Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Μετεωρίτης συγκαταλέγεται στίς ἐπιβλητικές μορφές τοῦ Ὀρθοδόξου μοναχισμοῦ καί ἀσκητισμοῦ. Ὑπῆρξε μέγας ἀναχωρητής καί ἡσυχαστής, Κτίτορας καί Καθηγητής τῆς Μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου, ὁ εἰσηγητής καί θεμελιωτής τοῦ κοινοβιακοῦ ἁγιομετεωρίτικου μοναχισμοῦ.
Συγγραφέας τοῦ Βίου του, κατά τά τέλη τοῦ 14ου καί τίς ἀρχές τοῦ 15ου αἰώνα, εἶναι ὁ περίπου σύγχρονός του μετεωρίτης μοναχός Νεῖλος Σταυρᾶς (κώδ. 3 τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης Ἑλλάδος, αὐτόγραφος τοῦ Νείλου, προερχόμενος ἀπό τήν Μονή τοῦ Μεγάλου Μετεώρου, καί κώδ. 404 τῆς Μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου, ἀντίγραφο τοῦ ἔτους 1570).
Ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Μετεωρίτης γεννήθηκε περί τό ἔτος 1302 στή μεσαιωνική πόλη τῶν Νέων Πατρῶν, τή σημερινή Ὑπάτη, καί τό κοσμικό του ὄνομα ἦταν Ἀνδρόνικος. Οἱ γονεῖς του ἀνῆκαν σέ ὑψηλή κοινωνική τάξη: «γονέων ἐπιφανῶν υἱός καί τῆς πατρίδος αὐτοῦ τῶν πολλῶν ὑπερεχόντων». Στή βρεφική του ἡλικία ὁ μικρός Ἀνδρόνικος, μετέπειτα μοναχός Ἀθανάσιος, ἔχασε καί τούς δύο γονεῖς του καί ἔμεινε ὀρφανός. Τήν ἐπιμέλειά του ἀνέλαβε τότε κάποιος θεῖος του.
Ὅταν τό ἔτος 1319 ἡ Νέα Πάτρα (Ὑπάτη) καταλήφθηκε ἀπό τούς Καταλανούς ὑπό τόν Φράγκο εὐπατρίδη δόν Ἀλφόνσο Φαδρίγο τόν Ἀραγωνικό, ὁ νεαρός Ἀνδρόνικος – Ἀθανάσιος, ἡλικίας 16-17 ἐτῶν αἰχμαλωτίστηκε καί, μετά τή διαφυγή καί ἀπόδρασή του κατέφυγε, μαζί μέ τόν θεῖο του, στή Θεσσαλονίκη, ὅπου τόν ἴδιο ἤ τόν ἑπόμενο χρόνο, ἀπεβίωσε ὁ θεῖος του στή Μονή τοῦ Ἀκαπνίου.
Στή Θεσσαλονίκη ἡ μεγάλη φιλομάθειά του, «ὁ ἔρως τῆς θύραθεν μαθήσεως», τόν ὁδηγεῖ σέ διδασκάλους γιά τήν μόρφωσή του καί τήν ἀπόκτηση παιδείας. Ἡ τάση του πρός τόν ἀσκητισμό καί ἡ ἀγάπη του πρός τόν Θεό τόν ὁδηγοῦν γιά πρώτη φορά στό Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ὅμως, ὡς ἀνήλικος ἀκόμη, δέν γίνεται δεκτός ἀπό τούς πατέρες γιά νά παραμείνει ἐκεῖ.
Φύση ἀνήσυχη, δυναμική καί φιλοπερίεργη ὁ Ἀνδρόνικος, ρίχνεται σέ νέες περιπλανήσεις καί ἀναζητήσεις. Μεταβαίνει στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἀσπάζεται τούς ἱερούς ναούς καί τά τίμια λείψανα τῶν ἁγίων, ἐνῶ ταυτόχρονα γνωρίζεται καί συναναστρέφεται μέ κορυφαίους θεολόγους καί σπουδαίους λόγιους ἐκκλησιαστικούς ἄνδρες, ὅπως τόν Γρηγόριο Σιναΐτη, τόν ἐπιφανῆ πατέρα τῆς μυστικῆς καί νηπτικῆς θεολογίας, τόν μετέπειτα Οἰκουμενικό Πατριάρχη Ἰσίδωρο, τόν Δανιήλ τόν ἡσυχαστή καί ἄλλες ἐξέχουσες μορφές τῆς μοναστικῆς κοινότητας. Ἀπ’ αὐτούς μυεῖται στά μυστικά τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς καί «ὡς μέλιττα συλλέγει τά καίρια».
Γιά βιοποριστικούς ἴσως λόγους μεταβαίνει γιά λίγο στή βενετοκρατούμενη Κρήτη καί περί τό ἔτος 1332, σέ ἡλικία τριάντα χρόνων, ἐπιστρέφει πάλι στό Ἅγιον Ὄρος, ἀποφασισμένος νά ἐγκαταλείψει τήν κοσμική ζωή καί νά ἀσπασθεῖ τόν «μονότροπον καί μονήρη» βίο.
Στό Ἅγιον Ὄρος κείρεται μοναχός ἀπό τόν γέροντά του Γρηγόριο καί μετονομάζεται Ἀντώνιος, ἐνῶ δέν ἀργεῖ νά γίνει μεγαλόσχημος, ὁπότε παίρνει τό νέο καί ὁριστικό πιά μοναχικό του ὄνομα Ἀθανάσιος, μέ τό ὁποῖο ἔμελλε νά γίνει γνωστός καί νά λάβει προέχουσα θέση μεταξύ τῶν ὁσίων τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν μεγάλων μορφῶν τοῦ Ὀρθοδόξου ἀσκητισμοῦ.
Κατά τό διάστημα τῆς ἐκεῖ παραμονῆς του ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος ἀσκήθηκε στήν προσευχή, στήν ὑπακοή καί ὑποταγή, στίς κακουχίες καί γενικότερα στήν κατά Θεόν ἀρετή. Οἱ ἀντίξοες ὅμως περιστάσεις τῶν καιρῶν, κυρίως οἱ ἐπιδρομές καί δηώσεις τῶν Ὀθωμανῶν Τούρκων τόν ἐξαναγκάζουν, μαζί μέ τόν Γέροντά του Γρηγόριο καί τόν μοναχό Γαβριήλ νά ἐγκαταλείψουν τό Ἅγιον Ὄρος.
Καθ’ ὑπόδειξη τοῦ ἐπισκόπου Σερβίων Ἰακώβου, ἐγκαθίστανται στόν Στύλο τῶν Σταγῶν, πιθανότατα τόν σημερινό βράχο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τῶν Ἁγίων Μετεώρων. Ὁ ἱερομόναχος Γρηγόριος παρέμεινε ἐκεῖ ὡς στυλίτης ἐπί μία δεκαετία, ἐνῶ τά τελευταῖα χρόνια του πέρασε στήν Κωνσταντινούπολη.
Ὁ αὐστηρός ἀναχωρητής καί φιλέρημος Ἀθανάσιος, ἀποζητώντας περισσότερη ἀπομόνωση καί γαλήνη (ἡσυχία), διάλεξε ἄλλον βράχο, «τόπον ἀναχωρητικόν, πέτραν εἰς αἰθέριον ὕψος ἠρμένην», ὅπου κατέφυγε, περί τό ἔτος 1340, καί παρέμεινε ὁριστικά πιά. Πρόκειται γιά τόν λεγόμενο Πλατύ λίθο ἤ Πλατύλιθο, πού ὁ ἴδιος ἀπεκάλεσε «Μετέωρο», ὀνομασία ἡ ὁποία ἔμελλε νά καθιερωθεῖ ἔκτοτε, νά διατηρηθεῖ διά μέσου τῶν αἰώνων καί νά γενικευθεῖ ἀργότερα στό σύνολο τῶν γύρω μοναστηριῶν καί βράχων.
Ἐκεῖ ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος ἔκτισε τό ἀσκητικό του καταφύγιο καί ὀργάνωσε τήν πρώτη συστηματική μοναστική κοινότητα τῶν Ἁγίων Μετεώρων. Στήν ἀρχή οἰκοδόμησε στόν βράχο ναό τῆς Θεομήτορος, τῆς Παναγίας τῆς Μετεωρίτισσας Πέτρας, στήν ὁποία ἀφιέρωσε καί τή μονή. Ἀργότερα, μετά τό ἔτος 1359, μέ τή συνδρομή τοῦ Τριβαλλοῦ (δηλ. Σέρβου) τοπικοῦ ἄρχοντα, πιθανότατα τοῦ Συμεών Οὔρεση Παλαιολόγου, ἀνήγειρε ἄλλον ναό πρός τιμήν τοῦ Μεταμορφωθέντος Σωτῆρος Χριστοῦ, πού ἀπετέλεσε τό καθολικό τῆς μονῆς, στήν ὁποία ἔδωσε καί τή μέχρι σήμερα ἐπωνυμία της (τῆς Μεταμορφώσεως).
Ταπεινός στό ἔπακρο ὅπως ἦταν, παρέμεινε σ’ ὅλη τή ζωή του ἁπλός μοναχός: «Ταπεινοφροσύνης δέ ὑπόδειγμα ὅτι, ἄξιος ὤν θρόνου μεγάλου ἀρχιερωσύνης λαβέσθαι, οὐδόλως βαθμοῦ ἱερωσύνης ἥψατο». Λόγῳ τῆς ταπεινώσεώς του, ὅταν καθόταν στήν Τράπεζα ἔβαζε πάντοτε κάποιον ἄλλο ἀδελφό νά εὐλογήσει.
Ἡ ζωή του ὑπῆρξε «ἀειφυγία», ἡ δέ μοναστική του ξενιτεία ἦταν τόσο τέλεια, ὥστε οὐδέποτε ἀνέφερε σέ κανένα τό ὄνομά του παρότι καταγόταν ἀπό εὐγενεῖς γονεῖς.
Ἡ ἀδιάλειπτη εὐχή καί ἡ αὐτομεμψία εἶχαν ἐμφυτεύσει διαρκές πένθος στήν καρδιά του καί ἡ καθημερινή μνήμη θανάτου -ἡ ἀληθινή φιλοσοφία- συμπλήρωνε τόν κανόνα τῶν εὐχῶν καί τῆς ἐργασίας.
Ὅλη του ἡ ζωή κύλισε μέ βραχύτατη μονοφαγία καί ἡ φιλοκτημοσύνη καί ἡ προσκόλληση στήν ὕλη οὐδόλως τόν ἤγγιζε.
Ἡ στάση του στήν Ἐκκλησία ἦταν ἀπόδειξη διηνεκοῦς βίας. Ἀνύστακτος, ἀκίνητος, «ὥσπερ ἀνδριάς καί στύλος», προσευχόταν μέ ἔνταση στίς ὁλονύκτιες ἀγρυπνίες.
Ἀσκητής, ἡσυχαστής –κατά τόν βιογράφο του, μόνο δύο σύγχρονοί του Ἁγιορεῖτες Πατέρες μποροῦσαν νά θεωρηθοῦν ἰσοστάσιοί του στήν ἐργασία τῆς νοερᾶς προσευχῆς-, ἄγρυπνος Ποιμένας ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος, ἔλαβε ἀπό τό Θεό μεγάλα χαρίσματα. Χάρισμα νά προλέγει τά μέλλοντα καί χάρισμα νά θαυματουργεῖ.
Μέ τήν συγκέντρωση, σύν τῷ χρόνῳ, πολλῶν ἀδελφῶν στή μονή (ὁρισμένοι ἦλθαν καί ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος), ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος ὀργάνωσε τό μοναστήρι σέ συστηματικό κοινόβιο: «ἐβουλήθη οὖν τούς ὑπ’ αὐτοῦ ἐν κοινοβιακῷ τύπῳ καί κανόνι συνάψαι». Ὁ ἴδιος διατύπωσε καί ἰδιοχείρως ἔγραψε τόν «κανονικόν τύπον», δηλαδή τίς τυπικές διατάξεις τοῦ κοινοβίου.
Λίγο πρίν τήν κοίμησή του, ὅρισε διάδοχό του τόν μοναχό Ἰωάσαφ, πρώην βασιλέα, Ἰωάννη Οὔρεση Παλαιολόγο. Μετά ἀπό σύντομη ἀσθένεια τῆς χολῆς καί τοῦ ἥπατος, ὁ Ἀθανάσιος κοιμήθηκε ἤρεμα καί εἰρηνικά, σέ ἡλικία 78 ἐτῶν, περί τό 1380. Ἡ Ἐκκλησία τόν κατέταξε μεταξύ τῶν ὁσίων της καί ἡ μνήμη του ἑορτάζεται, ἀπό κοινοῦ μέ τή μνήμη τοῦ δεύτερου κτίτορα τῆς μονῆς ὁσίου Ἰωάσαφ, στίς 20 Ἀπριλίου.