Περί θανάτου Του μακαριστού Γέροντος Κλεόπα Ηλιέ

ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ
Του μακαριστού Γέροντος Κλεόπα Ηλιέ
«Γρηγορείτε ουν, ότι ουκ οίδατε την ημέραν ουδέ την ώραν εν η ο υιός του ανθρώπου έρχεται» (Ματθ. 25,13)
«Εδώ, βασιλεύ, είναι το σκήπτρο σου, εδώ ηγεμόνες του κόσμου είναι τα πα­λάτια σας, εδώ δικαστή είναι το κρεββάτι σου, εδώ, αρχιερεύ του Χριστού είναι η μίτρα σου, εδώ φιλόσοφε, είναι η ακαδημία σου, εδώ διδάσκαλε, είναι το σχολείο σου, εδώ ρήτορ είναι ο άμβων σου, εδώ μοναχέ, είναι η άσκησί σου, εδώ θνητέ άνθρωπε, είναι η κατοικία σου…».

Πατέρες και αδελφοί,
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος μας ομιλεί συχνά για την τελευταία ώρα και το λεπτό της παρούσης ζωής μας, από την οποία κρίνονται όλες οι ημέρες της ζωής μας. Αλλά γιατί τόσο ενδιαφέρον και προσοχή σ’ αυτή την ε­σχάτη στιγμή της παρούσης ζωής μας;
Η τελευταία αυτή ώρα είναι ανώτερη από όλη την ζωή μας, όσο μακροχρόνια και να ήταν αυτή. Για να κα­ταλάβουμε αυτό πρέπει να σκεφθούμε ότι γι’ αυτό το τε­λευταίο λεπτό ο Επουράνιος Πατήρ μας έστειλε στον κό­σμο τον Μονογενή Του Υιό. Γι’ αυτό το λεπτό ο Χριστός γεννήθηκε ως βρέφος στην σπηλιά, σπαργανώθηκε στην φάτνη, έκλαυσε μέσα στα άχυρα και υπέμεινε τα πάντα από το αχάριστο γένος των ανθρώπων μέχρι του οδυνη­ρού και σταυρικού Του θανάτου. Γι’ αυτό το λεπτό γρά­φθηκαν τα τέσσερα ευαγγέλια για να μας ελευθερώσουν από την πλάνη, να μας διδάξουν για τον ουράνιο σκοπό μας και να μας προετοιμάσουν για την τελευταία στιγμή της ζωής μας. Γι’ αυτό το λεπτό δόθηκαν τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, τα επτά Μυστήρια, ως μέσα αγιασμού μας, οι Δέκα Εντολές και τελευταία η κλήσις για την μοναχική ζωή μας. Γι’ αυτό το λεπτό τόσοι άγιοι έφυ­γαν από τον κόσμο για τις ερήμους, τις σπηλιές και τις τρώγλες της γης και αγωνίσθηκαν μέχρι θανάτου για την εσχάτη καλή απολογία ενώπιον του Δικαίου Κριτού. Γι’ αυτό το λεπτό τόσα εκατομμύρια μάρτυρες υπέφεραν τα βάσανα και εθυσίαζαν την παρούσα ζωή για να κερδίσουν την αιώνια.
Αδελφοί μου, ας μη ξεχνάμε ότι ο εχθρός της σωτη­ρίας μας γνωρίζει καλλίτερα από εμάς πόση μεγάλη ση­μασία έχει αυτό το τελευταίο λεπτό της ζωής μας. Γι’ αυτό τότε μας προκαλεί μεγάλους και φοβερούς πειρα­σμούς, για να θανατώση την ψυχή μας και να μας απομακρύνη έστω την εσχάτη εκείνη στιγμή από τον Θεό και Σωτήρα μας.
Και τώρα να σας κάνω την ερώτηση: Αραγε γνωρίζε­τε ποιοί είναι οι πειρασμοί τους όποιους παρουσιάζει ο διάβολος στην ώρα της εξόδου μας απ’ αυτή την ζωή;
Κατά τους Αγίους Πατέρας τέσσερεις είναι οι επιθέ­σεις του διαβόλου εναντίον των δούλων του Θεού στις ε­πιθανάτιες στιγμές.
Ο πρώτος πειρασμός του διαβόλου γίνεται εναντίον της πίστεώς μας. Βλέποντας ο διάβολος ότι ο άνθρωπος αδυνάτισε, αρχίζει να του σπέρνη στον νου λογισμούς απιστίας και αμφιβολίας για την ορθόδοξο πίστι μας. Ο ά­γιος Νικόδημος ο Αγιορείτης σ’ αυτή την περίπτωσι μας συμβουλεύει τα εξής: «Όταν ιδούμε ότι μας φέρνει λογι­σμούς απελπισίας και απιστίας κατά την ώρα του θανά­του μας, ν’ απομακρύνουμε αυτούς από την σκέψι μας λέγοντας: «Πήγαινε οπίσω μου, σατανά, πατέρα του ψεύ­δους, διότι δεν θέλω ούτε να σε ακούω. Μου είναι αρκετό να πιστεύω σ’ αυτά που πιστεύει η Εκκλησία μου». Δεν πρέπει να δίνουμε καθόλου σημασία στους λογισμούς της απιστίας, όπως μας διδάσκει και η Αγία Γραφή: «εάν πνεύμα του εξουσιάζοντος αναβή επί σε, τόπον σου μη αφής», (Εκκλησ. 10,4). Ενώ, εάν ο πονηρός όφις σε ερωτήση: «Και τί πιστεύει η Εκκλησία»; Μη του δώσης προ­σοχή και μη του απαντήσης καθόλου. Εάν είσαι δυνατός στην πίστι και θέλεις να τον εντροπιάσης, απάντησέ του νοερά: «Η Αγία μου Εκκλησία πιστεύει στην αλήθεια». Εάν σε ερωτήση πάλι: «ποιά αλήθεια;» να του απαντήσης: «Αυτή την οποία πιστεύει η Εκκλησία». Κράτησε τον νου σου δυνατά και σταθερά στον Σταυρωθέντα Κύ­ριο, λέγοντας Του: «Θεέ μου Πλάστη μου και Δημιουργέ μου, βοήθησέ με γρήγορα για να μη απομακρυνθώ από την αλήθειά Σου και την πίστι Σου. Καθώς με την Χάρι Σου με ανεγέννησες έτσι μέχρι τέλους της παρούσης ζω­ής μου να με φυλάξης προς δόξα του Ονόματος Σου».
Ο δεύτερος πειρασμός στην ώρα του θανάτου μας είναι της απελπισίας. Προσπαθεί δηλαδή ο διάβολος να μας προκαλέση φόβο ενθυμίζοντας τις αμαρτίες μας για να μας ρίξη έτσι στον βυθό της απελπισίας. Αλλά εσύ, α­δελφέ μου, στάσου γενναίος σ’ αυτό τον κίνδυνο και να γνωρίζης εκ των προτέρων δύο πράγματα: Εάν η ενθύμησις των αμαρτιών σου σε ταπεινώνη και σου προκαλή πό­νο στην καρδιά σου, διότι ελύπησες τον Θεό με τις αμαρτίες σου, και αυτός ο πόνος σου φέρνει στην ψυχή ειρή­νη, αγάπη για τον Θεό και πραότητα, τότε να ξέρης ότι αυτή η ενθύμησις είναι από την Χάρι του Θεού, ενώ όταν σού προκαλεί οργή στην καρδιά, αδημονία και ταραχή, να γνωρίζης ότι είναι έργο του δαίμονος, ο όποιος θέλει να σε ρίξη στον λάκκο της απελπισίας πιστεύοντας ότι δεν υπάρχει για εσένα σωτηρία και ότι θα κολασθής. Τό­τε να ταπεινώνεσαι περισσότερο και να έχης την ελπίδα σου στον Θεό και όχι στα έργα σου. Μόνο έτσι με γλυτώσης από τους νοητούς εχθρούς, θα σύντριψης τα άρματα τους και θα δοξάσης τον Θεό. Κατόπιν, εάν σου φαίνεται ότι ο ίδιος ο Θεός σου λέγει πώς δεν είσαι από τα πρόβατά Του, να μη χάσης την ελπίδα σου που έχεις προς Αυτόν, αλλά με ταπείνωσι να Του είπης: «Πράγματι έχεις δί­καιο, Θεέ μου, αν με αρνηθής λόγω των αμαρτιών μου, αλλά εγώ έχω μεγάλη ελπίδα στο έλεός Σου ότι θα με συγχωρέσης. Ζητώ την σωτηρία για την παναθλία μου ψυχή, η οποία για την κακία της είναι άξια τιμωρίας, αλλά που γι’ αυτήν έχυσες το πάντιμο Αίμα Σου. Θέλω να σωθώ, Λυτρωτά μου, για την δόξα Σου έχοντας ελπίδα στο άπειρο έλεός Σου, γι’ αυτό και αφήνω τον εαυτό μου στα χέρια Σου. Κάνε για μένα αυτό που θέλει η ευσπλα­χνία Σου, διότι για μένα μόνο εσύ είσαι ο Δεσπότης μου, και αν ακόμη αποθάνης, εγώ πάλι σε Εσένα θα έχω την ελπίδα μου».
Ο τρίτος πειρασμός του διαβόλου στην ώρα του θα­νάτου μας είναι της κενοδοξίας και της εμπιστοσύνης στα έργα μας που εκάναμε. Γι’ αυτό ουδέποτε, μα προ­παντός στην τελευταία στιγμή της ζωής μας, να μη αφήσουμε τον νου μας να αισθανθή ικανοποίησι για τα έργα που έκανε, έστω και να επέτυχε όλες τις αρετές των ά­γιων. Το στήριγμά μας σε εκείνη κυρίως την ώρα να είναι μόνο η ελπίδα μας στον Θεό, στο έλεός Του, στο Τίμιο Αίμα Του που έχυσε από αγάπη για εμάς και την σωτηρία μας. Πάντοτε, μα προπαντός εκείνη την ώρα, να κατηγο­ρούμε τον εαυτό μας, να τον καταδικάζουμε ως άξιο τι­μωρίας, χωρίς να χάνουμε την ελπίδα μας στο άπειρο έ­λεος του Θεού, και εάν μας παρουσιάση ο πειρασμός κά­ποιο καλό έργο μας, εμείς να λέγωμεν τότε, ότι ο Θεός το έκανε και όχι εμείς. Επί πλέον να μη περιμένουμε τον δί­καιο δήθεν μισθό για τα έργα μας, για τους αγώνες μας και τις νίκες μας κατά του διαβόλου και της αμαρτίας. Να παραμένουμε συνεχώς μέσα σε ένα άγιο φόβο, σκε­πτόμενοι ότι όλοι οι κόποι και οι αγώνες μας θα ήταν μά­ταιοι και ανεκτέλεστοι, εάν ο Θεός δεν μας είχε υπό την σκέπη Του και την βοήθειά Του. Όταν σκεπτώμεθα όλα αυτά, οι δαίμονες δεν θα μπορέσουν τότε να σπάσουν τον δεσμό μας με τον Επουράνιο Πατέρα μας και θα περά­σουμε με το έλεός Του χαρούμενοι από αυτή την γη της ε­ξορίας στην άνω Ιερουσαλήμ, την περιπόθητη πατρίδα μας.
Ο τέταρτος δαιμονικός πειρασμός στις τελευταίες μας στιγμές είναι οι φαντασίες και οι διάφορες μορφές και παραστάσεις.
Σ’ ολόκληρη την ζωή μας ο πονηρός εχθρός δεν μας πολεμά με φαντασίες τόσο όσο στο τέλος της ζωής μας, θέλοντας να μας πλανήση με τις ψευδοαπάτες, δήθεν θε­ωρίες και τους μετασχηματισμούς του σε άγγελο φωτός.
«Σ’ όλα αυτά, αδελφέ μου, να παραμένης σταθερά στην συναίσθησι της μηδαμινότητος και αμαρτωλότητός σου. Όταν έλθη με φαντασίες ο διάβολος να σε προσβάλη, με θάρρος και τολμηρή καρδιά να του ειπής: «Χάσου, άθλιε, στο σκοτάδι σου, διότι δεν μου χρειάζονται οι φαν­τασίες σου. Δεν έχω ανάγκη από άλλο τίποτε, παρά από την ευσπλαχνία του Ιησού μου και τις πρεσβείες της Αειπαρθένου, Μητρός Του και των άλλων Αγίων. Εάν και μετά από πολλές αποδείξεις και εμφανίσεις καταλάβης ότι είναι αληθινά σημεία από τον Θεό και πάλι διώξε τα και όσο μπορείς να τα απομακρύνης από κοντά σου. Δεν θα λυπηθή ο Θεός γι’ αυτή την στάσι σου, έστω και να προέρχωνται οι θεωρίες απ’ Αυτόν. Γνωρίζει Εκείνος να σε πείση, εάν τα σημεία είναι απ’ Αυτόν, ώστε να τα δεχθής».
Αυτές είναι οι σπουδαιότερες επιθέσεις με τις όποιες συνηθίζουν οι νοητοί εχθροί μας να μας προσβάλλουν στα τελευταία λεπτά της ζωής μας….
Από τους παλαιοτέρους καιρούς οι εκλεκτοί άνθρω­ποι του Θεού ώπλίζοντο δυνατά κατά της αμαρτίας με την συνεχή ενθύμησι του θανάτου. Ως πρώτος διδάσκα­λος της μνήμης του θανάτου θεωρείται ο Νώε, ο όποιος προ του χωρισμού των παιδιών του, τα εκάλεσε και τους εμοίρασε τα οστά του προπάτορος Αδάμ, τα όποια δια­τηρούσε στην Κιβωτό ως κληρονομιά από τους παλαιοτέ­ρους πατριάρχας. Όταν τα εμοίρασε στα παιδιά του, εκείνα τον ερώτησαν: «Σε τί θα μας ωφελήσουν αυτά τα οστά του Αδάμ, πάτερ;» και εκείνος τους είπε: «Παιδιά μου, μεγάλη ωφέλεια θα σας προξενούν αυτά, εάν πάντο­τε τα αντικρύζετε. Από πολλές κακίες θα σάς εμποδί­ζουν και σε πολλά καλά έργα θα σάς προτρέπουν. Βλέ­ποντας αυτά θα ενθυμήσθε τις ψυχές των προπατόρων μας, οι όποιες τώρα βασανίζονται στις φοβερές φυλακές του άδου, διότι κατεπάτησαν την εντολή του Θεού φαγόντες από τον απαγορευμένο καρπό. Μη ξεχνάτε ότι και ε­σείς μετά από ολίγο καιρό θα αποθάνετε και εάν εδώ κα­ταπατήσετε τις εντολές του Θεού, θα βασανίζεσθε εκεί αιωνίως, όπως οι προπάτορες Αδάμ και Εύα. Να γιατί πρέπει να μνημονεύετε τον θάνατο, βλέποντας τα οστά αυτά, ώστε να φυλάγετε εδώ τις εντολές του Θεού» (Α­πό το βιβλίο «Θύρα της Μετανοίας»).
Αλλά και ο κανών της υπομονής ο δίκαιος Ιώβ θέλοντας να δείξη πόση ωφέλεια έχει η θεωρία των τάφων και οστών των νεκρών, γι’ αυτούς που θέλουν στην ζωή των να διορθωθούν, λέγει: «και αυτός εις τάφους απηνέχθη και επί σωρών ηγρύπνησεν» (Ιώβ 21,32). Πράγματι, τίποτε δεν ξυπνά τον άνθρωπο από την χαύνωσι και αναισθησία και τίποτε δεν τον εμποδίζει τόσο από την διάπραξι της αμαρτίας, όσο η σκέψις του θανάτου. Το ίδιο τονίζει και η Αγία Γραφή, όταν λέγη: «Υιέ μου, μνήσθητι των εσχάτων σου και ουδέποτε αμαρτήσει».
Εμείς οι θνητοί, αφ’ ότου γεννώμεθα, αρχίζουμε ολο­ταχώς να τρέχουμε προς τον τάφο. Μεταξύ αυτών των δύο άκρων και ορίων, της γεννήσεως και του θανάτου, προσδιορίζεται η απόστασις της παρούσης ζωής, η οποία είναι όπως ο αντίλαλος μιάς φωνής που ακούγεται και γρήγορα χάνεται. Η Αγία Γραφή λέγει στο βιβλίο του Ιώβ (7,6): «ο δε βίος μου ελαφρότερος λαλιάς». Κανείς από τους φιλοσόφους και ρήτορας αυτού του κόσμου δεν μπορεί να μας ωφελήση περισσότερο, όσο η φωνή του θα­νάτου.
Όταν το σώμα μας διεγείρεται από τις κακές του ε­πιθυμίες, να ερωτάμε τον θάνατο: «Τί λέγεις, ώ θάνατε, να συγκατατεθώ στους αισχρούς λογισμούς και να τελέ­σω την αμαρτία ενώπιον του Θεού η όχι;». Τότε ας ακούσωμε την Γραφή που λέγει: «Το δε φρόνημα της σαρκός θάνατος, το δε φρόνημα του πνεύματος ζωή και ειρήνη» (Ρωμ. 8,6) διότι «ει κατά σάρκα ζήτε, μέλλετε αποθνήσκειν, ει δε πνεύματι τας πράξεις του σώματος θανατούτε, ζήσεσθε» (Ρωμ. 8,13). Ενώ, όταν η φιλαργυρία μας αιχμαλωτίζει τον νου, ώστε να συγκεντρώσουμε χρήμα­τα, χωρίς να τα προσφέρουμε αυτά ως ελεημοσύνη στους πτωχούς, ας ακούσωμε πάλι τον Κύριο στο κατά Ματ­θαίο Ευαγγέλιο να μας λέγει: «Μη θησαυρίζετε υμίν θη­σαυρούς επί της γης, όπου σης και βρώσις αφανίζει» (6, 19). Και ποιό θα είναι το τέλος των άσπλαχνων και φιλάργυρων: «και απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αίώνιον, οι δε δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον» (Ματθ. 25,46). Και όταν πάλι ο λογισμός μας συμβουλεύει να τρώγωμε, να πίνουμε και να διασκεδάζουμε σ’ αυτό τον κόσμο, ας ερωτάμε τον θάνατο και αυτός θα μας λέγη: Άνθρωπε, πρόσεχε διότι «ου γάρ έστιν η βασιλεία του Θεού βρώσις και πόσις, αλλά δικαιοσύνη και ειρήνη και χαρά εν Πνεύματι Αγίω» (Ρωμ. 14,17). Πρόσεχε διότι «ούτε μέθυσοι, ούτε πλεονέκται, ου λοίδοροι βασιλείαν Θεού κληρονομήσουσι» (Α’ Κορ. 6,10).
Πατέρες και αδελφοί, γνωρίζουμε σίγουρα ότι όλοι θα αποθάνουμε, αλλά το πιο συγκλονιστικό είναι ότι δεν γνωρίζουμε πώς και πότε θα αποθάνουμε. Μάς περιμένει λοιπόν ο θάνατος, αλλά είμεθα προετοιμασμένοι γι’ αυτόν; Ακούμε συχνά από το Ιερό Ευαγγέλιο ότι Μαρία η Μαγδαληνή καθόταν απέναντι του τάφου του Κυρίου και έκλαιε, ενώ ο δίκαιος Ιώβ μέσα στους πόνους και τους στεναγμούς του έλεγε: «εάν δε υπομείνω, άδης μου ο οί­κος, εν δε γνόφω έστρωταί μου η στρωμνή. Θάνατον επεκαλεσάμην πατέρα μου είναι, μητέρα δε μου και αδελφήν σαπρίαν» (17,13-14). Να σκεπτώμεθα, αδελφοί μου, ότι το μνήμα είναι η πατρίς όλων των καλών έργων και ο τό­πος κάθε χριστιανικής φιλοσοφίας. Να πηγαίνουμε και ε­μείς συχνά στους τάφους και στο Κοιμητήριο και εκεί θα διδασκώμεθα όσα δεν μπορούν να μας προσφέρουν όλες οι ανθρώπινες φιλοσοφίες. Και εάν με τον νου μας εισέλ­θουμε μέσα στον τάφο, θα ακούσωμε τις φωνές των κεκοιμημένων να λέγουν προς εμάς: «Εδώ, βασιλεύ, είναι το σκήπτρο σου, εδώ ηγεμόνες του κόσμου είναι τα πα­λάτια σας, εδώ δικαστή είναι το κρεββάτι σου, εδώ, αρχιερεύ του Χριστού είναι η μίτρα σου, εδώ φιλόσοφε, είναι η ακαδημία σου, εδώ διδάσκαλε, είναι το σχολείο σου, εδώ ρήτορ είναι ο άμβων σου, εδώ μοναχέ, είναι η άσκησί σου, εδώ θνητέ άνθρωπε, είναι η κατοικία σου…».
Την παροδικότητα της ζωής μας την περιγράφει σε πολλά σημεία της η Αγία Γραφή: Ο άνθρωπος είναι χόρ­τος και άνθος χόρτου (Ψαλμ. 89,5-6), είναι σκιά, η οποία αναχωρεί γρήγορα και εξαφανίζεται (Α΄ Παραλειπ. 29,15) είναι καπνός: «ότι εξέλιπον ωσεί καπνός αι ημέραι μου και τα οστά μου ωσεί φρύγιον συνεφρύγησαν» (Ψαλμ. 101,4). Η ζωή μας ομοιάζει με το πέταγμα του αετού (Ιώβ 9,26), είναι τόσο σύντομη όσο χρειάζεται να γκρεμίση κάποιος μία καλύβα που μόλις έφτιαξε (Ησ. 38,12), τρέχει όπως το νερό επί της γης (Β’ Βασιλ. 14,14), όμοιά- ζει με τον ύπνο και την ατμίδα (Ίακωβ. 4,14).
Και εάν, αδελφέ μου, όλα αυτά τα εγνώριζες η τα έ­μαθες από τις Αγίες Γραφές, για ποιά αιτία έδεσες την καρδιά σου με τα μάταια και εφήμερα πράγματα του κό­σμου; Για ποιά αιτία δεν αγωνίσθηκες να βάλης καλή άρχή μετανοίας και καθαράς ζωής ενώπιον του Θεού; Η φωνή των νεκρών ας ήχοι πάντοτε στα αυτιά μας: «Νήφετε και αγρυπνείτε, αδελφοί μου, όσο έχετε καιρό, διότι δεν γνωρίζετε την ακριβή ώρα που θα έλθετε προς εμάς»!
Μετά από όλα αυτά, ας έχουμε την σκέψι μας πάντο­τε στο τελευταίο λεπτό της ζωής μας, όπου τότε θα κριθή η απώλεια της ψυχής μας η σωτηρία της. Απ’ αυτό το λεπτό κρίνεται η αιωνιότης στην κόλασι ή στον παράδει­σο, όπου η κατάστασις παραμένει αμετάβλητος στους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Ιερομονάχου Κλεόπα Ηλιέ
«Πνευματικοί Λόγοι»
Εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη»
Θεσσαλονίκη 1992

Share Button