Δ’ Θεολογικό Συνέδριο Ἱ.Μητροπόλεως Ναυπάκτου: «Ἡ Θεολογία στήν Τουρκοκρατία»

Τό Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2018, στήν Ναύπακτο πραγματοποιήθηκε, μέ τήν εὐκαιρία τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Ἱεροθέου, τό Δ’ Θεολογικό Συνέδριο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου, μέ γενικό θέμα «Ἡ Θεολογία στήν Τουρκοκρατία».

Στήν αἴθουσα τοῦ Πνευματικοῦ Κέντρου τῆς Μητροπόλεως πού παρά τίς ἔκτακτες καιρικές συνθῆκες ἦταν ἀσφυκτικά γεμάτη ἀπό τήν ἀρχή τοῦ Συνεδρίου, 9:00 πμ. μέχρι τό τέλος στίς 2:00 μμ., παρέστησαν οἱ Ἀρχές τοῦ τόπου, Κληρικοί, μοναχοί καί μοναχές καί πολλοί πιστοί.

Οἱ Εἰσηγητές καί τά θέματα πού ἀνέπτυξαν ἦταν ἐπιγραμματικά: –Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεος: «Ἡ Θεολογία στήν Τουρκοκρατία». –Μαρίνα Κολοβοπούλου, Ἐπίκουρος Καθηγήτρια Ε.Κ.Π.Α: –«Ἡ προσφορά τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στό Γένος κατά τήν Τουρκοκρατία». –Ἐπίσκοπος Ἀβύδου Κύριλλος, Καθηγητής Ε.Κ.Π.Α.: «Ἡ ἀλληλογραφία τοῦ Πατριάρχου Ἱερεμίου Β΄ μέ τούς θεολόγους τῆς Τυβίγγης». Πρωτοπρ. Γεώργιος Μεταλληνός, Ὁμότιμος Καθηγητής Ε.Κ.Π.Α.: –«Ὁ μύθος περί ξένων ἐπιδράσεων στά ἔργα τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου». –Λάμπρος Σιάσος, Καθηγητής Α.Π.Θ.: «Ὑπῆρξεν Μεθόδιος ὁ Ἀνθρακίτης «τέρας ἀποφώλιον»; Ζητήματα θεολογικῆς ἀκρισίας κατά τόν ΙΗ΄ αἰώνα». –Γεώργιος Παναγόπουλος, Ἀναπληρωτής Καθηγητής Α.Ε.Α. Βελλᾶς: «Ἡ Φιλοκαλία τῶν ἁγίων Μακαρίου καί Νικοδήμου ὡς συνέχεια τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως».

Τό Συνέδριο ἄρχισε μέ ἐπίκαιρους ὕμνους ἀπό χορό ἱεροψαλτῶν μέ χοράρχη τόν κ. Παντελῆ Ἀναστασόπουλο καί ἀμέσως μετά ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος κήρυξε τήν ἔναρξή του.

Δ’ Θεολογικό Συνέδριο Ἱ.Μητροπόλεως Ναυπάκτου: «Ἡ Θεολογία στήν Τουρκοκρατία»

*

Ὁ Θεοφιλέστατος Ἐπίσκοπος Ἀβύδου κ. Κύριλλος ἀνέγνωσε τό Μήνυμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου πρός τόν Μητροπολίτη Ναυπάκτου γιά τό Συνέδριο. Μεταξύ τῶν ἄλλων ὁ Παναγιώτατος ἔγραφε:

«Ἐπαινοῦμεν τήν χριστοτερπῆ μέριμναν ὑμῶν διά τήν ὀργάνωσιν θεολογικῶν συνεδρίων, τά ὁποῖα συνάγουν ἐπί τό αὐτό μύστας τῆς ἱερᾶς ἐπιστήμης, κληρικούς καί λαϊκούς θεολόγους, νέους ἀνθρώπους μέ πνευματικά ἐνδιαφέροντα καί ἄλλους πολλούς, πρός μελέτην καί συζήτησιν σημαντικωτάτων διά τήν ὀρθόδοξον ἡμῶν αὐτοσυνειδησίαν θεμάτων, ὡς τό ἀντικείμενον τῆς παρούσης συνάξεως, ἐν τῷ πλαισίῳ τοῦ ὁποίου θά προσεγγισθῇ καί ὁ ρόλος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου διά τήν ἑνότητα καί τήν ταυτότητα τοῦ Γένους κατά τήν περίοδον τῆς Τουρκοκρατίας, διά τήν διατήρησιν τῆς ὀρθοδόξου ἡμῶν αὐτοσυνειδησίας, καί γενικώτερον, διά τήν διάσωσιν καί ἀνάπτυξιν τοῦ ἡμετέρου πολιτισμοῦ. …

Καθ’ ὅλην τήν διάρκειαν τῆς Τουρκοκρατίας, τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον ἦτο ὁ πνευματικός φάρος διά τό Γένος, ἡ ἀκένωτος πηγή ἐκ τῆς ὁποίας τοῦτο ἤντλει δύναμιν καί ἐλπίδα διά τήν ἐπιβίωσιν καί τήν διαφύλαξιν τῆς ἰδιοπροσωπίας του. Ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία προσέφερεν εἰς τό πλήρωμά της οὐχί ἁπλῶς “βοήθειαν”, ἀλλά “Ἀλήθειαν”, τόν προσανατολισμόν πρός τόν Χριστόν τήν “αὐτοαλήθειαν”, καί πρός τά σωτηριώδη ἀκατάλυτα διδάγματα αὐτοῦ, τήν ἀφοσίωσιν εἰς τήν Ὀρθοδοξίαν, τήν μετοχήν εἰς τήν λειτουργικήν ζωήν τῆς Ἐκκλησίας, τήν ἁπλότητα καί τήν ὀλιγάρκειαν, τήν εὐχαριστιακήν χρῆσιν τοῦ κόσμου, τήν ἐλευθερίαν “ἐκ καθαρᾶς καρδίας”. Ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας “ἐν τῷ κόσμῳ” ἦτο διά τούς πιστούς πρόγευσις τῆς «οὐκ ἐκ τοῦ κόσμου» δόξης τῆς Βασιλείας, τῆς ἐσχατολογικῆς πληρώσεως τῆς Θείας Οἰκονομίας.

Ἐν τῷ πνεύματι τούτῳ, θεωροῦμεν ἄτοπον κάθε μορφῆς ὑποτίμησιν τῆς πνευματικῆς καί πολιτισμικῆς καταστάσεως τοῦ Γένους κατά τήν περίοδον τῆς Τουρκοκρατίας. …

Προσευχόμεθα καί εὐχόμεθα, ἡ νέα γενεά τῶν Ὀρθοδόξων νά κατανοήσῃ τήν ζωτικήν σημασίαν τῆς μελέτης καί τῆς οἰκειώσεως τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Παραδόσεως, νά ἐμπνευσθῇ ἐκ τῆς πίστεως καί τῆς ἀφοσιώσεως τῶν Πατέρων ἡμῶν εἰς Χριστόν, ὅτι “οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία∙ οὐδέ γάρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον ὑπό τόν οὐρανόν τό δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς” …».

Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Νέας Ἰωνίας κ. Γαβριήλ ἀνέγνωσε τό Μήνυμα τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος καί Προέδρου τῆς Ἱερᾶς Συνόδου κ. Ἱερωνύμου, ὁ ὁποῖος μεταξύ ἄλλων τόνισε:

«Διαπιστώνει κανείς ὅτι σέ καιρούς ἐμπερίστατους γιά τόν Ἑλληνισμό, ὅπως οἱ χρόνοι τῆς Τουρκοκρατίας, οἱ θλίψεις τῆς δουλείας δέν στάθηκαν ἱκανές νά ἀνακόψουν τό χάρισμα τῆς θεολογικῆς ἀναζητήσεως καί μελέτης. Καθώς σημειώνεται ἀπό ἕναν ἠπειρώτη λόγιο τῆς ἐποχῆς “ἡ ἡμετέρα διάλεκτος πολιτεύεται καί ἡ εὐσέβεια τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας κηρύττεται καί διδάσκαλοι σπουδαῖοι κοσμοῦσι τάς ὁμηγύρεις τῶν τε Ἀρχιερέων καί τῶν κληρικῶν καί ἀπ’ ἄμβωνος συνεχῶς κηρύττουσι λόγους”. Ἡ Ὀρθοδοξία, εἴτε ὡς κοινή πίστη τῆς Ἐκκλησίας εἴτε ὡς θεολογική ἔκφραση εἴτε κυρίως ὡς βίωμα καί πράξη ζωῆς, δέν γνώρισε τήν ἅλωση, οὖσα ἐκείνη μάλιστα ἡ ὁποία προσέδιδε τό στοιχεῖο τῆς ταυτότητος πού ξεχώριζε τόν Ἕλληνα ἀπό τόν ἀλλόθρησκο ἥ τόν ἑτερόδοξο. …

Ὀφείλονται εὐχαριστίες πρός ὑμᾶς, Σεβασμιώτατε, γιά ὅσα σοφῶς προσφέρετε μετ’ ἐπιστήμης, ὥστε τό εὖρος τῆς πνευματικῆς αὐτῆς κληρονομίας νά καρποφορεῖ ἀδιαλείπτως, νά ἀναπτερώνει καί νά φωτίζει τίς ψυχές στούς σημερινούς καιρούς…».

Στήν συνέχεια ὁ Βουλευτής Αἰτωλοακαρνανίας κ. Δημήτριος Κωνσταντόπουλος ἀπηύθυνε χαιρετισμό:

«…Δέν εἶναι ὑπερβολή νά ποῦμε, ὅτι μέσα ἀπό τή θεολογία διατηρήθηκε ἡ πίστη, ἡ γλώσσα καί ἡ ἑλληνικότητα στήν Τουρκοκρατία, κάτι πού ἀντίστοιχα δέ συνέβη σέ ἄλλες περιοχές ὅπου ἡ θεολογία δέν ἀναπτύχθηκε.

Ἡ πίστη καί ἡ ἱστορία τοῦ λαοῦ μας εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένες. Οἱ ἡσυχαστές, νεομάρτυρες καί οἱ φιλοκαλικοί πατέρες μέ τό ἔργο τους διαφύλαξαν καί τίς δυό. Ἀκόμα καί κατά τή διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας καί τῆς ὑποδούλωσης μάλιστα σέ ἀλλόθρησκους, ἡ Ἐκκλησία καί ἡ Ὀρθοδοξία συνέχισε νά ἐπιτελῆ τό ἔργο της».

Ἐπανέλαβε τόν λόγο τοῦ Προέδρου τῆς Δημοκρατίας ὅτι «τό Βυζάντιο δέν ὑπῆρξε ποτέ μέρος τοῦ Μεσαίωνα» καί εἶπε ὅτι εἶναι μιά μεγάλη ἀλήθεια. «Τόσο κατά τούς Βυζαντινούς χρόνους ὅσο καί ἀργότερα ἀκόμα καί ἐπί Τουρκοκρατίας, ἡ Ἐκκλησία δέν ὑπῆρξε ρατσιστική, οὔτε σκοταδιστική. Ἀντίθετα, μέ ἐκπροσώπους της μέσα ἀπό τό λαό δίδαξε τήν ἀγάπη, τήν ἀλληλεγγύη, τήν πίστη, τήν παιδεία, τήν παράδοση. …

Στό Σεβασμιώτατο νά εὐχηθῶ νά συνεχίση τό θεάρεστο πνευματικό του ἔργο, καθώς καί νά ἔχει ὑγεία καί δύναμη γιά συνέχεια στό πλούσιο συγγραφικό του ἔργο, ὅπου γιά ὅλους μας ἀποτελεῖ πηγή ἀπαντήσεων σέ ἀναζητήσεις τῶν θεολογικῶν προβληματισμῶν μας».

Ἡ Ἀντιπεριφερειάρχης κ. Χριστίνα Σταρακᾶ στόν χαιρετισμό της ἀνέφερε:

«Εὐτυχῶς γιά τήν Ναυπακτία καί τήν Αἰτωλοακαρνανία τά θεολογικά συνέδρια πού διοργανώνει, ὡς θεσμό πιά μέ τήν εὐκαιρία τῆς ὀνομαστικῆς του ἑορτῆς ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης κ.κ. Ἱερόθεος, ἔχουν στεριώσει γιά τά καλά καί ἀποτελοῦν σπουδαῖο πνευματικό γεγονός γιά ὅλη τήν χώρα πλέον. …

Πρόκειται γιά θέματα πού θά παρουσιάσουν κορυφαῖοι μελετητές καί καθηγητές καί οἱ ὁποῖοι τιμοῦν τό συνέδριο μέ τήν παρουσία τους.

Τό ἔχω πεῖ πολλές φορές, γιατί τό πιστεύω ἀκράδαντα, πώς ὁ Μητροπολίτης μας ἐκτός ἀπό εὐρυμαθῆς, ἐρευνητής καί δάσκαλος, εἶναι κι ἕνας θρησκευτικός ἡγέτης πού χτίζει γέφυρες καί ἀνοίγει πνευματικούς ὁρίζοντες γιά ὅλους μας.

Εἶμαι σίγουρη ὅτι οἱ συμπολίτες μας περιμένουν νά ἀκούσουν τίς ὁμιλίες καί τά συμπεράσματα τούτου τοῦ 4ου Θεολογικοῦ Συνεδρίου ἀπό ἀνθρώπους πού δίνουν νόημα στήν εἰλικρινῆ καί ἀδιάκοπη στό πέρασμα τῶν χρόνων σχέση τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν Πολιτεία».

Ὁ Δήμαρχος Ναυπακτίας κ. Παναγιώτης Λουκόπουλος συνεχάρη τούς εἰσηγητές τοῦ Συνεδρίου πού τιμοῦν μέ τήν παρουσία τους καί τήν γνώση τους τήν πόλη μας, ὑπογράμμισε τήν σημασία τοῦ θέματος, πού ἀναφέρεται σέ μιά πολύ δύσκολη περίοδο, περίοδο ἀνάγκης γιά τήν Πατρίδα, πού ὡς γνωστόν τότε καί οἱ φίλοι «κλείνουν τήν πόρτα». Ἐκεῖνα τά χρόνια ἡ Ἐκκλησία στάθηκε δίπλα στόν λαό καί τόν βοήθησε.

Ὁ Πρόεδρος τοῦ Δικηγορικοῦ Συλλόγου Μεσολογγίου καί Ναυπάκτου κ. Χρῆστος Παΐσιος, ὑπογράμμισε τήν σημασία καί τό βάθος τοῦ θέματος καί πρότεινε ὡς ἐπίσης σημαντικό θέμα νά μελετηθῆ κάποτε καί ἡ «Δικαιοσύνη στήν Τουρκοκρατία», ἀφοῦ τοὐλάχιστον τήν ἀπόδοση τοῦ οἰκογενειακοῦ δικαίου τήν εἶχε ἀναλάβει ἡ Ἐκκλησία.

*

Στήν συνέχεια παρατίθενται οἱ περιλήψεις τῶν εἰσηγήσεων.

Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεος: «Ἡ Θεολογία στήν Τουρκοκρατία».

Ἡ πτώση τῆς Κωνσταντινουπόλεως στούς Ὀθωμανούς διαμόρφωσε ἄλλες συνθῆκες γιά τήν ζωή τῶν ὑποδούλων Χριστιανῶν Ρωμηῶν καί τήν λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας. Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἀνέλαβε, ὡς Πρωτόθρονη Ἐκκλησία, τήν εὐθύνη γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καί τήν διαφύλαξη τῆς παραδόσεώς της.

Ὅμως ἡ διάσπαση τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου τῆς Εὐρώπης καί ἡ ἔντονη πολεμική πού ἀναπτύχθηκε μεταξύ τῶν Λατίνων καί τῶν Προτεσταντῶν δημιούργησε διάφορα προβλήματα καί στούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, καί θεολογία κλήθηκε νά λάβη θέση ἔναντιν αὐτῶν.

Βεβαίως, ἡ ὀρθόδοξη θεολογία πού ἀναπτύχθηκε τόν 14ο αἰώνα καί ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ πέρασε καί στό ὑπόδουλο Γένος. Ὅμως, ὡς πρός τήν ὁρολογία δέχθηκε διάφορες ἐπιδράσεις.

Τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας ἐγράφησαν ἀπό ὀρθοδόξους διάφορες «Ὁμολογίες», οἱ ὁποῖες σέ μερικά θέματα, ὅπως τό «προπατορικό ἁμάρτημα» καί τήν «μετουσίωση» στήν θεία Εὐχαριστία καί σέ ἄλλα σημεῖα, ἐπηρεάσθηκαν ἄλλοτε ἀπό τούς Λατίνους Ρωμαιοκαθολικούς, καί ἄλλοτε ἀπό τούς Προτεστάντες.

Ὑπῆρξαν ὅμως καί ἰσχυρές ὀρθόδοξες θεολογικές ἀντιστάσεις, ὡς πρός τίς δυτικές ἐπιρροές. Δηλαδή, ἡ Ἐκκλησία, μέ τόν πρωτεύοντα ρόλο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, διατήρησε τήν αὐτοτέλεια τῆς ἐκκλησιαστικῆς αὐτοδιοίκησεώς της, ἀναπτύχθηκε ὁ μοναχισμός μέ τήν ἡσυχαστική παράδοση, καί ἐμφανίσθηκαν οἱ νεομάρτυρες πού διαφύλαξαν τήν ὀρθόδοξη πίστη καί αὐτοσυνειδησία.

Τελικά, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, κατά τήν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας, διαφύλαξε τήν πίστη καί τήν ζωή της, τόσο ἔναντι τῶν κατακτητῶν, ὅσον καί ἔναντι τῶν ἑτεροδόξων χριστιανικῶν ἰδεολογιῶν.

Μαρίνα Κολοβοπούλου, Ἐπίκουρος Καθηγήτρια Ε.Κ.Π.Α: –«Ἡ προσφορά τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στό Γένος κατά τήν Τουρκοκρατία».

Ἡ εἰσηγήτρια ἄρχισε τόν λόγο της ἀπό τό περιστατικό τοῦ Α’ βιβλίου τῶν Βασιλειῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅταν ὁ λαός ζήτησε ἀπό τόν Σαμουήλ βασιλιά, καί ἐνῶ ὁ Σαμουήλ τούς μετέφερε τά βαριά δικαιώματα πού θά εἶχε ὁ βασιλιάς ἐπάνω τους, αὐτοί ἐπέμεναν. Δέν ἤθελαν νά καθοδηγοῦνται ἀπό τήν προφητεία, ἀλλά ἀπό τήν βασιλεία. Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἀναγκάσθηκε, μετά τήν Ἅλωση νά ἐξασκῆ καί τήν προφητεία-ἱερωσύνη καί τήν βασιλεία-διοίκηση. Καί ὅμως κάτω ἀπό τίς συνθῆκες αὐτές, βοηθοῦσε τούς Ρωμηούς νά βαστάζουν τά βάρη τοῦ ὀθωμανικοῦ ζυγοῦ –τόνισε μάλιστα ὅτι τά λεγόμενα «προνόμια» πού δίνονταν στό Πατριαρχεῖο δέν σήμαιναν βεβαίως καλύτερη ἀντιμετώπισή του ἀπό ὅ,τι τούς Ὀθωμανούς, ἀλλά ἀποδεικνύουν ἀκριβῶς ὅτι ὑπῆρχε αὐτός ὁ ζυγός– καί προστάτευε τό πλήρωμα ἀπό τόν προσυλητισμό τῶν μισιοναρίων καί τῶν προτεσταντῶν.

Ἡ διατήρηση τῆς ταυτότητος τοῦ Γένους, τῆς παραδόσεως καί τῆς γλώσσας του μέ τίς πρωτοβουλίες τοῦ Πατριαρχείου καί τόν ἀγώνα τῆς Ἐκκλησίας, κυοφορήθηκε στό περιβάλλον τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Καί αὐτή ἡ πολυποίκιλη προσφορά ἀποτυπώθηκε στά ἐπαναστατικά συντάγματα, καί στό παρόν Σύνταγμα τῆς πατρίδος μας, μέ τήν προμετωπίδα «Εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας καί ὁμοουσίου καί ἀδιαιτέρου Τριάδος».

Κάλεσε δέ ἡ εἰσηγήτρια τούς πολιτικούς νά σεβασθοῦν καί νά διατηρήσουν αὐτήν τήν προσφορά.

Ἐπίσκοπος Ἀβύδου Κύριλλος, Καθηγητής Ε.Κ.Π.Α.: «Ἡ ἀλληλογραφία τοῦ Πατριάρχου Ἱερεμίου Β΄ μέ τούς θεολόγους τῆς Τυβίγγης».

Ὁ Θεοφιλέστατος παρουσίασε τήν ἀλληλογραφία τῶν Θεολόγων τῆς Τυβίγγης μέ τόν Πατριάρχη Ἱερεμία Β’ τόν Τρανό, πάνω στήν Αὐγουστέα Ὁμολογία τοῦ Λούθηρου. Συζητήθηκαν θέματα ὅπως ἡ Γραφή καί ἡ Παράδοση, τό filioque, οἱ Ἅγιοι καί ἡ πρεσβεία τους, ἡ Χάρη καί τά ἔργα, τά Μυστήρια, ἰδιαιτέρως γιά τό ἅγιο Χρίσμα. Ὁ Πατριάρχης κατέγραψε τίς ἀπόψεις του, πού εἶναι κατά βάση ἀπόψεις τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, σέ τρεῖς ἐπιστολές ἐξαντλητικά. Καί βλέποντας τίς διαφορές τους καί ὅτι οἱ Θεολόγοι τῆς Τυβίγγης ἔμεναν ἀμετακίνητοι στίς ἀπόψεις τους καί ἐπανέρχονταν στά ἴδια θέματα, τούς ζήτησε εὐγενικά νά σταματήσουν τόν διάλογο.

Πρωτοπρ. Γεώργιος Μεταλληνός, Ὁμότιμος Καθηγητής Ε.Κ.Π.Α.: –«Ὁ μύθος περί ξένων ἐπιδράσεων στά ἔργα τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου».

Ὁ π. Γεώργιος, ἀναπτύσσοντας τό θέμα, ἀναφέρθηκε σέ 4 κυρίως βιβλία τοῦ ἁγίου Νικοδήμου, γιά τά ὁποῖα κατηγορήθηκε ὅτι εἴτε εἶχε ἐπηρεασθῆ ἀπό τήν δυτική θεολογία (στά βιβλία Χρηστοήθεια τῶν Χριστιανῶν καί Ἐξομολογητάριον), εἴτε ὅτι τά εἶχε ἀντιγράψει μεταφράζοντάς τα ἀπό τά ἰταλικά (τά βιβλία Ἀόρατος πόλεμος καί Γυμνάσματα πνευματικά). Αὐτό τό συμπεραίνουν ἀπό τήν ὁρολογία καί τίς διατυπώσεις τοῦ ἁγίου Νικοδήμου, ὅπως γιά τήν ἱκανοποίηση τοῦ Θεοῦ μέ ἔργα μετανοίας, γιά τήν ὀργή ἤ προσβολή τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἁμαρτία, καθώς καί ἀπό τήν περιπτωσιολογία τῶν ἁμαρτημάτων κλπ. Ὁ π. Γεώργιος χαρακτήρισε τίς ἀπόψεις αὐτές ἀντιεπιστημονικές, γιατί δέν προϋποθέτουν καλή γνώση τῶν ἔργων τοῦ ἁγίου Νικοδήμου. Ὁ ἐρευνητής ὀφείλει νά διαβάζη τά ἴδια τά ἔργα καί νά κατανοῆ καλῶς τί ἐννοεῖ ὁ συγγραφέας. Ἔτσι, ὑποστήριξε, καί μέ βάση νεώτερες ἔρευνες, ὅτι τά ἔργα αὐτά εἶναι ἐντεταγμένα στήν ὀρθόδοξη θεολογία, ἡ δέ τυχόν χρήση ὅρων τῆς δυτικῆς θεολογίας, γίνεται μόνον καί μόνον γιατί «κάθε βιβλίο εἶναι παιδί τῆς ἐποχῆς του», δηλαδή ἐπηρεάζεται φραστικά ἀπό τήν ὁρολογία πού ἐπικρατεῖ. Γιά δέ τά ἔργα τοῦ ἁγίου Νικοδήμου, τά θεωρούμενα ὡς ἀντίγραφα ἀπό παρόμοια δυτικά ἐγχειρίδια, εἶπε ὅτι ὁ ἅγιος Νικόδημος δέν γνώριζε ἰταλικά, ὁπότε δέν τά μετέφρασε αὐτός, ἀλλά ὅταν μεταφράσθηκαν ἀπό τά ἰταλικά στά ἑλληνικά, τοῦ τά ἔδωσε ὁ ἅγιος Μακάριος Κορίνθου προκειμένου νά συγγράψη ἀντίστοιχα ὀρθόδοξα βιβλία. Ὁ ἅγιος Νικόδημος πῆρε ἀπό τά βιβλία αὐτά τήν ἀφορμή γιά νά συγγράψη ἐξ ὑπαρχῆς ὀρθόδοξα βιβλία.

Λάμπρος Σιάσος, Καθηγητής Α.Π.Θ.: «Ὑπῆρξεν Μεθόδιος ὁ Ἀνθρακίτης «τέρας ἀποφώλιον»; Ζητήματα θεολογικῆς ἀκρισίας κατά τόν ΙΗ΄ αἰώνα».

Ὁ εἰσηγητής παίρνοντας, ὡς χαρακτηριστικό παράδειγμα, τήν περίπτωση τοῦ Μεθοδίου Ἀνθρακίτη, Κληρικοῦ καί δασκάλου τοῦ 18ου αἰῶνος, ὁ ὁποῖος κατηγορήθηκε ὅτι δίδασκε μαθήματα πού λυμαίνονταν τήν Ὀρθόδοξη πίστη καί καταδικάσθηκε, καθαιρέθηκε καί τοῦ ἀφαιρέθηκε ἡ ἄδεια διδασκαλίας, ἀναφέρθηκε σέ «θεολογικές ἀκρισίες», ὄχι μόνο τοῦ 18ου αἰῶνος, ἀλλά ὅλων τῶν χρόνων τῆς Τουρκοκρατίας, μέχρι καί τῶν ἡμερῶν μας. Τήν κριτική του ξεκινᾶ μέ τήν παράθεση ἀποσπάσματος ἀπό τήν ἀπόφαση τῆς Πατριαρχικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία ἀπάλλαξε τόν Ἀνθρακίτη, μετά δύο ἔτη, ἀπό τήν καταδίκη. Τό περιεχόμενό της τοῦ δίνει τήν ἀφορμή νά μιλήση, γιά τήν σταδιακή σύγκλιση, ἀπό τόν 15ο αἰώνα, τῆς ἐκκλησιαστικῆς θεολογίας καί τῆς θύραθεν φιλοσοφίας, ἡ ὁποία σύγκλιση (μίξης τῶν ἀμμίκτων) ἐν συνεχεία παγιώθηκε, δημιουργώντας πολλές ἀλλοιώσεις στόν ἐκκλησιαστικό βίο καί τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας.

Σέ αὐτήν τήν μίξη τῶν ἀμμίκτων, ὡς παράδειγμα ἐκκλησιαστικῆς κριτικῆς πρός τήν θύραθεν φιλοσοφία παρουσιάζει τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, στήν ὁποία ἡ θύραθεν σοφία παρομοιάζεται μέ ἰοβόλο ὄφι, ἀπό τόν ὁποῖο πρέπει νά ἀποκοπῆ ἡ κεφαλή καί ἡ οὐρά, δηλαδή ἡ πεπλανημένη περί θεῶν δόξαν καί ἡ ἐν τοῖς κτίσμασι μυθολογία, καί ἀπό τό ἐνδιάμεσο νά ληφθῆ (ὅ,τι εἶναι ἐπωφελές) ὡς μιά φυσική γνώση, ὡς «φύσεως δῶρον, οὐχί ἄνωθεν πεμφθέν».

Μιλώντας γιά τήν σταδιακή ἐξάρτηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς θεολογίας ἀπό σχήματα τῆς θύραθεν φιλοσοφία, ἐπισημαίνει ὅτι «ὑπό αὐστηράν κριτικήν οἱ δουλεῖες τῆς σημερινῆς δημόσιας θεολογίας κρίνονται βαρύτερες ἐκείνων τῆς τουρκοκρατίας».

Ἐν τέλει τό ἐρώτημα πού ἔθεσε στόν τίτλο τῆς εἰσήγησής του, δέν τό ἀπαντᾶ, ἀλλά τό ἀφήνει «ὡς κατ’ οἶκον καί ἐν τοῖς κελλίοις ἄσκησιν» τῶν ἀκροατῶν του.

Γεώργιος Παναγόπουλος, Ἀναπληρωτής Καθηγητής Α.Ε.Α. Βελλᾶς: «Ἡ Φιλοκαλία τῶν ἁγίων Μακαρίου καί Νικοδήμου ὡς συνέχεια τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως».

Ἡ εἰσήγηση διαιρεῖται σέ δύο μέρη. Στό πρῶτο παρουσιάζεται ἕνα ἁδρομερές περίγραμμα τῆς νηπτικῆς ἀγωγῆς τῆς Φιλοκαλίας τῶν ἱερῶν νηπτικῶν, τῆς γνωστῆς συλλογῆς πατερικῶν ἀσκητικῶν κειμένων, πού ἐκδόθηκε στό 1782 στήν Βενετία μέ ἐπιμέλεια τῶν ἁγίων Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου καί Μακαρίου πρώην Μητροπολίτου Κορίνθου. Στό δεύτερο ἐπιχειρεῖται νά διαυγασθῆ τό προφητικό καί ἀποστολικό ὑπόβαθρο τῆς φιλοκαλικῆς πνευματικότητας, οὕτως ὥστε νά τεκμηριωθῆ ἡ θέση ὅτι ἡ Φιλοκαλία μαρτυρεῖ τήν ἐκκλησιαστική Παράδοση στήν αὐθεντικότερη ἐκδοχή της.

*

Τό Συνέδριο καλύφθηκε ἀπευθείας ἀπό τόν Ρ/Σ τῆς Πειραϊκῆς Ἐκκλησίας μέ τήν εὐλογία τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Πειραιῶς κ. Σεραφείμ, καί θά ἀναμεταδοθῆ μαγνητοσκοπημένο ἀπό τόν Τ/Σ Λύχνος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πατρῶν, ἐπίσης μέ τήν εὐλογία τοῦ Μητροπολίτου Πατρῶν κ. Χρυσοστόμου. Καί ἡ ἠχογράφηση καί ἡ τηλεοπτική λήψη θά ἀναρτηθοῦν στήν ἱστοσελίδα τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Ναυπάκτου www.parembasis.gr.

Μετά τίς εἰσηγήσεις ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Νέας Ἰωνίας κ. Γαβριήλ ἔκανε σύντομο σχόλιο τῶν ὅσων ἀκούσθηκαν καί ἀκολούθησε σοβαρή συζήτηση ἐπί τῶν θεμάτων τῶν εἰσηγήσεων, μέ ἐξίσου σημαντικές ἀπαντήσεις τῶν εἰσηγητῶν.

Τό θέμα τοῦ Συνεδρίου εἶναι πολύ σημαντικό, καί ἔγινε πρόταση γιά μελλοντικό Συνέδριο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, μέ κάποια ἄλλη πτυχή του, ἐν ὄψει μάλιστα καί τῶν ἐκδηλώσεων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γιά τόν ἑορτασμό τῶν διακοσίων (200) ἐτῶν ἀπό τήν κήρυξη τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821.

Ἀπό τό Γραφεῖο Τύπου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Share Button