Αγιος Αθανάσιος ο Πάριος Μέρος Β’
ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ
Πρωτοπρεσβυτέρου Καθηγητού Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Πρωτοπρεσβυτέρου Καθηγητού Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Β’. Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
ΣΤΑ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΡΙΟΥ
ΣΤΑ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΡΙΟΥ
Η επιλογή του θέματος αυτού στο παρόν συνέδριο της Πάρου, που οργανώθηκε με την εμπνευσμένη πρωτοβουλία του σεβασμιωτάτου μητροπολίτου Παροναξίας κ. Αμβροσίου και της Διοικούσης Επιτροπής του Ιερού Προσκυνήματος της Παναγίας Εκατονταπυλιανής, έχει διπλό στόχο. Να παρουσιάσει εν πρώτοις τον βαθμό, την έκταση της χρησιμοποιήσεως του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά στα συγγράμματα και στην διδασκαλία του μεγάλου Παρίου θεολόγου.
Δεν κομίζομεν γλαύκα εις Αθήνας. Είναι σχεδόν γνωστά τα στοιχεία εις τους ερευνητάς και ως προς τον Άγιο Αθανάσιο, αλλά και ως προς τους δύο άλλους μεγάλους συγχρόνους του θεολόγους, τον Άγιο Μακάριο Νοταρά και τον Άγιο Νικόδημο Αγιορείτη. Εργάσθηκαν και οι τρεις για την ενίσχυση της ορθοδόξου αυτοσυνειδησίας, για την προστασία της Παραδόσεως, απέναντι σε ισχυρές αλλοτριωτικές επιδράσεις, απέναντι στο νεωτεριστικό πνεύμα του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επαναστάσεως, το οποίο εσάρωσε την Ευρώπη κατά τον 18ο αιώνα, πέρασε όμως, εξασθενημένο βέβαια λόγω άλλου κλίματος, και στην Ορθόδοξη Ανατολή. Βασικά γνωρίσματά του η αθεΐα, ο αντικληρικαλισμός, ο ορθολογισμός και η εκκοσμίκευση. Ολόκληρο το οικοδόμημα του χριστιανικού πολιτισμού σείσθηκε εκ θεμελίων. Η εμμονή σε θρησκευτικές παραδόσεις του παρελθόντος χαρακτηρίσθηκε ως δεισιδαιμονία και σκοταδισμός, κάθε είδους αυθεντία γελοιοποιήθηκε, όπως και κάθε παραδοσιακό παιδαγωγικό μέσο, ως μοναδικό δε κριτήριο αληθείας, ως αληθινό φως, που φωτίζει και ανυψώνει, προεβλήθη η νέα θεότης, η ratio, ο ορθός λόγος, η επιστημονική γνώση. Σε επίπεδο επίσης πρακτικής εφαρμογής αυτών των αρχών του υλισμού και της αθεΐας γελοιοποιήθηκαν οι παραδοσιακές αρετές της νηστείας, της εγκράτειας, της σωφροσύνης, και προεβλήθη ένας χονδροειδής ευδαιμονισμός που απέβλεπε στην ικανοποίηση του στομάχου και της σάρκας, η κοιλιοδουλεία δηλαδή και ο πανσεξουαλισμός. Κάθε τι το εκκλησιαστικό απορρίφθηκε ως μεσαιωνικό και αναχρονιστικό, ενώ κάθε τι το κοσμικό αξιολογήθηκε ως πρόοδος και εκσυγχρονισμός. Η εκκοσμίκευση θρονιάσθηκε μεγαλόπρεπα και στον θεωρητικό και στον πρακτικό βίο, στην θεωρία και στην πράξη.
Οι αρχές αυτές του «Διαφωτισμού» προσδιώρισαν έκτοτε και εξακολουθούν να προσδιορίζουν μέχρι σήμερα την ανάπτυξη του δυτικού πολιτισμού, με εμφανή βέβαια τα μελανά τους σημεία και με πικρή τη γεύση των ποικίλων αδιεξόδων για τους λαούς της Δύσεως και για τους εκδυτικισθέντας ή εκδυτικιζομένους λαούς, όπως είναι σε προχωρημένη μάλιστα φάση ο ελληνικός λαός, αλλά και άλλοι ορθόδοξοι λαοί που επιθυμούν δικαιολογημένα, για τους έχοντας κοσμικά κριτήρια, να απαλλαγούν από την υλική φτώχεια και να εισέλθουν στον παράδεισο της υλικής ευημερίας, με το σκληρό τίμημα της αλλοτριώσεως και του αφανισμού της ιδιοπροσωπείας των.
Στην Ευρώπη παρόμοιες διεργασίες είχαν αρχίσει ήδη από του τέλους της πρώτης χιλιετίας, που ενισχύθηκαν στις αρχές της δεύτερης χιλιετίας, μετά το σχίσμα, ερήμην της Ορθοδοξίας, η οποία θα μπορούσε συνθετικά να αποτρέψει και για λογαριασμό της Δύσεως την ολοκληρωτική αποδέσμευση από την Παράδοση και την άμβλυνση των νεωτεριστικών τάσεων μέσα στο χωνευτήρι της αγιοπνευματικής εμπειρίας και της αληθινής φιλοσόφου ζωής, του αληθινού φωτισμού, που βιώνεται εμφαντικά στον Μοναχισμό, αλλά και στην καθημερινή λειτουργική ζωή και πράξη της κοινότητος, της συνάξεως. Αυτονομημένη όμως τώρα η Δύση και ξεκομμένη από την Ανατολή, στην οποία επί χίλια χρόνια μαθήτευε, έδωσε κατ’ αρχήν και σε επίπεδο εκκλησιαστικό κακό παράδειγμα με τις καινοτομίες στο δόγμα και στα ήθη, ενίσχυσε τον ανθρωποκεντρισμό και τον αυταρχισμό στο πρόσωπο του αλαθήτου πάπα, καταξίωσε τον ορθολογισμό με την αριστοτελική φιλοσοφία και τον σχολαστικισμό και έστρεψε τον Μοναχισμό προς κοινωνικές και επιστημονικές δραστηριότητες. Δεν άργησε γι’ αυτό να ξεπηδήσουν μέσα από αυτές τις διεργασίες η Αναγέννηση, η Μεταρρύθμιση και ο Διαφωτισμός με τις τάσεις που καλλιεργήθηκαν μέσα στην Εκκλησία, αυτονομημένες όμως τώρα και εχθρικές προς την Εκκλησία.
Αντιμετωπίζοντας τον Διαφωτισμό του 18ου αιώνος οι μνημονευθέντες τρεις άγιοι και μεγάλοι θεολόγοι, Μακάριος Νοταράς, Νικόδημος Αγιορείτης και Αθανάσιος Πάριος δεν ξαφνιάσθηκαν ούτε έψαξαν πολύ για να βρουν παραδοσιακά ερείσματα στα οποία θα στήριζαν τις θέσεις τους. Ο «Διαφωτισμός» ήταν ένας Νεοβαρλααμισμός που καταδικάσθηκε στο πρόσωπο του Βαρλαάμ του Καλαβρού με συνοδικές αποφάσεις από την συνείδηση της Ορθοδόξου Εκκλησίας τον 14ο αιώνα και με πρωταγωνιστή τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά, αγιορείτη μοναχό και αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης. Η επαναπροβολή της διδασκαλίας του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά με την μελέτη και έκδοση των έργων του, η ενίσχυση της λειτουργικής ζωής με εκδόσεις βίων αγίων και ακολουθιών, η σθεναρή υποστήριξη των παραδόσεων απέναντι σε εκσυγχρονιστικές τάσεις και η στηλίτευση του ορθολογισμού και των νέων περί παιδείας και φωτισμού αντιλήψεων συνθέτουν τις βασικές πλευρές του πνευματικού κινήματος, το οποίο προσφυώς ονομάσθηκε ησυχαστική ή φιλοκαλική αναγέννηση, ονομασία που άρχισε τώρα να επιβάλλεται στην ιστορική και θεολογική ορολογία αντί της ειρωνικής ακατάλληλης ονομασίας τους ως «Κολλυβάδων».
Η έρις που ξέσπασε τότε στο Άγιον Όρος στη σκήτη της Αγίας Άννης, με την αντιπαραδοσιακή μετάθεση της τέλεσης των μνημοσυνών (Κολλύβων) από το Σάββατο στην Κυριακή, εναντίον της οποίας αντέδρασαν οι τρεις νέοι μεγάλοι θεολόγοι και η οποία τους προσέδωσε την ονομασία των Κολλυβάδων, δεν ήταν παρά μία μόνο ελάχιστη πτυχή του νεωτεριστικού αντιπαραδοσιακού πνεύματος, το οποίο από την Ευρώπη ορμώμενο έπνεε και στην Ανατολή, ακόμη και σε εκκλησιαστικούς και μοναστηριακούς κύκλους, ακόμη και στο Άγιον Όρος.
Ήδη από το 1960 ο Le Guillou, κινούμενος βέβαια μέσα στα πλαίσια της Ρωμαιοκαθολικής Θεολογίας, προσέδωσε την αρμόζουσα ευρύτητα στο πνευματικό αυτό κίνημα, που περιοριζόταν από ξένους αλλά και από Έλληνας ερευνητάς στην έριδα γύρω από τα μνημόσυνα και τα κόλλυβα. Σε άρθρο του με τίτλο «La renaissance spirituele du XVIII siecle» και σε ειδικό κεφάλαιο «La renaissance hesychaste» παρουσιάζει το αναγεννητικό έργο των τριών ως άνω θεολόγων. Προτάσσει στην σειρά των ονομάτων τον Αθανάσιο Πάριο, για τον οποίο λέγει, επαναλαμβάνοντας την εκτίμηση του L. Petit, ότι είναι ο καλύτερος Έλληνας θεολόγος από το τέλος του 18ου αιώνος μετά τον Ευγένιο Βούλγαρη. Θα μπορούσε μάλιστα κανείς κρατώντας επιφύλαξη μόνο για το επίθετο «συντηρητικός, συντηρητική» να υιοθετήσει πλήρως τον διδόμενο από τον Le Guillu ορισμό του κινήματος, σύμφωνα με τον οποίο ως ησυχαστική αναγέννηση χαρακτηρίζεται «η συντηρητική τάση, που εκπροσωπείται κυρίως από ομάδα τριών προσώπων, συνδεομένων διά φιλίας, τον Αθανάσιο Πάριο, τον Μακάριο Κορίνθου και τον Νικόδημο Αγιορείτη, και η οποία ως ουσιώδες γνώρισμα έχει την επιθυμία να συνεχισθεί η γνήσια ησυχαστική παράδοση». Την γραμμή αυτή του ξένου ερευνητού πέρασε στην νεώτερη ορθόδοξη ελληνόφωνη βιβλιογραφία και την ενίσχυσε ο τότε αρχιμανδρίτης, τώρα δε μητροπολίτης Μαυροβουνίου, Αμφιλόχιος Ράντοβιτς, με την μελέτη του «Η Φιλοκαλική Αναγέννηση του XVIII και XIX αι. και οι πνευματικοί της καρποί», με συνέπεια όχι μόνο την σταδιακή εγκατάλειψη από τους μετά ταύτα ερευνητάς του όρου «Κολλυβάδες», αλλά κυρίως την αξιολόγηση του έργου τους με την δέουσα ευρύτητα, ως έργου συνεχίσεως και ενισχύσεως της ησυχαστικής πατερικής παραδόσεως17.
Ασφαλώς δε στο κέντρο αυτής της προσπάθειας ευρίσκεται το πρόσωπο και το έργο του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, του κατ’ εξοχήν εκφραστού και κήρυκος αυτής της παραδόσεως. Μολονότι λοιπόν δεν κομίζομεν γλαύκα εις Αθήνας ή λίθον Πάριον εις την Πάρον, θα προσπαθήσουμε συνθέτοντας γνωστά και άγνωστα ή μη χρησιμοποιηθέντα επαρκώς στοιχεία να παρουσιάσουμε σύντομα την χρήση των συγγραμμάτων και της διδασκαλίας του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά από τον Άγιο Αθανάσιο Πάριο.
Ο δεύτερος στόχος της ιδικής μας εισηγήσεως, που προκύπτει από τον πρώτο, είναι να προωθηθεί περισσότερο η αλλαγή νοοτροπίας και κριτηρίων στην αποτίμηση του προσώπου και του έργου ιδιαίτερα του αγίου Αθανασίου Παρίου, ο οποίος, επειδή ανέλαβε το κύριο βάρος της αντιδράσεως στις νεωτεριστικές θέσεις των Ελλήνων Διαφωτιστών του 18ου αιώνος, και μάλιστα του πρώτου μεταξύ αυτών Αδαμαντίου Κοραή, έγινε στόχος αδίκων επικρίσεων και χαρακτηρισμών εκ μέρους των νεωτεριστών, όπως βέβαια και αντικείμενο επαίνων και θαυμασμού και τιμής εκ μέρους όσων γνωρίζουν την ζωή και την διδασκαλία της Εκκλησίας. Υπάρχουν βέβαια και μεταξύ των «θύραθεν» αρκετοί ερευνηταί που αποτιμούν θετικά τον Άγιο Αθανάσιο και το λεγόμενο κίνημα των Κολλυβάδων, όπως υπάρχουν επίσης και ερευνηταί θεωρούμενοι ως ανήκοντες εις τους ένδον, εις τους καθ’ ημάς, εις την ημετέραν αυλήν με αρνητική παντελώς εικόνα. Από τους τελευταίους ενδεικτικώς θα μνημονεύσουμε δύο περιπτώσεις για να φανεί το μέγεθος της αγνοίας και της εκτροπής θεολόγων και θεολογούντων από την γνήσια πατερική ησυχαστική παράδοση. Σε διδακτορική διατριβή που υπεβλήθη πριν από τριάντα χρόνια στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης από τον Χαρίλαο Τζώγα, με θέμα «Η περί μνημοσύνων έρις εν Αγίω Όρει κατά τον ΙΗ’ αιώνα», ο συγγραφεύς γράφει τα εξής: «Εις το κίνημα των Κολλυβάδων αντικατοπτρίζεται μάλλον το συντηρητικό πνεύμα… Το κίνημα των Κολλυβάδων είναι κυρίως προϊόν του ζηλωτισμού, ο οποίος κατά τον ΙΗ’ αιώνα ευρίσκετο εις έξαρσιν εν Αγίω Όρει… Οι ζηλωταί… έδιδον μεγαλυτέραν σημασίαν εις τον τύπον. Μίαν τοιαύτην φανατικήν εκδήλωσιν λοιπόν του ζηλωτισμού, η οποία είχε πολλάς συνεπείας και επιπτώσεις και εις την Εκκλησίαν και εις την παιδείαν αποτελεί και η περί μνημοσυνών και συνεχούς μεταλήψεως έρις των Κολλυβάδων εν Αγίω Όρει»18. Ο Ιωάννης Χατζηφώτης, πριν να εισέλθει βέβαια εις τα ενδότερα της Εκκλησίας και να αναλάβει και το έργο του εκπροσώπου της Ιεράς Συνόδου, ως «θύραθεν» μάλλον τότε στοχαστής, σε μελέτη του που δημοσιεύθηκε το 1971 με θέμα «Ο ελληνικός διαφωτισμός προάγγελος του 21» πλέκει ύμνους στον Κοραή και καταβαραθρώνει τον άγιο Αθανάσιο Πάριο γράφοντας: «Ο Αθανάσιος Πάριος κατεχόταν πάντα από πνεύμα αντιδραστικό. Φανατικός, εριστικός, θρησκόληπτος, τα έβαλε με τον Κοραή, όταν έπεσε στα χέρια του ένα γράμμα του σοφού διδασκάλου, όπου κατηγορούσε την νηστεία. Η μανία του ήταν τέτοια, που έφτασε να κατηγορήση όσους σπουδάζουν στη δύση για ανήθικη διαγωγή! Η “Αντιφώνησίς” του, τυπωμένη το 1802, είναι το πιο αντιδραστικό κείμενο της περιόδου του διαφωτισμού»19.
Εάν εγνώριζε ο αποτιμών τόσο αρνητικά τον Άγιο Αθανάσιο, ότι η «Αντιφώνησις» δεν είναι τίποτε άλλο από απλή μετάπλαση γλωσσική των όσων λέγει ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, συγκρίνοντας την ανθρώπινη σοφία με τη θεία σοφία, αλλά και η προηγούμενη πατερική παράδοση σε απόλυτη συμφωνία με την διδασκαλία του Χριστού και των Αποστόλων, ιδιαίτερα των Αποστόλων Παύλου και Ιακώβου Αδελφοθέου, δεν θα τολμούσε να κάνει αυτούς τους χαρακτηρισμούς. Εκτός αν συνολικά η πίστη στον Θεό, στο έργο του Χριστού και της Εκκλησίας θεωρείται ως δεισιδαιμονία και σκοτάδι, όπως διεκήρυτταν τότε οι κορυφαίοι των Ευρωπαίων διαφωτιστών με προεξάρχοντα τον Βολταίρο, τις αθεϊστικές ιδέες του οποίου καταπολέμησε με σπάνια παρρησία ο Αθανάσιος Πάριος, για να προφυλάξει τους Ορθοδόξους από τις δυτικές επιδράσεις, γνωρίζοντας ότι θα έπεφταν επάνω του με ύβρεις και απειλές οι τότε και οι μετέπειτα φραγγεμένοι και ευρωπαΐζοντες λόγιοι. Ο εξευτελίζων την νηστεία Κοραής είναι σοφός και μέγας διδάσκαλος, ενώ ο υπερασπίζων την εκκλησιαστική παράδοση Αθανάσιος Πάριος είναι φανατικός και εριστικός.
Σύγχρονοι ερευνηταί επιχειρούν «θύραθεν», εκ των έξω, να συμβάλουν στην αποκατάσταση της ιστορικής εικόνος του Αθανασίου Παρίου, ο οποίος λόγω του ότι δεν έχουν ακόμη εκδοθή όλα τα έργα του, απουσιάζει δε και μία πλήρως διακριβωμένη βιογραφία του, αδικήθηκε και δυσφημήθηκε από τους ιδεολογικούς του αντιπάλους20. Είναι πράγματι μία νηφάλια τοποθέτηση, αρκεί να συνοδευθεί από την τόλμη της όχι «θύραθεν», αλλά της «ένδοθεν» μελέτης και αποτίμησης. Με βάση μία τέτοια αποτίμηση δεν απομένει κανένα περιθώριο αρνητικής αξιολογήσεως, γιατί ο Άγιος Αθανάσιος Πάριος είναι ακριβής τηρητής και συνεχιστής της Πατερικής Παραδόσεως, μεγάλη μορφή οσίου Πατρός και ομολογητού, που επλήρωσε με συκοφαντίες και ύβρεις το θάρρος και την ακλινή απόφασή του να ομολογεί και να υπερασπίζεται την Ορθοδοξία, τους Πατέρας και τους αγίους, τη λειτουργική μεγαλοπρέπεια και λαμπρότητα, τους θεσμούς και τα ήθη της γνησίας χριστιανικής ζωής, απέναντι στον σαρωτικό άνεμο του εκμοντερνισμού και της εκκοσμίκευσης.
Οι αρχές αυτές του «Διαφωτισμού» προσδιώρισαν έκτοτε και εξακολουθούν να προσδιορίζουν μέχρι σήμερα την ανάπτυξη του δυτικού πολιτισμού, με εμφανή βέβαια τα μελανά τους σημεία και με πικρή τη γεύση των ποικίλων αδιεξόδων για τους λαούς της Δύσεως και για τους εκδυτικισθέντας ή εκδυτικιζομένους λαούς, όπως είναι σε προχωρημένη μάλιστα φάση ο ελληνικός λαός, αλλά και άλλοι ορθόδοξοι λαοί που επιθυμούν δικαιολογημένα, για τους έχοντας κοσμικά κριτήρια, να απαλλαγούν από την υλική φτώχεια και να εισέλθουν στον παράδεισο της υλικής ευημερίας, με το σκληρό τίμημα της αλλοτριώσεως και του αφανισμού της ιδιοπροσωπείας των.
Στην Ευρώπη παρόμοιες διεργασίες είχαν αρχίσει ήδη από του τέλους της πρώτης χιλιετίας, που ενισχύθηκαν στις αρχές της δεύτερης χιλιετίας, μετά το σχίσμα, ερήμην της Ορθοδοξίας, η οποία θα μπορούσε συνθετικά να αποτρέψει και για λογαριασμό της Δύσεως την ολοκληρωτική αποδέσμευση από την Παράδοση και την άμβλυνση των νεωτεριστικών τάσεων μέσα στο χωνευτήρι της αγιοπνευματικής εμπειρίας και της αληθινής φιλοσόφου ζωής, του αληθινού φωτισμού, που βιώνεται εμφαντικά στον Μοναχισμό, αλλά και στην καθημερινή λειτουργική ζωή και πράξη της κοινότητος, της συνάξεως. Αυτονομημένη όμως τώρα η Δύση και ξεκομμένη από την Ανατολή, στην οποία επί χίλια χρόνια μαθήτευε, έδωσε κατ’ αρχήν και σε επίπεδο εκκλησιαστικό κακό παράδειγμα με τις καινοτομίες στο δόγμα και στα ήθη, ενίσχυσε τον ανθρωποκεντρισμό και τον αυταρχισμό στο πρόσωπο του αλαθήτου πάπα, καταξίωσε τον ορθολογισμό με την αριστοτελική φιλοσοφία και τον σχολαστικισμό και έστρεψε τον Μοναχισμό προς κοινωνικές και επιστημονικές δραστηριότητες. Δεν άργησε γι’ αυτό να ξεπηδήσουν μέσα από αυτές τις διεργασίες η Αναγέννηση, η Μεταρρύθμιση και ο Διαφωτισμός με τις τάσεις που καλλιεργήθηκαν μέσα στην Εκκλησία, αυτονομημένες όμως τώρα και εχθρικές προς την Εκκλησία.
Αντιμετωπίζοντας τον Διαφωτισμό του 18ου αιώνος οι μνημονευθέντες τρεις άγιοι και μεγάλοι θεολόγοι, Μακάριος Νοταράς, Νικόδημος Αγιορείτης και Αθανάσιος Πάριος δεν ξαφνιάσθηκαν ούτε έψαξαν πολύ για να βρουν παραδοσιακά ερείσματα στα οποία θα στήριζαν τις θέσεις τους. Ο «Διαφωτισμός» ήταν ένας Νεοβαρλααμισμός που καταδικάσθηκε στο πρόσωπο του Βαρλαάμ του Καλαβρού με συνοδικές αποφάσεις από την συνείδηση της Ορθοδόξου Εκκλησίας τον 14ο αιώνα και με πρωταγωνιστή τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά, αγιορείτη μοναχό και αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης. Η επαναπροβολή της διδασκαλίας του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά με την μελέτη και έκδοση των έργων του, η ενίσχυση της λειτουργικής ζωής με εκδόσεις βίων αγίων και ακολουθιών, η σθεναρή υποστήριξη των παραδόσεων απέναντι σε εκσυγχρονιστικές τάσεις και η στηλίτευση του ορθολογισμού και των νέων περί παιδείας και φωτισμού αντιλήψεων συνθέτουν τις βασικές πλευρές του πνευματικού κινήματος, το οποίο προσφυώς ονομάσθηκε ησυχαστική ή φιλοκαλική αναγέννηση, ονομασία που άρχισε τώρα να επιβάλλεται στην ιστορική και θεολογική ορολογία αντί της ειρωνικής ακατάλληλης ονομασίας τους ως «Κολλυβάδων».
Η έρις που ξέσπασε τότε στο Άγιον Όρος στη σκήτη της Αγίας Άννης, με την αντιπαραδοσιακή μετάθεση της τέλεσης των μνημοσυνών (Κολλύβων) από το Σάββατο στην Κυριακή, εναντίον της οποίας αντέδρασαν οι τρεις νέοι μεγάλοι θεολόγοι και η οποία τους προσέδωσε την ονομασία των Κολλυβάδων, δεν ήταν παρά μία μόνο ελάχιστη πτυχή του νεωτεριστικού αντιπαραδοσιακού πνεύματος, το οποίο από την Ευρώπη ορμώμενο έπνεε και στην Ανατολή, ακόμη και σε εκκλησιαστικούς και μοναστηριακούς κύκλους, ακόμη και στο Άγιον Όρος.
Ήδη από το 1960 ο Le Guillou, κινούμενος βέβαια μέσα στα πλαίσια της Ρωμαιοκαθολικής Θεολογίας, προσέδωσε την αρμόζουσα ευρύτητα στο πνευματικό αυτό κίνημα, που περιοριζόταν από ξένους αλλά και από Έλληνας ερευνητάς στην έριδα γύρω από τα μνημόσυνα και τα κόλλυβα. Σε άρθρο του με τίτλο «La renaissance spirituele du XVIII siecle» και σε ειδικό κεφάλαιο «La renaissance hesychaste» παρουσιάζει το αναγεννητικό έργο των τριών ως άνω θεολόγων. Προτάσσει στην σειρά των ονομάτων τον Αθανάσιο Πάριο, για τον οποίο λέγει, επαναλαμβάνοντας την εκτίμηση του L. Petit, ότι είναι ο καλύτερος Έλληνας θεολόγος από το τέλος του 18ου αιώνος μετά τον Ευγένιο Βούλγαρη. Θα μπορούσε μάλιστα κανείς κρατώντας επιφύλαξη μόνο για το επίθετο «συντηρητικός, συντηρητική» να υιοθετήσει πλήρως τον διδόμενο από τον Le Guillu ορισμό του κινήματος, σύμφωνα με τον οποίο ως ησυχαστική αναγέννηση χαρακτηρίζεται «η συντηρητική τάση, που εκπροσωπείται κυρίως από ομάδα τριών προσώπων, συνδεομένων διά φιλίας, τον Αθανάσιο Πάριο, τον Μακάριο Κορίνθου και τον Νικόδημο Αγιορείτη, και η οποία ως ουσιώδες γνώρισμα έχει την επιθυμία να συνεχισθεί η γνήσια ησυχαστική παράδοση». Την γραμμή αυτή του ξένου ερευνητού πέρασε στην νεώτερη ορθόδοξη ελληνόφωνη βιβλιογραφία και την ενίσχυσε ο τότε αρχιμανδρίτης, τώρα δε μητροπολίτης Μαυροβουνίου, Αμφιλόχιος Ράντοβιτς, με την μελέτη του «Η Φιλοκαλική Αναγέννηση του XVIII και XIX αι. και οι πνευματικοί της καρποί», με συνέπεια όχι μόνο την σταδιακή εγκατάλειψη από τους μετά ταύτα ερευνητάς του όρου «Κολλυβάδες», αλλά κυρίως την αξιολόγηση του έργου τους με την δέουσα ευρύτητα, ως έργου συνεχίσεως και ενισχύσεως της ησυχαστικής πατερικής παραδόσεως17.
Ασφαλώς δε στο κέντρο αυτής της προσπάθειας ευρίσκεται το πρόσωπο και το έργο του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, του κατ’ εξοχήν εκφραστού και κήρυκος αυτής της παραδόσεως. Μολονότι λοιπόν δεν κομίζομεν γλαύκα εις Αθήνας ή λίθον Πάριον εις την Πάρον, θα προσπαθήσουμε συνθέτοντας γνωστά και άγνωστα ή μη χρησιμοποιηθέντα επαρκώς στοιχεία να παρουσιάσουμε σύντομα την χρήση των συγγραμμάτων και της διδασκαλίας του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά από τον Άγιο Αθανάσιο Πάριο.
Ο δεύτερος στόχος της ιδικής μας εισηγήσεως, που προκύπτει από τον πρώτο, είναι να προωθηθεί περισσότερο η αλλαγή νοοτροπίας και κριτηρίων στην αποτίμηση του προσώπου και του έργου ιδιαίτερα του αγίου Αθανασίου Παρίου, ο οποίος, επειδή ανέλαβε το κύριο βάρος της αντιδράσεως στις νεωτεριστικές θέσεις των Ελλήνων Διαφωτιστών του 18ου αιώνος, και μάλιστα του πρώτου μεταξύ αυτών Αδαμαντίου Κοραή, έγινε στόχος αδίκων επικρίσεων και χαρακτηρισμών εκ μέρους των νεωτεριστών, όπως βέβαια και αντικείμενο επαίνων και θαυμασμού και τιμής εκ μέρους όσων γνωρίζουν την ζωή και την διδασκαλία της Εκκλησίας. Υπάρχουν βέβαια και μεταξύ των «θύραθεν» αρκετοί ερευνηταί που αποτιμούν θετικά τον Άγιο Αθανάσιο και το λεγόμενο κίνημα των Κολλυβάδων, όπως υπάρχουν επίσης και ερευνηταί θεωρούμενοι ως ανήκοντες εις τους ένδον, εις τους καθ’ ημάς, εις την ημετέραν αυλήν με αρνητική παντελώς εικόνα. Από τους τελευταίους ενδεικτικώς θα μνημονεύσουμε δύο περιπτώσεις για να φανεί το μέγεθος της αγνοίας και της εκτροπής θεολόγων και θεολογούντων από την γνήσια πατερική ησυχαστική παράδοση. Σε διδακτορική διατριβή που υπεβλήθη πριν από τριάντα χρόνια στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης από τον Χαρίλαο Τζώγα, με θέμα «Η περί μνημοσύνων έρις εν Αγίω Όρει κατά τον ΙΗ’ αιώνα», ο συγγραφεύς γράφει τα εξής: «Εις το κίνημα των Κολλυβάδων αντικατοπτρίζεται μάλλον το συντηρητικό πνεύμα… Το κίνημα των Κολλυβάδων είναι κυρίως προϊόν του ζηλωτισμού, ο οποίος κατά τον ΙΗ’ αιώνα ευρίσκετο εις έξαρσιν εν Αγίω Όρει… Οι ζηλωταί… έδιδον μεγαλυτέραν σημασίαν εις τον τύπον. Μίαν τοιαύτην φανατικήν εκδήλωσιν λοιπόν του ζηλωτισμού, η οποία είχε πολλάς συνεπείας και επιπτώσεις και εις την Εκκλησίαν και εις την παιδείαν αποτελεί και η περί μνημοσυνών και συνεχούς μεταλήψεως έρις των Κολλυβάδων εν Αγίω Όρει»18. Ο Ιωάννης Χατζηφώτης, πριν να εισέλθει βέβαια εις τα ενδότερα της Εκκλησίας και να αναλάβει και το έργο του εκπροσώπου της Ιεράς Συνόδου, ως «θύραθεν» μάλλον τότε στοχαστής, σε μελέτη του που δημοσιεύθηκε το 1971 με θέμα «Ο ελληνικός διαφωτισμός προάγγελος του 21» πλέκει ύμνους στον Κοραή και καταβαραθρώνει τον άγιο Αθανάσιο Πάριο γράφοντας: «Ο Αθανάσιος Πάριος κατεχόταν πάντα από πνεύμα αντιδραστικό. Φανατικός, εριστικός, θρησκόληπτος, τα έβαλε με τον Κοραή, όταν έπεσε στα χέρια του ένα γράμμα του σοφού διδασκάλου, όπου κατηγορούσε την νηστεία. Η μανία του ήταν τέτοια, που έφτασε να κατηγορήση όσους σπουδάζουν στη δύση για ανήθικη διαγωγή! Η “Αντιφώνησίς” του, τυπωμένη το 1802, είναι το πιο αντιδραστικό κείμενο της περιόδου του διαφωτισμού»19.
Εάν εγνώριζε ο αποτιμών τόσο αρνητικά τον Άγιο Αθανάσιο, ότι η «Αντιφώνησις» δεν είναι τίποτε άλλο από απλή μετάπλαση γλωσσική των όσων λέγει ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, συγκρίνοντας την ανθρώπινη σοφία με τη θεία σοφία, αλλά και η προηγούμενη πατερική παράδοση σε απόλυτη συμφωνία με την διδασκαλία του Χριστού και των Αποστόλων, ιδιαίτερα των Αποστόλων Παύλου και Ιακώβου Αδελφοθέου, δεν θα τολμούσε να κάνει αυτούς τους χαρακτηρισμούς. Εκτός αν συνολικά η πίστη στον Θεό, στο έργο του Χριστού και της Εκκλησίας θεωρείται ως δεισιδαιμονία και σκοτάδι, όπως διεκήρυτταν τότε οι κορυφαίοι των Ευρωπαίων διαφωτιστών με προεξάρχοντα τον Βολταίρο, τις αθεϊστικές ιδέες του οποίου καταπολέμησε με σπάνια παρρησία ο Αθανάσιος Πάριος, για να προφυλάξει τους Ορθοδόξους από τις δυτικές επιδράσεις, γνωρίζοντας ότι θα έπεφταν επάνω του με ύβρεις και απειλές οι τότε και οι μετέπειτα φραγγεμένοι και ευρωπαΐζοντες λόγιοι. Ο εξευτελίζων την νηστεία Κοραής είναι σοφός και μέγας διδάσκαλος, ενώ ο υπερασπίζων την εκκλησιαστική παράδοση Αθανάσιος Πάριος είναι φανατικός και εριστικός.
Σύγχρονοι ερευνηταί επιχειρούν «θύραθεν», εκ των έξω, να συμβάλουν στην αποκατάσταση της ιστορικής εικόνος του Αθανασίου Παρίου, ο οποίος λόγω του ότι δεν έχουν ακόμη εκδοθή όλα τα έργα του, απουσιάζει δε και μία πλήρως διακριβωμένη βιογραφία του, αδικήθηκε και δυσφημήθηκε από τους ιδεολογικούς του αντιπάλους20. Είναι πράγματι μία νηφάλια τοποθέτηση, αρκεί να συνοδευθεί από την τόλμη της όχι «θύραθεν», αλλά της «ένδοθεν» μελέτης και αποτίμησης. Με βάση μία τέτοια αποτίμηση δεν απομένει κανένα περιθώριο αρνητικής αξιολογήσεως, γιατί ο Άγιος Αθανάσιος Πάριος είναι ακριβής τηρητής και συνεχιστής της Πατερικής Παραδόσεως, μεγάλη μορφή οσίου Πατρός και ομολογητού, που επλήρωσε με συκοφαντίες και ύβρεις το θάρρος και την ακλινή απόφασή του να ομολογεί και να υπερασπίζεται την Ορθοδοξία, τους Πατέρας και τους αγίους, τη λειτουργική μεγαλοπρέπεια και λαμπρότητα, τους θεσμούς και τα ήθη της γνησίας χριστιανικής ζωής, απέναντι στον σαρωτικό άνεμο του εκμοντερνισμού και της εκκοσμίκευσης.
2. Ο Νεοβαρλααμισμός του Κοραή αποτυγχάνει. Νέα τριάς λαμπρών θεολόγων.
Ας δούμε όμως σύντομα την εικόνα της παρουσίας του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά στα συγγράμματα και στην διδασκαλία του. Ο Άγιος Γρηγόριος έκανε τον 14ο αιώνα αυτό που έκανε τον 8ο αιώνα ο Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός. Με αφορμή τις πλάνες του προδρόμου των διαφωτιστών Βαρλαάμ Καλαβρού, ο οποίος υπερεκτιμούσε την ανθρώπινη σοφία, την φιλοσοφία και τις επιστήμες, στην απόκτηση της τελειότητος και απέρριπτε ως ασυντελή και ματαία την θεία σοφία και όλες τις εκδηλώσεις της πνευματικής ζωής, προσευχή, νηστεία, κακοπάθεια, ο μέγας ησυχαστής και θεολόγος της Ορθοδόξου Εκκλησίας συνόψισε στα συγγράμματά του και αντιπαρέθεσε την εμπειρία και διδασκαλία όλων των προηγουμένων αγίων, αποστόλων και Πατέρων. Η θέση του, που την επαναλαμβάνει και ο Άγιος Αθανάσιος, είναι συνθετική και σαφέστατη. Η ανθρώπινη σοφία είναι καλή για την γνώση και μεταχείριση των πραγμάτων αυτού του κόσμου. Δεν μπορεί να βοηθήσει στην πνευματική τελείωση και στην θέωση. Αν μάλιστα συνδεθεί με την ασέβεια και την αθεΐα, ή με την υποστήριξη παθών και κακιών, γίνεται πολύ επικίνδυνη21. Αυτό είναι το αφετηριακό σημείο της ησυχαστικής έριδος του 14ου αιώνος μεταξύ Γρηγορίου Παλαμά και Βαρλαάμ, που εκπροσωπούν όχι προσωπικές απόψεις, αλλά δύο διαφορετικούς κόσμους και πολιτισμούς, και αυτό είναι επίσης το βασικό, το κεντρικό θέμα, μετά από τέσσερις αιώνες στην σύγκρουση τώρα μεταξύ του Αθανασίου Παρίου, ως νέου Παλαμά, και του Κοραή, ως νέου Βαρλαάμ.
Ο ορθολογισμός και ο σχολαστικισμός των Δυτικών απέτυχαν τον 14ο αιώνα να περάσουν στην Ανατολή, γιατί προσέκρουσαν στην παγιωμένη επί αιώνες αγιοπνευματική εμπειρία. Το επιχειρούν μετά από τέσσερις αιώνες ελπίζοντας πως η αμάθεια και η απουσία μεγάλων θεολογικών μορφών, λόγω των συνθηκών της δουλείας, θα επέτρεπαν τώρα να πάρουν την ρεβάνς. Διέπραξαν όμως τώρα χειρότερο λάθος, γιατί απέτυχαν απέναντι ενός ταλαιπωρημένου και βασανισμένου λαού, ο οποίος πάντως δεν ξεπούλησε την πίστη του και δεν θαμπώθηκε από το φως των Διαφωτιστών, γιατί γευόταν το αληθινό φως της ζωής και της διδασκαλίας των αγίων, αλλά και γιατί εμφανίσθηκε η τριάς αυτή των μεγάλων θεολόγων ο Άγιος Αθανάσιος Πάριος, ο Άγιος Μακάριος Κορίνθου και ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. Η Αγία Τριάς εφώτισε και ανέδειξε την νέα αυτή, την τρίτη τριάδα των θεολόγων, όπως παλαιότερα, τον 4ο αιώνα, ανέδειξε τους γνωστούς τρεις Ιεράρχας και στις κρίσιμες στιγμές του 15ου αιώνος, γύρω από τα χρόνια της συγκλήσεως της ουνιτικής συνόδου Φερράρας Φλωρεντίας, ανέδειξε την τριάδα των Ιωσήφ Βρυεννίου, Μάρκου Εφέσου του Ευγενικού και Γενναδίου Σχολαρίου.
Δεν είχε πράγματι πολλές ελπίδες να πάρει έκταση και να περάσει στον λαό το ξενόφερτο κίνημα του Διαφωτισμού. Περιορίσθηκε σε μικρούς κύκλους λογίων. Παρά τον δυναμισμό που επέδειξαν οι φορείς του δεν κατάφεραν να αναμορφώσουν ουσιαστικά τις παραδοσιακές δομές της τότε κοινωνίας, και παρέμειναν τότε σαφώς μια μειοψηφία στα πλαίσια της παραδοσιακής κοινωνίας, όπως διαπιστώνει σε πρόσφατη μελέτη του ο παριστάμενος στο συνέδριό μας μελετητής του Διαφωτισμού Βασίλειος Μακρίδης22. Ο βασικός λόγος αυτής της αποτυχίας οφείλεται εις το ότι η παραδοσιακή τότε ελληνική κοινωνία, παρά την έλλειψη σχολείων και υψηλής παιδείας, παρά τις δυσκολίες εκτυπώσεως και κυκλοφορήσεως συγγραμμάτων των Πατέρων, φοιτούσε και διδασκόταν αδιάλειπτα την αληθινή σοφία της αρετής και της αγιότητος μέσα στους χώρους λατρείας, στους ναούς και στα μοναστήρια. Η ησυχαστική παράδοση, η τιμή και η μνήμη του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά ήσαν πάντοτε ζωντανές στο Άγιον Όρος, στην Κωνσταντινούπολη, στην Θεσσαλονίκη, αλλά και σε άλλες πόλεις, όπως προκύπτει από μαρτυρίες λειτουργικών χειρογράφων και από εικονιστικές μαρτυρίες. Είναι ζωντανή η παρουσία του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά ακόμη και στους πανηγυρικούς λόγους και στον θεολογικό προβληματισμό επιφανών θεολόγων του 16ου και του 17ου αιώνος, όπως του Μαξίμου Γραικού, του πατριάρχου Ιερεμίου Β’ του Τρανού, του Νικηφόρου Μελισσηνού κ.ά., ενώ μια τοπική σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη το 1727 πανηγυρικά προσεπιβεβαιώνει τον Ησυχασμό ως επίσημη διδασκαλία της Εκκλησίας. Είναι λανθασμένη η εντύπωση, παρατηρεί ο G. Podskalsky, πως δήθεν ο «Παλαμισμός» κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας είχε θέση μόνο στην μεταξύ των χριστιανικών ομολογιών πολεμική. Ο ίδιος παρατηρεί ότι το αποκορύφωμα της πνευματικής ακτινοβολίας του επέτυχε ο «Παλαμισμός» από το ένα μέρος με την έκδοση της Φιλοκαλίας, που περιέχει πολλά ησυχαστικά κείμενα, από τους Μακάριο Κορίνθου και Νικόδημο Αγιορείτη, και από το άλλο μέρος με την σχεδιασθείσα από τον Αθανάσιο Πάριο και τον Νικόδημο έκδοση σε τρεις τόμους των απάντων του Γρηγορίου Παλαμά23.
Η έκδοση αυτή δεν πραγματοποιήθηκε για δεύτερη φορά. Η πρώτη αποτυχημένη προσπάθεια έγινε από τον Δοσίθεο Ιεροσολύμων24. Τώρα τα χειρόγραφα της εκδόσεως εστάλησαν στο τυπογραφείο των αδελφών Μαρκίδων Πούλιου στην Βιέννη. Επειδή όμως στο τυπογραφείο είχαν εκτυπωθή επαναστατικές προκηρύξεις του Ρήγα Φεραίου, οι αυστριακές αρχές εσφράγισαν το τυπογραφείο και κατέσχον όλο το υλικό. Τα χειρόγραφα της εκδόσεως των έργων του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά χάθηκαν. Σώθηκε μόνον ο πολύ ενδιαφέρων πρόλογος της εκδόσεως, γραμμένος από τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη25.
Ο ορθολογισμός και ο σχολαστικισμός των Δυτικών απέτυχαν τον 14ο αιώνα να περάσουν στην Ανατολή, γιατί προσέκρουσαν στην παγιωμένη επί αιώνες αγιοπνευματική εμπειρία. Το επιχειρούν μετά από τέσσερις αιώνες ελπίζοντας πως η αμάθεια και η απουσία μεγάλων θεολογικών μορφών, λόγω των συνθηκών της δουλείας, θα επέτρεπαν τώρα να πάρουν την ρεβάνς. Διέπραξαν όμως τώρα χειρότερο λάθος, γιατί απέτυχαν απέναντι ενός ταλαιπωρημένου και βασανισμένου λαού, ο οποίος πάντως δεν ξεπούλησε την πίστη του και δεν θαμπώθηκε από το φως των Διαφωτιστών, γιατί γευόταν το αληθινό φως της ζωής και της διδασκαλίας των αγίων, αλλά και γιατί εμφανίσθηκε η τριάς αυτή των μεγάλων θεολόγων ο Άγιος Αθανάσιος Πάριος, ο Άγιος Μακάριος Κορίνθου και ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. Η Αγία Τριάς εφώτισε και ανέδειξε την νέα αυτή, την τρίτη τριάδα των θεολόγων, όπως παλαιότερα, τον 4ο αιώνα, ανέδειξε τους γνωστούς τρεις Ιεράρχας και στις κρίσιμες στιγμές του 15ου αιώνος, γύρω από τα χρόνια της συγκλήσεως της ουνιτικής συνόδου Φερράρας Φλωρεντίας, ανέδειξε την τριάδα των Ιωσήφ Βρυεννίου, Μάρκου Εφέσου του Ευγενικού και Γενναδίου Σχολαρίου.
Δεν είχε πράγματι πολλές ελπίδες να πάρει έκταση και να περάσει στον λαό το ξενόφερτο κίνημα του Διαφωτισμού. Περιορίσθηκε σε μικρούς κύκλους λογίων. Παρά τον δυναμισμό που επέδειξαν οι φορείς του δεν κατάφεραν να αναμορφώσουν ουσιαστικά τις παραδοσιακές δομές της τότε κοινωνίας, και παρέμειναν τότε σαφώς μια μειοψηφία στα πλαίσια της παραδοσιακής κοινωνίας, όπως διαπιστώνει σε πρόσφατη μελέτη του ο παριστάμενος στο συνέδριό μας μελετητής του Διαφωτισμού Βασίλειος Μακρίδης22. Ο βασικός λόγος αυτής της αποτυχίας οφείλεται εις το ότι η παραδοσιακή τότε ελληνική κοινωνία, παρά την έλλειψη σχολείων και υψηλής παιδείας, παρά τις δυσκολίες εκτυπώσεως και κυκλοφορήσεως συγγραμμάτων των Πατέρων, φοιτούσε και διδασκόταν αδιάλειπτα την αληθινή σοφία της αρετής και της αγιότητος μέσα στους χώρους λατρείας, στους ναούς και στα μοναστήρια. Η ησυχαστική παράδοση, η τιμή και η μνήμη του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά ήσαν πάντοτε ζωντανές στο Άγιον Όρος, στην Κωνσταντινούπολη, στην Θεσσαλονίκη, αλλά και σε άλλες πόλεις, όπως προκύπτει από μαρτυρίες λειτουργικών χειρογράφων και από εικονιστικές μαρτυρίες. Είναι ζωντανή η παρουσία του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά ακόμη και στους πανηγυρικούς λόγους και στον θεολογικό προβληματισμό επιφανών θεολόγων του 16ου και του 17ου αιώνος, όπως του Μαξίμου Γραικού, του πατριάρχου Ιερεμίου Β’ του Τρανού, του Νικηφόρου Μελισσηνού κ.ά., ενώ μια τοπική σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη το 1727 πανηγυρικά προσεπιβεβαιώνει τον Ησυχασμό ως επίσημη διδασκαλία της Εκκλησίας. Είναι λανθασμένη η εντύπωση, παρατηρεί ο G. Podskalsky, πως δήθεν ο «Παλαμισμός» κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας είχε θέση μόνο στην μεταξύ των χριστιανικών ομολογιών πολεμική. Ο ίδιος παρατηρεί ότι το αποκορύφωμα της πνευματικής ακτινοβολίας του επέτυχε ο «Παλαμισμός» από το ένα μέρος με την έκδοση της Φιλοκαλίας, που περιέχει πολλά ησυχαστικά κείμενα, από τους Μακάριο Κορίνθου και Νικόδημο Αγιορείτη, και από το άλλο μέρος με την σχεδιασθείσα από τον Αθανάσιο Πάριο και τον Νικόδημο έκδοση σε τρεις τόμους των απάντων του Γρηγορίου Παλαμά23.
Η έκδοση αυτή δεν πραγματοποιήθηκε για δεύτερη φορά. Η πρώτη αποτυχημένη προσπάθεια έγινε από τον Δοσίθεο Ιεροσολύμων24. Τώρα τα χειρόγραφα της εκδόσεως εστάλησαν στο τυπογραφείο των αδελφών Μαρκίδων Πούλιου στην Βιέννη. Επειδή όμως στο τυπογραφείο είχαν εκτυπωθή επαναστατικές προκηρύξεις του Ρήγα Φεραίου, οι αυστριακές αρχές εσφράγισαν το τυπογραφείο και κατέσχον όλο το υλικό. Τα χειρόγραφα της εκδόσεως των έργων του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά χάθηκαν. Σώθηκε μόνον ο πολύ ενδιαφέρων πρόλογος της εκδόσεως, γραμμένος από τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη25.
3. Η συμβολή του Αγίου Αθανασίου Παρίου στην έκδοση των απάντων του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά
Φαίνεται πάντως ότι η πρωτοβουλία της εκδόσεως ξεκίνησε από τον Άγιο Αθανάσιο Πάριο, ο οποίος δεν προέτρεψε απλώς τον Άγιο Νικόδημο, αλλά εργάσθηκε και ο ίδιος μεταγράφοντας από χειρόγραφα το ογκωδέστερο και σημαντικώτερο ησυχαστικό έργο του Παλαμά, τους εννέα λόγους, σε τρεις τριάδες, «Υπέρ των Ιερώς ησυχαζόντων». Την πληροφορία για την πρωτοβουλία αυτή οφείλομε στον βιογράφο του Αγίου Νικοδήμου, συμμοναστή του Ευθύμιο Μοναχό, της συνοδείας των Σκουρταίων στις Καρυές. Ο Ευθύμιος γράφει σχετικώς· «Εις αυτόν τον καιρόν (περί το 1784-85) παρακαλείται από τον διδάσκαλον κυρ Αθανάσιον τον Πάριον, όντα τότε εις την Θεσσαλονίκην, να κάμη τον κόπον διά να συνάξη τα άπαντα του θείου πατρός ημών Γρηγορίου του Παλαμά και να τα καλλωπίση καθώς στοχάζεται.26την οποίαν παράκλησιν μετά χαράς την εδέχθη, μάλιστα διά την αγάπην όπου είχεν εις τον Άγιον Γρηγόριον, το εκαλλώπισε λέγω και το εστόλισε και εις την Βιένναν εστάλθη διά να τυπωθή». Η προσωπική εργασία και βοήθεια του Αγίου Αθανασίου του Παρίου προκύπτει έμμεσα από όσα ο ίδιος ο Άγιος Νικόδημος λέγει στον διασωθέντα πρόλογο της εκδόσεως. Σε υποσημείωση του προλόγου γράφει ότι τα συγγράμματα συγκεντρώθηκαν από χειρόγραφα των μονών Λαύρας, Βατοπεδίου και Σιμωνόπετρας, αλλά και «της περιωνύμου μονής της Αγίας Αναστασίας της κατά την επαρχίαν του αγίου Αρδαμερίου, πλησίον της Θεσσαλονίκης κειμένης». Στην μονή της Αγίας Αναστασίας είναι γνωστόν ότι εσώζοντο, και πρέπει να σώζονται μέχρι σήμερα, χειρόγραφα με τους εννέα «Υπέρ των Ιερώς ησυχαζόντων» λόγους. Φαίνεται λοιπόν πως αυτοί οι κώδικες δόθηκαν στον Άγιο Αθανάσιο, ο οποίος τους μετέγραψε, ενώ διηύθυνε το «Ελληνομουσείον» της Θεσσαλονίκης. Γράφει στην υποσημείωση ο Άγιος Νικόδημος· «Έσχατοι δε πάντων ευρεθέντες και οι κατά Βαρλαάμ εννέα λόγοι του θείου πατρός, οι πάντων των άλλων αυτού συγγραμμάτων ομολογουμένως τα πρωτεία και αριστεία φέροντες διά πάντων, εν τω κατά την μεγαλόπολιν Θεσσαλονίκην Ελληνικώ φροντιστηρίω αντεγράφησαν και αυτοί αγαλλομένη χειρί»27. Η αγαλλομένη χειρ ήταν προφανώς του συστήσαντος την έκδοση φίλου και συναγωνιστού του Αγίου Νικοδήμου Ιερομόναχου και στολάρχου του «Ελληνομουσείου» της Θεσσαλονίκης Αθανασίου του Παρίου. Υπάρχει περί αυτού και άλλη έμμεση μαρτυρία από κείμενο του ίδιου του Αθανασίου του Παρίου, ο οποίος στο έργο του «Περί της αληθούς φιλοσοφίας ή Αντιφώνησις προς τον παράλογον ζήλον των από της Ευρώπης ερχομένων φιλοσόφων και επί αφιλοσοφία το ημέτερον γένος ανοήτως οικτειρόντων» προβαίνει σε εκτενή παρουσίαση των αγώνων του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά εναντίον του Βαρλαάμ. Η επιχειρηματολογία του Αγίου Αθανασίου εναντίον των διαφωτιστών είναι ειλημμένη κατά το περιεχόμενο από τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά, σε ελεύθερη όμως απόδοση, όπως την ενεθυμείτο από την μεταγραφή και μελέτη των χειρογράφων στην Θεσσαλονίκη, γιατί στην Χίο όπου βρισκόταν, όταν έγραφε την «Αντιφώνηση», δεν μπορούσε να έχει μπροστά του τους κώδικες της Αγίας Αναστασίας. Γράφει σχετικώς ο Αθανάσιος περί του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά· «Ελθών λοιπόν εις Θεσσαλονίκην ο Μακάριος εκείνος και παμφαής φωστήρ, αντέταξεν επιτυχώς προς τας φλυαρίας του παράφρονος Βαρλαάμ εννέα λόγους αξίως της μεγάλης αυτού δόξης και σοφίας συγγεγραμμένους. Εξ ων ημείς, ως εξ ακραιφνούς πηγής μη δυνάμενοι να αντλήσουμεν το σωτήριον της διδασκαλίας νάμα, ευχαριστούμεθα ν’ αρυσθώμεν όμως εκ του προς αυτόν, τον μέγαν της Εκκλησίας διδάσκαλον και φωστήρα, εγκωμίου Νείλου του αγιωτάτου και σοφωτάτου Πατριάρχου της Κωνσταντινουπόλεως»28. Το εγκώμιο του πατριάρχου Νείλου (1379-1388) ήταν εύκολο να το παραθέσει επί λέξει, διότι το είχε συμπεριλάβει στο τέλος του βιβλίου του «Ο Παλαμάς Εκείνος», που το ετοίμασε στην Θεσσαλονίκη, όπως θα δούμε και το εξέδωσε στην Βιέννη το 1784.
Και στα προλεγόμενα πάντως αυτού του τελευταίου βιβλίου είναι σαφές το ενδιαφέρον του Αγίου Αθανασίου για την έκδοση των συγγραμμάτων του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Εκείνο που έλειπε για να προχωρήσει η έκδοση ήταν, όπως συνήθως συμβαίνει, τα χρήματα. Γράφει ο Πάριος διδάσκαλος: «Ηξεύρω, πώς οι φιλομαθείς και λόγιοι, ήθελαν μας ζητήση προτιμότερον τα συγγράμματα του αγίου· και αληθινά ευχής έργον ηθέλαμεν κάμη· αλλά πρέπει να έχωμεν συγγνώμην, ότι η εδική μας Θεσσαλονίκη δεν ημπορεί να δώση τούτην την υπόσχεσιν. ότι εδώ αποζώσιν, αλλ’ ου ζώσιν οι άνθρωποι. αν εις άλλον κανένα τόπον ήθελεν εξεγείρει ο Θεός τον ζήλον κανενός εν Θεώ δυναμένου, ας μας δηλώση την θεοφιλή γνώμην του και ουδείς φθόνος. Ετοίμως θέλομεν χορηγήσει τα σωζόμενα παρ’ ημίν συγγράμματα». Φαίνεται ότι η έκκληση αυτή βοηθείας του Αθανασίου ώστε να εκδοθούν τα συγγράμματα βρήκε απήχηση στον εκτός Θεσσαλονίκης ζώντα Θεσσαλονικέα μητροπολίτη Ηλιουπόλεως και Θείρων Λεόντιο. Ενθουσιασμένος ο Άγιος Νικόδημος του πλέκει το εγκώμιο και τον επαινεί για την ανάληψη των εξόδων της εκτυπώσεως: «Ούτος γαρ ο του Θεού άνθρωπος, και πιστός οικονόμος των αυτού μυστηρίων εστίν, ο δι’ οικείας φιλοτίμου δαπάνης λαμπρώς λαμπρά τυπογραφία τα λαμπρά ταύτα εκδούς συγγράμματα, εις ωφέλειαν των αδελφών ως φιλάδελφος. Έδει γαρ έδει τον ιεράρχην τα του ιεράρχου. τον περί λόγους εσπουδακότα, τα του θεολόγου· και τον Θεσσαλονικέα τα του Θεσσαλονίκης κοινοποιήσαι τοις άλλοις»29. Ο επίσκοπος Λεόντιος εχρηματοδότησε την έκδοση και των Πανηγυρικών Λόγων Μακαρίου του Χρυσοκεφάλου, την οποίαν προλογίζει ανωνύμως ο Αθανάσιος Πάριος, ο οποίος προσέθεσε και ιδικόν του λόγον «Εις τον άγιον Γρηγόριο Παλαμάν», που εξεφωνήθη στην Θεσσαλονίκη κατά την Β’ Κυριακή των Νηστειών του 1759 ή του 1768. Στην νέα έκδοση αυτών των λόγων ο συντάξας εμπεριστατωμένην εισαγωγήν αρχιμανδρίτης Ειρηναίος Δεληδήμος, στηριζόμενος σε πληροφορία του Κωνσταντίνου Κούμα στον βίο του Αγίου Νικοδήμου γράφει ότι «ο Αθανάσιος Πάριος και ο επίσκοπος Ηλιουπόλεως Λεόντιος παρεκίνησαν τον Όσιον να ετοιμάση έκδοσιν των έργων του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά»30.
Και στα προλεγόμενα πάντως αυτού του τελευταίου βιβλίου είναι σαφές το ενδιαφέρον του Αγίου Αθανασίου για την έκδοση των συγγραμμάτων του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Εκείνο που έλειπε για να προχωρήσει η έκδοση ήταν, όπως συνήθως συμβαίνει, τα χρήματα. Γράφει ο Πάριος διδάσκαλος: «Ηξεύρω, πώς οι φιλομαθείς και λόγιοι, ήθελαν μας ζητήση προτιμότερον τα συγγράμματα του αγίου· και αληθινά ευχής έργον ηθέλαμεν κάμη· αλλά πρέπει να έχωμεν συγγνώμην, ότι η εδική μας Θεσσαλονίκη δεν ημπορεί να δώση τούτην την υπόσχεσιν. ότι εδώ αποζώσιν, αλλ’ ου ζώσιν οι άνθρωποι. αν εις άλλον κανένα τόπον ήθελεν εξεγείρει ο Θεός τον ζήλον κανενός εν Θεώ δυναμένου, ας μας δηλώση την θεοφιλή γνώμην του και ουδείς φθόνος. Ετοίμως θέλομεν χορηγήσει τα σωζόμενα παρ’ ημίν συγγράμματα». Φαίνεται ότι η έκκληση αυτή βοηθείας του Αθανασίου ώστε να εκδοθούν τα συγγράμματα βρήκε απήχηση στον εκτός Θεσσαλονίκης ζώντα Θεσσαλονικέα μητροπολίτη Ηλιουπόλεως και Θείρων Λεόντιο. Ενθουσιασμένος ο Άγιος Νικόδημος του πλέκει το εγκώμιο και τον επαινεί για την ανάληψη των εξόδων της εκτυπώσεως: «Ούτος γαρ ο του Θεού άνθρωπος, και πιστός οικονόμος των αυτού μυστηρίων εστίν, ο δι’ οικείας φιλοτίμου δαπάνης λαμπρώς λαμπρά τυπογραφία τα λαμπρά ταύτα εκδούς συγγράμματα, εις ωφέλειαν των αδελφών ως φιλάδελφος. Έδει γαρ έδει τον ιεράρχην τα του ιεράρχου. τον περί λόγους εσπουδακότα, τα του θεολόγου· και τον Θεσσαλονικέα τα του Θεσσαλονίκης κοινοποιήσαι τοις άλλοις»29. Ο επίσκοπος Λεόντιος εχρηματοδότησε την έκδοση και των Πανηγυρικών Λόγων Μακαρίου του Χρυσοκεφάλου, την οποίαν προλογίζει ανωνύμως ο Αθανάσιος Πάριος, ο οποίος προσέθεσε και ιδικόν του λόγον «Εις τον άγιον Γρηγόριο Παλαμάν», που εξεφωνήθη στην Θεσσαλονίκη κατά την Β’ Κυριακή των Νηστειών του 1759 ή του 1768. Στην νέα έκδοση αυτών των λόγων ο συντάξας εμπεριστατωμένην εισαγωγήν αρχιμανδρίτης Ειρηναίος Δεληδήμος, στηριζόμενος σε πληροφορία του Κωνσταντίνου Κούμα στον βίο του Αγίου Νικοδήμου γράφει ότι «ο Αθανάσιος Πάριος και ο επίσκοπος Ηλιουπόλεως Λεόντιος παρεκίνησαν τον Όσιον να ετοιμάση έκδοσιν των έργων του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά»30.
4. Έργα περί του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά
Ήδη, αναφερόμενοι στην συμβολή του Αγίου Αθανασίου ως προς την έκδοση των έργων του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, μνημονεύσαμε δύο άλλα του πονήματα που αναφέρονται στον μεγάλο ησυχαστή Πατέρα και θεολόγο. Το ένα έργο επιγράφεται «Ο Παλαμάς Εκείνος» με όλη την συνέχεια του μακροσκελούς τίτλου, όπως συνηθιζόταν τότε. Στο έργο αυτό ο Άγιος Αθανάσιος εκδίδει σε μετάφραση που έκανε ο ίδιος τον θαυμάσιο όντως βίο του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά που έγραψε ο Άγιος Φιλόθεος Κόκκινος, μαθητής και συναγωνιστής του στην αντιπαράθεση με τον Βαρλαάμ, κατόπιν δε και πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Η μετάφραση του βίου αποτελεί το κύριο μέρος του βιβλίου, το οποίο όμως έχει πλουτισθή και με άλλα κείμενα που προέρχονται από τον Πάριο διδάσκαλο ή έχουν συνερανισθή απ’ αυτόν. Πριν από τον βίο προτάσσεται: α)Ακολουθία του εν αγίοις πατρός ημών Γρηγορίου αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης του θαυματουργού του και Παλαμά, νεωστί συνερανισθείσα και συμπληρωθείσα εκ πολλών, β)Ακολουθία παρακλητική, ψαλλομένη εις τον εν ιεράρχαις θείον Γρηγόριον τον της Θεσσαλονίκης αρχιποίμενα τον θαυματουργόν, εν τη μνήμη αυτού γινομένης λιτανείας περί τον θείον ναόν μετά του ιερού αυτού λειψάνου, γ)Διάταξις, καθ’ όσον ενδέχεται ακριβής περί της Λιτανείας της γενομένης μετά του ιερού Λειψάνου, εν τη Παραμονή της εορτής του θείου Πατρός ημών Γρηγορίου. Φαίνεται ότι ο Αθανάσιος Πάριος με το ενδιαφέρον του για τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά, συνετέλεσε και στην καθιέρωση της λιτανείας του ιερού Λειψάνου ή στον λειτουργικό καθορισμό του τυπικού της τελέσεως της λιτανείας, διότι πριν από τις τυπικές διατάξεις γράφει τα εξής: «Καθώς μέχρις ημών, ουδέν εγίνετο των νυν εν τη Λιτανεία γινομένων ούτως αυτά και μετά ταύτα ενδέχεται αμεληθήναι, και αμεληθέντα τέλειον εκλείψαι και στραφήναι εις το απ’ αρχής. Διά τούτο σημειούμεν ενταύθα την τάξιν, χάριν των μεταγενεστέρων», δ) Ετέρα παρακλητική ακολουθία, κατά πάσαν χρείαν, ψαλλομένη εις τον αυτόν Άγιον Γρηγόριον Θεσσαλονίκης τον θαυματουργόν. ε) Κανών παρακλητικός, ψαλλόμενος εις τον θείον Δημήτριον, ενώπιον της αγίας αυτού εικόνος, όταν εν τη μνήμη αυτού εις το μέσον του ναού μεταφερομένη ιδρύεται. Ακολουθεί ως κύριο μέρος στ) η μετάφραση του βίου του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά. Μετά δε τον βίον συνεκδίδονται: ζ) Συνοδική απόφασις περί της αγιότητος του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, επί πατριαρχίας Φιλόθεου Κοκκίνου, η οποία προεκλήθη όπως γράφει στο προτασσόμενο σημείωμα ο Άγιος Αθανάσιος, επειδή ο Πρόχορος Κυδώνης, λατινόφρων και βαρλααμιστής μοναχός, σε επιστολή του προς τους Λαυριώτας μοναχούς τους ονειδίζει, επειδή εόρταζαν ως άγιο τον ιερό Γρηγόριο. Ακολουθεί η έκδοσις δύο μικρών έργων του Αγίου Γρηγορίου δηλαδή: η) ο Δεκάλογος της κατά Χριστόν νομοθεσίας, ήτοι της νέας Διαθήκης και θ)η ομολογία της Ορθοδόξου πίστεως. Τελευταίο δε κείμενο είναι το ι) Εγκώμιον εις τον εν Αγίοις πατέρα ημών Γρηγόριον Αρχιεπίσκοπον Θεσσαλονίκης τον θαυματουργόν, γραμμένο από τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νείλο (1379-1388)31.
Εις τα εκτενή προλεγόμενα του έργου «Ο Παλαμάς Εκείνος», ο Άγιος Αθανάσιος εξαίρει την θεολογική δεινότητα και το έργο του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, εκθέτει δε και τους λόγους που επέβαλαν την έκδοση του έργου. Όσα λέγει είναι πολύ ενδιαφέροντα και θα άξιζε να παρουσιασθούν στο συνέδριο, δεν αρκεί όμως ο χρόνος που έχει προσμετρηθή για κάθε εισήγηση. Σχετίζονται, πάντως, με την επείγουσα ποιμαντική μέριμνα να ενισχυθεί η αυτοσυνειδησία των Ορθοδόξων, με την προβολή μεγάλων και αγωνιστικών πατερικών μορφών, απέναντι στις συκοφαντικές επιθέσεις της Δύσεως, εκ μέρους και των Παπικών και των Προτεσταντών. Τα προλεγόμενα υπογράφει ο Άγιος Αθανάσιος τον Ιούλιο του 1783, και το έργο εκδίδεται στη Βιέννη το 1784 «αναλώμασι και φροντίδι του ευγενούς και φιλοκάλου ανδρός και τα μάλιστα φιλοπάτριδος Κυρίου Ιωάννου Γούτα Καυτανζώλη (= όγλου) του Θεσσαλονικέως».
Στα πλαίσια της φιλοπαλαμικής του δραστηριότητος κατά την διάρκεια της παραμονής του στην Θεσσαλονίκη εντάσσεται και η εκφώνηση από τον Άγιο Αθανάσιο Πάριο ενός πανηγυρικού λόγου, που εκφωνήθηκε, όπως γράφεται στον τίτλο της εκδόσεως, «εν Θεσσαλονίκη, κατά την ημέραν, τούτ’ έτσι την δευτέραν Κυριακήν της Αγίας Τεσσαρακοστής, εν η λαμπρώς επιτελείται η μνήμη του θείου Γρηγορίου Παλαμά». Όπως ήδη είπαμε ο λόγος αυτός δημοσιεύθηκε ως προσθήκη στην έκδοση των Πανηγυρικών Λόγων του Μακαρίου Χρυσοκεφάλου, την οποία επιμελήθηκε ο Άγιος Αθανάσιος Πάριος32. Κατά τον συντάκτη της εισαγωγής της δευτέρας εκδόσεως των λόγων αρχιμ. Ειρηναίο Δεληδήμο η «Κοσμόπολις» που φέρεται ως τόπος εκδόσεως πρέπει να ταυτισθεί με την Βιέννη, ο δε χρόνος να τοποθετηθεί στο έτος 1793, ενώ ως έτη εκφωνήσεως των λόγων στην Θεσσαλονίκη να θεωρηθούν τα έτη 1759 ή 176833. Τρίτη έκδοση, μόνον του λόγου του Γρηγορίου Παλαμά, έκαμε προσφάτως ο καλός νέος ερευνητής Αθανάσιος Καλαμάτας34.
Εις τα εκτενή προλεγόμενα του έργου «Ο Παλαμάς Εκείνος», ο Άγιος Αθανάσιος εξαίρει την θεολογική δεινότητα και το έργο του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, εκθέτει δε και τους λόγους που επέβαλαν την έκδοση του έργου. Όσα λέγει είναι πολύ ενδιαφέροντα και θα άξιζε να παρουσιασθούν στο συνέδριο, δεν αρκεί όμως ο χρόνος που έχει προσμετρηθή για κάθε εισήγηση. Σχετίζονται, πάντως, με την επείγουσα ποιμαντική μέριμνα να ενισχυθεί η αυτοσυνειδησία των Ορθοδόξων, με την προβολή μεγάλων και αγωνιστικών πατερικών μορφών, απέναντι στις συκοφαντικές επιθέσεις της Δύσεως, εκ μέρους και των Παπικών και των Προτεσταντών. Τα προλεγόμενα υπογράφει ο Άγιος Αθανάσιος τον Ιούλιο του 1783, και το έργο εκδίδεται στη Βιέννη το 1784 «αναλώμασι και φροντίδι του ευγενούς και φιλοκάλου ανδρός και τα μάλιστα φιλοπάτριδος Κυρίου Ιωάννου Γούτα Καυτανζώλη (= όγλου) του Θεσσαλονικέως».
Στα πλαίσια της φιλοπαλαμικής του δραστηριότητος κατά την διάρκεια της παραμονής του στην Θεσσαλονίκη εντάσσεται και η εκφώνηση από τον Άγιο Αθανάσιο Πάριο ενός πανηγυρικού λόγου, που εκφωνήθηκε, όπως γράφεται στον τίτλο της εκδόσεως, «εν Θεσσαλονίκη, κατά την ημέραν, τούτ’ έτσι την δευτέραν Κυριακήν της Αγίας Τεσσαρακοστής, εν η λαμπρώς επιτελείται η μνήμη του θείου Γρηγορίου Παλαμά». Όπως ήδη είπαμε ο λόγος αυτός δημοσιεύθηκε ως προσθήκη στην έκδοση των Πανηγυρικών Λόγων του Μακαρίου Χρυσοκεφάλου, την οποία επιμελήθηκε ο Άγιος Αθανάσιος Πάριος32. Κατά τον συντάκτη της εισαγωγής της δευτέρας εκδόσεως των λόγων αρχιμ. Ειρηναίο Δεληδήμο η «Κοσμόπολις» που φέρεται ως τόπος εκδόσεως πρέπει να ταυτισθεί με την Βιέννη, ο δε χρόνος να τοποθετηθεί στο έτος 1793, ενώ ως έτη εκφωνήσεως των λόγων στην Θεσσαλονίκη να θεωρηθούν τα έτη 1759 ή 176833. Τρίτη έκδοση, μόνον του λόγου του Γρηγορίου Παλαμά, έκαμε προσφάτως ο καλός νέος ερευνητής Αθανάσιος Καλαμάτας34.
5. Η χρήση της διδασκαλίας του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά
Μέχρις εδώ παρουσιάσαμε την συμβολή του Αγίου Αθανασίου στην έκδοση των συγγραμμάτων του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, του βίου, υμνολογικών και εγκωμιαστικών κειμένων που αναφέρονται εις αυτόν, ως και εις τον συνταχθέντα από τον ίδιο πανηγυρικό λόγο στην μνήμη του. Η πολύ καλή γνώση των συγγραμμάτων και της διδασκαλίας του συνετέλεσε ώστε και τα ιδικά του συγγράμματα να εμποτισθούν από την ησυχαστική θεολογική παράδοση, αλλά κυρίως στο να εύρει ισχυρά ερείσματα και επιχειρήματα στην αντιπαράθεση με τους φιλοευρωπαίους διαφωτιστάς, ιδιαίτερα με τον Κοραή, ο οποίος, όπως είπαμε, ανανέωνε τον 18ο και 19ο αιώνα την βαρλααμική πλάνη του 14ου αιώνος. Τις δύο αυτές πλευρές της επιδράσεως του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, στην δογματική του δηλαδή διδασκαλία, και στην αντιδιαφωτιστική και αντιδυτική του δράση, βλέπει κανείς ενδεικτικά σε δύο σπουδαία έργα του που κινούνται σ’ αυτούς τους δύο χώρους· στο κλασικό δογματικό του έργο «Επιτομή των θείων της πίστεως δογμάτων», και στο πολυσυζητημένο και διαβεβλημένο αδίκως έργο του «Περί της αληθούς φιλοσοφίας ή Αντιφώνησις».
Στην Επιτομή, η οποία, όπως ο ίδιος γράφει, στηρίζεται στο Θεολογικόν του Ευγενίου Βουλγάρεως, το οποίο όμως διορθώνει εν πολλοίς και συμπληρώνει και τακτοποιεί, αναφέρεται, όταν η συνάφεια το απαιτεί, στα θεολογικά θέματα που έγιναν πλέον δόγματα και διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας μετά τους αγώνες του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά και τις σχετικές συνοδικές αποφάσεις, όπως π.χ. στην διάκριση ουσίας και ενεργειών εν τη θεότητι, στο αν η θεία ουσία ή οι θείες ενέργειες είναι μεθεκτές από τον άνθρωπο35, με αναφορά μάλιστα ονομαστική εις τον μέγαν της Θεσσαλονίκης Γρηγόριον, στο άκτιστο φως της θείας του Κυρίου Μεταμορφώσεως, το οποίον ο Βαρλαάμ και οι μετ’ αυτού εξελάμβαναν ως κτιστό· όπως γράφει, «κατά της κακίστης ταύτης αιρέσεως, πρώτος ο θείος Γρηγόριος ο Παλαμάς συνέγραψε και μετά τούτον άλλοι»36. Κατανοεί κανείς καλύτερα την μεγάλη σημασία του Αθανασίου Παρίου ως χρυσού κρίκου στην αλυσίδα της μεγάλης σειράς των μεγάλων διδασκάλων και αγίων, ως γνησίου συνεχιστού και διαδόχου της πατερικής παραδόσεως, αν λάβει υπ’ όψιν ότι τα δύο πιο γνωστά σύγχρονα εγχειρίδια Δογματικής, που εξεπαίδευσαν και εκπαιδεύουν γενεές θεολόγων και κληρικών, των Χρ. Ανδρούτσου και Π. Τρεμπέλα, διακόπτουν αυτήν την διαδοχή και συνέχεια αγνοώντας παντελώς την σχετική προβληματολογία. Στο τέλος της Επιτομής ο Αθανάσιος εκδίδει πάλι το πολύ προσφιλές κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας έργο του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά «Δεκάλογος της κατά Χριστόν νομοθεσίας, ήτοι της νέας Διαθήκης»37.
Και ερχόμαστε, τελειώνοντας, στο έργο «Αντιφώνησις». Το έργο αυτό και η «Πατρική Διδασκαλία» περισσότερο από τα άλλα έργα δέχθηκαν και δέχονται μέχρι σήμερα ομαδικά και συντονισμένα πυρά από τους διαφωτιστάς και τους Κοραϊστάς. Δεν θα αναφερθούμε στην «Πατρική Διδασκαλία», γιατί δεν έχει σχέση με τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά. Η «Αντιφώνησις» όμως δεν είναι τίποτε άλλο παρά συγκέντρωση και σύνθεση των όσων οι Πατέρες της Εκκλησίας, μεταξύ δε αυτών κατ’ εξοχήν ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, λέγουν και διδάσκουν για την ανθρώπινη και την θεία σοφία, για την κοσμική παιδεία και επιστήμη και για τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος. Αν οι επικριταί της «Αντιφωνήσεως» έβλεπαν συνολικά και διαχρονικά την ιστορία του Γένους και του πολιτισμού μας, δεν θα περιόριζαν το οπτικό τους πεδίο μόνο στους αρχαίους ημών προγόνους, πτωχαίνοντας την διάρκεια και τους θησαυρούς του ελληνικού πολιτισμού. Θα το επεξέτειναν και στο Βυζάντιο, στην θαυμαστή αυτή και καρποφόρο χιλιόχρονη προσφορά χιλιάδων εργατών του πνεύματος στον θεωρητικό και στον πρακτικό βίο, στην φιλοσοφία, στις τέχνες, στην επιστήμη, στην αγιότητα. Και τούτο ποιήσαι κακείνο μη αφιέναι. Και η κλασσική αρχαιότητα και το Βυζάντιο αχωρίστως συνιστούν τον ελληνικό πολιτισμό. Ο φιλόσοφος των αρχαίων βίος συμπληρώθηκε και ολοκληρώθηκε και άλλαξε μέσα στο φως του Ευαγγελίου. η χριστιανική πολιτεία και ζωή, όπως μάλιστα βιώνεται γνήσια από τους μοναχούς, είναι ο νέος φιλοσοφίας βίος. Οι Πατέρες της Εκκλησίας οι νέοι σοφοί διδάσκαλοι. Ο Σταυρός του Χριστού, που είναι σκάνδαλο για τους Ιουδαίους και μωρία για τους Έλληνες, είναι για τον Απόστολο Παύλο «Θεού δύναμις και Θεού σοφία». Αν λοιπόν οι Διαφωτισταί δεν φοιτούσαν στην άθεη Ευρώπη των νεωτέρων χρόνων, αλλά στην ελληνορθόδοξη παράδοση των Πατέρων της Εκκλησίας, τότε θα εγνώριζαν πως ο Αθανάσιος Πάριος δεν λέγει τίποτε διαφορετικό από εκείνους, απλώς αποδίδει την διδασκαλία τους. Απορρίπτοντας και πολεμώντας τον Αθανάσιο, απορρίπτουν και πολεμούν την αποστολική και πατερική παράδοση στο σύνολό της.
Στην Επιτομή, η οποία, όπως ο ίδιος γράφει, στηρίζεται στο Θεολογικόν του Ευγενίου Βουλγάρεως, το οποίο όμως διορθώνει εν πολλοίς και συμπληρώνει και τακτοποιεί, αναφέρεται, όταν η συνάφεια το απαιτεί, στα θεολογικά θέματα που έγιναν πλέον δόγματα και διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας μετά τους αγώνες του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά και τις σχετικές συνοδικές αποφάσεις, όπως π.χ. στην διάκριση ουσίας και ενεργειών εν τη θεότητι, στο αν η θεία ουσία ή οι θείες ενέργειες είναι μεθεκτές από τον άνθρωπο35, με αναφορά μάλιστα ονομαστική εις τον μέγαν της Θεσσαλονίκης Γρηγόριον, στο άκτιστο φως της θείας του Κυρίου Μεταμορφώσεως, το οποίον ο Βαρλαάμ και οι μετ’ αυτού εξελάμβαναν ως κτιστό· όπως γράφει, «κατά της κακίστης ταύτης αιρέσεως, πρώτος ο θείος Γρηγόριος ο Παλαμάς συνέγραψε και μετά τούτον άλλοι»36. Κατανοεί κανείς καλύτερα την μεγάλη σημασία του Αθανασίου Παρίου ως χρυσού κρίκου στην αλυσίδα της μεγάλης σειράς των μεγάλων διδασκάλων και αγίων, ως γνησίου συνεχιστού και διαδόχου της πατερικής παραδόσεως, αν λάβει υπ’ όψιν ότι τα δύο πιο γνωστά σύγχρονα εγχειρίδια Δογματικής, που εξεπαίδευσαν και εκπαιδεύουν γενεές θεολόγων και κληρικών, των Χρ. Ανδρούτσου και Π. Τρεμπέλα, διακόπτουν αυτήν την διαδοχή και συνέχεια αγνοώντας παντελώς την σχετική προβληματολογία. Στο τέλος της Επιτομής ο Αθανάσιος εκδίδει πάλι το πολύ προσφιλές κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας έργο του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά «Δεκάλογος της κατά Χριστόν νομοθεσίας, ήτοι της νέας Διαθήκης»37.
Και ερχόμαστε, τελειώνοντας, στο έργο «Αντιφώνησις». Το έργο αυτό και η «Πατρική Διδασκαλία» περισσότερο από τα άλλα έργα δέχθηκαν και δέχονται μέχρι σήμερα ομαδικά και συντονισμένα πυρά από τους διαφωτιστάς και τους Κοραϊστάς. Δεν θα αναφερθούμε στην «Πατρική Διδασκαλία», γιατί δεν έχει σχέση με τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά. Η «Αντιφώνησις» όμως δεν είναι τίποτε άλλο παρά συγκέντρωση και σύνθεση των όσων οι Πατέρες της Εκκλησίας, μεταξύ δε αυτών κατ’ εξοχήν ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, λέγουν και διδάσκουν για την ανθρώπινη και την θεία σοφία, για την κοσμική παιδεία και επιστήμη και για τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος. Αν οι επικριταί της «Αντιφωνήσεως» έβλεπαν συνολικά και διαχρονικά την ιστορία του Γένους και του πολιτισμού μας, δεν θα περιόριζαν το οπτικό τους πεδίο μόνο στους αρχαίους ημών προγόνους, πτωχαίνοντας την διάρκεια και τους θησαυρούς του ελληνικού πολιτισμού. Θα το επεξέτειναν και στο Βυζάντιο, στην θαυμαστή αυτή και καρποφόρο χιλιόχρονη προσφορά χιλιάδων εργατών του πνεύματος στον θεωρητικό και στον πρακτικό βίο, στην φιλοσοφία, στις τέχνες, στην επιστήμη, στην αγιότητα. Και τούτο ποιήσαι κακείνο μη αφιέναι. Και η κλασσική αρχαιότητα και το Βυζάντιο αχωρίστως συνιστούν τον ελληνικό πολιτισμό. Ο φιλόσοφος των αρχαίων βίος συμπληρώθηκε και ολοκληρώθηκε και άλλαξε μέσα στο φως του Ευαγγελίου. η χριστιανική πολιτεία και ζωή, όπως μάλιστα βιώνεται γνήσια από τους μοναχούς, είναι ο νέος φιλοσοφίας βίος. Οι Πατέρες της Εκκλησίας οι νέοι σοφοί διδάσκαλοι. Ο Σταυρός του Χριστού, που είναι σκάνδαλο για τους Ιουδαίους και μωρία για τους Έλληνες, είναι για τον Απόστολο Παύλο «Θεού δύναμις και Θεού σοφία». Αν λοιπόν οι Διαφωτισταί δεν φοιτούσαν στην άθεη Ευρώπη των νεωτέρων χρόνων, αλλά στην ελληνορθόδοξη παράδοση των Πατέρων της Εκκλησίας, τότε θα εγνώριζαν πως ο Αθανάσιος Πάριος δεν λέγει τίποτε διαφορετικό από εκείνους, απλώς αποδίδει την διδασκαλία τους. Απορρίπτοντας και πολεμώντας τον Αθανάσιο, απορρίπτουν και πολεμούν την αποστολική και πατερική παράδοση στο σύνολό της.
Επίλογος
Ο Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος μαζύ με τους άλλους αγίους της Φιλοκαλικής Αναγεννήσεως του 18ου αιώνος εκράτησαν με την διδασκαλία και την ζωή τους την ελληνική κοινωνία στις αρχές και στις αξίες της παραδοσιακής εκκλησιαστικής ζωής. Όταν ο Ψαλίδας θέλησε μέσω ενός Πατμίου καραβοκύρη να διαδώσει αθεϊστικές βλασφημίες και ειρωνείες εναντίον της Εκκλησίας και των θείων, σύσσωμοι οι κάτοικοι της Πάτμου, όλοι ανεξαιρέτως μέχρις ενός, αντέδρασαν και εζήτησαν από τον ηγούμενο της Ιεράς Μονής και από παρατυχόντα εκεί αρχιερέα να αναθεματίσουν τον Ψαλίδα και τον καραβοκύρη για να σταματήσει το κακό, όπως και έγινε. Σήμερα αυτά μοιάζουν όχι μόνον πολύ μακρινά, αλλά απορρίπτονται, γιατί έχει αλλάξει η νοοτροπία, έχουν εκλείψει ο ζήλος και η αφοσίωση στις παραδόσεις. Ο αποτυχημένος τότε Διαφωτισμός με την μειοψηφία των λογίων και διδασκάλων βοηθήθηκε από τις ιστορικές συγκυρίες και ανέτρεψε υπέρ αυτού την κατάσταση. Οι κυβερνήσεις των Βαυαρών, οι διωγμοί εναντίον των μοναχών, η ίδρυση του Πανεπιστημίου Αθηνών με τους δυτικοτραφείς και δυτικοστραφείς καθηγητάς του, η αιχμαλωσία της Εκκλησίας στους βασιλικούς και κυβερνητικούς εκπροσώπους και πολλοί άλλοι παράγοντες, που έχουν αναλυτικά παρουσιασθή από πολλούς διανοητάς των ημερών μας και ο δουλικός ευρωπαϊσμός όλων σχεδόν των πολιτικών και της πλειονότητος των πνευματικών δυνάμεων, έχουν αλλάξει δυστυχώς το πνευματικό τοπίο. Τώρα την μειοψηφία αποτελούν όχι οι Διαφωτισταί και οι Κοραϊσταί, αλλά όσοι συμμερίζονται την διδασκαλία των εκπροσώπων της Φιλοκαλικής Αναγεννήσεως, του Αγίου Αθανασίου του Παρίου. Υπάρχουν βέβαια τις τελευταίες δεκαετίες αισιόδοξα μηνύματα. Έχει δρομολογηθή και βρίσκεται σε εξέλιξη με καλούς καρπούς μετά από διακόσια χρόνια μία νέα φιλοκαλική αναγέννηση. Η διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά και άλλων Πατέρων, νηπτικών και ησυχαστικών, αρδεύει ικανοποιητικά την θεολογική και πνευματική ζωή. Χρειάζεται ακόμη δουλειά και προσπάθεια, προ παντός πίστη στην αλήθεια και στην μοναδικότητα της Ορθοδοξίας. Δύο από τους τρεις μεγάλους εκπροσώπους της Φιλοκαλικής Αναγεννήσεως, ο Άγιος Αθανάσιος Πάριος και ο Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης, προέρχονται από την επαρχία σας, την Πάρο και την Νάξο. Εκείνοι εκοπίασαν για να μελετήσουν και εκδώσουν τα έργα του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά και να προκαλέσουν έτσι την πνευματική αναγέννηση. Ήδη και στο περασμένο συνέδριο και στο παρόν ο Άγιος Αθανάσιος Πάριος μελετάται με σοβαρότητα και ευθύνη, ετοιμάζεται δε και η έκδοση των έργων του από το Ιερό Προσκύνημα της Εκατονταπυλιανής, που συντονίζει αποτελεσματικά τις προσπάθειες. Το ίδιο μπορεί να γίνει και με τον Άγιο Νικόδημο, μολονότι ως προς αυτόν έχουν ήδη γίνει αρκετά. Χρειάζονται ολοκλήρωση και εκκλησιαστική ευλογία και κάλυψη. Η φιλοκαλική αναγέννηση του 20ου αιώνος δεν πρέπει να ανακοπεί. Είναι ο καλύτερος τρόπος για να δώσουμε περιεχόμενο στους εορτασμούς των 2000 ετών της ιστορίας του Χριστιανισμού.
Γ. Η ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΡΙΟΥ
1. Γενική εκτίμηση
Η Χίος, εκτός των πολλών άλλων πνευματικών καυχημάτων της, έχει την μοναδική τιμή και χάρη να φιλοξενεί στα αγιοβάδιστα και μαρτυροπλούτιστα χώματά της τους τάφους και τα σκηνώματα των δύο από τους τρεις κορυφαίους εκπροσώπους του ησυχαστικού και φιλοκαλικού κινήματος του 18ου αιώνος, το οποίο επεκράτησε στην ιστορική και θεολογική έρευνα να ονομάζεται κολλυβαδική έρις, και οι μετασχόντες σ’ αυτό Κολλυβάδες. Δεν πρόκειται τώρα να αναλύσουμε την αταίριαστη και άδικη αυτή ονομασία, την ρετσινιά αυτή, που τους την εκόλλησαν οι αντίπαλοί τους. Αυτό έχει γίνει τα τελευταία χρόνια από πολλούς. Θέλουμε απλώς να επισημάνουμε για τους Χιώτες, ότι, και αν ακόμη παρέμεινε και αιωρείται στις σκέψεις τους και στην καρδιά τους κάποιο κατάλοιπο αμφιβολίας ή λογισμού από όσα εναντίον των Κολλυβάδων έγραψαν και είπαν οι αντίπαλοί τους, δεν πρέπει επ’ ουδενί να επιτρέψουν την τελική αποδοχή του. Όχι μόνο γιατί η αμερόληπτη ιστορική και θεολογική έρευνα τείνουν τώρα να κατανοήσουν την προσφορά τους ανάλογα με τις συνθήκες του τουρκοκρατούμενου Ελληνισμού, ως ποιμαντική μέριμνα και αγωνία να αποφευχθεί η πνευματική αλλοτρίωση του Γένους και να συντηρηθούν οι αξίες που συνέθεταν επί αιώνες την πνευματική φυσιογνωμία του, αλλά και γιατί η νέα αυτή τριάδα Αγίων, ο Μακάριος Κορίνθου, ο Νικόδημος Αγιορείτης και ο Αθανάσιος Πάριος κοσμούν πλέον τις αγιολογικές δέλτους της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τιμώνται και γεραίρονται ως άγιοι, θαρραλέοι διδάσκαλοι και ομολογηταί της Ορθοδόξου πίστεως. Τί να τις κάνουμε λοιπόν και γιατί να επηρεασθούμε από τις οποιεσδήποτε κρίσεις και εκτιμήσεις ανθρώπων των οποίων συνήθως οι λογισμοί είναι επισφαλείς, ασθενικοί και προκατειλημμένοι, μπροστά στην αλάθητη κρίση της Εκκλησίας, μπροστά στην κρίση του ουρανού, στην «Ουρανού κρίσιν», όπως λέγει για ανάλογη περίπτωση ο Άγιος Αθανάσιος Πάριος, τιτλοφορώντας σχετικό του έργο, στο οποίο θα αναφερθούμε στη συνέχεια;
Υπάρχει όντως «Ουρανού κρίσις» για τους τρεις Αγίους Κολλυβάδες, οι δύο από τους οποίους, ο Άγιος Μακάριος Κορίνθου και ο Άγιος Αθανάσιος Πάριος, επέρασαν μεγάλο μέρος της ζωής τους στην Χίο και ετελείωσαν οσιακά την ζωή τους εδώ, αγιάζοντες τον διά και άλλων αγίων και μαρτύρων αγιασθέντα αυτόν τόπον. Δεν υπάρχει μήπως «Ουρανού κρίσις» και διά τον επί πολλά επίσης έτη, και μάλιστα νεανικά, εργασθέντα ως δημοδιδάσκαλον εδώ στην Χίο, στο χωριό Λιθί, κατόπιν δε ως μοναχόν αφιερωθέντα στην Νέα Μονή μεγάλον άγιο, θαυματουργό και θεολόγο Νεκτάριο Πενταπόλεως; Και αυτός κατηγορήθηκε και συκοφαντήθηκε από κληρικούς της πατριαρχικής αυλής στην Αλεξάνδρεια με συνέπεια να εκδιωχθεί από εκεί αδίκως και να ταλαιπωρηθεί. Εμίλησε όμως, και έκρινε και γι’ αυτόν οριστικά ο Ουρανός, με την μυροβλυσία και τα πάμπολλα θαύματα των λειψάνων του, ώστε να φιμωθούν όλες οι αντίθετες γνώμες.
Για τον Άγιο Μακάριο Κορίνθου, τον κινητήριο αυτό μοχλό του ησυχαστικού φιλοκαλικού κινήματος, υπάρχει εμφανέστατη ετυμηγορία του ουρανού, η οποία συνετέλεσε ώστε να τιμάται ως άγιος αμέσως μετά την κοίμησή του. Πολυάριθμα θαύματα ιάσεως ασθενών εδώ στην Χίο παραδίδονται από τις αγιολογικές πηγές38. Είναι μάλιστα πολύ χαρακτηριστικό ότι ο Άγιος Αθανάσιος Πάριος, που επείσθη τελικά να μείνει στην Χίο, από τις προτροπές του Αγίου Μακαρίου, συνέθεσε θαυμάσια ακολουθία που εσώζετο μέχρι τώρα ανέκδοτη σε κώδικα της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας, εξεδόθη όμως τώρα στα Πρακτικά του λαμπρού Επιστημονικού Συνεδρίου που συνεκάλεσε το Ιερόν Προσκύνημα Παναγίας Εκατονταπυλιανής της Πάρου, της Ιεράς Μητροπόλεως Παροναξίας, τον Σεπτέμβριο του 1998. Στην ακολουθία αυτή γράφεται μεταξύ άλλων ότι ο ευκλεής ιεράρχης κατευφραίνει τους εν Χίω «οσμαίς πνευματικαίς θείων έργων», ότι από πρόεδρος της εκκλησίας της Κορίνθου «λόγοις απορρήτοις Θεού προνοίας» ήλθε στην Χίο, όπου διέπρεψε «λόγοις και πράξεσι» και ότι το τέλος του βίου του ήταν «όντως θεοδόξαστον, θαυμάτων παραδόξων θεόθεν χάριν κομισάμενος». Είναι «Πελοποννήσου θρέμμα και Χίου θείος κοσμήτωρ», της οποίας «ο χριστεπώνυμος λαός θησαυρόν ουράνιον και όλβον θείον τα σεπτά λείψανα αυτού επλούτησε». Προτρέπονται οι πιστοί της Χίου να χαίρουν, «προστάτην πεπλουτηκότες ετοιμότατον. πριν γαρ διά σώματος νυν δε διά πνεύματος ευεργετεί εκάστοτε θείοις ιάμασι»39.
Ασφαλώς και ο Άγιος Αθανάσιος Πάριος ήλθε στην Χίο «λόγοις απορρήτοις Θεού προνοίας», για να υπηρετήσει εδώ ως σχολάρχης και καθηγητής επί ένα τέταρτο αιώνος στην περίφημη Φιλοσοφική Σχολή της, η οποία επί της σχολαρχίας του απέκτησε μοναδική αίγλη και ακτινοβολία, επρόκειτο όμως συγχρόνως να γίνει και χώρος αντιπαραθέσεως του παραδοσιακού και αγιοπατερικού Αθανασίου, με τους εκσυγχρονιστάς του Δυτικού Διαφωτισμού, επί κεφαλής των οποίων ήτο ο Χιώτης επίσης λόγιος και διδάσκαλος Αδαμάντιος Κοραής, με ενέργειες του οποίου και των φίλων του αναγκάσθηκε να φύγει από την Σχολή το 1811, σε ηλικία ενενήντα ετών, ενώ μετά από δύο έτη, το 1813, απέθανε. Εκπλήσσουν το σφρίγος, η ζωντάνια και ο δυναμισμός του Αγίου Αθανασίου κατά την τελευταία εικοσιπενταετία της ζωής του στην Χίο. Έπαιρνε δύναμη και ζωή από τον διδασκαλικό του ζήλο, από την επιθυμία να προσφέρει όλες του τις δυνάμεις στον φωτισμό του Γένους, όχι μόνο με την διδασκαλία, αλλά και με πολυάριθμα συγγράμματα, μεγάλο μέρος από τα οποία εγράφησαν κατά την περίοδο αυτή της ζωής του. Η Χίος του προσέφερε τις δυνατότητες, εκπαιδευτικές και προσωπικές, ώστε να προσφέρει όσα κατά την κρίσιμη αυτή περίοδο ήσαν αναγκαία, ώστε να αναχαιτισθεί ο εκδυτικισμός της Ορθοδοξίας σε δύο επίπεδα, στο χώρο της παιδείας με τον ξένο στην Ορθόδοξη Παράδοση αντιεκκλησιαστικό Διαφωτισμό, στον χώρο δε της Εκκλησίας και της Θεολογίας με τον επιθετικό προσηλυτισμό του Παπισμού, ο οποίος ιδιαίτερα στα νησιά των Κυκλάδων, όπως παλαιότερα στην Κύπρο και στην Κρήτη, είχε αποκτήσει ισχυρά ερείσματα από την εποχή των σταυροφοριών. Η μεγάλη του αυτή προσφορά, στην οποία σύντομα θα αναφερθούμε, είχε σαν συνέπεια να γίνει ο Αθανάσιος στόχος των Ελλήνων Διαφωτιστών και των επιγόνων τους περισσότερο από όλους τους άλλους παραδοσιακούς λογίους και θεολόγους, περισσότερο και από τους δύο άλλους της Τριάδος των Κολλυβάδων που εμνημονεύσαμε. γιατί αυτός περισσότερο από όλους τους άλλους με σθένος και παρρησία ακατάβλητη, με συγκροτημένη επιχειρηματολογία και άριστη γνώση προσώπων και πραγμάτων αποκάλυψε τον κίνδυνο που διέτρεχε η ελληνική κοινωνία από τις αθεϊστικές ιδέες του Βολταίρου και από την επιχειρούμενη εκθεμελίωση του ορθοδόξου πολιτισμού με την πλημμυρίδα και την εισαγωγή ξένων ηθών και εθίμων. Είναι εκπληκτικά επίκαιρος σήμερα με την λαίλαπα της παγκοσμιοποίησης και της πολτοποίησης των πολιτισμών ο Άγιος Αθανάσιος40. Παρουσίασε το μεγαλείο της Ορθοδοξίας στην ζωή, στην διδασκαλία και στα θαύματα των Αγίων, ιδιαίτερα με την προβολή της ησυχαστικής διδασκαλίας του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, ο οποίος στην εποχή του αντιμετώπισε παρόμοια κατάσταση στο πρόσωπο του εκ Δύσεως μοναχού Βαρλαάμ του Καλαβρού. Ο Διαφωτισμός με τον ανθρωποκεντρισμό και τον κλασικισμό του είναι στην ουσία Νεοβαρλααμισμός, οι δε Άγιοι Κολλυβάδες είναι ακριβείς συνεχισταί του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά και των Πατέρων της Εκκλησίας. Δεν λογάριασε ο Άγιος Αθανάσιος το κόστος της αντιπαραθέσεως και το ποτάμι της λάσπης που θα προσπαθούσε να τον πνίξει. Οι μεγάλοι δε φοβούνται και δεν πτοούνται. η αλήθεια δεν κρύβεται, όπως τελικά δεν κρύφτηκε και το μεγαλείο του Αγίου Αθανασίου.
Δύο μεγάλοι ξένοι Ρωμαιοκαθολικοί ερευνηταί, ο L. Petit και ο Le Guillu χαρακτηρίζουν τον Αθανάσιο Πάριο ως τον μεγαλύτερο Έλληνα θεολόγο μετά τον Ευγένιο Βούλγαρη, από τον 18ο αιώνα μέχρι σήμερα41. Γαλλικής καταγωγής και οι δύο, παρά την σκληρή κριτική που ασκεί εναντίον του Παπισμού, φαίνεται ότι διέγνωσαν την ευθικρισία και αμεροληψία του, ιδιαίτερα στα όσα γράφει εναντίον της αθεΐας του Βολταίρου και της Γαλλικής Επαναστάσεως, που οδήγησαν ένα ολόκληρο έθνος, πρώην χριστιανικό, στην αποστασία από τον Θεό και τελικά στα αδιέξοδα του υλισμού και της αχαλίνωτης ελευθερίας. Από τον Podsckalsky επίσης, νεώτερο Ρωμαιοκαθολικό ιστορικό και θεολόγο, χαρακτηρίζεται ως άκαμπτος υπέρμαχος της Παραδόσεως και δριμύτατος επικριτής της Γαλλικής Επαναστάσεως και των ιδεών του Βολταίρου και του Ρουσσώ, ενώ ως προς την θύραθεν σοφία μένει σταθερά προσανατολισμένος στις θέσεις του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά και απορρίπτει στο πρόσωπο και στις θέσεις του Βαρλαάμ την κοσμική σοφία και τις δυναμικές της προεκτάσεις στην θεολογία και στην σωτηριολογία42.
Δεν προτιθέμεθα να αναλύσουμε τις θετικές αλλά και τις αρνητικές αξιολογήσεις, όλες άδικες και προκατειλημμένες, για τον Αθανάσιο Πάριο. Το έχει κάνει αυτό νεαρός ερευνητής, ο Χρ. Αραμπατζής, σε μελέτη του που δημοσιεύεται στα Πρακτικά του μνημονευθέντος συνεδρίου της Πάρου με θέμα «Ο Άγιος Αθανάσιος Πάριος στην ιστορική και θεολογική έρευνα». Ομαδοποιεί τις τάσεις των ερευνητών σε τρεις κατηγορίες: α) Σε όσους τον αξιολογούν αρνητικά, δίχως καμμία θετική κρίση, β) σε όσους τον κρίνουν αυστηρά με βάση την επιχειρηματολογία του Διαφωτισμού, διαβλέπουν όμως τις αναμφισβήτητες ικανότητές του και διακρίνουν την ειλικρίνεια των προθέσεών του και γ) σε εκείνους που τον κρίνουν θετικά ως έναν από τους σημαντικώτερους λογίους της εποχής του, που μόχθησε να διασώσει τα ελληνορθόδοξα πολιτιστικά πρότυπα και να περιφρουρήσει την απροετοίμαστη ελληνική κοινωνία από την εισβολή των αθεϊστικών και ατομοκεντρικών μοντέλων του Διαφωτισμού43. Την ίδια εικόνα αποκομίζει κανείς και από το πολύ χρήσιμο έργο του ίδιου ερευνητή «Αθανασίου Παρίου Βιβλιογραφικά», όπου, αφού στο πρώτο μέρος παρουσιάζεται η εργογραφία του Αγίου Αθανασίου με τα εκδεδομένα και ανέκδοτα έργα του και όλες τις σχετικές πληροφορίες, στο δεύτερο παρουσιάζεται σε 309 λήμματα η σχετική με τον Αθανάσιο βιβλιογραφία, με ενδεικτικές αναφορές στις γνώμες του συγγραφέων για την προσφορά του Αθανασίου44.
Ας μνημονεύσουμε εδώ κατ’ εξαίρεσιν, επειδή βρισκόμαστε στην Χίο, την πολύ καλή μελέτη του Μ. Βασιλάκη, «Ο Αθανάσιος Πάριος και το έργο του», που δημοσιεύθηκε στα Χιακά εκκλησιαστικά Χρονικά το 1958. Κατά τον συγγραφέα «Ο Πάριος ήτο άνθρωπος ευφυής, αγχίνους, φιλόπονος, αλλά και συντηρητικός, ασκητικός, πιστός εις τας εθνικοθρησκευτικάς μας παραδόσεως και τα ήθη και έθιμα τα Ελληνικά». Γίνονται αναφορές στις σχέσεις Κοραή και Παρίου και προβάλλεται η θετική γνώμη του Αθανασίου για τον Κοραή. Παρατίθεται κατάλογος όλων των γνωστών τότε έργων του Αγίου με ιδιαίτερη αναφορά στα υμνολογικά και αγιολογικά του έργα. Σημειώνονται σχόλια και κρίσεις για τον Πάριο, από Ιστορικούς της εποχής και επιγράμματα των μαθητών του. Αξιοσημείωτη είναι η αναφορά στο ενδιαφέρον του οσίου Γέροντος της Πάρου Φιλόθεου Ζερβάκου για τον εντοπισμό των λειψάνων του Παρίου στην Χίο κατά την δεκαετία του 193045.
Υπάρχει όντως «Ουρανού κρίσις» για τους τρεις Αγίους Κολλυβάδες, οι δύο από τους οποίους, ο Άγιος Μακάριος Κορίνθου και ο Άγιος Αθανάσιος Πάριος, επέρασαν μεγάλο μέρος της ζωής τους στην Χίο και ετελείωσαν οσιακά την ζωή τους εδώ, αγιάζοντες τον διά και άλλων αγίων και μαρτύρων αγιασθέντα αυτόν τόπον. Δεν υπάρχει μήπως «Ουρανού κρίσις» και διά τον επί πολλά επίσης έτη, και μάλιστα νεανικά, εργασθέντα ως δημοδιδάσκαλον εδώ στην Χίο, στο χωριό Λιθί, κατόπιν δε ως μοναχόν αφιερωθέντα στην Νέα Μονή μεγάλον άγιο, θαυματουργό και θεολόγο Νεκτάριο Πενταπόλεως; Και αυτός κατηγορήθηκε και συκοφαντήθηκε από κληρικούς της πατριαρχικής αυλής στην Αλεξάνδρεια με συνέπεια να εκδιωχθεί από εκεί αδίκως και να ταλαιπωρηθεί. Εμίλησε όμως, και έκρινε και γι’ αυτόν οριστικά ο Ουρανός, με την μυροβλυσία και τα πάμπολλα θαύματα των λειψάνων του, ώστε να φιμωθούν όλες οι αντίθετες γνώμες.
Για τον Άγιο Μακάριο Κορίνθου, τον κινητήριο αυτό μοχλό του ησυχαστικού φιλοκαλικού κινήματος, υπάρχει εμφανέστατη ετυμηγορία του ουρανού, η οποία συνετέλεσε ώστε να τιμάται ως άγιος αμέσως μετά την κοίμησή του. Πολυάριθμα θαύματα ιάσεως ασθενών εδώ στην Χίο παραδίδονται από τις αγιολογικές πηγές38. Είναι μάλιστα πολύ χαρακτηριστικό ότι ο Άγιος Αθανάσιος Πάριος, που επείσθη τελικά να μείνει στην Χίο, από τις προτροπές του Αγίου Μακαρίου, συνέθεσε θαυμάσια ακολουθία που εσώζετο μέχρι τώρα ανέκδοτη σε κώδικα της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας, εξεδόθη όμως τώρα στα Πρακτικά του λαμπρού Επιστημονικού Συνεδρίου που συνεκάλεσε το Ιερόν Προσκύνημα Παναγίας Εκατονταπυλιανής της Πάρου, της Ιεράς Μητροπόλεως Παροναξίας, τον Σεπτέμβριο του 1998. Στην ακολουθία αυτή γράφεται μεταξύ άλλων ότι ο ευκλεής ιεράρχης κατευφραίνει τους εν Χίω «οσμαίς πνευματικαίς θείων έργων», ότι από πρόεδρος της εκκλησίας της Κορίνθου «λόγοις απορρήτοις Θεού προνοίας» ήλθε στην Χίο, όπου διέπρεψε «λόγοις και πράξεσι» και ότι το τέλος του βίου του ήταν «όντως θεοδόξαστον, θαυμάτων παραδόξων θεόθεν χάριν κομισάμενος». Είναι «Πελοποννήσου θρέμμα και Χίου θείος κοσμήτωρ», της οποίας «ο χριστεπώνυμος λαός θησαυρόν ουράνιον και όλβον θείον τα σεπτά λείψανα αυτού επλούτησε». Προτρέπονται οι πιστοί της Χίου να χαίρουν, «προστάτην πεπλουτηκότες ετοιμότατον. πριν γαρ διά σώματος νυν δε διά πνεύματος ευεργετεί εκάστοτε θείοις ιάμασι»39.
Ασφαλώς και ο Άγιος Αθανάσιος Πάριος ήλθε στην Χίο «λόγοις απορρήτοις Θεού προνοίας», για να υπηρετήσει εδώ ως σχολάρχης και καθηγητής επί ένα τέταρτο αιώνος στην περίφημη Φιλοσοφική Σχολή της, η οποία επί της σχολαρχίας του απέκτησε μοναδική αίγλη και ακτινοβολία, επρόκειτο όμως συγχρόνως να γίνει και χώρος αντιπαραθέσεως του παραδοσιακού και αγιοπατερικού Αθανασίου, με τους εκσυγχρονιστάς του Δυτικού Διαφωτισμού, επί κεφαλής των οποίων ήτο ο Χιώτης επίσης λόγιος και διδάσκαλος Αδαμάντιος Κοραής, με ενέργειες του οποίου και των φίλων του αναγκάσθηκε να φύγει από την Σχολή το 1811, σε ηλικία ενενήντα ετών, ενώ μετά από δύο έτη, το 1813, απέθανε. Εκπλήσσουν το σφρίγος, η ζωντάνια και ο δυναμισμός του Αγίου Αθανασίου κατά την τελευταία εικοσιπενταετία της ζωής του στην Χίο. Έπαιρνε δύναμη και ζωή από τον διδασκαλικό του ζήλο, από την επιθυμία να προσφέρει όλες του τις δυνάμεις στον φωτισμό του Γένους, όχι μόνο με την διδασκαλία, αλλά και με πολυάριθμα συγγράμματα, μεγάλο μέρος από τα οποία εγράφησαν κατά την περίοδο αυτή της ζωής του. Η Χίος του προσέφερε τις δυνατότητες, εκπαιδευτικές και προσωπικές, ώστε να προσφέρει όσα κατά την κρίσιμη αυτή περίοδο ήσαν αναγκαία, ώστε να αναχαιτισθεί ο εκδυτικισμός της Ορθοδοξίας σε δύο επίπεδα, στο χώρο της παιδείας με τον ξένο στην Ορθόδοξη Παράδοση αντιεκκλησιαστικό Διαφωτισμό, στον χώρο δε της Εκκλησίας και της Θεολογίας με τον επιθετικό προσηλυτισμό του Παπισμού, ο οποίος ιδιαίτερα στα νησιά των Κυκλάδων, όπως παλαιότερα στην Κύπρο και στην Κρήτη, είχε αποκτήσει ισχυρά ερείσματα από την εποχή των σταυροφοριών. Η μεγάλη του αυτή προσφορά, στην οποία σύντομα θα αναφερθούμε, είχε σαν συνέπεια να γίνει ο Αθανάσιος στόχος των Ελλήνων Διαφωτιστών και των επιγόνων τους περισσότερο από όλους τους άλλους παραδοσιακούς λογίους και θεολόγους, περισσότερο και από τους δύο άλλους της Τριάδος των Κολλυβάδων που εμνημονεύσαμε. γιατί αυτός περισσότερο από όλους τους άλλους με σθένος και παρρησία ακατάβλητη, με συγκροτημένη επιχειρηματολογία και άριστη γνώση προσώπων και πραγμάτων αποκάλυψε τον κίνδυνο που διέτρεχε η ελληνική κοινωνία από τις αθεϊστικές ιδέες του Βολταίρου και από την επιχειρούμενη εκθεμελίωση του ορθοδόξου πολιτισμού με την πλημμυρίδα και την εισαγωγή ξένων ηθών και εθίμων. Είναι εκπληκτικά επίκαιρος σήμερα με την λαίλαπα της παγκοσμιοποίησης και της πολτοποίησης των πολιτισμών ο Άγιος Αθανάσιος40. Παρουσίασε το μεγαλείο της Ορθοδοξίας στην ζωή, στην διδασκαλία και στα θαύματα των Αγίων, ιδιαίτερα με την προβολή της ησυχαστικής διδασκαλίας του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, ο οποίος στην εποχή του αντιμετώπισε παρόμοια κατάσταση στο πρόσωπο του εκ Δύσεως μοναχού Βαρλαάμ του Καλαβρού. Ο Διαφωτισμός με τον ανθρωποκεντρισμό και τον κλασικισμό του είναι στην ουσία Νεοβαρλααμισμός, οι δε Άγιοι Κολλυβάδες είναι ακριβείς συνεχισταί του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά και των Πατέρων της Εκκλησίας. Δεν λογάριασε ο Άγιος Αθανάσιος το κόστος της αντιπαραθέσεως και το ποτάμι της λάσπης που θα προσπαθούσε να τον πνίξει. Οι μεγάλοι δε φοβούνται και δεν πτοούνται. η αλήθεια δεν κρύβεται, όπως τελικά δεν κρύφτηκε και το μεγαλείο του Αγίου Αθανασίου.
Δύο μεγάλοι ξένοι Ρωμαιοκαθολικοί ερευνηταί, ο L. Petit και ο Le Guillu χαρακτηρίζουν τον Αθανάσιο Πάριο ως τον μεγαλύτερο Έλληνα θεολόγο μετά τον Ευγένιο Βούλγαρη, από τον 18ο αιώνα μέχρι σήμερα41. Γαλλικής καταγωγής και οι δύο, παρά την σκληρή κριτική που ασκεί εναντίον του Παπισμού, φαίνεται ότι διέγνωσαν την ευθικρισία και αμεροληψία του, ιδιαίτερα στα όσα γράφει εναντίον της αθεΐας του Βολταίρου και της Γαλλικής Επαναστάσεως, που οδήγησαν ένα ολόκληρο έθνος, πρώην χριστιανικό, στην αποστασία από τον Θεό και τελικά στα αδιέξοδα του υλισμού και της αχαλίνωτης ελευθερίας. Από τον Podsckalsky επίσης, νεώτερο Ρωμαιοκαθολικό ιστορικό και θεολόγο, χαρακτηρίζεται ως άκαμπτος υπέρμαχος της Παραδόσεως και δριμύτατος επικριτής της Γαλλικής Επαναστάσεως και των ιδεών του Βολταίρου και του Ρουσσώ, ενώ ως προς την θύραθεν σοφία μένει σταθερά προσανατολισμένος στις θέσεις του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά και απορρίπτει στο πρόσωπο και στις θέσεις του Βαρλαάμ την κοσμική σοφία και τις δυναμικές της προεκτάσεις στην θεολογία και στην σωτηριολογία42.
Δεν προτιθέμεθα να αναλύσουμε τις θετικές αλλά και τις αρνητικές αξιολογήσεις, όλες άδικες και προκατειλημμένες, για τον Αθανάσιο Πάριο. Το έχει κάνει αυτό νεαρός ερευνητής, ο Χρ. Αραμπατζής, σε μελέτη του που δημοσιεύεται στα Πρακτικά του μνημονευθέντος συνεδρίου της Πάρου με θέμα «Ο Άγιος Αθανάσιος Πάριος στην ιστορική και θεολογική έρευνα». Ομαδοποιεί τις τάσεις των ερευνητών σε τρεις κατηγορίες: α) Σε όσους τον αξιολογούν αρνητικά, δίχως καμμία θετική κρίση, β) σε όσους τον κρίνουν αυστηρά με βάση την επιχειρηματολογία του Διαφωτισμού, διαβλέπουν όμως τις αναμφισβήτητες ικανότητές του και διακρίνουν την ειλικρίνεια των προθέσεών του και γ) σε εκείνους που τον κρίνουν θετικά ως έναν από τους σημαντικώτερους λογίους της εποχής του, που μόχθησε να διασώσει τα ελληνορθόδοξα πολιτιστικά πρότυπα και να περιφρουρήσει την απροετοίμαστη ελληνική κοινωνία από την εισβολή των αθεϊστικών και ατομοκεντρικών μοντέλων του Διαφωτισμού43. Την ίδια εικόνα αποκομίζει κανείς και από το πολύ χρήσιμο έργο του ίδιου ερευνητή «Αθανασίου Παρίου Βιβλιογραφικά», όπου, αφού στο πρώτο μέρος παρουσιάζεται η εργογραφία του Αγίου Αθανασίου με τα εκδεδομένα και ανέκδοτα έργα του και όλες τις σχετικές πληροφορίες, στο δεύτερο παρουσιάζεται σε 309 λήμματα η σχετική με τον Αθανάσιο βιβλιογραφία, με ενδεικτικές αναφορές στις γνώμες του συγγραφέων για την προσφορά του Αθανασίου44.
Ας μνημονεύσουμε εδώ κατ’ εξαίρεσιν, επειδή βρισκόμαστε στην Χίο, την πολύ καλή μελέτη του Μ. Βασιλάκη, «Ο Αθανάσιος Πάριος και το έργο του», που δημοσιεύθηκε στα Χιακά εκκλησιαστικά Χρονικά το 1958. Κατά τον συγγραφέα «Ο Πάριος ήτο άνθρωπος ευφυής, αγχίνους, φιλόπονος, αλλά και συντηρητικός, ασκητικός, πιστός εις τας εθνικοθρησκευτικάς μας παραδόσεως και τα ήθη και έθιμα τα Ελληνικά». Γίνονται αναφορές στις σχέσεις Κοραή και Παρίου και προβάλλεται η θετική γνώμη του Αθανασίου για τον Κοραή. Παρατίθεται κατάλογος όλων των γνωστών τότε έργων του Αγίου με ιδιαίτερη αναφορά στα υμνολογικά και αγιολογικά του έργα. Σημειώνονται σχόλια και κρίσεις για τον Πάριο, από Ιστορικούς της εποχής και επιγράμματα των μαθητών του. Αξιοσημείωτη είναι η αναφορά στο ενδιαφέρον του οσίου Γέροντος της Πάρου Φιλόθεου Ζερβάκου για τον εντοπισμό των λειψάνων του Παρίου στην Χίο κατά την δεκαετία του 193045.
2. Αδιαίρετη παιδεία. Ελληνική και Χριστιανική.
Μετά από αυτή την γενική αναφορά που μας προϊδέασε για την θεολογική προσφορά του Αγίου Αθανασίου ας δούμε ειδικώτερα τις διαστάσεις της. Πρέπει πάντως εξ αρχής να επισημάνουμε ότι ο Αθανάσιος δεν ήταν θεολόγος του τύπου των σημερινών πτυχιούχων των Θεολογικών Σχολών. Ήταν περισσότερο φιλόλογος και φιλόσοφος με βάση τις σπουδές του στην Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης και στην Αθωνιάδα του Ευγενίου Βούλγαρη, ως και με βάση την διδασκαλική του δραστηριότητα στο Ελληνομουσείο της Θεσσαλονίκης και στην Σχολή της Χίου. Ο διχασμός και ο χωρισμός φιλοσοφικών και θεολογικών σχολών, που θυμίζει την απόπειρα του Ιουλιανού του Παραβάτου, να στερήσει την κλασική παιδεία από τους Χριστιανούς, οφείλεται στην προσπάθεια των Διαφωτιστών να αποκαθάρουν την ελληνική παιδεία από τα χριστιανικά και εκκλησιαστικά της γνωρίσματα που απέκτησε κατά την περίοδο της Ρωμιοσύνης του Βυζαντίου, να θέσουν στο περιθώριο τα ιερά γράμματα, την Αγία Γραφή και τους Πατέρες, που θα έπρεπε τώρα να διδάσκονται μόνο στις θεολογικές σχολές. Η ιστορική διαίρεση και διάσπαση του Ελληνισμού, που τον εσυρρίκνωσαν και τον περιόρισαν μόνο στην αρχαία Ελλάδα, αφαιρώντας και αποκόπτοντας την περίοδο του χριστιανικού Ελληνισμού, είναι κακό προϊόν της αρχαιολατρείας και του κλασικισμού των Διαφωτιστών, που θα το πληρώναμε πολύ ακριβά, αν δεν εμφανίζονταν οι μεγάλοι ιστορικοί μας Ζαμπέλιος και Παπαρρηγόπουλος, και στην συνέχεια πολλοί άλλοι διανοηταί, που κατοχύρωσαν την διαχρονική ενότητα του Ελληνισμού στις ιστορικές του φάσεις της αρχαιότητος, του Βυζαντίου και της Τουρκοκρατίας μέχρι σήμερα. Αν έλειπε επίσης η Εκκλησία, η οποία στην θεολογία και στην λατρεία της εξακολούθησε και εξακολουθεί να διατηρεί ζωντανό τον Έλληνα λόγο, ο οποίος τείνει να υποβαθμισθεί ή και να αφανισθεί στις άλλες εκδηλώσεις του πολιτιστικού μας βίου.
Είναι εκπληκτικό να σκέπτεται κανείς ότι ακόμη και σήμερα υπάρχουν υμνογράφοι, όπως ο αείμνηστος Γέροντας Γεράσιμος Μικραγιαννίτης και πολλοί άλλοι, που γράφουν κοντάκια και κανόνες, στην γλώσσα του Ρωμανού του Μελωδού, του Ιωάννου Δαμασκηνού, του Θεοδώρου Στουδίτου. Ποιος από τους σημερινούς φιλολόγους της διχασμένης παιδείας μας μπορεί να γράψει αρχαίες τραγωδίες ή ομηρικά έπη, όπως έγραφαν οι Πατέρες της Εκκλησίας με την εκπληκτική τους αρχαιομάθεια ιαμβική ή τονική ποίηση; Δεν δυσκολεύθηκε καθόλου ο Άγιος Γρηγόριος Θεολόγος να γράψει τα εκπληκτικά του ποιήματα, για να διδάσκονται στα χριστιανικά σχολεία, σε περίπτωση που θα προχωρούσε το σχέδιο του Ιουλιανού για τον αφελληνισμό της χριστιανικής παιδείας. Ακόμη και σήμερα μετά την πανθομολογούμενη υποβάθμιση της ελληνικής γλώσσας, η Εκκλησία εξακολουθεί να παραμένει το καταφύγιο και η ελπίδα της.
Δεν ήταν λοιπόν ο Αθανάσιος Πάριος ούτε προϊόν ούτε διδάσκαλος της μετά τον Διαφωτισμό διχασμένης ελληνικής παιδείας, που προσπαθούσε και προσπαθεί να απομονώσει και να θέσει στο περιθώριο την Εκκλησία και την θεολογία. Ήταν καρπός και διάκονος της ελληνοπρεπούς παιδείας, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά από την εις τα ίδια τα κείμενα της Κ. Διαθήκης, κατά Θεία Πρόνοια, συνάντηση Ελληνισμού και Χριστιανισμού και την πορεία της στην συνέχεια στην ζωή της Εκκλησίας. Ο Αθανάσιος Πάριος από της πλευράς αυτής είναι συνεχιστής των αρχαίων απολογητών, των Αλεξανδρινών θεολόγων, των Καππαδοκών Πατέρων, του Αγίου Μαξίμου, του Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, του Μ. Φωτίου, του Ευσταθίου Θεσσαλονίκης, του Γρηγορίου Παλαμά, του Γενναδίου Σχολαρίου. Η θεολογία δεν ήταν για όλους αυτούς μία ξεχωριστή παιδευτική δραστηριότης. διεπότιζε όλη την παιδεία, η οποία δεν ήταν παιδεία ασεβής, αλλά παιδεία θεοσεβής, και προ παντός ήταν πράξη ζωής, εμπειρία και βίωμα, κατάκτηση της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, του θεϊκού φωτισμού, και όχι ανθρώπινος Διαφωτισμός και επαγγελματική ενασχόληση. Δίδασκε περισσότερο Ρητορική και Γραμματική και λιγώτερο θεολογία.
Ο μαθητής του Σαμουήλ ο εξ Άνδρου, διδάσκαλος και αυτός, προλογίζοντας το έργο του Αθανασίου «Αλεξίκακον Φάρμακον», αφού λέγει ότι η ευαγγελική του αρετή εστάθη τόσον υψηλή διά παντός του βίου, ώστε η φήμη του ως ενός εκ των οσιωτέρων ομοδόξων προβάλλεται και εις άλλους λαούς και άλλας γλώσσας, λέγει επί λέξει τα εξής για το εκπαιδευτικό έργο και την προσφορά του: «Αλλά προς τούτοις τί χρη και λέγειν και γράφειν το τούτου πρόμαχον υπέρ της ορθοδόξου πίστεως, το αδιάκοπον φιλομαθές εις τε παράδοσιν και επίδοσιν ότι πλείστων μαθητών, και το ατρύτως φιλόπονον εις σύνθεσιν παντοίων συνταγμάτων άχρι τέλους της αυτού ζωής; Ου μην αλλά πώς δει επαριθμείν τα διάφορα, είτε πλείστα ιδιοΰπόγραφα, και ανώνυμα κατά τον διπλούν φιλόσοφον έντεχνα και ορθόδοξα βιβλία μετά των πολυμαθών εκασταχού διασπαρέντων αυτού μαθητών εν βαθμώ διδασκαλίας, εκκλησιαστικής προεδρίας, άλλης τε υπερβαθμίου πραγματείας; Της γαρ ταλαίνης Ελλάδος μετά την άλωσιν του γένους ημών έτι στειρευούσης, πολλούς υιούς και κληρονόμους ο αείμνηστος πατήρ εγέννησε κατά λόγον της επικτήτου και εφευρετικής πολυμαθούς ορθοδιδασκαλίας. άλλους μεν εκθρέψας εν τελειότητι διά της γραμματικής τέχνης, άλλους δε διά της ρητορικής εμπειρίας, ετέρους δε διά της θεολογικής και μεταφυσικής επιστήμης. Πώς δε σιωπήσω το σπάνιον κριτικόν του νοός αυτού, κατά τον Φώτιον εκείνον! περί τε την ανακριτικήν ανάγνωσιν και φιλολογικήν αγχίνοιαν; Τοιούτου όντος του ανδρός, και ούτω κατ’ άμφω το κοινόν του χριστωνύμου πληρώματος ωφελήσαντος, ιδού και τούτο περί το σεβαστόν αυτού γήρας προστίθεται τοις άλλοις κοινωφελεστάτοις μεγαλοσώμοις βιβλίοις, οίον τι προσάρτημα του υπέρ της ορθοδοξίας ζήλου και παραπλήρωμα δήθεν της αυτού ιδιωφελούς και κοινωφελούς ζωής. Τούτο αυτό το πονημάτιον πολλοί των εν Χίω εκκλησιαστικοί τε και λαϊκοί ανέγνωσαν». Και συνεχίζει αναφέροντας τους επαινέσαντας το βιβλίο, μεταξύ των οποίων επίσης «εν τε Ιασίω της Μολδαβίας, και Βουκουρεστίω της Ουγκροβλαχίας περισσοί λογιώτεροι των αρχιερέων και ελλογιμώτεροι των διδασκάλων επαίνων πολλών απηξίωσαν»46.
Αυτήν την πολυμέρεια και ευρύτητα του Αθανασίου, την κατ’ άμφω προσφορά του, και ως προς την θύραθεν και ως προς την χριστιανική παιδεία, εικονίζει και ο κατάλογος των πολυπληθών συγγραμμάτων του. Τα εκδεδομένα εξ αυτών αριθμούνται εις 31, τα ανέκδοτα εις 35, ενώ σώζονται και 27 επιστολές του. Η ανάγκη πάντως να αντιμετωπίσει ως εκκλησιαστική προσωπικότης τα ανακύπτοντα προβλήματα, αλλά και να διαφωτίσει και διδάξει θέματα της ορθοδόξου πίστεως και ζωής συνετέλεσαν ώστε το συγγραφικό του έργο να είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος θεολογικό, όπως αυτό φαίνεται από την ειδολογική διαίρεση των συγγραμμάτων, στην οποία προέβη η επιστημονική επιτροπή εκδόσεως, που συνέστησε το Ιερό Προσκύνημα της Εκατοντοπυλιανής της Πάρου. Ομαδοποιούνται λοιπόν τα συγγράμματα σε αγιολογικά, αντιρρητικά, απολογητικά, δογματικά, κανονολογικά, λειτουργικά και λειτουργιολογικά, ομιλητικά, σχολικά, φιλολογικά, φιλοσοφικά, επιστολές και επιγράμματα.
Είναι εκπληκτικό να σκέπτεται κανείς ότι ακόμη και σήμερα υπάρχουν υμνογράφοι, όπως ο αείμνηστος Γέροντας Γεράσιμος Μικραγιαννίτης και πολλοί άλλοι, που γράφουν κοντάκια και κανόνες, στην γλώσσα του Ρωμανού του Μελωδού, του Ιωάννου Δαμασκηνού, του Θεοδώρου Στουδίτου. Ποιος από τους σημερινούς φιλολόγους της διχασμένης παιδείας μας μπορεί να γράψει αρχαίες τραγωδίες ή ομηρικά έπη, όπως έγραφαν οι Πατέρες της Εκκλησίας με την εκπληκτική τους αρχαιομάθεια ιαμβική ή τονική ποίηση; Δεν δυσκολεύθηκε καθόλου ο Άγιος Γρηγόριος Θεολόγος να γράψει τα εκπληκτικά του ποιήματα, για να διδάσκονται στα χριστιανικά σχολεία, σε περίπτωση που θα προχωρούσε το σχέδιο του Ιουλιανού για τον αφελληνισμό της χριστιανικής παιδείας. Ακόμη και σήμερα μετά την πανθομολογούμενη υποβάθμιση της ελληνικής γλώσσας, η Εκκλησία εξακολουθεί να παραμένει το καταφύγιο και η ελπίδα της.
Δεν ήταν λοιπόν ο Αθανάσιος Πάριος ούτε προϊόν ούτε διδάσκαλος της μετά τον Διαφωτισμό διχασμένης ελληνικής παιδείας, που προσπαθούσε και προσπαθεί να απομονώσει και να θέσει στο περιθώριο την Εκκλησία και την θεολογία. Ήταν καρπός και διάκονος της ελληνοπρεπούς παιδείας, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά από την εις τα ίδια τα κείμενα της Κ. Διαθήκης, κατά Θεία Πρόνοια, συνάντηση Ελληνισμού και Χριστιανισμού και την πορεία της στην συνέχεια στην ζωή της Εκκλησίας. Ο Αθανάσιος Πάριος από της πλευράς αυτής είναι συνεχιστής των αρχαίων απολογητών, των Αλεξανδρινών θεολόγων, των Καππαδοκών Πατέρων, του Αγίου Μαξίμου, του Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, του Μ. Φωτίου, του Ευσταθίου Θεσσαλονίκης, του Γρηγορίου Παλαμά, του Γενναδίου Σχολαρίου. Η θεολογία δεν ήταν για όλους αυτούς μία ξεχωριστή παιδευτική δραστηριότης. διεπότιζε όλη την παιδεία, η οποία δεν ήταν παιδεία ασεβής, αλλά παιδεία θεοσεβής, και προ παντός ήταν πράξη ζωής, εμπειρία και βίωμα, κατάκτηση της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, του θεϊκού φωτισμού, και όχι ανθρώπινος Διαφωτισμός και επαγγελματική ενασχόληση. Δίδασκε περισσότερο Ρητορική και Γραμματική και λιγώτερο θεολογία.
Ο μαθητής του Σαμουήλ ο εξ Άνδρου, διδάσκαλος και αυτός, προλογίζοντας το έργο του Αθανασίου «Αλεξίκακον Φάρμακον», αφού λέγει ότι η ευαγγελική του αρετή εστάθη τόσον υψηλή διά παντός του βίου, ώστε η φήμη του ως ενός εκ των οσιωτέρων ομοδόξων προβάλλεται και εις άλλους λαούς και άλλας γλώσσας, λέγει επί λέξει τα εξής για το εκπαιδευτικό έργο και την προσφορά του: «Αλλά προς τούτοις τί χρη και λέγειν και γράφειν το τούτου πρόμαχον υπέρ της ορθοδόξου πίστεως, το αδιάκοπον φιλομαθές εις τε παράδοσιν και επίδοσιν ότι πλείστων μαθητών, και το ατρύτως φιλόπονον εις σύνθεσιν παντοίων συνταγμάτων άχρι τέλους της αυτού ζωής; Ου μην αλλά πώς δει επαριθμείν τα διάφορα, είτε πλείστα ιδιοΰπόγραφα, και ανώνυμα κατά τον διπλούν φιλόσοφον έντεχνα και ορθόδοξα βιβλία μετά των πολυμαθών εκασταχού διασπαρέντων αυτού μαθητών εν βαθμώ διδασκαλίας, εκκλησιαστικής προεδρίας, άλλης τε υπερβαθμίου πραγματείας; Της γαρ ταλαίνης Ελλάδος μετά την άλωσιν του γένους ημών έτι στειρευούσης, πολλούς υιούς και κληρονόμους ο αείμνηστος πατήρ εγέννησε κατά λόγον της επικτήτου και εφευρετικής πολυμαθούς ορθοδιδασκαλίας. άλλους μεν εκθρέψας εν τελειότητι διά της γραμματικής τέχνης, άλλους δε διά της ρητορικής εμπειρίας, ετέρους δε διά της θεολογικής και μεταφυσικής επιστήμης. Πώς δε σιωπήσω το σπάνιον κριτικόν του νοός αυτού, κατά τον Φώτιον εκείνον! περί τε την ανακριτικήν ανάγνωσιν και φιλολογικήν αγχίνοιαν; Τοιούτου όντος του ανδρός, και ούτω κατ’ άμφω το κοινόν του χριστωνύμου πληρώματος ωφελήσαντος, ιδού και τούτο περί το σεβαστόν αυτού γήρας προστίθεται τοις άλλοις κοινωφελεστάτοις μεγαλοσώμοις βιβλίοις, οίον τι προσάρτημα του υπέρ της ορθοδοξίας ζήλου και παραπλήρωμα δήθεν της αυτού ιδιωφελούς και κοινωφελούς ζωής. Τούτο αυτό το πονημάτιον πολλοί των εν Χίω εκκλησιαστικοί τε και λαϊκοί ανέγνωσαν». Και συνεχίζει αναφέροντας τους επαινέσαντας το βιβλίο, μεταξύ των οποίων επίσης «εν τε Ιασίω της Μολδαβίας, και Βουκουρεστίω της Ουγκροβλαχίας περισσοί λογιώτεροι των αρχιερέων και ελλογιμώτεροι των διδασκάλων επαίνων πολλών απηξίωσαν»46.
Αυτήν την πολυμέρεια και ευρύτητα του Αθανασίου, την κατ’ άμφω προσφορά του, και ως προς την θύραθεν και ως προς την χριστιανική παιδεία, εικονίζει και ο κατάλογος των πολυπληθών συγγραμμάτων του. Τα εκδεδομένα εξ αυτών αριθμούνται εις 31, τα ανέκδοτα εις 35, ενώ σώζονται και 27 επιστολές του. Η ανάγκη πάντως να αντιμετωπίσει ως εκκλησιαστική προσωπικότης τα ανακύπτοντα προβλήματα, αλλά και να διαφωτίσει και διδάξει θέματα της ορθοδόξου πίστεως και ζωής συνετέλεσαν ώστε το συγγραφικό του έργο να είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος θεολογικό, όπως αυτό φαίνεται από την ειδολογική διαίρεση των συγγραμμάτων, στην οποία προέβη η επιστημονική επιτροπή εκδόσεως, που συνέστησε το Ιερό Προσκύνημα της Εκατοντοπυλιανής της Πάρου. Ομαδοποιούνται λοιπόν τα συγγράμματα σε αγιολογικά, αντιρρητικά, απολογητικά, δογματικά, κανονολογικά, λειτουργικά και λειτουργιολογικά, ομιλητικά, σχολικά, φιλολογικά, φιλοσοφικά, επιστολές και επιγράμματα.
3. Η θεολογική προσφορά
Με βάση λοιπόν το πλούσιο και πολυσχιδές αυτό συγγραφικό έργο η θεολογική προσφορά του Αγίου Αθανασίου είναι δυνατόν να συνοψισθεί στους εξής βασικώς τομείς της Θεολογίας.
α’. Απολογητική
Ο Άγιος Αθανάσιος, ακολουθώντας και μιμούμενος τους αρχαίους απολογητάς, αναλαμβάνει να αποκρούσει τις εναντίον του Χριστιανισμού κατηγορίες, εναντίον πολλών δογμάτων και προσώπων, ιδιαίτερα μάλιστα τις εναντίον της θεότητος του Χριστού αμφισβητήσεις και τα επιχειρήματα των αθέων οπαδών του Βολταίρου. Ο λόγος του αναγκαστικά προσλαμβάνει και πολιτικό χαρακτήρα, διότι πιστεύει ότι οι αρχές της ελευθερίας και της ισότητος που προβάλλουν δεν οδηγούν στην αληθινή, την πνευματική ελευθερία και ισότητα, αλλά έχουν σκοπό να παρασύρουν, ως δολώματα, τους πολλούς στην κατάλυση των παραδεδομένων χριστιανικών αξιών, να πλήξουν την θρησκεία, την Εκκλησία. Εκτιμά ο Αθανάσιος ότι ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός συνδεδεμένος με την αθεΐα και υιοθετηθείς με την Γαλλική Επανάσταση από ένα ολόκληρο έθνος, την Γαλλία, είναι πολύ χειρότερος από τις αρχαίες αιρέσεις, οι οποίες είχαν κάποιο εισηγητή και μερικούς οπαδούς. Λέγει στο έργο του «Απολογία Χριστιανική» ότι η κατάσταση τότε και εις τα δύο, «ήτοι και κατά τα θεία και κατά τα πολιτικά είναι αθλιωτάτη, και τόσον πολλά αθλιωτάτη, ώστε οπού δεν δύναται τινάς, να την ομοιάση με καμμίαν από τας παλαιάς ιστορίας. Αληθώς τα γινόμενα εν ταις ημέραις ημών ταύταις, κάνουσιν ημάς να φωνάξωμεν με περισσότερον δίκαιον, ότι έοικε την παρούσαν ζωήν επιλελοιπέναι καθόλου η του Θεού κηδεμονία. Επειδή όχι ο δείνα, ή ο δείνα αιρεσιάρχης βλασφημεί εις την Πίστιν και ταράττει την εκκλησίαν του Θεού, αλλ’ έθνος μέγα, γένος ολόκληρον κατά δύσιν, διόλου και εξολοκλήρου απεκήρυξε τον Χριστιανισμόν, απεσκοράκισε το Ιερόν Ευαγγέλιον, και πάσαν απλώς αγίαν γραφήν. απέβαλε προφήτας και αποστόλους, απεδίωξε μάρτυρας, οσίους, δικαίους, πάσαν αγιότητα. Εβεβήλωσε τα θυσιαστήρια, εμετάβαλε τους ιερούς ναούς εις μαγαζία, τα μοναστήρια εις χαμαιτυπεία και κοινά καταγώγια. Απλώς ειπείν τα πάντα, όσα θεία, όσα σεμνά, όσα τίμια διά την αγιωτάτην πίστιν του Χριστού, όλα τα απέρριψαν, και σπουδάζουν επιμελέστατα να επανέλθουν, μάλιστα και επανήλθον εις την πρώτην εκείνην ασέβειαν, εις την οποίαν ευρίσκοντο, προ του να επιστρέψουν εις την πίστιν του Χριστού». Και εις άλλο σημείο. «Αλλά τέλος πάντων, η μανία, η λύσσα, ο ενθουσιασμός της λιμπερτάς αποφασίζει αποστασίαν πάσης αρχής και εξουσίας, ου μόνον επιγείου, αλλά και ουρανίου, και τί (λέγει) η Γραφή εμποδίζει; Ούτε καίσαρα, ούτε θεόν, ούτε ηγεμόνα, ούτε Αποστόλους, ούτε νόμους, ούτε άρχοντας ούτε ευαγγέλια. Έξω προφήται, έξω απόστολοι, έξω ευαγγέλια, έξω Χριστός, έξω Θεός. Αντί τούτων ας έλθη, ας παρρησιασθή εις το μέσον ο σοφώτατος Βολταίρ, ο συνετώτατος Ρουσών, ο Αμήτριος ο Βοολστών, ο Ονισάντης, ο Κόλινσος, οι άριστοι και εξαίρετοι πολιτικοί. Ούτοι και οι παρόμοιοι με τούτους, από την σήμερον ας τιμώνται, αυτοί ας γεραίρωνται, αυτοί ας κηρύττωνται, ως όντως ευεργέται της ανθρωπότητος».
Το χειρότερο μάλιστα είναι ότι αυτήν την ανατροπή και κατεδάφιση των πάντων δεν αρκούνται να την εφαρμόσουν στην χώρα τους, αλλά φιλοδοξούν να την εξαγάγουν και να την επιβάλουν με πολέμους και αλλού, «εξορμήσαντες από τα όριά τους, περιέρχονται άνω και κάτω, ωσάν τόσοι Απόστολοι του Άδου, με σκοπόν και απόφασιν να εξαπλώσουν πανταχού την θνητοψυχίαν, την ασέβειαν, την αθεΐαν, προβάλλοντες μεν εις τα πλήθη το ψευδώνυμον όνομα της λιμπερτάς, ήγουν ελευθερίας, σπέρνοντες δε όπου φθάσουν, φθοράς, αφανισμούς, λεηλασίας, ακαταστασίας και αρπαγάς. Ωχ, τί να ειπώ; Και τί να βοήσω; Το κακόν είναι απερίγραπτον, είναι ανεκδιήγητον, τα αθεώτατα άρματα νικώσι, προχωρούσι, θριαμβεύουσι, τα δένδρα της αθεΐας (έτζι πρέπει να λέγονται ορθότερον) πανταχού φυτεύονται και ριζώνουσι, και ο σταυρός του Χριστού (φευ) ξερριζώνεται και ατίμως εκβάλλεται. αληθώς έοικε την παρούσαν ζωήν επιλελοιπέναι καθόλου η του Θεού κηδεμονία»47.
Και μόνον από τα αποσπάσματα αυτά αντιλαμβάνεται κανείς ότι ο Άγιος Αθανάσιος δεν είχε πολιτικά, αλλά εκκλησιαστικά, πνευματικά, κίνητρα, όταν στρεφόταν εναντίον του Διαφωτισμού, των ιδεών της Γαλλικής Επαναστάσεως, όταν απέτρεπε τους νέους από το να σπουδάσουν στην Ευρώπη48. Όλα τα αντιδιαφωτιστικά του συγγράμματα έχουν απολογητικό χαρακτήρα. απολογούνται και αναιρούν τις κατά του Χριστιανισμού, της Εκκλησίας, κατηγορίες των αθέων, εναντίον του κλήρου, των μοναχών, των αγίων ηθών και εθίμων, των παραδεδομένων αξιών. Σήμερα μάλιστα που η Ευρώπη αρχίζει να υιοθετεί το μοντέλο του άθρησκου, του λαϊκού κράτους της Γαλλίας, και πολλοί από τους ηγέτες της δεν θέλουν ούτε να μνημονεύεται το χριστιανικό παρελθόν της, δεν θέλουν στις ταυτότητες των πολιτών ούτε την ένδειξη της θρησκείας, και όλοι οι θεσμοί αποχριστιανίζονται και φθείρονται με οφθαλμοφανείς τις συνέπειες στην πνευματική ευστάθεια και ισορροπία, ο λόγος του Αθανασίου καταντά επίκαιρος και προφητικός. Θέτει μάλιστα προ των ευθυνών μας όλους για την έλλειψη αγωνιστικού προφητικού πνεύματος, όταν πλέον όχι μόνο ένα έθνος, η Γαλλία, αλλά ο κόσμος ολόκληρος στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης της Νέας Εποχής, φαίνεται να εκδιώκει τον Χριστό και να εγκαθιστά τον Αντίχριστο, στην σκέψη, στην συμπεριφορά, στην νοοτροπία των ανθρώπων. Μήπως δεν εξάγουν και τώρα οι μεγάλοι την αθεΐα, εν ονόματι της ελευθερίας των λαών, για να τους επιβάλουν χειρότερη πνευματική και πολιτική καταπίεση;
Το χειρότερο μάλιστα είναι ότι αυτήν την ανατροπή και κατεδάφιση των πάντων δεν αρκούνται να την εφαρμόσουν στην χώρα τους, αλλά φιλοδοξούν να την εξαγάγουν και να την επιβάλουν με πολέμους και αλλού, «εξορμήσαντες από τα όριά τους, περιέρχονται άνω και κάτω, ωσάν τόσοι Απόστολοι του Άδου, με σκοπόν και απόφασιν να εξαπλώσουν πανταχού την θνητοψυχίαν, την ασέβειαν, την αθεΐαν, προβάλλοντες μεν εις τα πλήθη το ψευδώνυμον όνομα της λιμπερτάς, ήγουν ελευθερίας, σπέρνοντες δε όπου φθάσουν, φθοράς, αφανισμούς, λεηλασίας, ακαταστασίας και αρπαγάς. Ωχ, τί να ειπώ; Και τί να βοήσω; Το κακόν είναι απερίγραπτον, είναι ανεκδιήγητον, τα αθεώτατα άρματα νικώσι, προχωρούσι, θριαμβεύουσι, τα δένδρα της αθεΐας (έτζι πρέπει να λέγονται ορθότερον) πανταχού φυτεύονται και ριζώνουσι, και ο σταυρός του Χριστού (φευ) ξερριζώνεται και ατίμως εκβάλλεται. αληθώς έοικε την παρούσαν ζωήν επιλελοιπέναι καθόλου η του Θεού κηδεμονία»47.
Και μόνον από τα αποσπάσματα αυτά αντιλαμβάνεται κανείς ότι ο Άγιος Αθανάσιος δεν είχε πολιτικά, αλλά εκκλησιαστικά, πνευματικά, κίνητρα, όταν στρεφόταν εναντίον του Διαφωτισμού, των ιδεών της Γαλλικής Επαναστάσεως, όταν απέτρεπε τους νέους από το να σπουδάσουν στην Ευρώπη48. Όλα τα αντιδιαφωτιστικά του συγγράμματα έχουν απολογητικό χαρακτήρα. απολογούνται και αναιρούν τις κατά του Χριστιανισμού, της Εκκλησίας, κατηγορίες των αθέων, εναντίον του κλήρου, των μοναχών, των αγίων ηθών και εθίμων, των παραδεδομένων αξιών. Σήμερα μάλιστα που η Ευρώπη αρχίζει να υιοθετεί το μοντέλο του άθρησκου, του λαϊκού κράτους της Γαλλίας, και πολλοί από τους ηγέτες της δεν θέλουν ούτε να μνημονεύεται το χριστιανικό παρελθόν της, δεν θέλουν στις ταυτότητες των πολιτών ούτε την ένδειξη της θρησκείας, και όλοι οι θεσμοί αποχριστιανίζονται και φθείρονται με οφθαλμοφανείς τις συνέπειες στην πνευματική ευστάθεια και ισορροπία, ο λόγος του Αθανασίου καταντά επίκαιρος και προφητικός. Θέτει μάλιστα προ των ευθυνών μας όλους για την έλλειψη αγωνιστικού προφητικού πνεύματος, όταν πλέον όχι μόνο ένα έθνος, η Γαλλία, αλλά ο κόσμος ολόκληρος στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης της Νέας Εποχής, φαίνεται να εκδιώκει τον Χριστό και να εγκαθιστά τον Αντίχριστο, στην σκέψη, στην συμπεριφορά, στην νοοτροπία των ανθρώπων. Μήπως δεν εξάγουν και τώρα οι μεγάλοι την αθεΐα, εν ονόματι της ελευθερίας των λαών, για να τους επιβάλουν χειρότερη πνευματική και πολιτική καταπίεση;
β’. Δογματική – Αντιρρητική – Πολεμική
Το ίδιο αναλογικά ισχύει και για τον άλλο χώρο, όπου ο Άγιος Αθανάσιος είναι αντιδυτικός, τον χώρο δηλαδή των δογμάτων, της διδασκαλίας της Εκκλησίας, όπου εδώ έχει αντιπάλους όχι τους Διαφωτιστάς, αλλά τον Παπισμό και τους μισσιοναρίους του, οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι την αμάθεια και την φτώχεια των υποδούλων Ορθοδόξων, επεδίωκαν να τους αποσπάσουν από την Ορθόδοξη Εκκλησία και να τους προσδέσουν στον Παπισμό. Όπως ο Διαφωτισμός έτσι και ο Παπισμός είναι ουσιαστικά ανθρωποκεντρισμός· εξήρτησε τα πάντα από τον αλάθητο άνθρωπο της Ρώμης, τον πάπα, και εξοβέλισε το συνοδικό σύστημα διοικήσεως της Εκκλησίας, που λειτουργεί συμμετοχικά, συμπεριλαμβάνοντας το πλήρωμα της Εκκλησίας, κλήρο και λαό. Εισήγαγε τον σχολαστικισμό και την φιλοσοφία στη Θεολογία, αγνοώντας και καταργώντας την Χάρη του Αγίου Πνεύματος, όπως αυτό φάνηκε στην σύγκρουση του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά με τον Βαρλαάμ τον Καλαβρό, εκπρόσωπο της Αναγεννήσεως και πρόδρομο των Διαφωτιστών, προσέδωσε ποινικό και νομικό χαρακτήρα στην πνευματική ζωή και με τις δυνατότητες των δογμάτων, του πρωτείου και του αλαθήτου μετέβαλε και άλλαξε τα πάντα στην διδασκαλία της Εκκλησίας, εισάγοντας πάμπολλες καινοτομίες και αιρέσεις, αντίθετες προς την Αγία Γραφή και τους Πατέρες της Εκκλησίας. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και εδώ. έξω οι προφήται, έξω οι Απόστολοι, έξω οι Πατέρες, έξω ο Χριστός, έξω η Εκκλησία. Ο Διαφωτισμός άλλωστε είναι τέκνο του Παπισμού, όπως και ο Προτεσταντισμός.
Ο Αθανάσιος αντιμετωπίζοντας τον Παπισμό προέβαλλε τους αγώνες των μεγάλων αγίων και την σχετική διδασκαλία τους. Τα έργα του «Ο Παλαμάς εκείνος», στο οποίο μεταφράζει και σχολιάζει τον βίο του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, του Αγίου Φιλοθέου Κοκκίνου, και «Αντίπαπας», όπως ονομάζει τον Άγιο Μάρκο Εφέσου τον Ευγενικό, αυτόν τον σκοπό εξυπηρετούν. Στο περίφημο δογματικό του σύγγραμμα, την «Επιτομήν των θείων της πίστεως δογμάτων», εκθέτει με λόγο θετικής διδαχής τα δόγματα της Εκκλησίας με βάση την διδασκαλία των Αγίων Πατέρων, ακολουθώντας αντίστοιχο έργο του Ευγενίου Βουλγάρεως, το «Θεολογικόν», δεν παραλείπει όμως να τονίσει σε κάθε συνάφεια τις αιρετικές αποκλίσεις των Λατίνων και των Λουθηροκαλβίνων, όπως ονομάζει τους Προτεστάντες. Και επειδή οι διαφορές δεν είναι πάντοτε κατανοητές, και πολλοί δεν αντιλαμβάνονται γιατί είμαστε χωρισμένοι και διηρημένοι οι Χριστιανοί, δεν παραλείπει στο έργο του «Ουρανού κρίσις» να επικαλεσθεί την ετυμηγορία των ουρανών, την γνώμη του Θεού για τον Παπισμό και την Ορθοδοξία, διηγούμενος το θαύμα του Αγίου Σπυρίδωνος στην Κέρκυρα, όταν ο Βενετός ηγεμών θέλησε, διά της βίας να οικοδομήσει “αλτάρι”, αγία τράπεζα, μέσα στον ορθόδοξο ναό του Αγίου. Η βεβήλωση αυτή του ορθοδόξου ναού από το παπικό «αλτάρι» προκάλεσε την τιμωρητική θαυματουργό επέμβαση του Αγίου Σπυρίδωνος, η οποία θεωρήθηκε ως «Ουρανού κρίσις».
Κατηγορούσαν επί της εποχής του οι Ρωμαιοκαθολικοί, οι παπισταί, όπως τους λέγει, την Ορθόδοξη Εκκλησία ως αιρετική και σχισματική, ότι έπαυσε πλέον να παράγει αγίους και ότι μόνον αυτοί αποτελούν την Μία, Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, στην οποία έπρεπε να επιστρέψουν, για να σωθούν. Είναι γνωστός ο προσηλυτισμός που ασκήθηκε επί Τουρκοκρατίας εις βάρος των Ορθοδόξων, ιδιαίτερα μέσω του φοβερού μηχανισμού της Ουνίας, όταν διεπίστωσαν ότι αποτυγχάνουν ο βίαιος εκλατινισμός, που επεβλήθη με τις σταυροφορίες σ’ ολόκληρη την Ανατολή, και ο προσωπικός προσηλυτισμός, ο οποίος απαιτεί πολύ κόπο και έχει μικρή απόδοση49. Οι κατηγορίες και οι συκοφαντίες εναντίον Αγίων της Ορθοδόξου Εκκλησίας είχαν οργανωθή άριστα από τους Ιησουίτες, όπως αυτό φαίνεται στο βιβλίο του Φραγκίσκου Ροσιέρου «Τάργα», το οποίο ντρέπεται κανείς και να διαβάσει. από την αρχή διαπιστώνει τις απίστευτες κατηγορίες και συκοφαντίες εναντίον μεγάλων Αγίων της Εκκλησίας, όπως του Αγίου Φωτίου, του Αγίου Μάρκου του Ευγενικού, του Αγίου Νείλου Καβάσιλα, του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά κ.ά. Δεν είναι εύκολο στους πολλούς, όταν μάλιστα στερούνται θεολογικής παιδείας, να καταλάβουν τις θεολογικές διαφορές μεταξύ Ορθοδοξίας και Παπισμού και να διαπιστώσουν πού βρίσκεται η αλήθεια, και αν δικαιολογείται ο χωρισμός και η διαίρεση του χριστιανικού κόσμου. Η δυσκολία αυτή υπάρχει μέχρι σήμερα και την ζήσαμε προ ολίγου, το 2001, με τις αντιπαραθέσεις και τους αγώνες εναντίον της επισκέψεως του πάπα στην Αθήνα, όπως και με την βυζαντινή Θεία Λειτουργία που ετέλεσε ο Οικουμενικός πατριάρχης στον ναό του Αγίου Απολλιναρίου στη Ραβέννα, κατά την οποία μετέδωσε την θεία κοινωνία και σε Ρωμαιοκαθολικούς πιστούς, τον Μάιο του 2002.
Επειδή λοιπόν είναι δύσκολη η εύρεση της αλήθειας και μάλιστα σε εποχές απιστίας και σκληρύνσεως, επιτελεί ο Θεός θαύματα, όπως έγινε στην Κέρκυρα μετά την απελευθέρωσή της από τους Τούρκους εκ μέρους των Βενετών το 1716. Αυτό το θαύμα θεωρεί ο Άγιος Αθανάσιος ως «Ουρανού κρίσιν». Λέγει ότι ο ηγεμών της Κερκύρας, θέλοντας να ευχαριστήσει τον Άγιο Σπυρίδωνα για την απελευθέρωση της πόλεως και μετά από συμβουλή παπικού θεολόγου, αποφάσισε να οικοδομήσει μέσα στον ορθόδοξο ναό του Αγίου λατινική αγία τράπεζα, «ένα Αλτάρι μαρμάρινον πολύτιμον, διά να λέγεται καθ’ εκάστην εκεί μέσα και μία λατινική λειτουργία, και η εξοχότης σου να ακούης λειτουργίαν της γλώσσης σου, όταν εις τους διωρισμένους καιρούς παρουσιάζης εκεί», όπως αποδίδει την συμβουλή του θεολόγου ο Άγιος Αθανάσιος Πάριος. Παρά τις επανειλημμένες εμφανίσεις του Αγίου Σπυρίδωνος κατ’ όναρ στον Βενετό ηγεμόνα, με τις οποίες τον απέτρεπε από την πραγματοποίηση του σχεδίου, ως και τις παρακλήσεις των ορθοδόξων ιερέων, και του λαού, ο ηγεμών επέμενε στην κατασκευή του παπικού αλταρίου· όταν λοιπόν κατά την ορισμένη ημέρα επρόκειτο να αρχίσουν οι τεχνίτες να εργάζονται, ο φύλακας του ηγεμονικού παλατίου είδε ένα μοναχό, μέσα σε αστραπές και βροντές, να κατευθύνεται προς το παλάτι κρατώντας αναμμένο δαυλό. τον ερώτησε ποιος είναι και απήντησε ότι ονομάζεται Σπυρίδων σε λίγο το παλάτι έγινε παρανάλωμα του πυρός, μέσα στο οποίο βρήκαν τραγικό θάνατο και ο ηγεμών και ο σύμβουλος θεολόγος.
Παρουσιάζοντας το θαύμα αυτό στο ειδικό βιβλίο του «Ουρανού κρίσις» ο Άγιος Αθανάσιος λέγει ότι δεν είναι ένα απλό θαύμα «αλλά κατά αλήθεια μία αδέκαστος του ουρανού κρίσις. Κρίσις με την οποίαν ο ουρανός άνωθεν έδειξε σήμερον ποία από τας δύω εκκλησίας βαστά την θείαν αλήθειαν, ήγουν, ποία από τας δύω κρατά απαρασάλευτα τα θεοπαράδοτα και αποστολικά δόγματα, και τας αποστολικάς και πατρικάς παραδόσεις, και ποία ηθέλησε και ανέτρεψεν αυτά όλα και με τας κακάς της καινοτομίας έγινεν αφορμή η μία εκκλησία να σχισθή εις δύω εναντίας και πολεμίας αναμεταξύ των… Οι φιλονεικίαις όλαις, λέγω, σήμερον έλαβον τέλος. σήμερον ο ουρανός άνωθεν, διά της δεξιάς του άνωθεν και εξ αρχής μεγάλου προστάτου της Ορθοδοξίας θείου Σπυρίδωνος, ολοφάνερα και καθαρώτατα απεφάσισε, πώς η ανατολική εκκλησία είναι ορθόδοξος, ευσεβεστάτη, αποστολική και αγία· η δε δυτική εκ του εναντίου είναι κακόδοξος, αιρετική, δυσσεβεστάτη, παπιστική και ακάθαρτος»50.
Πώς να μη παραλληλίσει κανείς την καθαρή, πατερική, ομολογητική αυτή στάση του Αγίου Αθανασίου, με την απαράδεκτη και προδοτική της πίστεως στάση πολλών σημερινών πατριαρχών, αρχιεπισκόπων, αρχιερέων, οι οποίοι όχι μόνο δεν θα διενοούντο ποτέ να αποκαλέσουν την δυτική εκκλησία «κακόδοξη, αιρετική, δυσεβεστάτη, παπιστική και ακάθαρτη», αλλά αντίθετα διδάσκουν ότι ο Παπισμός δεν είναι αίρεση, το Filioque είναι θεολογούμενο, και συνωθούνται συμπροσευχόμενοι και κοινωνούντες με τους αιρετικούς μέσα σε παπικούς ναούς, γύρω από παπικά αλτάρια; Αν λησμόνησαν και έθαψαν αυτήν την κρίση του Ουρανού που ετελέσθη «διά της δεξιάς του άνωθεν και εξ αρχής μεγάλου προστάτου της Ορθοδοξίας θείου Σπυρίδωνος», δεν πρέπει, να ξεχνούν το διαρκές θαύμα, την διαρκή κρίση του ουρανού, που κραυγάζει μέσα από τα επί αιώνες άφθαρτα άγια σκηνώματα των τριών Αγίων της Επτανήσου, του Αγίου Σπυρίδωνος στην Κέρκυρα, του Αγίου Διονυσίου στην Ζάκυνθο και του Αγίου Γερασίμου στην Κεφαλλονιά. Είναι εκεί και οι τρεις βιγλάτορες της Ορθοδοξίας, φυλάγουν τα θαλάσσια σύνορα Ορθοδοξίας και πλάνης, Ορθόδοξης Ανατολής και αιρετικής Δύσης, όπως φυλάγουν τα βορεινά σύνορα στη στεριά οι δεινοπαθήσαντες και δεινοπαθούντες από την παπική διπλωματία Ορθόδοξοι Σέρβοι. Ανθρώπινα φαίνεται εύκολο να δρασκελίσεις αυτά τα σύνορα και να βρεθείς από την Αθήνα ή από την Κωνσταντινούπολη στην Ρώμη. Πνευματικά όμως ποιος μπορεί να τα βάλει με τους νόμους της θείας κυβερνητικής, ποιος θα αθετήσει την «Ουρανού κρίσιν», ποιος θα μετακινήσει τα σύνορα της Ορθοδοξίας, «τα όρια, α έθεντο οι Πατέρες», και θα αγνοήσει τους Αγίους που τα φρουρούν;
Ο Αθανάσιος αντιμετωπίζοντας τον Παπισμό προέβαλλε τους αγώνες των μεγάλων αγίων και την σχετική διδασκαλία τους. Τα έργα του «Ο Παλαμάς εκείνος», στο οποίο μεταφράζει και σχολιάζει τον βίο του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, του Αγίου Φιλοθέου Κοκκίνου, και «Αντίπαπας», όπως ονομάζει τον Άγιο Μάρκο Εφέσου τον Ευγενικό, αυτόν τον σκοπό εξυπηρετούν. Στο περίφημο δογματικό του σύγγραμμα, την «Επιτομήν των θείων της πίστεως δογμάτων», εκθέτει με λόγο θετικής διδαχής τα δόγματα της Εκκλησίας με βάση την διδασκαλία των Αγίων Πατέρων, ακολουθώντας αντίστοιχο έργο του Ευγενίου Βουλγάρεως, το «Θεολογικόν», δεν παραλείπει όμως να τονίσει σε κάθε συνάφεια τις αιρετικές αποκλίσεις των Λατίνων και των Λουθηροκαλβίνων, όπως ονομάζει τους Προτεστάντες. Και επειδή οι διαφορές δεν είναι πάντοτε κατανοητές, και πολλοί δεν αντιλαμβάνονται γιατί είμαστε χωρισμένοι και διηρημένοι οι Χριστιανοί, δεν παραλείπει στο έργο του «Ουρανού κρίσις» να επικαλεσθεί την ετυμηγορία των ουρανών, την γνώμη του Θεού για τον Παπισμό και την Ορθοδοξία, διηγούμενος το θαύμα του Αγίου Σπυρίδωνος στην Κέρκυρα, όταν ο Βενετός ηγεμών θέλησε, διά της βίας να οικοδομήσει “αλτάρι”, αγία τράπεζα, μέσα στον ορθόδοξο ναό του Αγίου. Η βεβήλωση αυτή του ορθοδόξου ναού από το παπικό «αλτάρι» προκάλεσε την τιμωρητική θαυματουργό επέμβαση του Αγίου Σπυρίδωνος, η οποία θεωρήθηκε ως «Ουρανού κρίσις».
Κατηγορούσαν επί της εποχής του οι Ρωμαιοκαθολικοί, οι παπισταί, όπως τους λέγει, την Ορθόδοξη Εκκλησία ως αιρετική και σχισματική, ότι έπαυσε πλέον να παράγει αγίους και ότι μόνον αυτοί αποτελούν την Μία, Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, στην οποία έπρεπε να επιστρέψουν, για να σωθούν. Είναι γνωστός ο προσηλυτισμός που ασκήθηκε επί Τουρκοκρατίας εις βάρος των Ορθοδόξων, ιδιαίτερα μέσω του φοβερού μηχανισμού της Ουνίας, όταν διεπίστωσαν ότι αποτυγχάνουν ο βίαιος εκλατινισμός, που επεβλήθη με τις σταυροφορίες σ’ ολόκληρη την Ανατολή, και ο προσωπικός προσηλυτισμός, ο οποίος απαιτεί πολύ κόπο και έχει μικρή απόδοση49. Οι κατηγορίες και οι συκοφαντίες εναντίον Αγίων της Ορθοδόξου Εκκλησίας είχαν οργανωθή άριστα από τους Ιησουίτες, όπως αυτό φαίνεται στο βιβλίο του Φραγκίσκου Ροσιέρου «Τάργα», το οποίο ντρέπεται κανείς και να διαβάσει. από την αρχή διαπιστώνει τις απίστευτες κατηγορίες και συκοφαντίες εναντίον μεγάλων Αγίων της Εκκλησίας, όπως του Αγίου Φωτίου, του Αγίου Μάρκου του Ευγενικού, του Αγίου Νείλου Καβάσιλα, του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά κ.ά. Δεν είναι εύκολο στους πολλούς, όταν μάλιστα στερούνται θεολογικής παιδείας, να καταλάβουν τις θεολογικές διαφορές μεταξύ Ορθοδοξίας και Παπισμού και να διαπιστώσουν πού βρίσκεται η αλήθεια, και αν δικαιολογείται ο χωρισμός και η διαίρεση του χριστιανικού κόσμου. Η δυσκολία αυτή υπάρχει μέχρι σήμερα και την ζήσαμε προ ολίγου, το 2001, με τις αντιπαραθέσεις και τους αγώνες εναντίον της επισκέψεως του πάπα στην Αθήνα, όπως και με την βυζαντινή Θεία Λειτουργία που ετέλεσε ο Οικουμενικός πατριάρχης στον ναό του Αγίου Απολλιναρίου στη Ραβέννα, κατά την οποία μετέδωσε την θεία κοινωνία και σε Ρωμαιοκαθολικούς πιστούς, τον Μάιο του 2002.
Επειδή λοιπόν είναι δύσκολη η εύρεση της αλήθειας και μάλιστα σε εποχές απιστίας και σκληρύνσεως, επιτελεί ο Θεός θαύματα, όπως έγινε στην Κέρκυρα μετά την απελευθέρωσή της από τους Τούρκους εκ μέρους των Βενετών το 1716. Αυτό το θαύμα θεωρεί ο Άγιος Αθανάσιος ως «Ουρανού κρίσιν». Λέγει ότι ο ηγεμών της Κερκύρας, θέλοντας να ευχαριστήσει τον Άγιο Σπυρίδωνα για την απελευθέρωση της πόλεως και μετά από συμβουλή παπικού θεολόγου, αποφάσισε να οικοδομήσει μέσα στον ορθόδοξο ναό του Αγίου λατινική αγία τράπεζα, «ένα Αλτάρι μαρμάρινον πολύτιμον, διά να λέγεται καθ’ εκάστην εκεί μέσα και μία λατινική λειτουργία, και η εξοχότης σου να ακούης λειτουργίαν της γλώσσης σου, όταν εις τους διωρισμένους καιρούς παρουσιάζης εκεί», όπως αποδίδει την συμβουλή του θεολόγου ο Άγιος Αθανάσιος Πάριος. Παρά τις επανειλημμένες εμφανίσεις του Αγίου Σπυρίδωνος κατ’ όναρ στον Βενετό ηγεμόνα, με τις οποίες τον απέτρεπε από την πραγματοποίηση του σχεδίου, ως και τις παρακλήσεις των ορθοδόξων ιερέων, και του λαού, ο ηγεμών επέμενε στην κατασκευή του παπικού αλταρίου· όταν λοιπόν κατά την ορισμένη ημέρα επρόκειτο να αρχίσουν οι τεχνίτες να εργάζονται, ο φύλακας του ηγεμονικού παλατίου είδε ένα μοναχό, μέσα σε αστραπές και βροντές, να κατευθύνεται προς το παλάτι κρατώντας αναμμένο δαυλό. τον ερώτησε ποιος είναι και απήντησε ότι ονομάζεται Σπυρίδων σε λίγο το παλάτι έγινε παρανάλωμα του πυρός, μέσα στο οποίο βρήκαν τραγικό θάνατο και ο ηγεμών και ο σύμβουλος θεολόγος.
Παρουσιάζοντας το θαύμα αυτό στο ειδικό βιβλίο του «Ουρανού κρίσις» ο Άγιος Αθανάσιος λέγει ότι δεν είναι ένα απλό θαύμα «αλλά κατά αλήθεια μία αδέκαστος του ουρανού κρίσις. Κρίσις με την οποίαν ο ουρανός άνωθεν έδειξε σήμερον ποία από τας δύω εκκλησίας βαστά την θείαν αλήθειαν, ήγουν, ποία από τας δύω κρατά απαρασάλευτα τα θεοπαράδοτα και αποστολικά δόγματα, και τας αποστολικάς και πατρικάς παραδόσεις, και ποία ηθέλησε και ανέτρεψεν αυτά όλα και με τας κακάς της καινοτομίας έγινεν αφορμή η μία εκκλησία να σχισθή εις δύω εναντίας και πολεμίας αναμεταξύ των… Οι φιλονεικίαις όλαις, λέγω, σήμερον έλαβον τέλος. σήμερον ο ουρανός άνωθεν, διά της δεξιάς του άνωθεν και εξ αρχής μεγάλου προστάτου της Ορθοδοξίας θείου Σπυρίδωνος, ολοφάνερα και καθαρώτατα απεφάσισε, πώς η ανατολική εκκλησία είναι ορθόδοξος, ευσεβεστάτη, αποστολική και αγία· η δε δυτική εκ του εναντίου είναι κακόδοξος, αιρετική, δυσσεβεστάτη, παπιστική και ακάθαρτος»50.
Πώς να μη παραλληλίσει κανείς την καθαρή, πατερική, ομολογητική αυτή στάση του Αγίου Αθανασίου, με την απαράδεκτη και προδοτική της πίστεως στάση πολλών σημερινών πατριαρχών, αρχιεπισκόπων, αρχιερέων, οι οποίοι όχι μόνο δεν θα διενοούντο ποτέ να αποκαλέσουν την δυτική εκκλησία «κακόδοξη, αιρετική, δυσεβεστάτη, παπιστική και ακάθαρτη», αλλά αντίθετα διδάσκουν ότι ο Παπισμός δεν είναι αίρεση, το Filioque είναι θεολογούμενο, και συνωθούνται συμπροσευχόμενοι και κοινωνούντες με τους αιρετικούς μέσα σε παπικούς ναούς, γύρω από παπικά αλτάρια; Αν λησμόνησαν και έθαψαν αυτήν την κρίση του Ουρανού που ετελέσθη «διά της δεξιάς του άνωθεν και εξ αρχής μεγάλου προστάτου της Ορθοδοξίας θείου Σπυρίδωνος», δεν πρέπει, να ξεχνούν το διαρκές θαύμα, την διαρκή κρίση του ουρανού, που κραυγάζει μέσα από τα επί αιώνες άφθαρτα άγια σκηνώματα των τριών Αγίων της Επτανήσου, του Αγίου Σπυρίδωνος στην Κέρκυρα, του Αγίου Διονυσίου στην Ζάκυνθο και του Αγίου Γερασίμου στην Κεφαλλονιά. Είναι εκεί και οι τρεις βιγλάτορες της Ορθοδοξίας, φυλάγουν τα θαλάσσια σύνορα Ορθοδοξίας και πλάνης, Ορθόδοξης Ανατολής και αιρετικής Δύσης, όπως φυλάγουν τα βορεινά σύνορα στη στεριά οι δεινοπαθήσαντες και δεινοπαθούντες από την παπική διπλωματία Ορθόδοξοι Σέρβοι. Ανθρώπινα φαίνεται εύκολο να δρασκελίσεις αυτά τα σύνορα και να βρεθείς από την Αθήνα ή από την Κωνσταντινούπολη στην Ρώμη. Πνευματικά όμως ποιος μπορεί να τα βάλει με τους νόμους της θείας κυβερνητικής, ποιος θα αθετήσει την «Ουρανού κρίσιν», ποιος θα μετακινήσει τα σύνορα της Ορθοδοξίας, «τα όρια, α έθεντο οι Πατέρες», και θα αγνοήσει τους Αγίους που τα φρουρούν;
γ’. Αγιολογία – Λειτουργική
Απομένουν άλλοι δύο βασικοί θεολογικοί χώροι, στους οποίους ο Άγιος Αθανάσιος προσέφερε πολλά· η Αγιολογία και η Λειτουργική. Προέβαλλε βίους αγίων, ιδιαίτερα μαρτύρων και νεομαρτύρων, για πολλούς από τους οποίους συνέθεσε ο ίδιος θαυμάσιες ακολουθίες. Το «Νέον Χιακόν Λειμωνάριον» οφείλει πολλά στην γραφίδα του Αγίου Αθανασίου. Μνημονεύσαμε ήδη την ακολουθία του Αγίου Μακαρίου Κορίνθου, υπάρχουν δε και άλλες σε άλλους αγίους· του Αγίου Ελευθερίου, του Αγίου Κλήμεντος Βουλγαρίας, της Αγίας και Μεγάλης Οικουμενικής Συνόδου, της Αγίας Θεοκτίστης της Πάρου, των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού, της Αγίας Μαρίνης. Ας επαναλάβουμε εδώ τα δύο μεγάλα έργα του που αναφέρονται σε δύο μεγάλους αγίους· το «Ο Παλαμάς εκείνος» στον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά, και το «Ο Αντίπαπας» στον Άγιο Μάρκο Ευγενικό. Εκπλήσσει η θεολογική του εμβρίθεια και η γνώση της λειτουργικοκανονικής παραδόσεως, όταν αναλαμβάνει να δώσει ερμηνείες και εξηγήσεις σε δύσκολα λειτουργικά και κανονικά θέματα, όπως η απαγόρευση της γονυκλισίας κατά τις αναστάσιμες ημέρες, ο Μ. Αγιασμός, ο αναβαπτισμός των Λατίνων, το βάπτισμα ανάγκης από λαϊκούς και άλλα. Υπάρχουν θαυμάσιες επίσης ομιλίες του στην Μεταμόρφωση, στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, στον Τίμιο Σταυρό, στην Αγία Παρασκευή, στον Άγιο Γεώργιο, στην Αγία Αικατερίνη, στην Αγία και Μεγάλη Παρασκευή στον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά, στον Μ. Αθανάσιο, στην Αγία Ματρώνα, σε ρητά του Ευαγγελίου51.
Επίλογος
Χρονικά δεν απέχει πολύ από την εποχή μας ο Άγιος Αθανάσιος, αλλά και θεολογικά είναι επίκαιρος και Χρήσιμος, διότι πολλά από τα θέματα με τα οποία ασχολήθηκε εξακολουθούν να απασχολούν την Εκκλησία και την Θεολογία και μάλιστα με μεγαλύτερη ένταση και μεγαλύτερο βαθμό επικινδυνότητος. Ο αθεϊστικός Ουμανισμός δεν περιορίζεται πλέον σε ομάδες διανοουμένων, αλλά έχει γίνει καθολική πράξη ζωής· η Γαλλική Επανάσταση έχει προσλάβει παγκόσμιες διαστάσεις και το λαϊκό άθρησκο κράτος έχει γίνει το κυριαρχικό μοντέλο διακυβερνήσεως των λαών. Ο Παπισμός και ο Προτεσταντισμός που ευθύνονται γι’ αυτές τις εξελίξεις, αντί να κάνουν αυτοκριτική και να μετανοήσουν, επιστρέφοντες στον Αποστολικό και Πατερικό δρόμο της Ορθοδοξίας, επειδή στις δικές τους γεωγραφικές περιοχές δεν βρίσκουν πλέον ζωτικό χώρο, αφού η Δύση έχει αποχριστιανισθή, ασκούν πιέσεις προς την Ανατολή να τους μιμηθεί ή ασκούν ακόμη και προσηλυτισμό, ώστε να μην υπάρχει μέτρο συγκρίσεως και απορρίψεώς τους.
Το 2013 συμπληρώνονται διακόσια χρόνια από την οσιακή κοίμηση του Αγίου Αθανασίου στα αγιοβάδιστα χώματα της Χίου. Εύλογο προβάλλει το καθήκον είτε της γενετείρας του της Πάρου, είτε της Χίου, που τον εδέχθη και εν ζωή και μετά θάνατον, να τιμήσουν πρεπόντως αυτήν την επέτειο με κατάλληλες εορτές και εκδηλώσεις. Υπάρχουν πλέον στην έρευνα νέα στοιχεία, νηφάλιες εκτιμήσεις, που αποκαθιστούν και βελτιώνουν την εικόνα του. Η έκδοση των «Απάντων» του από το Ιερό Προσκύνημα Εκατονταπυλιανής της Πάρου, που βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο, θα έχει μέχρι τότε ολοκληρωθή, συν Θεώ και θα βοηθήσει τα μέγιστα την ιστορική και θεολογική έρευνα.
Θα τελειώσω με αναφορά σε μια απτή προσφορά του Αγίου Αθανασίου στο νησί της Χίου, το οποίο παρά την θύελλα του τουρισμού και της εκκοσμίκευσης εξακολουθεί να κρατά τα ήθη και τα έθιμα, τους θησαυρούς της Ορθοδόξου Πίστεως και ζωής. Εντυπωσιάσθηκα, όταν προ ετών ευρεθείς στο Ηράκλειο Κρήτης άκουσα την παραδοσιακή χορωδία «Ιωνία Αηδών» με μαέστρο την Χιώτισσα Κική Καγιάβα να αποδίδει το χιώτικο δημοτικό τραγούδι «Είμαστε(ν) Πυργούσοι». Δύο από τις στροφές του θα έκαναν τον Άγιο Αθανάσιο να καυχάται ότι οι αγώνες του για την Ορθοδοξία και η κριτική του στάση απέναντι στους Φράγκους δεν πήγαν χαμένα:
Το 2013 συμπληρώνονται διακόσια χρόνια από την οσιακή κοίμηση του Αγίου Αθανασίου στα αγιοβάδιστα χώματα της Χίου. Εύλογο προβάλλει το καθήκον είτε της γενετείρας του της Πάρου, είτε της Χίου, που τον εδέχθη και εν ζωή και μετά θάνατον, να τιμήσουν πρεπόντως αυτήν την επέτειο με κατάλληλες εορτές και εκδηλώσεις. Υπάρχουν πλέον στην έρευνα νέα στοιχεία, νηφάλιες εκτιμήσεις, που αποκαθιστούν και βελτιώνουν την εικόνα του. Η έκδοση των «Απάντων» του από το Ιερό Προσκύνημα Εκατονταπυλιανής της Πάρου, που βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο, θα έχει μέχρι τότε ολοκληρωθή, συν Θεώ και θα βοηθήσει τα μέγιστα την ιστορική και θεολογική έρευνα.
Θα τελειώσω με αναφορά σε μια απτή προσφορά του Αγίου Αθανασίου στο νησί της Χίου, το οποίο παρά την θύελλα του τουρισμού και της εκκοσμίκευσης εξακολουθεί να κρατά τα ήθη και τα έθιμα, τους θησαυρούς της Ορθοδόξου Πίστεως και ζωής. Εντυπωσιάσθηκα, όταν προ ετών ευρεθείς στο Ηράκλειο Κρήτης άκουσα την παραδοσιακή χορωδία «Ιωνία Αηδών» με μαέστρο την Χιώτισσα Κική Καγιάβα να αποδίδει το χιώτικο δημοτικό τραγούδι «Είμαστε(ν) Πυργούσοι». Δύο από τις στροφές του θα έκαναν τον Άγιο Αθανάσιο να καυχάται ότι οι αγώνες του για την Ορθοδοξία και η κριτική του στάση απέναντι στους Φράγκους δεν πήγαν χαμένα:
Και όποιος χωριανός ξενιτεμένος
έρτει με τα Φράτζικα ντυμένος
άμα εν φορεί(ν) την φορεσά μας
εμείς εν τον θέλουμε(ν) κοντά μας.
Όλα μας τα ρούχα(ν) εις τον αργαλειό(ν)
η χρυσή(ν) κοπέλλα μας τα ‘φαίνει
κι άμα υμνωθούσιν όλοι μες’ την Χιό(ν)
εμείς μόνο θάμαστε(ν) ντυμένοι.
η χρυσή(ν) κοπέλλα μας τα ‘φαίνει
κι άμα υμνωθούσιν όλοι μες’ την Χιό(ν)
εμείς μόνο θάμαστε(ν) ντυμένοι.
- 1. L. Petit, «Athanase de Paros», Dictionnaire de Theologie Catholique, τ. 2, 2189.
- 2. Τις απόψεις των ερευνητών για το ακριβές έτος της γεννήσεώς του βλ. εν Δ. Οικονομίδου, «Αθανάσιος ο Πάριος (1721 -1813)», Επετηρίς Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών 1 (1961) 347 ε.
- 3. Bλ. σχετικώς Αρχιμ. Νικολάου Αρκά, Αθανάσιος ο Πάριος, Αθήναι 1960, σελ. 25.
- 4. Bλ. περισσότερα εις Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, Επόμενοι τοις θείοις πατράσι. Αρχές και κριτήρια της Πατερικής Θεολογίας, Θεσσαλονίκη 19972, σελ. 93 ε. Του ιδίου, Φραγκέψαμε. Η ευρωπαϊκή μας αιχμαλωσία, Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 195 ε.
- 5. Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των Ιερώς ησυχαζόντων 1, 1 εν Π. Χρήστου, Γρηγορίου Παλαμά Συγγράμματα, Θεσσαλονίκη 1962, τ. 1, σελ. 359.
- 6. Αυτόθι, σελ. 321.
- 7. Γρ. Παπαμιχαήλ, Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, Πετρούπολις1911, σελ. 21. Περισσότερα βλ. εις Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, Θεολόγοι της Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 19972, σελ. 77 εε.
- 8. Βλ. περιοδικό «Ο Σωτήρ», τεύχ. 1540 (26.1.1994)
- 9. Βλ. περιοδικό «Πρόθεσις», τεύχ. 4 (Ιανουάριος 1996) 16.
- 10. Αυτόθι, σελ. 18.
- 11. Από την πλούσια βιβλιογραφία για τους δύο τελευταίους μνημονεύουμε ενδεικτικώς τα περιεκτικά και συγκροτημένα έργα των: Μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. Ο βίος και τα έργα του 1749-1809, Αθήναι 19782 και Κ. Παπουλίδη, Μακάριος Νοταράς (1731-1805) αρχιεπίσκοπος Κορινθίας, Αθήναι 1974 [Εκκλησιαστικαί Εκδόσεις Εθνικής Εκατονπεντηκονταετηρίδος 14]. Στην ίδια σειρά με το προηγούμενο εξεδόθησαν επίσης το έργο της Αθηνάς Καραμπέτσου, Αθανάσιος ο Πάριος, Αθήναι 1974, αριθμ. 15 και Κ. Παπουλίδη, Το κίνημα των Κολλυβάδων, Αθήναι 19912, αριθμ. 7. Για τον Αθανάσιο Πάριο έχουν εκπονηθή στη Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης δύο ενδιαφέρουσες διπλωματικές εργασίες, με πολύ καλή βιβλιογραφική ενημέρωση και επιστημονική συγκρότηση· του Διονυσίου Τσεντικόπουλου, Ο Αθανάσιος Πάριος ως θεολόγος, Θεσσαλονίκη 1995 και του Αθ. Καλαμάτα, Αθανάσιος Πάριος (1721 -1813). Βίος – Δράση – Συγγράμματα. Συμβολή στην εκκλησιαστική Ιστορία του 18ου αι., Θεσσαλονίκη 1994.
- 12. Για την εναντίον του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά πολεμική της παλαιάς αλλά και της σύγχρονης δυτικής έρευνας βλ. Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, Θεολόγοι της Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 19972, σελ. 105 ε., 114 ε.
- 13. Ιερομονάχου Αθανασίου του Παρίου, Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και ο Αντίπαπας (ο Άγιος Μάρκος Εφέσου), Θεσσαλονίκη 1981, εκδ. «Ορθόδοξος Κυψέλη», σελ. 27 και 260.
- 14. Για το συγγραφικό έργο του Αγίου Αθανασίου υπάρχουν στοιχεία στις μνημονευθείσες ήδη γι’ αυτόν μελέτες, όπως και στην πρόσφατη μελέτη του π. Γεωργίου Μεταλληνού, Αθανάσιος Πάριος (1721-1813). (Εργογραφία – Ιδεολογία – Βιβλιογραφικά), Αθήναι 1995.
- 15. Ένθ’ ανωτ., σελ. 43-45.
- 16. Κ. Σάθα, Νεοελληνική Φιλολογία. Βιογραφία των εν τοις γράμμασι διαλαμψάντων Ελλήνων από της καταλύσεως της Βυζαντινής αυτοκρατορίας μέχρι της Ελληνικής Εθνεγερσίας (1453-1821), Αθήναι 1869, σ. 632. Δ. Τσεντικοπούλου, ένθ’ ανωτ., σελ. 47.
- 17. Μ.-J. Le Guillu, Ο. P., «La renaissance spirituelle du XVIIIe siecle», Istina 1 (1960) 114-115. L. Petit, «Athanase de Paros», Dictionnaire de Theologie Catholique, τ. 2, 2189. Αρχιμ. Αμφιλοχίου Ράντοβιτς, Η Φιλοκαλική Αναγέννηση του XVIII και XIX αι. και οι πνευματικοί της καρποί, Αθήναι 1984. Γράφει ο μητροπολίτης Αμφιλόχιος, αυτόθι, σελ. 7-8: «Το φιλοκαλικό κίνημα, γνωστό ως το “κίνημα των κολλυβάδων”, είναι από τα πιο αξιόλογα πνευματικά φαινόμενα και από τις πιο γόνιμες πνευματικές κινήσεις μέσα στους κόλπους της Ορθοδοξίας την εποχή της Τουρκοκρατίας. Το φαινόμενο αυτό δεν έχει μελετηθή ως τώρα όσο πρέπει. Πολλές δε φορές έχει και παρερμηνευθή… Πιστεύω ότι οι καιροί έχουν ωριμάσει και η ιστορική έρευνα της εποχής εκείνης έχει τόσο προχωρήσει, ώστε μπορούμε να αντικαταστήσουμε την παραπλανητική αυτή ονομασία με μιαάλλη ικανή να συμπεριλάβη τις διαστάσεις του κινήματος και να εκφράση τον εσωτερικό πυρήνα του και το πραγματικό νόημά του»·.
- 18. Χαριλάου Τζώγα, Η περί μνημοσυνών έρις εν Αγίω Όρει κατά τον ΙΗ’ αιώνα, Θεσσαλονίκη 1969.
- 19. Ιω. Χατζηφώτη, Ο ελληνικός διαφωτισμός προάγγελος του εικοσιένα, Αθήνα 1971, σελ. 22.
- 20. Βλ. Π. Κιτρομηλίδη, «Θύραθεν θεώρηση Αθανασίου του Παρίου», Πρακτικά Επιστημονικού Συνεδρίου, «Η Εκατονταπυλιανή και η χριστιανική Πάρος», Πάρος 1998, σελ. 461-462.
- 21. Βλ. σχετικώς Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, Θεολόγοι της Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 134 ε. Γεωργίου Θεοδωρούδη, Θεία και ανθρώπινη σοφία κατά την πατερικήν παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1998.
- 22. Βασ. Μακρίδη, «Ορθόδοξη Εκκλησία και φορείς του Διαφωτισμού στον ελληνικό χώρο: Ιδιαιτερότητες μιας σχέσης», Κληρονομία 29 (1997) 196-201.
- 23. G. Podskalsky, Griechische Theologie in der Zeit der Turkentieirschafl, 1453-1821, Munchen 1988, σελ. 42-43. Σημειώνουμε εδώ το εσφαλμένο της χρήσεως του όρου «Παλαμισμός» για την διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά. Ο Άγιος Γρηγόριος δεν διετύπωσε προσωπική διδασκαλία αλλά αποσαφήνισε και εξέφρασε την διδασκαλία της Εκκλησίας. Προσωπικές διδασκαλίες διατυπώνουν οι αιρετικοί γι’ αυτό και χαρακτηρίζονται με τα ονόματά τους, όπως Απολλιναρισμός, Αρειανισμός, Νεστοριανισμός. Βέβαια ο Podskalsky με βάση την παπική αντιμετώπιση του Αγίου Γρηγορίου ως αιρετικού χρησιμοποιεί εύλογα και με συνέπεια τον όρο. Λάθος κάνουν όσοι εκ των Ορθοδόξων τον χρησιμοποιούν, μετατοπιζόμενοι ακρίτως και ανεπιγνώστως εις την ετέραν πλευράν.
- 24. G. Podskalsky, αυτόθι.
- 25. Νικοδήμου Αγιορείτου, «Πρόλογος εις τα συγγράμματα του εν αγίοις πατρός ημών Γρηγορίου του Παλαμά», Εκκλησιαστική Αλήθεια 4 (1883-84) 95-101. Βλ. σχετικώς Σωφρονίου Ευστρατιάδου, «Νικόδημος ο Αγιορείτης», Μακεδονικά 1 (1940) 40-43. Μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. Ο βίος και τα έργα του, 1749-1809, Αθήναι 19782, σελ. 208ε.
- 26. Σπυρίδωνος Λαυριώτου, «Βίος και πολιτεία και αγώνες διά δόξαν της ημών Εκκλησίας τελεσθέντες παρά του οσιολογιωτάτου και μακαρίτου και αοιδίμου Νικοδήμου μοναχού, συγγραφέντες δε παρά του εν Χριστώ αδελφού του Ευθυμίου ιερομονάχου», Γρηγόριος Παλαμάς 5 (1921) 112. Τις ατέλειες και επεμβάσεις στο κείμενο του βίου που έκανε ο Σπυρίδων Λαυριώτης διορθώνει ο Μοναχός Νικόδημος Μπιλάλης σε νέα έκδοση του βίου με τίτλο: Ο πρωτότυπος βίος του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου (1749-1809). Γραμμένος το 1812-13 από τον παραδελφό του Ιερομόναχο Ευθύμιο. Κριτικό κείμενο, εισαγωγή, επιμέλεια Αγιορείτου Μοναχού Νικοδήμου (Μπιλάλη), έκδοση ενάτη (9η) (επαυξημένη και βελτιωμένη), του Συλλόγου «Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης», Αθήναι 1996.
- 27. Ενθ’ ανωτ., σελ. 100. Ο συντάξας το μικρό εισαγωγικό σημείωμα στην έκδοση του Προλόγου, μάλλον ο Μ. Γεδεών, γράφει ότι «οι κατά Βαρλαάμ λόγοι μετεγράφησαν εκ χειρογράφου της Βιβλιοθήκης του εν Θεσσαλονίκη ελληνικού γυμνασίου, εξ ης, αν μη απατώμεθα, μεταγράψας εξέδωκε λόγους τινας ο μακαρίτης Σοφοκλής Κ. Οικονόμος», Αυτόθι, σελ. 93.
- 28. Περί της αληθούς φιλοσοφίας ή Αντιφώνησις, προς τον παράλογον ζήλον των από της Ευρώπης ερχομένων φιλοσόφων και επί αφιλοσοφία το ημέτερον γένος ανοήτως οικτειρόντων. Τούτοις προσετέθη και Παραίνεσις προς τους αδεώς πέμποντας εις Ευρώπην τους παίδας. Αμφότερα συγγραφέντα υπό Ναθαναήλ Νεοκαισαρέως του εν τω Αγίω Όρει ησυχάζοντος, έκδοσις δευτέρα, εν Ερμουπόλει 1866, σελ. 45-46.
- 29. Νικοδήμου Αγιορείτου, Πρόλογος, ένθ’ ανωτ., σελ. 96.
- 30. Μακαρίου του Χρυσοκεφάλου, αρχιεπισκόπου Φιλαδελφείας, Λόγοι Πανηγυρικοί ιδ’, Εισαγωγή Αρχ. Ειρηναίου Δεληδήμου, εκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1989, σελ. 49-51.
- 31. Η νέα έκδοση του θαυμασίου αυτού έργου, που έγινε στην Θεσσαλονίκη από τον εκδοτικό οίκο «Ορθόδοξος Κυψέλη» του Στυλιανού Κεμεντσετζίδη, παρέλειψε όλα τα προ του βίου υμνολογικά κείμενα, προφανώς για να περιορισθεί η έκταση του τόμου, στον οποίο περιελήφθη και άλλο εκτενές έργο του Αγίου Αθανασίου «0 Αντίπαπας», όπως χαρακτηρίζεται ο Άγιος Μάρκος Εφέσου ο Ευγενικός.
- 32. Λόγοι Πανηγυρικοί ΙΔ’, του Πανιερωτάτου Αρχιεπισκόπου Φιλαδέλφειας και ποιμενάρχου πάσης Λυδίας, καθολικού κριτού των Ρωμαίων Κυρού Μακαρίου Χρυσοκεφάλου, νυν πρώτον τύποις εκδοθέντες αναλώμασι του θεοφιλεστάτου και ελλογιμωτάτου Επισκόπου Ηλιουπόλεως και Θυατείρων και ευπατρίδου της μεγαλοπόλεως Θεσσαλονίκης Κυρίου Λεοντίου εις μνημόσυνον των εαυτού γεννητόρων. Οις και έτερ’ άττα προσετέθησαν, οίον βίος του εν αγίοις πατρός ημών Λεοντίου Πατριάρχου Ιεροσολύμων, μετά τινων κεφαλαίων των αυτού θεολογικών. Θαύμα τι πεπραγμένον παρά του Ευαγγελιστού Ιωάννου εις τον Μαλαξόν εν Κρήτη, και υπ’ αυτού εκτεθέν εις δόξαν Θεού και του θείου Ευαγγελιστού. Τούτοις άπασιν επισυνήπται και λόγος τις εν απλή τη φράσει, εκφωνηθείς εν Θεσσαλονίκη κατά την ημέραν τούτ’ έστι την δευτέραν Κυριακήν της Αγίας Τεσσαρακοστής, εν η λαμπρώς επιτελείται η μνήμη του θείου Γρηγορίου του Παλαμά.
- 33. Μακαρίου Χρυσοκεφάλου, ένθ’ ανωτ., σελ. 51-52.
- 34. Αθανασίου Καλαμάτα, «Ένας άγνωστος λόγος του Αθανασίου Παρίου για τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά», Γρηγόριος Παλαμάς, τεύχος 765 (1996) 1195-1218.
- 35. Επιτομή είτε Συλλογή των θείων της πίστεως δογμάτων, μετά πάσης επιμελείας κατ’ επιτομήν φιλοπονηθείσα, υπό του εν Ιερομονάχοις ελαχίστου, Αθανάσιου του Παρίου, και ότι μάλιστα επισταμένως και επιμελώς θεωρηθείσα υπό του Πανιερωτάτου και Σεβασμιωτάτου αγίου πρώην Κορίνθου Κυρίου Κυρίου Μακαρίου Νοταρά… Εν Λειψία της Σαξωνίας 1806, σελ. 65-66.
- 36. Αυτόθι, σελ. 79, 89.
- 37. Αυτόθι, σελ. 385.
- 38. Για τον Άγιο Μακάριο διαθέτουμε πλέον την πολύ καλή μονογραφία, που συνέγραψε με άριστη γνώση των πηγών και της βιβλιογραφίας και έκδηλη ευλάβεια ο Χιώτης γνωστός φιλόλογος -εκπαιδευτικός Αντώνιος Χαροκόπος με τίτλο: Ο Άγιος Μακάριος ο Νοταράς μητροπολίτης Κορίνθου (1731 -1805), Αθήναι 2001.
- 39. Βλ. Ιερομονάχου Νικοδήμου Λαυριώτου, «Άγνωστος αυτόγραφος ακολουθία, ποίημα αγίου Αθανασίου του Παρίου, εις τον Άγιον Μακάριον αρχιεπίσκοπον Κορίνθου τον Νοταράν και έτερα έργα αυτού εν τη Βιβλιοθήκη της Μεγίστης Λαύρας», εις Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος, Πρακτικά Επιστημονικού Συνεδρίου (Πάρος 29 Σεπτεμβρίου-4 Οκτωβρίου 1998), εκδ. Ιερού Προσκυνήματος Παναγίας Εκατονταπυλιανής Πάρου, της Ιεράς Μητροπόλως Παροναξίας, Πάρος 2000, σελ. 165-206.
- 40. Για την επικαιρότητα της διδασκαλίας του Αγίου Αθανάσιου Παρίου βλ. Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, «Η επικαιρότης της διδασκαλίας του Αγίου Αθανασίου, του Παρίου», εις Η Εκατονταπυλιανή και η Χριστιανική Πάρος, Πρακτικά Επιστημονικού Συνεδρίου (15-19 Σεπτεμβρίου 1996), έκδ. Ιερού Προσκυνήματος Παναγίας Εκατονταπυλιανής Πάρου, Ι. Μητροπόλεως Παροναξίας, Πάρος 1998, σελ. 387-400.
- 41. L. Petit, «Athanase de Paros», Dictionnaire de Theologie Catholique,τ. 2,2189. Μ.-J. Le Guillou, Ο. P., «La renaissance spirituelle du XVIIe siecle», Istina 1 (1960) 104-115.
- 42. G. Potskalsky, Griechische Theologie in der Zeit der Turkenherschaft (1453-1821), Munchen 1988, σελ. 365.
- 43. Χρ. Αραμπατζή, «O Άγιος Αθανάσιος Πάριος στην ιστορική και θεολογική έρευνα», εις Άγιος Αθανάσιος Πάριος, Πρακτικά, ένθ’ ανωτ., σελ. 76-77.
- 44. Χρ. Αραμπατζή, Αθανασίου του Παρίου Βιβλιογραφικά, έκδ. Ι. Προσκυνήματος Παναγίας Εκατονταπυλιανής Πάρου, Θεσσαλονίκη 1998.
- 45. Χιακά Εκκλησιαστικά Χρονικά 3 (1958) 12-14,43.
- 46. Αλεξίκακον Φάρμακον, ήτοι πνευματικόν εγχειρίδιον, συντεθέν υπό του διδασκάλου, Αθανασίου του Παρίου. Τύποις δε εκδοθέν επιμελεία του διδασκάλου Σαμουήλ του εξ Άνδρου. Δαπάνη δε των φιλοχρίστων Ιωάννου και Ηλία, εν Λειψία. Παρά τω Βράϊτκοπφ και Έρτελ 1818, σελ. IV-VIII.
- 47. Απολογία Χριστιανική, συντεθείσα μεν ανωνύμως υπό τινος θεοσεβούς και ορθοδόξου Χριστιανού εις ωφέλειαν των ομογενών. Νυν δε το δεύτερον τύποις εκδοθείσα, διά φιλοτίμου δαπάνης τινός φιλοχρίστου και ευσεβούς Χριστιανού. Εν Λειψία της Σαξωνίας. Εν τη τυπογραφία του Νάϋμπερτ, 1805, σελ. 9-10, 37.
- 48. Ο τίτλος του σχετικού έργου έχει ως εξής: Αντιφώνησις προς τον παράλογον ζήλον, των από της Ευρώπης ερχομένων φιλοσόφων, δεικνύσα, ότι μάταιος, και ανόητος είναι ο ταλανισμός όπου κάνουσι του γένους μας και διδάσκουσα ποια είναι η όντως, και αληθινή φιλοσοφία. Τούτοις προσετέθη, και παραίνεσις ωφελημοτάτη (sic) προς τους αδεώς πέμποντας τους υιούς των εις την Ευρώπην χάριν πραγματείας, αμφότερα σχεδιασθέντα, και συντεθέντα παρά Ναθαναήλ Νεοκαισαρέως του εν τω αγίω όρει ησυχάζοντος. Νυν δε πρώτον τύποις εκδοθέντα δαπάνη των εντιμοτάτων Πραγματευτών Κυρίων Ιωάννου Καρακάλλου και Δημητρίου Κοντογόνη των Πελοποννησίων. Εν Τριεστίω 1802. Παρά Μπράντατζ, και Μπέσεκ.
- 49. Σχετικώς βλ. Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, Ουνία. Η καταδίκη και η αθώωση, Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 55-66.
- 50. Ουρανού Κρίσις, ήτοι θαύμα φρικτόν και εξαίσιον του θαυματουργικωτάτου θείου Σπυρίδωνος, δι’ ου τας βουλάς των παρανόμων Παπιστών, εματαίωσε, μη συγχωρήσας αυτοίς, να εγείρουν Αλτάριον, ήτοι θυσιαστήριον, μέσα εις τον εν τη Κερκύρα άγιόν του Ναόν, συντεθέν, μετά και Ιεράς και επινεικείου ακολουθίας, εις αυτό, παρά ζηλωτού τινος αδελφού… Εν Λειψία της Σαξωνίας, Εν τη τυπογραφία του Νάϋμπερτ, 1805, σελ. 25.
- 51. Βλ. τους πλήρεις τίτλους των έργων και τα άλλα σχετικά εις Χρ. Αραμπατζή, Αθανασίου του Παρίου Βιβλιογραφικά, ένθ. ανωτ.