*Ἐρωτήσεις καὶ ἀποκρίσεις περὶ διαφόρων κεφαλαίων
ἐκ διαφόρων προσώπων, Ἐρώτησις ιη’, PG 89, 500Α-513Β
Ἐρώτησις: Ἄραγε ὅλοι ὅσοι πέφτουν ἀπὸ ὕψος ἢ καλύπτονται ἀπὸ χώματα ἢ πνίγονται, τὸ παθαίνουν αὐτὸ ἀπὸ θεία ἀπειλῆ καὶ παραχώρησι ἢ ἀπὸ ἐνέργεια τοῦ πονηροῦ;
Ἀπόκρισις: Ὅτι εἶναι ἀνεξερεύνητα τὰ κρίματα τοῦ Θεοῦ καὶ ἀνεξιχνίαστοι αἳ ὁδοὶ αὐτοῦ, ὅπως λέει καὶ ἡ Γραφή[1], εἶναι φανερό. Παρὰ ταῦτα ὅμως δὲν εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὅλοι ὅσοι πεθαίνουν μὲ βίαιο θάνατο τὸ παθαίνουν αὐτὸ ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν τους. Διότι καὶ οἱ γιοὶ του Ιώβ, παρ’ ὅλο ποὺ ἦταν δίκαιοι, θάφτηκαν κάτω ἀπὸ τὰ ἐρείπια τοῦ σπιτιοῦ τοὺς[2]. Ἀλλὰ καὶ ὁ Χριστός μας τὸ διδάσκει αὐτὸ λέγοντας ὅτι δὲν ἤσαν ἁμαρτωλότεροι ἀπ’ ὅσους κατοικοῦσαν τὴν Ἱερουσα¬λὴμ ἐκεῖνοι οἱ δεκαοκτὼ ἄνδρες, πάνω στοὺς ὁποίους ἔπεσε ὁ πύργος τοῦ Σιλωάμ[3]? οὔτε πάλι ἐκεῖνοι τῶν ὁποίων τὸ αἷμα ὁ Πιλάτος ἀνέμιξε μὲ τὶς θυσίες[4].
Ἀπὸ αὐτὰ λοιπὸν μαθαίνουμε ὅτι καὶ οἱ δίκαιοι πολλὲς φορὲς πεθαίνουν μὲ βίαιο θάνατο σύμφωνα μὲ ἀφανεῖς καὶ ἄγνωστες ἀποφάσεις τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖες ὀφείλονται σὲ τρεῖς λόγους:
Πολλὲς φορὲς ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει κάποιοι ὅσιοι ἄνδρες νὰ θανατωθοῦν ἀπὸ θη¬ρία ἢ ἀπὸ σεισμοὺς ἢ ἀπὸ πνιγμὸ ἢ ἀπὸ πτῶσι σὲ γκρεμούς, γιὰ νὰ φοβηθοῦν οἱ ὑ¬πόλοιποι καὶ νὰ ποῦν: «Ἂν αὐτὸς ποῦ ἦταν ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἔπαθε κάτι τέ¬τοιο, ἄραγε τί πρόκειται νὰ πάθουμε ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοί; Καὶ ἐὰν ὁ δίκαιος μόλις ποὺ σώζεται, ὁ ἀσεβὴς καὶ ἁμαρτωλὸς ποῦ θὰ βρεθῆ;[5]»
Ἄλλοι πάλι ποὺ εἶχαν ἴσως κάποια μικρὰ ἐλαττώματα καὶ ἐπετράπη νὰ ὑπο¬στοῦν αὐτὸν τὸν βίαιο θάνατο θὰ εὑρεθοῦν πλέον τέλειοι μπροστὰ στὸν Θεό.
Καὶ κάποιοι ἄλλοι, ποὺ πολλὲς φορὲς σὰν δυνατοὶ πῆραν ἐπάνω τοὺς τὶς ἀ¬μαρτίες τοῦ λαοῦ, παραδίδονται γι’ αὐτὸν τὸν λόγο σὲ πειρασμοὺς καὶ ὀδυνηρὸ θάνατο προκαλώντας ἔτσι μεγαλύτερη σωτηρία καὶ στὸν ἑαυτό τους καὶ στὸν λαό.
Διότι καὶ ὁ Χριστὸς γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας πληγώθηκε[6] καὶ γιὰ χάρι μας δέχθηκε τὸν θάνατο. Ἔχοντας λοιπὸν αὐτὸ ὑπ’ ὄψιν ἂς μὴν ἀπορήσουμε, ὅταν βλέπουμε ὅτι ὁ Ἠσαΐας πριονίσθηκε[7], ὁ Ἰωάννης ἀποκεφαλίσθηκε[8], ὁ Στέφανος λιθοβολή¬θηκε[9], ὁ Πέτρος σταυρώθηκε καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἅγιοι περιέπεσαν σὲ φοβεροὺς κιν-δύνους καὶ θανάτους.
Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, σὲ τρεῖς λόγους μπορεῖ νὰ ἀποδοθῆ καὶ ὁ βίαιος θάνα¬τος τῶν κακῶν ἀνθρώπων: ἢ γιὰ νὰ σωφρονισθοῦν οἱ ὑπόλοιποι ἀπὸ τὸ φοβερὸ περιστατικὸ ποὺ τοὺς συνέβη ἢ γιὰ νὰ βροῦν καὶ οἱ ἴδιοι κάποια ἀνακούφισι στὴν ἄλλη ζωὴ (διότι πάρα πολλὴ ὠφέλεια βρίσκουν ἐκεῖ ὅσοι χωρίζονται ἀπὸ τὸ σῶμα μὲ πικρὸ θάνατο? κι αὐτὸ ἐννοοῦσε ὁ Κύριος, ὅταν ἔλεγε ἀναφερόμενος σὲ κάποι¬ες πόλεις ποὺ δὲν δέχθηκαν τὸ κήρυγμά Του: τὰ Σόδομα καὶ τὰ Γόμορρα θὰ ἔχουν ἀνεκτότερη τιμωρία κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως παρὰ ἡ πόλις ἐκείνη)[10] ἢ πάλι ἀπὸ θεία ὀργὴ καὶ ἀπειλῆ, ὅπως συνέβη στὴν περίπτωσι τοῦ Φαραώ[11] καὶ τοῦ κα¬τακλυσμοῦ[12]. Ἄλλοι δηλαδὴ ὑποφέρουν μόνον ἐδῶ, ὅπως ὁ Λάζαρος, ἄλλοι ἐν μέρει ἐδῶ καὶ ἐν μέρει μετὰ θάνατον, ὅπως ἀκριβῶς ἐκεῖνοι ποὺ κάηκαν στὰ Σό-δομα[13], καὶ ἄλλοι μόνον μετὰ θάνατον, ὅπως ὁ πλούσιος της παραβολῆς τοῦ Λα¬ζάρου[14].
Λοιπὸν ὅταν δὴς ὅτι κάποιος ἔπεσε σὲ γκρεμὸ ἢ πνίγηκε, νὰ μὴ λὲς οὔτε νὰ ἐξετάζης: «Γιατί πέθανε μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο; Ἄραγε εἶχε φθάσει ἡ ὥρα του ἢ πέθανε πρόωρα; Ἢ μήπως αὐτὸ συνέβη μὲ συνεργία τοῦ διαβόλου;» Πρέπει νὰ γνωρίζης ὅτι πολλὲς φορὲς περιπίπτουμε σὲ πειρασμοὺς καὶ συμφορὲς καὶ θανάτους ἀπὸ δική μας ἀδιακρισία καὶ αὐθάδεια. Ὅπως παραδείγματος χάριν παθαίνουν οἱ ναυτικοὶ οἱ ὁποῖοι, ἐνῶ βλέπουν νὰ προμηνύεται κακοκαιρία, βγάζουν τὸ πλοῖο ἀπὸ τὸ λιμάνι καὶ ἐκθέτουν τὸν ἑαυτό τους σὲ ἄλλους κινδύνους ἀπὸ μόνοι τους, χωρὶς νὰ τὸ θέλη αὐτὸ οὔτε ὁ Θεὸς οὔτε ὅμως καὶ ὁ διάβολος• ἀλλὰ τὰ κάνουν αὐτὰ καὶ τὰ παρόμοια μὲ δική τους πρωτοβουλία καὶ αὐτεξουσιότητα. Διότι ἀπὸ τὰ λόγια του Χριστοῦ: σ’ ἐσᾶς ἀκόμη καὶ οἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς σας εἶναι ὅλες ἀ-ριθμημένες[15] γίνεται φανερὸ ὅτι ὁ σατανᾶς δὲν ἔχει καμμία ἐξουσία ὄχι μόνον στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλ’ οὔτε καὶ στὰ ἄλογα ζῶα καὶ τοὺς χοίρους, ὅπως μαρτυρεῖ καὶ τὸ Εὐαγγέλιο[16].
Ἑπομένως ἄλλοι μὲν ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς βίαιους θανάτους συμβαίνουν, ὅπως ἔ¬χει λεχθῆ, πολλὲς φορὲς σὰν ἀπειλῆ τοῦ Θεοῦ πρὸς αὐτοὺς ποὺ ἁμαρτάνουν ἀμε¬τανόητα, ὅπως συνέβη στὶς περιπτώσεις τοῦ κατακλυσμοῦ καὶ τῶν Σοδόμων. Διό¬τι λέει ἡ Γραφὴ ὅτι οἱ φαῦλοι ἔχουν ἀπαίσιο θάνατο[17] καὶ ὁ θάνατος τῶν ἁμαρτω¬λῶν εἶναι κακός[18] καὶ ὅταν ξεσπάση καταιγίδα, ἀφανίζεται ὁ ἀσεβής[19] καὶ ὁ δίκαιος διαφεύγει τὴν παγίδα, ἀντ’ αὐτοῦ δὲ παραδίδεται σ’ αὐτὴν ὁ ἀσεβής[20]. Ἄλλοι πάλι κατὰ θεία παραχώρησι, ὅπως στὴν περίπτωσι τῶν παιδιῶν τοῦ Ἰώβ[21]. Ἄλλοι δὲ τέλος μὲ ἁπλὴ γνῶσι τοῦ Θεοῦ, χωρὶς Αὐτὸς οὔτε νὰ εὐαρεστῆται, ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ παρεμποδίζη. Διότι λέγει: Δὲν πωλοῦνται δυὸ σπουργίτια γιὰ ἕνα μόνο ἀσσάριο; Καὶ ὅμως οὔτε ἕνα ἀπὸ αὐτὰ δὲν πέφτει στὸ χῶμα χωρὶς τὸν ἐπουράνιο Πατέρα μου[22]. Αὐτὰ δὲ τὰ ἔλεγε θέλοντας νὰ δείξη ὅτι τίποτε δὲν γίνεται, χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζη ὁ Θεός• ὄχι ὅμως καὶ ὅτι Αὐτὸς εἶναι ποὺ ἐνεργεῖ σὲ ὅλα[23].
Ἴσως δὲ καὶ μὲ θέλημα Θεοῦ νὰ πεθαίνουν μερικοὶ πολλὲς φορὲς μὲ πικρὸ θά¬νατο, πρὸς σωτηρία τους, καθὼς προανέφερα. Ὅταν γιὰ παράδειγμα ὁ βασιλεὺς Μαυρίκιος[24] παρεκάλεσε τὸν Θεὸ νὰ πληρώση στὸν κόσμο αὐτὸ γιὰ τὰ ἁμαρτήμα¬τά του, εἶδε στὸ ὄνειρό του κάποιον ὑπέρλαμπρο βασιλέα, ποὺ ἔδωσε διαταγὴ νὰ παραδοθῆ πρὸς θάνατον στὸν στρατιώτη Φωκά, πράγμα τὸ ὁποῖο καὶ ἔγινε. Ἐπί-σης ὑπῆρχε καὶ κάποιος ἀναχωρητὴς φημισμένος γιὰ τὰ σημεῖα καὶ θαύματά του, ποὺ εἶχε μαζί του στὴν ἔρημο καὶ ἕναν ὑποτακτικό. Συνέβη λοιπὸν μία μέρα ὁ μα¬θητὴς νὰ ἐπισκεφθῆ μία πόλι ποὺ εἶχε ἕναν κακὸ καὶ ἄθεο ἄρχοντα. Αὐτὸς εἶχε πε¬θάνει καὶ κηδευόταν συνοδευόμενος ἀπὸ πλῆθος ἀνθρώπων, μὲ πολλὲς τιμές, κε¬ριὰ καὶ θυμιάματα. Ὅταν ὁ ὑποτακτικὸς ἐπέστρεψε στὴν ἔρημο, βρῆκε τὸν θεοφόρο γέροντά του κατασπαραγμένο ἀπὸ μία ὕαινα. Ἄρχισε λοιπὸν νὰ ἀδημονῆ καὶ σχεδὸν νὰ ἀντιδικῆ μὲ τὸν Θεὸ λέγοντας: «Ποῦ εἶναι ἡ δίκαιη κρίσι Σου, Κύριε; Πῶς ἐκεῖνος ὁ κακὸς ἄρχοντας, ποῦ σὲ παρώργισε πολύ, πέθανε τόσο ἔνδοξα, ἐνῶ αὐτὸς ὁ ἅγιος, ποῦ σὲ ὑπηρέτησε πιστά, ἔγινε τροφὴ ἑνὸς θηρίου;» Καὶ ἐνῶ ἔλεγε αὐτὰ καὶ ἄλλα παρόμοια παραπονούμενος, παρουσιάσθηκε ἄγγελος Κυρίου καὶ τοῦ εἶπε: «Ἐκεῖνος ὁ ἄρχοντας, ποὺ ἦταν τελείως κακός, ἔκανε μία καλῆ πράξι. Μὲ τὴν τιμὴ ποὺ τοῦ ἔγινε στὴν κηδεία ἔλαβε τὸν μισθὸ γιὰ ἐκεῖνο τὸ καλό του ἔρ¬γο καὶ ἔτσι ἔφυγε γιὰ τὴν ἄλλη ζωὴ τελείως καταδικασμένος. Ὁ δικός σου πάλι γέροντας, ποὺ ἔκανε ὅλες τὶς θεάρεστες πράξεις, εἶχε ὡς ἄνθρωπος καὶ κάποιο μι¬κρὸ ἐλάττωμα καὶ μὲ αὐτὸν τὸν πικρὸ θάνατο τὸ ξεπλήρωσε καὶ ἀπῆλθε ἐκεῖ τε¬λείως καθαρός».
Δὲν πρέπει λοιπὸν νὰ κατακρίνουμε ἀποφαντικὰ ὅσους πεθαίνουν μὲ βίαιο θά¬νατο καὶ νὰ λέμε ὅτι αὐτὸ τὸ παθαίνουν ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν τους. Διότι κανέ¬νας ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ γνωρίζη ξεκάθαρα μὲ τί κριτήρια τὰ κανονίζει αὐτὰ ὁ Θεός. Πολλὲς φορὲς τέτοιοι θάνατοι συνέβησαν καὶ σὲ δίκαιους ἀνθρώπους ἀπὸ κάποιες ἄγνωστες αἰτίες. Διότι ὁ Ἐκκλησιαστῆς λέγει: Εἶναι δυνατὸν ὁ δί-καιος νὰ ἀπωλεσθῆ ἐνῶ εὑρίσκεται στὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ ἀσεβὴς νὰ παραμείνη στὴν κακία τοῦ? εἶναι ὅμως ἐπίσης δυνατὸν ὁ δίκαιος νὰ ἀνταμειφθῆ σ’ αὐτὴν τὴν ζωὴ ἀπὸ τὸν Θεὸ σύμφωνα μὲ τὶς πράξεις τοῦ[25]. Καὶ ὁ Δαβὶδ λέγει: Θεέ μου, ἦλθαν εἰδωλολάτρες στὴν χώρα τῆς κληρονομίας Σου, ἐμόλυναν τὸν ἅγιο ναό Σου, κατέστησαν τὴν Ἱερουσαλὴμ σὰν ἀποθήκη ὀπωρικῶν, ἄφησαν τὰ πτώματα τῶν δούλων Σου φαγητὸ στὰ ὄρνεα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὶς σάρκες τῶν ὁσίων Σου στὰ θηρία τῆς γῆς? ἔχυσαν τὸ αἷμα τους σὰν νερὸ γύρω ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ δὲν ὑπῆρχε ἄνθρωπος νὰ τοὺς θάψη[26]. Ἀκόμη πολλοὶ δίκαιοι ζοῦν λίγα χρόνια πρὸς τὸ συμφέρον τῆς ψυχῆς τους, ὅπως λέγει ὁ Σολομῶν: Ἐπειδὴ εὐαρέστησε τὸν Κύριο ἀγαπήθηκε ἀπὸ Αὐτόν, καὶ ἐνῶ ζοῦσε μεταξὺ τῶν ἁμαρτωλῶν, μετετέθη στὴν αἰωνιότητα. Πάρθηκε αἰφνίδια, γιὰ νὰ μὴ μεταβάλη ἡ κακία τὴν σύνεσί του καὶ νὰ μὴν ἀπατήση ἡ δολιότητα τὴν ψυχή του. Διότι ὁ φθόνος τῆς ἀνηθικότητος ἀμαυρώνει τὰ καλὰ καὶ ὁ ρεμβασμὸς τῶν κοσμικῶν ἐπιθυμιῶν διαστρέφει τὸν ἄκακο νοῦ. Ἂν καὶ ἔζησε λίγο, ἐντούτοις ἔγινε γέρων κατὰ τὴν ἀρετή. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἦταν ἀρεστὴ στὸν Κύριο, καὶ γι’ αὐτὸ ἀνηρπάγη ἀπὸ τὸ περιβάλλον τῶν ἁμαρτωλῶν[27].
Ἐπίσης οἱ δίκαιοι περιπίπτουν πολλὲς φορὲς σὲ μακροχρόνιες σωματικὲς ἀ¬σθένειες, μὲ τὶς ὁποῖες ὑποφέρουν συνήθως οἱ ἁμαρτωλοί, διότι τὸ ἐπιτρέπει ὁ Θεός, ποὺ θέλει νὰ δείξη σὲ ὅλους ἐμᾶς τὴν ἀξία τῆς πίστεως καὶ τῆς ὑπομονῆς τῶν δικαίων ἀκόμη καὶ μέσα σὲ τέτοιες συμφορὲς καὶ κακοὺς θανάτους• δηλαδὴ ὅτι δέχθηκαν εὐχαρίστως ὅλα τὰ ἐπίπονα καὶ θλιβερὰ πράγματα καὶ ὑπέμειναν πικροὺς θανάτους, χωρὶς νὰ ἀλλοιωθοῦν καθόλου στὴν ἀγάπη τοὺς πρὸς τὸν Θεό? ὅπως καὶ ὁ Ἰσαάκ, ὁ ὁποῖος, ὅταν στὰ γεράματά του στερήθηκε τὸ πρόσκαιρο τοῦτο φῶς[28], δὲν κλονίστηκε ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ πρὸς τὸν Θεό. Καὶ ὁ Ἰὼβ ἐπίσης, παρ’ ὅλο ποὺ παραδόθηκε σὲ μεγάλους πειρασμούς, ἔμεινε ἀκλόνητος. Ἀκόμη δὲ καὶ ὁ Ἀπόστολος, ἐνῶ εἶχε διὰ βίου μία ἀσθένεια στὸ σῶμα του, δὲν ἔπαυσε νὰ ἀ¬γαπᾶ τὸν Θεό. Σ’ αὐτὴν τὴν ἀσθένεια ἀναφέρεται, ὅταν λέγη: Καὶ γιὰ τὶς ὑπερ¬βολικὲς ἀποκαλύψεις μου δόθηκε ἀγκάθι στὴν σάρκα, ἄγγελος τοῦ Σατανᾶ, γιὰ νὰ μὲ χαστουκίζη, ὥστε νὰ μὴν ὑπερηφανεύωμαι. Τρεῖς φορὲς παρεκάλεσα τὸν Κύ¬ριο νὰ μὲ ἀπαλλάξη ἀπὸ αὐτὴν τὴν δοκιμασία, καὶ μοῦ ἀπάντησε: «Σοὺ εἶναι ἀρ¬κετὴ ἡ χάρις μου, διότι ἡ δική μου δύναμις τελειοποιεῖται μὲ τὴν ἀσθένεια»[29]. Καὶ πάλι ἀπευθυνόμενος στοὺς Γαλάτες ὁμιλεῖ γιὰ τὴν ἀσθένειά του ὡς ἑξῆς: Καὶ γιὰ τὴν σωματική μου δοκιμασία δὲν μὲ περιφρονήσατε οὔτε μὲ ἀηδιάσατε, ἀλλὰ μὲ δεχθήκατε σὰν ἀπεσταλμένο τοῦ Θεοῦ, σὰν τὸν ἴδιο τὸν Ἰησοῦ Χριστό[30].
Ἐπειδὴ λοιπόν, ὅπως ἀποδείχθηκε, καὶ σὲ ἁγίους ἄνδρες ἀκόμη συμβαίνουν κάποια πράγματα δυσάρεστα καὶ σωματικὲς ἀσθένειες καὶ θάνατοι ὀδυνηροί, δὲν μποροῦμε βιαστικὰ καὶ ἀπόλυτα νὰ κατακρίνουμε ὡς ἁμαρτωλοὺς ὅσους παθαί¬νουν κάτι τέτοιο, μὴν τυχὸν βγάζοντας λανθασμένες ἀποφάσεις γιὰ τὰ παραπάνω, γίνουμε ὅμοιοι μὲ τοὺς φίλους του Ἰώβ, ποὺ ὅταν εἶδαν τὴν ἀπαίσια πληγῆ καὶ τὸν σωρὸ ἀπ’ τὰ σκουλήκια, τὸν κατέκριναν σὰν ἁμαρτωλό, ἐπειδὴ ἀγνόησαν τὴν θεία οἰκονομία, ποὺ ἐπέτρεψε νὰ πάθη αὐτὸς τόσο μεγάλους πειρασμοὺς ἀπὸ τὸν διάβολο. Καὶ ἐπρόκειτο νὰ κληρονομήσουν φοβερὴ ἀπώλεια γιὰ τὴν ψυχή τους, ἐπειδὴ μίλησαν ἀντίθετα μὲ τὴν ἀλήθεια, ἂν ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰὼβ δὲν προλά¬βαινε νὰ τοὺς ἐξιλεώση ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ[31].
Ὁ φονιὰς ἐξ ἄλλου φονεύει μὲν αὐτὸν ποὺ ἔπεσε στὰ χέρια τοῦ κατὰ θεία παραχώρησι, φονεύεται ὅμως στὴν συνέχεια καὶ ὁ ἴδιος ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες κατὰ τὸν Νόμο τοῦ Κυρίου, διότι ἐπεθύμησε καὶ ἐξετέλεσε μία κακοήθη πράξι.
Ἀπὸ τὸν λόγο περὶ Προνοίας τοῦ ἐπισκόπου Ἐμέσης Νεμεσίου
Πῶς λοιπόν, λέγει, οἱ ὅσιοι ἄνδρες περιπίπτουν σὲ πικροὺς θανάτους καὶ ἀδικαιολόγητες σφαγές; Καὶ ἂν μὲν ἀδίκως, γιατί δὲν ἐμποδίζει τὸν φόνο ἡ θεία Πρόνοια; Ἂν δὲ δικαίως, τότε εἶναι ἀνεύθυνοι ὁπωσδήποτε αὐτοὶ ποὺ φονεύουν. Σ’ αὐτὰ ἐμεῖς ἔχουμε νὰ ποῦμε, ὅτι ὁ φονιὰς φονεύει ἀδίκως, ἐνῶ ὁ φονευόμενος φονεύεται ἢ δικαίως ἢ πρὸς τὸ συμφέρον τοῦ? δικαίως μὲν γιὰ πράξεις ἁμαρτω¬λὲς ποὺ εἶναι σ’ ἐμᾶς ἄγνωστες, πρὸς τὸ συμφέρον του δέ, ὅταν ἡ θεία Πρόνοια προλαβαίνη τὶς κακὲς πράξεις τὶς ὁποῖες πρόκειται νὰ κάνη καὶ κρίνει ὅτι τὸν συμφέρει νὰ σταματήση ἡ ζωὴ τοῦ ὡς ἐδῶ. Ὁ δὲ φονιὰς φονεύει ἀδίκως, διότι τὸ κάνει μὲ τὴν θέλησί του γιὰ κέρδος καὶ ληστεία. Διότι ἀπὸ ἐμᾶς ἐξαρτᾶται ἡ πράξις, ὅμως τὸ πάθημα δὲν τὸ ὁρίζουμε ἐμεῖς, τὸ ἂν δηλαδὴ θὰ ὑποστοῦμε φόνο. Καὶ κανένα εἶδος θανάτου δὲν εἶναι κακό, παρὰ μόνον αὐτὸ ποὺ ὀφείλεται στὴν ἁμαρτία, ὅπως γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὸν θάνατο τῶν ὁσίων ἀνδρῶν. Διότι, λέγει, εἶναι τιμημένος ὁ θάνατος τῶν ὁσίων Αὐτοῦ[32]. Ὁ ἁμαρτωλὸς ὅμως, εἴτε πεθάνη στὸ κρεββάτι, εἴτε ξαφνικὰ καὶ χωρὶς ταλαιπωρία, κακὸ θάνατο βρίσκει, ἀφοῦ παίρνει μαζί του στὸν τάφο σὰν κακὸ σύντροφο τὴν ἁμαρτία. Διότι, λέγει, ὁ θά¬νατος τῶν ἁμαρτωλῶν εἶναι κακός[33]. Αὐτὸς λοιπὸν ποὺ διαπράττει τὸν φόνο, κά¬νει κακό? διότι στὴν μὲν περίπτωσι τῶν δικαίως φονευομένων κατατάσσεται στὴν κατηγορία τῶν δημίων, στὴν δὲ περίπτωσι τῶν φονευομένων πρὸς τὸ συμφέρον τῆς ψυχῆς τοὺς κατατάσσεται στὴν κατηγορία τῶν μιαρῶν καὶ ἀνοσίων δολοφόνων.
Ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ ἁγίου Βασιλείου «Ὅτι δὲν εἶναι αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός»
Τὸ κατ’ ἐξοχὴν κακό, τὸ ὁποῖο πρωτίστως ἀξίζει νὰ ὀνομάζεται κακό, εἶναι ἡ ἁμαρτία καὶ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν δική μας προαίρεσι. Ἀπὸ ἐμᾶς ἐξαρτᾶται τὸ νὰ ἀπέχουμε ἀπὸ τὴν κακία ἢ τὸ νὰ εἴμαστε μοχθηροί. Ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα κακά, ἄλλα μὲν ἐπιτρέπονται ὡς ἀγωνίσματα γιὰ νὰ φανερωθῆ ἡ ἀνδρεία τῶν ἀγωνιστῶν, ὄ¬πως στὴν περίπτωσι τοῦ Ἰὼβ ἡ στέρησις τῶν παιδιῶν, ἡ αἰφνίδια ἐξαφάνισις ὅλης της περιουσίας καὶ ἡ πληγὴ τοῦ ἕλκους[34]• ἄλλα δὲ ὡς θεραπεία τῶν ἁμαρτιῶν, ὅπως στὴν περίπτωσι τοῦ Δαβὶδ ἡ ἀτίμωσις τοῦ βασιλικοῦ οἴκου, γιὰ νὰ τιμωρηθῆ γιὰ τὴν παράνομη ἐπιθυμία τοῦ[35]. Ἐπίσης ἀντιληφθήκαμε ὅτι καὶ κάποιο ἄλλο εἶδος συμφορᾶς προέρχεται ἀπὸ τὴν δίκαιη κρίσι τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ κάνη περισ¬σότερο συνετοὺς αὐτοὺς ποὺ εὔκολα ρέπουν πρὸς τὴν ἁμαρτία, ὅπως στὴν περί¬πτωσι τοῦ Δαθᾶν καὶ τοῦ Ἀβειρῶν, ποὺ ἄνοιξε κάτω ἀπὸ τὰ πόδια τους ἡ γῆ σὰν βάραθρο καὶ τοὺς κατάπιε[36]. Ἐδῶ βέβαια δὲν ὠφελήθηκαν καθόλου αὐτοὶ οἱ ἴδιοι μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τῆς τιμωρίας, ἐφ’ ὅσον πῆγαν κατ’ εὐθείαν στὸν ἅδη, ἀλλὰ μὲ τὸ πάθημά τους ἔκαμαν πιὸ συνετούς τους ὑπολοίπους. Ἔτσι καὶ ὁ Φαραὼ κατα¬ποντίσθηκε μαζὶ μὲ ὅλο τὸν στρατὸ τοῦ[37]. Ἔτσι ἐξοντώθηκαν ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλί¬τες οἱ προηγούμενοι κάτοικοι τῆς Παλαιστίνης[38].
Ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Χρυσοστόμου γιὰ τὸν σεισμὸ
Δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος δίκαιος ποὺ δὲν ἔκαμε κάποιο ἁμάρτημα, οὔτε καὶ ἁμαρτωλὸς ποὺ δὲν ἔχει κάποιο καλό. Ἂν δὴς λοιπὸν κάποιον δίκαιο νὰ ἀσθενῆ ἢ νὰ πέφτη σὲ κάποιο πειρασμό, μὴ θορυβηθῆς, ἀλλὰ σκέψου γι’ αὐτὸν καὶ πές: «Αὐτὸς ὁ δίκαιος ὁπωσδήποτε θὰ διέπραξε σὰν ἄνθρωπος κάποιο μικρὸ κακὸ καὶ τιμωρεῖται ἐδῶ, γιὰ νὰ μὴν τιμωρηθῆ στὴν αἰωνιότητα». Ἂν δὴς πάλι κάποιον ἁμαρτωλό, ποὺ ἁρπάζει, πλεονεκτεῖ καὶ κάνει μύρια κακά, νὰ εὐημερῆ, μὴν ἀπορήσης, ἀλλὰ πές: «Αὐτὸς ποὺ διαπράττει τόσα κακὰ καὶ δὲν παθαίνει καμμία συμφορά, ὁπωσδήποτε ἔχει κάνει κάποιο καλὸ καὶ ἀνταμείβεται γι’ αὐτὸ ἐδῶ, γιὰ νὰ κολασθῆ ἔπειτα στὴν αἰωνιότητα». Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀβραάμ, ἐπειδὴ συνέβαινε καὶ ὁ Λάζαρος νὰ ἔχη κάποια ἁμαρτία καὶ ὁ πλούσιος κάποιο καλὸ ἔργο, ἔλεγε: Ἔλαβες τὴν ἀνταπόδοσι τῶν καλῶν σὸν πράξεων στὴν ἐπίγεια ζωή σου, καὶ ὁ Λά-ζαρος τῶν κακῶν[39].
Ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ ἰδίου πρὸς τὸν Σταγείριο
Καὶ ἐρωτᾶ κανείς: «Γιατί πολλοὶ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς τοὺς ἔπεσαν σὲ πολλὲς συμφορές;» Διότι κατὰ πρῶτο λόγο ὁ Θεὸς τοὺς τιμωρεῖ γιὰ τὴν κακία τους, ἐνῶ κατὰ δεύτερο, γιὰ νὰ ὠφεληθοῦν καὶ ἄλλοι ἀπὸ τὰ κακὰ ποὺ τοὺς συμβαίνουν. Ἂν ὅμως δὲν βρίσκη τοῦτο ἐφαρμογὴ σὲ ὅλους, αὐτὸ ὀφείλεται στὸ ὅτι δὲν ἦλθε ἀκόμη ὁ καιρὸς τῆς κρίσεως. «Γιατί λοιπόν, λέγει, ὠρισμένοι τι-μωροῦνται σὰν μεγάλοι ἁμαρτωλοὶ πρὶν ἀκόμη ἀποκτήσουν τὴν γνῶσι τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ;» Ἡ αἰτία ποὺ συμβαίνει αὐτὸ δὲν εἶναι μία, ἀλλὰ πολλὲς καὶ διά¬φορες. Διότι αὐτὸ θὰ μποροῦσε νὰ ὀφείλεται καὶ στὴν ἀδιαφορία τῶν γονέων ποὺ τοὺς ἀνέθρεψαν καὶ στὸ κακὸ περιβάλλον μέσα στὸ ὁποῖο μεγάλωσαν καὶ σὲ πολ¬λὲς ἄλλες αἰτίες. Ἐπιπλέον δὲ ὁ Θεὸς γνωρίζει ὅτι πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς θὰ γίνουν κακοὶ καὶ ἔτσι τοὺς συγκρατεῖ μὲ αὐτὲς τὶς τιμωρίες, σὰν μὲ κάποιες χειροπέδες.
Ἀπὸ τὴν ἑρμηνεία στὴν Β’ πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολὴ τοῦ ἰδίου
Ἂν δὲν ἐτιμωρεῖτο κανένας ἁμαρτωλός, ὁ καθένας θὰ πίστευε ὅτι ὁ Θεὸς δὲν φροντίζει γιὰ τὰ ἀνθρώπινα πράγματα. Καὶ ἂν ἐτιμωροῦντο ὅλοι ἐδῶ, κανεὶς δὲν θὰ πίστευε ὅτι θὰ γίνη ἀνάστασις, ἐπειδὴ ὅλοι θὰ ἀπολάμβαναν τὴν ἀνταπόδοσι τῶν ἔργων τοὺς ἐδῶ. Γι’ αὐτὸ ἄλλοτε τιμωρεῖ καὶ ἄλλοτε ὄχι. Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο θλίβονται οἱ δίκαιοι σ’ αὐτὴν τὴν ζωή, γιατί εἶναι πάροικοι, εἶναι ξένοι, γιατί ζοῦν στὴν ἐξορία? καὶ τὰ ὑπομένουν αὐτὰ γιὰ νὰ δοκιμασθοῦν, ὅπως ὁ Ἰώβ. Ἂν ὅμως κάποτε καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ ὑποστοῦν κάτι παρόμοιο, τιμωροῦνται γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους. Διότι ὑπάρχουν καὶ μερικοὶ καλοὶ ποὺ ἔχουν κάποιες κακὲς πράξεις καὶ αὐ¬τὲς τὶς ἀποθέτουν ἐδῶ, ὅπως ἐπίσης καὶ μερικοὶ κακοὶ ποὺ ἔχουν κάποια καλὰ καὶ ἀνταμείβονται γι’ αὐτὰ ἐδῶ, γιὰ νὰ τιμωρηθοῦν στὴν ἄλλη ζωή.
Ἀπὸ τὴν ἑρμηνεία τοῦ ἰδίου στὸ κατὰ Ἰωάννην
Καὶ γιὰ ποιὸν λόγο, λέγει, δὲν τιμωροῦνται ὅλοι σύμφωνα μὲ τὸ ἴδιο μέτρο; Διότι βέβαια βλέπουμε πολλοὺς φαύλους νὰ ἔχουν εὔρωστα καὶ σφριγηλὰ σώματα καὶ νὰ ἀπολαμβάνουν μεγάλη εὐημερία. Τὸ γεγονὸς ὅμως ὅτι αὐτοὶ δὲν ὑποφέ¬ρουν καθόλου ἐδῶ γίνεται πρόξενο μεγαλύτερης τιμωρίας ἐκεῖ. Καὶ αὐτὸ ἐννοού¬σε ὁ Ἀπόστολος, ὅταν ἔλεγε: Ἐπειδὴ κρινόμαστε ἀπὸ τὸν Κύριο, παιδευόμαστε σὲ αὐτὴν τὴν ζωή, γιὰ νὰ μὴν καταδικασθοῦμε στὴν ἄλλη μαζὶ μὲ τὸν κόσμο[40].
Ἀπὸ τὸ λόγο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου περὶ φιλοπτωχείας
Τὸ ἂν οἱ συμφορές, δήλ. οἱ ἀρρώστειες, προέρχονται ἀπὸ τὸν Θεό, δὲν εἶναι καὶ τόσο φανερό, ἐφ’ ὅσον καὶ ἀπὸ μόνη της ἡ ὑλικὴ φύσις ἐνέχει τὴν ἀνωμαλία, ὅπως συμβαίνει μὲ τοὺς ρευματισμούς. Καὶ ποιὸς γνωρίζει ἂν ὁ ἕνας τιμωρεῖται γιὰ τὴν κακία του καὶ ὁ ἄλλος ἐξυψώνεται γιὰ τὴν ἀρετή του ἢ ἂν συμβαίνη τὸ ἐν¬τελως ἀντίθετο: ὁ ἕνας δηλαδὴ νὰ ἐξυψώνεται ἐξ αἰτίας τῆς κακίας του καὶ ὁ ἄλ¬λος νὰ ὑποφέρη χάριν τῆς ἀρετῆς του; Ἔτσι ὁ ἕνας ὑψώνεται περισσότερο, γιὰ νὰ πέση καὶ χειρότερα, ἀφοῦ ἔχει ἀφήσει προηγουμένως ὅλη του τὴν κακία νὰ ἐκραγῆ σὰν ἀρρώστεια, ὥστε νὰ τιμωρηθῆ καὶ δικαιότερα, ἐνῶ ὁ ἄλλος θλίβεται πρὸς ἀπορίαν τῶν ὑπολοίπων, γιὰ νὰ καθαρισθῆ ἐντελῶς, ὅπως ὁ χρυσὸς στὸ χωνευ¬τήρι, ἀποβάλλοντας κάθε ἴχνος κακίας ποὺ εἶχε. Διότι κανένας δὲν εἶναι καθαρὸς ἀπὸ ἠθικοὺς ρύπους[41].
Ἀπὸ τὰ Ἀσκητικὰ τοῦ ἁγίου Βασιλείου
Δὲν ὀφείλονται στὴν ἀνθρώπινη φύσι ὅλες οἱ ἀσθένειες, στὶς ὁποῖες μερικὲς φορὲς βλέπουμε νὰ εἶναι χρήσιμη ἡ ἰατρική. Διότι πολλὲς φορὲς οἱ ἀσθένειες εἶναι τιμωρίες γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας καὶ μᾶς ὁδηγοῦν στὴ μετάνοια. Διότι ἡ Γραφὴ λέγει: Ὅποιον ἀγαπᾶ ὁ Κύριος τὸν παιδαγωγεῖ?[42] καί: Γι’αὐτὸ ὑπάρχουν πολλοὶ ἀδιάθετοι καὶ ἄρρωστοι μεταξύ σας καὶ ἀρκετοὶ ἔχουν πεθάνει. Διότι ἂν κρίναμε οἱ ἴδιοι τους ἑαυτούς μας, δὲν θὰ κρινόμασταν? κρινόμενοι δὲ ἀπὸ τὸν Κύριο παιδαγωγούμαστε, γιὰ νὰ μὴν κατακριθοῦμε μαζὶ μὲ τὸν κόσμο[43]. Σὲ τέτοιες περι¬πτώσεις οἱ ἄνθρωποι πρέπει νὰ εἶναι ἥσυχοι, νὰ ἀφήνουν κατὰ μέρος τὴν ἰατρικὴ βοήθεια καὶ νὰ ὑπομένουν ὅσα ἐπιτρέπει ὁ Θεός, σύμφωνα μὲ ἐκεῖνον ποὺ λέγει: Θὰ ὑπομείνω τὴν ὀργὴ τοῦ Κυρίου διότι ἁμάρτησα ἐνώπιον Τοῦ[44]. Ἐπίσης νὰ δείχνουν τὴν διόρθωσί τους κάνοντας ἔργα ἀντάξια τῆς μετανοίας[45] καὶ νὰ ἐνθυ¬μοῦνται τὸν Κύριο ποὺ λέγει: Νά, ἔγινες ὑγιής? μὴν ἁμαρτάνης πλέον, γιὰ νὰ μὴν πάθης τίποτε χειρότερο[46].
Συμβαίνει δὲ κάποτε καὶ κατ’ αἴτησιν τοῦ πονηροῦ. Τότε δέχεται ὁ φιλάνθρω¬πος Κύριος καὶ ἀποστέλλει στὸν ἀγώνα ἕναν ἰσχυρὸ ἀντίπαλό του διαβόλου καὶ συντρίβει ἔτσι τὴν κομπορρημοσύνη του μὲ τὴν καρτερικὴ ὑπομονὴ τοῦ δούλου Του, ὅπως ἀκριβῶς τὸ γνωρίζουμε ὅτι συνέβη στὴν περίπτωσι τοῦ Ἰώβ[47]. Ἢ γιὰ νὰ προβληθοῦν ἀπὸ τὸν Θεὸ σὰν παράδειγμα πρὸς τοὺς φυγόπονους ἐκεῖνοι ποὺ μποροῦν νὰ ὑπομείνουν τὰ δεινὰ μέχρι θανάτου? ὅπως ὁ Λάζαρος, ὁ ὁποῖος, ἐνῶ ἦταν γεμάτος ἀπὸ τόσες πληγές, πουθενὰ δὲν γράφει ὅτι ζήτησε κάτι ἀπὸ τὸν πλούσιο οὔτε ὅτι δυσανασχέτησε γιὰ τὴν κατάστασί του. Γι’ αὐτὸ καὶ βρῆκε τὴν ἀνάπαυσι στοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ, διότι ἀκριβῶς δέχθηκε τὰ κακὰ στὴν διάρ¬κεια τῆς ζωῆς τοῦ[48].
Βρήκαμε ὅμως ὅτι ὑπάρχει καὶ ἄλλη αἰτία γιὰ τὶς ἀσθένειες τῶν ἁγίων, ὅπως στὴν περίπτωσι τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Γιὰ νὰ μὴ φανῆ δηλαδὴ ὅτι ὑπερβαίνει τὰ ὅρια τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καὶ γιὰ νὰ μὴ σκεφθῆ κανεὶς ὅτι ὑπερτερεῖ ἔναντι τῶν ἄλλων ὡς πρὸς τὴν φυσικὴ κατασκευὴ —ὅπως τὸ ἔπαθαν οἱ κάτοικοι τῆς Λυκαονίας, ποὺ τοῦ προσέφεραν στέμματα καὶ ταύρους[49]— ἦταν διαρκῶς ἄρρω¬στος πρὸς ἀπόδειξιν ὅτι ἡ φύσις τοῦ ἦταν πραγματικὰ ἀνθρώπινη.
Ποιὸ κέρδος λοιπὸν θὰ μποροῦσε νὰ προέλθη σὲ ὅλους αὐτοὺς ἀπὸ τὴν ἰατρι¬κή; Δὲν διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο μὲ τὸ νὰ περισπῶνται ἀπὸ τὴν πνευματι¬κὴ ἐργασία καὶ νὰ ἀσχολοῦνται μὲ τὴν φροντίδα τοῦ σώματος;
Ὅσοι ὅμως προξένησαν μόνοι τους τὴν ἀσθένεια στὸν ἑαυτό τους μὲ τὴν βλα¬βερὴ δίαιτα, πρέπει νὰ χρησιμοποιήσουν τὴν θεραπεία τοῦ σώματος σὰν τύπο καὶ παράδειγμα γιὰ τὴν φροντίδα τῆς ψυχῆς, ὅπως ἐλέχθη πρωτύτερα. Διότι τὸ νὰ ἀποφεύγουμε ἐντελῶς τὰ ἀγαθὰ ἀποτελέσματα τῆς ἰατρικῆς δείχνει φιλόνεικη διάθεσι, ἐνῶ πάλι τὸ νὰ ἐμπιστευώμαστε τὴν ἐλπίδα τῆς ὑγείας μας ἀποκλειστικὰ στοὺς γιατροὺς εἶναι ἀνόητο. Ὅπως λοιπόν, ἐνῶ ἐμεῖς καλλιεργοῦμε τὴν γῆ, ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Θεὸ τοὺς καρποὺς καί, ἐνῶ ἐμπιστευόμαστε στὸν κυβερνήτη τὸ πη¬δάλιο τοῦ πλοίου, προσευχόμαστε στὸν Θεό, γιὰ νὰ σωθοῦμε ἀπὸ τὴν τρικυμία, ἔ¬τσι ἀκριβῶς καὶ ὅταν καλοῦμε τὸν γιατρό, ἂν ὑπάρχη ἀνάγκη, δὲν παύουμε νὰ ἐλ¬πίζουμε στὸν Θεό.
Ἀπὸ τὰ Κεφάλαια τοῦ ἁγίου Μαξίμου
Ὁ φρόνιμος, ἀναλογιζόμενος τὴν ἰατρεῖα ποὺ ἐπιφέρουν οἱ ἀποφάσεις τοῦ Θεοῦ, ὑπομένει εὐχαρίστως τὶς συμφορές, ποὺ ἐξ αἰτίας ἐκείνων τοῦ συμβαίνουν, καὶ τίποτε ἄλλο δὲν θεωρεῖ αἴτιο, παρὰ μόνο τὶς ἁμαρτίες του. Ὁ ἀνόητος ὅμως, ἐπειδὴ ἀδυνατεῖ νὰ καταλάβη τὴν σοφώτατη πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἁμαρτάνη καὶ τιμωρῆται, θεωρεῖ ὑπευθύνους γιὰ τὶς συμφορές του ἢ τὸν Θεὸ ἢ τοὺς ἀνθρώ¬πους. Δὲν εἶναι λοιπὸν δυνατὸν νὰ ἀποφύγη τὴν μέλλουσα κρίσι αὐτὸς ποὺ ἀ-μάρτησε, χωρὶς νὰ ὑποβληθῆ ἐδῶ εἴτε σὲ ἑκούσιους κόπους εἴτε σὲ ἀκούσιες συμ¬φορές.
Περιοδικὸ Ἁγιορείτικη μαρτυρία
Τριμηνιαία Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μονῆς Ξηροποτάμου
Τεῦχος 8-9
ΙΟΥΝΙΟΣ – ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 1990
[1] Ρώμ. ἰα’ 33
[2] Ἰὼβ ἀ’ 19
[3] Λούκ. ἰγ’ 4
[4] Λούκ. ἰγ’ 2
[5] Ἀ’ Πέτρ. δ’ 18
[6] Ἤσ. νγ’ 5
[7] Κατὰ τὴν παράδοσι
[8] Μάτθ. Ἰδ’ 10
[9] Πράξ. ζ’ 58-60
[10] Μάτθ. ἰ’15
[11] Ἐξ. Ἰδ’ 27-28
[12] Γέν. ζ’ 4-6
[13] Γέν. ἰθ’ 24-25
[14] Λούκ. ἰς’ 19-31
[15] Λούκ. Ἰβ’ 7
[16] Μάτθ. ἠ’ 30-32
[17] Ἰὼβ θ’23
[18]Ψάλμ. λγ’ 22
[19] Παροιμ. ἰ’ 25
[20] Παροιμ. ἰα’ 8
[21] Ἰὼβ ἀ’ 19
[22] Μάτθ. ἰ’ 29
[23] πρβλ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Ὑπόμνημα εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον Ἐναγγέλιον, ὁμιλία ΛΔ’:
Τί γὰρ εὐτελέστερον ἐκείνων; Φησίν? ἀλλ’ ὅμως οὐδὲ ἐκεῖνα ἀλώσεται, ἀγνοοῦντος τοῦ Θεοῦ. Οὐ γαρ τοῦτο φησιν, ὅτι ἐνεργοῦντος αὐτοῦ πίπτει- τοῦτο γὰρ ἀνάξιον Θεοῦ- ἀλλ’ ὅτι οὐδὲν αὐτὸν λανθάνει τῶν
γινομένων.
[24] Φλάβιος Μαυρίκιος Τιβέριος, 582-602
[25] Ἐκκλ.ζ’ 15
[26] Ψάλμ. ὀη’ 1-3
[27] Σόφ. Σόλ. δ’ 10-14
[28] Γέν. κζ’ 1
[29] Β’ Κόρ. Ἰβ’ 7-9
[30] Γάλ. δ’ 14
[31] Ἰὼβ μβ’7-9
[32] Ψάλμ. ριε’ 6
[33] Ψάλμ. λγ’ 22
[34] Ἰὼβ ἀ’ 14-19, β’ 7
[35] πρβλ. Β’ Βάσ. Ἰβ’ 11-12
[36] Ἀριθ. ἰς’ 31-34
[37] Ἐξ. Ἰδ’ 27-28
[38] πρβλ. Πράξ. ἰγ’ 19
[39] Λούκ. ἰς’ 25
[40]Ἀ’ Κόρ. ἰα’ 32
[41] πρβλ. Ἰὼβ Ἰδ’ 4
[42] Παροίμ. γ’ 12 & Ἑβρ. Ἰβ’ 6
[43] Ἀ’ Κόρ. ἰα’ 30-32
[44] Μίχ. ζ’ 9
[45] πρ