Ἡγούμενος Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος,
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΔΙΟ ΤΗΣ ΕΥΧΗΣ – ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΕ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Στήν προηγούμενή μας σύναξι, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἀναφερθήκαμε, ἐντελῶς ἐπιγραμματικά, σέ κάποιες κύριες προϋποθέσεις πού πρέπει ἀπαραιτήτως νά ἐκπληρώνη ἡ προσευχή μας, οὕτως ὥστε αὐτή νά εἶναι ὄντως θεάρεστη. Αὐτές εἶναι οἱ ἑξῆς: Κατ᾽ ἀρχάς, νά εἶναι ἡ προσευχή μας τελωνική, νά μήν ὑπάρχη ἐχθρότητα πρός τόν συνάνθρωπο, νά γίνωνται, παράλληλα μέ τήν προσευχή, πνευματικές καί ὑλικές ἐλεημοσύνες καί νά ἔχωμε, πρό πάντων, καρδίαν ἐλεήμονα πρός ὅλη τήν κτίσι. Ἐπίσης, ἄλλες προϋποθέσεις πού ἀνεφέραμε εἶναι ἡ νηστεία, μέ τήν στενή καί τήν εὐρεῖα ἔννοια, ἡ ἀσκητική τῆς Ὀρθοδοξίας μετά διακρίσεως, τά αἰτήματά μας νά εἶναι πνευματικῶν διαστάσεων, ἡ πίστις μας εἰς τήν θεία Πρόνοια, ἡ ὀρθή πίστις, ἡ καρτεροψυχία, ἡ ὑπομονή καί ἄλλα.
Μετά, ἀναφερθήκαμε στήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ, ὅτι εἶναι ἡ πιό δραστική μέθοδος προσευχῆς ἐναντίον τῶν τριῶν μεγάλων μας ἐχθρῶν, τοῦ ἑαυτοῦ μας, τοῦ κόσμου καί τοῦ διαβόλου. Ἐπίσης εἴπαμε ὅτι τό ”ἐλέησόν με” θά πῆ ”σπλαγχνίσου με”, ὄχι ὅμως σύμφωνα μέ τήν δική μας κρίσι, ἀλλά σύμφωνα μέ τό ἀλάνθαστο θέλημα τοῦ Θεοῦ, γιά τό πνευματικό μας δηλαδή αἰώνιο, τελικό συμφέρον. Καί στό τέλος, ἀπεδείξαμε, ὅτι αὐτή ἡ προσευχή προορίζεται ἐξ ἴσου καί γιά τούς λαϊκούς. Δέν εἶναι δηλαδή μόνο γιά τούς μοναχούς. Αὐτά, βέβαια, ἐν περιλήψει, τώρα ἁπλῶς τά ἀναφέραμε.
Πρίν ὅμως προχωρήσωμε παρακάτω, κρίνομε σκόπιμο καί ἀπαραίτητο νά ἀπαντήσωμε σέ κάποιες δικές σας ἀπορίες, ἐφ᾽ ὅσον μᾶς ἐτέθησαν.
Ἡ πρώτη ἀπορία σας, ἄν ἐνθυμῆσθε, ἦταν προφορική: Κάποιος ἐρώτησε, ἄν ”στέκεται” ἡ εὐχή ἄνευ τῆς ὑπακοῆς. Καί ἀπαντήσαμε, ὅτι σίγουρα καί ἀσφαλῶς δέν ”στέκεται”. Ἀλλά αὐτό ἐξαρτᾶται βέβαια, ἄν κάποιος εἶναι μοναχός, ἀπό τό τί σχέσι ἔχει μέ τόν γέροντά του, ἤ ἄν εἶναι λαϊκός, ἄν ἔχη πνευματικό, κλπ.
Βέβαια, ἕνας πρῶτος καρπός – φωτισμός τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ, ἕνας ἀπό τούς πρώτους μᾶλλον καρπούς αὐτῆς τῆς εὐχῆς ἀσφαλῶς θά εἶναι νά βρῆ κάποιος ἕναν ἔμπειρο, σωστό καί διακριτικό πνευματικό. Καί ὅταν τόν βρῆ νά κάνη σ᾽ αὐτόν ὑπακοή μέ σωστή διάθεσι, ἐπειδή καί ἡ ὑπακοή πρέπει νά γίνεται ὅπως θέλει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία. Πρέπει νά γίνεται δηλαδή μέ σωστό φρόνημα, γιά νά εἶναι τελικά θεάρεστη καί νά φέρη καρπούς. Ἐπειδή, ὅπως εἴπαμε, καί ἡ προσευχή εἶναι μία ἀπό τίς ἐντολές καί δέν πρέπει ἡ προσευχή νά ἀπομονώνεται, διότι ἄν ἀπομονώνεται, ἐρήμην τῶν ἄλλων ἐντολῶν, ὄχι μόνο δέν ἀποφέρει πνευματικούς καρπούς, ἀλλά φέρει, πολλές φορές, καί πάσης φύσεως παρενέργειες, καί πνευματικές, καί ψυχολογικές. Ὁπότε, μέ τήν ἔννοια αὐτή, λέμε ἀπερίφραστα ὅτι εὐχή ἄνευ πνεύματος ὑπακοῆς, χωρίς δηλαδή ὑπακοή στά προστάγματα τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας, δέν νοεῖται.
Καί γιά πίστωσι τῶν προαναφερθέντων, ἄς διαβάσωμε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τόν ἀββᾶ Δωρόθεο, πού ἀναφέρεται εἰς τό κτίσιμο καί εἰς τό ἁρμολόγημα τῶν ἀρετῶν τῆς ψυχῆς. Ἐρωτᾶ ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος: «Πῶς ὅμως κτίζεται τό οἰκοδόμημα τῆς ψυχῆς; Ἀπό τό κτίσιμο τοῦ ὁρατοῦ σπιτιοῦ μποροῦμε νά διδαχθοῦμε πῶς ἀκριβῶς ἔχει τό πρᾶγμα. Διότι ἐκεῖνος πού θέλει νά κτίση ἕνα ὑλικό σπίτι, πρέπει πρῶτα νά τό σιγουρέψη ἀπό ὅλες τίς μεριές καί νά ὑψώση τήν οἰκοδομή ταυτόχρονα, καί ἀπό τίς τέσσερις δηλαδή πλευρές, καί ὄχι τόν ἕνα τοῖχο νά φροντίζη καί τούς ἄλλους νά τούς παραμελῆ, γιατί ἔτσι δέν κερδίζει τίποτε. Μόνο κάνει ἄδικο καί ἐπικίνδυνο κόπο καί ἕνα σωρό ἔξοδα.
Ἔ, τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τήν ψυχή. Πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά μήν ἀμελῆ κανένα ἀπολύτως μέρος ἀπό τό οἰκοδόμημά του τό πνευματικό. Ἀλλά, νά τό ὑψώνη συμμετρικά. Αὐτό ἀκριβῶς σημαίνει ἐκεῖνο πού ἀναφέρει σχετικά ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ Κολοβός. Λέγει: ”Θέλω ὁ ἄνθρωπος νά κατορθώνη λίγο ἀπό κάθε ἀρετή καί νά μή κάνη ὅπως μερικοί πού ἀγωνίζονται γιά μία μόνο ἀρετή καί ἐπιμένουν σέ αὐτήν ἀδιάκριτα καί γι᾽ αὐτήν μόνο ἐργάζονται παραμελῶντας τίς ὑπόλοιπες ἀρετές. Γιατί αὐτοί ἴσως νά ἔχουν καί κάποια προτίμησι σέ αὐτήν τήν ἀρετή καί γι᾽ αὐτό δέν ἐνοχλοῦνται ἀπό τό ἀντίστοιχο πάθος πού ἐναντιώνεται αὐτῆς τῆς ἀρετῆς. Ἔτσι, τούς ξεγελᾶνε καί τούς βαραίνουν τά ἄλλα πάθη καί τούς πνίγουν καί, δυστυχῶς, οὔτε κἄν τούς ἐνδιαφέρει γι᾽ αὐτό, ἀλλ᾽ ἔχουν τήν ψευδαίσθησι, τήν ἐντύπωσι, ὅτι κάνουν δῆθεν καί μεγάλο πνευματικό κατόρθωμα”.
Αὐτοί, δυστυχῶς, μοιάζουν μέ ἐκεῖνον πού κτίζει ἕναν τοῖχο καί τόν ὑψώνει ὅσο μπορεῖ, συγκεντρώνοντας ὅλη του τήν προσοχή, τόν κόπο του, στό ὕψος μόνο τοῦ τοίχου, ἔχοντας τήν ἐντύπωσι ὅτι κατώρθωσε κάτι μεγάλο, βλέποντας μόνο αὐτό τό μεγάλο ὕψος τοῦ τοίχου. Δέν καταλαβαίνει ὅμως ὅτι, ἄν ἔλθη δυνατός ἄνεμος ἤ κάποιος σεισμός, ἀλλά καί ἀσθενής σεισμός νά ἔλθη, ὅτι θά τόν γκρεμίση, ἐπειδή, δυστυχῶς, αὐτός ὁ τοῖχος στέκεται μόνος του, χωρίς νά ἔχη κάποιον σύνδεσμο καί ἀλληλοδέσιμο μέ τούς ἄλλους τοίχους. Καί ἐπί πλέον οὔτε σκεπή μπορεῖ νά φτιάξη (γιά τόν ἑαυτό του δηλαδή) μέ ἕναν μόνο τοῖχο, ἐπειδή εἶναι ἐκτεθειμένος ἀπό ὅλες τίς ἄλλες πλευρές. Δέν πρέπει, ὅμως, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, νά γίνεται ἔτσι, ἀλλ᾽ ὅποιος θέλει νά κτίση σωστά τό σπίτι του, τό πνευματικό του σπίτι, καί νά φτιάξη γιά τόν ἑαυτό του σωστή στέγη, πρέπει νά ὑψώση τήν οἰκοδομή ἀπό ὅλες τίς πλευρές καί νά τήν σιγουρέψη ἀπό κάθε κίνδυνο».
Νομίζω, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι πάρα πολύ σαφῆ. Ἔτσι λοιπόν, ὕστερα ἀπό ὅλα αὐτά, καταλαβαίνει κανείς ὅτι ἡ εὐχή δέν ”στέκεται” ἄνευ ὑπακοῆς. Καί, ὄχι μόνον ἄνευ ὑπακοῆς, ἀλλά καί ἄνευ τῆς ἐργασίας ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν ὑπολοίπων ἀρετῶν. Αὐτά, τά ἀναφέραμε ἐπειδή συγκεκριμένα ἐτέθη ἡ ἀπορία ”ἡ σχέσις εὐχῆς καί ὑπακοῆς”. Ὁπότε ἡ ὑπακοή εἶναι ἀπαραίτητη.
Ὅσο γιά τό πνεῦμα τῆς ὑπακοῆς, τό ὁποῖο βέβαια εἶναι πολυδιάστατο καί δέν εἶναι τῆς παρούσης ὥρας νά τό ἀναπτύξωμε, ἁπλῶς ἐκεῖνο πού ἐπιγραμματικά τονίζομε εἶναι ὅτι πρέπει μέν νά γίνεται ὑπακοή, ἀλλά πρέπει νά γίνεται μέ τρόπο πού νά τήν δέχεται ὁ Θεός. Τά κίνητρά μας δηλαδή ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ νά εἶναι πέρα γιά πέρα πνευματικά, πέρα γιά πέρα ἁγνά, καί ὁ Θεός ὅταν καί ἄν κρίνη, θά βρῆ τούς τρόπους – Θεός εἶναι καί ξέρει – νά μᾶς βελτιώση καί στό θέμα τῆς ὑπακοῆς καί σέ πολλά ἄλλα θέματα νά μᾶς ἀνοίξη νέους καλύτερους δρόμους. Διότι, ἄν ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ ἀπομονωθῆ καί ἀπό τήν ὑπακοή, καί ἀπό τίς ὑπόλοιπες ἀρετές, τότε κάθε ἄλλο παρά προσευχή θά εἶναι, καί, ἀπό νοερά προσευχή θά καταλήξη σέ ἕνα σωρό βλάβες, σέ ἕνα σωρό πνευματικές διαστροφές, ἀνάλογα βέβαια, μέ τήν περίπτωσι καί τήν περίστασι.
Ἐπίσης κάποια ἄτομα μοῦ ἐξέφρασαν, κατ᾽ ἰδίαν, κάποιες ἄλλες ἀπορίες. Κατ᾽ ἀρχάς, μέ ἐρώτησαν γιά τίς διαπροσωπικές σχέσεις μέ τούς συγγενεῖς. Καί μοῦ λέει ὁ λογισμός ὅτι μέ ἐρώτησαν, ἐπειδή ἴσως εἴπαμε, εἰς τήν προηγούμενή μας σύναξι, ὅτι κατά τήν προσευχή δέν πρέπει νά ὑπάρχη ἐχθρότητα. Ἀσφαλῶς καί δέν πρέπει νά ὑπάρχη. Ἀλλά αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ἐπιβάλλεται νά ἔχωμε σχέσεις μέ ὄλους, εἴτε αὐτός ὁ α´ εἶναι συγγενής, εἴτε ὁ β´ εἶναι γείτονας, εἴτε εἶναι συνάδελφος σέ μία ἐργασία μας. Μέ ἄλλα λόγια, μέ ὅποιον ταιριάζομε θά εἴμαστε ἀγαπημένοι, ἀπό πιό κοντά. Μέ ὅποιον, ὅμως, γιά τόν α´ ἤ β´ λόγο, δέν ταιριάζομε, θά εἴμαστε ἀγαπημένοι μέν, ἀλλά ἀπό μία ἀπόστασι ἀσφαλείας, ἀρκούντως ἱκανή καί μέ συντελεστή ἀσφαλείας, οὕτως ὥστε νά μήν ἔχωμε παρενέργειες ποικίλου περιεχομένου.
Βέβαια, αὐτό εἶναι σίγουρα κάτι τό γενικό, τό ὁποῖο τώρα ἀναφέρομε, γιατί ἀπό τήν τελική μας προσωπική σχέσι πού θά ἔχωμε, ἐξαρτῶνται πολλά πράγματα. Τί εἴδους συγγένεια ἔχομε, τί ὑποχρέωσι, τί δέσμευσι, τί ἀνάγκες ἔχει ὁ πλησίον, σέ τί κατάστασι εὑρίσκεται, πῶς ἐμεῖς κρίνομε, κλπ. Φυσικά αὐτό δέν μπαίνει σέ καλούπια. Εἶναι θέμα διακρίσεως καί ὑπακοῆς σέ διακριτικό Γέροντα.
Γιά παράδειγμα:
Ἐάν ἔχωμε ἕναν παπποῦ στό σπίτι μας, πού ἐξ ἀντικειμένου εἶναι δύστροπος καί ἀπαιτητικός, αὐτό δέν σημαίνει ὅτι θά τοῦ κάνωμε ὅλα τά χατήρια. Αὐτό ἄλλωστε δέν εἶναι ἐφικτό. Διότι στό τέλος, ἀπό τήν πολλή προσωπική μας κούρασι, σωματική καί ψυχική, θά καταλήξωμε νά κουρασθοῦμε ὑπέρμετρα, πάνω δηλαδή ἀπό τήν δύναμί μας, καί νά ξεσπάσωμε ἐπάνω του καί νά τοῦ τά ποῦμε ὅλα ”ἀναδρομικά καί μέ τόκο”, ὅπως λέμε λαϊκά. Εἶναι χίλιες φορές καλύτερα νά τοῦ προσφέρωμε λιγώτερα, σύμφωνα μέ τήν ἀντοχή μας καί κυρίως μέ τήν κρίσι μας. Δέν εἶναι δηλαδή ἁμαρτία, ἄν τυπικά καί ὄχι οὐσιαστικά, δέν εἴμαστε ἀπέναντί του 100% εἰλικρινεῖς. Αὐτό βέβαια δέν σημαίνει ὅτι θά λέμε ψέμματα. Τό ψέμμα ποτέ δέν εὐλογεῖται. Ἀλλά, εἶναι προτιμώτερο, διακριτικά, ”ὧδε ἡ σοφία”, νά ξεφεύγωμε, νά μή τόν πληγώνωμε. Νά ξεφεύγωμε θεάρεστα καί ὄχι ὅπως οἱ κοσμικοί, νά τσακωνώμαστε δηλαδή καί νά τοῦ λέμε ἀλήθειες βαρειές καί τελικά, νά πικραινώμαστε, καί ἄκρη νά μή βγαίνη καί ἀντί γιά καλό νά τοῦ προξενοῦμε καί κακό.
Ἄλλη στάσι, ἐπί παραδείγματι, πρέπει νά κρατήσωμε στούς γονεῖς μας, ἄλλη στάσι σέ κάποιον ἄλλον, ἄλλη στάσι σέ κάποιον πού τοῦ ἔχομε ὑποχρέωσι ἤ ἐπαγγελματική ἐξάρτησι καί ἄλλη σέ κάποιον πού δέν ἔχομε καμμία δέσμευσι. Ὅπως εἴπαμε, εἶναι θέμα διακρίσεως. Πάντως, δέν εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά ἔχωμε σχέσεις μέ ὅλους. Ἐξ ἄλλου, αὐτό πολλές φορές, δέν ἔχει καί νόημα, οὔτε εἶναι δυνατόν, εἶναι καί φθηνό καί εἶναι, τό κυριώτερο ἀπ᾽ ὅλα, καί ἐπιζήμιο. Αὐτά, γενικά βέβαια πάντα.
Τώρα, ἄλλη συναφής ἐρώτησις πού μᾶς ἐτέθη, ὅσον ἀφορᾶ στίς ἀνθρώπινες σχέσεις, εἶναι τό θέμα ἄν πρέπη νά καταλύωμε τήν νηστεία γιά χάρι κάποιων συγγενῶν μας ἤ συναδέλφων, ὅταν π.χ. πρέπη νά πᾶμε κάποια ἐπίσκεψι, ὅταν μᾶς καλοῦν καί τά τοιαῦτα.
Ἀπαντοῦμε ἐντελῶς ἐπιγραμματικά: Ὁ φαρισαϊσμός, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἦταν κυρίως μόδα τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ. Τώρα, ὅπως καί νά τό κάνωμε, δέν εἶναι καί τόσο μόδα, ἀλλά εἶναι, θά λέγαμε, στίς πιό πολλές περιπτώσεις τό ἀντίθετο. Τότε, ἐάν νήστευε κάποιος, ὅλοι τόν ἐπαινοῦσαν. Τώρα, ἄν νηστεύης, σέ κοροϊδεύουν. Ὁπότε, ἡ κατάλυσις τῆς νηστείας δέν εἶναι τόσο θέμα λαιμαργίας – εἶναι βέβαια καί αὐτό -, ἀλλά εἶναι κυρίως θέμα ὁμολογίας πίστεως. ”Νηστεύω, γιατί τό λέγει ἡ Ἐκκλησία”. Γι᾽ αὐτό, ταπεινά θεωροῦμε, ὅτι πρέπει νά μή καταλύωμε τήν νηστεία, γιατί, ἄν τήν καταλύωμε, εἶναι σάν νά ἀρνούμεθα αὐτό τοῦτο τό ἴδιο τό πιστεύω μας. Αὐτός θεωροῦμε, ὅτι εἶναι ὁ κυριώτερος λόγος πού δέν πρέπει νά καταλύωμε. Καί, ἄς ποῦν ὅ,τι τυχόν θέλουν, ἀρκεῖ ἐμεῖς νά μήν ἀνταποδώσωμε ”πνευματικά πυρά”, λόγια, κουβέντες, νά μήν εἴμαστε ἐλεγκτικοί καί τά παρόμοια. Καταλαβαίνετε τί ἐννοῶ.
Καί, νά ξέρετε ὅτι, ὅλα αὐτά πού ἀναφέρομε ἔχουν ἀντίκτυπο στήν προσευχή. Δέν εἶναι δηλαδή τό ἕνα ἀνεξάρτητο ἀπό τό ἄλλο. Γι᾽ αὐτό ἄλλωστε καί ἀσχολούμεθα καί μέ αὐτές τίς ἐρωτήσεις πού φαίνονται ἀνεξάρτητες ἀπό τήν προσευχή.
Ἐπίσης, ἄλλη τώρα ἐρώτησις εἶναι, ἐάν ἐπιτρέπεται ἡ ψυχρότητα κατά τήν προσευχή, μέ τήν ἔννοια δηλαδή ”ὅταν δέν ἔχωμε ὄρεξι, πρέπει νά προσευχώμαστε;” ”Ἡ προσευχή τότε εἶναι θεάρεστη;”
Σ᾽ αὐτό τό σοβαρό θέμα, θά ἀναφερθοῦμε βέβαια καί στήν συνέχεια αὐτῶν τῶν ταπεινῶν, οἰκογενειακῶν μας συνάξεων. Ἀλλά, προκαταβολικά, μιᾶς καί μᾶς ἐτέθη αὐτή ἡ ἀπορία, λέμε ὅτι εἶναι παμμέγιστο λάθος νά νομίζωμε ὅτι πρέπει νά κάνωμε προσευχή μόνο ὅταν ἔχωμε τήν σχετική ὄρεξι καί τήν πνευματική ἀντίστοιχη διάθεσι. Ἄλλωστε, τί λέγει καί ὁ λαός; ”Τρώγοντας ἔρχεται καί ἡ ὄρεξις”. Αὐτό ἰσχύει καί στά πνευματικά. Διότι πολλές φορές κάποιος μπορεῖ νά ξεκινήση μέ ὄρεξι καί, εἰς τήν συνέχεια, γιά τόν α´ ἤ β´ λόγο, εἴτε κάπου φταίξει, εἴτε χωρίς νά φταίξη κάπου, νά τοῦ κοπῆ αὐτή ἡ ἀρχική ὄρεξις, ἡ ἀρχική κατάνυξις.
Ἀλλά, συμβαίνει καί τό ἀντίστροφο: Κάποιος μπορεῖ νά ξεκινήση πιεζόμενος, δηλαδή νά μήν ἔχη διάθεσι, γιά τόν α´ ἤ β´ λόγο, καί ξαφνικά, νά ”βρέξη” ὁ οὐρανός καί νά βρεθῆ σέ κατάστασι, πού οὔτε κἄν πρίν μποροῦσε νά τήν προβλέψη.
Ἀλλά, ὅπως καί νά ἔχη τό πρᾶγμα, ἐκεῖνο πού ἔχει σημασία καί ἐκεῖνο πού πρέπει ἐμᾶς νά μᾶς ἀπασχολῆ, δέν εἶναι τό ἄν θά ”βρέξη” ἤ ὄχι ὁ Οὐρανός θεία Χάρι, ἀλλά εἶναι τό νά ὑπάρχη, ἀπό τήν πλευρά μας, σωστή ἀγωνιστική διάθεσις. Καί τά οὐράνια στεφάνια καί οἱ ἔπαινοι πλέκονται ἀνάλογα μέ τήν θυσία καί μέ τόν πόνο πού καταβάλλομε, πάντα βέβαια μετά διακρίσεως. Βέβαια, ὅπως ἤδη εἴπαμε, ὅποιος προσεύχεται σωστά, ἐπειδή σίγουρα ὁ Θεός εἶναι πάντα Πατέρας καί θέλει νά μᾶς δίνη χαρές, ἀρκεῖ αὐτές νά εἶναι γιά τό δικό μας καλό, ἀργά-γρήγορα θά ζήση στιγμές ἀνεκλαλήτου χαρᾶς. Ἀλλά, ἄν τό θέλετε, αὐτό εἶναι μία παρηγοριά, πού δίνει ὁ Θεός στόν πνευματικό μας ἀγῶνα, γιά νά μᾶς δώση μία ὤθησι καί νά μᾶς δώση ἕνα νέο κουράγιο, γιά νά συνεχίσωμε αὐτόν τόν πνευματικό μας ἀγῶνα. Ἀλλά, καί γιά πολλούς βέβαια ἄλλους λόγους, ὅπως γιά νά αὐξηθῆ ἡ ἀρχική μας πίστι, ἀλλά καί ἡ γνῶσις μας γιά τόν Θεό, πού εἶναι τό κυριώτερο ἀπ᾽ ὅλα.
Ὅλα αὐτά ὅμως, παρά τόν κόπο μας, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά προϊόν τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, γιατί ὁ Θεός ποτέ δέν δεσμεύεται ἀπό τόν δικό μας κόπο καί ἀπό τήν δική μας ἀγωνιστική διάθεσι. Γι᾽ αὐτό καί ἡ δωρεά τοῦ Θεοῦ λέγεται ”Χάρις”. Εἶναι δηλαδή τελικά χάρισμα, αὐτό πού λέει ἐτυμολογικά ἡ ἴδια ἡ λέξις. Καί ἀλλοίμονο στόν ἄνθρωπο πού θέλει χαρίσματα ἀπό τόν Θεό γιά νά καυχιέται.
Τώρα, ὅσον ἀφορᾶ κάποια ἄλλη σχετική ἀπορία, δίνομε κατ᾽ εὐθεῖαν τήν ἀπάντησι, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἑξῆς:
Εἶναι προτιμώτερο, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, νά ποῦμε λιγώτερες προσευχές, σέ περιεχόμενο, καί νά τίς ποῦμε χωρίς βιασύνη καί ἄγχος, νά τίς ζήσωμε δηλαδή καί νά τίς καταλάβωμε, παρά νά ποῦμε περισσότερες προσευχές χωρίς τήν δέουσα προσοχή, ἔχοντας ὡς αὐτοσκοπό ἁπλῶς νά ποῦμε πολλές προσευχές. Πρέπει ἀπαραιτήτως νά χωνεύωμε τά λόγια τῆς προσευχῆς. Ὄχι νά παίρνωμε μέσα μας ”ἀμάσητη” πνευματική τροφή, γιατί αὐτή δημιουργεῖ παρενέργειες καί δέν ἔχει πολλούς πνευματικούς καρπούς.
Ὅπως ἔλεγε σχετικά ὁ π. Παΐσιος, πρέπει νά καταλαβαίνωμε τό νόημα τῶν λέξεων, ὅταν λέμε τήν εὐχή, νά τήν νοιώθωμε καί ὄχι νά τήν λέμε ὅπως ὅταν ἀκούγεται ὁ κτύπος ἀπό ἕνα ὡρολόγι τίκ-τάκ, κλπ. μηχανικά δηλαδή, ἀλλά πρέπει νά τήν βιώνωμε καί νά τήν χωνεύωμε καλά μέσα μας ἔχοντας συναίσθησι σέ Ποιόν μιλᾶμε καί τί Τόν παρακαλοῦμε.
Τώρα, θά ἀπαντήσωμε σέ κάποια ἄλλη σχετική ἐρώτησι γιά τίς σχέσεις τοῦ θείου καί τοῦ ἀνθρωπίνου παράγοντα. Μᾶλλον αὐτή ἡ ἀπορία ἐτέθη ὕστερα ἀπό κάποια θέσι μας πού διατυπώσαμε. Εἴπαμε ὅτι πολλές φορές δικές μας ἀτασθαλεῖες ἀπό ἀφέλεια καί ἀπό πνευματική ἀνωριμότητα, γιά νά μή ποῦμε, καμμιά φορά, καί ἀπό καμουφλαρισμένη θρασύτητα, δυστυχῶς, τίς ἀποδίδομε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Κάνομε, δηλαδή, κάποιο λάθος καί λέμε: ” Ἔ, ἀφοῦ τό ἤθελε ὁ Χριστός, τί νά κάνωμε;…” ”Ἀφοῦ ἦταν θέλημα Θεοῦ….” Ἀλλά κάθε ἄλλο, παρά θέλημα Θεοῦ ἦταν.
Σ᾽ αὐτό τό πολύ καυτό πρόβλημα, ἐντελῶς πάντα ἐπιγραμματικά, ἀπαντοῦμε, ὅτι ὁ θεῖος παράγων ἐπεμβαίνει, ὅταν προηγηθῆ καί ἐξαντληθῆ προηγουμένως ὁλόκληρος ὁ ἀνθρώπινος παράγοντας, φυσικά μέ σωστές προδιαγραφές καί μέ σωστό φρόνημα. Αὐτή ἡ θέσι εἶναι διάχυτη, καί στήν Καινή Διαθήκη, καί σέ ὅλη τήν Πατερική Γραμματολογία. Ἐπί παραδείγματι:
Παρακαλῶ, προσέξτε το αὐτό. Ὅταν ὁ Χριστός ἀνέστησε τήν κόρη τοῦ Ἰαείρου, ἀφοῦ τήν ἀνέστησε, μετά, εὐθύς ἀμέσως, ἔδωσε ἐντολή νά τῆς δώσουν οἱ ἐκεῖ παρευρισκόμενοι, νά φάη, τῆς κοπέλλας, οὕτως ὥστε νά ἀποκτήση τίς ψυχοοργανικές δυνάμεις της. Μά, δέν θά μποροῦσε ὁ Κύριος νά κάνη ἔτσι τά πράγματα, οὕτως ὥστε ἐγειρομένη ἐκ τοῦ ᾅδου ἡ κοπέλλα νά ἔχη, ταυτόχρονα μέ τήν ἀνάστασί της, καί ἀκμαῖες τίς ψυχοσωματικές της δυνάμεις; Καί φυσικά θά μποροῦσε. Ἀλλά, ὁ Θεός ἐπέμενε καί μέ αὐτή Του τήν ἐντολή νά κάνη ἕναν σαφῆ διαχωρισμό τοῦ δικοῦ Του θεϊκοῦ ἔργου, πού ἦταν ἡ ἀνάστασις, καί τοῦ ἀνθρωπίνου ἔργου, πού ἦταν νά τῆς δώσουν οἱ ἄνθρωποι λίγο φαγάκι γιά νά δυναμώση ἡ κοπέλλα.
Καί, γιά νά μή θεωρηθῆ ὅτι αὐτή ἡ στάσι τοῦ Χριστοῦ ἦταν τυχαία, ἄς ἀναφέρωμε καί τό παράδειγμα, τό πιό γνωστό ἀκόμα, τῆς ἐγέρσεως τοῦ Λαζάρου. Ὅταν τόν ἀνέστησε μετά ἀπό τέσσερις ἡμέρες, ἀφοῦ εἶπε τό γνωστό μας ”Λάζαρε, δεῦρο ἔξω”, μετά τί εἶπε ὁ Κύριός μας; Εἶπε οἱ ἐκεῖ παρευρισκόμενοι νά τόν ξεσαβανώσουν οἱ ἴδιοι, ἐνῶ ὅλα αὐτά θά μποροῦσαν νά γίνουν αὐτόματα.
Ἀλλά, ὄχι μόνον στήν Καινή Διαθήκη, ἀλλά καί στήν Παλαιά Διαθήκη φαίνεται, ἐξ ἴσου ξεκάθαρα, σέ πολλές περιπτώσεις καί συνάφειες, μέχρι ποίου σημείου ἐνεργεῖ ὁ Θεός. Ἄς ἀναφέρωμε μόνο μία, πού ἀφορᾶ τούς Ἰσραηλίτες. Ὅταν αὐτοί ἦσαν γιά σαράντα ὁλόκληρα χρόνια στήν ἔρημο τοῦ Σινᾶ, τότε τούς ἔστελνε ὁ Θεός τό μάννα. Μόλις ὅμως, πρωτοπάτησαν τό πόδι τους οἱ Ἰσραηλίτες στήν γῆ τῆς Ἐπαγγελίας, τότε, αὐτομάτως, σταμάτησε ἡ παροχή τοῦ μάννα ἀπό τόν Θεό. Γιατί; Ἐπειδή τότε μποροῦσαν πλέον μόνοι τους οἱ Ἰσραηλίτες νά καλλιεργήσουν τήν γῆ καί νά ἔχουν τά πρός τό ζῆν.
Αὐτά βέβαια, τά ἀναφέρομε σάν πρώτη ἀπάντησι εἰς τό θέμα τῆς σχέσεως τοῦ θείου καί ἀνθρωπίνου παράγοντα. Στό θέμα αὐτό, γιά νά τό ποῦμε καί πιό θεωρητικά, τί λέγει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία; Ἀπαιτεῖται ἡ συνεργασία ἀνθρωπίνου καί θείου παράγοντα. Ὅ,τι ἀνήκει στήν ἀνθρωπίνη προαίρεσι, πού πρέπει νά ἐξαντληθῆ, πρέπει νά τό κάνη ἀπαραιτήτως, μά ἀπαραιτήτως, ὁ ἄνθρωπος. Δέν ἰσχύει δηλαδή ὁ ἀπόλυτος προορισμός, πού εἶχε εἰσαχθῆ στήν Δύσι ἀπό τόν ἱερό Αὐγουστῖνο. Ἤ ἐκεῖνο πού ἀποκαλοῦν οἱ Μουσουλμᾶνοι ”κισμέτ”, δηλαδή ”πεπρωμένο”, ἤ αὐτό πού λέμε ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι – ἀλλοίμονό μας – ”ἦταν γραμμένο”.
Βέβαια, στόν θεῖο παράγοντα ἐπιδροῦν καί ἕνα σωρό ἄλλες παράμετροι, πού εἶναι ἀδύνατον τώρα νά τίς ἀναπτύξωμε. Ἄλλωστε, ξεπερνοῦν καί κάθε ἀνθρωπίνη διάνοια καί δύναμι. Ὅπως λέμε, ”τίς ἔγνω νοῦν Κυρίου;” Γιατί τό λέμε αὐτό; Ἐπειδή, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὅπως ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀκατάληπτη, ἔτσι καί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, στό βάθος του, εἶναι ὠφέλιμο μέν, ἀκατάληπτος δέ ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἐνεργεῖ ὁ Θεός. Τό μόνο σίγουρο πού ξέρομε, εἶναι ὅτι τελικά, ὁ Θεός τόν κάθε ἄνθρωπο θά τόν κρίνη κατά μοναδικό μέν τρόπο, ἀλλά δικαιότατα. Αὐτά ὡς πρός τήν ἀπορία αὐτή. Νά μήν ἐπεκταθοῦμε ἄλλο, γιατί χρειάζονται πολλές ὁμιλίες γιά νά ἐξαντλήσωμε αὐτήν τήν ἀπορία.
Ἐπίσης, ἄλλες ἐρωτήσεις πού δεχθήκαμε ἦσαν: ”Οἱ Πατέρες ἦσαν στήν ἔρημο καί ἐπέτυχαν ὅ,τι ἐπέτυχαν. Ἐμεῖς, πού εἴμαστε λαϊκοί στόν κόσμο, πῶς μποροῦμε νά τά καταφέρωμε;”
Κατ᾽ ἀρχάς, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, νά μήν εἴμαστε τῶν ἄκρων, ἤ ὅλα ἤ τίποτε. Μποροῦμε τούς Ἁγίους ποσοστιαῖα νά τούς μιμούμαστε τροπικά. Γιά παράδειγμα: Αὐτοί ἦσαν στήν ἔρημο. Κι ἐμεῖς μποροῦμε κάποια ὥρα τήν ἡμέρα, πού μᾶς βολεύει, σέ κάποια γωνιά τοῦ σπιτιοῦ μας, ἤ κάπου ἀλλοῦ, νά δημιουργήσωμε, γιά λίγο, τήν δική μας ἔρημο. Ἐκεῖνοι εἶχαν τέλεια ξενητεία. Ἔ, κι ἐμεῖς μποροῦμε τροπικά νά ἔχωμε λιγώτερες κοινωνικές σχέσεις, λιγώτερες ἐκδηλώσεις. Καί ἄν εἴμαστε σωστοί καί ἀντικειμενικοί καί γνήσιοι, ὁ Χριστός, ἀργά ἤ γρήγορα, θά τούς πληροφορήση, μυστικά, τούς ὑπολοίπους, ὅτι δέν τό κάνομε ἐπειδή τούς περιφρονοῦμε ἤ ὅτι δῆθεν δέν τούς ἀγαπᾶμε, ἀλλά τό κάνομε γιά λόγο πνευματικό. Ἔτσι μποροῦμε, ὅπως εἴπαμε, νά περιορίσωμε κάποιες ἄλλες περιττές καί βλαβερές, θά λέγαμε, ἐκδηλώσεις μας, προκειμένου νά κάνωμε περισσότερη ἐσωτερική πνευματική ἐργασία στόν ἑαυτό μας. Καί, ἐν προκειμένῳ, γιά νά ἔχωμε πιό πολύ χρόνο γιά τήν προσευχή. Καί αὐτό, ὄχι μόνο δέν θά μᾶς δημιουργήση πλῆξι καί λύπη, ἀλλά θά μᾶς δώση καί τήν πραγματική χαρά.
Ἄλλες ἀπαιτήσεις, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, καί προσδοκίες ἔχει ὁ Θεός ἀπό ἐκείνους πού ζοῦν ἐκτός τοῦ κόσμου, καί ἄλλες ἀπό ἐμᾶς. Καί, σέ ἐμᾶς δίνει εὐκαιρίες γιά κάθαρσι καί ἁγιασμό ὁ Θεός, διότι εἶναι τόσοι πολλοί οἱ πειρασμοί καί τά ἀπρόοπτα πού μᾶς ἐπιφυλάσσει ἡ κάθε ἡμέρα, πού ἄν ἐφαρμόσωμε τίς εὐαγγελικές ἐντολές σ᾽ αὐτά ὅλα πού μᾶς προκύπτουν, χωρίς τήν θέλησί μας, φθάνουν καί περισσεύουν, γιά νά ἁγιάσωμε καί γιά νά προχωρήσωμε πνευματικά. Δυστυχῶς καί εὐτυχῶς, εἶναι τόσες πολλές οἱ προσβολές, οἱ ἀχαριστίες, οἱ περιφρονήσεις, οἱ συκοφαντίες, οἱ ἄσχημες εἰκόνες, οἱ παραστάσεις, πού, ἀπό μιά ἄποψι, γι᾽ αὐτό καί πρίν εἴπαμε καί τό ”εὐτυχῶς”, εἶναι θαυμάσια εὐκαιρία γιά πνευματική ἀνάβασι καί γιά πνευματικά στεφάνια. Βέβαια, προσοχή ἐδῶ, ποτέ ἐμεῖς δέν πρέπει νά ἐπιδιώκωμε αὐτά νά ἔρχωνται. Αὐτό, δέν εἶναι καθόλου σωστό. Ἄς μή τό ἀναλύσωμε πιό πολύ…. Ὅμως, τώρα ἁπλῶς λέμε ὅτι, ὅταν χωρίς τήν θέλησί μας ἔρχωνται μπροστά μας, πρέπει νά κάνωμε αὐτά πού πρέπει γιά νά τά ἀντικρούωμε. Καί ἔτσι, θά καθαριζώμαστε καί ἀπό τούς πειρασμούς αὐτούς τούς ἀκουσίους θά προαγώμεθα πνευματικά. Καταλαβαίνετε τί ἐννοοῦμε. Δίνομε, δηλαδή, πνευματικές ἐξετάσεις.
Στό σημεῖο αὐτό, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἄς ἀναφέρωμε ἕνα γεγονός, πού μᾶς διηγήθηκε ὁ μακαριστός Γέροντας Παΐσιος: Ὅταν ἀσκήτευε στήν Κόνιτσα, γιά ἕνα διάστημα, παρακαλοῦσε ὅλως ἰδιαιτέρως τόν Θεό νά τόν ταπεινώση. Καί τήν ἑπομένη φορά πού πῆγε ὁ μακαριστός Γέροντας, κατά τό σύνηθες τυπικό του νά κοινωνήση στήν ἐκκλησία, στήν Κόνιτσα, κατά τήν στιγμή πού ἔμπαινε στό Ἱερό γιά νά παρακολουθήση ἀπ᾽ ἐκεῖ, ὡς μοναχός πού ἦτο, τήν Θεία Λειτουργία, ὅπως ἄλλωστε πάντα ἔτσι ἐγίνετο, ἔ, ἐκείνη τήν φορά, ὁ ἴδιος ἱερέας πού ἦταν καί τίς ἄλλες φορές, ὅλως ἀπροσδόκητα, πολύ ἀπότομα καί ξαφνικά καί χωρίς κανέναν λόγο, τοῦ εἶπε νά βγῆ ἀμέσως ἔξω καί νά καθήση, ἄκουσον-ἄκουσον, μέ τούς λαϊκούς. Ἔ, ὅπως εἶναι φυσικό, στήν ἀρχή ὁ Γέροντας Παΐσιος ταράχθηκε, σάν ἄνθρωπος, τά ἔχασε, ἀλλά ἀμέσως θυμήθηκε ὁ ἴδιος, γιά πόσο μεγάλο διάστημα ἐκλιπαροῦσε τόν Θεό νά τόν ταπεινώση. Καί σκέφθηκε: ”Καί τώρα πού ἦλθε ἡ εὐκαιρία, νά τήν ἀφήσω νά πάη χαμένη;” Καί ἔτσι, ὁ μακαριστός Γέροντας, ἀπό αὐτό τό γεγονός, δοξολογοῦσε τόν Θεό γι᾽ αὐτήν τήν πνευματική εὐκαιρία πού τοῦ ἔστειλε ὁ Θεός. Νομίζω, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, αὐτό τό γεγονός εἶναι πάρα πολύ κατατοπιστικό καί πάρα πολύ ὠφέλιμο. Δέν χρειάζονται περαιτέρω σχόλια.
Καί, ἀντίστροφα τώρα. Ἄν τό θέλετε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὅσοι δέν κάνουν φιλότιμη προσπάθεια νά ἐφαρμόσουν τίς ἐντολές ὅταν βρίσκωνται στόν κόσμο, αὐτοί συνήθως, καί ὅταν ὁ Θεός εὐδοκήση καί πᾶνε ἐκτός κόσμου, ἐάν δέν ἀλλάξουν νοοτροπία καί δέν μετανοήσουν, πάλι ἀποτυγχάνουν. Ὅμως, ἄς μήν ἐπιμείνωμε σ᾽ αὐτήν τήν ἀπορία ἀκόμη πιό πολύ.
Μία ἄλλη τώρα ἐρώτησις πού μᾶς ἐτέθη: ”Πῶς γίνεται, πάτερ μου, νά μή βλέπωμε παντοῦ τό κακό, ἀφοῦ αὐτό ὑπάρχη;”
Ἡ ἀπάντησις εἶναι: Μέ τόν καλό λογισμό. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος καθαρίζεται βλέπει γύρω του πιό καθαρά τά πάντα, ἐνῶ μερικοί, ἀντίστροφα τώρα, ἐκ τῶν ἰδίων κρίνουν καί τά ἀλλότρια. Λοιπόν, ὅπως εἴπαμε, δέν πρέπει νά ἔχωμε φοβία γιά τόν ἁμαρτωλό περιβάλλοντα χῶρο μας, ἀλλά νά κοιτᾶμε παντοῦ καί πουθενά, δηλαδή ἀπλανῶς. Ἄλλωστε, ”νοῦς ὁρᾷ καί νοῦς ἀκούει”. Ἄν καθαρίζωμε τόν νοῦ μας, τότε κάθε ἀκάθαρτο δέν θά εἰσχωρῆ μέσα μας. Πῶς νά τό ποῦμε, θά ὑπάρχη ἕνας ἐσωτερικός αὐτόματος πνευματικός μηχανισμός ἄμυνας, πού ὅ,τι δέν μᾶς ὠφελεῖ δέν θά τό ἀφήνη νά εἰσχωρῆ εἰς τό βαθύτερο εἶναι μας. Ἤ, γιά νά μή τό προχωρήσωμε ἀκόμη πιό πολύ, θά ὑπάρχη ἕνας προσωπικός ἐσωτερικός ”βιολογικός” πνευματικός καθαρισμός, πού ὅ,τι ἀκατάλληλο θά μπαίνη μέσα μας αὐτόματα θά καθαρίζεται ἀπό μόνο του. Ἀλλά αὐτό εἶναι μία ἄλλη κατάστασις. Ἄς μή τό ἀναλύσωμε τώρα πιό πολύ.
Σέ ὅλα αὐτά πού προαναφέραμε, θά ὠφελήσουν, ὅπως εἴπαμε, οἱ καλοί λογισμοί. Ὅπως μᾶς ἔλεγε πάλι ὁ μακαριστός Γέροντας Παΐσιος, στήν ἀρχή, ὁ ἄνθρωπος ἀγωνίζεται ἐναντίον τῶν κακῶν λογισμῶν διά τῆς περιφρονήσεως καί μέ τό νά φέρνη καλούς λογισμούς. Καί, στό τέλος, ἐπέρχεται ἕνα ψυχοσωτήριο ἐσωτερικό ἄδειασμα, πού ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει καθόλου, μά καθόλου λογισμούς, εἴτε καλούς, εἴτε κακούς. Αὐτό εἶναι, προσέξτε παρακαλῶ, τί μᾶς εἶπε ὁ Γέροντας: Αὐτό εἶναι ἀκόμα ἀνώτερο ἀπό τούς καλούς λογισμούς. Βέβαια, αὐτή ἡ μακαρία ὄντως κατάστασις, δέν ἔχει καμμία σχέσι μέ τήν ἀποβλάκωσι, ἤ καλύτερα, τήν ἀδρανοποίησι πού δημιουργεῖται μέ τόσες ἄλλες πλεῖστες παρενέργειες καί ἐξαρτήσεις ἀπό τά διάφορα ψυχοφάρμακα.
Καί μία τελευταία θεολογική ἀπορία πού μᾶς ἐτέθη: ”Πῶς ἐγνώρισε ὁ διάβολος τό κακό;”
Ἀπαντᾶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός καί λέγει ὅτι ὁ σατανᾶς δέν εἶχε μέσα του ἴχνος κακίας ἀπό τόν Δημιουργό Θεό. Ἐπειδή ὅμως δέν ἐδέχθη τόν φωτισμό καί τήν τιμή πού τοῦ ἐχάρισε ὡς δῶρο ὁ Δημιουργός, κατόπιν ἐλευθέρας του προσωπικῆς ἐκλογῆς, μετεβλήθη ἀπό τήν πρώην φυσική του ἐκ κατασκευῆς κατάστασι εἰς τήν παρά φύσιν καί ὑπερηφανεύθη ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ, πού τόν ἐδημιούργησε. Βλέπετε, ἡ κεντρική παρεκτροπή τοῦ διαβόλου ἦταν ἡ ὑπερηφάνεια, μέ τό νά θελήση νά ἐπαναστατήση ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. Καί, ἀφοῦ πρῶτος αὐτός ἀπεμακρύνθη ἀπό τό ἀγαθόν κατέληξε, αὐτομάτως μετά, εἰς τό κακό. Διότι, τό κακό δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἡ στέρησις τοῦ ἀγαθοῦ. Δέν ὑπάρχει δηλαδή ἐκ φύσεως. Εἶναι διάχυτη αὐτή ἡ πατερική θέσις. Ὅπως ἀκριβῶς καί τό σκοτάδι. Τί εἶναι τό σκοτάδι; Τό σκοτάδι δέν ἀποτελεῖται ἀπό κάτι, ἀπό τό α´ ἤ τό β´, ἀλλά εἶναι ἡ στέρησις τοῦ φωτός. Διότι, ὅπως τό ἀγαθό εἶναι πνευματικό φῶς, παρομοίως, καί τό κακό εἶναι πνευματικό σκότος.
Συνοψίζοντας λοιπόν, τό κακό δέν ἔχει, νά μιλήσωμε λίγο πιό θεολογικά, ἰδίαν ὑπόστασιν. Δέν εἶναι παρά ἡ στέρησις τοῦ ἀγαθοῦ. Ἔτσι καί ὁ σατανᾶς, μέ τήν ὑπερηφάνειά του, στερήθηκε τό ἀγαθό, πού εἶχε ἐκ φύσεως, καί, σάν συνέπεια αὐτῆς τῆς στερήσεως, ἦταν νά πέση στό κακό. Καί ὄχι μόνο ἔπεσε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἀλλά ἐπιμένει. Ἀπό αὐτό ἄλλωστε, βγῆκε καί ἡ ρῆσις ”τό μή πίπτειν ἀγγελικόν”. Βέβαια, αὐτό ἰσχύει μετά Χριστόν. Γιατί πρό Χριστοῦ, οἱ ἄγγελοι μποροῦσαν καί νά πέσουν. Ἀλλά, ἄς μή ξεφύγωμε. Λοιπόν, ”τό μή πίπτειν ἀγγελικόν, τό πίπτειν ἀνθρώπινον”. Ἀλλά, ”τό πίπτειν καί ἐμμένειν δαιμονικόν”. Δηλαδή, τό νά μή πέφτη κανείς εἶναι ἀγγελικό. Τό νά πέφτωμε εἶναι ἀνθρώπινο, ἀρκεῖ νά σηκωνώμαστε ὅσο γίνεται πιό γρήγορα. Ἀλλά, τό νά ἐμμένωμε στήν πτῶσι, εἶναι πέρα γιά πέρα δαιμονικό. Καί, γιά νά γίνωμε ἀκόμη πιό παραστατικοί, ἄς ἀναφέρωμε πάλι ἕνα παράδειγμα ἀπό τόν γνωστό σας πλέον Γέροντα Παΐσιο:
Μία φορά, ὅταν προσηύχετο γιά ὅλην τήν δημιουργία, μέ τόσο πόνο καί ἀγάπη πού εἶχε, προσευχόταν ἀκόμη καί γι᾽ αὐτά τά δαιμόνια. Εἶχε πολύ πόνο ἀκόμη καί γι᾽ αὐτούς τούς δαίμονες καί ἔλεγε: ”Θεέ μου, νά τά ἐλεήσης, διότι δικά σου πλάσματα εἶναι, ἄσχετα ἄν κατήντησαν ἐκεῖ πού κατήντησαν”. Καί, ὅπως ἔλεγε ὁ ἴδιος ὁ μακαριστός Γέροντας, τοῦ ἐνεφανίσθη ἕνας δαίμων, μεταμορφωμένος σέ σκυλί μεγάλο, πού εἰρωνεύετο τόν μακαριστό Γέροντα καί τόν κορόϊδευε καί γελοῦσε σαρκαστικά, δαιμονικά, βγάζοντας τήν γλῶσσα πάρα πολύ ἔξω, σάν νά τοῦ ἔλεγε: ”Ἐμεῖς, ὅ,τι καί νά κάνης, ἔτσι μᾶς ἀρέσει νά εἴμαστε”. Δέν ξέρω, ἄν αὐτό τό γεγονός, πού μᾶς τό διηγήθηκε ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας, ἄν ἔχη γραφῆ σέ κάποια ἀπό τά σχετικά ὡραῖα βιβλία πού ἔχουν κυκλοφορήσει.
Λοιπόν, αὐτά, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἴχαμε νά ποῦμε, ἐντελῶς βέβαια ἐπιγραμματικά, ὡς πρός τίς ἀπορίες, πού σήμερα ἦσαν πάρα πολλές. Ἄν καί καταναλώσαμε σχεδόν τόν πιό πολύ χρόνο τῆς καθιερωμένης ἐδῶ συνάξεώς μας, ὅμως, τίς θεωρήσαμε σημαντικές καί ὅτι ἔπρεπε νά ἀπαντηθοῦν. Ἄλλωστε, νομίζω ὅτι ὅλα αὐτά συνδέονται ἄρρηκτα μέ τήν προσευχή, προκειμένου δηλαδή νά μεγιστοποιήσωμε τούς καρπούς τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ.
Τώρα, στό σημεῖο αὐτό, εὐθύς ἀμέσως, ἄς ποῦμε, ὅτι στό πρῶτο στάδιο τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ, τό ”Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με”, γιά μᾶς πού εἴμαστε ἀρχάριοι πνευματικά, ἐνδείκνυται καί ἐπιβάλλεται νά τήν λέμε ψιθυριστά. Καί, ὅταν λέμε ψιθυριστά, ἐννοοῦμε νά ἀκούη τό αὐτί ἴσα-ἴσα τί λέει τό στόμα. Αὐτό βέβαια, ταιριάζει ἰδιαίτερα ὅταν εἴμαστε μόνοι μας καί δέν γινώμαστε ἀντιληπτοί ἀπό τούς ἄλλους. Ὁπότε, ὅταν εἴμαστε ἐντελῶς μόνοι μας, μποροῦμε, ἄν θέλωμε, νά τήν λέμε καί ἐκφώνως. Ἀλλά, νά μή ξεχνᾶμε κάτι: Ὅτι ὁ Θεός εὐχαριστεῖται, εὐφραίνεται, στήν κρυφή πνευματική προσωπική ἐργασία μας καί ὄχι στίς διαφημίσεις. Πολλές φορές, καί ἀπό καλή ἴσως διάθεσι, καί ἀπό ἀγάπη καί ἀπό πόνο, νομίζομε, μᾶς κλέβει λίγο τό ταγκαλάκι ἐκεῖ, ὅτι πρέπει νά τό λέμε τό καλό πού κάνομε γιά ὠφέλεια τῶν ἄλλων.
Νά ὅμως, πού ἔρχεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, διαχρονικά, καί μᾶς λέγει τά ἀντίθετα. Τά θεωροῦμε γνωστά. Τί λέγει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ὅλοι ξέρομε. ”Νά μή ξέρη ἡ δεξιά τί κάνει ἡ ἀριστερά”. Καί ξεχνᾶμε, ὅτι ὁ Θεός μπορεῖ νά πληροφορῆ μυστικά, χωρίς προσωπική μας βλάβη, τίς καρδιές τῶν ἄλλων. Ἔτσι, ὅταν εἴμαστε μόνοι μας, νά τήν λέμε ψιθυριστά, ἐνῶ ὅταν εἴμαστε σέ δημόσιο χῶρο καί δέν ἔχωμε δυστυχῶς ἀκόμη συνηθίσει νά τήν λέμε νοερά, τότε – τί νά κάνωμε; – τότε ἄς τήν λέμε ψιθυριστά μέν, ἀλλά χωρίς νά φαίνεται αὐτό ἐξωτερικά. Πῶς γίνεται αὐτό; Σάν νά κουνᾶμε δηλαδή λίγο τήν γλῶσσα μας ἐσωτερικά. Νά ”χτυπάη” ἡ γλῶσσα μας κάπως στά δόντια, νά κουνιέται δηλαδή ἐσωτερικά. Καί, ἄν καί πάλι γιά κάποιο λόγο, πού δέν εἶναι τοῦ παρόντος διότι εἶναι πολλά τά αἴτια, βλέπωμε κάποια στιγμή, ὅτι δέν ”τρέχει” ἡ εὐχή, τότε εἶναι προτιμώτερο, ἀπό τό νά μένωμε ἀδρανεῖς, νά λέμε ἕνα τμῆμα τῆς εὐχῆς, ἤ ἔστω καί μία λέξι ἀπό ὅλη τήν εὐχή. Ἐπί παραδείγματι: ”Ἰησοῦ μου, Ἰησοῦ μου, Ἰησοῦ μου…”, ἤ ”ἐλέησόν με, ἐλέησόν με, ἐλέησόν με…”. Ἐπειδή καί μόνο ἡ λέξις ”Ἰησοῦ” δημιουργεῖ μεγάλη ἐσωτερική πνευματική ἡδονή καί πνευματική προσωπική καρποφορία.
Πρέπει λοιπόν νά τήν λέμε στήν ἀρχή ψιθυριστά, ὅταν εἴμαστε ἀπερίσπαστοι, κατά μείζονα λόγον, ἀλλά καί ὅταν ἔχωμε κάποιες ἄλλες ἀσχολίες. Λοιπόν, τό ξανατονίζομε, ἐπειδή συνεχῶς ἐρωτώμεθα γι᾽ αὐτό: Πρέπει νά λέμε τήν εὐχή, καί ὅταν εἴμαστε ἀπερίσπαστοι, καί, παράλληλα, μέ παντός εἴδους ἄλλες ἀσχολίες. Μέ ἄλλα λόγια, δέν ὑπάρχει ἀκατάλληλη στιγμή πού νά μή λέγεται ἡ εὐχή. Καί πρέπει νά εὑρίσκωμε κάποιο χρόνο – δέν δικαιολογούμεθα ἄν προφασιζώμεθα ὅτι δέν εὑρίσκωμε – κατά τήν διάρκεια τῆς ἡμέρας, πού νά εἴμαστε ἀπερίσπαστοι. Ὅσο καί ἄν νομίζωμε ὅτι δέν ὑπάρχει τέτοιο χρονικό διάστημα, δέν ὑπάρχει δικαιολογία. Διότι, ἄν ἀναρωτηθῆ ὁ καθένας μας ποῦ καί πῶς καταναλώνομε τόν χρόνο τῆς ἡμέρας, θά βροῦμε ὅλοι μας ὅτι τόν περνᾶμε σέ πράγματα, ἄν ὄχι βλαβερά, τοὐλάχιστον ἀνώφελα. Τότε, θά διαπιστώσωμε ὅτι πάντοτε ἔχομε κάποιο χρόνο διαθέσιμο. Καί αὐτός ὁ χρόνος, πού διαθέτομε στήν προσευχή, ὄχι μόνο δέν πάει χαμένος, ἀκόμη καί γιά τά βιοτικά, ἄν τό θέλετε, ἀλλά μᾶς δημιουργεῖ μία κατάστασι νήψεως, ἐγρηγόρσεως, καί ἔτσι ἀποδίδομε πολύ καλύτερα καί στίς καθημερινές ἐργασίες τῆς ἡμέρας καί ξεφεύγομε, ἄν λέμε τήν εὐχή, ἀπό πολλές παγίδες, ἀπό πολλά ἀπρόοπτα, τά ὁποῖα, ἐάν δέν τά ἀντιμετωπίσωμε σωστά, μέ πνευματική ἐγρήγορσι καί μέ τόν φωτισμό τῆς εὐχῆς, τότε θά χάσωμε πολύ περισσότερο χρόνο ἀντιμετωπίζοντάς τα διαφορετικά. Καί, ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά θά βλαφθοῦμε καί πνευματικά καί θά ἔχωμε ποικίλλου εἴδους ἄλλες φθορές.
Ἔτσι, ὅπως ἤδη εἴπαμε, καί παράλληλα μέ πάσης φύσεως ἀσχολίες, ὄχι ἁπλῶς ἐπιτρέπεται, ἀλλά ἐπιβάλλεται νά λέμε τήν εὐχή. Καί ὅταν μαγειρεύη κάποια, ἄν εἶναι νοικοκυρά, ὅταν σιδερώνη, ὅταν ράβη, ὅταν ταξιδεύη κάποιος, ὅταν περιμένη στήν οὐρά γιά νά πάρη ἕνα χαρτί σέ μία ὑπηρεσία καί ἔχη ἀγωνία καί ἔχη καί κάποια νευράκια, γιατί περνάει ἡ ὥρα, ἔ, μπορεῖ αὐτήν τήν ὥρα νά τήν ἐκμεταλλευθῆ θαυμάσια λέγοντας τήν εὐχή. Καί στό χωράφι μας, καί στό γραφεῖο μας, ἀκόμη κι ἄν κάνωμε κάποια ὑπεύθυνη δουλειά, μποροῦμε νά τήν σταματᾶμε, κάπου-κάπου καί νά συνδεώμεθα μέ τό ”Κέντρο”. Ποιό εἶναι τό ”Κέντρο;” Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός.
Ἀκόμη καί ὅταν πέφτωμε νά κοιμηθοῦμε, νά πλυθοῦμε καί ὅταν εἴμαστε στό κρεββάτι δέν εἶναι ντροπή, παντοῦ καί πάντοτε, πρέπει νά λέμε τήν εὐχή. Γιατί, πολλές φορές, μᾶς πολεμάει πιό πολύ ὁ ἐχθρός στό κρεββάτι καί στόν ὕπνο. Αὐτά δέν εἶναι ντροπή νά τά ἀναφέρωμε. Μέ μία λέξι λέμε, ὅτι δέν ὑπάρχει ἀκατάλληλη στιγμή πού νά μή μπορῆ νά λεχθῆ ἡ εὐχή, γιατί ὁ διάβολος πάντοτε πολεμάει, ὁπότε πάντοτε πρέπει ἀπό μᾶς νά ἀντιπολεμῆται. Καί ξαπλωμένοι στό κρεββάτι μποροῦμε νά λέμε τήν εὐχή, ἀλλά ὄχι μόνο ξαπλωμένοι. Ὅπως καί γιά τήν μελέτη. Συνεχῶς ἐρωτώμεθα: ”Μποροῦμε νά διαβάζωμε τήν Καινή Διαθήκη στό κρεββάτι;” ”Ναί, καί στό κρεββάτι, ἀλλά ὄχι μόνο στό κρεββάτι”.
Κλείνοντας, ἄς ἀναφέρωμε κάτι ἀπό τήν Κλίμακα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου γιά νά γίνωμε πιό πειστικοί σ᾽ αὐτό πού λέμε. Κάποιος μεγάλος ἀγωνιστής ἀναγκάσθηκε νά μεταβῆ σέ ἀκάθαρτο μέρος γιά νά διώξη τίς ἀκάθαρτες σκέψεις, γιατί δέν μποροῦσε νά προσευχηθῆ ὅπως θά ἤθελε σέ κάποια σύναξι. Καί πῆγε σ᾽ αὐτόν τόν ἀκάθαρτο χῶρο γιά νά διώξη αὐτές τίς ἀκάθαρτες σκέψεις, πού ἤθελαν νά τοῦ ἐμφυτεύσουν μέσα στό μυαλό του οἱ πονηροί δαίμονες, ἐπειδή δέν εἶχε ἄλλη ἐπιλογή….
Αὐτά, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἴχαμε νά ἀναφέρωμε εἰς τήν ἀγάπη σας σήμερα, γιά τό θέμα τῆς εὐχῆς.
Πρῶτα ὁ Θεός, θά συνεχίσωμε τό ἑπόμενο Σάββατο τήν ἴδια ὥρα, φυσικά.
Ἀρχιμανδρίτης Ἀρσένιος Κατερέλος,
Ἡγούμενος Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος,
(Ἑσπερινή ὁμιλία στόν Ἱ. Ναό Παναγίας Δεσποίνης Λαμίας κατά τό ἔτος 1999)