ΜΕΤΑ ΤΟ ΞΕΣΠΑΣΜΑ ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΥΜΕ Σ”ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΟΝΤΩΣ ΑΞΙΖΟΥΝ!!!ΆΓΙΟΣ ΝΕΊΛΟΣ: ΛΌΓΟΣ ΑΣΚΗΤΙΚΌΣ (Α΄ ΜΈΡΟΣ)

Επιχείρησαν πολλοί, και Εθνικοί και Ιουδαίοι, να φιλοσοφήσουν. Μόνο όμως οι μαθητές του Χριστού προσπάθησαν να μάθουν την αληθινή φιλοσοφία, γιατί, μόνο αυτοί είχαν δάσκαλο τη Σοφία (το Χριστό), που έδειξε με έργα την επιμέλεια και την εργασία της αληθινής φιλοσοφίας. Οι πρώτοι, δηλ. οι Έλληνες, σαν να έπαιζαν δράμα πάνω στη σκηνή φόρεσαν ξένο προσωπείο, έχοντας άδειο όνομα φιλοσοφίας, χωρίς να έχουν την αληθινή φιλοσοφία και επιδεικνύοντας τη φιλοσοφικότητά τους με το να φορούν τρίβωνα (τριμμένο πανωφόρι) και να έχουν γενειάδα και ραβδί.
Στην ουσία περιποιούνταν το σώμα και υπηρετούσαν τις επιθυμίες τους σαν κυρίες τους· ήταν δούλοι της κοιλιάς τους και θεωρούσαν τις σαρκικές ηδονές ως έργο της φύσεως. Υπήκοοι της οργής και ξιπασμένοι για δόξα, εφορμούσαν στα λαμπρά συμπόσια με λαιμαργία σαν σκυλάκια, χωρίς να γνωρίζουν ότι προπάντων ο φιλόσοφος πρέπει να συμπεριφέρεται σαν άνθρωπος ελεύθερος και περισσότερο να αποφεύγει να είναι δούλος των παθών, παρά δούλος αγορασμένος με χρήματα ή δούλος οικογενειακός. Γιατί το να είναι κανείς δούλος ανθρώπου ίσως δεν βλάπτει εκείνον που ζει ορθά, ενώ το να κυριεύεται κανείς από τα πάθη και να υπηρετεί τις ηδονές, προξενεί ντροπή και μεγάλη γελοιοποίηση. Υπάρχουν και μερικοί οι οποίοι ενώ αμελούν την πρακτική αρετή εντελώς, νομίζουν ότι έχουν διαλέξει τη λογική φιλοσοφία, φλυαρούν για αφηρημένα πράγματα και προσπαθούν να εξηγήσουν τα ανεξήγητα· δηλώνουν ότι γνωρίζουν το μέγεθος του ουρανού και τις διαστάσεις του ηλίου και τις ενέργειες των αστέρων· ενίοτε επιχειρούν και να θεολογήσουν, όπου και η αλήθεια είναι ακατόρθωτη και ο στοχασμός με εικασίες είναι επικίνδυνος. Και αυτά ενώ ζουν ατιμότερα και από τους χοίρους που κυλιούνται στο βόρβορο. Είναι και μερικοί που έγιναν πρακτικοί· αυτοί έγιναν χειρότεροι από τους προηγούμενους με το να πουλήσουν τους κόπους για τις δόξες και τους επαίνους. Επειδή για τίποτε άλλο, παρά για επίδειξη και φιλοδοξία έκαναν τα περισσότερα οι ταλαίπωροι και αντάλλαζαν την τόση ταλαιπωρία με τον τιποτένιο και φτηνό έπαινο. Γιατί το να κρατούν παντοτινή σιωπή και να τρέφονται με χόρτα και φορούν τρίχινα ράκη και να ζουν μέσα στο πιθάρι, χωρίς να περιμένουν καμιά αμοιβή μετά το θάνατο, είναι πέρα από κάθε ανοησία, αφού με το τέλος της ζωής συγκαταργούνται τα βραβεία της αρετής· έθεσαν στον εαυτό τους αγώνα χωρίς στεφάνι και παντοτινή πάλη χωρίς βραβείο και παλαίστρα που μόνο ιδρώτες έχει και τίποτε περισσότερο. 
 
 
Από τους Ιουδαίους πάλι όσοι τίμησαν αυτό το είδος του βίου, κι αυτοί είναι οι απόγονοι του Ιωναδάβ, όλους εκείνους που επιθυμούν να ζουν παρόμοια, τους καθοδηγούν σ’ αυτό τον τρόπο ζωής. Κατοικούν πάντοτε σε σκηνές, απέχουν από κρασί και από κάθε τι που συντελεί σε μαλθακότερη ζωή· ζουν με ευτελή δίαιτα και έχουν μετρημένα τα αναγκαία του σώματος. Φροντίζουν πολύ για την ηθική κατάσταση της ψυχής και ασχολούνται με τη μελέτη και τη θεωρία. Από αυτό και ονομάζονται Εσσαίοι, όνομα που σημαίνει θεωρία. Και γενικά κατορθώνουν τον σκοπό της φιλοσοφίας, και δεν αντιβαίνει πουθενά ο τρόπος της ζωής τους στη φιλοσοφία. Αλλά τι ωφέλεια έχουν από τους αγώνες και την κοπιαστική άσκηση, αφού θανάτωσαν τον αγωνοθέτη Χριστό; Και σ’ αυτούς λοιπόν χάνεται ο μισθός των κόπων, γιατί αρνήθηκαν αυτόν που απονέμει τα βραβεία και την αληθινή ζωή και γι’ αυτό απέτυχαν στην φιλοσοφία. 
 
 
Γιατί, φιλοσοφία είναι ορθή τοποθέτηση του χαρακτήρα, ενωμένη με αληθινή γνώση περί του Όντος, δηλαδή Θεού. Απ’ αυτή πλανήθηκαν και οι δύο, Ιουδαίοι και Έλληνες, γιατί αποποιήθηκαν την Σοφία που ήρθε από τον ουρανό και προσπάθησαν να φιλοσοφήσουν χωρίς Χριστό, που είναι ο μόνος που μας έδειξε με έργο και με λόγο την αληθινή φιλοσοφία. Πρώτος Αυτός χάραξε το δρόμο της με την καθαρή και αναμάρτητη ζωή Του και κράτησε την ψυχή Του πάντοτε ανώτερη από τα πάθη του σώματος. Τέλος την καταφρόνησε κι αυτή όταν η σωτηρία των ανθρώπων, που ο Ίδιος οικονομούσε, απαιτούσε τον θάνατό Του. Και με αυτά δίδαξε ότι εκείνος που θέλει να εξασκεί την αληθινή φιλοσοφία πρέπει να απαρνηθεί τις απολαύσεις του βίου και να νικά τους πόνους και τα πάθη, καταφρονώντας το σώμα· και ούτε τη ζωή να τη θεωρεί σαν κάτι που έχει αξία, αλλά και αυτή να τη παραδίνει με προθυμία, όταν είναι ανάγκη να την αποβάλει για χάρη της αρετής. 
 
 
Αυτή την φιλοσοφία την πήραν και την εφάρμοσαν οι άγιοι Απόστολοι. Μόλις τους κάλεσε ο Χριστός απαρνήθηκαν το βίο και αφού περιφρόνησαν πατρίδα, συγγένεια και όλα τους τα υπάρχοντα, μπήκαν στον σκληρό και κοπιαστικό βίο και πέρασαν από όλες τις δυσκολίες· στενοχωρούμενοι, κακοπαθούντες, διωγμένοι, στερούμενοι από όλα, ακόμα και από ενδύματα και από αυτά τα πιο αναγκαία της ζωής· τέλος θανατώθηκαν. Μιμήθηκαν τέλεια σε όλα το Διδάσκαλο και άφησαν πρότυπο άριστης ζωής και πολιτείας. 
 
 
Οι Χριστιανοί, ενώ είχαν χρέος από την εικόνα αυτή των Αποστόλων να αντιγράψουν το βίο τους, δε θέλησαν, ή δεν μπόρεσαν να τους μιμηθούν. Λίγοι μόνο μπόρεσαν να υπερπηδήσουν τις ταραχές και να φύγουν την ζάλη των πόλεων· κι αφού βρέθηκαν έξω από τους θορύβους, προτίμησαν τον μοναχικό βίο και έκαναν ένα αποτύπωμα της αποστολικής αρετής. Προτίμησαν δηλαδή την ακτημοσύνη, παρά την απόκτηση των γηίνων, για να είναι απερίσπαστοι· και την πρόχειρη τροφή από την τροφή με καρυκεύματα, για να μην επαναστατούν τα πάθη εναντίον τους, εκπληρώνοντας την ανάγκη του σώματος με ό,τι τροφή πρόχειρα τύχαινε. Αδιαφόρησαν για ενδύματα μαλακά και όχι απαραίτητα, σαν επινόηση ανθρώπινης πολυτέλειας, και φόρεσαν ακαλλώπιστη και απλή στολή για την ανάγκη του σώματος· σκέφθηκαν ότι είναι άσχετο με τη φιλοσοφία, η φροντίδα για τα ουράνια να στρέφεται σ’ εκείνα που βρίσκονται χαμηλά και που τα βρίσκουν και τα θηρία πρόχειρα. Δεν γνώρισαν τον κόσμο, επειδή είχαν βγει έξω από τα ανθρώπινα πάθη. Δεν υπήρχε μεταξύ τους πλεονέκτης ή αδικούμενος από πλεονεξία των άλλων. Δεν υπήρχε μεταξύ τους κανείς να σέρνει στα δικαστήρια, ούτε κανείς να τον πηγαίνουν στα δικαστήρια, γιατί ο καθένας είχε αδέκαστο δικαστή τη συνείδησή του. Δεν ήταν ο ένας πλούσιος και ο άλλος φτωχός, ούτε ο ένας να λιώνει από την πείνα και του άλλου να σπάει η κοιλιά από την πολυφαγία· γιατί αναπλήρωνε τη φτώχεια εκείνων που είχαν ανάγκη, η μεγαλοδωρία εκείνων που είχαν περισσεύματα. Και υπήρχε μεταξύ τους ισότητα και ισονομία, γιατί ανώτεροι εξισώνονταν θεληματικά με τους κατώτερους και είχε εξοριστεί η ανισότητα από ανάμεσά τους. Ή μάλλον ούτε τότε υπήρχε ισότητα, γιατί έφερε ανισότητα η προθυμία εκείνων που φρόντιζαν και ταπεινώνονται περισσότερο, όπως κάνει τώρα η μανία εκείνων που φιλονεικούν για μεγαλύτερη δόξα. Είχε πεταχτεί έξω ο φθόνος· είχε εξοριστεί η συκοφαντία· είχε φυγαδευτεί η κενοδοξία· είχε εξοντωθεί η υπερηφάνεια· είχαν καταργηθεί όλες οι αφορμές της διχόνοιας και της διαφωνίας. Απέναντι στα ισχυρότερα πάθη ήταν σαν νεκροί και αναίσθητοι. Ούτε όνειρο φαντασίας αυτών των παθών δεν είχαν, γιατί εξαρχής είχαν αποστραφεί και αυτή την ενθύμησή τους, και από την καθημερινή άσκηση και επιμονή είχαν φτάσει σ’ αυτή την καλή συνήθεια. Και γενικά ήταν λύχνοι που φώτιζαν μέσα στο σκοτάδι και αστέρια ακίνητα που φώτιζαν τη σκοτεινή νύχτα του βίου και προβλήτες λιμένων, απρόσβλητοι αυτοί από την τρικυμία, αποδεικνύοντας σε όλους ότι είναι εύκολο να διαφεύγουν χωρίς βλάβη τις προσβολές των παθών. 
 
 
Αλλά η ακριβής εκείνη ζωή και ουράνια διαγωγή, σαν εικόνα που αλλοιώνεται σιγά-σιγά όταν αντιγράφεται, από αμέλεια των αντιγραφέων έφτασε στην τέλεια ανομοιότητα και κατάντησε τελείως διαφορετική από το πρωτότυπο. Επειδή εμείς που σταυρωθήκαμε για τον κόσμο και χωριστήκαμε από το βίο και αρνηθήκαμε ότι είμαστε άνθρωποι και αγωνιζόμαστε με την απάθεια να γίνομε όμοιοι με τους Αγγέλους, γυρίσαμε πίσω και με βιοτικά έργα και αξιοκατηγόρητες αποκτήσεις συσκοτίζομε την ακρίβεια εκείνων που αποκτήσαμε με την ενάρετη ζωή μας· και εκείνους που πρέπει να τιμώνται για την αρετή τους, κάνομε να δυσφημούνται και να κακολογούνται με την απροσεξία μας. Την λαβή του αλετριού την κρατάμε, με το να φορούμε το σεμνό σχήμα, δεν είμαστε όμως κατάλληλοι για την Βασιλεία των Ουρανών, γιατί στραφήκαμε πίσω και είμαστε με μεγάλη επιμέλεια προσηλωμένοι σ’ εκείνα που έχομε χρέος να λησμονήσομε. Δεν φροντίζομε για την ανέξοδη και πρόχειρη ζωή, ούτε θεωρούμε την ησυχία χρήσιμη για να απαλλαγούμε από τους παλιούς μολυσμούς μας της αμαρτίας, αλλά προτιμούμε ένα πλήθος πραγμάτων που είναι ανώφελο στον πραγματικό σκοπό μας· και η επιθυμία της ύλης νίκησε τις σωτήριες συμβουλές. Ο Κύριος διατάζει να απομακρυνόμαστε τελείως από την φροντίδα των επιγείων και να ζητούμε μονάχα την Βασιλεία των Ουρανών. Εμείς φροντίζοντας να βαδίζομε τον αντίθετο δρόμο, δεν λογαριάσαμε τις εντολές του Χριστού. Και αφού απομακρυνθήκαμε από εκείνη την φροντίδα, βάλαμε τις ελπίδες μας στα δικά μας χέρια. Εκείνος λέει: “Παρατηρήστε τα πουλιά στον ουρανό, ούτε σπείρουν, ούτε θερίζουν, ούτε μαζεύουν τρόφιμα σε αποθήκες και ο ουράνιος Πατέρας σας τα τρέφει. Και πάλι παρατηρήστε τα άνθη πως φυτρώνουν μόνα τους στο χωράφι· δεν κοπιάζουν, ούτε γνέθουν”. Επίσης εμπόδισε του Αποστόλους να φέρουν σακκούλι και πορτοφόλι και ραβδί, όταν τους έστειλε για ευεργεσία των ψυχών των ανθρώπων, ώστε να ακολουθούν μόνο την αληθέστατη υπόσχεση που τους έδωσε λέγοντας: “Ο εργάτης έχει δικαίωμα να παίρνει την τροφή του”. Γιατί γνώριζε ο Κύριος ότι η υπόσχεσή Του είναι βεβαιότερη από την δική μας φροντίδα. 
 
 
Εμείς όμως, όση γη μπορούμε να αποκτήσομε, δεν την αφήνομε· και αγοράζομε κοπάδια προβάτων και βόδια να οργώνουν τη γη, ζηλευτά για το σχήμα και το μέγεθός τους, και όνους καλοθρεμμένους· τα πρόβατα για να μας προμηθεύουν άφθονο μαλλί για τις ανάγκες μας, ενώ τα βόδια να μας υπηρετούν στην καλλιέργεια της γης και να δίνουν τροφή σ’ εμάς και χόρτο στον εαυτό τους και στα άλλα ζώα, και τα υποζύγια να μεταφέρουν από άλλες χώρες εκείνα που λείπουν από τη δική μας, για να έχομε καρυκεύματα για την τροφή μας και να αυξάνουν για μας τον απολαυστικό βίο. Εκτός από αυτό, από τις τέχνες προτιμούμε τις πλουσιότερες που δε δίνουν διόλου καιρό να θυμόμαστε το Θεό, αλλά τραβούν σ’ αυτές όλη την επιμέλεια και έτσι-όπως φαίνεται- κατηγορούμε τον κηδεμόνα (Θεό),ως ασθενή, ή τον εαυτό μας για την πρωτυτερινή μας ομολογία. Γιατί και αν δεν το ομολογούμε αυτό με τα λόγια, μας ελέγχουν τα πράγματα, με το να χαιρόμαστε με τον τρόπο ζωής των κοσμικών, όταν κάνομε τα ίδια μ’ εκείνους και κατατριβόμαστε περισσότερο με τις σωματικές δραστηριότητες. 
 
 
Έτσι οι πολλοί νομίζουν ότι η ευσέβεια είναι πηγή υλικού πλουτισμού, και ότι για τίποτε άλλο δε διάγομε τον άλλοτε αμέριμνο και ήσυχο βίο, παρά για να αποφύγομε με την πλαστή θεοσέβεια τις κοπιαστικές εργασίες και να έχομε ευκαιρία να απολαμβάνομε ανεμπόδιστα εκείνα που μας φαίνονται καλά. Καυχιόμαστε με πολλή αλαζονεία και αδιαντροπιά κατά των αφελεστέρων, και κάποτε και κατά των ανωτέρων, νομίζοντας ότι ο ενάρετος βίος είναι υπόθεση τυραννίας και όχι ταπεινώσεως και επιείκειας. Γι’ αυτό και εκείνοι οι οποίοι έπρεπε να μας σέβονται, μας βλέπουν σαν τυχαίο όχλο. Ανακατωνόμαστε μάλιστα στις αγορές με κάθε είδους ανθρώπους μη έχοντας τίποτε εξαιρετικό-όπως έπρεπε- από τους άλλους, αλλά μόνο από το σήμα και όχι από τη ζωή θέλομε να γνωριζόμαστε. Και ενώ αποφεύγομε τους κόπους της αρετής, επιθυμούμε με μανία τη δόξα για τους ασκητικούς κόπους και παρουσιάζομε το ψεύδος σαν αλήθεια. 
 
 
Ντύνεται κάποιος σήμερα το σεμνό σχήμα των μοναχών και χωρίς ακόμα να ξεπλύνει τους μολυσμούς της ψυχής ή να σβήσει από τον νου του τα χαραγμένα σημάδια των παλιών αμαρτημάτων του, ενώ ασελγαίνει ακόμη με τις φανταστικές εικόνες των ανομημάτων, χωρίς ακόμη να καταρτίσει το χαρακτήρα του σύμφωνα με τη μοναχική υπόσχεση, ούτε να γνωρίσει ποιος είναι ο σκοπός της κατά Θεόν φιλοσοφίας, παίρνει αμέσως υψηλό φαρισαϊκό φρόνημα και έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, επειδή έγινε μοναχός. Και περιφέρεται δείχνοντας εργαλεία, των οποίων την τέχνη δεν έχει μάθει. Και υπόσχεται με το φαινόμενο σχήμα του ότι κατέχει επιστήμη, την οποία ούτε με την άκρη των χειλιών δεν γεύθηκε. Και είναι σκόπελος αντί λιμάνι, και αντί ναός, είναι τάφος ασβεστωμένος, και αντί πρόβατο, λύκος καταστρεπτικός για εκείνους που δελεάζονται απ’ αυτόν. 
 
 
Όταν οι τέτοιοι δραπετεύσουν από τα μοναστήρια, επειδή δεν υποφέρουν την αυστηρότητα της μοναχικής ζωής, γλεντοκοπάνε στις πόλεις· τότε λοιπόν, από την ανάγκη της πείνας, περιφέρουν την εξωτερική μορφή της ευσέβειας σαν δόλωμα και όλα τα υπομένουν για την ανάγκη να φάνε, γιατί τίποτε άλλο δεν είναι πιο βιαστικό και πιεστικό από την πείνα, η οποία εφευρίσκει διάφορα τεχνάσματα για εκείνους που πιέζονται απ’ αυτή και μάλιστα όταν συνυπάρχει η αργία. Τότε η σκέψη προχωρεί μελετημένα και με περισσότερη πανουργία. Προσφέρουν λοιπόν το σεβασμό τους στις πόρτες των πλουσίων, όχι λιγότερο από τους παράσιτους κόλακες. Στις αγορές τρέχουν δουλικά μπροστά τους και παραμερίζουν όσους τους πλησιάζουν. Σπρώχνουν όλους, για να περάσουν εύκολα οι πλούσιοι· και αυτά όλα για να τους κάνουν τραπέζι, γιατί δεν έχουν μάθει να τιμωρούν την ηδονή από τα νόστιμα φαγητά, ούτε θέλησαν σαν τον Μωυσή να φέρουν πάσσαλο στη ζώνη τους για να σκάβουν και να σκεπάζουν την ακαθαρσία τους. Γιατί αν είχαν αυτό το πάσσαλο, θα γνώριζαν ότι κανόνας κάθε ηδονής φαγητών είναι η πείνα και ότι η πρόχειρη τροφή που ικανοποιεί την ανάγκη του σώματος σκεπάζει τις ασχήμιες της άκαιρης επιθυμίας. 
 
 
Γι’ αυτό, το όνομα του Θεού βλασφημείται κι ο περιπόθητος μοναχικός βίος έγινε σιχαμερός και η αρετή εκείνων που πράγματι ζουν ενάρετα θεωρείται απάτη. Και επιβαρύνονται οι πόλεις από τέτοιους μοναχούς, που περιέρχονται σ’ αυτές μάταια, κι ενοχλούνται εκείνοι που μένουν στα σπίτια τους, κι αηδιάζουν και να τους βλέπουν ακόμα να παραμένουν μπροστά στις πόρτες αδιάντροπα και από τους ζητιάνους. Πολλοί που έγιναν δεκτοί σε σπίτια, αφού υποκρίθηκαν ευλάβεια και έκρυψαν κάτω από το ψεύτικο πρόσωπο της υποκρίσεως τον κακούργο σκοπό τους, ύστερα έκλεψαν εκείνους που τους φιλοξένησαν, ώστε να διασπείρουν παντού την κατηγορία κατά του μοναχικού βίου. Αυτοί λοιπόν που κάποτε δίδασκαν τη σωφροσύνη, διώχνονται από τις πόλεις σαν επικίνδυνοι και σαν μολυσμένοι, όχι λιγότερο παρά αν ήταν λεπροί. Και θα προτιμούσε κανείς να εμπιστευτεί ληστές και κλέφτες παρά μοναχούς, σκεπτόμενος ότι ευκολότερα μπορεί να προφυλαχτεί από την φανερή κακουργία παρά από την ενέδρα της υποκριτικής αξιοπιστίας. 
 
 
Οι τέτοιοι μοναχοί ούτε καν άρχισαν να σέβονται το Θεό, ούτε γνωρίζουν το κέρδος της ησυχίας, αλλά από κάποια ανάγκη ίσως έγιναν μοναχοί χωρίς να το σκεφθούν, θεωρώντας βιοποριστικό επάγγελμα τον μοναχισμό. Και νομίζω θα ήταν πιο αξιοσέβαστη η επιχείρησή τους, αν δεν γύριζαν σε όλες τις πόρτες, αλλά να πρόβαλαν το σχήμα τους κίνητρο ευσπλαχνίας για μεγαλύτερο κέρδος και για καταβολή της αναγκαίας για τις σωματικές ανάγκες φορολογίας. Είναι άδηλο αν η χαύνωση όσων ζούμε με τρυφή δημιούργησε τις άμετρες επιθυμίες και είναι δύσκολο να θεραπεύσει κανείς όσους έχουν ανίατη ασθένεια. Πώς να εξηγήσει κανείς τη χρησιμότητα της υγείας σε κείνους που δεν ήταν ποτέ υγιείς, αλλά από τα σπάργανα ακόμη ανατράφηκαν με τη φθίση; Και το νομίζουν αυτό ατύχημα της φύσεως, γιατί το έχον συνηθίσει και σκέφτονται ότι δεν είναι καθόλου αφύσικο αυτό. Έτσι είναι περιττός κάθε λόγος για διόρθωση, όταν η επιμέλεια αυτών που θα τον ακούσουν έκλινε προς το χειρότερο και είναι αντίθετη στη συμβουλή. Και μάλιστα όταν η ελπίδα του κέρδους τρέφει την επιθυμία, το πάθος φράζει τελείως την ακοή προς τις συμβουλές για σωφρονισμό, ώστε αυτές να μη βρίσκουν είσοδο, αφού η διάνοια έχει στραφεί προς την επιθυμία του κέρδους ακόμη και αν αυτό προξενεί ντροπή. 
 
 
Εμείς όμως αγαπητοί, οι οποίοι για τον πόθο της αρετής νομίζομε ότι αρνηθήκαμε το βίο και τις κοσμικές επιθυμίες και υποσχεθήκαμε να ακολουθούμε το Χριστό, γιατί πάλι ανακατευόμαστε με τις απασχολήσεις του βίου και κτίζομε κακώς εκείνα τα οποία καλώς κατεδαφίσαμε πρωτύτερα; Γιατί συμμετέχομε στην κακή γνώμη εκείνων που δεν ζουν όπως πρέπει το μοναχισμό και ανάβομε τις ορέξεις των ασθενέστερων με την φροντίδα μας για τα μάταια; Γίναμε για τους απλούστερους υπόδειγμα πλεονεξίας. Από τον Κύριο έχομε εντολή να φροντίζομε για κείνους που μπορούν να γλυστρήσουν εύκολα και όχι να τους ερεθίζομε, και να βάζομε πρώτο όχι εκείνο που μας αρέσει, αλλά εκείνο που είναι ωφέλιμο σ’ αυτούς μήπως αλλιώς ακολουθώντας τις αδιάκριτες ορμές μας, κάνομε τους απλούστερους να σκοντάψουν και γίνομε γι’ αυτούς υπόδειγμα αγάπης για τα γήινα. Γιατί έχομε για μεγάλο πράγμα την ύλη, την οποία έχομε διδαχτεί να καταφρονούμε, και είμαστε προσηλωμένοι στα χρήματα και στα κτήματα, και διαμοιράζομε τον νου μας σε πολλές και ανώφελες φροντίδες; Η απασχόλησή μας μ’ αυτές μας απομακρύνει από την επιμέλεια των θείων και μας κάνει να παραμελούμε την ψυχή μας, επίσης οδηγεί σε μεγάλο βάραθρο εκείνους που είναι προσκολλημένοι στα βιοτικά πράγματα και νομίζουν ότι είναι λαμπρή και ανώτατη ευτυχία η απόλαυση του πλούτου, όταν βλέπουν αυτούς που υπόσχονται να φιλοσοφούν και που καυχιούνται ότι είναι ανώτεροι των ηδονών, να φροντίζουν για τα κοσμικά περισσότερο από ό,τι εκείνοι. Κανένα άλλο πράγμα δεν οδηγεί αναπόφευκτα στην κόλαση, όσο το να κάνει κανείς και άλλους μιμητές των αμαρτιών του, γιατί η απώλεια εκείνων που μιμήθηκαν γίνεται προσθήκη τιμωρίας σ’ εκείνον που δίδαξε το κακό. Και σ’ εκείνους που δεν απέφυγαν τι μίμηση των αισχρών, δεν θα είναι μικρή η καταδίκη, γιατί έγιναν και αυτοί δάσκαλοι κακών. Εκείνοι όμως που σκέφθηκαν ορθά, απέφυγαν με σωφροσύνη τη μίμηση του κακού κρίνοντας ότι αυτή είναι επονείδιστη. 
 
 
Γι’ αυτό κανείς να μην αποστρέφεται τα λεγόμενα. Ή διορθώστε όσα γίνονται κακώς εξαιτίας της αδιαφορίας των πολλών και ντροπιάζουν το μοναχικό όνομα, ή παρατήστε και το όνομα. Αν πρόκειται να φιλοσοφήσετε κατά Θεόν, είναι περιττά τα κτήματα, γιατί η κατά Θεόν φιλοσοφία απαιτεί αποξένωση και απ’ αυτό το σώμα για χάρη της καθαρότητας της ψυχής. Αν μερικοί φροντίζουν πολύ να αποκτήσουν υλικά αγαθά και να απολαμβάνουν τις απολαύσεις του βίου, γιατί υπερηφανεύονται για φιλοσοφία με τα λόγια, αφού με τα έργα την αρνούνται και διαπράττουν πράξεις ξένες στο μοναχικό σχήμα, καλυμμένοι με σεμνές ονομασίες; 
 
 
Έπειτα δεν είναι ντροπή να κατηγορούμαστε από τους υποδεεστέρους, τους οποίους ονομάζομε κοσμικούς, για παράβαση των εντολών του Σωτήρα μας και να διδασκόμαστε τις εντολές που παραβαίνομε από εκείνους που έπρεπε να μαθαίνουν από εμάς; Όταν φιλονικούμε και μας λένε οι κοσμικοί: “Ο δούλος του Κυρίου δεν πρέπει να φιλονικεί, αλλά να είναι ήπιος σε όλους”, και όταν φιλονικούμε για χρήματα ή κτήματα και μας λένε: “Όποιος θέλει να πάρει το πουκάμισό σου, άφησέ τον να σου πάρει και το επανωφόρι”, τι άλλο κάνουν, παρά μας περιπαίζουν, μας διακωμωδούν και μας χλευάζουν για την αντίθεση της διαγωγής μας προς το σχήμα του μοναχού; Γιατί κατ’ ανάγκη θα αγωνιζόμαστε όταν διεκδικούμε κτήματα και θα κάνομε όσα χρειάζεται η επίβλεψή τους: έβγαλε κάποιος το σύνορο του αμπελιού και το τοποθέτησε στο δικό του, άλλος άφησε ελεύθερο και μας έκανε ζημιά, άλλος αποτράβηξε το νερό που πότιζε τον κήπο μας. Πρέπει λοιπόν να λυσσάξομε και να γίνομε χειρότεροι από τους τρελούς, μαλώνοντας για καθένα από αυτά, και να προσηλώσομε στα δικαστήρια το νου μας, ο οποίος οφείλει να ασχολείται με τη θεωρία των όντων και να μεταβάλομε τη θεωρητική του δύναμη σε πραγματική πανουργία ώστε να επιτύχομε την αφθονία εκείνων που σε τίποτε δεν μας χρησιμεύουν. 
 
 
Γιατί θέλομε να οικειοποιηθούμε τα ξένα και κατασκευάζομε για τους εαυτούς μας βαριά τα δεσμά της ύλης και δεν ακούμε εκείνον που ελεεινολογεί τους τέτοιους ανθρώπους; Γιατί λέει ο προφήτης: “Αλλοίμονο σ’ εκείνον που μαζεύει αυτά που δεν του ανήκουν και βαραίνει πολύ τον κλοιό του”. Αν είναι ελαφροί οι διώκτες μας, όπως λέει ο προφήτης: “Έγιναν ελαφροί εκείνοι που σας καταδιώκουν πιο πολύ από τους αετούς του ουρανού”, ενώ εμείς επιβαρύνουμε τους εαυτούς μας με κοσμικά πράγματα, είναι φανερό ότι θα βαδίζομε το δρόμο πιο αργά, και εύκολα θα μας προφτάσουν οι εχθροί, τους οποίους ο Παύλος μας δίδαξε να αποφεύγομε λέγοντας: “φεύγετε την πλεονεξία”. Ακόμη και οι ευκίνητοι που τρέχουν για το βραβείο, αν δεν βάλουν τα δυνατά τους, δεν φτάνουν στο τέρμα, γιατί οι εχθροί τρέχουν πιο γρήγορα. 
 
 
Μεγάλο εμπόδιο σ’ εκείνους που βιάζονται για την αρετή είναι η εμπαθής κλίση προς τα κοσμικά πράγματα, η οποία πολλές φορές φέρνει καταστροφή και στην ψυχή και στο σώμα. Τι ήταν αυτό που οδήγησε στην καταστροφή τον Ναβουθέ τον Ισραηλίτη; Δεν καταστράφηκε εξαιτίας του αμπελιού του από φθόνο του γείτονά του Αχαάβ; Τι έκανε τις δυόμιση φυλές να μείνουν έξω από τη γη της επαγγελίας, παρά το πλήθος των κτηνών; Τι χώρισε τον Λώτ από τον Αβραάμ; Δεν ήταν το πλήθος των κοπαδιών, που κίνησαν τους ποιμένες σε συνεχείς φιλονεικίες και τους χώρισαν τελείως; 
 
 
Αν λοιπόν τα κτήματα και σε φθόνο ερεθίζουν, και αποκλείουν από τα σπουδαιότερα εκείνους που τα έχουν, και τη συγγένεια την κόβουν, και τους φίλους τους κάνουν εχθρούς, και προς τη μέλλουσα ζωή κανένα κοινό δεν έχουν, και για τη σωματική ζωή σε τίποτα το σπουδαίο δεν χρησιμεύουν, γιατί απομακρυνόμαστε από την υπηρεσία του Θεού και κυριευόμαστε από την ματαιότητα; Μήπως εμείς είμαστε εκείνοι που κατορθώνουμε, ό,τι χρειαζόμαστε για τη ζωή μας; Ο Θεός είναι που την οικονομεί. Η ανθρώπινη επιμέλεια, αν δεν έχει και τη βοήθεια του Θεού, κατ’ ανάγκην αποτυγχάνει στο σκοπό της»· η οικονομία όμως του Θεού και χωρίς τη συνεργασία του ανθρώπου τέλεια παρέχει τα αγαθά. Τι ωφέλησε η επιμέλεια εκείνους, στους οποίους έλεγε ο Θεός: “Σπείρατε πολλά και μαζέψατε λίγα, και τα φύσηξα και έφυγαν από τα χέρια σας”; Αλλά και τι έλειψε από τα αναγκαία σ’ εκείνους που έζησαν ενάρετα, χωρίς να φροντίσουν διόλου γι’ αυτά; Δεν τρεφόταν οι Ισραηλίτες στην έρημο σαράντα χρόνια χωρίς να καλλιεργούν τη γη; Και δεν έλαβαν ανάγκη από τροφή, αλλά η θάλασσα έβγαζε παράδοξη τροφή τα ορτύκια και ο ουρανός έβρεχε ασυνήθιστη και παράξενη τροφή, το μάννα. Επίσης, βράχος ξερός και χωρίς καμία υγρασία ράγισε και έβγαζε άφθονο νερό, ενώ τα ρούχα και τα παπούτσια τους υπηρετούσαν όλο τον καιρό χωρίς να παλιώνουν. Με ποια καλλιέργεια της γης τρεφόταν ο Ηλίας στο χείμαρρο; Δεν του έφερναν τα κοράκια τροφή; Και όταν πήγε στα Σάρεφθα, μια φτωχή χήρα δεν του έδωσε ψωμί, αφού το πήρε από το στόμα των παιδιών της, για να φανερωθεί ότι η αρετή είναι προτιμότερη και από τα μητρικά σπλάχνα; 
 
 
Αυτά είναι παράδοξα, αλλά και εύλογα και πρέποντα· γιατί είναι δυνατό και χωρίς τροφή να ζήσει κανείς, όταν θέλει ο Θεός. Πως η Ηλίας βάδιζε σαράντα ημέρες με τη δύναμη ενός φαγητού που έφαγε; Και πως ο Μωυσής πέρασε ογδόντα ημέρες πάνω στο όρος επικοινωνώντας με το Θεό χωρίς να φάει ανθρώπινη τροφή; Ύστερα από σαράντα ημέρες κατέβηκε από το όρος και επειδή θύμωσε που οι Ισραηλίτες είχαν κάνει ένα είδωλο μόσχου, έσπασε τις πλάκες του νόμου»· ανέβηκε κατόπιν στο όρος όπου έμεινε άλλες σαράντα ημέρες και αφού πήρε από το Θεό δεύτερες πλάκες, κατέβηκε στο λαό. Ποια ανθρώπινη σκέψη μπορεί να εξηγήσει αυτό το θαύμα; Πως η ρευστή ανθρώπινη φύση βάσταξε να κινείται τόσο καιρό, χωρίς να αναπληρώνεται η δύναμη που ξοδευόταν κάθε μέρα; Λύνει αυτή την απορία ο θείος λόγος που λέει: “O άνθρωπος δε θα ζήσει μόνο με ψωμί, αλλά με κάθε λόγο που βγαίνει από το στόμα του Θεού”. 
 
 
Γιατί λοιπόν την ουράνια ζωή την κατεβάζομε στη γη και βουλιάζομε στις υλικές ταλαιπωρίες; Και ντυνόμαστε κόπρο εμείς που άλλοτε φορούσαμε πορφύρα, όπως έλεγε θρηνώντας ο Ιερεμίας για μερικούς. Γιατί όταν αναπαυόμαστε επάνω σε λαμπρές και φλογερές σκέψεις, ντυνόμαστε με πορφύρα· και όταν αφήσομε την κατάσταση αυτή και ασχολούμαστε με τα γήινα τότε ντυνόμαστε με κόπρο. Γιατί αφήσαμε την ελπίδα προς το Θεό και στηριζόμαστε στη δύναμή μας, και την πρόνοια του Κυρίου την αποδίδομε στα δικά μας χέρια; Αυτό, δηλ. το να βάλει το χέρι του στο στόμα και να τα φιλήσει, ο Ιώβ καταράστηκε να του καταλογισθεί ως μεγάλη αμαρτία. Εμείς όμως δεν φοβόμαστε να το κάνομε. Γιατί συνηθίζουν πολλοί να φιλούν τα χέρια τους λέγοντας ότι από αυτά έχουν την ευπορία τους. Γι’ αυτούς κάνει υπαινιγμό ο Μωσαϊκός Νόμος και λέει: «Όποιος βαδίζει με τα χέρια είναι ακάθαρτος· και όποιος βαδίζει διαπαντός με τα τέσσερα, είναι ακάθαρτος». Βαδίζει με τα χέρια εκείνος που βασίζεται στα χέρια και σ’ αυτά έχει όλη την ελπίδα του. Βαδίζει στα τέσσερα εκείνος που έχει την πεποίθησή του ότι στα αισθητά πράγματα και διαρκώς σ’ αυτά στρέφει το νου του. Και πολλά πόδια έχει εκείνος που τριγυρίζει στενά γύρω από τα σωματικά. Γι’ αυτό και ο σοφός συγγραφέας των Παροιμιών ούτε δύο πόδια δε θέλει να έχει ο τέλειος, αλλά ένα και αυτό σπάνια να κινείται στα σωματικά πράγματα, γιατί λέει: «Σπάνια να βάζεις το πόδι σου στο σπίτι του φίλου σου, μήπως χορτάσει και σε μισήσει». Αν εκείνος που σπάνια ενοχλεί το Χριστό για τις ανάγκες του σώματος (αυτός είναι ο σκοπός των φίλων αυτού του είδους- όπως έλεγε στους μαθητές Του ο Σωτήρας: «Εσείς είστε φίλοι μου»), γίνεται μισητός αν το κάνει αυτό συχνότερα, τι άραγε θα πάθει και πως δε θα είναι σιχαμερός εκείνος που διαρκώς απασχολείται με τις ανάγκες του και δε σηκώνεται ποτέ προς την όρθια ζωή, αφού δεν έχει σκέλη ώστε να πηδά πάνω από τη γη; 
 
 
Τα σκέλη όταν είναι ενωμένα δέχονται όλο τον όγκο του σώματος και όταν λίγο προσεγγίσουν τη γη κάνουν αμέσως το σώμα να αναπηδάει ψηλά. Έτσι ο λογισμός που διακρίνει τα πράγματα της φύσεως, αφού λίγο ταπεινωθεί για την ανάγκη του σώματος, γρήγορα πάλι σηκώνει ψηλά ελαφρό το φρόνημα, χωρίς καθόλου να σηκώνει μαζί και τους χοϊκούς λογισμούς. Και το να έχουν ορθά τα σκέλη ανήκει σ’ εκείνους που δεν επιδιώκουν συνεχώς τις απολαύσεις και δεν είναι χαμηλά, ανήκει όμως και στις άγιες αγγελικές δυνάμεις, γιατί δεν έχουν διόλου ανάγκη από τα σωματικά ούτε από τη συγκατάθεση προς αυτά. Αυτό φανερώνοντας ο μέγας Ιεζεκιήλ, έλεγε: «Ήταν ορθά τα σκέλη τους και τα πόδια τους φτερωτά». Μ΄αυτό δηλώνει το αμετακίνητο της προαιρέσεως και την ταχυκινησία των αγίων δυνάμεων προς τα νοητά. Όσο για τους ανθρώπους, φτάνει να έχουν σκέλη που λυγίζουν, και άλλοτε να χρησιμεύουν στις ανάγκες του σώματος και άλλοτε στις υψηλές ενασχολήσεις της ψυχής. Και η ψυχή, για τη συγγένεια με τις ουράνιες δυνάμεις να καταγίνεται με τα ουράνια μαζί με εκείνες, για τη συγγένεια με το σώμα να στρέφει τόσο τη φροντίδα της στη γη, όσο απαιτεί η ανάγκη. Να σύρεται όμως διαρκώς σε ετοιμασίες για απολαύσεις, είναι πράγματι ακάθαρτο και δεν αρμόζει σε άνθρωπο που έχει πείρα λογικής γνώσεως. Όπως είδαμε, ο Νόμος ονόμασε ακάθαρτο όχι εκείνον που απλώς βαδίζει με τα τέσσερα, αλλά εκείνον που διαπαντός βαδίζει με τα τέσσερα, γιατί έδωσε καιρό σ’ εκείνους που βρίσκονται στο σώμα να κατεβαίνουν πρόσκαιρα για την ανάγκη του σώματος. 
 
 
Γιατί και ο Ιωνάθαν, πολεμώντας με τον Ναάς τον Αμμανίτη, νίκησε αφού περπάτησε με τα τέσσερα, επειδή έτσι υπηρέτησε μόνο την ανάγκη της φύσεως. Γιατί έπρεπε εκείνος που πολεμά με το φίδι που σέρνεται με το στήθος- έτσι ερμηνεύεται το Ναάς- να εξομοιωθεί πρόσκαιρα μ’ εκείνο βαδίζοντας με τα τέσσερα. Και κατόπιν, αφού σηκώθηκε στο φυσιολογικό του, τον έκανε υποχείριο με μεγάλη ευκολία. Αλλά και η ιστορία του Ιεβοσθέ δεν μας διδάσκει να μην είμαστε προσηλωμένοι στα σωματικά, ούτε να εμπιστευόμαστε στην αίσθηση τη φρούρησή μας; Ο Ιεβοσθέ λοιπόν ήταν βασιλιάς και αναπαυόταν στο δωμάτιό του και την φύλαξή του την ανέθεσε σε γυναίκα θυρωρό. Όταν έφτασαν οι άνδρες του Ριχάβ και βρήκαν τη γυναίκα να καθαρίζει σιτάρι και να νυστάζει, μπήκαν κρυφά και σκότωσαν τον Ιεβοσθέ, ο οποίος επίσης κοιμόταν. Έτσι όλα πέφτουν στον ύπνο, και ο νους και η ψυχή και η αίσθηση, όταν επικρατούν τα σωματικά. Γιατί το να καθαρίζει ο θυρωρός σιτάρι φανερώνει την απασχόληση της διάνοιας στα σωματικά, ώστε να φροντίζει γι΄αυτά με επιμέλεια και όχι σαν να είναι πάρεργο. Και από τη διήγηση είναι φανερό ότι το γεγονός αυτό δεν το εννοεί η Γραφή κατά γράμμα. Γιατί αλλιώς, πως ένας βασιλιάς είχε γυναίκα θυρωρό μόνο, ενώ θα έπρεπε να φρουρείται από πλήθος στρατιωτών και να έχει γύρω του όλη την ακολουθία που αρμόζει στο αξίωμά του; Ή, πως ήταν τόσο φτωχός, ώστε η θυρωρός του να καθαρίζει σιτάρι; Αλλά πολλές φορές με την ιστορία αναμιγνύεται το παράλογο, για χάρη της αλήθειας εκείνων που κρύβονται κάτω απ’ αυτήν. Έτσι ο νους του κάθε ανθρώπου, σαν βασιλιάς, μένει κάπου μέσα του και έχει θυρωρό των αισθήσεων τη διάνοια, η οποία όταν παραδώσει τον εαυτό της στα σωματικά- σωματικό είναι και το καθάρισμα του σιταριού-, εύκολα τότε οι εχθροί μπαίνουν κρυφά και θανατώνουν το νου. Γι’ αυτό ο μέγας Αβραάμ δεν εμπιστεύθηκε τη φύλαξη της θύρας σε γυναίκα, επειδή ήξερε ότι εύκολα απατάται η αίσθηση και ότι όταν αυτή ευχαριστείται από τη θέα των αισθητών, διχάζει το νου και τον πείθει να μετάσχει και αυτός στα τερπνά, ακόμη και αν η συμμετοχή είναι καθαρά επικίνδυνη. Αλλά κάθησε αυτός ο ίδιος. Και στα θεία νοήματα είχε ανοικτή την είσοδο, την είχε όμως κλειστή στις κοσμικές φροντίδες. 
 
 
Τι κερδίζομε στη ζωή μας από την ματαιοπονία για τα υλικά; Κάθε κόπος του ανθρώπου δεν πηγαίνει στο στόμα του, καθώς λέει ο Εκκλησιαστής; Τροφές και σκεπάσματα, κατά τον Απόστολο, είναι αρκετά για την συντήρηση της ταλαίπωρης σάρκας. Γιατί λοιπόν κάνομε έργα χωρίς τέλος και κοπιάζομε στον αέρα, όπως λέει ο Σολομών και εξαιτίας της φροντίδας για τα γήινα εμποδίζομε την ψυχή από την απόλαυση των θείων αγαθών και περιποιούμαστε και περιθάλπομε τη σάρκα παραπάνω από όσο πρέπει; Μ΄αυτό τον τρόπο την τρέφομε και την κάνομε εχθρό που μας πολεμά από πολύ κοντά, ώστε όχι μόνο αμφίβολη γι’ αυτήν να μην είναι η μάχη, αλλά και να αγωνίζεται ρωμαλέα και από πλεονεκτική θέση κατά της ψυχής και να αποβλέπει σε τιμές και στεφάνια. Ποια είναι η ανάγκη του σώματος, ώστε με την πρόφασή της επεκτείνομε την επιθυμία χωρίς τέλος; Πάντως τίποτε άλλο, από ψωμί και νερό. Ύστερα οι πηγές δεν δίνουν άφθονο το νερό, και το ψωμί δεν μπορεί κανείς εύκολα να το προμηθευτεί όταν έχει χέρια; Και μπορούμε να έχομε τέτοια εργασία, που να εκπληρώνεται η ανάγκη του σώματος με λίγο ή καθόλου περισπασμό. Αλλά μήπως το ένδυμα έχει μεγάλη φροντίδα; Ούτε αυτό, αν δεν αποβλέπομε στη μωρία του συρμού, αλλά μόνο στην ανάγκη. Ποιά αραχνοϋφαντα ενδύματα, ποια λινά ή βαμμένα με πορφύρα ή μεταξωτά φόρεσε ο πρώτος άνθρωπος; Δεν τους έντυσε με δέρματα ο Δημιουργός και έδωσε εντολή να τρέφονται με χόρτα; Αυτά τα όρια έθεσε ο Δημιουργός για την ανάγκη του σώματος και έτσι διέταξε και εμπόδισε από την αρχή την σημερινή αχρειότητα του ανθρώπου. 
 
 
Πάντως δε λέω ότι και τώρα θα μας θρέψει όταν είμαστε ευσεβείς, Αυτός που τρέφει τα πουλιά του ουρανού, και ότι θα μας ντύσει Εκείνος που τα άνθη του αγρού περιβάλλει με τόση δόξα. Γιατί δεν είναι δυνατό να πείσω εκείνους που έχουν πολύ απομακρυνθεί από μια τέτοια πίστη. Όμως ποιος δεν θα δώσει τα αναγκαία σ’ εκείνον που ζει ενάρετη ζωή, και μάλιστα και θα τον παρακαλέσει να τα πάρει; Όταν άνθρωποι βάρβαροι, οι Βαβυλώνιοι που κατέλαβαν με πόλεμο την Ιερουσαλήμ, σεβάστηκαν την αρετή του Ιερεμία και του πρόσφεραν άφθονα κάθε σωματική περιποίηση, και όχι μόνο τροφή του έδωσαν, αλλά και σκεύη που χρησιμεύουν για το φαγητό, πως δεν θα σεβαστούν τον ενάρετο βίο οι ομόφυλοι και καθαροί από κάθε βαρβαρική συμπεριφορά, που ξέρουν το καλό και είναι ζηλωτές της αρετής; Και αν δεν μπόρεσαν οι ίδιοι να εξασκήσουν την αρετή εξαιτίας της ανθρώπινης αδυναμίας, τιμούν ωστόσο την αρετή και θαυμάζουν τους αγωνιστές της. Ποιος έπεισε την Σουμανίτισσα να ετοιμάσει τόπο για ανάπαυση στον Ελισσαίο και να του βάλει τραπέζι και σκαμνί και λύχνο; Όχι η αρετή του Ελισσαίου; Και τι έπεισε τη χήρα εκείνη, ενώ η πείνα κατέστρεφε όλη τη χώρα, να προτιμήσει την περιποίηση του προφήτη παρά τη δική της ανάγκη; Πάντως αν δεν έμενε εκστατική μπροστά στην αρετή του προφήτη Ηλία, δε θα αφαιρούσε τη μικρή παρηγοριά που είχε για τη ζωή τη δική της και των παιδιών της για να την δώσει σ’ εκείνον. Τον θάνατο από ασιτία που τον περίμενε εντός ολίγου, τον διάλεξε πρόωρα, με την μεγαλοδωρία της προς τον ξένο. 
 
 
Έφτασαν σ’ αυτό το σημείο οι παραπάνω προφήτες με την γενναιότητά τους και με την επιμονή τους στους κόπους και με την καταφρόνησή τους προς τα πράγματα του βίου. Επειδή ζούσαν φτωχικά και πρόκοψαν ώστε από την ολιγάρκεια να φτάσουν στην κατάσταση να μη χρειάζονται τίποτε, πλησίασαν τις ασώματες Δυνάμεις. Και γι’ αυτό, ενώ ήταν σωματικά αφανείς και ασήμαντοι, έγιναν δυνατότεροι από εκείνους που είχαν τα πρωτεία και κυβερνούσαν τους άλλους. Συνομιλούσαν με τόση παρρησία μ’ εκείνους που φορούσαν το στέμμα, όσο ούτε αυτοί δε μιλούσαν στους υπηκόους τους. Σε ποια όπλα και σε ποια δύναμη βασιζόταν ο Ηλίας, όταν έλεγε στον Αχαάβ «δεν παρασύρω εγώ στο κακό το Ισραήλ, αλλά συ και ο οίκος του πατέρα σου»; Πως ο Μωυσής ερχόταν αντιμέτωπος του Φαραώ, χωρίς να έχει άλλο εφόδιο θάρρους, παρά μόνο την αρετή; Και πως ο προφήτης Ελισσαίος, ενώ ήταν μαζεμένος για πόλεμο ο στρατός των βασιλέων Ισραήλ και Ιούδα, έλεγε προς τον Ιωράμ (βασιλιά του Ισραήλ): «Ζει ο Κύριος των δυνάμεων, ενώπιον του Οποίου παρουσιάστηκα. Αν δεν ήταν για χάρη του Ιωσαφάτ, βασιλιά του Ιούδα, ουδέποτε θα έριχνα πάνω σου το βλέμμα μου, ούτε θα σε πρόσεχα». Δεν φοβήθηκε ο Ελισσαίος ούτε το στρατό που ήταν έτοιμος για πόλεμο, ούτε το θυμό του βασιλιά, ο οποίος σε καιρό πολέμου ήταν φυσικό να χρησιμοποιήσει μια παράλογη βία, καθώς ήταν συγχυσμένη η σκέψη του από την αγωνία. Μπορεί να κάνει ο βασιλιάς περισσότερο από ό,τι η αρετή; Ποιο βασιλικό ένδυμα έσχισε τον Ιορδάνη όπως η προβειά του προφήτη Ηλιού; Ποιο στέμμα θεράπευσε ασθένειες, όπως τα μαντήλια των Αποστόλων; Έλεγξε κάποτε ο προφήτης το βασιλιά που παρέβαινε το νόμο και ήταν μαζί με όλο το στρατό του. Θύμωσε ο βασιλιάς και άπλωσε το χέρι εναντίον του προφήτη. Όμως ούτε τον προφήτη έπιασε, ούτε το χέρι του μπόρεσε να το φέρει στη θέση του γιατί ήταν ξερό. Έγινε δηλαδή πόλεμος μεταξύ αρετής και βασιλικής δυνάμεως, και νίκησε η αρετή. Χωρίς να πολεμάει ο προφήτης η αρετή κατατρόπωνε τον αντίπαλο. Ήταν αργός ο αγωνιστής, αλλά η πίστη εργαζόταν. Οι σύμμαχοι του βασιλιά έκαναν την απονομή των βραβείων και το χέρι που στεκόταν ξερό μαρτυρούσε τη νίκη της αρετής. 
 
 
Όλα αυτά τα κατόρθωναν οι παραπάνω άγιοι, επειδή αποφάσισαν να ζουν μόνο για την ψυχή· το σώμα και τις ανάγκες του σώματος τις αποστρέφονταν, και τους έκανε μεγάλους το ότι δεν είχαν ανάγκη από τίποτε. Προτιμούσαν να αφήσουν το σώμα και να φύγουν απ΄αυτή τη ζωή, παρά να προδώσουν την τιμή και την υπεροχή της αρετής και να κολακέψουν για χάρη κάποιας σωματικής ανάγκης κανένα από τους πλουσίους. Εμείς όμως όταν έχομε ανάγκη από κάτι, εγκαταλείπομε το γενναίο αγώνα εναντίον των θλιβερών και τρέχομε στους πλουσίους, όπως τα σκυλάκια που κουνούν την ουρά χαρούμενα σ’ εκείνους που τα ρίχνουν ένα γυμνό ίσως κόκκαλο ή λίγα κομματάκια ψωμιού· και τους αποκαλούμε ευεργέτες και προστάτες των χριστιανών, και λέμε ότι έχουν κάθε αρετή, ακόμη και αν βρίσκονται στα έσχατα της κακίας για να πετύχομε εκείνο που θέλομε. 
 
 
Δεν εξετάζομε με προσοχή τη διαγωγή και τη ζωή των αγίων, των οποίων δήθεν έχομε σκοπό να μιμηθούμε την αρετή. Ήρθε προς τον Ελισσαίο ο στρατηλάτης της Συρίας Νεεμάν με πολλά δώρα. Τι έκανε λοιπόν ο προφήτης; Άραγε τον προϋπάντησε; Άραγε έτρεξε προς αυτόν; Δεν φανέρωσε τη θέλησή του προς τον Νεεμάν μέσω ενός παιδιού; Ούτε το πρόσωπό του δέχθηκε να δει, για να μη νομιστεί ότι για χάρη των δώρων τον θεράπευσε. Αυτά τα είπαμε, όχι να διδαχθούμε αλαζονεία, αλλά για να μην κολακεύομε εξαιτίας κάποιας ανάγκης μας εκείνους που έχουν περί πολλού εκείνα τα οποία εμείς διακηρύττομε ότι τα καταφρονούμε. 
 
 
Γιατί λοιπόν αφήσαμε τον κύριο σκοπό της κατά Θεόν φιλοσοφίας και ασχολούμαστε με τη γεωργία και το εμπόριο; Τι σημασία έχει για το Θεό, αν συνεισφέρομε και εμείς την φροντίδα μας, για να νομιστεί ότι έχομε κοινή την επιμέλεια της γεωργίας; Η ανθρώπινη επιμέλεια οργώνει τη γη και σπέρνει. Ο Θεός με αλλεπάλληλες βροχές ποτίζει τους σπόρους για να απλώσουν τις ρίζες μέσα στη γη· ανατέλλει τον ήλιο που ζεσταίνει τη γη και με τη θερμότητα προσκαλεί προς τα επάνω τα φυτά· στέλνει τους ανέμους ανάλογα με την ηλικία των φυτών. Με απαλό αέρα φυσά στην αρχή την πεδιάδα, όπου έχουν φυτρώσει τα στάχια, για να μην ξεραίνονται τα σπαρμένα με ζεστούς ανέμους.· κατόπιν με πνοή σταθερότερων ανέμων ωριμάζει τη γαλακτώδη ουσία μέσα στους σπόρους. Στον αλωνισμό δίνει τον κατάλληλο καύσωνα και στο λίχνισμα κατάλληλους ανέμους. Και αν λείψει ένα απ’ αυτά, μάταιος είναι ο ανθρώπινος κόπος, και μένει χωρίς αποτέλεσμα η δική μας επιμέλεια αν δεν σφραγιστεί από τις δωρεές του Θεού. Πολλές φορές και χωρίς να λείψει τίποτε απ’ όλα αυτά, έρχεται μια σφοδρή βροχή, παράκαιρη και πολλή, και παρασέρνει ή τα στάχια που είναι ακόμη στο αλώνι, ή καθαρό το σιτάρι στο σωρό. Κάποτε και στην αποθήκη το τρώει το σκουλήκι και το αρπάζει, να πούμε έτσι, από το στόμα μας. Που λοιπόν και σε τι μας χρησιμεύει η δική μας επιμέλεια, αφού ο Θεός κρατεί το τιμόνι των πραγμάτων και οδηγεί και φέρνει τα πάντα, όπως Εκείνος θέλει; 
 
 
Αλλά θα πούμε ότι στις αρρώστιες το σώμα θέλει περιποίηση; Δεν είναι καλύτερο να πεθάνομε, παρά να πράξομε κάτι που δεν αρμόζει στο μοναχικό σχήμα; Πάντως, αν ο Θεός θέλει να ζήσομε, ή βάζει στο σώμα ανάλογη δύναμη, ώστε να υποφέρομε τον πόνο της αρρώστιας ή να δεχτούμε στεφάνους για την γενναιότητα, ή θα επινοήσει τρόπο για παρηγοριά του αρρώστου· και δε θα λείψει βέβαια επινόηση παρηγοριάς από την πηγή της σοφίας. 
 
 
Καλό λοιπόν είναι, αγαπητοί, και πάρα πολύ καλό, να ανεβούμε στην αρχαία μακαριότητα και να αναλάβομε τον τρόπο ζωής των παλαιών μοναχών. Είναι νομίζω εύκολο σ’ εκείνους που θέλουν. Αλλά και αν συνυπάρχει και κανένας κόπος, δεν θα είναι άκαρπος, προσφέροντας αρκετή παρηγοριά τόσο την καλή φήμη εκείνων που έχουν προηγηθεί στην αρετή όσο και την διόρθωση των μεταγενεστέρων. Και δεν είναι μικρό κέρδος σ’ εκείνους που είχαν αρχίσει την ενάρετη ζωή και άφησαν στους κατοπινούς εικόνα άριστης ζωής, η ανάκτηση όσων εγκαταλείφθηκαν. 
 
 
Ας αποφύγομε να μένομε στις πόλεις και τα χωριά, για να τρέχουν σ’ εμάς εκείνοι που βρίσκονται στις πόλεις και στα χωριά. Ας επιδιώξομε τις ερημίες για να τραβήξομε σ’ εμάς εκείνους που μας αποφεύγουν, αν μερικοί το θέλουν αυτό. Έχει γραφεί επαινετικά για μερικούς ότι άφησαν τις πόλεις και κατοίκησαν στους βράχους και έγιναν σαν περιστέρια πρόθυμα στη μελέτη. Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής έμενε στην έρημο και όλες οι πόλεις σύσσωμες έρχονταν σ’ αυτόν. Κι εκείνοι που φορούσαν τα μεταξωτά βιάζονταν να πάνε να δούμε την δερμάτινη ζώνη του, και προτιμούσαν να ταλαιπωρούνται στο ύπαιθρο εκείνοι που είχαν σπίτια με χρυσές οροφές, και να ξαπλώνουν πάνω στην άμμο παρά να αναπαύονται πάνω σε λιθοκόλλητα κρεβάτια. Και όλα τα υπέφεραν ευχάριστα, αν και ήταν έξω από τις συνήθειές τους, γιατί μείωνε την αίσθηση των οδυνηρών ο πόθος να βλέπουν τον Πρόδρομο και τον πόνο της σκληραγωγίας τους τον αφαιρούσε το θαύμα της αρετής. Τόσο πολυτιμότερη είναι η αρετή από τον πλούτο και ο ησυχαστικός βίος επιφανέστερος από τα πολλά χρήματα. Πόσοι κατά τον καιρό εκείνο ήταν πλούσιοι και είχαν μεγάλη ιδέα για τη δόξα τους, και δεν μιλάει κανένας γι’ αυτούς. Και το μέγα θαύμα της αρετής του άδοξου Προδρόμου μέχρι τώρα ψάλλεται, και η μνήμη του πολίτη της ερήμου είναι σε όλους επιθυμητή. Γιατί η αρετή έχει αιώνια δόξα, και η φήμη της αναγγέλλει στους ανθρώπους τα αγαθά της.
Αναρτήθηκε από στις  
Share Button