Ἀρχιμανδρίτης Ἀρσένιος Κατερέλος
Ἡγούμενος Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος
Η ”ΘΕΟΛΟΓΙΑ” ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ (103 – N)
Ἀπό αὔριο, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, θά ἔχωμε, ὡς γνωστόν, νέα ἀρχή τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους. Θά ἑορτάσωμε, ἑπομένως, ἐκκλησιαστική πρωτοχρονιά.
Αὐτό ὀφείλεται κυρίως στόν λόγο ὅτι κατά τόν μῆνα αὐτόν, ὅπως ἐξηγοῦν οἱ διάφοροι ἑρμηνευταί, ἔχομε τήν ἀρχή τῆς ”συλλήψεως” καί τῆς ”ἐγκυμοσύνης” ὅλων σχεδόν τῶν καρπῶν, τῶν ὁποίων ἡ ἀρχή τῆς γεννήσεως λαμβάνει χώραν, τίς περισσότερες φορές, τόν μῆνα Μάρτιο. Ἀλλά καί γενικώτερα κατά τό τέλος τοῦ καλοκαιριοῦ συνάγομε τούς καρπούς, πού ἦσαν βέβαια ἀσφαλῶς ἀποτέλεσμα τῶν παρελθόντων κόπων μας, γίνεται μία ποικίλη ἐναλλαγή γύρω μας, ἡ γῆ ἀροτριᾶται καί γεωργεῖται ἐκ νέου, κλπ. Ἐμεῖς δέ ξανασυμμαζευόμεθα ἐκ νέου, κλπ… Ἐνῷ, τήν 1η Ἰανουαρίου δέν λαμβάνει χώραν καμμία οὐσιαστική ἀλλαγή, οὔτε στόν καιρό, οὔτε στήν γῆ, οὔτε σέ μᾶς.
Μέ ἀφορμή ὅμως τήν ἀρχή τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἡμερολογίου, τό ὁποῖο θά ἑορτάσωμε, ἄς ἀναφέρωμε κάποια στοιχεῖα γιά τόν χρόνο ἀπό ἀπόψεως θεολογικῆς.
Ἀρχίζει τό θεόπνευστο βιβλίο τῆς Γενέσεως λέγοντας: «Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεός τόν οὐρανόν καί τήν γῆν» (Γέν, Α´, 1). Οἱ ὅροι «οὐρανός» καί «γῆ» εἰσήχθησαν πρός ἔκφρασιν ὁλοκλήρου τοῦ σύμπαντος εἰς τήν μετάφρασι τῶν Ο´, ἐλλείψει μονολεκτικῆς ἐκφράσεως στήν Ἑβραϊκή γλῶσσα, εἰς τήν ὁποίαν πρωτογράφτηκε ἡ Παλαιά Διαθήκη – ὅπως σημειώνει ὁ μακαριστός ἀρχιμανδρίτης Ἰωήλ Γιαννακόπουλος -, διότι ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ εἶναι τά ἀμέσως ὁρατά εἰς πάντα ἄνθρωπον.
Κατά τούς ἁγίους Πατέρας, ὁ Θεός ἐποίησε πᾶν τό ὁρατόν καί ἀόρατον, ὕλη δηλαδή καί πνεῦμα, ἑπομένως ἐν τῷ οὐρανῷ πρέπει νά ἐννοήσωμε καί τούς ἀγγέλους, πού εἶναι ἄϋλοι ὡς πρός ἐμᾶς.
Τώρα, αὐτό τό «ἐν ἀρχῇ», εἰς τήν ἀρχήν, ὅπως ἑρμηνεύει ὁ Ἀκάκιος Καισαρείας, εἶναι τό ἴδιον πρός τό «ἐποίησεν ὁ Θεός ἀρχήν τοῦ χρόνου καί τοῦ κόσμου». Αὐτό τό «ἀρχῇ» σαφῶς καί ὑποδηλοῖ χρόνο. Καί ἐμεῖς ἄλλωστε στήν καθημερινή μας ζωή ὅταν λέμε, ἐπί παραδείγματι, «σήμερα θά ἀρχίσω τήν α´ ἐργασία, τήν τάδε ἐργασία», ὑπονοοῦμε ἀμέσως χρόνο ταυτόχρονα μέ τήν ἐργασία.
Ἔτσι λοιπόν στό βιβλίο τῆς Γενέσεως τίθενται δύο στοιχεῖα, ταυτοχρόνως. Τό στοιχεῖο τοῦ χώρου καί τοῦ χρόνου. Ἡ Δημιουργία χωρίς τόν χρόνο εἶναι ἕνα ἀκατανόητο πρᾶγμα. Δέν εὐσταθεῖ ἀνεξαρτήτως τοῦ χρόνου. Δέν νοεῖται ὁ χρόνος χωρίς τόν χῶρο, οὔτε ὁ χῶρος χωρίς τόν χρόνο. Εἶναι καί τά δύο ταυτόχρονα. Δέν ἔγινε δηλαδή τό ἕνα πιό μπροστά, ἔστω καί κατά ἐλάχιστον, ἀπό τό ἄλλο.
Ὅπως λέγει ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος «ὄχι ἐν χρόνῳ, ἀλλά μετά τοῦ χρόνου ὁ Θεός ἐστερέωσε – ἐδημιούργησε – τόν κόσμο». Δηλαδή, δέν ὑπάρχει ἤδη χρόνος καί σέ κάποια στιγμή ξεκινᾶ ἡ Δημιουργία μετά. Συνεπάγεται δηλαδή ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, ὅτι τό σύμπαν ἔχει ἀρχή.
Ὅλα αὐτά λοιπόν, πού διετυπώθησαν πρίν τρισήμισυ περίπου χιλιάδες χρόνια θεοπνεύστως ἀπό τόν Μωϋσῆ, τόν συγγραφέα τῆς Γενέσεως καί ὅλης βέβαια τῆς Πεντατεύχου, μᾶς συνδέουν μέ τίς τελευταῖες ἀνακαλύψεις τῆς ὑγιοῦς ἐπιστήμης, ἡ ὁποία, ἀποδέχεται ὡς ἀρχή τοῦ χρόνου τήν στιγμή τῆς ἀρχῆς τῆς δημιουργίας τῆς ὕλης.
Ἄρα «ἦν ποτέ – τό σύμπαν – ὅτε οὐκ ἦν». Αὐτό βέβαια τό ἔλεγε βλασφήμως ὁ αἱρετικώτατος Ἄρειος γιά τόν Χριστό. Καί φυσικά δέν ἰσχύει στόν Χριστό, γιατί ὁ Χριστός ὡς Πρόσωπο, ὡς ὕπαρξι, εἶναι ἄχρονος. Δέν ἰσχύει, ἀλλά μποροῦμε νά τό χρησιμοποιήσωμε αὐτό τό «ἦν ποτέ ὅτε οὐκ ἦν» τοῦ Ἀρείου εὔστοχα γιά τό σύμπαν, γιατί ὄντως τό σύμπαν εἶναι κτίσμα. Διότι κάποτε ὄντως δέν ὑπῆρχε.
Ἀλλά ὅ,τι ἀρχίζει κάποτε καί τελειώνει. Ἄλλωστε τό σύμπαν ἀργοπεθαίνει μέ τόν λεγόμενο «θερμικό θάνατο», σύμφωνα μέ τό Β´ θερμοδυναμικό ἀξίωμα. Μπορεῖ μέν νά μήν χάνεται ἡ ἐνέργεια, ἀλλά πέφτει ἡ ποιότητά της ἐπειδή αὐξάνεται ἡ ἐντροπία. Ἕνα ἐκ τῶν ἀποτελεσμάτων θά εἶναι ὁ ἥλιος νά ψυχθῆ, ὁπότε θά σβήση ἡ ζωή στήν γῆ. Οἱ ἐπιστήμονες γενικῶς δέχονται τήν ἀργή φθορά καί τόν θερμικό τοῦ σύμπαντος. Ἀργή μέν, φθορά δέ. Ἄλλο θέμα βέβαια εἶναι τί θά κάνη ὁ Θεός στό τέλος τῆς ἱστορίας.
Ἀλλά, ἄς μή παρασυρθοῦμε τώρα σέ ἄλλα καθαρῶς ἐπιστημονικά θέματα, καί ἄς ἐπανέλθωμε μόνο στήν ζῶσα διαχρονική, ἀλάνθαστη ἀποκάλυψι τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, πού μέ τό «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεός τόν οὐρανόν καί τήν γῆν», τό σύμπαν δηλαδή, τόν χῶρο καί τόν χρόνο, διακηρύσσονται καί ξεκαθαρίζονται πάρα πολλές ἀλήθειες.
Κατ᾽ ἀρχάς, διατρανώνεται τό ἀΐδιον, τό ἄχρονον καί ὑπερκόσμιον τοῦ Θεοῦ. Διότι, ἐφ᾽ ὅσον ὁ Θεός ὑπῆρχε ὅταν ἔγινε αὐτό τό «ἐν ἀρχῇ», ἄρα εἶναι «πρό πάσης ἀρχῆς», δέν ἔχει δηλαδή χρονική ἀρχή καί τέλος. Αὐτό θά πῆ «ἀΐδιος». Ἄλλωστε ὁ Θεός στήν οὐσία ὄχι ἁπλῶς δέν ἔχει χρονική ἀρχή, ἀλλά εἶναι καί ἐκτός τοῦ χρόνου. Εἶναι ὁ μόνος ἐκτός χωροχρόνου Ὤν καί Ὑπάρχων. Καί προφανῶς ἦτο, εἶναι καί θά εἶναι ἀνεξάρτητος τοῦ κόσμου, ὡς ὑπάχων πρό αὐτοῦ.
Ἄρα, μέ τήν πρώτη φρασούλα τῆς Γενέσεως διαπιστώνεται, ὅτι ὁ κόσμος εἶχε Δημιουργό καί ἀρχή. Δέν εἶναι δηλαδή ἀποτέλεσμα τύχης. Οὔτε εἶναι ἀπόρροια τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ. Δέν εἶναι ἕνα ”κομματάκι” τοῦ Θεοῦ, γιατί τότε θά εἴχαμε πανθεϊσμό. Ὁ κόσμος ἔγινε ὑπό τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι καί πρό παντός καί ὑπεράνω παντός.
Ὁ Θεός εἶναι ὁ μόνος ἄκτιστος, ὁ μόνος ἀδημιούργητος. Ὀφείλει τήν ὕπαρξί Του ὄχι στήν θέλησι κάποιου ἄλλου ὄντος, γιατί τότε ἐκεῖνο τό ἄλλο ὄν θά ἦτο ὁ Θεός, ἀλλά στήν θέλησι τοῦ Ἑαυτοῦ Του καί γι᾽ αὐτό ὑπάρχει ἐλευθέρως. Ὁ Θεός εἶναι ὁ μόνος πού ὑπάρχει ἐλευθέρως καί ὄχι ἔκ τινος ἄλλης ἀνάγκης ἤ κάποιας ἄλλης αἰτιότητος, ὅπως συμβαίνει μέ τά ἄλογα καί λογικά κτίσματα, τούς ἀγγέλους, τούς ἀνθρώπους καί τήν κτίσι, τά ὁποῖα ἦλθαν εἰς τήν ὕπαρξι μόνον ἀπό τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ.
Ὁ κόσμος ὅλος λοιπόν εἶναι κτιστός. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἦλθε στήν ὕπαρξι ἀπό τήν ἀνυπαρξία, ἐκ τοῦ μή ὄντος. Ἔγινε δηλαδή ἀπό τό μηδέν λόγῳ μόνον τῆς θελήσεως τοῦ ἀκτίστου Θεοῦ, ὁ ὁποῖος Αὐτός εἶπε καί τά πάντα ἐγενήθησαν. Καί ὅπως ἐξηγήσαμε ἤδη, ἡ Δημιουργία ἐφάνη ταυτόχρονα μέ τόν χρόνο, δηλαδή τήν στιγμή πού ἄρχισε ὁ χρόνος. Ἔτσι λοιπον ὅταν δέν ὑπῆρχε κόσμος δέν ὑπῆρχε καί χρόνος. Ἀναφέρει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: «Ὁ χρόνος ἀπό τῆς τοῦ οὐρανοῦ καί γῆς ποιήσεως ἀριθμεῖται», ὁ χρόνος δηλαδή ἀρχίζει νά ὑπάρχη καί νά μετρᾶται ἀπό τήν ἀρχή τῆς Δημιουργία.
Ἀρχή τοῦ χρόνου εἶναι ἡ στιγμή τῆς γενέσεως τοῦ κόσμου. Ἐπάνω σέ αὐτήν τήν πατερική ὀρθόδοξο θέσι ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος λέγει: «Διά τῆς κινήσεως τῶν κτισμάτων ἤρχισε νά τρέχῃ ὁ χρόνος. Ἐντεῦθεν, πρό τῆς κτίσεως ματαίως θά ἀναζητηθῇ χρόνος ὡσάν νά ἦτο δυνατόν νά εὑρεθῇ χρόνος πρό τοῦ χρόνου»…! Συνεπῶς, ”ὀρθότερον” εἶναι ὅτι ὁ χρόνος ἤρχισε ἀπό τῆς κτίσεως καί ὄχι ἡ κτίσις ἀπό τόν χρόνο. Πάντως καί τά δύο ἔχουν ὡς ταυτόχρονη ἀρχή τους τόν Θεόν.
Κατά τόν Μέγα Βασίλειο «ἡ ἀρχή τοῦ χρόνου δέν εἶναι οὔτε χρόνος, οὔτε ἔστω ἕνα ἀπειροστότατο μόριο τοῦ χρόνου», πού ὅσο καί νά τό κόβουμε τείνει καί πλησιάζει στό μηδέν, χωρίς νά γίνεται μηδέν. «Ὅπως ἀκριβῶς καί ἡ ἀρχή μιᾶς πορείας δέν εἶναι ἀκόμη πορεία», δέν εἶναι ἀκόμη τμῆμα δηλαδή, ἔστω καί ἐλάχιστο, τῆς πορείας. Ὅπως στήν Εὐκλείδιο Γεωμετρία, τό γεωμετρικό σημεῖο πού ἀποτελεῖ τήν ἀφετηρία μιᾶς ἡμιευθείας πού ἔχει ἀρχή ἀλλά δέν ἔχει τέλος – αὐτό θά πῆ «ἡμιευθεῖα» – δέν ἀποτελεῖ τμῆμα, ἔστω καί ἐλαχιστότατον, τῆς ἡμιευθείας αὐτῆς.
Ὅπως ἀναφέρει εἰς τήν Ἑξαήμερόν του ὁ Μέγας Βασίλειος, ἡ ἀρχή εἶναι ἁπλῆ, ἀσύνθετος. Τότε, «ἐν ἀρχῇ» δηλαδή, δέν ὑπῆρχε ἀκόμη χρόνος. Ξαφνικά ὅμως ἄρχισε νά ὑπάρχη καί νά προβάλλη ταυτόχρονα ἡ κτίσις. Δηλαδή, ἡ ἀρχή τῆς ὑπάρξεώς των ὀφείλεται σέ μία μεταβολή. Ἀρχίζομε δηλαδή μέ μία μεταβολή. Ἀρχίζει νά ὑπάρχη ὅ,τι ὑπάρχει μέ μία μεταβολή, γιατί ἀπό τό μή ὄν ἦλθε εἰς τό ὄν.
Ὅπως τό λέγει χαρακτηριστικά ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, «καί αὐτή τῆς κτίσεως ἡ ὑπόστασις – ὁ τρόπος ὑπάρξεως δηλαδή – ἀπό ἀλλοιώσεως ἤρξατο». Μέ ἀλλαγή δηλαδή ἄρχισε.
Ἀλλά καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός τονίζει καί προδιαγράφει τίς συνέπειες αὐτῆς τῆς ἀρχικῆς μεταβολῆς, λέγοντας: « Ὧν γάρ – τῶν ὁποίων δηλαδή – τό εἶναι ἀπό τροπῆς ἤρξατο, ταῦτα τῇ τροπῇ ὑποκείσεται πάντως ἤ φθειρόμενα ἤ κατά προαίρεσιν ἀλλοιούμενα». Ὅ,τι λοιπόν ἀρχίζει τήν ὕπαρξί του μέ μεταβολή, ὑπόκειται στήν τροπή, στήν ἀλλαγή, στήν φθορά, πού σημαίνει ὅτι κάποτε τελειώνει.
Ὅπως σέ ἄλλο σημεῖο λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης «ἡ μετάβασις ἀπό τό μή εἶναι εἰς τό εἶναι τροπή τις καθ᾽ ἥν τό μή ὑπάρχον θείᾳ δυνάμει φέρεται εἰς τό εἶναι. Λόγῳ τῆς ἀπό τροπῆς ἐμφανίσεώς του ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀναγκαίως φύσιν ἀλλοιωτήν», δηλαδή τρεπτήν. Νά τό μεταφράσωμε λίγο: «Ἡ μετάβασις ἀπό τό μή εἶναι εἰς τό εἶναι, ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὕπαρξι, εἶναι κάποια ἀλλαγή κατά τήν ὁποίαν αὐτό τό ὁποῖο δέν ὑπῆρχε, μέ τήν θεία βούλησι καί δύναμι, ἔρχεται εἰς τό εἶναι, εἰς τήν ὕπαρξι δηλαδή. Καί λόγῳ αὐτῆς τῆς ἀλλαγῆς, λόγῳ δηλαδή πού ἡ ἐμφάνισις ὀφείλεται σέ κάποια τροπή, ἔχει ὁ ἄνθρωπος ἀναγκαίως μέσα του φύσιν πού ἀλλοιώνεται, τήν τρεπτότητα δηλαδή.
Βέβαια, ἐάν θέλωμε νά κυριολεκτήσωμε καί νά ἐμβαθύνωμε ὀλίγον, ἡ μετάβασις ἀπό τό μηδέν, ἀπό τό τίποτε, ἀπό τό μή ὄν εἰς τό εἶναι, εἰς τήν ὕπαρξιν δηλαδή, ὅπως καί ἡ πρώτη αὐτή ἐμφάνισις, ἡ ἀρχή τῆς ἀλλοιώσεως καί τοῦ χρόνου, ὅλα αὐτά εἶναι, στό βάθος-βάθος, διά τόν ἀνθρώπινον νοῦν, ὁ ὁποῖος εἶναι πεπερασμένος ὡς πρός τίς δυνατότητές του, ἀκατανόητα καί ἀπρόσιτα.
Αὐτό πρέπει καλά νά τό χωνέψωμε καί ὅ,τι δέν καταλαβαίνομε καί μᾶς τό ἀποκαλύπτει ὁ Θεός δέν πρέπει νά τό ἀπορρίπτωμε. Ἄλλωστε, ἄν καταλαβαίναμε τόν Θεό καί τά τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεός δέν θά ἦταν Θεός. Ὅπως ἀκατανόητο εἶναι, ἐπί παραδείγματι, τό πόσο ἀπειροστό τμῆμα τοῦ χρόνου χρειάσθηκε γιά νά λάβη χώρα ἡ πρώτη ἀλλαγή. Ἀλλά ἄς μή πᾶμε τόσο μακρυά. Ἄς πᾶμε σέ ἕνα διαχρονικό συνεχιζόμενο δικό μας παράδειγμα, ἀνάμεσα στά πολλά πού μποροῦμε νά ἐπιλέξωμε.
Πόσος ἀπειροστότατος χρόνος ἀπαιτεῖται γιά νά γίνη ἡ σύλληψις ἑνός νέου ἀνθρώπου; Δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος καί ξαφνικά, σέ σχεδόν μηδέν χρόνο, ἔχομε νέον ἄνθρωπο, ἔχομε δηλαδή τήν δημιουργία τοῦ γονιμοποιημένου ὠαρίου, πού εἶναι πλήρης ἄνθρωπος. Καί μάλιστα ἅμα τῇ συλλήψει ὑπάρχει ἀκεραία ἡ ψυχή μέ ὅλες τίς δυνάμεις της. Ἁπλῶς ἡ ψυχή δέν ἐκδηλώνεται ἀμέσως διά τῶν δυνάμεών της, λόγῳ τοῦ μή ἀνεπτυγμένου σωματικοῦ στοιχείου.
Ὁ χρόνος λοιπόν εἶναι ἀπειροστός τήν στιγμή πού δημιουργεῖται ἕνας ἄνθρωπος. Τείνει εἰς τό μηδέν χωρίς νά εἶναι μηδέν, πρᾶγμα δηλαδή ἐξ ἴσου ἀκατανόητο μέ τά τῆς Δημιουργίας. Πόσος χρόνος χρειάσθηκε γιά νά γίνη ἡ Δημιουργία, γιά νά γίνη τό φῶς, κλπ.; Καί μποροῦμε, νομίζω, κάπως νά παραλληλίσωμε αὐτήν τήν ταυτόχρονη ἐμφάνισι κόσμου καί χρόνου μέ τήν ταυτόχρονη ἐμφάνισι, ψυχῆς καί σώματος σέ κάθε ἄνθρωπο.
Γιατί, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, «τήν ψυχήν οὔτε γάρ προϋφίσταται τοῦ σώματος, οὔτε μεθυφίσταται, ἀλλ᾽ ἅμα τῇ τούτου γενέσει κτίζεται καί αὐτή».
Καί γιά νά ἐπανέλθωμε, ὅλη αὐτή ἡ μετάβασις ἀπό τό ”μή εἶναι” εἰς τό ”εἶναι” εἶναι μία κίνησις, μία μεταβολή τοῦ μή ὑπαρκτοῦ εἰς ὑπαρκτόν, ὅπως τό διατυπώνει ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ. Καί ὅλα αὐτά πραγματοποιοῦνται μόνον κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ ἦτο Ρῶσος θεολόγος καί ἀπεδέχετο πλήρως τήν ἑλληνική διαχρονική θεολογία. Ἔφθασε μάλιστα στό σημεῖο νά ἀποκαλῆ, λόγῳ τῶν Ἁγίων Πατέρων, τόν Ἑλληνισμόν ”ἱερόν”, ὑποστηρίζων τήν ἀναγκαιότητα ἐπιστροφῆς στό πνεῦμα καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων.
Ἐάν τώρα μέ τήν καλῶς νοουμένη δημιουργική φαντασία μας ξεκινήσωμε ἀπό τό παρόν πηγαίνοντες ὅλο καί πρός τά πίσω χρονικῶς, κάποτε, ὅσο πλησιάζομε στά βάθη τοῦ χρόνου, ἐπιβάλλεται νά σταματήσωμε, ὅταν φθάσωμε σ᾽ αὐτό τό «ἐν ἀρχῇ», στήν ἀρχή τοῦ χωροχρόνου.
Ἄν παρομοιάσωμε, ἀνθρωπομορφικῶς, τήν ἀϊδιότητα τοῦ Θεοῦ μέ μία εὐθεῖα γραμμή – ἡ εὐθεῖα γραμμή δέν ἔχει ἀρχή καί τέλος – τότε, ἀπαραιτήτως, ὑπάρχει ἕνα ἀφετηριακό σημεῖο πάνω σ᾽ αὐτήν τήν εὐθεῖα γραμμή, πρό τοῦ ὁποίου δέν ὑπάρχει ἄλλο προγενέστερο χρονικό σημεῖο, καμμία στιγμή χρόνου. Ἑπομένως καί ταυτοσήμως, αὐτό σημαίνει ὅτι πρίν ἀπό τό σημεῖο αὐτό, τό «ἐν ἀρχῇ» δηλαδή τῆς Γενέσεως, δέν λαμβάνει χώραν καμμία μεταβολή, δέν συνεχίζει πρός τά πίσω, πρός τό παρελθόν, ἡ γραμμή τοῦ χρόνου.
Ὅπως τό διατυπώνει εὐστοχώτατα ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος «τοῦ χρόνου προηγεῖται, ὄχι ὁ χρόνος, ἀλλά ἡ πάντοτε παροῦσα αἰωνιότης». Κι ἐμεῖς θά τό ποῦμε «ἡ πάντοτε παροῦσα ἄχρονος αἰωνιότης».
Ἔτσι λοιπόν ὁ χρόνος κάποτε, «ἐν ἀρχῇ», ἄρχισε. Ὅμως, κατά τήν Ἀποκάλυψι «ἔσται ὅτε ὁ χρόνος οὐκ ἔσται ἔτι» (Ἀποκ. Ι´, 6). Θά ἔλθη στιγμή δηλαδή κάποτε πού ὁ χρόνος δέν θά ὑπάρχη. Βέβαια, κανείς δέν μπορεῖ νά ἑρμηνεύση πλήρως τά τῆς Ἀποκαλύψεως. Καί προφανῶς ἀναφερόμεθα ὄχι στά ἀκατανόητα τμήματα αὐτῆς, ἀλλά στά ἄλλα πού εἶναι, ἤ δυσνόητα, ἤ φαίνονται ἁπλᾶ.
Γιά παράδειγμα, ὅταν λέγη σέ κάποιο σημεῖο ὅτι στόν μέλλοντα αἰῶνα θά εἶναι μία ἡμέρα ἀνέσπερος καί δέν θά ὑπάρχη θάλασσα, φαίνεται ἁπλό. Ἀλλά κανείς αὐτό δέν μπορεῖ νά τό κατανοήση πλήρως σέ ὅλο το βάθος καί σέ ὅλο τό μεγαλεῖο του μέ τά τωρινά δεδομένα.
Κι ἄς πᾶμε τώρα ἐκ τοῦ ἀντιθέτου. Μήπως δηλαδή τό ὅτι δέν θά ὑπάρχη ἡ γνωστή μας θάλασσα σημαίνει ὅτι θά ὑπάρχουν τά γνωστά μας βουνά, ἐφ᾽ ὅσον δέν μᾶς ἀναφέρη ὅτι αὐτά δέν θά ὑπάρχουν, ὅπως τό διασαφηνίζει γιά τήν θάλασσα; Ἄν εἶναι ποτέ αὐτό δυνατόν! Νά μήν εἴμαστε ἀφελεῖς.
Πάντως, ἐν προκειμένῳ, γιά τό θέμα τοῦ χρόνου καί γιά τήν μέλλουσα ζωή λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, στό κεφάλαιο πού ἀναφέρεται γιά τόν «αἰῶνα», τά ἑξῆς: «Αἰώνιος δέ ζωή καί αἰώνιος κόλασις τό ἀτελεύτητον τοῦ μέλλοντος αἰῶνος δηλοῖ. Οὐδέ γάρ μετά τήν (Κοινήν) Ἀνάστασιν ἡμέραις καί νυξίν ὁ χρόνος ἀριθμήσεται, ἔσται δέ μᾶλλον μία ἡμέρα ἀνέσπερος τοῦ Ἡλίου τῆς Δικαιοσύνης τοῖς δικαίοις φαιδρῶς ἐπιλάμποντος τοῖς δέ ἁμαρτωλοῖς νύξ βαθεῖα ἀπέραντος».
Καί σέ ἁπλῆ μετάφρασι: «Ἡ ἔκφρασις ”αἰώνιος ζωή καί αἰώνιος κόλασις” φανερώνει τό ἀτελείωτον τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Διότι, δέν θά μετρᾶται ὁ χρόνος, μετά τήν Κοινή Ἀνάστασι τῶν νεκρῶν, μέ τάς ἡμέρας καί τας νύκτας, ὅπως μετρᾶται τώρα δηλαδή, ἀλλά θά εἶναι μία ”ἡμέρα ἀνέσπερος”, κατά τήν ὁποίαν θά λάμπη φωτεινός ἐπάνω εἰς τούς δικαίους ὁ Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης – θά λάμπη φωτιστικά. Ἐπάνω ὅμως εἰς τούς ἁμαρτωλούς θά ἁπλώνεται μία ἀτελείωτος βαθεῖα νύκτα». Μέ ὅλες βέβαια τίς θλιβερές συνέπειες πού ἔχει αὐτό. Ἀλλοίμονο στούς κολασμένους!
Στό σημεῖο αὐτό ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ σχολιάζει, μεταξύ τῶν ἄλλων, τό ἑξῆς: «Ἡ γραμμή τοῦ χρόνου θά διακοπῆ. Θά ὑπάρξη σ᾽ αὐτήν καί ἕνα τελευταῖον σημεῖον. Τό τέλος ὅμως αὐτό, ἡ περιστολή τῆς ἀλληλοδιαδοχῆς τοῦ χρόνου, δέν σημαίνει καί κατάργησι ἐκείνου πού ἤρχισε μαζί μέ τόν χρόνο – τῆς Δημιουργίας, ὅ,τι ὑπῆρξε καί ἐγένετο ἐν χρόνῳ. Δέν σημαίνει ἐπιστροφήν ἤ πτῶσιν τοῦ κόσμου εἰς τό μή εἶναι. Ὁ χρόνος τότε δέν θά ὑπάρχη. Ἡ κτίσις ὅμως θά διατηρηθῆ. Ὁ κτιστός κόσμος δύναται νά ὑπάρχη καί ἐν ”οὐχί χρόνῳ”. Ἡ κτίσις ἤρχισεν ἀλλά δέν θά παύση νά ὑπάρχη. Ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ”καί ἤρκται καί οὐ παύσεται”. Ὁ χρόνος εἶναι τμῆμα μιᾶς εὐθείας πού ἔχει ἀρχή καί τέλος. Ὁ χρόνος δέν ἐξισοῦται μέ τήν αἰωνιότητα, διότι ἔχει ἀρχήν. Ἀντιθέτως, ἡ αἰωνιότης δέν ἔχει οὔτε ἀρχήν, οὔτε ἀλληλοδιαδοχήν. Τό σύνολον τοῦ χρόνου δέν συμπίπτει μέ τήν αἰωνιότητα».
Ὅταν λέμε ὅτι ἡ κτίσις θά διατηρηθῆ, ἐννοοῦμε, ἐπί τό ἀκριβέστερον, ὅτι θά μεταβληθῆ καί θά ἀνακαινισθῆ. Αὐτό, μποροῦμε νά τό στηρίξωμε σέ πάρα πολλά σημεῖα, ἀλλά ἄς πάρωμε τούς Ψαλμούς. Ὅπως λέγει ὁ Ψαλμωδός στό τέλος τοῦ 101ου Ψαλμοῦ: «Κατ᾽ ἀρχάς, σύ Κύριε, τήν γῆν ἐθεμελίωσας καί ἔργα τῶν χειρῶν σου εἰσίν οἱ οὐρανοί. Αὐτοί ἀπωλοῦνται, σύ δέ διαμένεις καί πάντες ὡς ἱμάτιον παλαιωθήσονται, καί ὡσεί περιβόλαιον ἑλίξεις αὐτούς καί ἀλλαγήσονται. Σύ δέ ὁ αὐτός εἶ, καί τά ἔτη σου οὐκ ἐκλείψουσι».
Σέ ἁπλῆ ἐλεύθερη μετάφρασι: «Στήν ἀρχή τῆς Δημιουργίας, Σύ Κύριε, πού ὡς ἄχρονος καί ἀΐδιος προϋπῆρχες, ἐστήριξες τήν γῆν ἐπάνω σέ ἀδιάσειστον θεμέλιον καί ἔργα τῶν χειρῶν Σου εἶναι οἱ οὐρανοί». Ἐδῶ ἔχομε ἀνθρωπομορφισμό, πού ἐκφράζει ὅμως τήν παντοδύναμι θέλησι τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός δέν ἔχει χέρια. «Οἱ οὐρανοί θά χαλασθοῦν καί θά χάσουν τό τωρινό τους πρόσκαιρο σχῆμα καί σύστασι. Ἐσύ ὅμως, ὁ Θεός, παραμένεις ἀμετάβλητος καί ἀναλλοίωτος. Καί ὅλος ὁ κόσμος σάν ἱμάτιο θά παληώση καί σάν ἐξωτερικό ροῦχο, πού περιβάλλονται οἱ ἄνθρωποι, θά τόν γυρίσης καί θά τόν περιτυλίξης καί θά ἀλλάξη γινόμενος καινούργιος. Σύ ὅμως, Θεέ, εἶσαι πάντοτε ὁ ἴδιος καί τά ἔτη σου θά εἶναι ἀτελεύτητα καί δέν θά ἐκλείψουν ποτέ».
Ἀλλά καί γιά τά σημερινά μας γνωστά δεδομένα, ὅπως λέγει ἀλλοῦ ὁ Ψαλμωδός, τά χίλια δικά μας χρόνια εἶναι γιά τόν Θεό σάν μία ἡμέρα, «ἥτις διῆλθε», ἡ ὁποία ἐπέρασε, εἶναι δηλαδή σάν μία στιγμή (Ψαλμ. 89, 4). Ἤ, μποροῦμε καί ἀλλιῶς αὐτό νά τό ἐκφράσωμε, ὅτι δηλαδή παρελθόν, παρόν καί μέλλον γιά τόν Θεό εἶναι σάν ἕνα διαρκές παρόν. Βάζομε τό «σάν» γιατί ὁ Θεός ὀντολογικά εἶναι ἐκτός χρόνου.
Ὁπότε τώρα, σύμφωνα μέ αὐτά πού ἀνεφέρθησαν λίγο πιό πρίν, εἴτε ποῦμε «ἡ ἀτέλεστος αἰωνιότης τοῦ μέλλοντος αἰῶνος», εἴτε ποῦμε «ἡ ἄχρονος αἰωνιότης», εἴτε ποῦμε «ἡ ὑπέρχρονος αἰωνιότης», ὅλα αὐτά ἔχουν τελικά τό ἴδιο νόημα καί ἀποδίδουν τήν ἴδια, ἀκατανόητη βέβαια στό βάθος, κατάστασι τοῦ μέλλοντος ἀλήκτου αἰῶνος.
Βέβαια, μέ τόν παρόντα χρόνο συμβαίνουν τά ἑξῆς, τά ὁποῖα, ἐνῶ εἶναι κάπως ἀνεξήγητα, τά ζοῦμε κάθε ὥρα καί στιγμή καί τά παραδεχόμεθα ὅλοι. Διότι, μέ μία ἐντελῶς πρόχειρη ματιά, ἀπό τήν ἐμπειρία μας, μποροῦμε τόν χρόνο νά τόν διαιρέσωμε σέ τρία μέρη. Τόν χωρίζομε στό παρελθόν, τό παρόν καί τό μέλλον. Καί παρελθόν εἶναι ὁ χρόνος πού ἐπέρασε, μέλλον εἶναι ὁ χρόνος πού θά ἔλθη καί παρόν εἶναι αὐτό τό ὁποῖο ζοῦμε αὐτήν τήν στιγμή.
Ὁ χρόνος πού ἐπέρασε, τό παρελθόν, δέν ὑπάρχει πιά, στήν πραγματικότητα. Ἄρα, εἶναι σάν νά μήν ὑπάρχη ὁ χρόνος τοῦ παρελθόντος, ἐπειδή δέν τόν ζοῦμε. Ὁ χρόνος πού θά ἔλθη, ἀκόμη δέν ἦλθε. Ἄρα καί αὐτός δέν ὑπάρχει ἐν ἐνεργείᾳ. Ὑπάρχει βέβαια μία θεωρητική τομή ἀνάμεσα στό παρελθόν καί τό μέλλον. Ὑπάρχει ἕνα νοητό σημεῖο πού χωρίζει τό παρελθόν ἀπό τό μέλλον. Καί αὐτό λέγεται «παρόν». Ἀλλά, κάθε στιγμή πού εἶναι ”παρόν”, ἀμέσως τί γίνεται; Ἀκαριαίως γίνεται παρελθόν καί οὐσιαστικά εἶναι σάν νά μήν ὑπάρχη οὔτε τό παρόν. Δηλαδή, πρίν καλά-καλά τό ζήσομε, ἔφυγε. Εἶναι σάν νά μήν ὑπάρχη χρόνος, ἐνῷ προφανῶς ὁ χρόνος ὑπάρχει, ἀλλά καταλαβαίνετε μέ ποιά ἔννοια τό λέγομε… Γι᾽ αὐτό εἶπα ὅτι ὑπάρχει αὐτό τό παραδοξολόγημα.
Ἐπ᾽ αὐτῶν, λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος: « Ἤ οὐχί τοιοῦτος ὁ χρόνος, οὗ τό μέν παρελθόν ἠφανίσθη, τό δέ μέλλον οὔπω πάρεστι, τό δέ παρόν πρίν ἤ γνωσθῆναι διαδιδράσκει τήν αἴσθησιν;». Δηλαδή, «ἤ μήπως δέν εἶναι τέτοιος ὁ χρόνος, τοῦ ὁποίου τό παρελθόν ἐξαφανίσθηκε, τό μέλλον ἀκόμη δέν ἔχει ἔλθει καί τό παρόν, πρίν τό ζήσωμε, ἔχει ἀποδράσει ἀπό τήν αἴσθησί μας;». Τί καταπληκτικό εἶναι αὐτό! Πράγματι, ἔτσι εἶναι. Τό παρελθόν ἐξαφανίσθηκε. Τό μέλλον ἀκόμη δέν ἦλθε, τό δέ παρόν, πρίν ἀκόμη γνωσθῆ, ἔχει ἀποδράσει, ἔχει φύγει ἀπό τήν αἴσθησί μας. Ὅπως λέγει ἀλλοῦ ὁ ἴδιος Πατήρ, ὥσπου νά ἀναφέρωμε τήν λέξι «παρόν» ἀπό τό π μέχρι τό ν ἔχει φύγει στήν οὐσία τό παρόν. Καταλαβαίνετε….
Φυσικά, λοιπόν, ὁ χρόνος ὑπάρχει καί εἶναι ἕνα σπουδαιότατο στοιχεῖο. Εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ καί ἔχει δοθῆ γιά πολλούς βέβαια λόγους, ἀλλά ὁ πρώτιστος λόγος δέν εἶναι τόσο γιά τίς καθημερινές μας ἐργασίες, γιά τήν καθημερινότητά μας. Εἶναι γιά νά μεγιστοποιήσωμε, ἐντός τοῦ χρόνου πού μᾶς δόθηκε καί πού δέν θά μᾶς ξαναδοθῆ εἰς τόν αἰῶνα τόν ἅπαντα, τήν προσωπική αἰωνία πνευματική ἀποκατάστασι καί σωτηρία μας. Αὐτή εἶναι ἡ κατ᾽ ἐξοχήν ἀξία καί σημασία τοῦ χρόνου πού μᾶς ἔχει δοθῆ σέ αὐτήν τήν ζωή.
Εἶναι δηλαδή ὁ χρόνος δημιούργημα τοῦ Θεοῦ καί ὅ,τι ὁ Θεός δημιουργεῖ τό δημιουργεῖ γιατί ὑπάρχει κάποιος σκοπός. «Χρή γάρ, ὅπως λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες, καί τόπος καί χρόνος τοῖς ἐνεργοῦσι». Χρειάζονται δηλαδή σ᾽ ἐκείνους πού ἐνεργοῦν, καί ὁ χρόνος καί ὁ τόπος, ὄχι μόνον ἕνα ἀπό τά δύο αὐτά στοιχεῖα. Καί πρέπει μέ τόν χρόνο νά προαγώμεθα πνευματικά.
Τώρα, νά τονίσωμε, στό σημεῖο αὐτό, ὅτι δέν ἰσχύει ἡ λεγομένη δῆθεν «κυκλική θεώρησι τοῦ χρόνου», διότι, ὅπως προανεφέραμε, ὑπάρχει αὐτή ἡ εὐθύγραμμη πορεία τοῦ χρόνου. Μέ ἁπλᾶ λόγια, «κυκλική θεώρησι» θά πῆ ὅτι ὅλα ἐπαναλαμβάνονται, ἀρχίζουν ἀπό τήν ἀρχή. Ὅλα ξεκινοῦν δηλαδή ἐκ νέου ἀπό ἐκεῖ πού ἐτελείωσαν. Καί αὐτό δέν εἶναι κάτι τό ἁπλό. Καί βέβαια ἐξαπατοῦνται ἀπό τίς διάφορες κυκλικές τροχιές πού κάνει ἡ γῆ γύρω ἀπό τόν ἥλιο. Ἀλλά, ἐπιστημονικῶς ἀποδεικνύεται ὅτι αὐτά κάποτε θά σταματήσουν.
Ἡ κυκλική θεώρησις τοῦ χρόνου δέν εἶναι ἁπλῶς μία θεώρησις, πού εἶναι ἁπλῶς λάθος, ἀλλά εἶναι μία θεώρησις πού ὁδηγεῖ στόν μηδενισμό, ὁδηγεῖ στήν ἀπελπισία. Καταργεῖται ἡ Δευτέρα Παρουσία, καταργεῖται ὅτι ἡ ἱστορία πού ἄρχισε θά τελειώση. Ἔχει πάρα πολλές βαθειές, ὀλέθριες καί ἀμετάκλητες συνέπειες γιά τήν τόν σκοπό τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου. Ὄχι μόνο γιά τήν αἰωνία, ἀλλά καί γιά τήν προσωρινή τύχη τοῦ ἀνθρώπου. Γιατί, ἄν ὅλα ἐπαναλαμβάνωνται, ὅλα στηρίζονται στήν εἱμαρμένη, στήν τύχη δηλαδή κατά τό κοινῶς λεγόμενο, τί ἀξία θά ἔχη αὐτή ἡ ζωή; Δέν θά τελειώση ὁ χρόνος; Ἄρα, ἀφοῦ δέν θά τελειώση ὁ χρόνος δέν θά ἔχωμε Δευτέρα Παρουσία, ἄρα γιατί νά ἀγωνισθῶ, ἄρα τί νόημα ἔχει ἡ ζωή μου; Διότι, λίγο-πολύ ὅλα τά σύγχρονα φιλοσοφικά συστήματα θεμελιώνονται σέ αὐτήν τήν θεώρησι, τήν κυκλική, περί χρόνου.
Καί αὐτός εἶναι ὁ κυριώτερος λόγος πού ἡ ἀνθρωπότης ζεῖ μέσα στήν ἀπελπισία σήμερα. Ζεῖ τό μαρτύριο αὐτό τοῦ μηδενισμοῦ. Καί ἡ ἀναρχία δέν εἶναι ἀποτέλεσμα ἁπλῶς διαφόρων σάπιων πολιτικοκοινωνικῶν συστημάτων. Βέβαια καί αὐτά συντελοῦν σέ αὐτό. Ἀλλά, ἡ ἀναρχία εἶναι ἀποτέλεσμα κυρίως αὐτῆς τῆς μηδενιστικῆς φιλοσοφικῆς ἀντιλήψεως πού ὑπάρχει. Καί μία παράμετρος αὐτῆς τῆς περιρρέουσας φιλοσοφικῆς ἀντιλήψεως εἶναι αὐτή ἡ κυκλική θεώρησις, ὅπως εἴπαμε, τοῦ χρόνου. Τά πάντα νά γυρίζουν καί νά τελειώνουν στό ἴδιο σημεῖο. Βλέπει κανείς τήν ζωή, τήν ζωή του δηλαδή, χωρίς προορισμό, χωρίς νόημα. Γι᾽ αὐτό καί ἐπαναστατεῖ, ἀλλά δέν ξέρει πρός τά ποῦ νά στραφῆ καί τί τοῦ φταίει. Γι᾽ αὐτό καί οἱ ἀναρχικοί ἔχουν ”πιάσει” τό νόημα τῆς ζωῆς, ἀλλά ἀπό τήν ἀνάποδη…
Ἡ Ἁγία Γραφή ἀποκαλύπτει ὅτι ὁ χρόνος εἶναι γραμμικός. Ἑπομένως, ξεκίνησε μαζί μέ τήν Δημιουργία, βαδίζει παράλληλα μέ αὐτήν καί θά τελειώση ὅταν θά τελειώση, ἤ μᾶλλον, θά ἀλλαχθῆ ἡ Δημιουργία. Ἔχει ὁ χρόνος δηλαδή ἀρχή καί τέλος. ”Ἐκεῖνα πού ἄρχισαν μέ τόν χρόνο, μέ τόν χρόνο καί θά τελειώσουν”, τονίζουν ἀλλοῦ οἱ ἅγιοι Πατέρες. Λέγει συγκεκριμένα ὁ Μέγας Βασίλειος: «Εἰ ἀρχήν ἔχῃ χρονικήν, μή ἀμφιβάλλῃς περί τοῦ τέλους». Ἐάν ἔχη ἀρχή χρονική, νά μήν ἀμφιβάλλης καί γιά τό τέλος.
Ἔτσι λοιπόν, ξεκίνησε ἡ ἱστορία. Καί ἀφοῦ ξεκίνησε, θά τελειώση. Θά τελειώσωμε ὅλοι, καί σέ προσωπικό ἐπίπεδο, καί σέ γενικό παγκόσμιο ἐπίπεδο καί θά κριθοῦμε ἐν ἡμέρᾳ Κρίσεως, γιατί αὐτός εἶναι καί ὁ τελικός σκοπός βέβαια πού ἔγιναν ὅλα. Καί ὅλα αὐτά πορεύονται σέ ἕναν τελικό σκοπό πού ἔθεσε βέβαια ὁ Θεός. Θά τελειώσουν καί θά ἀρχίση κάτι ἄλλο ἀνώτερο πού δέν ὑπόκειται στήν φθορά.
Ἄλλωστε, κάτι ἀνάλογο καί φυσικά ἀκατανόητο μέ τά τωρινά δεδομένα θά συμβῆ καί ὅσον ἀφορᾶ στήν ἀνάστασι τῶν σωμάτων μας μετά τήν Δευτέρα Παρουσία. Γι᾽ αὐτό καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέγει ὅτι τό νέο ἄφθαρτο σῶμα μας θά εἶναι «αὐτό καί οὐκ αὐτό». Θά εἶναι τό ἴδιο, ἀλλά ὄχι τό ἴδιο. Δηλαδή, μεταξύ ἀναστημένου σώματος καί τοῦ τωρινοῦ μας θά ὑπάρχη, καί ταυτότης, καί διαφορά, ὅπως περίπου συμβαίνει μεταξύ τοῦ κόκκου τοῦ σίτου, πού τόν φυτεύομε στήν γῆ, καί τοῦ ἐξ αὐτοῦ προερχομένου στάχυος. Ἄλλο κατά προσέγγισιν παράδειγμα εἶναι ἐκεῖνο μεταξύ γονιμοποιημένου ὠαρίου καί τοῦ τελείου ἀνθρώπου, ἀργότερα.
Δηλαδή, στήν Ἀνάστασι, ἐνῶ μέν ἡ πρώτη μας μορφή δέν θά ἐξαφανισθῆ, ὅμως δέν θά ὑπάρχουν τά αὐτά ἀκριβῶς ὑλικά στοιχεῖα τά ὁποῖα εἶχε τό σῶμα ὅταν χωρίσθηκε ἀπό τήν ψυχή καί παρεδόθη στόν τάφο, διότι θά εἶναι ἀλλαγμένα. Ὅπως λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος «οὐχί ἄλλη οὐσία σπείρεται ἐν τῷ τάφῳ, ἄλλη δέ ἐγείρεται, ἀλλ᾽ ἡ αὐτή βελτίων καί λαμπροτέρα». Θά γίνουν, λοιπόν, πλεῖστες ὅσες ἀσύλληπτες μεταβολές στό ἀνθρώπινο σῶμα.
Κλείνοντας αὐτήν τήν συναφῆ μέ τό κύριό μας θέμα παρένθεσι, λέμε ὅτι, ἐφ᾽ ὅσον τό νέο ἀνακαινισμένο καί ἄφθαρτο περιβάλλον καί ἡ νέα κατάστασις εἰς τήν ὁποία θά εὑρίσκωνται οἱ ἀναστημένοι ἄνθρωποι θά εἶναι ξένα πρός τήν παχυλότητα τοῦ παρόντος κόσμου, καθίσταται αὐτονόητον ὅτι τά νέα μας σώματα πρέπει νά εἶναι τέτοια, ὥστε νά προσαρμόζωνται καί νά ἐναρμονίζωνται πλήρως πρός τό νέο περιβάλλον. Ὅπως λένε οἱ ἑρμηνευταί, θά εἶναι ὅπως τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ, ἐλεύθερο ἐπί παραδείγματι τῶν περιορισμῶν τῆς ἀποστάσεως, τῆς βαρύτητος, καί παντός ὅ,τι καθιστᾶ τό σημερινό μας σῶμα δυσμετακίνητο, βαρύ, παχύ, θνητό, κλπ. Πάντως, θά εἶναι σῶμα καί θά διακρίνεται σαφεστάτως τῆς ἀνθρωπίνης μας ψυχῆς, ἡ ὁποία θά ἐνδυθῆ, ὡς οἰκητήριο ἐξ οὐρανοῦ, τοῦτο ἐκ νέου. Καί ὅλα αὐτά θά λαμβάνουν χώρα στά νέα δεδομένα τοῦ χρόνου πού προανεφέραμε. Αἰωνίως δηλαδή, ἀλήκτως, ἀχρόνως-ὑπερχρόνως.
Γιά τόν Θεό εἶναι ἀδιάφορο ἄν ὑπάρχη κόσμος ἤ ὄχι. Μέ αὐτό φυσικά δέν ἐννοοῦμε ἄν ἐνδιαφέρεται ὁ Θεός γιά τόν κόσμο. Προφανῶς καί ἐνδιαφέρεται ἄπειρα, ἀφοῦ ἐξ αἰτίας τῆς ἀγάπης Του ἐνηνθρώπισε, κλπ. Ὀντολογικά ὅμως, ὡς πρός τήν ἐσωτερική Του ὕπαρξι καί τήν εὐτυχία εἶναι ἀδιάφορο ἄν ὑπάρχη ἤ ἄν δέν ὑπάρχη κόσμος. Οὔτε, τοῦ Θεοῦ, τοῦ προστίθεται δόξα ἤ εὐτυχία ἤ κάτι πού τοῦ ἔλειπε πρίν καί τώρα μέ τήν δημιουργία τοῦ κόσμου δέν τοῦ λείπει, οὔτε καί τοῦ ἀφαιρεῖται κάτι.
Ὁ Θεός δημιουργεῖ μόνον λόγῳ τοῦ ἀπείρου πλούτου τῆς ἀγαθότητός Του. Ἄλλωστε, ἀπό τό ἄπειρον τοῦ Θεοῦ, ἄν προσθαφαιρέσωμε ὁ,τιδήποτε πεπερασμένο – κόσμο, Δημιουργία, κλπ. -, τό ἄπειρο παραμένει πάλι ἄπειρο. Τό ἄπειρο δέν γίνεται πτωχότερο ἤ πλουσιώτερο. Δέν παθαίνει καμμία μεταβολή ὀντολογική. Ὅλα περνοῦν ἀπαρατήρητα, μέ τήν ἔννοια δηλαδή τῆς ἀναγκαιότητος.
Ἐνῶ ὁ Θεός χαίρεται φυσικά καί διψᾶ τήν σωτηρία μας, χαίρεται γιά τήν πρόοδό μας, στήν οὐσία ὅμως δέν ἔχει καμμία ἀνάγκη αὐτῆς τῆς χαρᾶς. Δέν τοῦ προστίθεται εὐτυχία στήν εὐτυχία. Δέν τοῦ προστίθεται τίποτε. Γιατί ἄν τοῦ προσετίθετο κάτι, θά ἐσήμαινε ὅτι πιό πρίν κάτι τοῦ ἔλειπε, ἄρα δέν ἦτο τέλειος, ὅπερ ἄτοπον.
Ὁ Θεός, ἐπειδή εἶναι ὑπερτέλειος, οὔτε βελτιώνεται, οὔτε γίνεται καλύτερος ἀπ᾽ ὅ,τι εἶναι, καί ἀντίστροφα. Δέν ἔχει ἀνάγκη ὁ Θεός ἀπό τίποτε. Εἶναι ἀνενδεής. Ὅπως λέγεται, ἐπί τό θεολογικώτερον ἐν προκειμένῳ γιά τήν Δημιουργία, ὁ κόσμος καί πᾶν τό κτιστόν, λογικόν καί μή λογικόν, δέν εἰσάγεται στήν ἐνδοτριαδολογική ζωή τῆς μιᾶς Θεότητος ὡς συνπροσδιοριστική ἀρχή. Ἡ «ἰδέα» τοῦ κόσμου καί ὅλο τό θεῖο σχέδιο, ἡ περί τοῦ κόσμου θεία δηλαδή βουλή, εἶναι βεβαίως αἰωνία, ἤ μᾶλλον προαιωνία καί ἄναρχη, ἀφοῦ «πᾶν τό θεῖον ἀεί ὡσαύτως ἔχει», πάντοτε δηλαδή εἶναι τό ἴδιο. «Ἀεί ἔχει ὡσαύτως», ὅπως ἐπί παραδείγματι στόν Εὐαγγελισμό λέγει ὁ Ἀρχάγγελος: «Βουλήν προαιώνιον ἀποκαλύπτων Σοι κόρη, κλπ.» Βουλήν προαιώνιον, ἄναρχη δηλαδή, αἰώνια, κλπ.
Παρά ταῦτα, δέν εἶναι ἡ ἰδέα τοῦ κόσμου καί ὅλο τό θεῖο σχέδιο ἐξ ὁλοκλήρου συναιώνια καί συναΐδια μέ τό εἶναι τοῦ Θεοῦ, ἐφ᾽ ὅσον τό θεῖο σχέδιο, κλπ. εἶναι ἐκδήλωσις τῆς βουλήσεώς Του καί ὄχι τῆς αὐτοσυνειδησίας Του. Σύμφωνα μέ τήν πατερική σκέψι, ἡ τριαδικότης «προηγεῖται» τῆς θελήσεως καί βουλῆς τοῦ Θεοῦ, ἐφ᾽ ὅσον ἡ θεία θέλησις εἶναι ”μία”, κοινή καί ἀδιαίρετος δι᾽ ὅλην τήν Ἁγίαν Τριάδα ἐνέργεια, ὅπως βέβαια καί ὅλες οἱ ὑπόλοιπες θεῖες ἐνέργειες.
Ὅπως λέγει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος «δεύτερον ἐστί τό δημιουργεῖν τοῦ γεννᾶν τόν Θεόν», διότι «τό ἐκ φύσεως» εἶναι «πολλῷ πρότερον», «ὑπέρκειται τῆς βουλήσεως». Αὐτά, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος τά λέγει κατά Ἀρειανῶν. Καί ἐννοεῖται, ὅτι ἡ ἰδέα τοῦ Θεοῦ περί παντός κτιστοῦ δέν εἶναι ἡ ἰδία ἡ κτίσις, δέν εἶναι ἡ οὐσία τῆς κτίσεως. Ἡ κτίσις εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἰδέας τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀναλλοίωτη, ἁπλῆ, προαιώνια, ἄναρχη θεία ἰδέα εἶναι πάντοτε ἔξω ἀπό τόν χωροχρόνο, ἐκτός τοῦ κτιστοῦ κόσμου. Ὅπως καί ἡ μετάβασις ἀπό τό θεϊκό ἐννόημα – ἀπό τήν ”θεϊκή σύλληψι” – εἰς τό ἔργον, εἰς τήν ἐκτέλεσι δηλαδή, εἰς τό ἀποτέλεσμα τοῦ τριαδολογικοῦ ἐννοήματος, δέν εἶναι μία πορεία ἐντός τῆς θείας ἰδέας, ἀλλά εἶναι μία ἐμφάνισις καινούργια, ἐξωτερική, ”ἐξωθεϊκή”, πού εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τήν δημιουργία παντός κτιστοῦ, λογικοῦ καί ἀλόγου. Δηλαδή, ἀνθρώπων, ἀγγέλων καί ὅλης τῆς κτίσεως. Ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ δέν ἔχει καμμία σχέσι μέ ὁ,τιδήποτε κτιστό, παραμένουσα παντελῶς ὑπεράγνωστος.
Ἡ ἐνδοθεϊκή ζωή χωρίζεται ἀπείρως ἀπό τήν κτίσι μέ ”Φῶς ἀπρόσιτον”. Ὅπως λέμε, ὁ Θεός εἶναι «ὁ μόνος οἰκῶν φῶς ἀπρόσιτον». Λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος «τά ποιήματα – τά δημιουργήματα δηλαδή – εἶναι μέν ἐνδεικτικά τῆς δυνάμεως καί τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ, ἀλλ᾽ ὄχι καί τῆς οὐσίας Του». Ὅταν λέμε ”ἐνδεικτικά” σημαίνει ὅτι ἀποκαλύπτουν, παρά τό ἀσύλληπτο μεγαλεῖο τους, πεπερασμένο μόνο μέρος τῆς ἄπειρης σοφίας τοῦ Θεοῦ. Μόνον πού ἡ πεπερασμένη αὐτή ἀποκάλυψις τοῦ Θεοῦ ἐν τοῖς κτίσμασι εἶναι γιά κάθε ἀνθρώπινο νοῦ, στό βάθος της, ἐντελῶς ἀπρόσιτη. Ξεπερνᾶ τήν ἀνθρωπίνη δυνατότητα. Κι ὅπως λέγει ὁ ἴδιος Πατήρ «αἱ μέν ἐνέργειαι Αὐτοῦ – τοῦ Θεοῦ δηλαδή – ποικίλαι, ἡ δέ οὐσία Αὐτοῦ ἁπλῆ». Λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ὅσα λέγομε περί Θεοῦ δέν δείχνουν τήν θείαν φύσιν, ἀλλά ”τά περί αὐτήν”, τίς ἐνέργειές Της δηλαδή. Ὅλα αὐτά βέβαια δέν σημαίνουν ὅτι ὑπάρχει διαίρεσις – ἄπαγε – ἤ χωρισμός τοῦ Θεοῦ σέ οὐσία καί ἐνέργεια.
Λέγει ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ: «Ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ προέρχεται, ”προΐησι” ἀπό τήν οὐσία Του, ἀλλά καί ”προϊοῦσα” δέν χωρίζεται ἀπό αὐτήν. Ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι ἡ ἴδια ἡ οὐσία Του, ἀλλά οὔτε καί ἕνα ”συμβεβηκός” Της. Εἶναι ἀναλλοίωτος καί συναΐδιος μέ τόν Θεόν. Προϋπάρχει τῆς κτίσεως. Καί ἀποκαλύπτει τήν περί αὐτῆς δημιουργόν θέλησιν τοῦ Θεοῦ».
Ἀλλά, ἄς ἀφήσωμε τά ἀνεξάντλητα καί κάπως δυσνόητα θεολογικά μηνύματα τά ἀπορρέοντα ἀπό τήν ἀποκάλυψι τοῦ Θεοῦ καί ἄς μιλήσωμε πιό βιωματικά, πρακτικά, καί νά τονίσωμε ὅτι τό πιό σημαντικό γιά μᾶς τώρα εἶναι ὅτι, ἐάν πραγματικά τό ἐπιθυμοῦμε, ἐάν Τοῦ τό ἐπιτρέψωμε, ὁ ἄχρονος καί ἀκατάληπτος Θεός μπορεῖ νά μᾶς συναντήση.
Λέγει ἡ Ἀποκάλυψις: «Ἰδοὺ ἕστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω· ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καὶ ἀνοίξῃ τὴν θύραν, καὶ εἰσελεύσομαι πρὸς αὐτὸν καὶ δειπνήσω μετ’ αὐτοῦ καὶ αὐτὸς μετ’ ἐμοῦ» (Ἀποκ. Γ´, 20). Μπορεῖ ὁ Θεός νά μᾶς συναντήση ὁποιαδήποτε χρονική στιγμή τῆς ζωῆς μας. Αὐτό εἶναι τό ζητούμενο καί τό εὐκταῖο.
Δέν θά πρέπη νά μᾶς ἐνδιαφέρη δηλαδή ἡ σχολαστική μέτρησις τοῦ χρόνου, πού πάντα εἶναι συμβατική καί μή ἀκριβής, ἀλλά ἡ μεταμόρφωσις τοῦ χρόνου, τό πῶς δηλαδή ἕνας Ὀρθόδοξος Χριστιανός μπορεῖ ἐν χρόνῳ νά βιώση τό αἰώνιο, τό ἄχρονο. Πῶς δηλαδή μέ τήν ἀποκάλυψι τοῦ Θεοῦ στούς ἀξίους, μέ τήν εἴσοδο στόν «συμπεπυκνωμένο χρόνο» τῆς Θείας Λειτουργίας καί στόν λεγόμενο ”λειτουργικό χρόνο”, ἐμπειρικά καί ὀντολογικά πλέον ἡ χρονική μας ὕπαρξις εἰσάγεται, συν-κρᾶται, σέ ἄλλες διαστάσεις, ὅταν ἐναγκαλίζεται καί συνουσιάζεται μέ τήν ἄκτιστη Θεία ἐνέργεια, πού δέν ἔχει βέβαια οὔτε χρονική ἀρχή, οὔτε τέλος. Θά πρέπη πρακτικά νά μᾶς ἐνδιαφέρη μόνον ἡ ἐν χρόνῳ προσωπική μας μεταμόρφωσις καί συνάντησις μέ τόν αἰώνιο καί ἄχρονο Θεό, ὁ ὁποῖος διά τοῦτο ἐσαρκώθη γιά νά γίνωμε ἐμεῖς θεοί κατά Χάριν καί ἐπέρασε καί εἰσήχθη σαρκί θεληματικῶς μέσα στήν ἀνθρώπινη ταλαίπωρη ἱστορία μας.
Οἱ χρονολογίες ἀσφαλῶς μπορεῖ νά θεωρηθοῦν συμβολικές, συμβατικές. Ἄλλωστε καί οἱ χριστιανικές ἑορτές εἶναι μέν σημαντικώτατες, ἀλλά στήν οὐσία εἶναι ἁπλῶς βοηθητικοί χρονικοί σταθμοί πού μᾶς βοηθοῦν στήν κατά Χριστόν προκοπή μας, ἐφ᾽ ὅσον διά μέσου αὐτῶν οἰκειοποιούμεθα τά διάφορα γεγονότα πρός δική μας προσωπική πνευματική ἀναγέννησι. Αὐτός ἄλλωστε εἶναι καί ὁ σκοπός των.
Γι᾽ αὐτό καί ὅσοι πολεμοῦν καί προσπαθοῦν νά περιθωριοποιήσουν καί εἰ δυνατόν νά ἐξαφανίσουν τίς χριστιανικές ἑορτές μέ διάφορες ὡραῖες δικαιολογίες, στήν οὐσία εἶναι θεομάχοι, εἶναι ὄργανα, εἴτε ἐν ἐπιγνώσει, εἴτε ἐν ἀγνοίᾳ, τοῦ Διαβόλου.
Ἀποκορύφωμα δέ ὅλων αὐτῶν εἶναι ἡ προσπάθειά τους νά καταργήσουν τήν ἀργία τῆς Κυριακῆς. Αἶσχος καί ντροπή! Τί νά ποῦμε; Τά ξέρετε, τά ἔχομε πῆ καί ἄλλες φορές. Εἶναι πάρα πολύ προφανῆ. Εἶναι προφανές, ὅτι πλέον ἔχουν πέσει καί οἱ τελευταῖες μάσκες. Θά εἴμαστε ἀναπολόγητοι, ἐάν προφανῶς δέν ἀντιδράσωμε. Καί νά ἀντιδράσωμε φυσικά δυναμικά, ἀλλά καί κατά Θεόν.
Πιστεύω, καταλαβαίνετε τώρα τήν σημασία καί τίς συνέπειες ὅλων αὐτῶν, πόσο μᾶς ὠφελοῦν οἱ χριστιανικές ἑορτές καί ἀργίες. Καί εἶναι ἀργίες ὄχι γιά νά πηγαίνωμε ἐκδρομές ἤ νά ἔχωμε τήν ἁμαρτωλή ψυχαγωγία, ἀλλά γιά νά προαγώμεθα πνευματικά, νά ἔχωμε δηλαδή τήν χριστιανική ψυχαγωγία, πού θά πῆ ἀγωγή καί πρόοδος τῆς ψυχῆς μας.
Αὐτό πού θέλω τώρα νά σᾶς ἐπισημάνω εἶναι ὁ προαναφερθείς λειτουργικός χρόνος, ὁ ὁποῖος καθιστᾶ τά πάντα – παρελθόν, παρόν καί μέλλον – ἕνα ἀδιάκοπο παρόν, ἕνα αἰώνιο «σήμερον».
Ὅταν λέμε «σήμερον κρεμᾶται ἐπί ξύλου», δέν τό λέμε τυχαῖα, δέν λέγεται ποιητικῇ ἀδείᾳ, οὔτε εἶναι ἕνα καλολογικό στοιχεῖο. Ἔχει τό νοήμά του. Ὅταν λέμε «σήμερον ὁ Δεσπότης κλίνει τόν αὐχένα χειρί τῇ τοῦ Προδρόμου» στά Θεοφάνεια, ἤ τήν Πεντηκοστή, ὅταν ψάλλωμε «παράδοξα σήμερον εἶδον τά ἔθνη πάντα ἐν πόλει Δαυΐδ», καί πολλές ἄλλες φορές λέμε αὐτό τό «σήμερον». Ὅπως λέμε «σήμερον τῆς σωτηρίας ἡμῶν τό κεφάλαιον». Πότε τελικά κατά ἀλήθειαν ἰσχύει αὐτό τό «σήμερον»; Καί πῶς εἶναι δυνατόν νά ἰσχύη, ἐφ᾽ ὅσον τό ἐπαναλαμβάνωμε κάθε χρόνο καί πολλές φορές τόν χρόνο γιά κάποιες ἑορτές;
Αὐτά τά ἐπεξηγεῖ ὁ μακαριστός ἀρχιμανδρίτης π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος ὡς ἑξῆς:
«Πάντοτε καί διά πάντα. Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι δούλη εἰς τόν ρέοντα ὑλικόν χρόνον, καίτοι κινεῖται ἐντός αὐτοῦ, ὅπως καί ἐντός τοῦ ὑλικοῦ χώρου. Ἡ Ἐκκλησία, οὖσα προθάλαμος καί πρόγευσις τῆς αἰωνιότητος, ζεῖ ἕναν ἄχρονο χρόνο, ἕν διηνεκές σήμερον, ἕν ἀδιάλειπτον καί σταθερόν καί ἀμετακίνητον παρόν. Ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζουσα τά διάφορα γεγονότα τῆς ἐπί γῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου – Γέννησις, Θεοφάνεια, κλπ. – δέν πράττει τοῦτο πρός ἁπλῆν ἀνάμνησιν ἐν τῇ ψυχολογικῇ ἐννοίᾳ τοῦ ὅρου, ἀλλά βιοῖ μυστικῶς αὐτά τά ἑορταζόμενα γεγονότα. Ὅπως λέμε «χθές συνεθαπτόμην σοι Χριστέ, συνεγείρομαι σήμερον ἀναστάντι σοι», ψάλλει πᾶν μέλος τῆς Ἐκκλησίας, ἀκριβῶς διότι δέν ἀναμιμνήσκεται ἁπλῶς τά γεγονότα αὐτά, ἀλλά συμμετέχει μυστικῶς εἰς τό Πάθος καί εἰς τήν Ἀνάστασιν τοῦ Σωτῆρος». Τά οἰκειοποιεῖται πλήρως. Ὅπως λέμε «ἀναζωγραφοῦμε τά ὑστερήματα τῶν παθημάτων τοῦ Χριστοῦ».
Καί συνεχίζει ὁ π. Ἐπιφάνιος: «Ἐν τῷ οὐρανῷ, οὔτε χρόνος ὑπάρχει, οὔτε ἡμερονύκτιον, οὔτε ἑορταί καί πανηγύρεις πρός τιμήν τούτου καί ἐκείνου τοῦ γεγονότος ἤ τοῦ δεῖνος Ἁγίου, ἀλλά μόνον μία καί μοναδική ἑορτή καί πανήγυρις μηδέποτε διακοπτομένη καί μηδέποτε λαμβάνουσα πέρας. Ἐν τῷ λειτουργικῷ χρόνῳ τῆς Ἐκκλησίας τά πάντα, καί τά πρῶτα, καί τά ἔσχατα, εἶναι «σήμερον»». Ἄλλωστε, στήν Θεία Λειτουργία, πρίν ἀπό τό «τά σά ἐκ τῶν σῶν», τί λέμε; «Μεμνημένοι τῆς Δευτέρας Παρουσίας….». Θυμόμαστε κάτι πού ἀκόμη δέν ἔχει λάβει χώρα, δηλαδή.
Αὐτό λοιπόν πού μᾶς ὠφελεῖ εἶναι ὅτι κάθε ὥρα καί στιγμή πρέπει ὅλοι μας νά βάζωμε νέα ἀρχή μετανοίας. Ὅταν ὁ Διάβολος μᾶς λέγη «αὔριο, ἀργότερα μετανόησε», ἐμεῖς νά λέμε, στόν σατανικό αὐτόν λογισμό, «σήμερα, τώρα, αὐτήν τήν στιγμή, μετανοῶ – γιατί τό τώρα ὁρίζω, τό αὔριο δέν τό ὁρίζω – καί αὔριο ἄς γίνη τό θέλημα τοῦ Θεοῦ». Διότι, ἡ ἀναβολή εἶναι ματαίωσις, ἡ δέ ματαίωσις καταστροφή. Λέγει ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος: «Ὅποιος ἀναβάλλει τά ἔργα τῆς μετανοίας, πορεύεται μετά πονηρίας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ». Τό ὀλιγώτερο πού μποροῦμε νά ποῦμε εἶναι ὅτι εἶναι ἄγνωστο τό μέλλον, ὁ χρόνος τοῦ θανάτου μας, κλπ. Ἄλλωστε, πάμπολλα εἶναι τά γνωστά παραδείγματα. Ὡς γνωστόν ὁ Θεός «οὐ μυκτηρίζεται». Ὁ Θεός δηλαδή δέν ἐμπαίζεται. Ἄλλο τό νά μή ξέρης καί νά σέ φωτίση ὁ Θεός νά μετανοήσης, καί ἄλλο νά τό κάνης ἐν ἐπιγνώσει καί νά ἀναβάλλης συνεχῶς. Κάποτε ἐξαντλεῖται ὁ χρόνος πού σοῦ δίδει ὁ Θεός.
Λένε οἱ κοσμικοί ἄνθρωποι «ὁ χρόνος εἶναι χρῆμα». Ἐμεῖς, ὅμως, ἀπερίφραστα διαλαλοῦμε ὅτι ὁ χρόνος εἶναι «κρῖμα». Εἶναι κρῖμα, ὄχι χρῆμα. Ἐάν τό θέλετε, εἶναι πνευματικό χρῆμα. Εἶναι δηλαδή πολύτιμος. Κάθε στιγμή τοῦ χρόνου ἔχει τήν μοναδικωτάτη της ἀξία, διότι ἐάν τήν χρησιμοποιήσωμε δεόντως, αὐξάνει μέσα μας ἡ θεογνωσία. Ὅ,τι δέν ἀντέχει στήν αἰωνιότητα εἶναι ἁμαρτία. Ὅ,τι ὅμως ὠφελεῖ στήν αἰωνιότητα, αὐτό εἶναι ἀρετή.
Ἡ ἀξία τοῦ χρόνου αὐτῆς τῆς ζωῆς εἶναι ὅτι ἀπό τό πῶς θά χρησιμοποιήσωμε τήν κάθε ὥρα καί στιγμή αὐτῆς τῆς ζωῆς ἐξαρτᾶται ἡ μέλλουσα ὑπέρχρονη ἀποκατάστασί μας.
Ἄλλωστε, ”ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ Πατρός πολλαί μοναί εἰσίν”. Καί ”ἀστήρ ἀστέρος διαφέρει ἐν δόξῃ”. Ὅσο καθαρωτέρα ἔχει κάποιος τήν ψυχή του, τόσο καί καθαρώτερον τόν Θεόν ὄψεται καί τοσοῦτον λαμπρότερον τήν αἰώνιον Αὐτοῦ δόξα θά ἀντανακλᾶ. Διότι, ἐντός τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ «οὐ πάντες τῶν αὐτῶν ἀπολαύσονται». Ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη, ἀλλά εἶναι καί δικαιοσύνη. Θά διαφέρουν δηλαδή τά πνευματικά ”πηγαδάκια” στά ὁποῖα θά ἀνήκουν οἱ σεσωσμένοι, ἀνάλογα μέ τήν ἐδῶ καθαρότητα πού ἀπέκτησαν.
Μέ βάσι λοιπόν τά προαναφερθέντα θεολογικά καί πνευματικά πλαίσια, εὔχομαι σέ ὅλους σας καλή καί καρποφόρα νέα ἐκκλησιαστική χρονιά «ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι» (Ἐφεσ. Ε´, 16). Καί νά μή προφασιζώμεθα διάφορες δικαιολογίες ἀμετανοησίας, διότι οἱ ἄνθρωποι δυστυχῶς τίς πιό πολλές φορές εἶναι δυστυχισμένοι, διότι ”κολλοῦν” στό παρελθόν πού τό κουβαλοῦν μαζί τους. Δέν ἀναφερόμεθα στίς προλήψεις τοῦ παρελθόντος πού χωρίς τήν θέλησί μας συνεχίζουν νά μᾶς βασανίζουν, ἀλλά σέ πράγματα πού ἐνῷ ἔχουν ἐκλείψει καί δέν μᾶς ἐπηρεάζουν σήμερα, ἐμεῖς, παρά ταῦτα, συνεχῶς τά ἐνθυμούμεθα καί τά ἀνατροφοδοτοῦμε μέσα μας σάν νά συμβαίνουν καί τώρα. Ἔτσι, τά διάφορα πάσης φύσεως τραύματα τοῦ παρελθόντος συντηροῦνται καί παραμένουν.
Ἄλλωστε, λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ἕν δέ, τά μέν ὀπίσω ἐπιλανθανόμενος τοῖς δέ ἔμπροσθεν ἐπεκτεινόμενος κατά σκοπόν διώκω ἐπί τό βραβεῖον τῆς ἄνω κλήσεως τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Φιλιπ. Γ´, 14). Σέ ἐλεύθερη μετάφρασι: «Ἀλλ᾽ ἕνα πρᾶγμα κάνω, δι᾽ ἕνα φροντίζω, λησμονῶ μέν ὅσα ἔγιναν εἰς τό παρελθόν, πού τά ἔχω ἀφήσει ὀπίσω μου, ἁπλώνομαι δέ διαρκῶς καί σπεύδω πρός ἐκεῖνα πού εἶναι ἐμπρός μου καί πού μένουν ἀκόμη ἀνεκτέλεστα – καί πρέπει δηλαδή νά τά ἐφαρμόσω, καί πρέπει νά τά ἐκτελέσω – κι ἔτσι προχωρῶ κατ᾽ εὐθεῖαν πρός τόν ἐπιδιωκόμενο σκοπό καί τρέχω βιαστικά γιά νά λάβω τό βραβεῖο, τό ὁποῖο μᾶς ἐπιφυλάσσει ἡ πρόσκλησις πρός τόν οὐρανόν ἐπάνω, ὅπου μᾶς καλεῖ ὁ Θεός διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ».
Εὔχομαι, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, σέ ὅλους μας, καλή μετάνοια, καί τώρα καί πάντοτε καί ὡς τό τέλος τῆς πρόσκαιρης ζωῆς μας, διότι τά ἔργα τῆς μετανοίας ποτέ δέν τελειώνουν.
Καλή Χρονιά μέ κατά Χριστόν πρόοδο!
Ἀρχιμανδρίτης Ἀρσένιος Κατερέλος
Ἡγούμενος Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος
(Ἑσπερινή ὁμιλία εἰς τήν Ἱεράν Μονήν Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος 31-8-2013)