ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΡΩΤ. Π. ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης Ὁμότιμος Καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ.

Ὁ Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης, Καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Α.Π.Θ.), γεννήθηκε τὸ 1941 στὸ χωριὸ Παναγία τῆς Θάσου, πέμπτος ἀπὸ ἑπτὰ τέκνα. Μετὰ τὴ λήξη τοῦ πολέμου, τὸ 1945, ἐγκαταστάθηκαν οἰκογενειακῶς στὸ χωριὸ Μέση τῆς Κομοτηνῆς, ὅπου ὁ Ἱερεὺς πατήρ του Νικόλαος διορίσθηκε ἐφημέριος. Ἐκεῖ ὁ Θεόδωρος περάτωσε τὸ Δημοτικὸ Σχολεῖο. Στὴ συνέχεια ἐνεγράφη στὴν Ἐκκλησιαστικὴ Σχο­λὴ τῆς Ξάνθης, ἑπταετοῦς φοιτήσεως, ἀριστεύων καὶ πρωτεύων καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῶν σπουδῶν του (1953-1961).
Εἰσήχθη πρῶτος στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, τῆς ὁποίας τὸ πτυχίο ἔλαβε τὸ 1965 μὲ τὸ βαθμὸ Ἄριστα (10). Ἐνεγράφη ὡς ἀριστοῦχος στὴ Νο­μικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, τῆς ὁποίας παρηκολούθησε τὰ πρῶτα ἔτη, διέκοψε ὅμως τὴ φοίτηση, ὅταν ἄρχισε νὰ σταδιοδρομεῖ στὴ Θεολογικὴ Σχολή. Ὑπηρέτησε ἐπὶ διετία στὶς τάξεις τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ, στὴ Θρησκευτικὴ Ὑπηρεσία, ὡς θεολόγος-ὁπλίτης (1966-1968). Ἐνυμφεύθη (1968) τὴ θεολόγο Χριστίνα Μπουλάκη, κόρη ἱερέως, ἐπίκουρη Καθηγήτρια κατόπιν τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς στὸ γνω­στικὸ ἀντικείμενο τῆς Ἱστορίας τῶν Σλαβικῶν καὶ λοιπῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, καὶ ἀπέκτησαν δύο τέκνα.
Μεταπτυχιακὲς σπουδὲς πραγματοποίησε στὴ Θεσσαλονίκη, στὸν ἱστορικὸ κλάδο τῆς Θεολογίας, ὅπου ἀνῆκε καὶ τὸ γνωστικὸ ἀντικείμενο τῆς Πατρολογίας, μὲ σύμβουλο Καθηγητὴ τὸ γνωστὸ Πατρολόγο ἀείμνηστο Παναγιώτη Χρήστου. Ἀνηγορεύθη μὲ ἄρι­στα Διδάκτωρ Θεολογίας τὸ 1971, ὑποβάλλοντας διατριβὴ μὲ τίτλο «Ἄνθρωπος καὶ κόσμος ἐν τῇ οἰκονομία τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸν ἱερὸν Χρυσόστομον». Ἐξελέγη Ὑφηγητὴς τῆς Πατρολο­γίας τὸ 1973 στὴ Θεολογικὴ Σχολή, μὲ τὴ μελέτη «Τέχνη Παρθενίας. Ἡ ἐπιχειρηματολογία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ἀγαμίας καὶ αἱ πηγαὶ αὐτῆς». Τὸ 1980 ἐξελέγη Τακτικὸς Καθηγητὴς τῆς Πατρολογίας στὴν ἑνιαία τότε Θεολογικὴ Σχο­λή, καταθέτοντας μαζὶ μὲ ἄλλα δημοσιεύματα καὶ τὴ μεγάλη μονογραφία «Γεννάδιος Β’ Σχολάριος. Βίος-Συγγράμματα-Διδασκαλία». Μετὰ τὸ χωρισμὸ τῆς Σχολῆς σὲ δύο τμήματα (1982) ἐνετάχθη στὸ Τμῆμα Ποιμαντικῆς καὶ Κοινωνικῆς Θεολογίας, ὅπου ὑπηρέτησε μέ­χρι τῆς συνταξιοδοτήσεώς του (2008), διατελέσας καὶ πρόεδρος αὐτοῦ ἐπὶ δύο θητεῖες. Διετέλεσε ἀκόμη καὶ Διευθυντὴς τοῦ τομέως Ἁγίας Γραφῆς καὶ Πατερικῆς Γραμματείας. Στὶς πρυτανικὲς ἐκλογὲς τοῦ 1986 ὁρίσθηκε ὑποψήφιος ἀντιπρύτανις παρὰ τῷ ὑποψηφίῳ Πρυτάνει Καθηγητὴ τῆς Ἱα­τρικῆς κ. Δ. Παπαπαναγιώτου μὲ δεύτερο ἀντιπρύτανι τὸν Καθηγητὴ τῆς Πολυτεχνικῆς κ. Δ. Ψωϊνό· τελικῶς, ἐξελέγη ἄλλο σχῆμα μὲ Πρύτανι τὸν Καθηγητὴ κ. Δ. Φατοῦρο.

Μετεκπαιδεύθηκε ἐπὶ δύο ἔτη στὴ Δυτικὴ Γερμανία (Βόννη) ὡς ὑπότροφος τῆς Humboldt-Stiftung (1972-1973 καὶ 1979-1980). Γνωρίζει ἐκτὸς ἀπὸ τὴ γερμανικὴ καὶ τὴ γαλ­λικὴ γλώσσα.
Διετέλεσε ἐπιστημονικὸς συνεργάτης, ἅμα τῇ ἱδρύσει του, τοῦ Πατριαρχικοῦ Ἱδρύ­ματος Πατερικῶν Μελετῶν τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βλατάδων, συντάκτης καὶ γραμματεὺς τοῦ περιοδικοῦ τοῦ Ἱδρύματος «Κληρονομία» (1968-1970), κατόπιν δὲ καὶ ἔφορος τοῦ Ἱδρύματος (1977-1986). Διορίσθηκε ἐρευνητὴς στὸ Κέντρο Βυζαντινῶν Ἐρευνῶν (Κ.Β.Ε.) τοῦ Πανεπι­στημίου Θεσσαλονίκης (1970-1974), διευθυντὴς τοῦ Τμήματος Θεολογίας τοῦ ἰδίου Κέν­τρου (1988-1998), πρόεδρος τοῦ Κέντρου (1991-1995), συνδιευθύνων μετὰ τῶν λοιπῶν μελῶν τοῦ Διοικητικοῦ Συμβουλίου τὸ περιοδικὸ «Βυζαντινὰ» καὶ τὶς ἄλλες ἐκδόσεις τοῦ Κ.Β.Ε. Κατὰ τὸ διάστημα τῆς ἑπταετοῦς παραμονῆς του στὸ Κέντρο, ὡς διευθυντὴς Τμήματος καὶ Πρόεδρός του, ἐξασφάλισε ἐρευνητικὰ κονδύλια ἀπὸ κρατικοὺς φορεῖς, τὰ ὁποῖα διέθεσε καθ’ ὁλοκληρίαν στὸν καταρτισμὸ ἐρευνητικῶν προγραμμάτων καὶ στὴν ἀπασχόληση δεκαπέντε νέων ἐρευνητῶν, ἀπὸ τοὺς ὁποίους οἱ πε­ρισσότεροι εἶναι τώρα μέλη ΔΕΠ ἑλληνικῶν Πανεπιστημίων. Μνημονεύουμε τὸ πρόγραμμα «Τὰ Μοναστήρια τῆς Μακεδονίας κατὰ τὴν Βυζαντινὴ καὶ Μεταβυζαντινὴ περίοδο», τὰ ἀποτελέσματα τοῦ ὁποίου ἔχουν δημοσιευθεῖ μερικῶς σὲ ἕνα τόμο. Συνεκάλεσε ἐπίσης ὑπὸ τὴν προεδρία του διεθνὲς Ἐπιστημονικὸ Συμπόσιο μὲ τίτλο «Μνήμη Ἁγίων Γρηγορίου Θεολόγου καὶ Μεγάλου Φωτίου (14-17 Ὀκτωβρίου 1993)» στὴ Μεγάλη Αἴθουσα Τελετῶν τοῦ Α.Π.Θ.
Ἐπὶ πολλὰ ἔτη διετέλεσε πρόεδρος τῆς Ἑνώσεως Θεολόγων Βορείου Ἑλλάδος (Ε.ΘΕ.Β.Ε.) μὲ πλῆθος δραστηριοτήτων στὸ χῶρο τῆς ἐκπαιδεύσεως· ἐπὶ τῆς προεδρίας του ἱδρύθη τὸ περιοδικὸ τῆς Ἑνώσεως «Θεολόγος».
Ὀργάνωσε μὲ συνεργάτες του πολλὰ ἐπιστημονικὰ συνέδρια, ἑλληνικὰ καὶ διεθνῆ, καὶ συμμετέσχε σ’ αὐτὰ καὶ σὲ ἄλλα μὲ εἰσηγήσεις καὶ ἀνακοινώσεις. Τὴν ἐπιτυχὴ καὶ διαρκὴ συνεδριακή του δραστηριότητα κορύφωσε μὲ τὴν ὀργάνωση τοῦ μεγάλου διεθνοῦς ἐπιστη­μονικοῦ συνεδρίου γιὰ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο, τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 2007, τοῦ ὁποίου τὴν προεδρία τοῦ ἀνέθεσε τὸ Τμῆμα Ποιμαντικῆς καὶ Κοινωνικῆς Θεολογίας.
Κληθεὶς γιὰ παραπάνω ἀπὸ τρεῖς δεκαετίες ἀπὸ Ἱερὲς Μητροπόλεις, Μονὲς καὶ Συλλόγους βοήθησε, ὡς σύμβουλος ἢ ὡς πρόεδρος καὶ μέλος ὀργανωτικῶν ἐπιτροπῶν, στὴ σύγκληση καὶ ὀργάνωση ἐπιστημονικῶν συνεδρίων, ἐκόσμησε δὲ ὡς ὁμιλητὴς πολλὰ βήματα ἀπανταχοῦ τῆς Ἑλλάδος σὲ ἑκατοντάδες ἐκδηλώσεων. Μνημονεύουμε τὴ συμβολή του στὴν ὀργάνωση τῶν δύο ἐπιστημονικῶν συνεδρίων γιὰ τὸν Ἅγιο Νεκτάριο στὴν Αἴγινα (1996), τῶν δύο μεγάλων διεπιστημονικῶν συνεδρίων στὴν Πάρο γιὰ τὴν Παναγία τὴν Ἑκατονταπυλιανὴ (1997) καὶ γιὰ τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο Πάριο (1999) ὡς πρόεδρος καὶ μέλος τῆς Ὀργανωτικῆς Ἐπιτροπῆς, καθὼς καὶ τοῦ μεγάλου ἐπίσης συνεδρίου γιὰ τὸν Ἅγιο Νικόδημο Ἁγιορείτη (1999), ὑπὸ τὴν ἰδιότητα τοῦ προέδρου τῆς Ὀργανωτικῆς Ἐπιτροπῆς, τὸ ὁποῖο συνεκάλεσε ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ὁσίου Νικοδήμου Γουμενίσσης. Ἐπὶ σειρὰ ἐτῶν προεδρεύει στὰ ὀργανούμενα κατ’ ἔτος συνέδρια μὲ διαφορετικὸ κάθε ἔτος θέμα, ποὺ ὀργανώνει ὁ Πολιτιστικὸς Σύλλογος Ράχης Πιερίας «Τὰ Πάτρια». Γιὰ τὴν πο­λύπλευρη προσφορά του ἐτιμήθη μὲ εἰδικὲς τελετὲς καὶ διακρίσεις (ὡς λ.χ. τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μα­ρωνείας)· ἡ Ἱερὰ Μητρόπολις Παροναξίας σὲ ἐπίσημη τελετὴ τὸν ἀνεκήρυξε ἐπίτιμο μέλος τοῦ Διοικητικοῦ Συμβουλίου τοῦ Ἱεροῦ Προσκυνήματος τῆς Ἑκατονταπυλιανῆς. Τὸ 2005 ἀναγορεύθηκε ἀντεπιστέλλον μέλος τοῦ Φιλολογικοῦ Συλλόγου «Παρνασσὸς» καὶ τὸ 2006 ἐπίτιμο μέλος αὐτοῦ, τιμηθεὶς στὴν Ἀθήνα μὲ εἰδικὴ ἐκδήλωση.
Ὡς σύμβουλος Καθηγητὴς ἀνέλαβε τὴν ἐπιστημονικὴ καθοδήγηση πλήθους μεταπτυχιακῶν φοιτητῶν καὶ συμμετέσχε σὲ πλῆθος ἐπιτροπῶν κρίσεως μεταπτυχιακῶν ἐργασιῶν. Καθοδήγησε ἐπίσης ὡς σύμβουλος Καθηγητὴς πολυάριθμους ὑποψηφίους διδάκτορες, πολ­λοὶ τῶν ὁποίων εἶναι τώρα μέλη ΔΕΠ στὶς Θεολογικὲς Σχολὲς τῶν Πανεπιστημίων Ἀθηνῶν καὶ Θεσσαλονίκης ἢ διδάσκουν στὶς Ἀνώτατες Ἐκκλησιαστικὲς Ἀκαδημίες καὶ στὴ Δευ­τεροβάθμια Ἐκπαίδευση.
Ἀπὸ τὸ 1990 μέχρι τὸ 2007 ὑπῆρξε κληρικὸς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Χειροτονήθηκε Διάκονος τὸ Δεκέμβριο τοῦ 1990 καὶ Πρεσβύτερος τὸ Μάρτιο τοῦ 1991 στὴν Ἱερὰ Πατριαρχικὴ Σταυροπηγιακὴ Μονὴ τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Φαρμακολυτρίας, ὅπου ἱεράτευσε μέχρι καὶ τῶν ἀρχῶν τοῦ 1993. Ἀπὸ τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1993 μέχρι σήμερα (ἄνοιξη 2011) ἱερατεύει στὸν Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου Θεσσαλονίκης, ἐγγραφεὶς κατὰ τὸ παρὸν ἔτος (2008) καὶ στὸ σῶμα τῶν κληρικῶν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης.
Ἐκπροσώπησε τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος σὲ διορθόδοξες καὶ διαχριστιανικὲς συναντήσεις. Ἔλαβε μέρος στὸ Διάλογο Ὀρθοδόξων καὶ Παλαιοκαθολικῶν, στὸ Διάλογο Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν, ὅπως καὶ σὲ διορθόδοξες συναντήσεις στὴ Γενεύη γιὰ τὴν προετοιμασία τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Συνέταξε πολλὰ πατριαρχικὰ κείμενα καὶ ἐγκυκλίους, ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ ἐπετειακῶν ἐκδηλώσεων καὶ πατριαρχικῶν ἐπισκέψεων. Συνέβαλε ἀποφασιστι­κὰ στὴν κοινὴ καταδίκη τῆς Οὐνίας ἀπὸ θεολόγους Ὀρθοδόξους καὶ Ρωμαιοκαθολικούς, στὸ Freising τοῦ Μονάχου τὸν Ἰούνιο τοῦ 1991. Ἐπειδὴ ἄσκη­σε αὐστηρὴ κριτικὴ στὸ ἀθωωτικὸ τῆς Οὐνίας καὶ ἐκκλησιολογικὰ ἀπαράδεκτο κείμενο τοῦ Balamand τοῦ Λιβάνου (1993), τοῦ ἀπαγορεύθηκε ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο νὰ συμμετέχει στὸ Διάλογο μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς, ἔστω καὶ ὡς ἐκπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (λόγω τῆς κληρικῆς του ἰδιότητος ὑπὸ τὸ Πατριαρχεῖο ΚΠόλεως).
Ταὸ 1998 ἵδρυσε μὲ συνεργάτες του τὴν «Ἑταιρεία Ὀρθοδόξων Σπουδῶν», τῆς ὁποί­ας τὸ τριμηνιαῖο θεολογικὸ περιοδικὸ «Θεοδρομία» διευθύνει, ἐκδιδόμενο ἀνελλιπῶς ἀπὸ τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1999 μέχρι σήμερα.
Ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων ὁρίσθηκε μέλος τῆς Ἐποπτεύουσας Ἐπιτροπῆς τοῦ ἱστορικοῦ ἐπιστημονικοῦ περιοδικοῦ «Νέα Σιών», ὅπου καὶ ὑπηρέτησε ἐπὶ τριετία (2006-2008), συνεισφέρων στὸν ἐκδοθέντα τόμο τῆς «Νέας Σιὼν» τοῦ ἔτους 2006.
Συνέγραψε πολλὲς μονογραφίες, ὡς καὶ ἄρθρα καὶ μελέτες σὲ ἐπιστημονικὰ περιοδικά. Μερικές ἀπὸ τὶς μελέτες του ἔχουν μεταφρασθεῖ, καὶ ἄλλες μεταφράζονται σὲ ἄλλες γλῶσσες. Ἡ μελέτη του «Εὐεργετικὸ καὶ καθαρτικὸ τὸ τσουνάμι. Εὐθύνεται ὁ Θεὸς γιὰ τὶς φυσικὲς καταστροφές;» μεταφράσθηκε στὰ ρωσικὰ καὶ βραβεύθηκε ἀπὸ τὴν «Ἕνωση Συγ­γραφέων τῆς Ρωσίας» ὡς ἡ καλύτερη μελέτη τοῦ ἔτους 2006 στὸν τομέα τῆς Θεολογίας. Ἡ ἴδια μελέτη μεταφράσθηκε καὶ στὰ βουλγαρικὰ ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μονὴ Ζωγράφου Ἁγίου Ὄρους (Βλ. κατάλογο τῶν σπουδαιοτέρων βιβλίων καὶ ἐργασιῶν του στὸ τέλος τοῦ ἄρθρου).
Πέραν τῆς πολὺ σημαντικῆς καθαρῶς ἀκαδημαϊκῆς καὶ ἐπιστημονικῆς του συνεισφορᾶς στὴ σύγχρονη θεολογία, ὅπως φερ’ εἰπεῖν ἡ ἀποκάθαρσις τῆς μορφῆς τοῦ Πατριάρχου Γενναδίου Σχολαρίου ἀπὸ τὴ ρωμαιοκαθολικὴ προπαγανδιστικὴ φαλκίδευση, ἡ ἀρχὴ ἐκείνη ἡ ὁποία διήκει ἀνέκαθεν τὴ διδασκαλία τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου π. Θεοδώρου Ζήση, εἶναι τὸ νὰ καθίσταται ἡ Θεολογία, πάντοτε βάσει τῶν διδαχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων, εὔληπτη καὶ πρακτικὴ χάριν τῶν ἀκροατῶν, μακρὰν ἀπὸ λεξιθηρία, περιττοὺς φιλολογικοὺς στολισμοὺς καὶ πολύπλοκους στοχασμούς. Ἡ φράση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου περὶ τῆς προτιμήσεως τῶν ἁπλῶν καὶ χρησίμων διδαγμάτων χάριν τοῦ ποιμνίου, εἶναι ὁ κατευθυντήριος δείκτης στὴ διδακτικὴ προσπάθεια τοῦ π.Θεοδώρου: «Ἐμοὶ δὲ γένοιτο πέντε λόγους ἐν ἐκκλησίᾳ λαλῆσαι μετὰ συνέσεως, ἢ μυρίους ἐν γλώσσῃ, καὶ φωνῇ σάλπιγγος ἀσήμῳ, τὸν ἐμὸν ὁπλίτην οὐκ ἐγειρούσῃ πρὸς τὸν πνευματικὸν πόλεμον». Ὁ προσωπικὸς καὶ θεολογικός του σεβασμὸς στοὺς Πατέρες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐδηλώνεται μεταξὺ ἄλλων καὶ στὴν ἐκτενὴ ἐπιστημονική του ἐνασχόληση μὲ τὰ θέματα τοῦ Μοναχισμοῦ.
Τὸ δημοκρατικὸ καὶ ἀκαδημαϊκό του ἦθος, τὸ διαλεκτικό του πνεῦμα, ὁ σεβασμὸς στὴν προσωπικότητα καὶ τὸ ἔργο τῶν ἄλλων ἐρευνητῶν, ἡ πατρική του συμπεριφορὰ πρὸς τοὺς φοιτητές, ἡ ἀρίστη συνεργασία του μὲ τοὺς συναδέλφους του ὅλων τῶν βαθ­μίδων καὶ ἡ ἐπιστημονική του ἀρτιότητα, ὡς καὶ ἡ διεθνὴς καὶ διορθόδοξη προβολή του, ἀποτελοῦν ὁρισμένα ἀπὸ τὰ προσόντα τοῦ π. Θεοδώρου Ζήση, μὲ τὰ ὁποῖα συνέβαλε στὴν ἄριστη λειτουργία τοῦ Τμήματος Ποιμαντικῆς καὶ Κοινωνικῆς Θεολογίας καθὼς καὶ στὴν προαγωγὴ τῆς Ἐπιστήμης τῆς Θεολογίας.
Τὰ πλεῖστα ἐκ τῶν ἐπιστημονικῶν του ἄρθρων σὲ συλλογικοὺς τόμους ἔχουν μετὰ ταῦτα ἐκδοθεῖ εἴτε αὐτοτελῶς εἴτε ἐντεταγμένα σὲ ἐκτενέστερα ἔργα του. Ἐνδεικτικῶς ἀναφέρουμε τὰ σπουδαιότερα ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ π. Θεοδώρου:

ΕΚΤΕΝΗ ΕΡΓΑ
• Ἄνθρωπος καὶ κόσμος ἐν τῇ οἰκονομίᾳ τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸν ἱερὸν Χρυσόστομον, Θεσσαλονίκη 1971.
• Τέχνη Παρθενίας. Ἡ ἐπιχειρηματολογία τῶν Πατέρων περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ἀγαμίας καὶ αἱ πηγαὶ αὐτῆς,
Θεσσαλονίκη 1973, 2α ἐκδ. 1996.
• Γεννάδιος Β’ Σχολάριος. Βίος-συγγράμματα-διδασκαλία, Θεσσαλονίκη 1980,2α ἐκδ. 1988 (ἐπανεκδίδεται).
• Ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’ στὴ συνείδηση τοῦ Γένους, Θεσσαλονίκη 1986.
• Ἐπιστημονικὴ Τεχνογραφία. Πῶς γράφεται μία ἐπιστημονικὴ ἐργασία, Θεσσαλονίκη 1985, 2α ἐκδ. 1992, 3η ἐκδ. 1996.
• Πλατωνικά. Εἰσαγωγὴ στὸν Πλάτωνα, Θεσσαλονίκη 1989, 2α ἐκδ. 1996.
• Θεολόγοι τῆς Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1989, 2α ἐκδ. 1996.
• Κωνσταντινούπολη καὶ Μόσχα, Θεσσαλονίκη 1991.
• Ἑπόμενοι τοῖς Θεῖοις Πατράσι. Ἀρχὲς καὶ κριτήρια τῆς Πατερικῆς Θεολογίας, Θεσσαλονίκη 1993.
• Φραγκέψαμε. Ἡ εὐρωπαϊκή μας αἰχμαλωσία, Θεσσαλονίκη 1994.
• Οἱ εἰκόνες στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, Θεσσαλονίκη 1995.
• Ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου, Θεσσαλονίκη 1997 (ἐπηυξημένη ἔκδοση τοῦ ὡς ἄνω «Ἄνθρωπος καὶ κόσμος … »).
• Μοναχισμός. Μορφὲς καὶ θέματα, Θεσσαλονίκη 1998.
• Ἠθικὰ Κεφάλαια, Θεσσαλονίκη 2002.
• Ἱεράρχες Ἐθνάρχες, Θεσσαλονίκη 2003.
• Διαθρησκειακὲς συναντήσεις, Θεσσαλονίκη 2003.
• Τὰ ὅρια τῆς ἐκκλησίας. Οἰκουμενισμὸς καὶ Παπισμός, Θεσσαλονίκη 2004.
• Κολλυβαδικά. Ἅγιος Ἀθανάσιος Πάριος, Ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης, Θεσσαλονίκη 2004.
• Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, Θεσσαλονίκη 2004.
• Κακὴ ὑπακοὴ καὶ ἁγία ἀνυπακοὴ (Ἡ πνευματικὴ καὶ διοικητικὴ κρίση στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος),
Θεσσαλονίκη 2006.
• Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ὡς διδάσκαλος, Θεσσαλονίκη 2000.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ
• Νικήτα Σεΐδου, Λόγος κατὰ Εὐστρατίου Νικαίας, Θεσσαλονίκη 1976.
• Νικολάου Μουζάλωνος, Περὶ ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Θεσσαλονίκη 1978.

ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ
• Οἱ λαϊκοὶ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, Θεσσαλονίκη 1991.
• Οὐνία. Νεώτερες ἐξελίξεις, Θεσσαλονίκη 1994.
• Ὀρθοδοξία καὶ Οἰκολογία, Θεσσαλονίκη 1994.
• Ἡ «Ὀρθοδοξία» τῶν Ἀντιχαλκηδονίων Μονοφυσιτῶν Θεσσαλονίκη 1994.
• Ψυχαγωγία. Κοσμικὴ καὶ Χριστιανική, Θεσσαλονίκη 1994.
• Εἶναι οἱ Ἀρμένιοι Ὀρθόδοξοι; Οἱ θέσεις τοῦ Μ. Φωτίου, Θεσσαλονίκη 1995.
• Τὰ γηρατειά. Ἕνα μεγάλο ὑπαρξιακὸ καὶ κοινωνικὸ πρόβλημα, Θεσσαλονίκη 1995.
• Ὀρθοδοξία καὶ Ἑλληνισμός. Νέα αἰχμαλωσία καὶ ἀντίσταση, Θεσσαλονίκη 1995.
• Ἡ ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο, Θεσσαλονίκη 1998.
• Θεσσαλονίκη, ἡ φιλομόναχος, Θεσσαλονίκη 1998.
• Ἡ Ροτόντα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Οἱ λόγοι τῆς διαμάχης, Θεσσαλονίκη 1998.
• Θεολογικὴ Σχολὴ Θεσσαλονίκης. Ἡ προσφορά της (1942-1992), Θεσσαλονίκη 1998.
• Γάμος καὶ Ἀγαμία. Ποιὸ ὑπερέχει; Θεσσαλονίκη 1999.
• Οἱ νέες ταυτότητες. Ποιοὶ δημιούργησαν τὸ πρόβλημα, Θεσσαλονίκη 2000.
• Ἐκκλησιαστικὴ Περιουσία, Θεσσαλονίκη 2000.
• Ἀπὸ τὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας στὴ Νίκαια τῆς Γαλλίας, Θεσσαλονίκη 2001.
• Τὸ Χριστουγεννιάτικο δένδρο, Θεσσαλονίκη 2000.
• Παρηγορία πενθούντων. Παραμυθητικὲς ἐπιστολὲς τοῦ Μ. Βασιλείου, Θεσσαλονίκη 2001.
• Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος καὶ ὁ πάπας. Τὰ παραλειπόμενα μιᾶς ὁμιλίας, Θεσσαλονίκη 2001.
• Μετὰ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ πάπα. Διαπιστώσεις καὶ ἐκτιμήσεις, Θεσσαλονίκη 2001.
• Οὐνία. Ἡ καταδίκη καὶ ἡ ἀθώωση, Θεσσαλονίκη 2002.
• Πρέπει νὰ μεταφρασθοῦν τὰ λειτουργικὰ κείμενα; 2003.
• Εὐεργετικὸ καὶ καθαρτικὸ τὸ τσουνάμι. Εὐθύνεται ὁ Θεὸς γιὰ ταὶς φυσικὲς καταστροφές; Θεσσαλονίκη 2005.
• Ἐκκλησία καὶ ποδόσφαιρο. Χριστιανικὴ ζωὴ καὶ ἀθλητισμός, Θεσσαλονίκη 2005.
• Ἐκκλησία καὶ Πολιτεία. Χωρισμὸς ἢ συναλληλία;, Θεσσαλονίκη 2006.

ΥΠΟ ΕΚΔΟΣΗ
• Θεολογία καὶ Γραμματεία μεγάλων Πατέρων καὶ Θεολόγων
• Ἀθανασίου Παρίου, Ἐπιτομὴ τῶν θείων τῆς Πίστεως δογμάτων
• Ἁγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, Ἐπιστολὲς

Share Button