Τὸ ἀληθινὸ θαῦμα
«Μίλησέ μας γιὰ τὶς θεῖες ὀπτασίες ποὺ ἔχεις», εἶπε κάποτε ἕνας μοναχὸς στὸν Ἀββᾶ Παχώμιο (286-346). «Ἕνας ἁμαρτωλὸς σὰν ἐμένα δὲν περιμένει νὰ ἔχει καμιὰ ὀπτασία ἀπὸ τὸ Θεό», ἀπάντησε ὁ Παχώμιος. «(…) Ἐπίτρεψέ μου ὅμως νὰ σοῦ πῶ γιὰ μιὰ μεγάλη ὀπτασία. Ἂν δεῖς ἕναν ἅγιο καὶ ταπεινὸ ἄνθρωπο, αὐτὸ εἶναι μιὰ μεγάλη ὀπτασία. Γιατί ποιὰ ἄλλη μεγαλύτερη ὀπτασία ἀπ᾿ αὐτὴ μπορεῖ νὰ ὑπάρξει: νὰ δεῖς τὸν ἀόρατο Θεὸ νὰ φανερώνεται στὸ ναό του, σ᾿ ἕνα ὁρατὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο»;1 Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀνώτερη ὀπτασία ἀπὸ ὅλες, τὸ ἀληθινὸ θαῦμα: μιὰ ἀνθρώπινη ὕπαρξη φτιαγμένη κατ᾿ εἰκόνα καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν Θεοῦ. «Ἐξομολογήσομαί σοι, ὅτι φοβερῶς ἐθαυμαστώθην» (Ψαλμ. 138:14). Στὴν πνευματικὴ ζωὴ τοῦ καθενὸς ἀπὸ μᾶς ἴσως δὲν ὑπάρχει καθῆκον πιὸ ἐπιτακτικὸ ἀπὸ αὐτό: νὰ ἀνανεώνουμε τὸ αἴσθημα τοῦ θαυμασμοῦ καὶ τῆς ἔκπληξης μπροστὰ στὸ θαῦμα καὶ τὸ μυστήριο τοῦ δικοῦ μας προσώπου. Ἡ λέξη μυστήριον, ἰδιαίτερα, χρειάζεται ἔμφαση. Ποιὸς εἶμαι; Τί εἶμαι; Ἡ ἀπάντηση δὲν εἶναι καθόλου εὔκολη. Γνωρίζω μόνο ἕνα πολὺ μικρὸ μέρος τοῦ ἐαυτοῦ μου. Τὰ ὅρια τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου εἶναι ἀπίστευτα πλατειά. Ἐκτείνονται κατὰ ὕψος καὶ κατὰ πλάτος στὸ χῶρο καὶ πέρα ἀπὸ τὸ χρόνο, στὸ ἀτελεύτητο. Προεκτείνονται μπροστὰ καὶ πίσω μέσα στὸ χρόνο καὶ πέρα ἀπὸ τὸ χρόνο, στὴν αἰωνιότητα. Στὸ βάθος τοῦ ἐαυτοῦ μου κρύβονται ἀνεξιχνίαστα βάθη ποὺ διαφεύγουν τῆς δικῆς μου ἀντίληψης. Μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ μυστήριο ἀνθρώπινο πρόσωπο, ποὺ εἶναι φτιαγμένο κατ᾿ εἰκόνα τοῦ ζῶντος Θεοῦ, ὑπάρχουν τέσσερα στοιχεῖα ξεχωριστῆς σημασίας: ἐλευθερία, εὐχαριστία, κοινωνία καὶ ὡρίμανση.
Ἐλευθερία
Ὁ Δημιουργὸς Θεὸς εἶναι ἐλεύθερος: μὲ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ τὰ ἀνθρώπινα δημιουργήματα ποὺ εἶναι φτιαγμένα κατ᾿ εἰκόνα του εἶναι προικισμένα μὲ ἐλευθερία. Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ κάνει τὰ ἀνθρώπινα ὄντα νὰ ξεχωρίζουν, μὲ ἕνα τρόπον ποὺ ὑπερέχει, ἀπὸ τὰ ἄλλα ὄντα; Πέρα ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα, εἶναι ἡ αὐτοσυνειδησία, ἡ φωνὴ τῆς συνείδησης, ἡ δύναμη τῆς ἐλεύθερης ἀπόφασης, ἡ ἱκανότητα τῆς ἠθικῆς ἐκλογῆς. Ἐνῶ τὰ ἄλλα ὄντα ἐνεργοῦν ἀπὸ ἔνστικτο, τὸ ἀνθρώπινο ὂν στέκεται εὐσυνείδητα ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ – στέκεται μὲ πλήρη ἐπίγνωση στὸ σημεῖο τοῦ καιροῦ, στὴ στιγμὴ τῆς κρίσης καὶ τῆς εὐκαιρίας – καὶ διαλέγει. Ὁ Θεὸς κάθε μέρα ἀπευθύνεται στὸν ἄνθρωπο λέγοντάς του: «Τὴν ζωὴν καὶ τὸν θάνατον δέδωκα πρὸ προσώπου ὑμῶν, τὴν εὐλογίαν καὶ τὴν κατάραν· ἐκλέξαι…» (Δευτ. 30:19). Μόνο μὲ τὴν ἄσκηση αὐτῆς τῆς δύναμης, τῆς ἐλεύθερης ἐκλογῆς, ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἄνθρωπος πραγματικά. Πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ὁριστεῖ ὡς ἕνα ἐλεύθερο ὄν. Αὐτὸ τὸ σημεῖο τονίζεται ἔντονα ἀπὸ τὸν Ντοστογιέφσκι στὴ διήγηση τοῦ Μεγάλου Ἱεροεξεταστῆ, στὸ ἔργο Ἀδελφοὶ Καραμαζώφ. Αὐτὸ ποὺ ὁ Χριστὸς προσέφερε στὸν ἄνθρωπο, ὅπως ἀναγνωρίζει ὁ Μέγας Ἱεροεξεταστής, εἶναι ἀκριβῶς τὸ δῶρο τῆς ἐλευθερίας: ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἦρθε γιὰ νὰ μᾶς ἐλευθερώσει (Ἰω. 8:36). Αὐτὴ ἡ ἐλευθερία ὅμως, στὰ μάτια τοῦ γηραιοῦ καρδιναλίου, εἶναι πολὺ βαρειά, ἕνα φορτίο δυσβάστακτο γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ἕνα ἐπικίνδυνο κοφτερὸ σπαθί· τὸ ἀνθρώπινο γένος θὰ ἦταν εὐτυχέστερο ἂν τοῦ ἀφαιροῦσαν αὐτὸ τὸ δῶρο. «Ἐμεῖς διορθώσαμε τὸ ἔργο σου», λέει ὁ Ἱεροεξεταστὴς στὸν Ἰησοῦ. Ἀπὸ μία σκοπιὰ ἔχει δίκιο: ἡ ἐλευθερία μας πολὺ συχνὰ ἀποδεικνύεται ἕνα ἄσχημο δῶρο. Ὅμως ἂν ὁ ἄνθρωπος εἶναι κάτι λιγότερο ἀπὸ ἐλεύθερος, τότε γίνεται κάτι λιγότερο κι ἀπὸ ἄνθρωπος. Ἡ ζωτικὴ σημασία τῆς ἐλευθερίας μπορεῖ νὰ φανεῖ στὴν περίπτωση τῆς εὐλογημένης Παρθένου Μαρίας, ἡ ὁποία εἶναι καὶ ἡ εἰκόνα τοῦ τί σημαίνει νὰ εἶσαι γνήσιος ἄνθρωπος. Στὸν Εὐαγγελισμό, ὁ Ἀρχάγγελος δὲν ἐπληροφόρησε ἁπλῶς τὴν Παναγία γιὰ τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ περίμενε τὴν ἐλεύθερη καὶ ἐθελοντική της ἀπάντηση: «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμα σου» (Λουκ. 1:38). Θὰ μποροῦσε νὰ εἶχε ἀρνηθεῖ. Ὁ Θεὸς λαμβάνει τὴν πρωτοβουλία, ὅμως ἡ ἐθελοντικὴ συνεργασία τῆς Παναγίας εἶναι ἐπίσης ἀπαραίτητη. Δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνα παθητικὸ ἐργαλεῖο ἀλλὰ ἕνας ἐνεργητικὸς μέτοχος στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας. Ἡ ἀπάντησή της μὲ κανέναν τρόπο δὲν ἦταν ἕνα ἐκ τῶν προτέρων γνωστὸ συμπέρασμα· σ᾿ αὐτὴ τὴν ἐλεύθερα δοσμένη ἀπάντηση κρεμόταν ὁλόκληρο τὸ μέλλον τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας. Σ᾿ ἕναν κόσμο ποὺ ὁλοένα γίνεται πιὸ ἀπάνθρωπος – σ᾿ ἕναν κόσμο ποὺ φαινομενικὰ ἐλέγχεται ἀπὸ τοὺς ψυχαναλυτές, τὶς στατιστικὲς καὶ τὶς μηχανὲς – ἡ ἀνάγκη γιὰ Χριστιανοὺς ποὺ ἐπιμένουν στὴν ὑψίστη ἀξία τῆς ἐλευθερίας, εἶναι ἄμεση. Σ᾿ ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα, τίποτα δὲν εἶναι πιὸ ἀποφασιστικῆς σημασίας ἀπὸ τὶς ἐλεύθερες πράξεις ἐκλογῆς ποὺ γίνονται ἀπὸ πρόσωπα προικισμένα μὲ λόγο καὶ συνείδηση. Ὡς ἀνθρώπινες ὑπάρξεις ἐπηρεαζόμαστε ἀπὸ τὸ περιβάλλον καὶ τὶς ἀσυνείδητες διαθέσεις μας, ὅμως ποτὲ δὲν ὑποδουλωνόμαστε τελειωτικὰ σ᾿ αὐτὰ τὰ πράγματα. Παραμένουμε ἐλεύθεροι. Ὁ Θεὸς ἔθεσε τὸν καθένα ἀπό μας σὰν βασιλιὰ πάνω στὴ γῆ καὶ τοῦ ἔδωσε ἐξουσία ἐπὶ «πάντων τῶν κτηνῶν» (Γεν. 1:28). Ἂς μὴν παραιτούμαστε ἀπὸ αὐτή μας τὴ βασιλικὴ ἐξουσία ἀπὸ δειλία ἢ ἔλλειψη φαντασίας. Ἐδῶ ἐξάγεται ἕνα σημαντικὸ συμπέρασμα. Ἡ ἐλευθερία δείχνει ὅτι σὰν ἄνθρωποι εἴμαστε διάφοροι, ξεχωριστοί. Ἐφόσον καθένας ἀπὸ μᾶς εἶναι ἐλεύθερος, ὁ καθένας ἐκφράζει τὸ κατ᾿ εἰκόνα μὲ τὸ ὅποιο εἶναι προικισμένος μὲ τὸ δικό του ἣ δικό της μοναδικὸ καὶ ἀνεπανάληπτο τρόπο. Καὶ ὁ καθένας, ἐφόσον εἶναι μοναδικός, ἔχει ἀνεκτίμητη ἀξία· ὁ καθένας εἶναι τὸ τέρμα καὶ ὁ σκοπὸς κι ὄχι τὸ μέσο γιὰ κάποιον ἄλλο σκοπό. Ὁ σύγχρονος πολιτισμὸς μᾶς κάνει νὰ σκεφτόμαστε μὲ τρόπο στερεότυπο, ἔτσι ποὺ νὰ φαίνεται ὅτι ὅλα μετροῦνται καὶ κατατάσσονται στατιστικὰ ἢ «προγραμματίζονται» σ᾿ ἕνα κομπιοῦτερ. Ὡς χριστιανοὶ ἀνθρωπιστὲς ἔχομε κάθε λόγο νὰ ἀρνηθοῦμε μία τέτοια τάση. Εἶναι καθῆκον μας νὰ προσβλέπουμε πάντα πέρα ἀπὸ τὸ ἐπίπεδό της ἐπιπολαιότητας, ὅπου οἱ ἀνθρώπινες ὑπάρξεις κατατάσσονται σὲ ὁμάδες, πρὸς τὸ ἐπίπεδό της γνήσιας προσωπικότητας, ὅπου κανένας δὲν εἶναι κουραστικός. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καθιστώντας μας ἐλεύθερους, κάνει τὸν καθένα μας διαφορετικό· τὸ ἴδιο καὶ οἱ πνευματοφόροι ἢ ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι ἀποκαλύπτουν σὲ μᾶς τὰ πραγματικὰ χαρακτηριστικὰ τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, πάντοτε ἐπιδεικνύουν τὴν ἄκρα ποικιλία. Δὲν εἶναι ἡ ἁγιότητα ἀλλὰ ἡ ἁμαρτία ποὺ εἶναι μονότονη.
Εὐχαριστία
Κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ, προικισμένος μὲ αὐτοσυνειδησία καὶ ἠθικὴ ἐκλογή, ὁ ἄνθρωπος δὲν βρίσκεται σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο κάνοντάς του χρήση ὅπως τὰ ὑπόλοιπα ὄντα. Τὸ ἀνθρώπινο ὂν μπορεῖ ἐπιπλέον νὰ δοξάζει τὸ Θεό, ἀντιπροσφέροντας τὴ δημιουργία στὸ Δημιουργό με εὐχαριστία· καὶ σ᾿ αὐτὴν τὴν πράξη τῆς προσφορᾶς ὁ καθένας γίνεται πραγματικὸς ἄνθρωπος, πραγματικὸ πρόσωπο. Αὐτὸ εἶναι τὸ δεύτερο οὐσιῶδες στοιχεῖο τῆς ἀνθρώπινής μας ὕπαρξης. Ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνα ἐλεύθερο ὂν ἀλλὰ ἕνα εὐχαριστιακὸ ὄν. Ὁ καθένας εἶναι καὶ βασιλιὰς καὶ ἱερέας. Αὐτὸ τὸ σημεῖο μπορεῖ καὶ πάλι νὰ τονιστεῖ μὲ κάτι ἀπὸ τὸν Ντοστογιέφσκι. Ὁ ἥρωας, ἢ μᾶλλον ὁ ἀντί-ἥρωας, λέει στὶς Σημειώσεις ἀπὸ τὸ Ὑπόγειο: «Κύριοι, ἂς ὑποθέσουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι βλάκας… Ὅμως ἂν δὲν εἶναι βλάκας, εἶναι τερατωδῶς ἀγνώμων. Εἶναι ἀγνώμων μ᾿ ἕνα τρόπο πρωτοφανῆ. Ἀκόμη νομίζω ὅτι ὁ καλύτερος ὁρισμὸς γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι: ἕνα δημιούργημα μὲ δυὸ πόδια καὶ καθόλου αἴσθηση εὐγνωμοσύνης… Μόνο ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ προφέρει κατάρες: εἶναι τὸ προνόμιό του καὶ αὐτὸ κυρίως τὸν κάνει νὰ ξεχωρίζει ἀπὸ τὰ ἀλλὰ ζῶα». Ὅλα αὐτὰ εἶναι ἀναμφίβολα ὀρθὰ γιὰ τὸ μεταπτωτικὸ ἄνθρωπο, γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸ Θεό. Ὅμως στὴν περίπτωση τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως ἀρχικὰ ὁ Θεὸς τὸν ἤθελε νὰ εἶναι, καὶ ὅπως λυτρώθηκε ἐν Χριστῷ, αὐτὲς οἱ θέσεις πρέπει νὰ ἀντιστραφοῦν. Ὁ καλύτερος ὁρισμὸς τοῦ ἀνθρώπου, τὸ κύριο χαρακτηριστικό του, αὐτὸ ποὺ τὸν κάνει νὰ εἶναι ὁ ἐαυτός του, εἶναι ἡ εὐγνωμοσύνη ἢ εὐχαριστία. Αὐτὸ ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ διαφέρει ἀπὸ τὰ ἄλλα ζῶα, τὸ προνόμιό του σὰν ἱερέας τῆς κτίσης, εἶναι νὰ εὐλογεῖ τὸ Θεὸ καὶ νὰ ἐπικαλεῖται, τὴ θεία εὐλογία γιὰ τὰ ἄλλα πρόσωπα καὶ πράγματα. Ὅπως καὶ πρίν, ἔτσι καὶ τώρα, τὸ παράδειγμα τῆς Θεοτόκου στὸν Εὐαγγελισμὸ μπορεῖ νὰ σταθεῖ τὸ πρότυπό μας. Ὅταν πῆρε τὸ μήνυμα τοῦ ἀρχαγγέλου, ἀπάντησε μὲ μία πράξη εὐχαριστίας: «Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον καὶ ἠγαλλίασε τὸ πνεῦμα μου ἐπὶ τῷ Θεῷ τῷ σωτῆρι μου» (Λουκ. 1:46-7). Ἡ διάθεσή της εἶχε τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς χαρᾶς, τῆς εὐχαριστίας τῆς δοξολογίας. Ἄν, λοιπόν, πρόκειται νὰ εἴμαστε πραγματικὰ ἄνθρωποι στὴν ἐσωτερική μας ζωή, ἡ προσευχή μας πρέπει νὰ διαπνέεται ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς εὐχαριστίας. «Προσευχὴ εἶναι ἡ κατάσταση τῆς συνεχοῦς εὐχαριστίας», τονίζει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης (1829-1908). Καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος (7ος αἰώνας) σημειώνει: «Πρὸ πάντων ἐν τῷ τῆς ἡμετέρας δεήσεως χάρτη εὐχαριστίαν εἰλικρινῆ κατατάξωμεν· ἐν δευτέρῳ δὲ στίχω, ἐξομολόγησιν καὶ συντριμμὸν ψυχῆς ἐν αἰσθήσει· εἶθ᾿ οὕτω τὴν αἴτησιν ἡμῶν τῷ παμβασιλεῖ γνωρίσωμεν».2 Εὐχαριστία, ἐξομολόγηση, αἴτηση – αὐτὴ εἶναι ἡ βασικὴ σειρὰ ποὺ πρέπει νὰ ἀκολουθοῦμε ὅταν προσευχόμαστε. Δὲν πρέπει νὰ ἀρχίζουμε ἐξομολογούμενοι τὶς ἁμαρτίες μας. Πρὶν σκύψουμε πρὸς τὰ κάτω γιὰ νὰ δοῦμε τὴν ἐσωτερική μας ἀσχήμια, πρέπει νὰ ὑψώσουμε τὸ βλέμμα πρὸς τὰ ἔξω καὶ πρὸς τὰ πάνω γιὰ νὰ ἀτενίσουμε τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὅποιο ὁ εἰκοσιτετράωρος λατρευτικὸς κύκλος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἀρχίζει κάθε μέρα μὲ τὸν ἑσπερινὸ ὅπου διαβάζεται ὁ ψαλμὸς 103 ποὺ εἶναι ἕνας ὕμνος δοξολογίας γιὰ τὴ δημιουργία: «Εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον· Κύριε ὁ Θεός μου, ἐμεγαλύνθης σφόδρα, ἐξομολόγησιν καὶ μεγαλοπρέπειαν ἐνεδύσω (…) ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε· πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας». Μὲ παρόμοιο τρόπο ἀρχίζει καὶ ἡ Θεία Λειτουργία, ὄχι μὲ μιὰ πράξη ἐξομολόγησης ἀλλὰ μὲ μία προκήρυξη γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ: «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρός, καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος…». Ὡς ὁ περιούσιος λαὸς τοῦ Θεοῦ, ἀρχίζουμε πρῶτα-πρῶτα εὐλογώντας αὐτὸν γιὰ τὴ χαρὰ τῆς Βασιλείας του.
Κοινωνία
Πέρα ἀπὸ τὸ ὅτι εἴμαστε ἐλεύθερα ὀντὰ καὶ εὐχαριστιακὰ ὄντα, ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐπίσης κοινωνικὸ ὄν. Αὐτὸ εἶναι τὸ τρίτο χαρακτηριστικό του στοιχεῖο. Εἶναι, σύμφωνα μὲ τὸ χαρακτηρισμὸ τοῦ Ἀριστοτέλη, ἕνα «πολιτικὸ ζῶο», γιατί ὄντως πραγματώνει τὸν ἑαυτό του, γίνεται ὄντως ἄνθρωπος, ἐφόσον ζεῖ σὲ μία πόλη, σ᾿ ἕνα κοινωνικὰ ὀργανωμένο χῶρο. Ἀκόμη καὶ οἱ ἐρημίτες πρέπει νὰ προετοιμάσουν τὸν ἑαυτό τους γιὰ τὴ μόνωση, ἀφοῦ ζήσουν ἀρχικὰ στὴν κοινωνικὴ ζωὴ μιᾶς μοναχικῆς ἀδελφότητας. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι διαλογικός. Γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε τὰ λόγια του John Macmurray «δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ἄνθρωπος μέχρι ποὺ νὰ βρεθοῦν δυὸ τουλάχιστον σὲ κοινωνία». «Καὶ εἶπεν ὁ Θεός, ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν» (Γεν. 1:26). Αὐτὸ τὸ «ποιήσωμεν ἄνθρωπον», ὅπως παρατηροῦν οἱ Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, δείχνει ὅτι τὰ τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος ἔκαναν συμβούλιο μεταξύ τους.3 Ὁ ἄνθρωπος εἶναι φτιαγμένος σύμφωνα μὲ τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος – δηλαδὴ σύμφωνα μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνας, ἀλλὰ ἕνας ἐν τρισὶν ὑποστάσεσι. Ὁ ἄνθρωπος λοιπὸν καλεῖται νὰ πραγματώσει τὸν ἑαυτὸ τοῦ καθ᾿ ὁμοίωσιν Θεοῦ, σὲ κοινότητα ἢ κοινωνία. Ὅπως ἀκριβῶς ὁ Θεὸς δὲν εἶναι μία ἀπομονωμένη μονάδα, ἀλλὰ μία ἕνωση τριῶν προσώπων ποὺ ἀλληλοπεριχωροῦνται μέσῳ μιᾶς ἀκατάπαυστης ἀμοιβαίας ἀγάπης, ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος, πραγματώνει πλήρως τὸν ἑαυτό του – γίνεται ὁλοκληρωμένος ἄνθρωπος σύμφωνα μὲ τὴ θεία εἰκόνα – μόνο ὅταν ζεῖ μέσα στοὺς ἄλλους καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους. Γίνεται ἄνθρωπος ὅταν ξέρει νὰ μοιράζεται. Ὁ Ντοστογιέφσκι μας προσφέρει ἀκόμη μιὰ πετυχημένη εἰκόνα αὐτῆς τῆς πραγματικότητας. Στοὺς Ἀδελφοὺς Καραμάζωφ περιλαμβάνεται, μιὰ λαϊκὴ ἱστορία ποὺ ἄκουσε κάποτε, σχετικα μὲ μία ἡλικιωμένη γυναίκα ποὺ δὲν ἔζησε σωστὰ καὶ μετὰ θάνατο βρέθηκε σὲ μία λίμνη ἀπὸ φωτιά. Ὁ φύλακας Ἄγγελός της προσπαθοῦσε νὰ κάνει ὅ,τι μποροῦσε γιὰ νὰ βοηθήσει. Ἡ μόνη καλὴ πράξη ὅμως ποὺ θυμόταν ὅτι ἔκανε αὐτὴ ἡ γυναίκα ὅταν ζοῦσε, ἦταν ποὺ εἶχε δώσει κάποτε ἀπὸ τὸν κῆπο της ἕνα κρεμμύδι, σὲ μιὰ ζητιάνα. Πῆρε λοιπὸν ὁ ἄγγελος τὸ κρεμμύδι, εἶπε στὴ γυναίκα νὰ πιαστεῖ ἀπ᾿ αὐτὸ κι ἄρχισε νὰ τὴν τραβᾷ ἔξω ἀπὸ τὴ λίμνη. Μέσα στὴ λίμνη ὅμως δὲν ἦταν μόνη της. Ὅταν οἱ ἄλλοι εἶδαν τί συνέβαινε, μαζεύτηκαν τριγύρω καὶ κρεμάστηκαν πάνω της μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ συρθοῦν κι αὐτοὶ ἔξω μαζί της. Τότε ὅμως ἡ γυναίκα, μὲ τρόμο καὶ ἀγανάκτηση, ἄρχισε νὰ τοὺς κλωτσᾷ. «Ἀφῆστε με», φώναξε. «Ἔμενα τραβᾷ ἔξω, ὄχι ἐσᾶς. Δικό μου εἶναι τὸ κρεμμύδι, ὄχι δικό σας». Τὴ στιγμὴ ποὺ τὸ εἶπε αὐτό, τὸ κρεμμύδι ἔσπασε στὰ δυὸ καὶ ἡ γυναίκα ἔπεσε πίσω, μέσα στὴ λίμνη. Καὶ ἐκεῖ μέσα καίγεται μέχρι σήμερα. Ἐὰν ἡ ἡλικιωμένη γυναίκα ἔλεγε μόνο, «αὐτὸ εἶναι τὸ κρεμμύδι μας», δὲν θὰ ἀποδεικνυόταν ἄραγε ἀρκετὰ δυνατὸ γιὰ νὰ τοὺς τραβήξει ὅλους ἔξω ἀπὸ τὴ φωτιά; Μόλις ὅμως εἶπε «εἶναι δικό μου, ὄχι δικό σας», ἔγινε κάτι λιγότερο ἀπὸ ἄνθρωπος. Μὲ τὸ νὰ ἀρνηθεῖ τὸ μοίρασμα, ἀρνήθηκε τὴν προσωπικότητά της. Ὁ γνήσιος ἄνθρωπος, πιστὸς στὴν εἰκόνα τῆς τρισυπόστατης Θεότητας, εἶναι αὐτὸς ποὺ πάντοτε λέει ὄχι «ἐγώ», ἀλλὰ «ἐμεῖς», ὄχι «δικό μου» ἀλλὰ «δικό μας». Ἡ προσευχὴ ποὺ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ μας δίδαξε ἀρχίζει μὲ τὸ «Πάτερ ἡμῶν» κι ὄχι «Πάτερ μου». Αὐτὸ ποὺ ἔκανε τὴν πρώτη ἀποστολικὴ κοινότητα τῶν Χριστιανῶν στὰ Ἱεροσόλυμα νὰ ξεχωρίσει, ἦταν ἀκριβῶς ἡ πράξη τῆς μοιρασιᾶς. «Ἦσαν δὲ προσκατεροῦντες τῇ διδαχῇ τῶν ἀποστόλων καὶ τῇ κοινωνίᾳ καὶ τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου καὶ ταῖς προσευχαῖς (…) πάντες δὲ οἱ πιστεύοντες ἦσαν ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ εἶχον ἅπαντα κοινά» (Πράξ. 2:42-4). Ὡς Χριστιανοὶ δεκαεννιὰ αἰῶνες ἀργότερα, πόσο ἀπεγνωσμένα χρειαζόμαστε νὰ ἀνακτήσουμε αὐτὴ τὴν αἴσθηση τῆς κοινωνίας, νὰ ξαναμάθουμε πῶς νὰ μοιραζόμαστε τὸ κρεμμύδι. Τὸ πρότυπό μας σ᾿ αὐτὸ τὸ μοίρασμα εἶναι καὶ πάλι ἡ Παναγία. Ὅταν δέχθηκε τὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ἡ ἄμεση ἀντίδρασή της ἦταν νὰ πορευθεῖ «εἰς τὴν ὀρεινὴν μετὰ σπουδῆς» γιὰ νὰ μοιραστεῖ τὴν καλὴν εἴδηση μὲ τὴν ἐξαδέλφη της Ἐλισάβετ (Λουκ. 1:39-40). Μὲ σπουδὴ καὶ αἴσθημα βιασύνης: ἔνιωθε ὅτι δὲν μποροῦσε νὰ κρατήσει τὴ χαρὰ γιὰ τὸν ἑαυτό της. Ὅπως δείχνει ἡ παραβολὴ τῶν προβάτων καὶ τῶν ἐριφίων (Ματθ. 25:31-46), τὸ κριτήριο τῆς θείας κρίσης στὴ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, δὲν θὰ εἶναι οἱ ἐσωτερικές μου σκέψεις καὶ τὰ αἰσθήματα, οἱ θεῖες ὀπτασίες καὶ οἱ ἐκστάσεις μου. Οὔτε θὰ ἐρωτηθῶ γιὰ τὴ μοναχική μου ἄσκηση, τὶς νηστεῖες καὶ τὶς μετάνοιες. Θὰ μοῦ ζητηθεῖ ὅμως νὰ πῶ ἂν ἔδωσα τροφὴ στοὺς πεινασμένους, ἂν ἐπισκέφθηκα τοὺς φυλακισμένους καὶ τοὺς ἄρρωστους, ἂν φιλοξένησα τοὺς ξένους. Γι᾿ αὐτὰ ὅλα θὰ ἐρωτηθῶ. Μὲ ἄλλα λόγια, πῶς ἦσαν οἱ σχέσεις μου μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους; Ἤξερα νὰ μοιράζομαι; Ἤμουν ἁπλῶς ἕνα ἄτομο, κλεισμένο στὸν ἑαυτό μου; Ἢ ἤμουν ἕνα αὐθεντικὸ πρόσωπο ποὺ ζοῦσα σὲ κοινωνία μὲ τοὺς ἄλλους; Δὲν εἶναι συμπτωματικὸ ποὺ ἡ λέξη πρόσωπο σημαίνει, ἐπίσης καὶ «ὄψη». Εἶμαι ἕνα ζωντανὸ πρόσωπο, ποὺ ξεχωρίζω ἀπὸ τὰ ἄλλα, μόνο ὅταν στέκω ἀπέναντί τους, τὰ ἀντικρύζω, τὰ κοιτάζω μέσα στὰ μάτια καὶ αὐτὰ κοιτάζουν ἐμένα. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ κατοικεῖ μέσα στὴν καρδιά μας εἶναι Πνεῦμα κοινωνίας: κάνοντάς μας διαφορετικούς, μᾶς κάνει ὅλους ἕνα. Ζώντας σὲ μία κοινωνία ποὺ μεγαλώνει ὁλοένα πιὸ ψυχρὰ καὶ ἀδιάφορα, εἶναι χριστιανικό μας καθῆκον νὰ ἐπαναβεβαιώσουμε τὸ νόημα τῆς προσωπικῆς κοινωνίας. Δὲν πρέπει νὰ ἐπιτρέψουμε στὶς μηχανὲς νὰ κυριαρχήσουν. Ὑπάρχει μία ἱστορία ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ πῆγε νὰ δεῖ ἕναν ψυχίατρο. «Βρῆκα σὰν πιὸ εὔκολο τρόπο γιὰ νὰ συγκεντρώνομαι», εἶπε ὁ ψυχίατρος, «τὸ νὰ μὴ σὲ κοιτάζω στὸ πρόσωπο. Γι᾿ αὐτὸ ξάπλωσε στὸν καναπὲ καὶ ἐγὼ θὰ καθήσω στὴ γωνιά, πίσω ἀπὸ τὴν κουρτίνα». Ἀφοῦ πέρασε λίγη ὥρα ὁ ἄνθρωπος παραξενεύθηκε γιατί ἐπικρατοῦσε μία ὕποπτη ἡσυχία πίσω ἀπὸ τὴν κουρτίνα. Περπάτησε στὶς ἄκρες τῶν ποδιῶν τοῦ ὡς τὴ γωνιὰ καὶ κοίταξε προσεκτικὰ πίσω ἀπὸ τὴν κουρτίνα. Οἱ ὑποψίες του ἐπιβεβαιώθηκαν. Εἶδε μία καρέκλα καὶ πίσω της μιὰ πόρτα· ὅμως πουθενὰ ὁ ψυχίατρος. Στὴν καρέκλα ὑπῆρχε ἕνα κασεττόφωνο. Ὁ ἄνθρωπος δὲν τὰ ἔχασε. Εἶχε πεῖ τὴν ἱστορία του πολλὲς φορὲς σὲ διαφορετικοὺς ψυχίατρους καὶ τὴν εἶχε γραμμένη σὲ κασέττα. Πῆρε λοιπὸν ἕνα κασεττόφωνο ἀπὸ τὴν τσάντα του, ἔβαλε μέσα τὴν κασέττα, τὸ ἄφησε στὸν καναπὲ καὶ τὸ ἔβαλε σὲ λειτουργία. Ὕστερα κατέβηκε κάτω γιὰ νὰ πάρει ἕνα καφέ. Στὴν καφετερία ὅμως συνάντησε τὸν ψυχίατρο ποὺ ἐπίσης ἔπαιρνε τὸν καφέ του. Ὁ ἄνθρωπος κάθησε στὸ ἴδιο τραπέζι μαζί του. «Πρόσεξε», διαμαρτυρήθηκε ὁ ψυχίατρος, «δὲν ἔπρεπε νὰ βρίσκεσαι ἐδῶ· ὄφειλες νὰ μείνεις πάνω, ξαπλωμένος στὸν καναπέ, νὰ λὲς τὴν ἱστορία σου». «Πολὺ σωστά», ἀπάντησε ὁ ἄνθρωπος. «Τὸ δικό μου κασεττόφωνο μιλᾶ στὸ δικό σου». Ὡς Χριστιανοὶ βρισκόμαστε ἐδῶ γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσουμε τὴ μεγάλη ἀξία τῆς ἄμεσης ἐπικοινωνίας καὶ συνάντησης – ὄχι μηχανὴ πρὸς μηχανή, ἀλλὰ πρόσωπο πρὸς πρόσωπο, ἐνώπιος ἐνωπίῳ.
Ὡρίμανση
Τέτοιο εἶναι τὸ ἀληθινὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο: ἐλεύθερο, εὐχαριστιακό, κοινωνικό – αὐτὸ πού, σύμφωνα μὲ τὸ παράδειγμα τοῦ στάρετς Ζωσιμᾶ τοῦ Ντοστογιέφσκι, καθιστᾶ τὸν ἑαυτό του «ὑπεύθυνο γιὰ ὅλους καὶ γιὰ ὅλα». Σ᾿ αὐτὰ τὰ τρία χαρακτηριστικὰ πρέπει νὰ προστεθεῖ καὶ ἕνα τέταρτο: ἡ ὡρίμανση, ἡ πορεία πρὸς τὰ ἐμπρός, ἡ συνεχὴς πρόοδος. «Ἀγαπητοί, νῦν τέκνα Θεοῦ ἐσμέν, καὶ οὔπω ἐφανερώθη τί ἐσόμεθα» (Α´ Ἰω. γ:2). Τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο δὲν εἶναι στατικὸ ἢ στάσιμο, ἀλλὰ εἶναι δυναμικό. Εἶναι ἕνας ὁδοιπόρος, ἕνας ταξιδευτὴς – homo viator. Αὐτὴ ἡ δυναμικὴ ὄψη τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας συχνὰ ἐκδηλώνεται κάνοντας μία διάκριση μεταξὺ τῆς εἰκόνας καὶ τῆς ὁμοίωσης τοῦ Θεοῦ. Ὁ συγγραφέας τῆς Γεν. 1:26, ὅταν ἔγραψε τὶς λέξεις «κατ᾿ εἰκόνα ἡμέτεραν καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν» πιθανὸν δὲν εἶχε τὴν πρόθεση νὰ δημιουργήσει ἀντίθεση μεταξὺ τῶν δυὸ ὅρων. Ἁπλῶς ἐκατανοοῦντο ὡς δυὸ παράλληλοι. Οἱ Ἕλληνες ὅμως Πατέρες – ἰδιαίτερα ὁ Ἅγιος Εἰρηναῖος, ὁ Ὠριγένης, ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός4 – τοὺς ἑρμηνεύουν ὡς νὰ ἔχουν διαφορετικὸ νόημα. Ἡ εἰκόνα, σύμφωνα μὲ τὴ δική τους ἐξήγηση, δηλώνει αὐτὸ ποὺ ὁ ἄνθρωπος κατέχει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καὶ τὸ ὁποῖο, παρὰ τὴν Πτώση, ποτὲ δὲν χάθηκε ἐντελῶς. Ἡ «ὁμοίωση» δηλώνει τὸν ἔσχατο σκοπό μας, τὴν πληρότητα τοῦ ἁγιασμοῦ καὶ τῆς ζωῆς ἐν Θεῷ, τὴ θέωση. Εἰκόνα εἶναι τὰ ἀρχικὰ χαρίσματα ποὺ δόθηκαν στὸν ἄνθρωπο κατὰ τὴ δημιουργία, ὁμοίωση ὁ τελικὸς σκοπὸς ποὺ πρέπει νὰ ἐκπληρωθεῖ μέσῳ τῆς ὀρθῆς χρήσης τῆς ἐλευθερίας, μὲ τὴ χάρη πάντοτε τοῦ Θεοῦ. Εἰκόνα εἶναι ἡ δυνατότητα γιὰ πραγματοποίηση τῆς ὁμοίωσης, ἡ ἀφετηρία καὶ τὸ τέρμα. Ἡ Εἰκόνα δὲν εἶναι ποτὲ αὐτάρκης. πάντοτε κοιτᾶ πρὸς τὰ ἐμπρός, κατευθύνεται πάντα πρὸς τὴν ὁμοίωση γιὰ νὰ ἐκπληρωθεῖ. Ὁ ἄνθρωπος ταξιδευτής, ὁ homo viator, σὲ ὅλη του τὴ ζωὴ βρίσκεται σ᾿ ἕνα ταξίδι ἀπὸ τὴν εἰκόνα στὴν ὁμοίωση. Οἱ χριστιανοὶ συγγραφεῖς συχνὰ μίλησαν γιὰ τὸ «πρωτόκτιστον κάλλος» τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, στὸν Παράδεισο. Ὁ Ἀδὰμ κατὰ τὴ δημιουργία του, μὲ μιὰ τέτοια θεώρηση, προικίστηκε μὲ ὅλο τὸ πλήρωμα τῆς ἁγιότητας καὶ τῆς γνώσεως. Γιὰ μᾶς σήμερα εἶναι ἐξαιρετικὰ δύσκολο νὰ ἀντιληφθοῦμε τί σημαίνει αὐτό. Εἶναι λοιπὸν σημαντικὸ νὰ συνειδητοποιήσουμε ὅτι στὴν πραγματικότητα δὲν εἶναι ὁ μοναδικὸς τρόπος ποὺ ἐξετάζεται ἡ προπτωτικὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου στὴ χριστιανικὴ παράδοση. Ὑπάρχει ἀκόμη μιὰ προσέγγιση ποὺ βρίσκεται σὲ συγγραφεῖς τοῦ δευτέρου αἰώνα, ὅπως γιὰ παράδειγμα οἱ Θεόφιλος Ἀντιοχείας καὶ Εἰρηναῖος, καὶ ἡ ὁποία προσαρμόζεται πολὺ καλύτερα στὴ δυναμικὴ διάκριση ποὺ κάναμε μεταξὺ εἰκόνας καὶ ὁμοίωσης. Ὁ ἄνθρωπος στὴν πρώτη δημιουργία, εἰσηγοῦνται αὐτοὶ οἱ συγγραφεῖς, ἦταν σὰν νήπιο – τέλειος ὄχι τόσο ἐνεργείᾳ, ὅσο δυνάμει. Δὲν ἦταν προικισμένος μὲ τὴν πληρότητα τῆς σοφίας καὶ τῆς δικαιοσύνης ἀλλὰ βρισκόταν ἁπλῶς σὲ μιὰ κατάσταση ἁπλότητας καὶ ἀθωότητας. «Ἦταν ἕνα παιδὶ ποὺ δὲν εἶχε ἀκόμη ἀναπτυγμένη τέλεια τὴν ἀντίληψή του», σημειώνει ὁ Εἰρηναῖος. «Ἀπαραίτητα ἔπρεπε νὰ ὡριμάσει καὶ νὰ φτάσει στὴν τελειότητα».5 Ὁ Δημιουργὸς Θεὸς ἔβαλε τὰ πόδια τοῦ Ἀδὰμ στὸ σωστὸ δρόμο, ὅμως ὁ Ἀδὰμ εἶχε μπροστά του πολλὴ ἀπόσταση νὰ διανύσει ὥσπου νὰ φτάσει στὸ τέρμα τοῦ ταξιδιοῦ του. Ὁ homo viator δὲν ταξιδεύει σ᾿ ἕνα κλειστὸ κύκλο ἀλλὰ κατὰ μῆκος μιᾶς γραμμῆς ποὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὰ πάνω. Αὐτὸ τὸ σημεῖο δικαιώνεται ἂν δοθεῖ ἡ πραγματικὴ βαρύτητα στὴν Ἐνσάρκωση τοῦ Χριστοῦ. Λαμβάνοντας τὴ δική μας ἀνθρώπινη φύση στὴ δική του κατὰ τὴν ἐνσάρκωση καὶ «θεώνοντας» τὴν κατὰ τὴ Μεταμόρφωση, Ἀνάσταση καὶ Ἀνάληψη, ὁ Λόγος εἰσήγαγε στὴν ἀνθρωπότητα ἕνα νέο στοιχεῖο, μιὰ πιὸ πλήρη διάσταση ποὺ δὲν ὑπῆρξε σ᾿ αὐτὴν ἀπὸ τὴν ἀρχή. Δὲν ἀποκατάστησε ἁπλῶς τὴν εἰκόνα ἀλλὰ χάρισε στὸ καθ᾿ ὁμοίωση πλατύτερες δυνατότητες. Τὸ τέλος ἀξίζει περισσότερο ἀπὸ τὴν ἀρχή· ἐσχατολογία δὲν εἶναι ἁπλῶς ἀρχαιολογία. Ὅμως ὅλα δὲν σταματοῦν ἐδῶ. Σύμφωνὰ μὲ τὸ Βίο τοῦ Μωυσέως τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης (330-395), ἡ πορεία τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ ἡ συνεχὴς ὡρίμανσή του – ὁ Γρηγόριος τὴν ἀποκαλεῖ ἐπέκταση, ποὺ σημαίνει τὴν κίνηση εἰς τὸ πέραν, πέρα ἀπ᾿ αὐτὸ ποὺ βρίσκεται μπροστὰ (ἰδὲ Φιλ. 3:13) – θὰ συνεχιστεῖ ἀδιάκοπα ὄχι μόνο σ᾿ αὐτὴ τὴ ζωὴ ἀλλὰ καὶ στὴν ἄλλη, στὴν αἰωνιότητα. Ὄχι μόνο στὴ γῆ, ἀλλ᾿ ἐξ ἴσου στὸν οὐρανό, ἡ ὡρίμανση εἶναι ἕνα χαρακτηριστικὸ τῆς ἀνθρώπινής μας προσωπικότητας. Ἀφοῦ ὁ θεὸς εἶναι ἀτελεύτητος, πιστεύει ὁ Γρηγόριος, ἡ σεσωσμένη ἀνθρώπινη φύση δὲν θὰ πάψει ποτὲ νὰ μετέχει ἔτι καὶ ἔτι πληρέστερον στὴν ἀπέραντη δόξα καὶ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἡ γνώση μας γι᾿ αὐτόν, ἐνῶ συνέχεια αὐξάνεται ποτὲ δὲν θὰ ἐξαντληθεῖ. Ἡ οὐσία τῆς τελειότητας συνίσταται παραδόξως στὸ γεγονὸς ὅτι ποτὲ δὲν γινόμαστε τέλειοι ἀλλὰ συνεχίζουμε νὰ μεταμορφωνόμαστε ἀπὸ «δόξης εἰς δόξαν» (Β´ Κορ. 6:18). Ὅπως γράφει ὁ Jean Danielou, «κάθε τέλος εἶναι μία καινούργια ἀρχή, καὶ κάθε ἄφιξη εἶναι μοναχὰ μιὰ νέα ἀναχώρηση».6 Κάθε σύνορο, στὴ σκέψη τοῦ Γρηγορίου, προϋποθέτει ἕνα πέραν· κάθε περιορισμὸς συνεπάγεται, ὅτι ὁ ἴδιος εἶναι πεπερασμένος7. Ἡ αἰωνιότητα ὅπως καὶ ἡ ἱστορία δὲν εἶναι ἕνας κύκλος ἀλλὰ μία πορεία πρὸς τὰ πάνω. Δὲν εἶναι ἕνα γεωμετρικὸ σημεῖο ἀλλὰ μία ἑλικοειδὴς ἄνοδος. Αὐτὸ λοιπὸν σημαίνει νὰ εἶσαι γνήσιος ἄνθρωπος: νὰ ἐκλέγεις, νὰ εὐχαριστεῖς, νὰ μοιράζεσαι, νὰ ὡριμάζεις. Gloria enim, Dei vivens homo, βεβαιώνει, ὁ Ἅγιος Εἰρηναῖος: «Ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ ζωντανὸς ἄνθρωπος».8 Ἂς ἀγωνιστοῦμε νὰ κάνουμε αὐτὴ τὴ δόξα ὁλοένα καὶ πιὸ ἐμφανῆ στὸν ἑαυτό μας. Ἂς γίνουμε περισσότερο ὅμοιοι τοῦ Θεοῦ μὲ τὸ νὰ γινόμαστε ἀκόμη περισσότερο ἄνθρωποι.