ΤΟ ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ

377538-102

Έκδοση Ι.        Ησυχαστηρίου «Το Γενέσιον της Θεοτόκου» Αποσπάσματα από τα κεφάλαια:        δεν πρέπει να τηρούμε την εγκράτεια       μόνο στην τροφή αλλά και στις υπόλοιπες       κινήσεις της ψυχής       και        Είναι ανάγκη να επαγρυπνούμε ώστε να       μη κρίνουμε κανέναν       Και ότι δεν πρέπει να τηρούμε την       εγκράτεια μόνο στην τροφή αλλά και στις       υπόλοιπες κινήσεις της ψυχής.        1.       Κάποιοι αδελφοί από τη Σκήτη (Σκήτη:        Τόπος μοναχικών οικισμών βορειοδυτικά       του Καΐρου) ξεκίνησαν να επισκεφθούν τον       αββά Αντώνιο.Μπήκαν λοιπόν σ’ένα καράβι       για να πάνε και σ’αυτό βρήκαν έναν άλλο       Γέροντα, που ήθελε κι αυτός να πάει εκεί.        Δεν τον γνώριζαν όμως αυτόν οι αδελφοί.        Καθισμένοι λοιπόν μέσα στο καράβι       ανέφεραν μεταξύ τους αποφθέγματα       Πατέρων (Είναι η       αρχαιότερη μαρτυρία περί προφορικής       χρήσεως Αποφθεγμάτων των Πατέρων.        Έχουμε δηλαδή ένα προδρομικό στάδιο       προς την γραπτή συλλογή που ακολούθησε       αργότερα) ή ρητά από την Γραφή και από       ανάμεσα για το εργόχειρό τους. Ο       Γέροντας έμενε εντελώς σιωπηλός .Σαν       βγήκαν στο λιμάνι παρατήρησαν ότι και ο       Γέροντας πήγαινε προς τον Αββά Αντώνιο. Κι όταν έφτασαν εκεί τους είπε ο αββάς       Αντώνιος:«Καλή συνοδία βρήκατε τον       Γέροντα αυτόν». Στον Γέροντα είπε: «Καλούς       αδελφούς είχες μαζί σου,αββά» και ο       Γέροντας του απαντά:«Καλοί βέβαια είναι,        αλλά η αυλή τους δεν έχει πόρτα και       όποιος θέλει μπαίνει στον στάβλο και       λύνει το γαϊδούρι». Αυτό το είπε γιατί       ότι ερχόταν στο στόμα τους, το έλεγαν.        12. Επισκέφθηκε κάποιος       από τους Γέροντες τον αββά Αχιλλά και       τον είδε να φτύνει αίμα από το στόμα του       και τον ρωτάει: «Τι είναι αυτό,πάτερ;»        Αποκρίθηκε ο Γέροντας: «Είναι λόγος       αδελφού που με λύπησε και αγωνίστηκα να       μην το ανακοινώσω. Παρακάλεσα τον Θεό να       με απαλλάξει απ’αυτό (Δηλαδή από την       θύμηση των λόγων του αδελφού) και έγινε ο       λόγος αίμα στο στόμα μου και τον έφτυσα.        Έτσι βρήκα την ανάπαυσή μου και       λησμόνησα τη λύπη μου ».        20. Έστειλε κάποτε ο       Επιφάνιος, ο επίσκοπος Κύπρου ,μήνυμα       στον αββά Ιλαρίωνα και τον παρακαλούσε:        «Έλα να δούμε ο ένας τον άλλον ,πριν       αποχωρήσουμε από το σώμα». Πράγματι πήγε       ο αββάς και χάρηκαν που βρέθηκαν .Την ώρα       που έτρωγαν, έφεραν στο τραπέζι πτηνό. Το       πήρε ο Επίσκοπος και το πρόσφερε στον       αββά Ιλαρίωνα. Του λεέι τότε ο Γέροντας:        «Συγχώρεσέ με, από τότε που πήρα το σχήμα       δεν έφαγα σφαχτό». Ο Επίσκοπος       αποκρίνεται: «Εγώ από τότε που πήρα το       σχήμα, δεν άφησα κανέναν να κοιμηθεί       έχοντας κάτι εναντίον μου, ούτε εγώ       κοιμήθηκα έχοντας κάτι εναντίον κάποιου       άλλου». Του λέει τότε ο Γέροντας: «Συγχώρα       με ,ο δικός σου τρόπος ζωής είναι       ανώτερος απ’τον δικό μου».        24. Είπε ο αββάς Ησαϊας: «Τη       σιωπή να την αγαπάς περισσότερο από το       λόγο, γιατί η σιωπή φέρνει θησαυρό ,ενώ η       ομιλία τον διασκορπίζει».        32. Κάποιος αδελφός       ρώτησε τον αββά Ισίδωρο, τον πρεσβύτερο       της Σκήτης: «Γιατί οι δαίμονες σε       φοβούνται τόσο πολύ;» Του απαντά ο       Γέροντας: «Από την ώρα που έγινα μοναχός       προσπαθώ να μην επιτρέπω την οργή να       ανέβει στο στόμα μου (Πρβλ.Ψαλμ. 149, 6.)».        33. Έλεγε πάλι ότι τριάντα       χρόνια έχει από τότε που αντιλαμβάνεται       την παρουσία της αμαρτίας στη σκέψη του,        ποτέ όμως δεν έδωσε τη συγκατάθεσή του       ούτε σε επιθυμία ούτε σε οργή.        44. Είπε ο αββάς Μακάριος:«Εάν       επιπλήττοντας κάποιον, αισθανθείς μέσα       σου να κινείται οργή, ικανοποιείς δικό       σου πάθος και δεν σε υποχρεώνει κανείς       να χάσεις τον εαυτό σου, για να σώσεις       άλλους».        54. Είπε πάλι (ο αββάς       Ποιμήν):«Εάν ο άνθρωπος θα θυμάται το       ρητό της Γραφής ότι τα λόγια σου θα σε       δικαιώσουν και τα λόγια σου θα σε       καταδικάσουν (Ματθ. 12,37), θα προτιμάει       μάλλον να σιωπά».        55.Είπε ακόμη ο Γέροντας       ότι ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Παμβώ       εάν είναι καλό να επαινούμε τον πλησίον       και του απάντησε: «Καλύτερη είναι η       σιωπή».        84. Ένας αδελφός ρώτησε       τον αββά Τιθόη: «Πώς να περιφρουρήσω την       καρδιά μου;» Κι ο Γέροντας του λέει: «Πώς       να φυλάξουμε την καρδιά μας, όταν είναι       ανοικτές η γλώσσα και η κοιλιά μας;»        87. Είπε πάλι: «Εκείνος       που δεν κυριαρχεί στη γλώσσα του σε ώρα       οργής, αυτός ούτε στα πάθη του θα       κυριαρχήσει ποτέ».        88. Είπε ακόμη:«Προτιμότερο       είναι να τρώει κανείς κρέας και να πίνει       κρασί, παρά να τρώει τις σάρκες των       αδελφών του με την καταλαλιά».        89. Είπε ο ίδιος: «Το φίδι       με όσα ψιθύρισε έβγαλε την Εύα από τον       Παράδεισο (Γεν.3, 1-5). Μ’αυτό λοιπόν       μοιάζει κι εκείνος που φλυαρεί κατά του       πλησίον. Γιατί και την ψυχή αυτού που       ακούει την οδηγεί στην καταστροφή και τη       δική του τη διακινδυνεύει.»        Είναι ανάγκη να επαγρυπνούμε ώστε να       μη κρίνουμε κανέναν        4. Ο αββάς Αντώνιος       προφήτευσε στον αββά Αμωνά και είπε: «Θα       προκόψεις στον φόβο του Θεού». Τον       έβγαλε έξω από το κελί, του έδειξε μια       πέτρα και του είπε: «Βρίσε την πέτρα και       κτύπησέ την».Και το ’κανε. Τον ρωτάει ο       αββάς Αντώνιος: «Μήπως μίλησε η πέτρα;» «Όχι»        απάντησε εκείνος . «Και συ―του είπε ο       αββάς Αντώνιος―πρόκειται να φθάσεις σ’αυτό       το μέτρο» όπως και έγινε .Πρόκοψε ο αββάς       Αμμωνάς τόσο πολύ ,ώστε από πολύ       αγαθότητα να μη διακρίνει την κακία.        Παράδειγμα χαρακτηριστικό είναι το εξής:        Όταν έγινε ο ίδιος επίσκοπος, του έφεραν       μια κοπέλα έγκυο και του λένε: «Τιμώρησέ       την».Κι εκείνος σταύρωσε την κοιλιά της       και παρήγγειλε να της δώσουν δύο       σεντόνια λέγοντας: «Μη τυχόν πάνω στη       γέννα πεθάνει αυτή ή το βρέφος και δεν       βρει τα απαραίτητα για την κηδεία». Του       λένε τότε οι κατήγοροί της: «Γιατί το ’κανες       αυτό; Βαλ’της κανόνα». Κι εκείνος είπε :        «Αδελφοί, βλέπετε       ότι κινδυνεύει να πεθάνει, τι μπορώ εγώ       να κάνω;» Και την άφησε να φύγει. Ποτέ δεν       τόλμησε ο Γέροντας να καταδικάσει       άνθρωπο.        5. Πήγε κάποτε ο αββάς       Αμμωνάς σε κάποιον τόπο για να       γευματίσει. Εκεί κοντά ήταν κι ένας       αδελφός που είχε κακή φήμη. Συνέβη       μάλιστα να πάει και να μπει στο κελί του       αδελφού η γυναίκα για την οποία τον       κακολογούσαν. Οι κάτοικοι της περιοχής       μόλις το έμαθαν, ξεσηκώθηκαν και πήραν       την απόφαση να διώξουν τον μοναχό από το       κελί. Όταν πληροφορήθηκαν ότι ο       επίσκοπος Αμμωνάς βρισκόταν στην       περιοχή τους ,πήγαν και τον παρακάλεσαν       να πάει μαζί τους. Σαν τα έμαθε αυτά ο       αδελφός, πήρε τη γυναίκα και την έκρυψε       μέσα σ’ένα μεγάλο πιθάρι. Κετέφθασε το       πλήθος και ο αββάς Αμμωνάς αντιλήφθηκε       τι συνέβη αλλά χάριν του Θεού σκέπασε το       γεγονός. Μπήκε λοιπόν στο κελί του       αδελφού, κάθισε πάνω στο πιθάρι και       διέταξε να ερευνήσουν το κελί. Όταν όμως       έψαξαν και δεν βρήκαν τη γυναίκα, τους       είπε ο αββάς Αμμωνάς: «Τι συμβαίνει       λοιπόν; Ο Θεός να σας συγχωρήσει». Και       αφού προσευχήθηκε, απομάκρυνε τον κόσμο.        Έπιασε τότε από το χέρι τον αδελφό και       του είπε: «Πρόσεχε την ψυχή σου, αδελφέ».Και       με τον λόγο αυτόν έφυγε.        6. Έναν αδελφό που είχε       πέσει σε κάποιο αμάρτημα, τον απομάκρυνε       ο πρεσβύτερος από την εκκλησία. Σηκώθηκε       τότε ο αββάς Βησσαρίων και βγήκε μαζί       του λέγοντας: «Κι εγώ αμαρτωλός είμαι».        7. Είπε ο αββάς Ηλίας: «Είδα       εγώ κάποιον να βάζει κάτω από τη μασχάλη       ένα δοχείο κρασί και για να καταισχύνω       τους δαίμονες ότι ήταν εντύπωση πλανερή        (και όχι πραγματική), λέω στον αδελφό: «Κάνε       αγάπη και σήκωσέ το μου αυτό. Και μόλις       σήκωσε το επανωφόρι του, αποδείχθηκε ότι       δεν υπήρχε τίποτε κάτω από τη μασχάλη       του. Αυτό το ανέφερα με την έννοια ότι       και με τα ίδια σας τα μάτια αν δείτε κάτι       ή ακούσετε κάτι, μην το πιστέψετε. Πολύ       περισσότερο να προσέχετε τους λογισμούς,        τις σκέψεις και τα νοήματα, γνωρίζοντας       ότι οι δαίμονες τα σπέρνουν αυτά στην       ψυχή για να τη διαστρέψουν, ώστε να       σκέφτεται αυτά που την βλάπτουν και για       να απομακρύνουν τον νού από τις αμαρτίες       μας και από τον Θεό».        10. Ήλθε κάποτε ένα παιδί       δαιμονισμένο, για να θεραπευθεί και       επισκέφθηκε κάποιον αδελφό από ένα       κοινόβιο της Αιγύπτου. Βγαίνει ο       Γέροντας έξω και βλέπει τον αδελφό να       αμαρτάνει με το παιδί και δεν τον ήλεγξε       λέγοντας: «Εφόσον ο Θεός που τον έπλασε       τον βλέπει και δεν τον καίει, ποιος είμαι       εγώ, για να τον ελέγξω;»        13. Έλεγαν για τον αββά       Μακάριο τον Μεγάλο ότι είχε γίνει, όπως       λέει η Γραφή, θεός επίγειος (Ιω.10, 34).        Γιατί όπως ακριβώς ο Θεός σκεπάζει τον       κόσμο, έτσι και ο αββάς Μακάριος σκέπαζε       τα ελαττώματα που έβλεπε στους άλλους,        σαν να μη τα έβλεπε και εκείνα που άκουε       σαν να μην τα άκουε .        14. Κάποιος αδελφός της       Σκήτης έσφαλε. Έγινε συγκέντρωση στην       οποία κάλεσαν τον αββά Μωυσή αλλ’αυτός       δεν θέλησε να πάει. Του παρήγγειλε τότε ο       πρεσβύτερος: «Έλα, γιατί σε περιμένουν       όλοι». Κι εκείνος σηκώθηκε και πήγε       κρατώντας στην πλάτη ένα καλάθι τρύπιο       που το γέμισε με άμμο. Οι Πατέρες που       βγήκαν να τον προϋπαντήσουν του λένε: «Τι       είναι αυτό, πάτερ;» «Οι αμαρτίες μου―απαντά       ο Γέροντας―που κυλούν και πέφτουν πίσω       μου και δεν τις βλέπω και ήλθα εγώ σήμερα       να κρίνω τα σφάλματα άλλου». Όταν τ’άκουσαν       αυτά οι Πατέρες, δεν είπαν τίποτε       εναντίον του αδελφού αλλά τον       συγχώρεσαν .        16. Είπε επίσης: «Όλος ο       αγώνας πρέπει να αποβλέπει στο να μην       κρίνουμε τον πλησίον. Γιατί όταν το χέρι       του Κυρίου φόνευσε όλα τα πρωτότοκα στη       χώρα της Αιγύπτου, δεν έμεινε σπίτι που       να μην είχε νεκρό (Έξ. 12,29-30)». Τον ρωτάει ο       αδελφός: «Τι σημαίνουν τα λόγια αυτά;» «Σημαίνουν―είπε       ο Γέροντας―ότι, εάν όλα εκείνα που μας       εμποδίζουν μας αφήσουν να δούμε τις       αμαρτίες μας, δεν θα βλέπουμε τις       αμαρτίες του πλησίον. Άλλωστε είναι       ανοησία, ενώ εχει δικό του νεκρό ο       άνθρωπος, να τον αφήσει και να πάει να       κλάψει το νεκρό του πλησίον. Και το να πεθάνεις έναντι του πλησίον       σημαίνει να έχεις μπροστά σου τη δική       σου αμαρτία και να μην έχεις μέριμνα για       κανένα άνθρωπο ότι αυτός είναι καλός ή       εκείνος είναι κακός. Μην κάνεις κακό σε       κανένα άνθρωπο, ούτε να σκέφτεσαι πονηρά       για κανένα. Μην εξευτελίσεις κάποιον που       κάνει το κακό αλλά και να μην       συμφωνήσεις μ’εκείνον που κάνει κακό       στον πλησίον ούτε να χαίρεσαι μ’αυτόν       που βλάπτει τον πλησίον. Αυτό σημαίνει       το να είμαστε νεκροί έναντι του πλησίον. Μην κατηγορείς κανένα· να λες: Ο Θεός       γνωρίζει τον καθένα και να μη συμφωνείς       μ’αυτόν που κατηγορεί· να μη χαίρεσαι       που κατηγορεί αλλά ούτε και να τον       μισείς. Αυτό είναι το νόημα του να μην       κρίνουμε. Μην εχθρεύεσαι κανέναν άνθρωπο· και να       μην κρατήσεις έχθρα μέσα στην καρδιά σου        ,αλλά μη μισήσεις και αυτόν που       εχθρεύεται τον πλησίον. Αυτή είναι η       ειρήνη. Να παρακινείς τον εαυτό σου σ ’αυτά.        Ο κόπος είναι προσωρινός, ενώ η ανάπαυση       είναι αιώνια με τη χάρη του Θεού Λόγου.        Αμήν.»        17. Έλεγαν για τον αββά       Μάρκο τον Αιγύπτιο ότι έμεινε τριάντα       χρόνια χωρίς να βγεί απ΄το κελί του. Ο       πρεσβύτερος συνήθιζε να πηγαίνει και να       του κάνει την Θεία Λειτουργία. Ο       διάβολος όμως βλέποντας την ενάρετη       υπομονή του ανδρός, σοφίστηκε να τον       ρίξει στον πειρασμό της κατάκρισης. Έτσι       έκανε κάποιον δαιμονισμένο να πάει στον       Γέροντα για να του ζητήσει τάχα την       προσευχή του. Αυτός λοιπόν ο       δαιμονισμένος πριν από κάθε άλλο λόγο       είπε στον Γέροντα: «Ο πρεσβύτερός σου       μυρίζει αμαρτία. Μην τον αφήσεις άλλη       φορά νά ’ρθει κοντά σου». Και ο       θεόπνευστος ανθρωπος του είπε: «Παιδί       μου, όλοι τη βρωμιά την πετούν έξω και       εσύ μου την έφερες εδώ; Η Γραφή λέει: Μην       κρίνετε για να μην κριθείτε (Ματθ. 7,1).        Αλλά αν είναι αμαρτωλός ο Κύριος θα τον       σώσει. Είναι μάλιστα γραμμένο στην Αγία       Γραφή: Να προσεύχεστε ο ένας για τον       άλλον για να θεραπευθείτε (Ιακ. 5,16)».Και       πάνω στον λόγο αυτό, προσευχήθηκε και       έδιωξε τον δαίμονα από τον άνθρωπο και       τον έστειλε υγιή. Όταν λοιπόν ήρθε ο πρσβύτερος, όπως       συνήθιζε, τον υποδέχθηκε ο Γέροντας μετά       χαράς. Ο Θεός που γνώριζε την ακακία του       Γέροντα, του έδειξε θαυμαστό σημάδι.        Όταν ήρθε η ώρα να σταθεί ο πρεσβύτερος       μπροστά στην αγία Τράπεζα, όπως ο ίδιος ο       Γέροντας το περιέγραψε, «είδα άγγελο       Κυρίου να κατεβαίνει από ψηλά και έβαλε       το χέρι του στο κεφάλι του κληρικού και       έγινε ο κληρικός σαν ένας στύλος φωτιάς.        Και εγώ καθώς έμεινα έκπληκτος από το       θέαμα, άκουσα μια φωνή να μου λέει:        Άνθρωπε γιατί εκπλήττεσαι μ’αυτό που       γίνεται; Εάν ένας επίγειος βασιλιάς δεν       θ’αφήσει τους μεγιστάνες του να       στέκονται μπροστά του ρυπαροί, αλλά μόνο       αν έχουν επίσημη περιβολή πόσο       περισσότερο η θεία δύναμη δεν θα       καθαρίσει τους λειτουργούς των αρρήτων       μυστηρίων, όταν στέκονται μπροστά στην       άφατη δόξα;» Έτσι ο γενναίος του Χριστού αθλητής ο       Μάρκος ο Αιγύπτιος, αναδείχθηκε μεγάλος       και έγινε άξιος του χαρίσματος αυτού,        επειδή δεν κατέκρινε τον κληρικό.        21. Ρώτησε ένας αδελφός       τον αββά Ποιμένα: «Εάν δώ κάποιο σφάλμα       του αδελφού μου, είναι καλό να το σκεπάσω;»        Κι ο Γέροντας απάντησε: «Όποια ώρα       σκεπάσουμε το σφάλμα του αδελφού μας,        σκεπάζει και ο Θεός το δικό μας. Και       όποια ώρα θα φανερώσουμε του αδελφού το       σφάλμα, θα φανερώσει και ο Θεός το δικό       μας».        33. Είπε ένας Γέροντας: «Μην       κρίνεις τον πόρνο. Εάν εσύ είσαι σώφρων.        Κι εσύ είσαι παραβάτης του νόμου όπως κι       εκείνος. Γιατί Αυτός που είπε να μην       πορνεύσεις (Ματθ. 5,27), είπε και να μην       κρίνεις (Ματθ. 7,1)».        35. Ήταν κάποιος Γέροντας       που έτρωγε καθημερινά τρία παξιμάδια.        Τον επισκέφθηκε κάποιος αδελφός και       όταν κάθησαν να φάνε, έβαλε και για τον       αδελφό τρία παξιμάδια. Είδε κατόπιν ο       Γέροντας ότι ο αδελφός είχε ανάγκη να       φάει περισσότερο και τού ’φερε άλλα       τρία. Αφού χόρτασαν και σηκώθηκαν,        κατέκρινε ο Γέροντας τον αδελφό και του       είπε: «Δεν πρέπει, αδελφέ, να υπηρετούμε       τη σάρκα μας». Ο αδελφός έβαλε μετάνοια       στον Γέροντα και έφυγε. Την επόμενη ημέρα όταν έφθασε η ώρα για       φαγητό, έβαλε ο Γέροντας τα τρία       παξιμάδια για τον εαυτό του. Αλλά αφού τα       έφαγε, αισθάνθηκε πάλι να πεινά αλλά       συγκρατήθηκε. Την άλλη μέρα πάλι το ίδιο       έπαθε και άρχισε να αισθάνεται       εξάντληση. Κατάλαβε τότε ο Γέροντας ότι       τον εγκατέλειψε ο Θεός και ρίχνοντας τον       εαυτό του ενώπιον του Θεού, άρχισε να       παρακαλεί μετά δακρύων για την       εγκατάλειψη που του έγινε. Και βλέπει       έναν άγγελο που του είπε: «Αυτό σου       συνέβη, επειδή κατέκρινες τον αδελφό. Να       ξέρεις λοιπόν ότι αυτός που μπορεί να       εγκρατεύεται ή να κάνει κάποιο άλλο καλό,        δεν το κάνει με δική του δύναμη, αλλά η       αγαθότητα του Θεού είναι που ενισχύει       τον άνθρωπο». Έλεγαν οι Γέροντες τίποτε δεν είναι       χειρότερο από την κατάκριση.        39. Ένας άγιος άνθρωπος,        όταν είδε κάποιον να αμαρτάνει, δάκρυσε       και είπε: «Αυτός σήμερα και εγώ σίγουρα       αύριο». Ακόμη κι αν πραγματικά αμαρτήσει       κάποιος μπροστά σου, μην τον κρίνεις,        αλλά να θεωρείς τον εαυτό σου πιο       αμαρτωλό απ’αυτόν, έστω κι αν είναι       κοσμικός.        40. Κάποιος αμαρτωλός       έκανε μια ερώτηση σ’έναν άγιο Γέροντα       για να έχει μια βάση, ώστε να μην       αμαρτάνει με τον λογισμό. «Ας υποθέσουμε―είπε―ότι βλέπω       κάποιον να κάνει κάτι και το λέω αυτό σε       κάποιον άλλο και βλέπω ότι δεν τον       κατακρίνω, αλλά απλώς το συζητούμε. Αυτό       παύει να είναι κατάκριση;» Ο Γέροντας       είπε: «Εάν μιλάς με εμπάθεια έχοντας       κάτι εναντίον του, είναι κατάκριση, αν       όμως είσαι ελεύθερος από πάθος, δεν       είναι κατάκριση. Αλλά για να μη       μεγαλώσει το κακό, η σιωπή είναι       προτιμότερη».        42. Άκουσε κάποιος από       τους Αγίους Πατέρες ότι ένας αδελφός       έπεσε στο αμάρτημα της πορνείας και είπε:        «Ω, άσχημα έκανε». Μετά από λίγες μέρες       πεθαίνει ο αδελφός και πάει άγγελος του       Θεού με την ψυχή του αδελφού στον       Γέροντα και του λέει: «Δες αυτόν που       κατέκρινες, πέθανε. Πού παραγγέλλεις να       τον βάλω· στη Βασιλεία του Θεού ή στην       κόλαση;» Μετά απ’αυτό, μέχρι την ώρα του       θανάτου του ο Γέροντας ζητούσε       ασταμάτητα από τον Θεό με δάκρυα και       πόνο πολύ να τον συγχωρήσει.        48. Ρωτήθηκε ένας       Γέροντας: «Γιατί δεν μπορώ να κατοικήσω       μαζί με άλλους αδελφούς;» Κι εκείνος       είπε: «Γιατί δεν φοβάσαι τον Θεό. Αν       θυμόσουν αυτά που λέει η αγία Γραφή ότι       στα Σόδομα σώθηκε ο Λώτ, επειδή δεν       κατέκρινε κανένα (Γεν. 19,1-23· πρβλ. Β’ Πετρ.        2,6-8) και εσύ θα έβαζες τον εαυτό σου να       κατοικήσει και σε θηρία ανάμεσα ».        53. Είπε ένας Γέροντας: «Τίποτε       δεν παροργίζει τόσο τον Θεό και τίποτε       δεν απογυμνώνει τόσο τον άνθρωπο από τη       χάρη, ώστε να φτάσει και σε εγκατάλειψη       από μέρους του Θεού, όσο το να κατηγορεί       τον πλησίον του ή να τον κατακρίνει ή να       τον εξουθενώνει. Και είναι τόσο βαρύτερη       η κατάκριση από κάθε άλλη αμαρτία, ώστε ο       ίδιος ο Χριστός λέει: «Υποκριτή, βγάλε       πρώτα το δοκάρι που έχεις στο μάτι σου       και τότε θα δείς καθαρά για να βγάλεις το       σκουπιδάκι που βρίσκεται στο μάτι του       αδελφού σου (Λουκ. 6,42). Παρομοίασε δηλαδή       το αμάρτημα του πλησίον με το σκουπιδάκι,        ενώ την κατάκριση με το δοκάρι. Είναι       τόσο κακό το να κατακρίνει κανείς·        σχεδόν ξεπερνά κάθε αμαρτία. Επομένως τίποτε δεν είναι βαρύτερο,        αδελφοί μου, ούτε χειρότερο από το να       καταδικάσουμε ή να εξουθενώσουμε τον       πλησίον. Γιατί να μη προτιμούμε να       κατακρίνουμε τον εαυτό μας; Και εννοώ τα       κακά τα δικά μας που καλά τα γνωρίζουμε       και για τα οποία πρόκεται να δώσουμε       λόγο στον Θεό. Γιατί αρπάζουμε το       δικαίωμα της κρίσης του Θεού; Τι θέλουμε       από το πλάσμα του, τι θέλουμε από τον       πλησίον; Τί ζητάμε από τα βάρη του άλλου;        Έχουμε, αδελφοί τι να φροντίσουμε. Ο       καθείς ας προσέχει τον εαυτό του και τις       δικές του κακίες, Η εξουσία να δικαιώνει       και να καταδικάζει, ανήκει μόνο στον Θεό,        που γνωρίζει και την κατάσταση του       καθενός και τη δύναμη· τον τρόπο της       ζωής και τα χαρίσματά του· την       ιδιοσυγκρασία και τις ικανότητες του·        ανήκει στον Θεό πού κρίνει ανάλογα με το       καθένα απ’ αυτά, όπως ο ίδιος μόνος τά       γνωρίζει».        54. Είπε ακόμη: «Ας       αποκτήσουμε αγάπη· Ας αποκτήσουμε       συμπόνια για τον πλησίον, ώστε να       αποφύγουμε τη φοβερή καταλαλιά και το να       καταδικάζουμε κάποιον ή να τον       εξουθενώνουμε. Ας βοηθούμε ο ένας τον       άλλον σαν να είναι δικό μας μέλος, γιατί       είμαστε μέλη του ιδίου σώματος, όπως       λέει ο Απόστολος· όλοι είμαστε ένα σώμα       και ο καθένας μας είναι μέλος του       σώματος στο οποίο ανήκουν και οι άλλοι       ως μέλη (Ρωμ. 12,5). Και όταν πάσχει ένα       μέλος συμπάσχουν όλα τα άλλα». Τέλος της πραγματείας για να       επαγρυπνούμε                         ώστε να μην κρίνουμε κανέναν.

Share Button