Όσιος Μακάριος της Σαχάρνα με άφθαρτο λείψανο(+23 Απριλίου 1969)
Ο Όσιος Μακάριος γεννήθηκε στις 25 Απριλίου 1888 στην περιοχή Μπουσούτσκα της Μολδαβίας.Στην βάπτιση πήρε το όνομα Μιχαήλ.Από μικρός ήταν υπάκουος,αγαπούσε την ησυχία και τις ιερές ακολουθίες και του άρεσε στα παιχνίδια του να κάνει τον ιερέα θυμιάζοντας με κάποιο από τα παιχνίδια του.Εαν τον μάλωνε ο πατέρας του ο Δημήτριος-άνθρωπος με φόβο Θεού-ο μικρός Μιχάλης του απαντούσε:«Να δεις που όταν θα μεγαλώσω θα μου φιλάς το χέρι»! Στα δωδεκά του χρόνια ζήτησε από τους γονείς του να τον πάνε στο αγαπημένο του μοναστήρι,στην Σαχάρνα.Αυτοί βλέποντας τις προσευχές του και την καθαρότητα των προθέσεών του,τον πήγαν.Παρότι είχε την συγκατάθεση των γονιών του ο ηγούμενος Ιωσήφ και επίσκοπος Ιακώβ δεν τον δεχόνταν επειδή ήταν πολύ νεαρός.Αυτό έγινε το 1900.Ο νεαρός Μιχαήλ για μία περίοδο συνέχισε να επιμένει μέχρι που μια μέρα είπε στον ηγούμενο:« Πᾶν ὃ δίδωσί μοι ὁ πατήρ, πρὸς ἐμὲ ἥξει, καὶ τὸν ἐρχόμενον πρός με οὐ μὴ ἐκβάλω ἔξω».Έτσι και εγώ έρχομαι προς τον Φιλάνθρωπο Χριστό για να σωθώ δια σου.Ακούγοντας ο ηγούμενος αυτά τα λόγια και βλέποντας την ακλόνητη επιθυμία του τον δέχθηκε στην αδελφότητα λέγοντάς του:«Η επιμονή σου να είναι ένα με την θέλησή σου».Μετά από λίγο καιρό έγινε μοναχός και ο πατέρας του.
Ο Μιχαήλ ήταν πολύ υπάκουος και πρόθυμος στα διακονήματά του.Για την πολύ του ταπείνωση τον είχε αγαπήσει όλη η αδελφότητα.Μετά από λίγα χρόνια εκάρη μοναχός και πήρε το όνομα Μακάριος προς τιμήν του Αγίου Μακαρίου του Αιγυπτίου.Έπειτα έγινε ιερομόναχος και υπηρέτησε τον Θεό στο Άγιο Θυσιαστήριο,όπως είχε προφητέψει όταν έπαιζε με τα παιχνίδια του.
Άνθρωποι πολλοί άρχισαν να έρχονται σ’αυτόν για να ακούσουν έναν λόγο παρηγοριάς,ενώ τα μέλη της αδελφότητας κυριολεκτικά ρουφούσαν κάθε λόγο που έβγαινε από το στόμα του. Έτσι μετά από λίγο καιρό τον όρισαν ως πνευματικό της μονής.Από την ημέρα εκείνη η πόρτα του κελιού του ήταν πάντα ανοιχτή.Έλεγε στους πιστούς:«Μπορείτε να έρχεστε σε εμένα οποτεδήποτε έχετε κάτι να εξομολογηθείτε».Ήταν η περίοδος που άρχισε να διάβαζει προσευχές για τους αρρώστους που υπέφεραν από κακά πνεύματα και τότε άρχισαν οι ιάσεις και τα θαύματα.Ο π.Μακάριος δεν το αναγνώριζε ότι το θαύμα γινόνταν χάρη στις προσευχές του.Συνήθιζε να λέει:«Ήρθε η ασθένεια επειδή δεν προσεύχεστε όπως πρέπει.Τώρα που η προσευχή σας έγινε θερμή,γίνατε καλά» Η βαθιά πίστη του στο Θεό,η ταπεινοφροσύνη του,ο φωτισμένος από την σοφία των Γραφών νους του,η πνευματική βοήθεια που προσέφερε σε ανθρώπους κάθε ηλικίας και κοινωνικής τάξης,αλλά και το προορατικό του χάρισμα,έκαναν τους πιστούς να καταλαβαίνουν πως πρόκειται για εναν άγιο.
Την δεκαετία του ’50 είχαν αρχίσει οι διώξεις του κομμουνισμού.Την περίοδο εκείνη ο π.Μακάριος βρισκόνταν στην Μονή Κουσελεούκα.Μια μοναχή διηγείται:«Ήταν χειμώνας.Ο γέροντας τελούσε την Θεία Λειτουργία όταν στον ναό όρμησαν τριάντα στρατιώτες.Τον διέταξαν να βγεί έξω.Οι μοναχές έκλαιγαν.εκείνος όμως ήρεμα τους ακολούθησε.Οι μοναχές παρακαλούσαν τους στρατιώτες να τον αφήσουν,εκείνοι όμως δεν άκουγαν τίποτα.Μπροστά στον ναό περίμεναν τα έλκηθρα.Έβαλαν τον π.Μακάριο πάνω σ’ένα απ’αυτά.Οι μοναχές έτρεχαν πίσω τους κλαίγοντας και φωνάζοντας.Μάταια όμως.Τα έλκηθρα χάθηκαν μετά την στροφή.Μεγάλη είναι η δύναμη του Θεού όμως.Οι στρατιώτες ήταν μεθυσμένοι.Κάποια στιγμή έχασαν τον έλεγχο του έλκηθρου και αυτό αναποδογύρισε.Έπεσαν όλοι κάτω.Ζαλισμένοι όπως ήταν ξέχασαν να φορτώσουν τον π.Μακάριο και έφυγαν.Έκεινος ξυπόλητος-επειδή είχε χάσει τα παπούτσια του- γύρισε στο μοναστήρι.Πόσο μεγάλη ήταν η χαρά μας».
Έπειτα γύρισε στην Σαχάρνα για να πιεί ο πικρό ποτήρι του διωγμού μέχρι τέλους.Το 1964 οι κομμουνιστές έκλεισαν το μοναστήρι της Σαχάρνας.Ο π.Μακάριος έζησε για δύο χρόνια σε μία καλύβα στην άκρη του χωριού.Οι κάτοικοι τον αγαπούσαν πολύ.Σε αυτήν την καλύβα τα βράδια έκανε γάμους και βαπτίσεις.Καθημερινά ανέβαινε τον Γολγοθά μαζί με τον Χριστό. Παρότι ήταν ηλικιωμένος οι σοβιετικοί τον υποχρέωναν να πηγαίνει στο νταμάρι να βγάζει πέτρες μαζί με τους άλλους, να φτιάχνουν δρόμους κ.α.Τον έβλεπαν οι άλλοι πως ταλαιπωρείται και έκαναν και την δική του δουλειά.
Οι δύσκολες συνθήκες ζωής και οι διώξεις των αρχών τον έριξαν στο κρεβάτι.Εξαιτίας της αδυναμίας και της ασθένειας αναγκάστηκε να πάει να μείνει στο πατρικό του,στο σπίτι της αδελφής του Άννας.
Εκοιμήθη στις 23 Απριλίου 1969 περιστοιχισμένος από πνευματικά του τέκνα.Πριν παραδώσει την ψυχή του αναφώνησε:«Δόξα Σοι,Κύριε…»Τον έθαψαν στο κοιμητήριο του χωριού κοντά στον τάφο της μητέρας του.
Το 1991 η μονή Σαχάρνα επαναλειτούργησε,ξεκινώντας την ποιμαντική της δραστηριότητα και προσπαθώντας να ανασηκωθεί μέσα από τα ερείπια.Η νέα αδελφότητα πληροφορήθηκε από τους πιστούς για την αγία ζωή του π.Μακαρίου.Με την ευλογία του Μητροπολίτου Κισινέφ και πάσης Μολδαβίας Βλαδίμηρου,ανοίχτηκε ο τάφος του και τα λείψανά του βρέθηκαν άφθαρτα.Στις 21 Δεκεμβρίου 1995 έγινε η αγιοκατάταξή του.Σύμφωνα με απόφαση της συνόδου η μνήμη του τιμάται στις 13/26 Μαίου.Υπάρχουν πολλές μαρτυρίες για τα θαύματά του.