Κανείς ποτέ δέν πρέπει να απελπίζεται Μικρός Ευεργετινός Μοναχού Παύλου Ευεργετινού

Α’ ΚΑΝΕΙΣ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ Ν` ΑΠΕΛΠΙΖΕΤΑΙ, ΕΣΤΩ ΚΙ ΑΝ ΈΚΑΝΕ ΠΟΛΛΕΣ ΑΜΑΡΤΙΕΣ, ΑΛΛΑ ΝΑ ΕΛΠΙΖΕΙ ΟΤΙ ΘΑ ΣΩΘΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΜΕΤΑΝΟΙΑ

Από το βίο της άγίας Συγκλητικής

Τις αμελείς και ράθυμες ψυχές έλεγε ή μακάρια Συγκλητική κι εκείνες πού από νωθρότητα δεν καταφέρνουν να προκόψουν στην αρετή, καθώς και όσες κυριεύονται εύκολα από την απόγνωση, πρέπει νά τις ενθαρρύνουμε. “Αν μάλιστα παρουσιάσουν ακόμα κι ένα μικρό καλό, να το θαυμάζουμε και νά το μεγαλοποιούμε. ‘Απεναντίας, και τα πιο σοβαρά και μεγάλα σφάλματά τους, νά τα χαρακτηρίζουμε μπροστά τους σαν πολύ μικρά κι ασήμαντα. Γιατί ο διάβολος, πού θέλει όλα νά τα διαστρέφει για νά μας κολάσει, προσπαθεί νά κρύβει από τούς αγωνιστές και τούς επιμελείς στην άσκηση τις αμαρτίες τους, κάνοντάς τους νά τις ξεχνούν, για νά τούς ρίξει έτσι στην υπερηφάνεια. Ενώ, αντίθετα, στις αρχάριες και αστερέωτες ψυχές παρουσιάζει εξογκωμένα τα αμαρτήματά τους, για νά τις ρίξει σε απελπισία. Νά πως πρέπει λοιπόν νά παρηγορούμε τις ψυχές αυτές πού κλονίζονται: Νά τούς θυμίζουμε την απέραντη συμπάθεια και αγαθότητα του Θεού. Νά τις βεβαιώνουμε πώς ο Κύριός μας είναι πο λυέλεος και σπλαχνικός και μακρόθυμος, έτοιμος πάντα νά ανα καλέσει την καταδίκη των αμαρτωλών ανθρώπων (πρβλ. Ίωήλ2:13). Σ’ αυτές τις ψυχές νά φέρνουμε και μαρτυρίες από τις αγίες Γραφές, πού νά φανερώνουν την απροσμέτρητη συμπάθεια του Θεού σ’ εκείνους πού αμάρτησαν και μετανόησαν.

 

Νά τούς λέμε, για παράδειγμα, πώς ή Ραάβ ήταν πόρνη, άλλά σώθηκε χάρη στην πίστη της (Ίησ. Ναυή 2:1 κ.έ.’ <Εβρ. 11:31). Πώς ο Παύλος ήταν διώκτης, έγινε όμως σκεύος εκλογής (Πραξ. 9:1 κ.έ.). και πώς ο ληστής λεηλατούσε και σκότωνε, άλλά μ’ έναν του μόνο λόγο άνοιξε πρώτος τη θύρα του παραδείσου (Λουκ. 23:3943). Νά τούς λέμε ακόμα για τον ευαγγελιστή Ματθαίο (Ματθ. 9:913) και τον τελώνη (Λουκ. 18:914) και τον άσωτο (Λουκ. 15:1132) και κάθε άλλη παρόμοια περίπτωση. και με όλα αυτά νά στηρίζουμε τις αδύνατες ψυχές, γλιτώνοντας τες από την απόγνωση. τις ψυχές πάλι πού κυριεύονται από την υπερηφάνεια, νά τις διορθώνουμε με πιο εντυπωσιακά παραδείγματα. Νά ενεργούμε δηλαδή σαν τούς πολύ έμπειρους κηπουρούς, πού, όταν δουν ένα φυτό καχεκτικό και ασθενικό, το ποτίζουν με άφθονο νερό και το περιποιούνται με πολλή φροντίδα, για ν’ αναπτυχθεί και νά δυναμώσει. Ενώ, αντίθετα, όταν δουν σ’ ένα φυτό πρόωρα βλαστάρια, κλαδεύουν τα περιττά, για νά μην ξεραθούν σύντομα. ‘Αλλά και οι γιατροί, σ’ άλλους άρρώστους συνιστούν πολυφαγία και κινητικότητα, ενώ σ’ άλλους επιβάλλουν μακρόχρο νη δίαιτα και ακινησία. Του Παλλαδίου ‘Έμαθα για το Μωϋσή τον Αιθίοπα, πού ήταν πολύ φημισμένος ανάμεσα στους πατέρες της Σκήτης ότι, πριν γίνει μοναχός, ήταν δούλος κάποιου, πού ανακατευόταν ατή διοίκηση της πολιτείας. ο κύριός του όμως τον έδιωξε, επειδή ήταν πολύ δύστροπος και είχε χαρακτήρα αιμοβόρο και άγριο. ‘Έφυγε λοιπόν ο Μωυσής κι έγινε ληστής. Αναδείχθηκε μάλιστα σε λήσταρχο, για την υπερβολική σωματική του δύναμη. Ανάμεσα ατά ληστρικά του κατορθώματα αναφέρεται και τούτο: Χολώθηκε κάποτε μ’ ένα βοσκό, επειδή τα τσοπανόσκυλά του τον εμπόδισαν νά κάνει μια νυχτερινή ληστεία. Βάζοντας λοιπόν σκοπό νά σκοτώσει το βοσκό, πάσχιζε με κάθε τρόπο νά τον εντοπίσει μαζί με το κοπάδι του. Επιτέλους άκουσε πώς ήταν από την άλλη μεριά του Νείλου. Εκείνη την εποχή το ποτάμι πλημμύριζε και ή κοίτη του πλάταινε, φτάνοντας το ένα σημείο, (δηλαδή το ένα περίπου μίλι):Ο Μωυσής όμως έβγαλε τον κοντό χιτώνα πού Φορούσε και τον έβαλε στο κεφάλι του. Άρπαξε και το μαχαίρι με τα δόντια, και ρίχθηκε στο ποτάμι. Κατόρθωσε νά φτάσει κολυμπώντας στην άλλη όχθη.0 βοσκός, βλέποντάς τον από μακριά νά περνάει απέναντι κολυμπώντας, το βαλε στα πόδια και κρύφτηκε. Τότε ο Μωυσής, έχοντας χάσει το βοσκό, ξέσπασε πάνω στο κοπάδι. ‘Έσφαξε τέσσερα κριάρια, τα καλύτερα, τα έδεσε στη σειρά και πέρασε πάλι κολυμπώντας το Νείλο. Ήρθε σ’ ένα πλάτωμα, έγδαρε τα σφαχτά, άναψε φωτιά, τα έψησε, κι έφαγε τα πιο καλά κομμάτια. Τις προβιές τις πούλησε, και αγόρασε κρασί σαίτικο Ήπιε περίπου δεκαοχτώ ιταλικούς ξεστούς, κι έπειτα τράβηξε για το λημέρι του, πενήντα σημεία μακρύτερα από κεί. Αυτός λοιπόν ο φοβερός ληστής, μετά από πολύ καιρό και με αφορμή ένα τυχαίο περιστατικό, ήρθε σε κατάνυξη, μετανόησε για την προηγούμενη ζωή του και προσχώρησε ατή μοναχική πολιτεία. Πήρε ένα κελί στη Σκήτη και επιδόθηκε σε αυστηρή άσκηση. Λέγεται μάλιστα, ότι στην αρχή κιόλας της μοναχικής του ζωής, μόλις πήρε το κελί, του επιτέθηκαν τέσσερις ληστές, αγνοώντας βέβαια πώς ο καλόγερος αυτός ήταν ο διαβόητος Μωυσής. ‘Έτσι, εκείνος τούς εξουδετέρωσε, τούς έδεσε, τούς φορτώθηκε στην πλάτη σαν ένα σακί άχυρο, τούς έφερε ατή εκκλησία, όπου ήταν συναγμένοι οι αδελφοί, και είπε. Επειδή δεν μου πρέπει νά κάνω πια κακό σε κανένα, τι προστάζετε γι’ αυτούς εδώ, πού τούς έπιασα νά έρχονται εναντίον μου; Οι αδελφοί τούς έλυσαν και τούς άφησαν ελεύθερους. Οι ληστές όμως, στο μεταξύ, αναγνώρισαν το Μωϋσή και είδαν τη μετάνοιά του. δεν θέλησαν λοιπόν ούτε κι αυτοί νά γυρίσουν στην προηγούμενη ζωή τους. ‘Ακολουθώντας το παράδειγμα τού Μωϋσή, εγκατέλειψαν τη ζωή της αμαρτίας και έγιναν δοκιμότατοι μοναχοί. ‘Αλλά κι ο Μωυσης τόσο σκληρή άσκηση έκανε, για την όποία και αλλού έχει γραφτεί, και τόσο πολέμησε τούς δαίμονες, ύπο6άλλοντας τον εαυτό του σε κάθε είδος σκληραγωγίας, ώστε συν αριθμήθηκε κι αυτός στους μεγάλους και κορυφαίους Πατέρες, έγινε και πρεσβύτερος, και διακρίθηκε για τα μεγάλα πνευματικά του χαρίσματα. ‘Έτσι, κοιμήθηκε αφήνοντας και εβδομήντα μαθητές. Από το Γεροντικό Ένας στρατιώτης ρώτησε τον αββά Μιώς, αν άραγε ο θεός δέχεται τη μετάνοια τού αμαρτωλού. και ο αββάς, αφού τον δίδαξε με πολλούς λόγους, είπε: . Πες μου, αγαπητέ. Αν σχισθεί το χιτώνιό σου, το πετάς; Όχι, απάντησε εκείνος. Το ράβω και το χρησιμοποιώ πάλι. “Αν λοιπόν εσύ λυπάσαι το ρούχο σου, τού είπε τότε ο γέροντας, δεν θα λυπηθεί ο θεός το δικό του πλάσμα; Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Ποιμένα: Έκανα αμαρτία μεγάλη, και θέλω νά μείνω σε μετάνοια τρία χρόνια Πολύ είναι, τού λέει ο γέροντας. Ρώτησαν τότε κάποιοι, πού βρίσκονταν εκεί: Φτάνουν σαράντα μέρες; Πολύ είναι, είπε πάλι ο αββάς. Εγώ νομίζω πώς, αν ένας άνθρωπος μετανοήσει μ’ όλη του την καρδιά και δεν συνεχίσει ν’ αμαρτάνει πια, ακόμα και σε τρεις μέρες τον δέχεται ο Θεός. Κάποιος άλλος ρώτησε πάλι τον αββά Ποιμένα: Αν ένας άνθρωπος αμαρτήσει και μετανοήσει, τον συγχωρεί ο Θεός; Και ο γέροντας του αποκρίθηκε: Ο Θεός έδωσε εντολή στους ανθρώπους αυτό νά κάνουν. Δεν θα το κάνει λοιπόν, πολύ περισσότερο ο ‘Ίδιος; Γιατί πρόσταξε τον Πέτρο νά συγχωρεί «έως έβδομηκοντάκις επτά» (Ματθ. 18:22) όσους αμάρτησαν και μετανόησαν. Άλλος πάλι ρώτησε τον ίδιο γέροντα: Τι είναι μετάνοια για την αμαρτία; Και είπε ο γέροντας: Το νά μην την ξανακάνεις πια. Γι’ αυτό, άλλωστε, ονομάστηκαν άμωμοι οι δίκαιοι, γιατί έπαψαν ν’ αμαρτάνουν και έγιναν δίκαιοι. Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Σισώη: Τι νά κάνω, αββά, πού έπεσα; Του λέει ο γέροντας: Νά σηκωθείς. Σηκώθηκα και ξανάπεσα. Νά σηκωθείς πάλι και πάλι. Μέχρι πότε; Μέχρι πού νά σε βρει ο θάνατος είτε στο καλό είτε στην πτώση. Γιατί σ’ οποια κατάσταση βρεθεί τότε ο άνθρωπος, σ’ αύτή και φεύγει. Κάποιος αδελφός ησύχαζε σ’ ένα κελί της Αιγύπτου, ζώντας με πολλή ταπείνωση. Είχε όμως στην πόλη μιαν αδελφή πόρνη, πού γινόταν αιτία νά χάνονται πολλές ψυχές. Οι γέροντες παρακινούσαν συχνά τον αδελφό νά πάει νά τη βρει, μήπως με τις συμβουλές του κατορθώσει νά την αποσπάσει από την αμαρτωλή ζωή της. Τελικά κατάφεραν νά τον πείσουν. Μόλις έφτασε στον τόπο πού έμενε ή αδελφή του, κάποιος γνωστός τον είδε κι έτρεξε νά της μηνύσει: Έλα νά δεις! Ό αδελφός σου είναι έξω, στην πόρτα! Σκίρτησε ή καρδιά της μόλις τ’ άκουσε. Παράτησε τούς εραστές, πού περιποιόταν, κι έτρεξε ξέσκεπη νά συναντήσει τον αδελφό της. ‘Έκανε αυθόρμητα νά τον αγκαλιάσει, και εκείνος της είπε: Αδελφή μου γνήσια, λυπήσου την ψυχή σου. Πώς θ’ αντέξεις τα πικρά κι ατέλειωτα βασανιστήρια της κολάσεως, για τούς τόσου πού χάνονται εξαιτίας σου; Περίτρομη εκείνη τού λέει: Είσαι βέβαιος πώς υπάρχει πλέον για μένα σωτηρία; Υπάρχει, φτάνει νά θέλεις, απάντησε ο αδελφός. ‘Έπεσε τότε στα πόδια του και τον παρακαλούσε νά την πάρει μαζί του στην έρημο. Ρίξε στο κεφάλι σου το ιμάτιο σου κι έλα, της είπε. ‘Όχι, πάμε νά φύγουμε! Με συμφέρει νά κυκλοφορώ άπρεπα ξέσκεπη, παρά νά ξαναμπώ οστό εργαστήριο της ανομίας. Καθώς προχωρούσαν, ο αδελφός της τη νουθετούσε για νά μετανοήσει. Κάποια στιγμή όμως είδε μερικούς διαβάτες νά τούς πλησιάζουν από την αντίθετη κατεύθυνση. της λέει λοιπόν: Επειδή δεν ξέρουν πώς είσαι αδελφή μου, βγές για λίγο έξω από το δρόμο, ώσπου νά περάσουν αυτοί πού έρχονται. Εκείνη ξεμάκρυνε από κοντά του. Ας συνεχίσουμε τώρα το δρόμο μας, αδελφή μου, της είπε μετα την απομάκρυνση των περαστικών. Μα δεν πήρε απόκριση. Πλησίασε κοντά της, και τη βρίσκει νεκρή! Συνάμα βλέπει και τα πόδια της καταματωμένα ήταν, βλέπετε, ξυπόλητη. Όταν αργότερα ο αδελφός ανακοίνωσε το γεγονός στους γέροντες, εκείνοι διαφωνούσαν μεταξύ τους για το αν σώθηκε ή όχι. Τελικά όμως ο Θεός αποκάλυψε γι’ αυτήν σ’ ένα γέροντα, ότι δέχθηκε τη μετάνοιά της, επειδή, μόλις μεταμελήθηκε, αδιαφόρησε πια για όλα τα υλικά πράγματα, καταφρόνησε ακόμα και το σώμα της και δεν έβγαλε ούτε ένα στεναγμό για τις τόσες πληγές της. Ένας αδελφός (πού αμάρτησε), αφού μετανόησε, γύρισε στην ησυχία. Λίγο αργότερα όμως σκόνταψε απότομα σε μία πέτρα και πλήγωσε το πόδι του. ‘Έχασε μάλιστα τόσο αίμα από την πληγή, πού λιποθύμησε και σε λίγο ξεψύχησε. ‘Έρχονται λοιπόν οι δαίμονες για νά παραλάβουν την ψυχή του. Οι άγγελοι όμως τούς λένε: Προσέξτε την πέτρα και κοιτάξτε το αίμα του, πού το έχυσε για τον Κύριο! Μόλις είπαν αυτά τα λόγια οι άγγελοι, ή ψυχή αναχώρησε ελεύθερη για τον ουρανό. Σ’ έναν αδελφό, πού έπεσε σε αμαρτία, φανερώθηκε ο σατανάς του λέει: Δεν είσαι χριστιανός! Μα ο αδελφός του αποκρίθηκε: Ό,τι και νά ‘μαι, τώρα σε αφήνω και φεύγω! Σου το λέω, θα πας στην κόλαση! επέμεινε ο σατανάς. Δεν είσαι συ ο κριτής μου ούτε ο Θεός μου! του λέει ο αδελφός. ‘Έτσι, καθώς δεν κατόρθωνε τίποτα ο σατανάς, σηκώθηκε κι έφυγε. Ό αδελφός, πάλι, μετανόησε ειλικρινά ενώπιον του Θεού και έγινε αγωνιστής. Ένας αδελφός, πού βασανιζόταν από τη λύπη, ρώτησε κάποιον γέροντα: Τι νά κάνω, πού έρχονται οι λογισμοί και μου λένε πώς άδικα άφησα τον κόσμο, και πώς δεν πρόκειται νά σωθώ; Και ο γέροντας απάντησε: Κι αν ακόμα δεν μπορέσουμε νά μπούμε στη γη της επαγγελίας, είναι προτιμότερο νά πέσουν τα κορμιά μας στην έρημο, παρά νά γυρίσουμε πίσω στην Αίγυπτο (πρβλ. Άριθ. 14: 2933). Άλλος αδελφός ρώτησε τον ίδιο γέροντα: Πάτερ, τι εννοεί ο προφήτης λέγοντας, «ουκ εστί σωτηρία αυτώ εν τώ Θεώ αυτού»; (Ψαλμό. 3:3). Εννοεί τούς λογισμούς της απελπισίας, είπε ο γέροντας, πού υποβάλλουν οι δαίμονες σ’ όποιον αμάρτησε. Τού λένε, δηλαδή, ότι ο Θεός δεν πρόκειται πια νά τον σώσει, και έτσι προσπαθούν νά τον γκρεμίσουν ατά βάραθρα της απογνώσεως. Τέτοιους λογισμούς όμως πρέπει νά τούς διώχνει ο άνθρωπος με τα λόγια: «Κύριος καταφυγή μου, ότι αυτός εκσπάσει εκ παγίδος τούς πόδας μου» (πρβλ. Έξοδ. 17:15. Ψαλμό. 24:15). Είπε ο αββάς Αλώνιος Αν θελήσει ο άνθρωπος, μπορεί από το πρωί ως το βράδυ νά φτάσει σε θεία μέτρα. Μιας κόρης, πού λεγόταν Ταϊσία, πέθαναν οι γονείς της κι απόμεινε ορφανή. Μετά άπ’ αυτό έκανε το σπίτι της ξενώνα για χάρη των πατέρων της Σκήτης, και γι’ αρκετό καιρό τούς δεχόταν εκεί και τούς περιποιόταν. ‘Έπειτα όμως, αφού ξόδεψε όσα είχε, έπεσε σε στέρηση. Την πλησίασαν τότε κάποιοι άνθρωποι διεστραμμένοι και κατόρθωσαν νά τη βγάλουν από τον ίσιο δρόμο. ‘Έτσι άρχισε νά ζει αμαρτωλά, ώσπου κατάντησε και σε πορνείο. Όταν το άκουσαν οι πατέρες, λυπήθηκαν υπερβολικά. Κάλεσαν τον αββά ‘Ιωάννη τον Κολοβό και του είπαν: Μάθαμε για την τάδε αδελφή ότι ζει μέσα στην αμαρτία. ‘Επειδή όμως αυτή, όταν μπορούσε, μας έδειξε την αγάπη της, κι εμείς τώρα ας τη βοηθήσουμε ‘όπως μπορούμε. Κάνε λοιπόν τον κόπο νά πάς κοντά της και, μ’ όση σοφία σου έδωσε ο Θεός, νά οικονομήσεις την κατάστασή της. Πήγε πράγματι δ γέροντας ατό σπίτι της και λέει ατή γριά πορτάρισσα Πες στην κυρά σου πώς τη θέλω! ‘Εκείνη τον αποπήρε: ‘Εσείς οι καλόγεροι καταφάγατε το βίος της! και νά πού τώρα βρίσκεται μέσα στη φτώχεια! Πες το της! επέμενε ο γέροντας. Γιατί έχω νά την ωφελήσω πολύ. Τότε ή γριά ανέβηκε πάνω και είπε στην κόρη για το γέροντα. Σαν τ’ άκουσε εκείνη, μονολόγησε: Αυτοί οι μοναχοί τριγυρνάνε πάντοτε ατά μέρη της ‘Ερυθράς θάλασσας και βρίσκουνε μαργαριτάρια. Στολίστηκε, κάθισε ατό κρεβάτι και είπε στην πορτάρισσα: ‘Ανέβασέ τον επάνω! Μόλις μπήκε ο αββάς ‘Ιωάννης, πήγε και κάθισε κοντά της. Την κοίταξε επίμονα στο πρόσωπο και της λέει: Γιατί τα έβαλες με τον ‘Ιησού και κατάντησες έτσι; Πάγωσε σύγκορμη ή κόρη μ’ αυτά τα λόγια. Ό γέροντας έσκυψε το κεφάλι του και άρχισε νά κλαίει γοερά. ‘ Αββά, γιατί κλαις; τον ρωτάει εκείνη. Σήκωσε το κεφάλι του, το ξανακατέβασε και είπε: Βλέπω το σατανά νά παίζει στο πρόσωπο σου, και νά μη κλάψω; ‘Η κόρη τότε τον ρώτησε: Υπάρχει μετάνοια, αββά; Υπάρχει. Πάρε με, λοιπόν, όπου θέλεις! Πάμε! Στη στιγμή ή κόρη σηκώθηκε και τον ακολούθησε. και ο γέροντας θαύμασε, βλέποντας πώς δεν έδωσε καμιά παραγγελία για το σπίτι της. Είχε πια νυχτώσει, όταν έφτασαν στην έρημο. Ο γέροντας της έφτιαξε ένα μικρό προσκεφάλι, το σταύρωσε και της είπε: Κοιμήσου εδώ. Αφού ετοίμασε και για τον εαυτό του λίγο πιο πέρα, έκανε την προσευχή του και ξάπλωσε κι εκείνος. Ξύπνησε γύρω στα μεσάνυχτα. και βλέπει ένα φωτεινό δρόμο, από τον ουρανό μέχρι την Ταϊσία, και τούς αγγέλους του Θεού ν’ ανεβάζουν την ψυχή της! Σηκώθηκε, πήγε κοντά της και τη σκούντησε με το πόδι του. Ήταν νεκρή! Μόλις βεβαιώθηκε γι’ αυτό, έπεσε με το πρόσωπο καταγής και προσευχήθηκε ατό Θεό. “Άκουσε τότε φωνή νά του λέει, πώς ή μία ώρα της μετάνοιάς της έγινε ευπρόσδεκτη περισσότερο από τη μετάνοια πολλών άλλων, πού χρόνια ολόκληρα μετανοούν, δεν δείχνουν όμως της δικής της μετάνοιας τη θέρμη. Κάποιος μοναχός, από δαιμονική επήρεια, έπεφτε συχνά σε σαρκικό αμάρτημα. Ολοένα όμως βίαζε τον εαυτό του νά μην πετάξει το σχήμα του. και κάνοντας την καθημερινή του προσευχή, ικέτευε το Θεό στενάζοντας και λέγοντας: Κύριε, θέλω δε θέλω, σώσε με! Γιατί εγώ, σαν λάσπη πού είμαι, ποθώ τη βρωμιά της αμαρτίας. Εσύ όμως, σαν Θεός παντοδύναμος, μπορείς νά μ’ εμποδίσεις. ” Αν ελεήσεις τον δίκαιο, τίποτα το σπουδαίο. Κι αν σώσεις τον καθαρό, τίποτα το θαυμαστό. Αυτοί εΙναι άξιοι ν’ απολαύσουν την αγαθότητά Σου. σε μένα, Δέσποτα, φανέρωσε θαυμαστά το έλεός Σου (Ψαλμ. 16:7), και σ’ αυτό μου το κατάντημα δείξε την ανείκαστη φιλανθρωπία Σου. Γιατί στα χέρια Σου έχω αφεθεί εγώ, ο φτωχός από κάθε αρετή. Αυτά και άλλα παρόμοια έλεγε κλαίγοντας καθημερινά ο αδελφός, είτε συνέβαινε ν’ αμαρτήσει είτε όχι. Κάποια νύχτα λοιπόν, αφού έπεσε στη συνηθισμένη αμαρτία, σηκώθηκε την ίδια στιγμή και άρχισε τον κανόνα του. Τότε ο δαίμονας, σαστισμένος από την τόση ελπίδα του αλλά και την αδιαντροπιά του απέναντι στο Θεό, του παρουσιάστηκε ολοζώντανος! Άθλιε! του λέει. Πώς στέκεσαι μπροστά στο Θεό χωρίς νά κοκκινίζεις; Πώς πιάνεις στο στόμα σου ακόμα και τ’ όνομα Του; και πώς τολμάς νά προσεύχεσαι χωρίς ντροπή; Τούτο το κελί είναι σιδεράδικο, του απάντησε ο αδελφός. Μία σφυριά δίνεις, Μία παίρνεις. Δεν θα σταματήσω, λοιπόν, νά παλεύω μαζί σου μέχρι νά πεθάνω, κι όπου με βρει ή τελευταία μου μέρα. Νά, με όρκο σε πληροφορώ και με πεποίθηση στην άπειρη αγαθότητα του Θεού σου λέω: στο όνομα ‘Εκείνου, πού ήρθε νά καλέσει σε μετάνοια και νά σώσει τούς αμαρτωλούς, Δεν θα πάψω νά προσεύχομαι στον Κύριο εναντίον σου, ώσπου νά πάψεις κι εσύ νά με πολεμάς. και θα δούμε ποίος θα νικήσει, εσύ ή ο Θεός! Σαν άκουσε ο δαίμονας αυτά τα λόγια, του λέει: Μα την αλήθεια, ποτέ πια Δεν θα σε πολεμήσω, για νά μη γίνω αφορμή νά στεφανωθείς με την υπομονή πού κάνεις. και από τη στιγμή εκείνη ο εχθρός έφυγε μακριά του. Ό αδελφός τότε ήρθε σε κατάνυξη, και σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή του έκλαιγε για τις αμαρτίες του. Τώρα όμως ο λογισμός του έλεγε συχνά: “Καλό έργο κάνεις, πού κλαις”. Άλλ’ αυτός εναντιωνόταν στο λογισμό: “‘Ανάθεμα σ’ αυτό το καλό! Ό Θεός δεν θέλει νά χάσει κανείς την ψυχή του σ’ όλα τα έργα της ατιμίας, κι έπειτα νά κάθεται και νά τη μοιρολογάει, όπότε ή τη σώζει ή και δεν τη σώζει”. ‘Ένας αδελφός ρώτησε κάποιον γέροντα: Αν συμβεί, με ενέργεια του διαβόλου, νά υποκύψει κανείς σε πειρασμό, άς πούμε σε πορνεία, τι γίνεται μ’ αυτούς πού σκανδαλίστηκαν; Και ο γέροντας αποκρίθηκε με την ακόλουθη διήγηση: Σ’ ένα κοινόβιο της Αιγύπτου ζούσε κάποτε ένας διάκος πασίγνωστος. Στο κοινόβιο εκείνο κατέφυγε από την πόλη, μαζί μ’ όλους τούς ανθρώπους τού σπιτιού του, ένας πολιτικός, πού είχε πέσει στη δυσμένεια τού άρχοντα. Και, με επήρεια τού διαόλου, ο διάκος αμάρτησε με μία γυναίκα της συνοδείας τού πολιτικού. Το πράγμα μαθεύτηκε και όλοι ντροπιάστηκαν. Ό διάκος έτρεξε σ’ έναν αγαπητό του γέροντα και τού φανέρωσε το περιστατικό. ο γέροντας εκείνος είχε στο βάθος τού κελιού του κάτι σαν κρυψώνα, πού την ήξερε και ο διάκος. Τού ζήτησε λοιπόν την άδεια νά χωθεί εκεί μέσα Και νά θαφτεί κυριολεκτικά ζωντανός, χωρίς νά Το ξέρει άλλος κανείς πέρα από τον ίδιο Το γέροντα. Και ο τελευταίος Το δέχθηκε. Κλείστηκε λοιπόν ο διάκος στο σκοτεινό εκείνο μέρος και μετανόησε βαθιά ενώπιον τού Θεού, πενθώντας συνεχώς για την αμαρτία του. Και τίποτ’ άλλο δεν έβαζε στο στόμα του, παρά μονάχα ψωμί Και νερό, πού τού έδινε κάπουκάπου ο γέροντας. Πέρασε αρκετός καιρός, Και τα νερά τού ποταμού Νείλου δεν ανέβηκαν, όπως πάντα, (για νά ποτιστούν τα χωράφια). Και καθώς όλοι έκαναν λιτανείες Και ακατάπαυστες προσευχές στο Θεό (για νά τούς λυτρώσει από την ξηρασία), ένας άγιος άνθρωπος είχε θεϊκή αποκάλυψη, ότι τα νερά τού ποταμού δεν θ’ ανέβουν, αν δεν έρθει ο τάδε διάκος πού κρύβεται στον τάδε μοναχό. Μόλις ο άνθρωπος εκείνος πήρε την πληροφορία, φανέρωσε σε όλους όσα τού αποκάλυψε ο Θεός. Τ’ άκουσαν Και θαύμασαν. Ύστερα ήρθαν στον τόπο όπου κρυβόταν ο διάκος, τον έβγαλαν έξω Και τον ανάγκασαν νά προσευχηθεί. Προσευχήθηκε, κι αμέσως τα νερά ανέβηκαν! ‘Έτσι, όσοι είχαν σκανδαλιστεί πριν με την πτώση του, πολύ περισσότερο ωφελήθηκαν τώρα με τη μετάνοιά του και δόξασαν το Θεό. Του άγίου Εφραίμ Πρόσεχε, αδελφέ, γιατί ο εχθρός πολεμάει με διάφορους τρόπους τούς αγωνιστές. και πριν μεν πραγματοποιηθεί ή αμαρτία, ο εχθρός τη δείχνει ατά μάτια τους πολύ μικρή. Προπαντός την επιθυμία της σαρκικής ηδονής τόσο ασήμαντη την παρουσιάζει πριν γίνει πράξη, ώστε φαίνεται στον αδελφό ότι σχεδόν δεν διαφέρει καθόλου από το νά του χυθεί στη γη ένα ποτήρι κρύο νερό. Μετά τη διάπραξη της αμαρτίας όμως, ο πονηρός την παρουσιάζει υπερβολικά βαριά στα μάτια εκείνου πού αμάρτησε, σηκώνοντας εναντίον του μύρια κύματα λογισμών, έτσι ώστε, πνίγοντας μέσα σ’ αυτά τη λογική σκέψη του αδελφού, νά τον καταποντίσει ατό βυθό της απελπισίας. Κι εσύ λοιπόν, αγαπητέ, γνωρίζοντας από πριν αυτές τις πανουργίες του εχθρού, πρόσεχε μη σε γελάσει και αμαρτήσεις. ‘Αλλά κι αν έχεις ήδη πέσει σ’ ένα παράπτωμα, μην το συνεχίζεις, απελπισμένος για τη σωτηρία σου. Σήκω και γύρνα πίσω στον Κύριο και Θεό σου. Κι Εκείνος θα σ’ ελεήσει. Γιατί ο Δεσπότης μας είναι οικτίρμων και ελεήμων, μακρόθυμος και πολυέλεος, και δεν περιφρονεί όσους μετανοούν ειλικρινά, άλλά πρόθυμα και με χαρά τούς δέχεται. Όταν λοιπόν σου λέει ο εχθρός, “Χάθηκες, δεν μπορείς πια νά σωθείς!”, εσύ πες του: “‘Εγώ έχω θεό εύσπλαχνο και μακρόθυμο, γι’ αυτό και δεν απελπίζομαι για τη σωτηρία μου. Εκείνος πού μας άφησε εντολή νά συγχωρούμε το συνάνθρωπό μας «εως έβδομηκοντάκις επτά» (Ματθ. 18:22), ο ‘Ίδιος, πολύ περισσότερο, θα συγχωρήσει τις αμαρτίες εκείνων πού επιστρέφουν κοντά Του μ’ όλη τους την ψυχή”. Κι έτσι, με τη χάρη του θεού, θα λυτρωθείς από τον πόλεμο. Του άββά Ησαΐα Πρόσεχε, αδελφέ, το πονηρό πνεύμα, πού φέρνει τη λύπη στον άνθρωπο. Γιατί ειναι φοβερή ή καταδίωξη πού σου κάνει, μέχρι νά σε ρίξει κάτω. Η κατά θεό λύπη, αντίθετα, εΙναι χαρά για σένα, γιατί βλέπεις τον εαυτό σου νά στέκεται ατό θέλημα του θεού. Εκείνος πού σου λέει, “που θα πας για νά ξεφύγεις; Μετάνοια δεν έχεις!”, αυτός είναι εχθρός, πού πασχίζει νά κάνει τον άνθρωπο νά εγκαταλείψει την εγκράτεια. Γιατί ή κατά Θεό λύπη δεν έρχεται στον άνθρωπο με επιθετική ορμή, αλλά ειρηνικά, και του λέει: “Μη φοβάσαι. ‘Έλα πάλι”. Γνωρίζει, βλέπεις, ότι ο άνθρωπος είναι αδύνατος, και τον δυναμώνει με γενναιοφροσύνη αντιμετώπιζε τούς λογισμούς, και θα σου γίνουν ελαφρότεροι. Γιατί όποιον τούς φοβάται, τον λυγίζουν κάτω από το βάρος τους. Η δύναμη εκείνων πού θέλουν ν’ αποκτήσουν τις αρετές, φανερώνεται σε τούτο: Νά μη μικροψυχήσουν αν συμβεί νά πέσουν, αλλά πάλι νά ρίχνονται στον αγώνα. και ή αγαθότητα του Θεού φανερώνεται σε τούτο: Οποιαδήποτε ώρα επιστρέψει ο άνθρωπος από τις αμαρτίες του, τον υποδέχεται με χαρά, χωρίς νά του λογαριάζει τα προηγούμενα σφάλματά του, όπως είναι γραμμένο για τον άσωτο υιό (Λουκ. 15: 11-32). Αυτός άφησε την τροφή των χοίρων, δηλαδή τα σαρκικά του θελήματα, και γύρισε ταπεινωμένος στον πατέρα του. Γι’ αυτό κι εκείνος τον δέχθηκε, προστάζοντας αμέσως νά του φορέσουν τη στολή της αγνότητας και τον αρραβώνα της υιοθεσίας, πού χαρίζει το Άγιο Πνεύμα (πρβλ. Ρωμ. 8:15,23. Β’ Κορ. 1:22,5:5. Έφ. 1:13-14). Γιατί ο Κύριός μας είναι ελεήμων και θέλει την επιστροφή του ανθρώπου, καθώς είπε: «Αμήν αμήν λέγω ύμίν’ χαρά γίνεται εν το ουρανό, επί ενί αμαρτωλό μετανοούντι» (πρβλ. Λουκ. 15:7). Αφού λοιπόν, αδελφοί, έχουμε το τόσο μεγάλο έλεός Του και τον πλου το της ευσπλαχνίας Του, ας επιστρέψουμε κοντά Του μ’ ‘όλη μας την καρδιά. Κι Αυτός θα μας δεχθεί φιλάνθρωπα και θα μας κάνει κοινωνούς της αιώνιας ζωής. Αφού ‘όμως επιστρέψεις, νά κυριαρχείς στην καρδιά σου και νά μην πέσεις σε ακηδία (δηλαδή σε πνευματική χαυνότητα) λέγοντας, “Πώς μπορώ εγώ, ένας αμαρτωλός άνθρωπος, νά φυλάξω λες τις αρετές; Η μετάνοια όμως δεν σου ζητάει κάτι τέτοιο. Γιατί ‘όταν ο άνθρωπος αφήσει τις αμαρτίες του και επιστρέψει ατό Θεό, αμέσως ή μετάνοιά του τον αναγεννάει και του δίνει, σαν σε βρέφος, γάλα από τούς αγίους μαστούς της, και τον ανατρέφει σαν στοργική μάνα. Γιατί όσο το βρέφος βρίσκεται στην αγκαλιά της μητέρας του, εκείνη το φυλάει κάθε στιγμή από κάθε κακό. Κι όταν κλάψει, του δίνει αμέσως το μαστό της. Μετά, ανάλογα με την αντοχή του, το. χτυπάει λίγολίγο και το φοβερίζει, για νά δεχθεί έστω κι από φόβο το γάλα της και νά μην έχει καρδιά ανυπότακτη. “Αν όμως βάλει τα κλάματα, το σπλαχνίζεται γιατί από τα σπλάχνα της βγήκε και αρχίζει νά το παρηγορεί και νά το φιλάει και νά το καλοπιάνει, ώσπου νά δεχθεί το μαστό της.” Αν κάποιος δείξει στο βρέφος χρυσάφι ή ασήμι ή μαργαριτάρια ή άλλα πράγματα του κόσμου τούτου, εκείνο τα παρατηρεί βέβαια με προσοχή, όσο όμως βρίσκεται στην αγκαλιά της μάνας του, όλα τα παραβλέπει προκειμένου νά θηλάσει. Κι εμείς λοιπόν, αδελφοί, άς φροντίσουμε για τούς εαυτούς μας: “Ας μείνουμε κάτω από τη σκέπη της μετάνοιας και άς θηλάσουμε γάλα από τούς αγίους μαστούς της. “Ας την αφήσουμε νά μας θρέψει κι άς σηκώσουμε τον παιδευτικό ζυγό της, ώσπου ν’ αναγεννηθούμε από το θεό, για νά κάνουμε πια το θέλημά Του και νά φτάσουμε «εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ήλικίας τού πληρώματος τού Χριστού» (Έφ. 4:13). Του Άββα Μάρκου Αμαρτία θανάσιμη είναι εκείνη για την όποία ο άνθρωπος μένει αμετανόητος. Κανένας δεν είναι τόσο αγαθός και σπλαχνικός όσο ο θεός. τον αμετανόητο ‘όμως ούτε Αυτός τον συγχωρεί. Πολύ λυπόμαστε όταν κάνουμε αμαρτίες. Τις αιτίες τους όμως με ευχαρίστηση Τις δεχόμαστε.

 

Β’ ΠΩΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΕΤΑΝΟΟΥΜΕ. ΝΑ ΜΗΝ ΑΝΑΒΑΛΟΥΜΕ ΤΗΝ ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ. ΜΕΤΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΔΙΟΡΘΩΣΗ.

Ένας αδελφός έκανε συνεχώς αυτή την προσευχή στο Θεό: Κύριε, δεν έχω φόβο Θεού! Στείλε μου λοιπόν κεραυνό η καμιά άλλη τιμωρία ή αρρώστια ή δαιμόνιο, μήπως κι έτσι έρθει σε φόβο ή πωρωμένη μου ψυχή. Άλλοτε πάλι παρακαλούσε κι έλεγε: Ξέρω πώς έχω πολύ αμαρτήσει ενώπιόν Σου, Δέσποτα, και πώς εΙναι αναρίθμητα τα σφάλματά μου. Γι’ αυτό και δεν τολμώ νά Σου ζητήσω νά με συγχωρέσεις. ” Αν όμως εΙναι δυνατόν, συγχώρεσέ με για την ευσπλαχνία Σου. Αν πάλι εΙναι αδύνατον, τουλάχιστον τιμώρησέ με στη ζωή αυτή και μη με κολάσεις στην άλλη. Κι αν είναι και τούτο ακόμη αδύνατον, στείλε μου εδώ ένα μέρος της τιμωρίας κι αλάφρωσέ μου εκεί την κόλαση. Άρχισε μόνο από τώρα νά με τιμωρείς. ‘Αλλά τιμώρησέ με σπλαχνικά, όχι με την οργή Σου, Δέσποτα. Έτσι λοιπόν μετανοούσε έναν ολόκληρο χρόνο κι αυτά έλεγε με δάκρυα ικετευτικά, ολόθερμα κι ολόψυχα, λιώνοντας και τσακίζοντας σώμα και ψυχή με νηστεία και αγρυπνία και άλλες κακουχίες. Μια μέρα, καθώς καθόταν καταγής, όπως συνήθιζε, θρηνώντας και φωνάζοντας σπαραχτικά, από την πολλή του λύπη, νύσταξε κι αποκοιμήθηκε. Και νά! Παρουσιάζεται μπροστά του ο Χριστός Και του λέει με φωνή γεμάτη ιλαρότητα: Τι έχεις, άνθρωπε μου; Γιατί κλαις έτσι; Ό αδελφός τον αναγνώρισε Και αποκρίθηκε έντρομος: Γιατί έπεσα, Κύριε! Έ, σήκω! Δεν μπορώ, Δέσποτα, αν δεν μου δώσεις το χέρι Σου! Τότε Εκείνος άπλωσε το χέρι Του, έπιασε τον αδελφό Και τον σήκωσε. Μα κι όταν αυτός σηκώθηκε, συνέχισε νά θρηνεί. Γιατί κλαις, άνθρωπε μου; Γιατί είσαι λυπημένος; του ξανά λέει ο Κύριος με απαλή και ιλαρή πάλι φωνή. Δεν θέλεις, Κύριε, νά κλαίω και νά λυπάμαι, απάντησε ο αδελφός, πού τόσο πολύ σε πίκρανα, αν και απόλαυσα τόσα αγαθά από Σένα; Εκείνος άπλωσε ξανά το χέρι Του, τ’ ακούμπησε στο κεφάλι του αδελφού και του είπε: Μη λυπάσαι πια. Γιατί αν έδωσα το αίμα μου για σένα, πολύ περισσότερο θα δώσω συγχώρηση και σε σένα και σε κάθε άλλη ψυχή πού γνήσια μετανοεί. Μόλις συνήλθε ο αδελφός από την οπτασία, ένιωσε την καρδιά του γεμάτη χαρά. ‘Έτσι πληροφορήθηκε πώς ο Θεός τον ελέησε. Κι από τότε ζούσε με πολλή ταπείνωση, ευχαριστώντας Τον. Είπε ένας γέροντας: Αν πέσεις Σε μία αμαρτία και σηκωθείς κι αρχίσεις νά θλίβεσαι και νά μετανοείς γι’ αυτήν, πρόσεξε νά μη σταματήσεις τη λύπη και τούς στεναγμούς ενώπιον του Κυρίου ως την ήμέρα του θανάτου σου. ‘Αλλιώς θα πέσεις πάλι γρήγορα στον ίδιο βόθρο. Ή κατά Θεό λύπη είναι για την ψυχή χαλινάρι, πού δεν την αφήνει να πέσει. Είπε ο αββάς Θεόδωρος της Φέρμης: Ό άνθρωπος πού βρίσκεται σε κατάσταση μετάνοιας, δεν δεσμεύεται από την εντολή. Ήθελε, δηλαδή, νά πει ότι εκείνος πού μετανοεί πραγματικά, δεν εμποδίζεται καθόλου, αν θέλει, νά ξεπεράσει και της εντολής τα όρια. Και λέγοντας “εντολή”, δεν εννοούσε μία μονάχα, μα όλες όσες θέσπισε το Άγιο Πνεύμα στην Εκκλησία. και επιπλέον τον ειδικό κανόνα, πού ίσως του όρισε κάποιος πνευματικός. Δύο μοναχοί, πού πολεμήθηκαν από το δαίμονα της πορνείας, πέταξαν το σχήμα τους και πήραν γυναίκες. ‘Αργότερα (συναντήθηκαν και) έλεγαν μεταξύ τους: Τι κερδίσαμε, πού αφήσαμε την αγγελική πολιτεία και ήρθαμε σ’ αύτή την ακαθαρσία, πού θα μας στείλει τελικά στο αιώνιο πυρ και στ’ ατέλειωτα βάσανα; Ας επιστρέψουμε λοιπόν πάλι στην έρημο και ας μετανοήσουμε. Πραγματικά, ξαναγύρισαν, εξομολογήθηκαν όλα όσα έκαναν και παρακάλεσαν τούς πατέρες νά τούς βάλουν κανόνες. Οι γέροντες λοιπόν όρισαν νά μείνουν έγκλειστοι κι οι δύο για ένα χρόνο, και νά τούς δίνουν μόνο ψωμί και νερό. Οι αδελφοί εκείνοι έμοιαζαν ατά εξωτερικά χαρακτηριστικά, Μόλις λοιπόν συμπληρώθηκε ο καιρός της μετάνοιάς τους, βγήκαν έξω. ‘Αλλά τι νά δουν Οι πατέρες! Ο ένας ήταν χλωμός, σκυθρωπός και αποκαμωμένος, ενώ ο άλλος πρόσχαρος και θαλερός. και απόρησαν, πώς είχαν τόσο μεγάλη διαφορά στην εμφάνιση, αφού και την ίδια τροφή έτρωγαν και κλεισμένοι ήταν κι οι δύο τους. Ρώτησαν λοιπόν τον σκυθρωπό: Τι έλεγες με τούς λογισμούς σου, όσο καθόσουν στο κελί; Συλλογιζόμουν συνεχώς τα κακά πού έκανα και την κόλαση, όπου πρόκειται νά πάω, αποκρίθηκε εκείνος. Κι από το φόβ0, κόλλησε το δέρμα μου ατά κόκαλά μου (Ψαλμ. 101:6). Ρώτησαν και τον άλλο τι σκεφτόταν στο κελί του. Ευχαριστούσα το Θεό, απάντησε, πού δεν με άφησε νά πεθάνω μέσα στην αμαρτία, αλλά μ’ έβγαλε από την ακαθαρσία του κόσμου και της κολάσεως και με οδήγησε στην αγγελική τούτη πολιτεία. Και φέρνοντας ατό νου μου το Θεό, γέμιζα χαρά. Ύστερα από αυτά, οι γέροντες έκριναν πώς και των δύο αδελφών τι μετάνοια είναι ισάξια απέναντι στο Θεό. ‘Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Ποιμένα: Αββά, ήταν δύο άνθρωποι, ο ένας μοναχός και ο άλλος κοσμικός. Μία νύχτα ο μοναχός αποφάσισε νά πετάξει το σχήμα του μόλις θα ξημέρωνε. Ο κοσμικός πάλι αποφάσισε νά γίνει μοναχός. Και οι δύο όμως πέθαναν την ίδια νύχτα, κι έτσι δεν πρόφτασαν νά πραγματοποιήσουν τις προθέσεις τους. Σαν τι θα θεωρηθούν άραγε; Και ο γέροντας αποκρίθηκε. ‘Ο μοναχός πέθανε σαν μοναχός και ο κοσμικός πέθανε Σαν κοσμικός. Γιατί έφυγαν στην κατάσταση πού βρέθηκαν. Διηγούνταν για κάποιον γέροντα, πώς, όταν οι λογισμοί του έλεγαν, “” Άφησε σήμερα, Και αύριο μετανοείς”, τούς πολεμούσε λέγοντας: “‘Όχι! Σήμερα θα μετανοήσω, Και αύριο ας γίνει το θέλημα του Θεού”. Είπε ένας γέροντας: Κακία πού δεν πραγματοποιήθηκε, κακία δεν είναι. Και αρετή πού δεν πραγματοποιήθηκε, αρετή δεν είναι. Του αββά ‘Ισαάκ Σ’ αυτά πού έχασες την αρετή, σ’ αυτά νά την αποκτήσεις και πάλι. Χρωστάς χρυσάφι στο Θεό; Δεν δέχεται νά του δώσεις μαργαριτάρι. Έχασες, για παράδειγμα, την άγνεία σου; Ο Θεός δεν δέχεται από σένα ελεημοσύνη, όσο επιμένεις στην πορνεία. Σου ζητάει τον εξαγνισμό του σώματος, επειδή αυτή την εντολή αθέτησες, νικημένος από το φθόνο του διαβόλου. Τι κι αν πολεμάς τον ύπνο αγρυπνώντας; Τι κι αν καταγίνεσαι με τη νηστεία; Καθόλου δεν θα σε ωφελήσουν αυτά ενάντια σ’ εκείνο το πάθος. Γιατί κάθε αρρώστια, είτε ψυχική είτε σωματική, με τα δικά της Και κατάλληλα φάρμακα θεραπεύεται. Όποιος πέφτει στην αμαρτία για δεύτερη φορά, με την ελπίδα της κατοπινής μετάνοιας, αυτός πορεύεται με πανουργία ενώπιον του Θεού. τον άνθρωπο αυτόν τον βρίσκει απροσδόκητα ο θάνατος. Κι έτσι δεν φτάνει στον καιρό πού, σύμφωνα με την ελπίδα του, θα μετανοούσε. Του άγίου Έφραίμ Αδελφοί, ο τωρινός καιρός εΙναι καιρός για μετάνοια. Μακάριος λοιπόν εΙναι εκείνος, πού δεν έπεσε καθόλου στα δίχτυα του εχθρού. Μακάριος εΙναι για μένα κι εκείνος πού έπεσε στα δίχτυα του, αλλά κατόρθωσε νά τα σκίσει Και νά του ξεφύγει όσο βρίσκεται στην παρούσα ζωή. Αυτός, ζώντας ακόμα σωματικά, μπόρεσε νά ξεφύγει από τον πόλεμο Και νά σωθεί, όπως ξεγλιστράει το ψάρι από το δίχτυ. Γιατί το ψάρι, και νά πιαστεί, αν σκίσει το δίχτυ και ορμήσει προς το βυθό, όσο βέβαια είναι ακόμα στο νερό, σώζεται. Αν όμως το τραβήξουν στη στεριά, τότε πια δεν μπορεί νά βοηθήσει τον εαυτό του. ‘Έτσι κι εμείς. ‘Όσο είμαστε σ’ αυτή τη ζωή, έχουμε πάρει τη δύναμη και την εξουσία από το Θεό νά σπάσουμε μόνοι μας τις αλυσίδες των θελημάτων του εχθρού, νά πετάξουμε το φορτίο των αμαρτιών μας με τη μετάνοια και νά σωθούμε, κερδίζοντας τη βασιλεία των ουρανών. Αν όμως μας προφτάσει το φοβερό εκείνο πρόσταγμα, αν ή ψυχή χωριστεί από το σώμα και το σώμα μπει στον τάφο, τότε δεν μπορούμε πια νά βοηθήσουμε τον εαυτό μας όπως ακριβώς συμβαίνει και με το ψάρι, πού το τράβηξαν απ’ το νερό Και το έκλεισαν μέσα σε δοχείο. Αδελφέ, μην πεις, “Σήμερα αμαρτάνω και αύριο μετανοώ”, γιατί δεν έχεις σιγουριά. Στον Κύριο ανήκει ή φροντίδα για το αύριο. Τού άββα Mάρκoυ Αν κάποιος πέσει σε μίαν αμαρτία και δεν λυπηθεί ανάλογα με το σφάλμα του, εύκολα θα ξαναπιαστεί στο ίδιο δίχτυ. Όταν αποφεύγεις την κακοπάθεια και τούς εξευτελισμούς, μην ισχυρίζεσαι πώς θα μετανοήσεις με άλλες αρετές, γιατί ή κενοδοξία και ή αποφυγή της κακοπάθειας από τη φύση τους υποδουλώνουν στην αμαρτία ακόμα και με εύλογες προφάσεις.

Εισαγωγή και δημοσίευση κειμένων απο το Βιβλίο:

ΜΙΚΡΟΣ ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ

Επιλογή και νεοελληνική απόδοση κειμένων «πάνυ ωφέλιμων μοναχοίς τε και κοσμικοίς» από τη
ΣΥΝΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΘΕΟΦΘΟΓΓΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΩΝ ΤΩΝ ΘΕΟΦΟΡΩΝ ΚΑΙ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ
του μοναχού Παύλου Ευεργετινού ( 1054)
ΕΚΔΟΣΗ ΤΡΙΤΗ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 2001

Επίτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο με αναφορά πηγής το
Ιστολόγιο
ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

http://www.alavastron.net/

 

Share Button