Ο γέρων Δανιήλ Κατουνακιώτης αναφέρεται στους νεαρούς προσκυνητές που τον επισκέπτονται στο Αγ. Ορος λέγοντας: «Αυτοί θα κρατήσουν ψηλά τα ιδανικά της πατρίδος μας»

 

Ο Γέρων Δανιήλ Κατουνακιώτης συνεχίζει τη διήγησή του στον Μανώλη Μελινό και στη «δημοκρατία».

Γέρων Δ. Κατουνακιώτης: Στην ερημική Σκήτη του Αγίου Βασιλείου ησκείτο ένα καλογεράκι περίπου είκοσι χρονών. Είχε μόλις τέσσερα χρόνια στη μοναχική ζωή. Γι’ αυτό λέμε ότι ήταν μικρό καλογεράκι. Ο Γέροντάς του το είχε πνευματικό καμάρι. Το αγαπούσε, διότι ήταν όντως υποτακτικός. Ακόμη κι ένα ποτήρι νερό να ήθελε, θα ζητούσε ευλογίαν από τον Γέροντα! Κάποτε ασθένησε βαριά το παλικάρι. Παρέμεινε κλινήρες στη μικρή καλύβα τους. Οι διαστάσεις του μικρού κελλιού ήσαν μόλις δύο μέτρα επί ενάμισι! Ισα ίσα που χωρούσε κι έκανε τον κανόνα του, τις μετάνοιες κ.λπ. Ο Γέροντάς του έμενε στο διπλανό κελλί. Κάποια μέρα λοιπόν άνοιξε η πόρτα του κελλιού του υποτακτικού και μπήκαν δύο λαμπροί ευσταλείς νέοι, που ίσα ίσα χωρούσαν κι αυτοί μέσα εκεί. Το καλογεράκι θαμπώθηκε όταν τους είδε. Τότε ο ένας από τους δύο τού μίλησε καλοσυνάτα και του είπε:

«Παιδί μου, μας έστειλε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός να σε πάρουμε και να σε πάμε κοντά Του!»
«Α, δεν… μπορώ έτσι να έλθω!» τους απήντησε μεμιάς. «Περιμένετε, παρακαλώ, να πάω να… ρωτήσω τον Γέροντά μου, χωρίς την ευλογία του οποίου δεν κάνω το παραμικρό!»

Βλέπετε πόσο μεγαλείον υπακοής! Οι άγιοι άγγελοι του Θεού (το καταλάβατε, ασφαλώς, ότι επρόκειτο περί αγγέλων) ευχαριστήθηκαν με τα μεγάλα μέτρα αρετής του νεαρού μοναχού και… περίμεναν! Εκείνος σηκώθηκε αργά από το κρεβάτι της ασθενείας και, σέρνοντας τα βήματά του, πήγε στον Γέροντα και του είπε:

«Γέροντα, έχει ευλογία να πάω στον Χριστό που έστειλε τους αγγέλους και με καλεί; Αν έχει ευλογία, θα πάω. Αν δεν έχει, δεν πάω! Θα καθίσω κοντά σου! Ο,τι μου πεις!»

«Παιδί μου, βεβαιότατα έχει ευλογίαν, αλλά πες σ’ αυτούς τους λαμπρούς νέους να πάρουν κι εμένα να πάμε όλοι μαζί κοντά Του!»

«Να ’ναι ευλογημένο, Γέροντα, να ’ναι ευλογημένο!»

Πήγε στους αγίους αγγέλους και με όλη την απλότητα της άδολης καρδιάς του τους είπε:

«Εντάξει, έχει ευλογία να έλθω! Αλλά γίνεται να πάρουμε και τον Γέροντά μου μαζί;»

«Ελα τώρα συ, και τον Γέροντά σου τον παίρνουμε άλλη φορά» του απήντησαν.

Το πήραν λοιπόν μαζί τους -την αγνή ψυχή του δηλαδή- και ο Γέροντάς του, μόλις μπήκε στο κελλάκι του και είδε τον υποτακτικό του άψυχο στο κρεβάτι με γαλήνια μορφή, κατάλαβε… Εκανε με περισσήν ευλάβεια το σημείο του σταυρού και, αφού έβαλε τρεις στρωτές μετάνοιες -όπως κάνουμε στα τίμια λείψανα των αγίων-, ασπάσθηκε το ιερό σκήνωμα. Αντιλήφθηκε ύστερα απ’ όλ’ αυτά ότι επρόκειτο για σκήνωμα αγίου! Τότε κατάλαβε ότι ουσιαστικά έναν επίγειο άγγελο είχε υποτακτικό! Τον υιό της υπακοής, τον νεαρό στην ηλικία, αλλά πολύ προχωρημένο στην άσκηση και την αρετή. Εκλαψε όχι από λύπη που κοιμήθηκε, αλλ’ από χαρά διότι μέσα σε λίγα χρόνια ζωής στο Αγιον Ορος εκέρδισε την αιωνία ζωή με τη μεγάλη υπακοή που έκανε στον Γέροντά του.

Απευθύνομαι και πάλι στα παιδιά και λέω:

Αγαπητά μου παιδιά, βλέπετε, κοιμήθηκε τόσο νέος κι όμως εκέρδισε τα πάντα! Κέρδισε την αιωνιότητα… Μπήκε σαν άγγελος στον παράδεισο, κοντά στον Θεό. Ετσι, με την ευλογημένη υπακοή στους γονείς, στους ιερείς και τους διδασκάλους σας, μπορείτε και σεις να γίνετε αγγελάκια· επίγειοι άγγελοι. Δίχως την υπακοή δεν κατορθώνουμε τίποτε καλό. Σας εύχομαι να είσθε πάντοτε κοντά στον Θεό.

– Μανώλης Μελινός: Γέροντα, οι προσκυνηταί που έρχονται σήμερα στο Αγιον Ορος και ιδιαιτέρως εδώ στην έρημο του Αθωνος τι ζητούν;
– Γέρων Δανιήλ Κατουνακιώτης.: Οι άνθρωποι έρχονται να γεμίσουν τις πνευματικές μπαταρίες τους, αποθέτοντας το βάρος των αμαρτιών τους. Μας συγκινεί ιδιαιτέρως το ότι οι περισσότεροι προσκυνηταί είναι νέοι άνθρωποι μ’ έντονες μεταφυσικές αναζητήσεις. Ερχονται στον αγιασμένο τούτο χώρο και αντλούν δύναμη αυτοί που αύριο θα κτίσουν Εκκλησία, πολιτεία, οικογένεια· αυτοί που θα κρατήσουν ψηλά τα ιδανικά της πατρίδος μας.

Κάποτε είπα σε μία ομάδα νέων:

 

«Παιδιά, ήλθατε εδώ στην έρημο να μας δείτε. Βλέπετε, δεν έχουμε το παραμικρό από πλευράς ευκολιών. Δεν μας φέρατε “κάτι” να μας το αφήσετε φεύγοντας…»

Μεμιάς ανασηκώθηκαν όλοι μαζί ντροπιασμένοι, λέγοντας:

«Πάτερ, συγγνώμη, αλλά δεν ξέραμε τι χρειάζεσθε. Πρώτη φορά ερχόμαστε και δεν είμαστε προετοιμασμένοι. Να σας αφήσουμε… χρήματα».

«Οχι, παιδιά, αυτά που μας χρειάζονται για να επιβιώνουμε σε τούτα τα βράχια τα έχουμε, δόξα τω Θεώ. Κάτι άλλο θέλουμε από εσάς».

«Τι, πάτερ;»

«Θα μας το δώσετε όμως, έτσι;»

«Μα, ναι, πάτερ· πείτε μας».

«Θέλουμε, ως νεαροί που είσθε, αν έχετε κάποιον βαρύ λογισμό, κάποιαν αμαρτία, να μας την αφήσετε· να τα σβήσουμε μαζί από το χειρόγραφο του διαβόλου που το κρατεί καλά. Ετσι, να φύγετε ανανεωμένοι με καθαρή ψυχή, σαν λευκά περιστεράκια! Ελάτε να κάνουμε μία γενναία εξομολόγηση όλοι, ο ένας κατόπιν του άλλου, και θα δείτε πόσο θ’ ανακουφισθείτε πνευματικά».

Ετσι κι έγινε. Εξομολογήθηκαν όλα τα παιδιά κι έφυγαν πετώντας όχι με δύο, αλλά με δέκα φτερά! Απόδειξη πως ωφελήθηκαν είναι ότι ήλθαν και τον επόμενο χρόνο και ήσαν όπως έφυγαν· καθαροί σαν άγγελοι! Δόξα τω Θεώ».

Το Αγιον Ορος πάντοτε προσφέρει σ’ αυτούς που θέλουν. Αλλά κι αυτοί που δεν θέλουν, αυτοί που ίσως έχουν κάποια προκατάληψη, κάποιον δισταγμό, κάποια δυσκολία, βλέποντας τους μοναχούς να εργάζονται συνεχώς, να σηκώνονται κάθε νύκτα και να προσεύχονται, φεύγουν προβληματισμένοι και, όταν ξανάρχονται, εξομολογούνται.

Εύχομαι από την αγιορειτικήν έρημον, όπως η Εφορος του Τόπου μας Κυρία Θεοτόκος σκεπάζει όλο τον κόσμον ως υπέρμαχος Στρατηγός. Εκείνη θα δώσει τα νικητήρια. Πάντοτε Εκείνη σκέπαζε το έθνος μας, πάντοτε το σκεπάζει. Σκεπάζει έναν έκαστο προσωπικώς, τις οικογένειες, όλους. Εύχομαι να ευλογεί τους πάντας πάντοτε!

– Μ. Μ.: Γέροντα, αναφερθήκατε ιδιαιτέρως εις την εξομολόγηση και προηγουμένως κάνατε λόγο για την κατηγορία των αμαρτημάτων που λέγονται συγγνωστά. Ασφαλώς οι έχοντες τακτική επαφή με το επιτραχήλιον εις το εξομολογητήριο γνωρίζουν και τον όρο και την έννοιά του. Παρακαλώ να σταθούμε για λίγο στη διάκριση των όρων συγγνωστά και θανάσιμα αμαρτήματα. Πείτε μας με δύο απλά λόγια -της ερήμου λόγια- τι ακριβώς είναι τα μεν και τα δε.
– Γέρων Δ. Κ.: Συγγνωστά αμαρτήματα είναι φέρ’ ειπείν οι διάφοροι λογισμοί που έρχονται και φεύγουν. Αν λ.χ. μαλώσεις ένα πρόσωπο και το λυπήσεις και δεν καταλλαγείς εκείνη τη στιγμή -το αφήσεις γι’ αργότερα- και το ξεχάσεις, αυτό είναι συγγνωστό αμάρτημα. Θανάσιμα είναι τα βαριά αμαρτήματα τα οποία χωρίζουν την ψυχή από τον Θεόν, όπως λ.χ. η άρνηση του ονόματος του Θεού ή μία βαριά σαρκική αμαρτία και τόσα άλλα. Αν έχουμε -ο μη γένοιτο- τέτοια αμαρτήματα, πρέπει να τα εξομολογηθούμε οπωσδήποτε. Ειδάλλως δεν θα γευθούμε την αιωνία ζωή. Αν εξομολογηθούμε και αφήσουμε ένα, πάλι είμαστε δεσμευμένοι για τη σωτηρία μας. Αναφέρεται: «Ο πταίσας εν ενί, γέγονε πάντων ένοχος». Χίλια καλά να κάνουμε, αν πέσουμε σ’ ένα θανάσιμο αμάρτημα, αμαυρώνονται όλα. Γι’ αυτό πρέπει όλα να κατατίθενται στο επιτραχήλιο του Πνευματικού μας. Εκεί τα διαγράφει ο Θεός και μας συγχωρεί. Οσον αφορά τα παραμικρά -που δεν θυμόμαστε να τα εξομολογηθούμε- ε… σ’ αυτά θα βοηθήσει, πιστεύω, η Παναγία μας.

Κείμενο – φωτογραφίες: Μανώλης Μελινός
Θεολόγος συγγραφέας,

Share Button