντιθέτως απήλλαξαν την Εκκλησίαν, εν όσω ηδυνήθησαν μέτρω, του σχίσματος και της διαιρέσεως».
Το συμπέρασμα που βγαίνει, αν προσπαθήσουμε να μεταφέρουμε στην εποχή μας τα παραπάνω κείμενα, χωρίς να ξεφύγουμε από το πνεύμα του Ιερού Κανόνος και της πράξεως της Εκκλησίας, είναι ότι η βούληση των Πατέρων που διατύπωσαν τον Ι. Κανόνα, δεν αποσκοπούσε στο να επιβάλλει ως γενικό κανόνα και μέτρο πάραυτα υποχρεωτικό την διακοπή μνημοσύνου ή την Αποτείχιση, αμέσως μετά την εκδήλωση αιρετικής δοξασίας και διδαχής. Φαίνεται πως ήταν αρκετό για τους Αγίους Πατέρες να εκφράσουν και να επαναλάβουν την παραδεδομένη διδασκαλία (ενθαρρύνοντας έτσι, όσους αποφάσιζαν την διακοπή μνημοσύνου και την αποτείχιση), ότι οι άγρυπνοι και γνώστες των Ι. Κανόνων ιερωμένοι (και γενικά τα μέλη του σώματος του Χριστού), πρέπει να αντιδρούν αμέσως και χωρίς να περιμένουν την χρονοβόρα σύγκληση και έκδοση απόφασης μιας Συνόδου, όταν διδάσκεται φανερά αιρετική τις διδασκαλία, αλλά ο καθένας κατά τα μέτρα της πίστεως και της αντοχής του.
Έτσι οι Άγιοι Πατέρες, αφού προειδοποίησαν για τις ολέθριες συνέπειες του σχίσματος και διατύπωσαν Ι. Κανόνες αποτρεπτικούς του σχίσματος, για να μην αφήσουν τους Επισκόπους ασύδοτους να καινοτομούν, χωρίς να υπάρχει αντίδραση των πιστών εξ αιτίας του φόβου του σχίσματος, επέτρεψαν και την Αποτείχιση. Και επειδή αυτή η αντίδραση δεν ήταν εύκολο να γίνει από όλους, γιατί δεν είναι όλοι απαλλαγμένοι από τις βιοτικές φροντίδες, αλλ’ έχουν οικογενειακές υποχρεώσεις που δεν τους επιτρέπουν εξ αρχής την ενασχόληση με αυτού του είδους τα θέματα, ή δεν έχουν όλοι την γνώση των Ι. Κανόνων, ή ο πνευματικός τους καθοδηγεί διαφορετικά, ή δεν διαθέτουν όλοι την αγιότητα, την γενναιότητα, κάποια εσωτερική πληροφορία και πίστη του ίδιου βαθμού κ.λπ., ο Ι. Κανόνας επιτρέπει, και έμμεσα προτρέπει, να γίνεται από όσους για κάποιο λόγο το κατάλαβαν και το μπορούν.
Μάλιστα ενισχύει όσους δύνανται να υποστούν το κόστος της διακοπής μνημοσύνου και της Αποτείχισης για να το κάνουν, αφού ασφαλώς έχουν βασανίσει το πράγμα, επαινώντας τους, γιατί, λέγει, αυτοί με την αποτείχιση, δεν ασεβούν προς τον Επίσκοπο (στον οποίον οφείλουμε σεβασμό, ως λειτουργό των μυστηρίων του Θεού και εγγυητή της καθαρότητος της Πίστεως και της ενότητος των πιστών), αλλά αντίθετα συντελούν να διαφυλαχθεί η καθαρότητα της Πίστεως, που οι Επίσκοποι προδίδουν. Και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, ο Ι. Κανών δεν αποκαλεί καν Επισκόπους, όσους αδιαφορούν ή αλλοιώνουν την Πίστη, αλλά ψευδεπισκόπους.
Πάντως, από την στιγμή που θα ξεκινήσει η διακοπή μνημοσύνου και η Αποτείχιση, τα οποία είναι ευνόητο πως πρέπει να ακολουθούνται από κείμενα που θα αποδεικνύουν την αναγκαιότητα της πράξεως, το πρόβλημα μεταφέρεται στους άλλους Επισκόπους και τον λαό. Και αν αυτοί εμμείνουν στην αδιαφορία τους ως προς την εξέταση των εμπράκτως καταγγελλομένων, ο λαός είναι πλέον υποχρεωμένος να πάρει θέση, απαιτώντας από τους Επισκόπους να ξεκαθαρίσουν όχι καθησυχαστικώς και αορίστως το ζήτημα, όχι παραπέμποντες αυτό εις τας καλένδας, όχι χαριζόμενοι φιλαδέλφως στον/στους παρανομούντες η αιρετίζοντες Επισκόπους, αλλά εξετάζοντάς το ουσιαστικώς και εξαντλητικώς έως και την τελευταία λεπτομέρεια.
Στην περίπτωση δε, που η Σύνοδος δεν συγκινείται (κι αν ισχύει αυτό που πολλοί σήμερα λέγουν πως πλησιάσαμε σε έσχατους χρόνους) και δεν αποφασίζει να συνέλθει και να αποκόψει ως σεσηπότα μέλη τους αιρετίζοντες, τότε ως την ημέρα που ο Θεός δώσει την λύση, οι πιστοί που διέκοψαν την επικοινωνία με τους Επισκόπους τους, σηκώνουν τον σταυρό τους. Η Εκκλησία πάντως, που κατά την διαβεβαίωση του Κυρίου «πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» (Ματθ. ιστ΄ 18), θα διασώζεται στους απανταχού της γης Ορθοδόξους. Και όπως στο σώμα, όταν αποκόπτεται ένα μέλος του, η ψυχή «συρρικνώνεται» στα υπόλοιπα μέρη του σώματος, έτσι και στο σώμα της Εκκλησίας, όταν ένα η περισσότερα μέλη νεκρώνονται, η «ψυχή» συρρικνώνεται στο υπόλοιπο σώμα της Εκκλησίας.
Να σημειώσουμε, τέλος και πάλι, ότι ο ιερέας που διακόπτει το μνημόσυνο του Επισκόπου του (με ό,τι συνεπάγεται αυτό), και ο πιστός που αποτειχίζεται από τέτοιο Επίσκοπο, ακολουθώντας τους Πατέρες, διαφυλάττουν τον εαυτό τους από τον μολυσμό της αιρέσεως. Για τούτο εξ άλλου και οι Πατέρες (τηρούντες τον λόγο του ίδιου του Χριστού, ο οποίος δεν θέλει καμιά αβαρεία σε θέματα Πίστεως) ήσαν τόσο αυστηροί εναντίον των αιρετικών και των επικοινωνούντων εκκλησιαστικά με αιρετικούς, αφού η επικοινωνία αυτή έχει άμεση σχέση με τη σωτηρία μας και την διατήρηση της Πίστεως αμολύντου.

Αίγιο, 26/03/2010 Σημάτης Παναγιώτης

Share Button