Ό μεγαλόσχημος μοναχός Γρηγόριος Μπίκα από το μοναστήρι Τσιολάνου επαρχίας Μπουζάου (1945)
Ό πατήρ Γρηγόριος Μπίκα ήταν μεγάλος βιαστής των ουρανίων αγαθών από το μοναστήρι Τσιολάνου. Καταγόταν από την Τρανσυλβανία. Ακολούθησε τον Χριστό και έγινε μεγαλόσχημος μοναχός σ’ αυτό το μοναστήρι. Σε όλη την ζωή του είχε δύο διακονήματα, την εκκλησία και τον κήπο. Τόσο πολύ προώδευσε στην προσευχή, την νηστεία και την ταπείνωση, ώστε όλους τούς ωφελούσε με την διαγωγή του. Στον κήπο είχε δύο βοηθούς, τούς όποιους καθοδηγούσε στον φόβο του Θεού και κάπου-κάπου τούς έλεγε:
—Αδελφοί, να εργάζεσθε στον κήπο με αγάπη και χωρίς γογγυσμούς, διότι από τον κόπο σας διατρέφεται δωρεάν τόσος κόσμος.
Το καλοκαίρι ό γέροντας πότιζε μέχρι αργά τον κήπο και όταν ερχόταν στην Τράπεζα, του έλεγε ό μάγειρας:
—Δεν υπάρχει πλέον φαγητό, πάτερ Γρηγόριε, γιατί άργησες και δεν ήλθες στον καιρό σου, όταν κτύπησε το καμπανάκι για φαγητό.
Ό γέροντας δεν εστενοχωρείτο, αλλά ζητούσε συγχώρηση και επέστρεφε ειρηνικός στον κήπο του.
Από την εκκλησία δεν απουσίαζε καμιά φορά. Ερχόταν από τούς πρώτους. Κάποτε τον ρώτησε ένας μοναχός: —Πώς μπορείς πάτερ Γρηγόριε και έρχεσαι στην εκκλησία, ενώ είσαι απασχολημένος και στον κήπο;
Και ό γέροντας του απάντησε:
—Ή εκκλησία είναι ένα καράβι, πού ταξιδεύει στην θάλασσα. Εάν απουσιάσω από την εκκλησία, το καράβι πάει μπροστά και εγώ μένω πίσω, μακριά από τον Χριστό. Γι’ αυτό έρχομαι τακτικά στην εκκλησία.
Μια άλλη φορά είπε σ’ ένα μαθητή του:
—Σ’ όλη την ζωή μου αγωνίζομαι με το σώμα —το ατίθασο αυτό άλογο— και κάνω ότι μπορώ με την βοήθεια του Θεού για να το δαμάσω.
Ένας αδελφός του είπε:
—Πάτερ Γρηγόριε, πέστε μου καμιά ωφέλιμη συμβουλή. Και ό γέροντας τού είπε:
—Ανάμεσα στα πάθη, αυτό πού πολεμάει περισσότερο τον μοναχό είναι ή οκνηρία και ή φιλαυτία, από την οποία γεννιούνται όλα τα άλλα. Ό πονηρός διάβολος προτρέπει τον μοναχό να λυπάται το σώμα, να τρώγει πολύ, να μην έρχεται στην εκκλησία να μην κάνη μετάνοιες και να κοιμάται πολύ. Εάν νικά ό μοναχός την φιλαυτία, τότε εύκολα νικώνται και τα άλλα πάθη.
Το τέλος του πατρός Γρηγορίου ήταν θαυμαστό, όπως θαυμαστή ήταν και ολόκληρη ή ζωή του.
Μια νύκτα, την ώρα πού προσευχόταν, παρουσιάσθηκε μπροστά του ένας ωραίος νέος καβάλα στο άλογό του και τού είπε:
—Ετοιμάσου, διότι σε τρεις ήμερες έρχομαι να σε πάρω. Θα έλθω, όταν κτυπάει το σήμαντρο.
—Και ποιός είσαι, άγιε του Θεού; Τον ερώτησε.
—Εγώ είμαι ό μεγαλομάρτυς Γεώργιος, ό προστάτης αυτής τής εκκλησίας και ήλθα να σε ειδοποιήσω.
Τότε ό πατήρ Γρηγόριος ζήτησε συγχώρηση από όλους, εξομολογήθηκε, μετάλαβε τα Αγία Μυστήρια και την τρίτη ήμερα το πρωί, όταν κτυπούσε το σήμαντρο, παρέδωσε την ψυχή του στα χέρια του Θεού.
Τα κίτρινα και ευλογημένα λείψανά του φυλάγονται στο οστεοφυλάκιο τής μονής.
πηγη aidoni
ΒΙΒΛΙΟΓ. ΡΟΥΜΑΝΙΚΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ. ΕΚΔΟΣΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ.